ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 14ης Ιουλίου 2022 ( *1 )

«Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Σύνταξη – Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 20 του παραρτήματος VIII – Χορήγηση συντάξεως επιζώντων – Επιζών σύζυγος πρώην υπαλλήλου δικαιούχου συντάξεως γήρατος – Γάμος συναφθείς μετά την αποχώρηση του εν λόγω υπαλλήλου από την ενεργό υπηρεσία – Προϋπόθεση περί πενταετούς ελάχιστης διάρκειας του γάμου κατά την ημερομηνία θανάτου του υπαλλήλου – Άρθρο 18 του παραρτήματος VIII – Γάμος συναφθείς πριν από την αποχώρηση του υπαλλήλου από την ενεργό υπηρεσία – Προϋπόθεση περί ενιαύσιας μόνον ελάχιστης διάρκειας του γάμου – Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 20 του παραρτήματος VIII – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 20 – Αρχή της ίσης μεταχειρίσεως – Άρθρο 21, παράγραφος 1 – Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας – Άρθρο 52, παράγραφος 1 – Απουσία αυθαίρετης ή προδήλως απρόσφορης διαφοροποίησης σε σχέση με τον σκοπό που επιδιώκει ο νομοθέτης της Ένωσης»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑116/21 P έως C‑118/21 P, C‑138/21 P και C‑139/21 P,

με αντικείμενο πέντε αιτήσεις αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκαν στις 25 Φεβρουαρίου 2021 όσον αφορά τις υποθέσεις C‑116/21 P έως C‑118/21 P και στις 26 Φεβρουαρίου 2021 όσον αφορά τις υποθέσεις C‑138/21 P και C‑139/21 P,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους G. Gattinara, B. Mongin και B. Schima,

αναιρεσείουσα,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι οι:

VW, εκπροσωπούμενη από την N. de Montigny, avocate,

προσφεύγουσα πρωτοδίκως,

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από την D. Boytha και τους J. Steele και J. Van Pottelberge,

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τους M. Alver, M. Bauer και R. Meyer,

παρεμβαίνοντα πρωτοδίκως (C‑116/21 P),

και

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους G. Gattinara, B. Mongin και B. Schima,

αναιρεσείουσα,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι οι:

BT, κάτοικος Overijse (Βέλγιο), εκπροσωπούμενη από τον J.‑N. Louis, avocat,

προσφεύγουσα πρωτοδίκως,

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από την D. Boytha και τους J. Steele και J. Van Pottelberge,

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τους M. Alver και M. Bauer,

Association internationale des anciens de l’Union européenne (AIACE Internationale), με έδρα τις Βρυξέλλες (Βέλγιο), εκπροσωπούμενη από την N. Maes, advocaat, και τον J. Van Rossum, avocat,

παρεμβαίνοντες πρωτοδίκως (C‑117/21 P),

και

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους G. Gattinara, B. Mongin και B. Schima,

αναιρεσείουσα,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι οι:

RN, κάτοικος [εμπιστευτικό] (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τον F. Moyse, avocat,

προσφεύγουσα πρωτοδίκως,

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από την D. Boytha και τους J. Steele και J. Van Pottelberge,

παρεμβαίνον πρωτοδίκως (C‑118/21 P),

και

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τους M. Alver και M. Bauer,

αναιρεσείον,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι οι:

BT, κάτοικος Overijse (Βέλγιο), εκπροσωπούμενη από τον J.‑N. Louis, avocat,

προσφεύγουσα πρωτοδίκως,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους G. Gattinara, B. Mongin και B. Schima,

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από την D. Boytha και τους J. Steele και J. Van Pottelberge,

Association internationale des anciens de l’Union européenne (AIACE Internationale), με έδρα τις Βρυξέλλες (Βέλγιο), εκπροσωπούμενη από την N. Maes, advocaat, και τον J. Van Rossum, avocat,

παρεμβαίνοντες πρωτοδίκως (C‑138/21 P)

και

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τους M. Alver και M. Bauer,

αναιρεσείον,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι οι:

VW, εκπροσωπούμενη από την N. de Montigny, avocate,

προσφεύγουσα πρωτοδίκως,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους G. Gattinara, B. Mongin και B. Schima,

καθής πρωτοδίκως,

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από την D. Boytha και τους J. Steele και J. Van Pottelberge,

παρεμβαίνον πρωτοδίκως (C‑139/21 P),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους K. Jürimäe, πρόεδρο τμήματος, N. Jääskinen, M. Safjan (εισηγητή), N. Piçarra και M. Gavalec, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Α. Ράντος

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με τις αιτήσεις τους αναιρέσεως, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ζητούν την αναίρεση των αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 16ης Δεκεμβρίου 2020, VW κατά Επιτροπής (T‑243/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:619, στο εξής: πρώτη αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), και της 16 Δεκεμβρίου 2020, BT κατά Επιτροπής (T‑315/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:622, στο εξής: δεύτερη αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), η δε Επιτροπή ζητεί επιπλέον την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Δεκεμβρίου 2020, RN κατά Επιτροπής (T‑442/17 RENV, EU:T:2020:618, στο εξής: τρίτη αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση) (στο εξής, από κοινού: αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις). Με τις εν λόγω αποφάσεις, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε τις προσφυγές που είχαν ασκήσει οι VW, BT και RN και ακύρωσε, αντιστοίχως, τις αποφάσεις της 26ης Ιουνίου 2017, της 20ής Ιουλίου 2018 και της 24ης Σεπτεμβρίου 2014 (στο εξής, από κοινού: επίμαχες αποφάσεις) με τις οποίες η Επιτροπή είχε απορρίψει την αίτηση καθεμιάς εκ των ως άνω προσφευγουσών για τη χορήγηση συντάξεως επιζώντων βάσει του άρθρου 20 του παραρτήματος VIII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που θεσπίσθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) 259/68 του Συμβουλίου, της 29ης Φεβρουαρίου 1968, περί καθορισμού του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και περί θεσπίσεως ειδικών μέτρων προσωρινώς εφαρμοστέων στους υπαλλήλους της Επιτροπής (ΕΕ ειδ. έκδ. 01/001, σ. 108), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) 1023/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013 (ΕΕ 2013, L 287, σ. 15) (στο εξής: ΚΥΚ).

Το νομικό πλαίσιο

2

Το άρθρο 1δ του ΚΥΚ ορίζει τα εξής:

«1.   Κατά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, απαγορεύεται οποιαδήποτε διάκριση ιδίως λόγω φύλου, φυλής, χρώματος, εθνοτικής καταγωγής ή κοινωνικής προέλευσης, γενετικών χαρακτηριστικών, γλώσσας, θρησκείας ή πεποιθήσεων, πολιτικών φρονημάτων ή κάθε άλλης γνώμης, ιδιότητας μέλους εθνικής μειονότητας, περιουσίας, γέννησης, ηλικίας, αναπηρίας ή γενετήσιου προσανατολισμού.

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, οι μη έγγαμες σχέσεις συμβίωσης αντιμετωπίζονται όπως και ο γάμος, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται όλοι οι απαριθμούμενοι στο άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ), του Παραρτήματος VII όροι.

2.   Προκειμένου να εξασφαλιστεί εμπράκτως η πλήρης ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών στην εργασία, πράγμα που αποτελεί ουσιώδες στοιχείο το οποίο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την εφαρμογή όλων των πτυχών του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, η αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν εμποδίζει τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης να διατηρήσουν ή να θεσπίσουν μέτρα που προβλέπουν ειδικά πλεονεκτήματα, τα οποία διευκολύνουν το λιγότερο εκπροσωπούμενο φύλο να συνεχίσει μια επαγγελματική δραστηριότητα ή προλαμβάνουν ή αντισταθμίζουν τα μειονεκτήματα στην επαγγελματική σταδιοδρομία.

[…]

5.   Οσάκις πρόσωπα καλυπτόμενα από τον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, τα οποία θεωρούν ότι βλάπτονται, επειδή η αρχή της ίσης μεταχείρισης, όπως προαναφέρθηκε, δεν εφαρμόσθηκε σε αυτά, αποδεικνύουν γεγονότα, από τα οποία τεκμαίρεται ότι υπήρξε άμεση ή έμμεση διάκριση, το όργανο φέρει το βάρος της απόδειξης ότι δεν υπήρξε παράβαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Η παρούσα διάταξη δεν εφαρμόζεται στις πειθαρχικές διαδικασίες.

6.   Τηρουμένης της αρχής περί μη διακρίσεων και της αρχής της αναλογικότητας, κάθε περιορισμός στην εφαρμογή των αρχών αυτών πρέπει να είναι εύλογα και αντικειμενικά δικαιολογημένος και πρέπει να ανταποκρίνεται σε θεμιτούς στόχους γενικού συμφέροντος στο πλαίσιο της πολιτικής προσωπικού. Οι στόχοι αυτοί μπορεί ιδίως να δικαιολογούν τον καθορισμό ηλικίας υποχρεωτικής συνταξιοδότησης και ελάχιστης ηλικίας για τη λήψη σύνταξης αρχαιότητας.»

3

Το άρθρο 35 του ΚΥΚ ορίζει τα ακόλουθα:

«Κάθε υπάλληλος ευρίσκεται σε μία από τις ακόλουθες καταστάσεις:

α)

ενεργός υπηρεσία·

β)

απόσπαση·

γ)

άδεια για προσωπικούς λόγους·

δ)

διαθεσιμότητα·

ε)

άδεια για εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων·

στ)

γονική άδεια ή άδεια για οικογενειακούς λόγους·

ζ)

απομάκρυνση από τη θέση προς το συμφέρον της υπηρεσίας.»

4

Το άρθρο 47 του ΚΥΚ προβλέπει τα εξής:

«Η λήξη των καθηκόντων είναι αποτέλεσμα:

α)

της παραιτήσεως·

β)

της παύσεως·

γ)

της απομακρύνσεως από τη θέση προς το συμφέρον της υπηρεσίας·

δ)

της απολύσεως για επαγγελματική ανεπάρκεια·

ε)

της ανακλήσεως·

στ)

της συνταξιοδοτήσεως·

ζ)

του θανάτου.»

5

Το άρθρο 52 του ΚΥΚ ορίζει τα εξής:

«Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 50, ο υπάλληλος συνταξιοδοτείται:

α)

αυτοδικαίως, την ημέρα του μήνα κατά τον οποίο συμπληρώνει το 66ο έτος της ηλικίας του, ή

β)

με αίτησή του, την τελευταία ημέρα του μήνα κατά τον οποίο υποβλήθηκε η αίτηση, εάν έχει φτάσει στην ηλικία συνταξιοδότησης ή είναι μεταξύ 58 ετών και της ηλικίας συνταξιοδότησης, εφόσον συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη χορήγηση σύνταξης που αρχίζει να καταβάλλεται αμέσως, σύμφωνα με το άρθρο 9 του παραρτήματος VIII. Το άρθρο 48, δεύτερο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, εφαρμόζεται κατ’ αναλογία.

Ωστόσο, ο υπάλληλος μπορεί, κατόπιν αιτήσεώς του και υπό τον όρο ότι η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή το κρίνει δικαιολογημένο από το συμφέρον της υπηρεσίας, να εξακολουθήσει να εργάζεται μέχρι την ηλικία των 67 ετών, ή σε εξαιρετικές περιπτώσεις μέχρι την ηλικία των 70 ετών, οπότε συνταξιοδοτείται αυτοδικαίως την τελευταία ημέρα του μήνα κατά τον οποίο συμπληρώνει την ηλικία αυτή.

[…]»

6

Κατά το άρθρο 76 του ΚΥΚ:

«Δωρεές, δάνεια ή προκαταβολές δύνανται να χορηγηθούν σε υπάλληλο, σε τέως υπάλληλο ή σε όσους έλκουν δικαιώματα εκ του αποθανόντος υπαλλήλου και ευρίσκονται σε εξαιρετικά δυσχερή κατάσταση, ιδίως μετά από βαρεία ή παρατεινόμενη ασθένεια ή λόγω αναπηρίας ή της οικογενειακής τους καταστάσεως.»

7

Το άρθρο 17 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ έχει ως εξής:

«Ο επιζών σύζυγος υπαλλήλου ο οποίος απεβίωσε ευρισκόμενος σε μία από τις καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 35 του κανονισμού δικαιούται, εφόσον είχε διατελέσει σύζυγός του/της επί ένα τουλάχιστον έτος και με την επιφύλαξη των διατάξεων του ανωτέρου άρθρου 1, παράγραφος 1, και του κατωτέρω άρθρου 22 συντάξεως επιζώντων ίσης με το 60 % της συντάξεως αρχαιότητας που θα κατεβάλετο στον υπάλληλο, αν αυτός ηδύνατο να την απαιτήσει, χωρίς την προϋπόθεση διαρκείας της υπηρεσίας ή την ηλικία του, κατά το χρόνο του θανάτου.

Η πλήρωση της χρονικής προϋποθέσεως που προβλέπεται ανωτέρω δεν απαιτείται, αν ένα ή περισσότερα τέκνα προέρχονται από αυτό το γάμο ή από προγενέστερο γάμο του υπαλλήλου, εφ’ όσον ο επιζών σύζυγος επιμελείται ή έχει επιμεληθεί αυτών των τέκνων ή αν ο θάνατος του υπαλλήλου προέκυψε από αναπηρία ή ασθένεια, από την οποία αυτός προσεβλήθη κατά την άσκηση των καθηκόντων του, είτε από ατύχημα.»

8

Το άρθρο 18 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ ορίζει τα ακόλουθα:

«Ο επιζών σύζυγος πρώην υπαλλήλου δικαιούχου συντάξεως αρχαιότητας δικαιούται, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων που προβλέπονται στο άρθρο 22 και εφόσον το ζεύγος είχε τελέσει γάμο πριν από την αποχώρηση του υπαλλήλου από την υπηρεσία του οργάνου και ο γάμος είχε διαρκέσει επί ένα τουλάχιστον έτος, συντάξεως επιζώντων ίσης με το 60 % της συντάξεως αρχαιότητας την οποία ελάμβανε ο δικαιούχος κατά τον χρόνο του θανάτου του. Το ελάχιστο της συντάξεως επιζώντων είναι το 35 % του τελευταίου βασικού μισθού. Εντούτοις, το ποσό της συντάξεως επιζώντων δεν δύναται, σε καμία περίπτωση, να υπερβαίνει το ποσό της συντάξεως αρχαιότητας την οποία ελάμβανε ο δικαιούχος κατά τον χρόνο του θανάτου.

Η διάρκεια του γάμου δεν λαμβάνεται υπόψη, αν ένα ή περισσότερα τέκνα προέρχονται από γάμο του υπαλλήλου που είχε συναφθεί πριν από την αποχώρηση του υπαλλήλου από την υπηρεσία, εφόσον ο επιζών σύζυγος επιμελείται ή έχει επιμεληθεί αυτών των τέκνων.»

9

Το άρθρο 19 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ ορίζει τα εξής:

«Ο επιζών σύζυγος πρώην υπαλλήλου δικαιούχου επιδόματος αναπηρίας, εφόσον ήταν σύζυγός του/της κατά την ημερομηνία ενάρξεως της καταβολής του επιδόματος, δικαιούται, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 22 του παρόντος Παραρτήματος, συντάξεως επιζώντων ίσης με το 60 % του επιδόματος αναπηρίας το οποίο ελάμβανε ο δικαιούχος κατά τον χρόνο του θανάτου.

Το ελάχιστο της συντάξεως επιζώντων ορίζεται στο 35 % του τελευταίου βασικού μισθού. Εντούτοις, το ποσό της συντάξεως επιζώντων δεν δύναται, σε καμία περίπτωση, να υπερβαίνει το ποσό του επιδόματος αναπηρίας το οποίο ελάμβανε ο δικαιούχος κατά τον χρόνο του θανάτου.»

10

Το άρθρο 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ ορίζει τα ακόλουθα:

Η πλήρωση της χρονικής προϋποθέσεως που προβλέπεται στα άρθρα 17α, 18, 18α και 19 ανωτέρω δεν απαιτείται, αν ο γάμος, έστω και αν συνήφθη μετά τη λήξη της δραστηριότητας του υπαλλήλου, διήρκεσε τουλάχιστον πέντε έτη.»

11

Το άρθρο 27 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ έχει ως εξής:

«Ο διαζευγμένος σύζυγος υπαλλήλου ή πρώην υπαλλήλου δικαιούται συντάξεως επιζώντων κατά τα οριζόμενα στο παρόν κεφάλαιο, υπό την προϋπόθεση ότι μπορεί να αποδείξει ότι ο πρώην σύζυγος ήταν υποχρεωμένος, κατά τον χρόνο του θανάτου του, να του/της καταβάλλει διατροφή, δυνάμει δικαστικής απόφασης, ή λόγω ισχύοντος διακανονισμού μεταξύ αυτού/αυτής και του/της πρώην συζύγου, ο οποίος έχει επισήμως καταχωρηθεί.

Η σύνταξη επιζώντων δεν μπορεί, ωστόσο, να υπερβαίνει το ποσό της διατροφής που καταβάλλετο κατά τον χρόνο του θανάτου του πρώην συζύγου, το ύψος της δε επικαιροποιείται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 82 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Ο διαζευγμένος σύζυγος στερείται του δικαιώματός του, εάν είχε συνάψει νέο γάμο πριν από τον θάνατο του πρώην συζύγου. Εφαρμόζεται το άρθρο 26, εάν συνάψει νέο γάμο μετά τον θάνατο του πρώην συζύγου.»

Το ιστορικό της διαφοράς και οι επίμαχες αποφάσεις

12

Οι VW, BT και RN συνήψαν, αναλόγως της περιπτώσεως, γάμο ή νέο γάμο με υπαλλήλους της Ένωσης οι οποίοι δεν υπηρετούσαν πλέον σε θεσμικό όργανο της Ένωσης κατά τον χρόνο συνάψεως του γάμου ή του νέου γάμου τους. Οι τρεις πρώην υπάλληλοι απεβίωσαν εντός χρονικού διαστήματος μικρότερου των πέντε ετών από την ημερομηνία συνάψεως του γάμου.

13

Καθεμιά από τις εν λόγω τρεις γυναίκες, υπό την ιδιότητα της επιζώσας συζύγου πρώην υπαλλήλου της Ένωσης, υπέβαλε αίτηση για τη χορήγηση συντάξεως επιζώντων βάσει του κεφαλαίου 4 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ.

14

Με τις επίμαχες αποφάσεις, το Γραφείο Διαχείρισης και Εκκαθάρισης Ατομικών Δικαιωμάτων (PMO) απέρριψε, αντιστοίχως, τις αιτήσεις της VW, της BT και της RN, με την αιτιολογία ότι οι αιτήσεις αυτές δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις του άρθρου 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ για τη χορήγηση συντάξεως επιζώντων, δεδομένου ότι ο γάμος τους με τον αποβιώσαντα υπάλληλο, ο οποίος συνήφθη κατόπιν της αποχωρήσεώς του από την ενεργό υπηρεσία, διήρκεσε λιγότερο από πέντε έτη.

15

Όλες οι διοικητικές ενστάσεις που υπέβαλαν οι VW, BT και RN κατά καθεμιάς από τις ως άνω αποφάσεις απορρίφθηκαν.

Οι πρωτοδίκως ασκηθείσες προσφυγές και οι αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις

16

Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 20 Απριλίου 2018 και στις 22 Μαΐου 2019 αντιστοίχως, καθώς και στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης στις 17 Ιουλίου 2015, οι VW, BT και RN άσκησαν προσφυγές με αίτημα την ακύρωση των επίμαχων αποφάσεων που τις αφορούσαν.

17

Επετράπη στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να παρέμβει υπέρ της Επιτροπής στις τρεις υποθέσεις. Όσον αφορά το Συμβούλιο, του επετράπη να παρέμβει υπέρ της Επιτροπής στις υποθέσεις που αφορούσαν την VW και την BT, ενώ στην Association internationale des anciens de l’Union européenne (AIACE Internationale) επετράπη να παρέμβει υπέρ της BT στην υπόθεση που αφορούσε την τελευταία.

18

Με απόφαση της 20ής Ιουλίου 2016, RN κατά Επιτροπής (F‑104/15, EU:F:2016:163), το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δέχθηκε, στην υπόθεση που αφορούσε την RN, τον πρώτο λόγο ακυρώσεως και ακύρωσε την απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2014. Κατά της εν λόγω αποφάσεως ασκήθηκε αναίρεση εκ μέρους της Επιτροπής, η οποία έγινε δεκτή από το Γενικό Δικαστήριο με απόφαση της 18ης Ιουλίου 2017, Επιτροπή κατά RN (T‑695/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:520). Με τη συγκεκριμένη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο αναίρεσε εκείνη της 20ής Ιουλίου 2016, RN κατά Επιτροπής (F‑104/15, EU:F:2016:163) και, κρίνοντας ότι η διαφορά δεν ήταν ώριμη προς εκδίκαση, ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιον τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου διαφορετικού από εκείνο που είχε αποφανθεί επί της αιτήσεως αναιρέσεως.

19

Με αποφάσεις της 6ης Μαΐου 2019 και της 11ης Μαρτίου 2019, το Γενικό Δικαστήριο διέταξε την αναστολή εκδικάσεως των υποθέσεων που αφορούσαν την VW και την RN μέχρι την έκδοση της περατώνουσας τη δίκη αποφάσεως του Δικαστηρίου στην υπόθεση HK κατά Επιτροπής, C‑460/18 P.

20

Στις 19 Δεκεμβρίου 2019 το Δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση HK κατά Επιτροπής (C‑460/18 P, EU:C:2019:1119).

21

Στις τρεις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις, το Γενικό Δικαστήριο, με έγγραφα της 23ης Δεκεμβρίου 2019, κάλεσε τους διαδίκους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί των συνεπειών που πρέπει να συναχθούν από την ως άνω απόφαση του Δικαστηρίου.

22

Με τις αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε, στις 16 Δεκεμβρίου 2020, καθεμιά από τις επίμαχες αποφάσεις, δεχόμενο τον λόγο ακυρώσεως με τον οποίο οι VW, BT και RN προέβαλλαν, κατ’ ουσίαν, έλλειψη νομιμότητας του άρθρου 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ όσον αφορά την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, καθώς και, στις υποθέσεις που αφορούσαν τις VW και RN, την αρχή της αναλογικότητας και, στις υποθέσεις που αφορούσαν τις BT και RN, την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας.

23

Οι αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις στηρίζονται σε ουσιαστικά πανομοιότυπη συλλογιστική, με τη σημαντική εξαίρεση των κρίσεων που ανέπτυξε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 41 έως 46 της τρίτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Ως προς το τελευταίο αυτό ζήτημα, το Γενικό Δικαστήριο, αποφαινόμενο επί του εύρους της διαφοράς κατόπιν της ενώπιόν του αναπομπής της υποθέσεως, έκρινε ότι, στην απόφαση της 18ης Ιουλίου 2017, Επιτροπή κατά RN (T‑695/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:520), δεν είχε αποφανθεί επί του λόγου ακυρώσεως με τον οποίο η RN προέβαλλε παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως, της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας και της αναλογικότητας, οπότε, εν τέλει, το Γενικό Δικαστήριο έπρεπε, με την τρίτη αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, να αποφανθεί επί του συνόλου των λόγων ακυρώσεως τους οποίους είχε προβάλει πρωτοδίκως η RN με γνώμονα τα νομικά ζητήματα που επέλυσε το εν λόγω δικαιοδοτικό όργανο με την απόφαση της 18ης Ιουλίου 2017, Επιτροπή κατά RN (T‑695/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:520).

24

Κατά τα λοιπά, με τις τρεις αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, για τη χορήγηση συντάξεως επιζώντων, η περίπτωση που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 18 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, ήτοι αυτή των επιζώντων συζύγων πρώην υπαλλήλου της Ένωσης οι οποίοι συνήψαν γάμο πριν από την αποχώρηση του υπαλλήλου από την ενεργό υπηρεσία, ήταν παρεμφερής της περιπτώσεως που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου άρθρο 20 του εν λόγω παραρτήματος, ήτοι εκείνης των επιζώντων συζύγων πρώην υπαλλήλου οι οποίοι συνήψαν γάμο μετά την αποχώρηση αυτή. Εν συνεχεία, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι υφίσταται διαφορετική μεταχείριση παρεμφερών καταστάσεων αναλόγως της ημερομηνίας συνάψεως του γάμου, καθόσον η σύνταξη επιζώντων χορηγείται στους επιζώντες συζύγους υπό την προϋπόθεση ότι ο γάμος διήρκεσε τουλάχιστον ένα έτος στο πλαίσιο του άρθρου 18 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, και τουλάχιστον πέντε έτη στο πλαίσιο του άρθρου 20 του ίδιου παραρτήματος. Το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε επίσης ότι η διαφορετική αυτή μεταχείριση περιάγει τον επιζώντα σύζυγο πρώην υπαλλήλου ο οποίος συνήψε γάμο με τον πρώην υπάλληλο κατόπιν της αποχωρήσεως του δευτέρου από την ενεργό υπηρεσία σε μειονεκτική θέση σε σχέση με τον επιζώντα σύζυγο πρώην υπαλλήλου ο οποίος συνήψε γάμο με τον υπάλληλο πριν από την εν λόγω αποχώρηση. Στις υποθέσεις που αφορούσαν τις BT και RN, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε επίσης διαφορετική μεταχείριση παρεμφερών καταστάσεων βασιζόμενη εμμέσως στην ηλικία του πρώην υπαλλήλου κατά τον χρόνο συνάψεως του γάμου.

25

Αφού επισήμανε ότι η διαφορετική μεταχείριση η οποία καθιερώνεται από το άρθρο 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ προβλεπόταν από τον «νόμο», κατά την έννοια του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε αν η διαπιστωθείσα διαφορετική μεταχείριση μπορούσε να δικαιολογηθεί από σκοπό γενικού συμφέροντος και αν ήταν σύμφωνη προς την αρχή της αναλογικότητας με γνώμονα τον επιδιωκόμενο σκοπό, υπό το πρίσμα ιδίως της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 48 της πρώτης και της δεύτερης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και στη σκέψη 70 της τρίτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

26

Συναφώς, όσον αφορά, αφενός, τον σκοπό γενικού συμφέροντος που συνίσταται στην πρόληψη της απάτης, το Γενικό Δικαστήριο, μολονότι αναγνώρισε ότι η προϋπόθεση κατά την οποία ο γάμος πρέπει να πληρούσε προϋπόθεση περί ελάχιστης διάρκειας για τη θεμελίωση του δικαιώματος συντάξεως επιζώντων παρέχει τη δυνατότητα να διασφαλισθεί ότι ο συγκεκριμένος γάμος δεν βασίζεται αποκλειστικώς σε παράγοντες ξένους προς ένα κοινό σχέδιο ζωής, όπως είναι οι αμιγώς οικονομικοί παράγοντες ή παράγοντες που ανάγονται στην εξασφάλιση άδειας διαμονής, έκρινε μη εύλογο το να θεωρείται ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ προϋπόθεση περί πενταετούς ελάχιστης διάρκειας του γάμου, ήτοι χρονικής διάρκειας πενταπλάσιας από την προβλεπόμενη στο άρθρο 18 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, η οποία δεν επιδέχεται καμία εξαίρεση επιτρέπουσα να αποδειχθεί ότι δεν συντρέχει απάτη, ανεξαρτήτως των προσκομιζόμενων αντικειμενικών αποδεικτικών στοιχείων, μπορεί να είναι αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού της καταπολέμησης της απάτης.

27

Όσον αφορά, αφετέρου, τον σκοπό γενικού συμφέροντος που συνίσταται στη δημοσιονομική διασφάλιση της Ένωσης, το Γενικό Δικαστήριο αναγνώρισε ότι ο σκοπός αυτός μπορεί να θεωρηθεί θεμιτός, πλην όμως, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, δεν μπορεί να δικαιολογήσει αφ’ εαυτού την παρέκκλιση από τη γενική αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, δεδομένου ότι η προϋπόθεση περί ελάχιστης διάρκειας του γάμου την οποία προβλέπει το άρθρο 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί από τον σκοπό της καταπολεμήσεως της απάτης, η διαφορετική μεταχείριση που καθιερώνεται με τη διάταξη αυτή δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί αποκλειστικώς ούτε από τη δημοσιονομική διασφάλιση της Ένωσης.

28

Το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το άρθρο 20 του παραρτήματος VIII παραβίαζε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, καθώς και, στην υπόθεση που αφορούσε την VW, την αρχή της αναλογικότητας και, στις υποθέσεις που αφορούσαν τις BT και RN, την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας. Υπό τις συνθήκες αυτές και όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 22 της παρούσας αποφάσεως, δέχθηκε τις ενστάσεις ελλείψεως νομιμότητας που προέβαλαν οι VW, BT και RN και ακύρωσε καθεμιά από τις επίμαχες αποφάσεις.

Αιτήματα των διαδίκων και διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

29

Με τις αιτήσεις αναιρέσεως στις υποθέσεις C‑116/21 P, C‑117/21 P και C‑118/21 P, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει καθεμιά από τις αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις,

να απορρίψει τις πρωτοδίκως ασκηθείσες προσφυγές, και

να καταδικάσει τις VW, BT και RN στα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, περιλαμβανομένων, όσον αφορά την RN, των εξόδων των υποθέσεων F‑104/15 και T‑442/17 RENV.

30

Με τις αιτήσεις αναιρέσεως στις υποθέσεις C‑138/21 P και C‑139/21 P, το Συμβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο:

να δεχθεί τις αιτήσεις αναιρέσεως και να αναιρέσει την πρώτη και τη δεύτερη αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις,

να εξετάσει τις υποθέσεις και να απορρίψει τις πρωτοδίκως ασκηθείσες προσφυγές ως αβάσιμες, και

να καταδικάσει τις VW και BT στα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

31

Στις υποθέσεις C‑116/21 P και C‑139/21 P, η VW ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει τις αιτήσεις αναιρέσεως που άσκησαν η Επιτροπή και το Συμβούλιο, αντιστοίχως, και

να καταδικάσει την Επιτροπή και το Συμβούλιο, αντιστοίχως, στα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

32

Στις υποθέσεις C‑117/21 P και C‑138/21 P, η BT ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει τις αιτήσεις αναιρέσεως που άσκησαν η Επιτροπή και το Συμβούλιο, αντιστοίχως, και

να καταδικάσει την Επιτροπή και το Συμβούλιο, αντιστοίχως, στα δικαστικά έξοδα.

33

Στην υπόθεση C‑118/21 P, η RN ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτη,

να κρίνει, επικουρικώς, τους λόγους αναιρέσεως απαράδεκτους ή, εν πάση περιπτώσει, αβάσιμους και να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως ως αβάσιμη,

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η RN στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως και, σε περίπτωση αναιρέσεως της τρίτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, πρωτοδίκως, περιλαμβανομένων των εξόδων των υποθέσεων F‑104/15 και T‑442/17 RENV.

34

Στις υποθέσεις C‑116/21 P, C‑117/21 P, C‑118/21 P, C‑138/21 P και C‑139/21 P, το Κοινοβούλιο, το οποίο, ως παρεμβαίνον πρωτοδίκως, κατέθεσε υπόμνημα επί των αιτήσεων αναιρέσεως σύμφωνα με το άρθρο 172 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ζητεί από το Δικαστήριο να δεχθεί τις αιτήσεις αναιρέσεως.

35

Στις υποθέσεις C‑117/21 P και C‑138/21 P, η AIACE Internationale, η οποία, ως παρεμβαίνουσα πρωτοδίκως, κατέθεσε υπόμνημα επί των αιτήσεων αναιρέσεως σύμφωνα με το άρθρο 172 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει τις αιτήσεις αναιρέσεως που άσκησαν η Επιτροπή και το Συμβούλιο, αντιστοίχως, και

να καταδικάσει την Επιτροπή και το Συμβούλιο, αντιστοίχως, στα δικαστικά έξοδα.

36

Στις υποθέσεις C‑138/21 P και C‑139/21 P, η Επιτροπή, η οποία, ως καθής πρωτοδίκως, κατέθεσε υπόμνημα επί των αιτήσεων αναιρέσεως σύμφωνα με το άρθρο 172 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την πρώτη και τη δεύτερη αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις,

να απορρίψει τις πρωτοδίκως ασκηθείσες προσφυγές,

να καταδικάσει τις VW και BT στα δικαστικά έξοδα.

37

Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 54, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου αποφάσισε, στις 13 Απριλίου 2021, τη συνεκδίκαση των υποθέσεων C‑116/21 P, C‑117/21 P, C‑118/21 P, C‑138/21 P και C‑139/21 P προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

Επί των αιτήσεων αναιρέσεως

38

Προς στήριξη των αιτήσεών της αναιρέσεως στις υποθέσεις C‑116/21 P και C‑117/21 P, η Επιτροπή προβάλλει τρεις πανομοιότυπους λόγους αναιρέσεως, εκ των οποίων ο πρώτος αφορά πλάνη περί το δίκαιο ως προς τα κριτήρια εκτιμήσεως της νομιμότητας των επιλογών του νομοθέτη της Ένωσης και παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, ο δεύτερος πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων και ο τρίτος πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη και παράβαση, σε πλείονες περιπτώσεις, της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. Στην υπόθεση C‑118/21 P, η Επιτροπή προβάλλει τους ίδιους λόγους, καθώς και, ως πρώτο στη σειρά, έναν άλλο λόγο αναιρέσεως ο οποίος αφορά πλάνη περί το δίκαιο ως προς τον καθορισμό και την εφαρμογή της αρμοδιότητας του κατ’ αναπομπή δικαστηρίου να αποφαίνεται επί των πρωτοδίκως προβληθέντων λόγων ακυρώσεως μετά την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

39

Προς στήριξη των αιτήσεών του αναιρέσεως, το Συμβούλιο προβάλλει τρεις πανομοιότυπους λόγους αναιρέσεως, εκ των οποίων ο πρώτος αφορά πλάνη περί το δίκαιο ως προς την ύπαρξη διαφορετικής μεταχειρίσεως, ο δεύτερος πλάνη περί το δίκαιο ως προς την έκταση του εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου δικαστικού ελέγχου των επιλογών του νομοθέτη της Ένωσης και ο τρίτος λόγος πλάνη περί το δίκαιο ως προς τη δικαιολόγηση της διαφορετικής μεταχειρίσεως. Στην υπόθεση C‑138/21 P, το Συμβούλιο προβάλλει, επιπλέον, τέταρτο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος αφορά πλάνη περί το δίκαιο και παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως ως προς τις διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας.

40

Οι VW, BT και RN προβάλλουν επίσης απαράδεκτο των αιτήσεων αναιρέσεως που ασκήθηκαν στις υποθέσεις C‑116/21 P, C‑117/21 P και C‑118/21 P, αντιστοίχως, καθώς και, όσον αφορά την BT, στην υπόθεση C‑138/21 P.

Επί του παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως στην υπόθεση C‑116/21 P

41

Η VW υποστηρίζει ότι η έννοια και το περιεχόμενο ορισμένων λόγων και επιχειρημάτων της Επιτροπής δεν είναι κατανοητά και ότι δεν υφίσταται συνοπτική έκθεση των λόγων αναιρέσεως, κατά παράβαση του άρθρου 168, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

42

Η Επιτροπή αμφισβητεί τα ως άνω επιχειρήματα παραπέμποντας ιδίως στο περιεχόμενο της αιτήσεώς της αναιρέσεως.

43

Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 256, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, από το άρθρο 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από το άρθρο 168, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, στην αίτηση αναιρέσεως πρέπει να προσδιορίζονται με ακρίβεια τα βαλλόμενα στοιχεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν ειδικώς την αίτηση αυτή, επί ποινή απαραδέκτου της αιτήσεως αναιρέσεως ή του οικείου λόγου αναιρέσεως (απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2022, Επιτροπή κατά European Food κ.λπ., C‑638/19 P, EU:C:2022:50, σκέψη 75 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

44

Εν προκειμένω, αρκεί η επισήμανση ότι η Επιτροπή ανέπτυξε, στο πλαίσιο των τριών λόγων που προβάλλει προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως, σαφή και λεπτομερή επιχειρήματα εκθέτοντα τους λόγους για τους οποίους οι επικρινόμενες σκέψεις της πρώτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ενέχουν, κατ’ αυτήν, πλάνη περί το δίκαιο ή παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

45

Εξάλλου, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η VW, η αίτηση αναιρέσεως που άσκησε η Επιτροπή περιλαμβάνει συνοπτική έκθεση των προβαλλομένων λόγων, σύμφωνα με το άρθρο 168, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

46

Ως εκ τούτου, η αίτηση αναιρέσεως στην υπόθεση C‑116/21 P είναι παραδεκτή.

Επί του παραδεκτού των αιτήσεων αναιρέσεως στις υποθέσεις C‑117/21 P και C‑138/21 P

47

Η BT θεωρεί ότι οι αιτήσεις αναιρέσεως στις υποθέσεις C‑117/21 P και C‑138/21 P είναι απαράδεκτες στο μέτρο που αιτιολογούνται από την ανάγκη αποφυγής των οικονομικών συνεπειών για τον προϋπολογισμό της Ένωσης τις οποίες συνεπάγεται η διαπίστωση του παράνομου χαρακτήρα του άρθρου 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ με τη δεύτερη αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, δεδομένου ότι η ενδεχόμενη ύπαρξη τέτοιων συνεπειών αποτελεί αμιγώς ζήτημα απτόμενο των πραγματικών περιστατικών που δεν πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 58 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

48

Εξάλλου, η BT θεωρεί ότι, καθόσον η Επιτροπή δεσμεύθηκε να καταβάλει σύνταξη επιζώντων στην RN ανεξαρτήτως της εκβάσεως της αιτήσεως αναιρέσεως στην υπόθεση C‑118/21 P, το θεσμικό αυτό όργανο οφείλει, για λόγους ίσης μεταχειρίσεως, να αναλάβει την ίδια δέσμευση και έναντι αυτής και της VW, στοιχείο που στερεί τόσο από την Επιτροπή όσο και από το Συμβούλιο το έννομο συμφέρον και, ως εκ τούτου, καθιστά απαράδεκτες όλες τις αιτήσεις αναιρέσεως στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις.

49

Η Επιτροπή αμφισβητεί τα ανωτέρω επιχειρήματα εξηγώντας, μεταξύ άλλων, ότι η δέσμευση που αναλήφθηκε έναντι της RN ήταν απλώς χαριστική, δυνάμει του άρθρου 76 του ΚΥΚ, και δεν μπορεί να επεκταθεί σε άλλα πρόσωπα βάσει της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως. Επιπλέον, δεδομένου ότι δεν υπήρξε τέτοια επέκταση στην περίπτωση της BT, το επιχείρημα με το οποίο επιδιώκεται να αποδειχθεί το απαράδεκτο των αιτήσεων αναιρέσεως λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος είναι απορριπτέο.

50

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, βάσει του άρθρου 256 ΣΛΕΕ και του άρθρου 58 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αίτηση αναιρέσεως περιορίζεται στα νομικά ζητήματα (πρβλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Algebris (UK) και Anchorage Capital Group κατά ΕΣΕ, C‑934/19 P, EU:C:2021:1042, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

51

Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι οι αιτήσεις αναιρέσεως στις υποθέσεις C‑117/21 P και C‑138/21 P όντως στηρίζονται σε αμιγώς νομικούς λόγους αναιρέσεως οι οποίοι δεν αποσκοπούν στην αμφισβήτηση των σχετικών με τα πραγματικά περιστατικά διαπιστώσεων του Γενικού Δικαστηρίου, αλλά απλώς επικρίνουν τη νομική συλλογιστική που υιοθέτησε το Γενικό Δικαστήριο στη δεύτερη αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Όσον αφορά το ότι η Επιτροπή και το Συμβούλιο εφιστούν την προσοχή του Δικαστηρίου, εισαγωγικώς ή παρεμπιπτόντως, αντιστοίχως, στις συνέπειες ενδεχόμενης απορρίψεως των αιτήσεών τους αναιρέσεως, διαπιστώνεται ότι οι εξηγήσεις αυτές, οι οποίες δεν χρησιμοποιούνται αυτές καθεαυτές προς στήριξη της νομικής επιχειρηματολογίας κατά της δεύτερης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεν μπορούν να θέσουν υπό αμφισβήτηση το παραδεκτό των αιτήσεων αναιρέσεως.

52

Όσον αφορά την ένσταση απαραδέκτου με την οποία προβάλλεται έλλειψη εννόμου συμφέροντος, πρέπει να διαπιστωθεί ότι τα σχετικά επιχειρήματα στηρίζονται σε προβαλλόμενη υποχρέωση της Επιτροπής να επεκτείνει και στην περίπτωση της BT το ευεργέτημα της χορηγήσεως συντάξεως επιζώντων το οποίο, όπως προκύπτει από τις διευκρινίσεις της Επιτροπής, χορηγήθηκε χαριστικώς στην RN βάσει του άρθρου 76 του ΚΥΚ, ενώ τέτοια υποχρέωση δεν απορρέει ούτε από τον ΚΥΚ ούτε, εν γένει, από το δίκαιο της Ένωσης, δεδομένου ότι κάθε απόφαση περί «δωρεάς», κατά την έννοια της συγκεκριμένης διατάξεως του ΚΥΚ, λαμβάνεται στο πλαίσιο διακριτικής ευχέρειας και πρέπει κατ’ ανάγκην να απορρέει από ατομική απόφαση η οποία εκδίδεται λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως.

53

Ως εκ τούτου, οι αιτήσεις αναιρέσεως στις υποθέσεις C‑117/21 P και C‑138/21 P είναι παραδεκτές.

Επί του παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως στην υπόθεση C‑118/21 P

54

Η RN προβάλλει ένσταση απαραδέκτου της αιτήσεως αναιρέσεως στην υπόθεση C‑118/21 P. Υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να ασκήσει δεύτερη αναίρεση στην ίδια υπόθεση. Ούτε η Συνθήκη ΛΕΕ ούτε ο Οργανισμός του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης περιέχουν, κατά την εν λόγω αναιρεσίβλητη, κάποια διάταξη επιτρέπουσα την κατ’ επανάληψη άσκηση αναιρέσεων στην ίδια υπόθεση. Η RN επικαλείται επίσης συναφώς τον κανόνα κατά τον οποίο «αναίρεση επί αναιρέσεως δεν ισχύει».

55

Η Επιτροπή αντιτείνει ότι τα επιχειρήματα της RN δεν βρίσκουν κανένα έρεισμα στις εφαρμοστέες δικονομικές διατάξεις.

56

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 18 της παρούσας αποφάσεως, η Επιτροπή άσκησε, σύμφωνα με το άρθρο 9 του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αναίρεση κατά της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της 20ής Ιουλίου 2016, RN κατά Επιτροπής (F‑104/15, EU:F:2016:163). Η εν λόγω αίτηση αναιρέσεως έγινε δεκτή από το Γενικό Δικαστήριο με απόφαση της 18ης Ιουλίου 2017, Επιτροπή κατά RN (T‑695/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:520), η δε υπόθεση αναπέμφθηκε, κατόπιν της διαλύσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης την 1η Σεπτεμβρίου 2016, ενώπιον τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου διαφορετικού από εκείνο που είχε αποφανθεί επί της αιτήσεως αναιρέσεως. Ως εκ τούτου, η υπόθεση εκδικάσθηκε για δεύτερη φορά πρωτοδίκως και εκδόθηκε επ’ αυτής η τρίτη αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Σύμφωνα με το άρθρο 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Επιτροπή άσκησε αναίρεση κατά της τελευταίας αυτής αποφάσεως.

57

Δεδομένου ότι τόσο η απόφαση της 20ής Ιουλίου 2016, RN κατά Επιτροπής (F‑104/15, EU:F:2016:163), όσο και η τρίτη αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση αποτελούν, θεωρούμενες μεμονωμένα, «οριστικές αποφάσεις», κατά την έννοια του άρθρου 9 του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 56 του Οργανισμού αυτού, κακώς η RN διατείνεται ότι η Επιτροπή άσκησε δύο αιτήσεις αναιρέσεως στην ίδια υπόθεση.

58

Ως εκ τούτου, η αίτηση αναιρέσεως στην υπόθεση C‑118/21 P είναι παραδεκτή.

Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως στην υπόθεση C‑118/21 P

Επιχειρήματα των διαδίκων

59

Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, στις σκέψεις 41 έως 46 της τρίτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, όσον αφορά τον καθορισμό και την εφαρμογή της αρμοδιότητας του κατ’ αναπομπή δικαιοδοτικού οργάνου να αποφανθεί επί των λόγων ακυρώσεως που προβλήθηκαν πρωτοδίκως μετά την αναίρεση της πρωτόδικης αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου επί αιτήσεως αναιρέσεως. Ο συγκεκριμένος λόγος αναιρέσεως αποτελείται από τρία σκέλη.

60

Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το εύρος της αναπομπής δεν καταλείπεται στην εκτίμηση του δικαιοδοτικού οργάνου ενώπιον του οποίου αναπέμπεται η υπόθεση. Συναφώς, από τη σκέψη 68 της αποφάσεως της 18ης Ιουλίου 2017, Επιτροπή κατά RN (T‑695/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:520), προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι το αντικείμενο της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου αναπομπής, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η τρίτη αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, περιοριζόταν σαφώς στην εξέταση του τρίτου λόγου ακυρώσεως ο οποίος είχε προβληθεί πρωτοδίκως και ο οποίος δεν περιελάμβανε κανένα επιχείρημα αντλούμενο από την προβαλλόμενη έλλειψη νομιμότητας του άρθρου 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο, με την τρίτη αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, δεν μπορούσε να αποφανθεί επί άλλων λόγων πέραν του τρίτου λόγου ακυρώσεως.

61

Εξάλλου, κατά την Επιτροπή, εκτός του ότι κακώς έλαβε υπόψη το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 42 της τρίτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τους λόγους που προβλήθηκαν προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως προκειμένου να διαπιστώσει αν είχαν ακυρωθεί ή όχι στοιχεία της πρωτόδικης αποφάσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η αναίρεση της αποφάσεως της 20ής Ιουλίου 2016, RN κατά Επιτροπής (F‑104/15, EU:F:2016:163), στηρίζεται στις σκέψεις 51 έως 57 της αποφάσεως της 18ης Ιουλίου 2017, Επιτροπή κατά RN (T‑695/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:520), οι οποίες αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 20 του παραρτήματος VIIΙ του ΚΥΚ, ενώ οι σκέψεις 58 έως 64 της εν λόγω αποφάσεως αποτελούν τεκμηρίωση της συλλογιστικής του Γενικού Δικαστηρίου ως προς τις αιτιάσεις που προέβαλε η RN προς στήριξη της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας της εν λόγω διατάξεως του ΚΥΚ.

62

Ως εκ τούτου, κατά την Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας ότι το εύρος της διαφοράς, κατόπιν αναπομπής, αφορούσε και τον λόγο τον οποίο προέβαλε η RN με την ασκηθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης αρχική προσφυγή της και ο οποίος αφορούσε παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

63

Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, με την τρίτη αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, αποφάνθηκε εμμέσως πλην σαφώς επί της απουσίας δυσμενούς διακρίσεως στο πλαίσιο των περιπτώσεων που διέπονται από τα άρθρα 18 και 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ. Συναφώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, με την απόφαση της 18ης Ιουλίου 2017, Επιτροπή κατά RN (T‑695/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:520), έκρινε ότι η εκ μέρους του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης ερμηνεία του άρθρου 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ ενείχε πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά το επιχείρημα της RN περί διαφορετικής χρονικής διάρκειας του γάμου. Αποφαινόμενο, όμως, συναφώς ότι το γεγονός ότι δεν ελήφθη υπόψη η χρονική διάρκεια του γάμου πριν από την ημερομηνία αποχωρήσεως του υπαλλήλου από την ενεργό υπηρεσία δεν μπορούσε να καταδείξει την έλλειψη νομιμότητας της εν λόγω διατάξεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, εμμέσως πλην σαφώς, ότι το περιεχόμενο των άρθρων 18 και 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ ήταν τέτοιο ώστε να μην μπορεί να προβληθεί αιτίαση περί ελλείψεως νομιμότητας η οποία να στηρίζεται στην τελευταία αυτή διάταξη λόγω παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και ότι, ως εκ τούτου, δεν ήταν αναγκαίο να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί του ζητήματος της αναλογικότητας, όπως αποφάνθηκε στη σκέψη 63 της συγκεκριμένης αποφάσεως. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο, προβαίνοντας, στη σκέψη 45 της τρίτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σε εσφαλμένη ανάλυση της αποφάσεως της 18ης Ιουλίου 2017, Επιτροπή κατά RN (T‑695/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:520), κακώς έκρινε, στη σκέψη 46 της τρίτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν είχε αποφανθεί επί των λόγων που στηρίζονταν σε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, καθώς και της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων και της αρχής της αναλογικότητας, στην εν λόγω απόφαση της 18ης Ιουλίου 2017, Επιτροπή κατά RN (T‑695/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:520).

64

Με το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας, στη σκέψη 112 της τρίτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το άρθρο 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ παραβιάζει, μεταξύ άλλων, την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, αποφάνθηκε κατά τρόπο ενέχοντα αντίφαση σε σχέση με την απόφαση της 18ης Ιουλίου 2017, Επιτροπή κατά RN (T‑695/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:520). Από τη διαπίστωση, στη σκέψη 59 της αποφάσεως αυτής, σχετικά με την οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ και από τη διαφορά των προϋποθέσεων χορηγήσεως της συντάξεως επιζώντων μεταξύ της εν λόγω διατάξεως και του άρθρου 18 του ίδιου παραρτήματος δεν μπορεί να συναχθεί παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

65

Η RN υποστηρίζει ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος καθόσον η διατύπωσή του στερείται ακρίβειας, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν μπορεί ευλόγως να προσάψει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο τόσο ως προς τον καθορισμό όσο και ως προς την άσκηση της αρμοδιότητας του αποφαινόμενου κατ’ αναπομπή δικαιοδοτικού οργάνου. Κατά συνέπεια, η έλλειψη αυτή ακριβείας επηρεάζει τα νομικά επιχειρήματα στα οποία στηρίζεται ο πρώτος λόγος ακυρώσεως.

66

Η RN ζητεί, επικουρικώς, να απορριφθεί ο πρώτος λόγος αναιρέσεως ως αβάσιμος.

67

Με το υπόμνημά της απαντήσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι παραδεκτός καθόσον δεν μπορεί να περιορίζεται αποκλειστικώς στην αμφισβήτηση της ερμηνείας των αρχών που αποτελούν το αντικείμενο της αιτήσεως αναιρέσεως χωρίς να αμφισβητεί και τη συγκεκριμένη εφαρμογή τους και αντιστρόφως. Κατά τα λοιπά, αμφισβητεί την εκ μέρους της RN ερμηνεία της τρίτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

– Επί του παραδεκτού του πρώτου λόγου αναιρέσεως

68

Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η RN, διαπιστώνεται ότι η διατύπωση του πρώτου λόγου αναιρέσεως που προβάλλει η Επιτροπή δεν στερείται ακρίβειας και λογικής από απόψεως της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 43 της παρούσας αποφάσεως. Πράγματι, με τον πρώτο αυτόν λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή προσάπτει με σαφήνεια στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο τόσο ως προς τον καθορισμό όσο και κατά την άσκηση της αρμοδιότητας του κατ’ αναπομπή δικαιοδοτικού οργάνου να αποφαίνεται επί των πρωτοδίκως προβληθέντων λόγων ακυρώσεως μετά την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και αναπτύσσει, προς στήριξη του λόγου αυτού, τρία σκέλη, τα οποία διατυπώνονται κατά τρόπο επίσης ακριβή και σαφή.

69

Στο μέτρο που η RN προσάπτει στην Επιτροπή ότι φρονεί ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο «τόσο» ως προς τον καθορισμό όσο και ως προς την αρμοδιότητα του αποφαινόμενου κατ’ αναπομπή δικαιοδοτικού οργάνου, κάτι που κατ’ αυτήν δεν είναι δυνατό, αρκεί η διαπίστωση ότι με την αίτηση αναιρέσεως η Επιτροπή εκθέτει, κατ’ ουσίαν, ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν προσδιόρισε προσηκόντως, με την τρίτη αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το αντικείμενο και το εύρος της διαφοράς στην υπόθεση της οποίας είχε επιληφθεί, λόγω του ότι προέβη σε εσφαλμένη εφαρμογή της αποφάσεως της 18ης Ιουλίου 2017, Επιτροπή κατά RN (T‑695/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:520), καθώς και της νομολογίας σχετικά με τον καθορισμό του αντικειμένου και του εύρους της διαφοράς κατόπιν αναπομπής.

70

Ως εκ τούτου, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως που προβάλλει η Επιτροπή στην υπόθεση C‑118/21 P είναι παραδεκτός.

– Επί του βασίμου του πρώτου λόγου αναιρέσεως

71

Κατά πρώτον, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση της Επιτροπής με την οποία προβάλλεται πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 42 της τρίτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή ερμηνεύει εσφαλμένα τη σκέψη αυτή, θεωρώντας ότι το Γενικό Δικαστήριο καθόρισε το αντικείμενο και το εύρος της διαφοράς κατόπιν αναπομπής βάσει των λόγων αναιρέσεως που προέβαλε η Επιτροπή με την αίτηση αναιρέσεως στην υπόθεση T‑695/16 P. Πράγματι, στην πρώτη περίοδο της σκέψεως 42 της τρίτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι με την απόφαση της 18ης Ιουλίου 2017, Επιτροπή κατά RN (T‑695/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:520), αναιρέθηκε η απόφαση της 20ής Ιουλίου 2016, RN κατά Επιτροπής (F‑104/15, EU:F:2016:163), αφού έγιναν εν μέρει δεκτοί δύο λόγοι αναιρέσεως που είχε προβάλει η Επιτροπή. Υπό τις συνθήκες αυτές και όπως υποστηρίζει η RN, η αναίρεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης στο σύνολό της έπρεπε να έχει ως αποτέλεσμα το δικάζον κατόπιν αναπομπής δικαιοδοτικό όργανο να αποφανθεί εκ νέου επί του συνόλου της προσφυγής.

72

Επομένως, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 43 της τρίτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, συνήγαγε εκ των ανωτέρω ότι έπρεπε να αποφανθεί εκ νέου επί του συνόλου των λόγων ακυρώσεως που προέβαλε η RN ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, υπό το πρίσμα των νομικών ζητημάτων που επιλύθηκαν με την απόφαση της 18ης Ιουλίου 2017, Επιτροπή κατά RN (T‑695/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:520), και τα οποία δεσμεύουν το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο της αναπομπής. Προκειμένου να συναγάγει το ανωτέρω συμπέρασμα, το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε κατ’ ανάγκην στη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 41 της τρίτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και δεν αμφισβητήθηκε από την Επιτροπή, καθώς και στη διαπίστωση που περιλαμβάνεται στην πρώτη περίοδο της σκέψεως 42 της αποφάσεως αυτής σχετικά με την αναίρεση της αποφάσεως της 20ής Ιουλίου 2016, RN κατά Επιτροπής (F‑104/15, EU:F:2016:163), στο σύνολό της. Όσον αφορά τις δύο τελευταίες περιόδους που παρατίθενται στη σκέψη 42 της τρίτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, διαπιστώνεται ότι πρόκειται για απλή υπόμνηση, η οποία δεν ασκεί επιρροή στο πλαίσιο της συναγωγής του συγκεκριμένου συμπεράσματος, των λόγων ακυρώσεως που προέβαλε η Επιτροπή στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 18ης Ιουλίου 2017, Επιτροπή κατά RN (T‑695/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:520).

73

Κατά δεύτερον, διαπιστώνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο ούτε στις σκέψεις 45 και 46 της τρίτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, όπου έκρινε ότι, με την απόφαση της 18ης Ιουλίου 2017, Επιτροπή κατά RN (T‑695/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:520), δεν είχε αποφανθεί επί των σκελών του δευτέρου λόγου ακυρώσεως που προέβαλε η RN με την ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης προσφυγή της.

74

Από τις σκέψεις 35, 55 έως 60 και 76 της αποφάσεως της 20ής Ιουλίου 2016, RN κατά Επιτροπής (F‑104/15, EU:F:2016:163), προκύπτει ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν εξέτασε τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως που προέβαλε με την προσφυγή της η RN υπό το πρίσμα της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, αλλά μόνον για τους σκοπούς της ερμηνείας, στο πλαίσιο της εξετάσεως του πρώτου λόγου ακυρώσεως, της προϋποθέσεως περί ελάχιστης διάρκειας του γάμου κατά τη συγκεκριμένη διάταξη. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης είχε ως σκοπό να διευκρινίσει αν η εν λόγω διάταξη μπορούσε να ερμηνευθεί, σύμφωνα με τις αρχές του δικαίου της Ένωσης όπως είναι αυτές της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων, υπό την έννοια ότι η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη τη συνολική διάρκεια των δύο χρονικών διαστημάτων γάμου της RN με τον αποβιώσαντα σύζυγό της, ερμηνεία η οποία, κατά το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, δεν αποκλειόταν από το γράμμα της ίδιας διατάξεως.

75

Εξάλλου, επισημαίνεται ότι, στη σκέψη 57 της αποφάσεως της 18ης Ιουλίου 2017, Επιτροπή κατά RN (T‑695/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:520), το Γενικό Δικαστήριο, αποφαινόμενο κατ’ αναίρεση, έκρινε ότι η ερμηνεία της επίμαχης διατάξεως από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης στις σκέψεις 57 και 76 της αποφάσεως της 20ής Ιουλίου 2016, RN κατά Επιτροπής (F‑104/15, EU:F:2016:163), ενείχε πλάνη περί το δίκαιο με το σκεπτικό ότι, κατ’ ουσίαν, το σαφές γράμμα της διατάξεως αυτής αντιτίθεται σε τέτοια ερμηνεία. Κατόπιν τούτου, το Γενικό Δικαστήριο αναίρεσε την εν λόγω απόφαση στο σύνολό της.

76

Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο, με την απόφασή του της 18ης Ιουλίου 2017, Επιτροπή κατά RN (T‑695/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:520), αναίρεσε την απόφαση της 20ής Ιουλίου 2016, RN κατά Επιτροπής (F‑104/15, EU:F:2016:163), διότι ανέτρεψε την εκ μέρους του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης ερμηνεία του άρθρου 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ όσον αφορά τον πρώτο λόγο ακυρώσεως της προσφυγής της RN καθώς και την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, τούτο δε ανεξαρτήτως των αιτιάσεων με τις οποίες προβαλλόταν από την RN ένσταση ελλείψεως νομιμότητας της διατάξεως αυτής.

77

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Γενικό Δικαστήριο δεν είχε τη δυνατότητα να λάβει θέση, έστω και εμμέσως, επί των αιτιάσεων με τις οποίες προβαλλόταν η ως άνω εξαίρεση, διότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, ούτε η αναίρεση της ερμηνείας του άρθρου 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ στην οποία προέβη το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ούτε το περιεχόμενο των άρθρων 18 και 20 του εν λόγω παραρτήματος, όπως προσδιορίσθηκε από το Γενικό Δικαστήριο, συνεπάγονται ότι το τελευταίο αυτό άρθρο δεν μπορούσε ακόμη να κριθεί παράνομο λαμβανομένων υπόψη των επιχειρημάτων που προέβαλε η RN στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου της αρχικής προσφυγής της. Πράγματι, εάν ο λόγος αυτός γινόταν δεκτός, η RN θα μπορούσε, μολονότι δεν μπορεί να απαιτήσει να ληφθεί υπόψη αθροιστικά η διάρκεια των δύο γάμων της στο πλαίσιο της ερμηνείας του άρθρου 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, να ζητήσει να κηρυχθεί παράνομη η συγκεκριμένη διάταξη, οπότε η Επιτροπή θα ήταν υποχρεωμένη να λάβει νέα απόφαση ως προς αυτή, συνάγοντας τις συνέπειες της αποφάσεως με την οποία περατώνεται η εκδίκαση της διαφοράς.

78

Υπό τις συνθήκες αυτές, κακώς η Επιτροπή υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε, εμμέσως πλην σαφώς, αρνητικά, με την απόφαση της 18ης Ιουλίου 2017, Επιτροπή κατά RN (T‑695/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:520), επί της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ.

79

Επιπλέον, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 58 έως 64 της αποφάσεώς του της 18ης Ιουλίου 2017, Επιτροπή κατά RN (T‑695/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:520), δεν εξέτασε ούτε απέρριψε τις αιτιάσεις που διατύπωσε η RN προς στήριξη της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, οπότε η Επιτροπή δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι, στη σκέψη 46 της τρίτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κακώς έκρινε το Γενικό Δικαστήριο ότι δεν είχε αποφανθεί επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως που προβλήθηκε στο πλαίσιο της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η πρώτη αυτή απόφαση.

80

Πράγματι, διαπιστώνεται συναφώς ότι, στις σκέψεις 58 έως 64 της αποφάσεώς του της 18ης Ιουλίου 2017, Επιτροπή κατά RN (T‑695/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:520), το Γενικό Δικαστήριο περιορίστηκε να απαντήσει στα επιχειρήματα που προέβαλε η RN απαντώντας στην αίτηση αναιρέσεως της Επιτροπής. Αφενός, όμως, τα δύο επιχειρήματα της RN, τα οποία εξετάσθηκαν στις σκέψεις 59 έως 61 της αποφάσεως αυτής, αφορούν αποκλειστικά την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου ερμηνεία του άρθρου 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ και, επομένως, ουδεμία σχέση έχουν με την ένσταση ελλείψεως νομιμότητας της συγκεκριμένης διατάξεως.

81

Αφετέρου, όσον αφορά το επιχείρημα της RN, το οποίο εξετάσθηκε στις σκέψεις 62 έως 64 της αποφάσεως της 18ης Ιουλίου 2017, Επιτροπή κατά RN (T‑695/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:520), πράγματι το επιχείρημα αυτό σχετικά με παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας αφορά τον δεύτερο λόγο της αρχικής προσφυγής, με τον οποίο προβαλλόταν ένσταση ελλείψεως νομιμότητας. Ωστόσο, το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 63 της αποφάσεως εκείνης, εξηγεί ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εξέτασε το ζήτημα της παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας εκκινώντας από την παραδοχή ότι το γράμμα του άρθρου 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ μπορούσε να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι υποχρεώνει να λαμβάνεται υπόψη αθροιστικά η συνολική διάρκεια των δύο γάμων της RN. Κρίνοντας πάντως ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν μπορούσε να στηριχθεί στην παραδοχή αυτή, το Γενικό Δικαστήριο συμπέρανε, πάντοτε στη σκέψη 63 της ίδιας αποφάσεως, ότι δεν απαιτούνταν να αποφανθεί επί του επιχειρήματος της RN περί προβαλλόμενης παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο δεν απέρριψε τον δεύτερο λόγο της αρχικής προσφυγής της RN, αλλά απλώς αρνήθηκε να εξετάσει τον λόγο αυτόν και, ειδικότερα, το επιχείρημα περί παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας, με το σκεπτικό ότι μια τέτοια εξέταση δεν ενέπιπτε στο στάδιο της αναιρετικής διαδικασίας.

82

Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 45 της τρίτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, προέβη σε ορθή ανάλυση της σκέψεως 63 της αποφάσεως της 18ης Ιουλίου 2017, Επιτροπή κατά RN (T‑695/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:520), οπότε δεν μπορεί να του προσαφθεί καμία πλάνη περί το δίκαιο ως προς το ζήτημα αυτό.

83

Κατά τρίτον, κακώς η Επιτροπή υποστηρίζει ότι στην τρίτη αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορούσε, λόγω της κρίσεως που παρατίθεται στην πρώτη περίοδο της σκέψεως 68 της αποφάσεως της 18ης Ιουλίου 2017, Επιτροπή κατά RN (T‑695/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:520), να αποφανθεί επί άλλων λόγων πέραν του τρίτου λόγου ακυρώσεως που είχε προβληθεί ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης.

84

Πράγματι, επισημαίνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 68 της εν λόγω αποφάσεως, απλώς έκρινε ότι αδυνατούσε να εκδικάσει την υπόθεση, δεδομένου ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν είχε εξετάσει τον τρίτο λόγο ακυρώσεως που προέβαλλε η RN. Διαπιστώνεται, όμως ότι η κρίση αυτή αφορά αποκλειστικώς το ζήτημα αν η υπόθεση ήταν ώριμη προς εκδίκαση από το αποφαινόμενο κατ’ αναίρεση Γενικό Δικαστήριο και όχι το διαφορετικό ζήτημα του καθορισμού του αντικειμένου και του εύρους της διαφοράς κατόπιν αναπομπής. Συναφώς, απόκειται αποκλειστικώς στο κατ’ αναπομπή δικαστήριο και όχι στο αναιρετικό να καθορίσει το αντικείμενο και το εύρος της διαφοράς ως συνέπεια της εκδοθείσας από το αναιρετικό δικαστήριο αποφάσεως. Ως εκ τούτου, οποιαδήποτε κρίση ως προς το ζήτημα αν η υπόθεση είναι ώριμη προς εκδίκαση δεν μπορεί να έχει αφ’ εαυτής καθοριστική σημασία για την ανάλυση του αντικειμένου και του εύρους της υποθέσεως μετά την αναπομπή, στην οποία πρέπει να προβεί το κατ’ αναπομπήν δικαστήριο.

85

Εν προκειμένω, από τη σκέψη 73 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι, στη σκέψη 46 της τρίτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι δεν είχε αποφανθεί επί των σκελών του δευτέρου λόγου ακυρώσεως που προβλήθηκε με την προσφυγή στην απόφαση της 18ης Ιουλίου 2017, Επιτροπή κατά RN (T‑695/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:520), τα οποία αφορούσαν παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως, της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας και της αναλογικότητας.

86

Κατά τέταρτον, η αιτίαση της Επιτροπής περί αντιφάσεως μεταξύ της σκέψεως 112 της τρίτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και της σκέψεως 59 της αποφάσεως της 18ης Ιουλίου 2017, Επιτροπή κατά RN (T‑695/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:520), δεν μπορεί να ευδοκιμήσει, καθόσον στηρίζεται στην παραδοχή, η οποία απορρίφθηκε στη σκέψη 78 της παρούσας αποφάσεως, ότι, με την απόφαση της 18ης Ιουλίου 2017, Επιτροπή κατά RN (T‑695/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:520), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε εμμέσως πλην σαφώς τον λόγο ακυρώσεως με τον οποίο προβαλλόταν παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

87

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως που προέβαλε η Επιτροπή προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως στην υπόθεση C‑118/21 P πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Επί του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως και επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως στην υπόθεση C‑116/21 P, επί του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως και επί των δύο πρώτων σκελών του δευτέρου λόγου αναιρέσεως στην υπόθεση C‑117/21 P, επί του τρίτου σκέλους του δευτέρου λόγου αναιρέσεως και επί των δύο πρώτων σκελών του τρίτου λόγου αναιρέσεως στην υπόθεση C‑118/21 P, καθώς και επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως στις υποθέσεις C‑138/21 P και C‑139/21 P

Επιχειρήματα των διαδίκων

88

Με τους ανωτέρω λόγους αναιρέσεως και τα ανωτέρω σκέλη λόγων αναιρέσεως, η Επιτροπή και το Συμβούλιο υποστηρίζουν ότι, στις αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων, δεδομένου ότι κακώς αποφάνθηκε ότι οι περιπτώσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 18 και 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ είναι παρεμφερείς και ότι, ως εκ τούτου, υφίσταται διαφορετική μεταχείριση λόγω της εφαρμογής διαφορετικών νομικών καθεστώτων σε παρεμφερείς καταστάσεις.

89

Εν γένει, τα ως άνω θεσμικά όργανα, υποστηριζόμενα από το Κοινοβούλιο, φρονούν ότι το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 59 και 60 της πρώτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στις σκέψεις 58 και 59 της δεύτερης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και, όσον αφορά την Επιτροπή, στις σκέψεις 80 και 81 της τρίτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η ημερομηνία συνάψεως του γάμου ήταν το μόνο στοιχείο το οποίο καθορίζει την εφαρμογή του άρθρου 18 ή του άρθρου 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ και ότι, ως εκ τούτου, οι καταστάσεις που ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής των συγκεκριμένων διατάξεων ήταν σαφώς παρεμφερείς. Εάν όμως το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης είχε λάβει υπόψη το σύνολο των στοιχείων που χαρακτηρίζουν τις καταστάσεις αυτές, θα έπρεπε, κατά τις αναιρεσείουσες, να διαπιστώσει ότι υφίσταται ουσιώδης και αντικειμενική διαφορά μεταξύ των εν ενεργεία υπαλλήλων και εκείνων που έχουν αποχωρήσει από την ενεργό υπηρεσία σε θεσμικό όργανο της Ένωσης, η οποία έγκειται στην αντίστοιχη νομική κατάσταση των υπαλλήλων αυτών, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των επαγγελματικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που έχουν οι πρώτοι, αντιθέτως προς τους δεύτερους, βάσει των διατάξεων του ΚΥΚ, καθ’ όλη τη διάρκεια της υπηρεσίας τους.

90

Ειδικότερα, τόσο η Επιτροπή όσο και το Συμβούλιο τονίζουν, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι ο εν ενεργεία υπάλληλος, αντιθέτως προς τους πρώην υπαλλήλους που δεν υπέχουν πλέον την υποχρέωση να εργάζονται, οφείλει να καταβάλλει εισφορές στο συνταξιοδοτικό σύστημα, λαμβάνει βασικό μισθό υψηλότερο από τη σύνταξη γήρατος που θα του χορηγηθεί όταν συνταξιοδοτηθεί, έχει την υποχρέωση να διαμένει στον τόπο υπηρεσίας του και δικαιούται επίδομα αποδημίας, επίδομα εκπατρισμού και έξοδα ταξιδίου. Η Επιτροπή προσθέτει ότι οι πρώην υπάλληλοι δεν καλύπτονται πλέον από το κοινό σύστημα ασφαλίσεως ασθενείας για τα επαγγελματικά ατυχήματα. Το εν λόγω θεσμικό όργανο επισημαίνει επιπλέον ότι, αντιθέτως προς το άρθρο 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, το άρθρο του 18 ορίζει ότι η προϋπόθεση περί χρονικής διάρκειας του γάμου δεν λαμβάνεται υπόψη αν, στην οικογένεια του υπαλλήλου, γεννηθεί τέκνο εκ του γάμου του υπαλλήλου πριν από την αποχώρησή του από την ενεργό υπηρεσία, στοιχείο που καταδεικνύει ότι οι καταστάσεις που αποτελούν αντικείμενο των δύο αυτών διατάξεων διαφέρουν ριζικώς. Από το σύνολο των ανωτέρω προκύπτει, κατά την Επιτροπή, ότι η κατάσταση πρώην υπαλλήλου που έχει συνάψει γάμο δεν απαιτεί, τόσο προδήλως όσο στην περίπτωση του υπαλλήλου που βρίσκεται ακόμη σε ενεργό υπηρεσία, να παρέχεται στον επιζώντα σύζυγο αντισταθμιστικό εισόδημα με τη χορήγηση της συντάξεως επιζώντων.

91

Η Επιτροπή φρονεί επίσης ότι η κατάσταση των εν ενεργεία υπαλλήλων διαφοροποιείται και σε προσωπικό επίπεδο από εκείνη των υπαλλήλων που έπαυσαν να υπηρετούν σε θεσμικό όργανο της Ένωσης. Αφενός, οι υπάλληλοι που συνάπτουν γάμο πριν από την αποχώρησή τους από την ενεργό υπηρεσία είναι νεότεροι από τους υπαλλήλους που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ. Αφετέρου, πρόσωπο το οποίο συνάπτει γάμο με συνταξιούχο υπάλληλο τεκμαίρεται ότι είναι ήδη οικονομικώς ανεξάρτητο, οπότε ο θάνατος του υπαλλήλου αυτού έχει πιο περιορισμένο αντίκτυπο από ό,τι στην περίπτωση υπαλλήλου ο οποίος συντηρούσε την οικογένειά του ευρισκόμενος σε ενεργό υπηρεσία. Η Επιτροπή επισημαίνει συναφώς ότι το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 51 της πρώτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στη σκέψη 50 της δεύτερης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και στη σκέψη 72 της τρίτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ερμήνευσε εσφαλμένως τη σκέψη 69 της αποφάσεως της 19ης Δεκεμβρίου 2019, HK κατά Επιτροπής (C‑460/18 P, EU:C:2019:1119). Αντιθέτως προς όσα υποστήριξε το Γενικό Δικαστήριο, η οικονομική δυνατότητα του επιζώντος συζύγου μπορεί ακριβώς να αποτελέσει κρίσιμο στοιχείο για τον νομοθέτη της Ένωσης κατά τον καθορισμό των κριτηρίων χορηγήσεως της συντάξεως επιζώντων βάσει του άρθρου 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων υπό τις οποίες συνήφθη ο γάμος.

92

Η Επιτροπή και το Συμβούλιο προσθέτουν ότι κακώς το Γενικό Δικαστήριο αρνήθηκε, στη σκέψη 56 της πρώτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στη σκέψη 55 της δεύτερης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και, όσον αφορά την Επιτροπή, στη σκέψη 77 της τρίτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, να συναγάγει τις συνέπειες της σκέψεως 33 της αποφάσεως της 17ης Ιουνίου 1993, Arauxo-Dumay κατά Επιτροπής (T‑65/92, EU:T:1993:47), στο μέτρο που το Γενικό Δικαστήριο, με την απόφαση εκείνη, επισήμανε τη διαφορά μεταξύ των καταστάσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 18 και 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, δεδομένου ότι η λογική που διέπει τη συγκεκριμένη απόφαση μπορεί να τύχει εφαρμογής στις υπό κρίση περιπτώσεις, παρά τη διαφορά ως προς τα αντιστοίχως επίμαχα πραγματικά περιστατικά των υποθέσεων.

93

Η Επιτροπή υποστηρίζει, εξάλλου, ότι, στη σκέψη 58 της πρώτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στη σκέψη 57 της δεύτερης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και στη σκέψη 79 της τρίτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κακώς το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη, στο πλαίσιο της αναλύσεώς του, τον σκοπό της ελάχιστης χρονικής διάρκειας του γάμου η οποία προβλέπεται στα άρθρα 18 και 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, δηλαδή, όπως προκύπτει από τη σκέψη 89 της αποφάσεως της 19ης Δεκεμβρίου 2019, HK κατά Επιτροπής (C‑460/18 P, EU:C:2019:1119), την αποτροπή κληρονομικών συμφώνων και, ως εκ τούτου, τη σύναψη γάμου με αποκλειστικό σκοπό την καταβολή συντάξεως επιζώντων χωρίς ο συγκεκριμένος γάμος να ανταποκρίνεται σε κάποια υπόσταση και σταθερότητα των σχέσεων μεταξύ των οικείων προσώπων. Επομένως, κατά την Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο δεν τήρησε το κριτήριο κατά το οποίο, κατά την εκτίμηση περί παρεμφερούς χαρακτήρα των καταστάσεων, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των στοιχείων που τις χαρακτηρίζουν, καθώς και το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν τις θέσεις καθεμιάς από τις προς σύγκριση καταστάσεις. Ειδικότερα, υποστηρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας, στις ίδιες σκέψεις των τριών αναιρεσιβαλλομένων αποφάσεων, ότι ο γάμος που συνήφθη μετά την αποχώρηση από την ενεργό υπηρεσία δεν μεταβάλλει ουσιωδώς την κατάσταση επιζώντος συζύγου όσον αφορά τα περιουσιακά του δικαιώματα σε σύγκριση με την κατάσταση που αποτελεί το αντικείμενο του άρθρου 18 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, πέραν της παντελούς ελλείψεως αιτιολογήσεως της εκτιμήσεως αυτής, αγνόησε τον κίνδυνο ο εν λόγω γάμος να αποτελεί το πρόσχημα για τη σύναψη κληρονομικών συμφώνων.

94

Η VW, η BT, υποστηριζόμενη από την AIACE, και η RN αμφισβητούν τα ανωτέρω επιχειρήματα.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

95

Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η κατά το άρθρο 20 του Χάρτη ισότητα έναντι του νόμου αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης η οποία επιτάσσει να μην αντιμετωπίζονται διαφορετικά παρεμφερείς καταστάσεις ούτε να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο διαφορετικές μεταξύ τους καταστάσεις, εκτός αν η διαφορετική αυτή αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικά [απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, État belge (Δικαίωμα διαμονής σε περίπτωση ενδοοικογενειακής βίας), C‑930/19, EU:C:2021:657, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

96

Η απαίτηση να είναι οι καταστάσεις παρεμφερείς προκειμένου να διαπιστωθεί η παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης πρέπει να εκτιμάται υπό το πρίσμα του συνόλου των στοιχείων που τις χαρακτηρίζουν, ιδίως δε υπό το πρίσμα του αντικειμένου και του σκοπού της πράξεως που εισάγει την επίμαχη διάκριση, εξυπακουομένου ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, προς τούτο, οι αρχές και οι σκοποί του τομέα στον οποίο εμπίπτει η πράξη αυτή. Εφόσον οι καταστάσεις δεν είναι παρεμφερείς, η διαφορετική μεταχείριση των οικείων καταστάσεων δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας έναντι του νόμου που κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 του Χάρτη [απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, État belge (Δικαίωμα διαμονής σε περίπτωση ενδοοικογενειακής βίας), C‑930/19, EU:C:2021:657, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

97

Τα επιχειρήματα της Επιτροπής και του Συμβουλίου, τα οποία υποστηρίζονται από το Κοινοβούλιο και κατά τα οποία κακώς έκρινε το Γενικό Δικαστήριο, με τις αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις, ότι οι καταστάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 18 και 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ είναι παρεμφερείς και ότι υφίσταται διαφορετική μεταχείριση των παρεμφερών αυτών καταστάσεων αναλόγως του χρόνου συνάψεως του γάμου, πρέπει να εξετασθούν υπό το πρίσμα της ανωτέρω νομολογίας.

98

Συναφώς, επισημαίνεται ότι, στις σκέψεις 51, 52 και 55 της πρώτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στις σκέψεις 50, 51 και 54 της δεύτερης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και στις σκέψεις 72, 73 και 76 της τρίτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα άρθρα 18 και 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ έχουν ως αντικείμενο, υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως της προϋποθέσεως περί ελάχιστης διάρκειας του γάμου, τη χορήγηση συντάξεως επιζώντων στον επιζώντα σύζυγο με αποκλειστικό κριτήριο τη νομική φύση των δεσμών που συνέδεαν τον επιζώντα με τον αποβιώσαντα σύζυγο. Το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε επίσης ότι οι διατάξεις αυτές έχουν ως σκοπό να χορηγείται στον επιζώντα σύζυγο ένα εισόδημα που να αντισταθμίζει εν μέρει την απώλεια των εισοδημάτων του αποβιώσαντος συζύγου, δεδομένου ότι ο τελευταίος ήταν πρώην υπάλληλος ο οποίος δεν βρισκόταν πλέον σε ενεργό υπηρεσία και, επομένως, δεν κατέβαλλε πλέον εισφορές στο συνταξιοδοτικό σύστημα της Ένωσης.

99

Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι οι δύο αυτές διατάξεις του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ είχαν σε μεγάλο βαθμό όμοιο αντικείμενο και σκοπό, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που μνημονεύεται στη σκέψη 96 της παρούσας αποφάσεως και την οποία υπενθύμισε το ίδιο το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 44 της πρώτης και της δεύτερης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και στη σκέψη 66 της τρίτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, το κύριο στοιχείο που χαρακτηρίζει τις οικείες συντάξεις επιζώντων έγκειται στη νομική φύση των δεσμών που συνέδεαν τον επιζώντα σύζυγο, ως πρόσωπο στο οποίο παρέχεται δικαίωμα βάσει των εν λόγω διατάξεων, με τον αποβιώσαντα πρώην υπάλληλο. Πάντοτε κατά το Γενικό Δικαστήριο, η μόνη διαφορά κατά την εφαρμογή των άρθρων 18 και 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ οφείλεται στην προϋπόθεση περί ελάχιστης διάρκειας του γάμου, η οποία εξαρτάται από τον χρόνο συνάψεως του γάμου σε σχέση με την υπηρεσιακή κατάσταση του υπαλλήλου κατά τον χρόνο αυτόν, όπως προκύπτει σαφώς από τη σκέψη 53 της πρώτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, από τη σκέψη 52 της δεύτερης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και από τη σκέψη 74 της τρίτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

100

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, αφενός, στη σκέψη 59 της πρώτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στη σκέψη 58 της δεύτερης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και στη σκέψη 80 της τρίτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι καταστάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 18 και 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ ήταν παρεμφερείς και, αφετέρου, στις σκέψεις 53 και 60 της πρώτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στις σκέψεις 52 και 59 της δεύτερης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και στις σκέψεις 74 και 81 της τρίτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι καταστάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων αυτών διέφεραν μόνον ως προς την ημερομηνία συνάψεως του γάμου σε σχέση με την υπηρεσιακή κατάσταση του υπαλλήλου.

101

Ωστόσο, η Επιτροπή και το Συμβούλιο, υποστηριζόμενα από το Κοινοβούλιο, διατείνονται, κατά πρώτον, ότι οι περιπτώσεις τις οποίες αφορούν τα άρθρα 18 και 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ διαφοροποιούνται ουσιωδώς και αντικειμενικώς λόγω του ότι, ακριβώς κατά τον χρόνο συνάψεως του γάμου, ο υπάλληλος εξακολουθούσε, στο πλαίσιο της πρώτης διατάξεως, να υπηρετεί σε θεσμικό όργανο της Ένωσης, ενώ δεν ήταν πλέον εν ενεργεία υπάλληλος στο πλαίσιο της δεύτερης διατάξεως. Επομένως, κατά τα ως άνω θεσμικά όργανα, το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει αρκούντως υπόψη το χαρακτηριστικό αυτό στοιχείο κατά την εκτίμηση του παρεμφερούς χαρακτήρα των υπό σύγκριση καταστάσεων.

102

Εντούτοις, όπως ορθώς επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 54 της πρώτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στη σκέψη 53 της δεύτερης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και στη σκέψη 75 της τρίτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η νομική φύση των δεσμών που συνέδεαν τον επιζώντα σύζυγο με τον αποβιώσαντα υπάλληλο δεν διαφέρει ανάλογα με το αν, κατά τον χρόνο συνάψεως του γάμου, οι υπάλληλοι ασκούσαν επαγγελματική δραστηριότητα ή όχι και ανάλογα με το ύψος των εισφορών στο συνταξιοδοτικό σύστημα της Ένωσης οι οποίες καταβλήθηκαν ή οφείλονταν ακόμη. Ομοίως, όπως διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 58 της πρώτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στη σκέψη 57 της δεύτερης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και στη σκέψη 79 της τρίτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το γεγονός ότι ο αποβιώσας υπάλληλος συνήψε γάμο πριν ή μετά την αποχώρησή του από την ενεργό υπηρεσία του δεν είναι ικανό να μεταβάλει ουσιωδώς την κατάσταση του επιζώντος συζύγου όσον αφορά τα περιουσιακά δικαιώματά του, στα οποία περιλαμβάνεται το δικαίωμα συντάξεως επιζώντων ως αντισταθμιστικό εισόδημα.

103

Πράγματι, επισημαίνεται ότι η ημερομηνία συνάψεως του γάμου καθορίζεται αποκλειστικώς από τη βούληση των μελλοντικών συζύγων. Η απόφαση αυτή είναι απόρροια ελεύθερης επιλογής εκ μέρους του υπαλλήλου βάσει πολλαπλών εκτιμήσεων που δεν προϋποθέτουν κατ’ ανάγκην ή αποκλειστικώς τη συνεκτίμηση των περιστάσεων που συνδέονται με την άσκηση ή μη επαγγελματικής δραστηριότητας. Ως εκ τούτου, αντιθέτως προς ό,τι διατείνονται η Επιτροπή και το Συμβούλιο, το αν ο υπάλληλος αυτός ήταν εν ενεργεία ή όχι κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία δεν ασκεί καθοριστική επιρροή στην εκτίμηση περί παρεμφερούς χαρακτήρα των επίμαχων καταστάσεων με γνώμονα τα κριτήρια που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 96 της παρούσας αποφάσεως, ιδίως δε το κριτήριο του αντικειμένου και του σκοπού των άρθρων 18 και 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, όπως υπομνήσθηκαν στη σκέψη 98 της παρούσας αποφάσεως. Συναφώς, η συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου, η οποία υπομνήσθηκε στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως, στηρίζεται, κατ’ ουσίαν, στο ως άνω αντικείμενο, στον σκοπό και στο εν λόγω κύριο στοιχείο.

104

Βεβαίως, όπως προκύπτει από τη σκέψη 99 της παρούσας αποφάσεως, η υπηρεσιακή κατάσταση του υπαλλήλου κατά τον χρόνο συνάψεως του γάμου επηρεάζει την προϋπόθεση περί ελάχιστης χρονικής διάρκειας του γάμου αυτού. Ενώ η απαιτούμενη διάρκεια είναι μόνον ένα έτος στην περίπτωση που ο γάμος συνάπτεται όταν ο υπάλληλος είναι ακόμη εν ενεργεία, η εν λόγω διάρκεια παρατείνεται στα πέντε έτη σε περίπτωση κατά την οποία ο υπάλληλος συνάπτει γάμο αφού παύσει να υπηρετεί σε θεσμικό όργανο της Ένωσης.

105

Ωστόσο, όπως ορθώς επισημαίνει η VW και όπως προκύπτει από τις σκέψεις 102 και 103 της παρούσας αποφάσεως, ούτε η υπηρεσιακή κατάσταση του υπαλλήλου ούτε η ημερομηνία συνάψεως του γάμου αποτελούν κρίσιμα στοιχεία κατά το στάδιο της εκτιμήσεως περί παρεμφερούς χαρακτήρα των υπό σύγκριση καταστάσεων, καθόσον δεν συνδέονται άμεσα με το αντικείμενο, τον σκοπό και το κύριο χαρακτηριστικό στοιχείο του δικαιώματος συντάξεως επιζώντων που προβλέπουν τα άρθρα 18 και 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ.

106

Για τον λόγο αυτόν πρέπει να γίνει δεκτό, κατ’ αναλογίαν, όπως έκρινε το Δικαστήριο όσον αφορά τη σύνταξη επιζώντων που προβλέπει το άρθρο 17 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ στη σκέψη 70 της αποφάσεως της 19ης Δεκεμβρίου 2019, HK κατά Επιτροπής (C‑460/18 P, EU:C:2019:1119), ότι η χορήγηση της συντάξεως επιζώντων εξαρτάται «μόνον», εξ ορισμού, από τη νομική φύση των δεσμών που συνέδεαν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο με τον αποβιώσαντα υπάλληλο, τούτο δε μολονότι το Δικαστήριο δέχθηκε, στη σκέψη 89 της αποφάσεως εκείνης, ότι και η ελάχιστη χρονική διάρκεια του γάμου αποτελεί προϋπόθεση προκειμένου ο επιζών σύζυγος να δικαιούται σύνταξη επιζώντων.

107

Πράγματι, η νομική φύση των δεσμών μεταξύ των συζύγων αποτελεί το στοιχείο που διέπει το νομικό καθεστώς των συντάξεων επιζώντων του προσωπικού της Ένωσης, καθόσον η συγκεκριμένη προϋπόθεση χορηγήσεως είναι κοινή για το σύνολο των συντάξεων επιζώντων τις οποίες προβλέπουν τα άρθρα 17 έως 20 και το άρθρο 27 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ. Η προϋπόθεση περί ελάχιστης χρονικής διάρκειας του γάμου έχει παρεπόμενο χαρακτήρα σε σχέση με τη νομική φύση των δεσμών μεταξύ των συζύγων, στο μέτρο που αποσκοπεί μόνο στη διευκρίνιση της διάρκειας του νομικού δεσμού η οποία απαιτείται για τη χορήγηση συντάξεως επιζώντων. Επιπλέον, η παρεπόμενη αυτή προϋπόθεση δεν προβλέπεται εκ νέου σε ορισμένες περιπτώσεις συντάξεως επιζώντων, όπως αυτές των άρθρων 19 και 27 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ.

108

Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 52 και 54 της πρώτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στις σκέψεις 51 και 53 της δεύτερης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και στις σκέψεις 73 και 75 της τρίτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ορθώς επέμεινε, στο σκεπτικό του, στη σπουδαιότητα του νομικού δεσμού μεταξύ των συζύγων ως κύριου στοιχείου που χαρακτηρίζει το καθεστώς συντάξεων επιζώντων της Ένωσης και αποφάνθηκε ότι η υπηρεσιακή κατάσταση του υπαλλήλου δεν ασκεί επιρροή επί του δεσμού αυτού.

109

Η Επιτροπή και το Συμβούλιο υποστηρίζουν, κατά δεύτερον, ότι η περίπτωση ενός πρώην υπαλλήλου ο οποίος συνάπτει γάμο μετά την αποχώρησή του από την ενεργό υπηρεσία δεν επιτάσσει να προσφέρεται στον επιζώντα σύζυγο αντισταθμιστικό εισόδημα τόσο προδήλως όσο στην περίπτωση υπαλλήλου που συνάπτει γάμο ενώ είναι ακόμη εν ενεργεία. Αρκεί να υπομνησθεί συναφώς, όπως ορθώς επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 58 της πρώτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στη σκέψη 57 της δεύτερης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και στη σκέψη 79 της τρίτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, παραπέμποντας στη σκέψη 69 της αποφάσεως της 19ης Δεκεμβρίου 2019, HK κατά Επιτροπής (C‑460/18 P, EU:C:2019:1119), ότι το δικαίωμα λήψεως συντάξεως επιζώντων κατά τα άρθρα 18 και 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ δεν υπόκειται σε προϋποθέσεις εισοδημάτων ή περιουσίας από τις οποίες συνάγεται αδυναμία του επιζώντος συζύγου να αντιμετωπίσει τις ανάγκες του και βάσει των οποίων αποδεικνύεται προγενέστερη οικονομική εξάρτησή του από τον αποβιώσαντα.

110

Η Επιτροπή υποστηρίζει, κατά τρίτον, ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τον σκοπό της ελάχιστης διάρκειας του γάμου ο οποίος προβλέπεται στα άρθρα 18 και 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ και ο οποίος συνίσταται, όπως προκύπτει από τη σκέψη 89 της αποφάσεως της 19ης Δεκεμβρίου 2019, HK κατά Επιτροπής (C‑460/18 P, EU:C:2019:1119), στην αποφυγή της συνάψεως κληρονομικών συμφώνων με δόλιο ή καταχρηστικό τρόπο. Συναφώς, αρκεί η επισήμανση ότι το ζήτημα αυτό δεν ασκεί επιρροή στο στάδιο της εκτίμησης περί παρεμφερούς χαρακτήρα των υπό σύγκριση καταστάσεων. Πράγματι, το συγκεκριμένο επιχείρημα αφορά τη δικαιολόγηση της κατά το μάλλον ή ήττον σημαντικής χρονικής διάρκειας του γάμου, οπότε μπορεί να ληφθεί υπόψη μόνο στο στάδιο της εκτιμήσεως περί αναλογικού χαρακτήρα της διαπιστωθείσας διαφορετικής μεταχειρίσεως.

111

Όσον αφορά, επιπλέον, το επιχείρημα της Επιτροπής ότι ο μη παρεμφερής χαρακτήρας των καταστάσεων καταδεικνύεται και από το ότι, αντιθέτως προς ό,τι προβλέπει το άρθρο 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, η προϋπόθεση περί ελάχιστης διάρκειας του γάμου δεν λαμβάνεται πλέον υπόψη, βάσει του άρθρου 18 του εν λόγω παραρτήματος, σε περίπτωση κατά την οποία ο επιζών σύζυγος επιμελείται ή έχει επιμεληθεί των τέκνων του πρώην υπαλλήλου, το συγκεκριμένο στοιχείο δεν ασκεί επιρροή στην εκτίμηση περί παρεμφερούς χαρακτήρα των υπό σύγκριση καταστάσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των δύο αυτών άρθρων. Πράγματι, η προϋπόθεση περί επιμέλειας των τέκνων, η οποία προβλέπεται μόνον στο άρθρο 18 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, έχει, κατ’ αναλογίαν προς τα εκτιθέμενα στις σκέψεις 104 και 106 της παρούσας αποφάσεως, τον ίδιο παρεπόμενο χαρακτήρα με την προϋπόθεση περί ελάχιστης διάρκειας του γάμου, την οποία και αντικαθιστά. Επομένως, δεν συνδέεται άμεσα με το αντικείμενο, τον σκοπό και το κύριο χαρακτηριστικό στοιχείο του δικαιώματος λήψεως συντάξεως επιζώντων κατά τα άρθρα 18 και 20 του παραρτήματος αυτού.

112

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν η Επιτροπή και το Συμβούλιο, υποστηριζόμενα από το Κοινοβούλιο, τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 59 και 60 της πρώτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στις σκέψεις 58 και 59 της δεύτερης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και στις σκέψεις 80 και 81 της τρίτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεν ενέχουν πλάνη περί το δίκαιο.

113

Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να χαρακτηρισθεί ως αλυσιτελές το επιχείρημα της Επιτροπής και του Συμβουλίου ότι το Γενικό Δικαστήριο κακώς αρνήθηκε, στη σκέψη 56 της πρώτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στη σκέψη 55 της δεύτερης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, και, όσον αφορά την Επιτροπή, στη σκέψη 77 της τρίτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, να συναγάγει τις συνέπειες της σκέψεως 33 της αποφάσεως της 17ης Ιουνίου 1993, Arauxo-Dumay κατά Επιτροπής (T‑65/92, EU:T:1993:47). Πράγματι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το επιχείρημα αυτό είναι βάσιμο, τα συμπεράσματα του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με τον παρεμφερή χαρακτήρα των καταστάσεων στηρίζονται επαρκώς στο σκεπτικό που παρατίθεται αντιστοίχως στις σκέψεις 51 έως 55 και 58 της πρώτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στις σκέψεις 50 έως 54 και 57 της δεύτερης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και στις σκέψεις 72 έως 76 και 79 της τρίτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ανεξαρτήτως των εκτιμήσεων που εκτίθενται, αντιστοίχως, στις σκέψεις 56, 57 και 77 των αποφάσεων αυτών.

114

Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως στην υπόθεση C‑116/21 P, το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως και τα δύο πρώτα σκέλη του δευτέρου λόγου αναιρέσεως στην υπόθεση C‑117/21 P, το τρίτο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως και τα δύο πρώτα σκέλη του τρίτου λόγου αναιρέσεως στην υπόθεση C‑118/21 P, καθώς και ο πρώτος λόγος αναιρέσεως στις υποθέσεις C‑138/21 P και C‑139/21 P.

Επί των δύο πρώτων σκελών του πρώτου λόγου αναιρέσεως στις υποθέσεις C‑116/21 P και C‑117/21 P, επί των δύο πρώτων σκελών του δευτέρου λόγου αναιρέσεως στην υπόθεση C‑118/21 P και επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως στις υποθέσεις C‑138/21 P και C‑139/21 P

Επιχειρήματα των διαδίκων

115

Με τους ως άνω λόγους αναιρέσεως, η Επιτροπή και επικουρικώς το Συμβούλιο προσάπτουν, κατ’ ουσίαν, στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε, με τις αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις, σε πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την έκταση του δικαστικού ελέγχου.

116

Τα δύο αυτά θεσμικά όργανα, υποστηριζόμενα από το Κοινοβούλιο, εκτιμούν ότι, στη δεύτερη περίοδο της σκέψεως 48 των δύο πρώτων αναιρεσιβαλλομένων αποφάσεων και, όσον αφορά την Επιτροπή, στη σκέψη 70 της τρίτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε νομολογία της Ένωσης που διαμορφώθηκε στο ριζικά διαφορετικό πλαίσιο που αφορά τις επιλογές περί πολιτικής προσωπικού σε περιπτώσεις κατά τις οποίες ο νομοθέτης έχει στη διάθεσή του περισσότερες δυνατότητες επιλογής. Ως εκ τούτου, κακώς αποφάνθηκε το Γενικό Δικαστήριο, ιδίως στη σκέψη 80 της πρώτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στη σκέψη 84 της δεύτερης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και, όσον αφορά την Επιτροπή, στη σκέψη 105 της τρίτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η επιλογή του νομοθέτη της Ένωσης σχετικά με την ελάχιστη διάρκεια του γάμου κατά το άρθρο 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ είναι απλώς «μη εύλογη». Ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε έλεγχο ο οποίος βαίνει πέραν του «προδήλως μη προσήκοντος ή ακατάλληλου» χαρακτήρα του επίμαχου μέτρου σε σχέση με τον επιδιωκόμενο από τα αρμόδια θεσμικά όργανα σκοπό, ήτοι, εν προκειμένω, την πρόληψη της καταχρήσεως δικαιώματος και της απάτης, καθώς και τη δημοσιονομική διασφάλιση της Ένωσης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Γενικό Δικαστήριο υποκατέστησε την εκτίμηση του νομοθέτη της Ένωσης με τη δική του και, ως εκ τούτου, υπερέβη τα όρια του ελέγχου νομιμότητας.

117

Όσον αφορά τον σκοπό της δημοσιονομικής διασφαλίσεως της Ένωσης, το Συμβούλιο προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι παρέλειψε να εξετάσει το άρθρο 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ με γνώμονα τον εν λόγω σκοπό θεωρούμενο εν ευρεία εννοία, σε σχέση με τον σκοπό της καταπολεμήσεως της απάτης. Πέραν του ότι το Γενικό Δικαστήριο όφειλε, κατά το Συμβούλιο, να εξετάσει αν η διάταξη αυτή ήταν προδήλως ακατάλληλη υπό το πρίσμα των εν λόγω σκοπών, το θεσμικό όργανο υποστηρίζει ότι κακώς έκρινε το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 83 της πρώτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και στη σκέψη 87 της δεύτερης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, ακόμη και ελλείψει της εν λόγω διατάξεως, η οικονομική ισορροπία του συνταξιοδοτικού συστήματος της Ένωσης δεν θα απειλούνταν. Συγκεκριμένα, η Ένωση όφειλε να σχεδιάσει σύστημα δυνάμενο να αποτρέπει περιπτώσεις απάτης οφειλόμενες σε εικονικούς γάμους συναπτόμενους από συνταξιούχους υπαλλήλους της Ένωσης.

118

Η Επιτροπή υποστηρίζει επίσης ότι το Γενικό Δικαστήριο, μολονότι επισήμανε ότι στηρίζει την εκτίμησή του περί της νομιμότητας του άρθρου 20 του παραρτήματος VIII στα άρθρα 20 και 21 του Χάρτη, απέκλινε από τη νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία η εκτίμηση της νομιμότητας πράξεως της Ένωσης με γνώμονα τα θεμελιώδη δικαιώματα δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να στηρίζεται σε επιχειρήματα αντλούμενα από τις συνέπειες της πράξεως αυτής σε συγκεκριμένη περίπτωση. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε την ιδιαιτέρως μειονεκτική θέση στην οποία ενδέχεται να περιέλθουν ορισμένα πρόσωπα και, επιπλέον, άντλησε επιχείρημα από την ιδιαιτερότητα των πραγματικών περιστατικών της εκάστοτε υπό κρίση περιπτώσεως, στις σκέψεις 77 και 78 της πρώτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στη σκέψη 81 της δεύτερης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και στις σκέψεις 101 έως 103 της τρίτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, προκειμένου να κρίνει ότι το άρθρο 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ στερείται νομιμότητας.

119

Η VW θεωρεί ότι η Επιτροπή και το Συμβούλιο, προσάπτοντας στο Γενικό Δικαστήριο ότι διακρίβωσε τον «μη εύλογο» χαρακτήρα της επιλογής του νομοθέτη της Ένωσης, προβαίνουν σε εσφαλμένη ερμηνεία της πρώτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, στις σκέψεις 69 έως 74 της αποφάσεως αυτής, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε τον «προδήλως μη εύλογο» χαρακτήρα της συγκεκριμένης επιλογής, νοούμενο ως «απρόσφορο». Φρονώντας ότι το Γενικό Δικαστήριο ακολούθησε την ορθή λογική της εξετάσεως της αναλογικότητας, όπως αυτή προκύπτει από τη νομολογία των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης, η VW υποστηρίζει ότι ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι ο σκοπός καταπολεμήσεως της απάτης είναι θεμιτός, το μέτρο που συνίσταται στην επιβολή, βάσει αμάχητου τεκμηρίου, ελάχιστης χρονικής διάρκειας του γάμου η οποία είναι πενταπλάσια από την απαιτούμενη κατά το άρθρο 18 του παραρτήματος αυτού ήταν προδήλως απρόσφορο και έβαινε πέραν του αναγκαίου μέτρου για την αποτροπή περιπτώσεως απάτης.

120

Εξάλλου, η VW θεωρεί ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο, πέραν των εκτιμήσεων σχετικά με την πραγματική και οικογενειακή της κατάσταση, επισήμανε, στη σκέψη 61 της πρώτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η διαφορετική μεταχείριση περιήγε σε μειονεκτική θέση όχι μόνον την ίδια, αλλά, εν γένει, το σύνολο των επιζώντων συζύγων πρώην υπαλλήλων οι οποίοι συνήψαν γάμο μετά την αποχώρηση του κάθε υπαλλήλου από την ενεργό υπηρεσία και, ως εκ τούτου, το σύνολο των επιζώντων συζύγων των οποίων οι περιπτώσεις ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ.

121

Η BT, υποστηριζόμενη από την AIACE, φρονεί επίσης ότι το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε, στη σκέψη 61 της δεύτερης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με γενικούς όρους, χωρίς να αναφέρεται ειδικώς στη δική της περίπτωση και χωρίς να αντλήσει επιχείρημα από τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως.

122

Επιπλέον, η BT υποστηρίζει ότι, όπως το Δικαστήριο έκρινε, στην απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, HK κατά Επιτροπής (C‑460/18 P, EU:C:2019:1119), ότι η προϋπόθεση περί ενιαύσιας ελάχιστης διάρκειας του γάμου, την οποία προβλέπουν τα άρθρα 17 και 18 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, δεν συνιστούσε δυσμενή διάκριση ούτε ήταν προδήλως ακατάλληλη με γνώμονα τον σκοπό που επιδιώκεται με τη χορήγηση της συντάξεως επιζώντων, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να εξετάσει αν η προϋπόθεση περί πενταετούς ελάχιστης διάρκειας του γάμου, την οποία προβλέπει το άρθρο 20 του παραρτήματος αυτού, ενείχε δυσμενή διάκριση και αν ήταν προδήλως απρόσφορη και μη αναγκαία για την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει ο νομοθέτης της Ένωσης. Το Γενικό Δικαστήριο, πάντως, προέβη ενδελεχώς στον συγκεκριμένο έλεγχο με τη δεύτερη αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

123

Η RN υποστηρίζει ότι το επιχείρημα με το οποίο η Επιτροπή προβάλλει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπερέβη τα όρια της δικαιοδοτικής εξουσίας του στερείται σαφήνειας και, ως εκ τούτου, είναι απαράδεκτο, καθόσον η Επιτροπή δεν διευκρινίζει τον επιδιωκόμενο με τη σύνταξη επιζώντων σκοπό με γνώμονα τον οποίο θα έπρεπε να εξετασθεί η νομιμότητα του άρθρου 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ. Εν πάση περιπτώσει, η RN φρονεί ότι το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε την κατάσταση των επιζώντων συζύγων με γνώμονα τον σκοπό της αντισταθμίσεως, υπέρ των συζύγων αυτών, της απώλειας εισοδημάτων λόγω του θανάτου του πρώην υπαλλήλου.

124

Η RN ισχυρίζεται επιπλέον ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο, κατά την εκτίμηση του κύρους του άρθρου 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, δεν εξέτασε απλώς την εφαρμογή της διατάξεως αυτής στην προκειμένη περίπτωση, αλλά επισήμανε, στις σκέψεις 83 και 103 της τρίτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η εν λόγω διάταξη περιήγε σε ιδιαιτέρως μειονεκτική θέση μια ολόκληρη κατηγορία προσώπων, συγκεκριμένα δε τους επιζώντες συζύγους που είχαν συνάψει γάμο με πρώην υπάλληλο.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

125

Προκαταρκτικώς, διαπιστώνεται ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η RN, το επιχείρημα της Επιτροπής ότι το Γενικό Δικαστήριο υπερέβη τα όρια του εκ μέρους του δικαστικού ελέγχου δεν στερείται σαφήνειας και, ως εκ τούτου, δεν είναι απαράδεκτο υπό το πρίσμα της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 43 της παρούσας αποφάσεως. Πράγματι, με το επιχείρημα αυτό, το εν λόγω θεσμικό όργανο προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν προέβη σε ορθή εφαρμογή του κριτηρίου με γνώμονα το οποίο έπρεπε να εκτιμηθεί η νομιμότητα του άρθρου 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ.

126

Επί της ουσίας, επισημαίνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε, στις σκέψεις 46 έως 48 της πρώτης και της δεύτερης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και στις σκέψεις 68 έως 70 της τρίτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τις απαιτήσεις που μνημονεύονται στο άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη και τη νομολογία που τυγχάνει εφαρμογής για τον έλεγχο της αναλογικότητας διαφορετικής μεταχειρίσεως. Εν συνεχεία, έκρινε, στη σκέψη 49 της πρώτης και της δεύτερης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και στη σκέψη 71 της τρίτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, αν οι καταστάσεις που διαλαμβάνονται αντιστοίχως στα άρθρα 18 και 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ ήταν παρεμφερείς, έπρεπε τότε να ελεγχθεί αν ήταν εύλογο να κρίνει ο νομοθέτης της Ένωσης ότι η θεσπισθείσα διαφορετική μεταχείριση μπορεί να είναι πρόσφορη και αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού γενικού συμφέροντος που επιδιώκεται με την προϋπόθεση περί ελάχιστης διάρκειας γάμου που προβλέπεται στο άρθρο 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ. Αφού αποφάνθηκε ότι οι καταστάσεις ήταν παρεμφερείς, το Γενικό Δικαστήριο προέβη στην ανάλυση αυτή αρχής γενομένης από τη σκέψη 65 της πρώτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τη σκέψη 66 της δεύτερης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και τη σκέψη 90 της τρίτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

127

Όπως, όμως, προβάλλουν η Επιτροπή και το Συμβούλιο, υποστηριζόμενα από το Κοινοβούλιο, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, όταν πρόκειται για κανόνες του ΚΥΚ όπως οι επίμαχοι στη συγκεκριμένη περίπτωση και λαμβανομένης υπόψη της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει ο νομοθέτης της Ένωσης συναφώς, η αρχή της ίσης μεταχείρισης, όπως κατοχυρώνεται με το άρθρο 20 του Χάρτη, παραβιάζεται μόνον όταν ο νομοθέτης προβαίνει σε αυθαίρετη ή προδήλως απρόσφορη διαφοροποίηση σε σχέση με τον σκοπό που επιδιώκει η επίμαχη ρύθμιση (πρβλ. απόφαση της 25ης Μαρτίου 2021, Alvarez y Bejarano κ.λπ. κατά Επιτροπής,C‑517/19 P και C‑518/19 P, EU:C:2021:240, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

128

Πρέπει να γίνει δεκτό ότι η νομολογία αυτή έχει εφαρμογή στο πλαίσιο του ελέγχου της επιβαλλόμενης από το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη απαιτήσεως περί αναλογικότητας.

129

Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 49 της πρώτης και της δεύτερης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και στη σκέψη 71 της τρίτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι έπρεπε να ελεγχθεί αν ήταν εύλογο να κρίνει ο νομοθέτης της Ένωσης ότι η θεσπισθείσα διαφορετική μεταχείριση μπορεί να είναι πρόσφορη και αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού γενικού συμφέροντος που επιδιώκεται με την προϋπόθεση περί ελάχιστης διάρκειας του γάμου που προβλέπεται στο άρθρο 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ. Όφειλε, όμως, να περιορισθεί στον έλεγχο του ζητήματος αν η διαφοροποίηση που προβλέπει η συγκεκριμένη διάταξη, σε συνδυασμό με το άρθρο 18 του εν λόγω παραρτήματος, ήταν αυθαίρετη ή προδήλως απρόσφορη σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό γενικού συμφέροντος. Ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, υπερέβη τα όρια του εκ μέρους του δικαστικού ελέγχου, προβαίνοντας σε μη προσήκουσα εξέταση της απαιτήσεως περί αναλογικότητας, και υπέπεσε, ως εκ τούτου, σε πλάνη περί το δίκαιο. Πράγματι, εάν δεν υπέπιπτε στη συγκεκριμένη πλάνη, το Γενικό Δικαστήριο θα είχε προκρίνει διαφορετικό σκεπτικό και θα κατέληγε ενδεχομένως σε συμπεράσματα διαφορετικά από εκείνα στα οποία κατέληξε στις σκέψεις 80, 85 και 87 της πρώτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στις σκέψεις 84, 90 και 92 της δεύτερης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και στις σκέψεις 105, 110 και 112 της τρίτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

130

Η ως άνω υπέρβαση των ορίων του δικαστικού ελέγχου αντανακλάται επίσης στη σκέψη 69 της πρώτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στη σκέψη 71 της δεύτερης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και στη σκέψη 94 της τρίτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Πράγματι, το Γενικό Δικαστήριο επέλεξε να εξετάσει, βάσει των συγκεκριμένων σκέψεων, αν η προϋπόθεση περί πενταετούς ελάχιστης διάρκειας γάμου την οποία προβλέπει το άρθρο 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, θεωρούμενη αυτοτελώς και ανεξαρτήτως της προϋποθέσεως περί ενιαύσιας χρονικής διάρκειας κατά το άρθρο 18 του ίδιου παραρτήματος, ήταν, στο πλαίσιο του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας, υπό την έννοια ότι δεν έβαινε προδήλως πέραν του αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκει ο νομοθέτης της Ένωσης. Όπως, όμως, προκύπτει από τη σκέψη 128 της παρούσας αποφάσεως, ακόμη και στο πλαίσιο της συγκεκριμένης διατάξεως του Χάρτη, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να περιορισθεί στον έλεγχο του ζητήματος αν η διαπιστωθείσα εν προκειμένω διαφοροποίηση, ήτοι το γεγονός ότι η προϋπόθεση περί ελάχιστης χρονικής διάρκειας του γάμου είναι στις περιπτώσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ πενταπλάσια εκείνης που προβλέπεται για τις περιπτώσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 18 του εν λόγω παραρτήματος, μολονότι όλες οι καταστάσεις αυτές είναι παρεμφερείς, έπρεπε να θεωρηθεί ως αυθαίρετη ή προδήλως απρόσφορη υπό το πρίσμα του κοινού για αμφότερες τις διατάξεις σκοπού τον οποίο επιδιώκει ο νομοθέτης της Ένωσης.

131

Υπό τις συνθήκες αυτές και χωρίς να απαιτείται εξέταση των λοιπών επιχειρημάτων που προέβαλαν η Επιτροπή και το Συμβούλιο, πρέπει να γίνουν δεκτά τα δύο πρώτα σκέλη του πρώτου λόγου αναιρέσεως στις υποθέσεις C‑116/21 P και C‑117/21 P, τα δύο πρώτα σκέλη του δευτέρου λόγου αναιρέσεως στην υπόθεση C‑118/21 P και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως στις υποθέσεις C‑138/21 P και C‑139/21 P.

132

Ως εκ τούτου, πρέπει, χωρίς να απαιτείται να εξετασθούν ο τρίτος λόγος αναιρέσεως στην υπόθεση C‑116/21 P, το τρίτο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως στην υπόθεση C‑117/21 P, το τρίτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως και ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως στην υπόθεση C‑118/21 P, ο τρίτος και ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως στην υπόθεση C‑138/21 P, καθώς και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως στην υπόθεση C‑139/21 P, να γίνουν δεκτές οι αιτήσεις αναιρέσεως και να αναιρεθούν οι τρεις αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις.

Επί των προσφυγών ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

133

Κατά το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Δικαστήριο δύναται, σε περίπτωση αναιρέσεως της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον αυτή είναι ώριμη προς εκδίκαση.

134

Εν προκειμένω, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του ότι οι προσφυγές ακυρώσεως στις υποθέσεις T‑243/18, T‑315/19 και T‑442/17 RENV στηρίζονται σε λόγους οι οποίοι αποτέλεσαν το αντικείμενο κατ’ αντιμωλία συζητήσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και των οποίων η εξέταση δεν απαιτεί τη λήψη περαιτέρω μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας ή διεξαγωγής αποδείξεων ως προς τη δικογραφία, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι προσφυγές αυτές είναι ώριμες προς εκδίκαση και ότι το Δικαστήριο πρέπει να αποφανθεί οριστικά επί αυτών.

135

Προκειμένου το Δικαστήριο να έχει προς τούτο στη διάθεσή του την πλήρη δικογραφία των υποθέσεων, η Γραμματεία του Δικαστηρίου, κατόπιν σχετικού αιτήματος του εισηγητή δικαστή, ζήτησε, στις 21 Ιανουαρίου 2022, από τη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου τη διαβίβαση της ηχογραφήσεως των ακροαματικών διαδικασιών στις υποθέσεις T‑243/18 και T‑315/19. Η Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου ανταποκρίθηκε στο ως άνω αίτημα στις 25 Ιανουαρίου 2022.

Επί της προσφυγής στην υπόθεση T‑243/18

136

Προς στήριξη της ασκηθείσας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγής της, στην υπόθεση T‑243/18, η VW προέβαλε, κατ’ ουσίαν, δύο λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούσαν, κυρίως, ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ και, επικουρικώς, πεπλανημένη ερμηνεία του άρθρου 27 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ. Αντέτεινε επίσης, επικουρικώς, ένσταση ελλείψεως νομιμότητας της διατάξεως αυτής λόγω παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως η οποία κατοχυρώνεται με το άρθρο 20 του Χάρτη.

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ

137

Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως στην υπόθεση T‑243/18, η VW υποστηρίζει ότι το άρθρο 20 του παραρτήματος VIII αντιβαίνει στις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της αναλογικότητας, οι οποίες κατοχυρώνονται, αντιστοίχως, με το άρθρο 20 και το άρθρο 52 του Χάρτη, καθόσον, επιβάλλοντας προϋπόθεση περί πενταετούς ελάχιστης χρονικής διάρκειας του γάμου, ενώ το άρθρο 18 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ προβλέπει απλώς χρονική διάρκεια ενός έτους, της στερεί αδικαιολόγητα τη δυνατότητα να λάβει σύνταξη επιζώντων.

138

Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αμφισβητεί τα επιχειρήματα αυτά.

139

Υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, κάθε περιορισμός στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζονται σε αυτόν πρέπει να προβλέπεται από τον νόμο και να σέβεται το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων και ελευθεριών. Τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, περιορισμοί χωρούν μόνον εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πράγματι σε σκοπούς γενικού συμφέροντος τους οποίους αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των τρίτων.

140

Εξάλλου, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης που κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 του Χάρτη, η δε αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, κατά το άρθρο 21, παράγραφος 1, του Χάρτη, αποτελεί ιδιαίτερη έκφανσή της (απόφαση της 29ης Οκτωβρίου 2020, Veselības ministrija, C‑243/19, EU:C:2020:872, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Οι δύο αυτές αρχές υπενθυμίζονται επίσης στο άρθρο 1δ του ΚΥΚ.

141

Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η απαγόρευση κάθε διακρίσεως λόγω ηλικίας, κατά το άρθρο 21, παράγραφος 1, του Χάρτη, έχει επιτακτικό χαρακτήρα ως γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης και ότι είναι αφ’ εαυτής ικανή να απονείμει στους ιδιώτες δικαίωμα δυνάμενο να προβληθεί αυτό καθεαυτό στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ τους σε τομέα που διέπεται από το δίκαιο της Ένωσης (απόφαση της 17ης Απριλίου 2018, Egenberger, C‑414/16, EU:C:2018:257, σκέψη 76 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Το αυτό ισχύει και για τη γενική αρχή της ίσης μεταχειρίσεως ή της ισότητας έναντι του νόμου, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 του Χάρτη.

142

Όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 95 της παρούσας αποφάσεως, η γενική αρχή της ίσης μεταχειρίσεως επιβάλλει στον νομοθέτη της Ένωσης, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, να μην αντιμετωπίζονται διαφορετικά παρεμφερείς καταστάσεις ούτε να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο διαφορετικές μεταξύ τους καταστάσεις, εκτός αν η διαφορετική αντιμετώπιση αυτή δικαιολογείται αντικειμενικώς. Διαφορετική μεταχείριση δικαιολογείται εφόσον στηρίζεται σε αντικειμενικό και εύλογο κριτήριο, δηλαδή εφόσον σχετίζεται με τον νομίμως επιδιωκόμενο από την επίμαχη νομοθεσία σκοπό, η δε διαφορά αυτή έχει αναλογικό χαρακτήρα προς τον σκοπό που επιδιώκεται σχετικώς (απόφαση της 22ας Μαΐου 2014, Glatzel, C‑356/12, EU:C:2014:350, σκέψη 43).

143

Όπως εκτέθηκε στη σκέψη 96 της παρούσας αποφάσεως, η απαίτηση να είναι οι καταστάσεις παρεμφερείς προκειμένου να διαπιστωθεί παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως πρέπει να εκτιμάται υπό το πρίσμα του συνόλου των στοιχείων που τις χαρακτηρίζουν, ιδίως δε υπό το πρίσμα του αντικειμένου και του σκοπού της πράξεως που εισάγει την επίμαχη διάκριση, εξυπακουομένου ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προς τούτο οι αρχές και οι σκοποί του τομέα στον οποίο εμπίπτει η πράξη αυτή. Εφόσον οι καταστάσεις δεν είναι παρεμφερείς, η διαφορετική μεταχείριση των οικείων καταστάσεων δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας έναντι του νόμου που κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 του Χάρτη.

144

Επιπλέον, πρέπει να υπομνησθεί η μνημονευθείσα στη σκέψη 127 της παρούσας αποφάσεως νομολογία του Δικαστηρίου, κατά την οποία, όταν πρόκειται για κανόνες του ΚΥΚ όπως οι επίμαχοι στη συγκεκριμένη περίπτωση και λαμβανομένης υπόψη της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει ο νομοθέτης της Ένωσης συναφώς, η αρχή της ίσης μεταχείρισης παραβιάζεται μόνον όταν ο νομοθέτης προβαίνει σε αυθαίρετη ή προδήλως απρόσφορη διαφοροποίηση σε σχέση με τον σκοπό που επιδιώκει η επίμαχη ρύθμιση.

145

Η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, την οποία προέβαλε η VW στην υπόθεση T‑243/18, όσον αφορά τα άρθρα 20 και 52 του Χάρτη, πρέπει να εξετασθεί με γνώμονα την ανωτέρω νομολογία και τις απαιτήσεις του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη.

146

Όσον αφορά, κατά πρώτον, τον παρεμφερή χαρακτήρα των καταστάσεων που διαλαμβάνονται στα άρθρα 18 και 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, πρέπει να γίνει δεκτό, για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 98 έως 113 της παρούσας αποφάσεως, ότι οι καταστάσεις αυτές είναι παρεμφερείς.

147

Κατά δεύτερον, διαπιστώνεται ότι ο νομοθέτης της Ένωσης, προβλέποντας στις εν λόγω διατάξεις του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ διαφορετική ελάχιστη διάρκεια του γάμου, αντιμετώπισε παρεμφερείς καταστάσεις με διαφορετικό τρόπο.

148

Κατά τρίτον, πρέπει να εξετασθεί αν η ως άνω διαφορετική μεταχείριση είναι σύμφωνη με το άρθρο 20 του Χάρτη, καθόσον πληροί τα κριτήρια του άρθρου του 52 παράγραφος 1, τα οποία υπομνήσθηκαν στη σκέψη 139 της παρούσας αποφάσεως.

149

Πρώτον, δεν αμφισβητείται ότι η εν λόγω διαφορετική μεταχείριση προβλέπεται από τον νόμο, κατά την έννοια του άρθρου 52 παράγραφος 1, του Χάρτη, δεδομένου ότι απορρέει από το άρθρο 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 18 του παραρτήματος αυτού. Οι διατάξεις αυτές του δικαίου της Ένωσης προβλέπουν προϋποθέσεις περί ελάχιστης διάρκειας του γάμου οι οποίες καθορίζονται επακριβώς με αριθμητικά στοιχεία και οι οποίες ορίζουν το εύρος του περιορισμού της ασκήσεως του δικαιώματος στην ίση μεταχείριση (βλ., όσον αφορά το περιεχόμενο της απαιτήσεως να προβλέπεται από τον νόμο κάθε περιορισμός στην άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων, απόφαση της 26ης Απριλίου 2022, Πολωνία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑401/19, EU:C:2022:297, σκέψη 64 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

150

Δεύτερον, ο περιορισμός που συνεπάγεται για το καθεστώς των συντάξεων επιζώντων η επίμαχη διαφορετική μεταχείριση σέβεται το βασικό περιεχόμενο της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, σύμφωνα με το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη. Πράγματι, ο περιορισμός αυτός δεν αναιρεί αυτή καθεαυτήν τη συγκεκριμένη αρχή, στο μέτρο που αφορά μόνον το περιορισμένο ζήτημα της ελάχιστης χρονικής διάρκειας του γάμου την οποία πρέπει να πληρούν οι επιζώντες σύζυγοι αποβιωσάντων υπαλλήλων ή πρώην υπαλλήλων προκειμένου να λάβουν σύνταξη επιζώντων, χωρίς οι εν λόγω σύζυγοι να στερούνται της δυνατότητας να λάβουν τέτοια σύνταξη σε καθεμιά από τις περιπτώσεις τις οποίες αφορούν τα άρθρα 18 και 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ.

151

Τρίτον, ο εν λόγω περιορισμός ανταποκρίνεται σε σκοπό γενικού συμφέροντος, κατά την έννοια του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, ήτοι στην αποτροπή της καταχρήσεως δικαιώματος και της απάτης, δεδομένου ότι η απαγόρευσή τους συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης της οποίας ο σεβασμός επιβάλλεται στους πολίτες (απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 2018, Altun κ.λπ., C‑359/16, EU:C:2018:63, σκέψη 49). Πράγματι, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η προϋπόθεση να έχει διαρκέσει ο γάμος τουλάχιστον ένα ορισμένο χρονικό διάστημα προκειμένου ο επιζών σύζυγος να δικαιούται σύνταξη επιζώντων αποσκοπεί στο να διασφαλίζεται το υπαρκτό και η σταθερότητα των σχέσεων μεταξύ των ενδιαφερομένων προσώπων (πρβλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, HK κατά Επιτροπής, C‑460/18 P, EU:C:2019:1119, σκέψη 89). Πρόκειται για ομοιόμορφο κριτήριο, το οποίο εφαρμόζεται αδιακρίτως στο σύνολο των επιζώντων συζύγων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 18 και 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ και το οποίο δεν αποβλέπει στο να τεκμαίρεται η ύπαρξη καταχρήσεως ή απάτης εκ μέρους των επιζώντων συζύγων, αλλά στην πρόληψη της τελέσεως τέτοιων καταχρήσεων ή απάτης.

152

Όσον αφορά, τέταρτον, τον έλεγχο της αναλογικότητας, πρέπει, στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας διατάξεως του δικαίου της Ένωσης υπό το πρίσμα της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και λόγω της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει ο νομοθέτης της Ένωσης στον τομέα των κανόνων του ΚΥΚ, να ελεγχθεί, όπως υπομνήσθηκε στις σκέψεις 127 και 144 της παρούσας αποφάσεως, εάν, επιβάλλοντας υποχρέωση περί πενταετούς ελάχιστης διάρκειας γάμου στους επιζώντες συζύγους που είχαν συνάψει γάμο με υπάλληλο κατόπιν της αποχωρήσεώς του από την ενεργό υπηρεσία, ενώ η ελάχιστη αυτή διάρκεια είναι, βάσει του άρθρου 18 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, μόλις ένα έτος στην περίπτωση γάμου συναφθέντος με εν ενεργεία υπάλληλο, το άρθρο 20 του εν λόγω παραρτήματος προβλέπει αυθαίρετη και προδήλως ακατάλληλη διαφορετική μεταχείριση σε σχέση με τον υπομνησθέντα στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως σκοπό γενικού συμφέροντος.

153

Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η προϋπόθεση περί ελάχιστης διάρκειας ενός έτους την οποία προβλέπει το άρθρο 17 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ δεν είναι ούτε αυθαίρετη ούτε προδήλως ακατάλληλη/απρόσφορη σε σχέση με τον σκοπό αυτόν, ανάλυση η οποία ισχύει mutatis mutandis και για την προϋπόθεση περί ελάχιστης διάρκειας ενός έτους η οποία προβλέπεται στο άρθρο 18 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, HK κατά Επιτροπής, C‑460/18 P, EU:C:2019:1119, σκέψη 90).

154

Όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο, με τα υπομνήματά της και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, δεν προκύπτει να είναι ούτε αυθαίρετο ούτε προδήλως απρόσφορο να απαιτείται, κατά το άρθρο 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, ελάχιστη διάρκεια του γάμου μεγαλύτερη από την προβλεπόμενη στο άρθρο 18 του παραρτήματος αυτού. Πράγματι, στην περίπτωση την οποία αφορά το εν λόγω άρθρο 20 και η οποία χαρακτηρίζεται από το ότι ο γάμος συνάπτεται κατόπιν της αποχωρήσεως του υπαλλήλου από την ενεργό υπηρεσία, το κίνητρο για κατάχρηση ή για απάτη μπορεί να ενισχύεται από τη μεγαλύτερη προβλεψιμότητα και χρονική εγγύτητα του θανάτου του υπαλλήλου, δεδομένου ότι, όπως εν προκειμένω, η αποχώρηση αυτή επέρχεται με τη συνταξιοδότηση, κατά την έννοια του άρθρου 52 του ΚΥΚ.

155

Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, καθορίζοντας με το άρθρο 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ πενταετή ελάχιστη διάρκεια του γάμου προκειμένου να αποτρέψει τις περιπτώσεις καταχρήσεως και απάτης, ενώ η διάρκεια αυτή είναι μόλις ενός έτους στις περιπτώσεις που καλύπτονται από το άρθρο 18 του παραρτήματος αυτού, ο νομοθέτης της Ένωσης, στο πλαίσιο της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει, δεν προέβη σε αυθαίρετη ή προδήλως απρόσφορη διαφοροποίηση ως προς τη μεταχείριση.

156

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, χωρίς να απαιτείται να εξετασθεί ο σκοπός της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, τον οποίο προέβαλε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η διαφορετική μεταχείριση που καθιερώνεται με το άρθρο 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ είναι σύμφωνη με το άρθρο 20 του Χάρτη.

157

Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί ο πρώτος λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ.

Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται πεπλανημένη ερμηνεία του άρθρου 27 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ και ένσταση ελλείψεως νομιμότητας της διατάξεως αυτής

158

Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως στην υπόθεση T‑243/18, η VW υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία του άρθρου 27 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, καθόσον, κατά τη VW, η διάταξη αυτή μπορεί να ερμηνευθεί μόνον υπό την έννοια ότι αφορά την περίπτωση γάμου που συνήφθη κατόπιν διαζυγίου μεταξύ διαφορετικών προσώπων. Επικουρικώς, η VW προβάλλει ένσταση ελλείψεως νομιμότητας της εν λόγω διατάξεως, καθόσον αυτή αντιβαίνει στις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της αναλογικότητας που κατοχυρώνονται, αντιστοίχως, στο άρθρο 20 και στο άρθρο 52 του Χάρτη.

159

Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αμφισβητεί τα επιχειρήματα αυτά μνημονεύοντας, μεταξύ άλλων, το σαφές γράμμα του άρθρου 27 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ. Η Επιτροπή, αφού είχε προβάλει, με το υπόμνημά της αντικρούσεως, ένσταση απαραδέκτου του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, δήλωσε, στο υπόμνημά της ανταπαντήσεως, ότι παραιτείται από την ένσταση απαραδέκτου όσον αφορά το κύριο σκέλος του λόγου αυτού ακυρώσεως, εμμένοντας πάντως στην ως άνω ένσταση όσον αφορά το επικουρικό σκέλος του ίδιου λόγου ακυρώσεως. Ως προς το τελευταίο αυτό ζήτημα, η Επιτροπή επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 27 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ είναι απαράδεκτη λόγω ασάφειας του δικογράφου της προσφυγής ως προς το συγκεκριμένο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως.

160

Όσον αφορά, κατά πρώτον, την πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υποστηρίζεται ότι υπέπεσε η Επιτροπή κατά την ερμηνεία του άρθρου 27 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, επισημαίνεται, όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή με το υπόμνημά της αντικρούσεως, ότι, βάσει του σαφούς γράμματός του, το συγκεκριμένο άρθρο διέπει αποκλειστικώς το δικαίωμα συντάξεως επιζώντων των διαζευγμένων συζύγων υπαλλήλων ή πρώην υπαλλήλων. Χωρίς να είναι αναγκαίο να ερμηνευθεί ο όρος «νέος γάμος», ο οποίος μνημονεύεται στο τρίτο εδάφιο του άρθρου, δεν αμφισβητείται ότι, κατά τον χρόνο θανάτου του συζύγου της, η VW ήταν έγγαμη και όχι διαζευγμένη με πρώην υπάλληλο, οπότε η περίπτωσή της δεν ενέπιπτε, όσον αφορά το δικαίωμά της σε σύνταξη επιζώντων, στο άρθρο 27 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, αλλά αποκλειστικώς στο άρθρο 20 του παραρτήματος αυτού. Το συγκεκριμένο άρθρο, όπως προκύπτει από την απόρριψη του πρώτου λόγου ακυρώσεως, δεν στερείται νομιμότητας και, συνεπώς, δεν στερεί αφ’ εαυτού από τους επιζώντες συζύγους που βρίσκονται στην κατάσταση της VW τη δυνατότητα να λάβουν σύνταξη επιζώντων, υπό την επιφύλαξη ότι πληρούν τις προϋποθέσεις του εν λόγω άρθρου 20.

161

Όσον αφορά, κατά δεύτερον, την ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 27 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, πρέπει να υπομνησθεί ότι από το άρθρο 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από το άρθρο 76 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι το δικόγραφο της πρωτοδίκως ασκηθείσας προσφυγής πρέπει, μεταξύ άλλων, να προσδιορίζει το αντικείμενο της διαφοράς με επαρκή σαφήνεια και ακρίβεια ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στον μεν καθού να προετοιμάσει την άμυνά του, στο δε δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης να ασκήσει τον εκ μέρους του έλεγχο. Ειδικότερα, τα αιτήματα του δικογράφου της προσφυγής πρέπει να είναι διατυπωμένα κατά τρόπο μη διφορούμενο, ούτως ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος είτε να αποφανθεί ο δικαστής της Ένωσης ultra petita είτε να παραλείψει να αποφανθεί επί κάποιας αιτιάσεως (πρβλ. διάταξη της 3ης Δεκεμβρίου 2019, WB κατά Επιτροπής, C‑271/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:1037, σκέψη 15 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

162

Μολονότι, όμως, από τυπικής απόψεως, το δικόγραφο της προσφυγής της VW προσδιορίζει δύο σκέλη στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα στοιχεία που θεωρείται ότι στηρίζουν το δεύτερο σκέλος του λόγου αυτού, το οποίο προβάλλεται επικουρικώς σε σχέση με το πρώτο, είναι υπέρμετρα συνοπτικά για να παράσχουν στο δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης τη δυνατότητα να εκτιμήσει το βάσιμό του. Τόσο ο τίτλος του όσο και το περιεχόμενό του χαρακτηρίζονται από εκτιμήσεις γενικού χαρακτήρα που δεν καθιστούν δυνατή την ακριβή εξέτασή του. Ειδικότερα, ουδόλως εξηγείται με το συγκεκριμένο δικόγραφο ο λόγος για τον οποίον το άρθρο 27 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ παραβιάζει τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της αναλογικότητας που κατοχυρώνονται, αντιστοίχως, στο άρθρο 20 και στο άρθρο 52 του Χάρτη.

163

Κατά συνέπεια, όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, η προσφυγή που άσκησε η VW δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του άρθρου 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου και είναι, ως εκ τούτου, απαράδεκτη.

164

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, πρέπει να απορριφθεί ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως και, ως εκ τούτου, η προσφυγή της VW στην υπόθεση T‑243/18.

Επί της προσφυγής στην υπόθεση T‑315/19

165

Προς στήριξη της ασκηθείσας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγής της στην υπόθεση T‑315/19, η BT, υποστηριζόμενη από την AIACE Internationale, προέβαλε δύο λόγους ακυρώσεως. Με τον πρώτο λόγο προβάλλεται έλλειψη νομιμότητας της προϋποθέσεως περί πενταετούς ελάχιστης διάρκειας του γάμου την οποία προβλέπει το άρθρο 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ και με τον δεύτερο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 1δ του ΚΥΚ.

166

Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αμφισβητεί τα επιχειρήματα αυτά.

167

Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι το σύνολο της συλλογιστικής που ανέπτυξε η BT με το δικόγραφο της ασκηθείσας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγής της στηρίζεται, κατ’ ουσίαν, σε παραβίαση, λόγω του άρθρου 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, ερμηνευομένου σε συνδυασμό με το άρθρο 18 του ίδιου παραρτήματος, των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας. Επομένως, η BT προβάλλει, παρά την προβολή τυπικώς, με το δικόγραφο της προσφυγής της, δύο λόγων ακυρώσεως, έναν μόνον λόγο ακυρώσεως, ο οποίος αφορά έλλειψη νομιμότητας του άρθρου 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ έναντι των αρχών αυτών.

168

Επισημαίνεται εξάλλου ότι, με το υπόμνημά της απαντήσεως και στη συνέχεια κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου η BT διευκρίνισε ότι προέβαλλε επίσης παράβαση του καθήκοντος αρωγής κατά το άρθρο 1δ, παράγραφος 6, του ΚΥΚ. Βεβαίως, στο δικόγραφο της προσφυγής μνημονεύεται μόνον παράβαση του άρθρου 1δ, οπότε θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η BT μνημόνευσε σιωπηρώς την παράγραφο 6 του άρθρου αυτού του ΚΥΚ. Ωστόσο, από τα επιχειρήματα που ανέπτυξε η BT με το δικόγραφο της προσφυγής της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δεν προκύπτει ότι είχε την πρόθεση να προσάψει οποιαδήποτε παράβαση του καθήκοντος αρωγής, δεδομένου ότι η επιχειρηματολογία της επικεντρώθηκε πράγματι μόνο στην παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας. Επιπλέον, πρέπει να υπογραμμισθεί συναφώς ότι, με το υπόμνημά της αντικρούσεως, η Επιτροπή δεν εξέλαβε τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως ως σχετικό με παράβαση του καθήκοντος αρωγής.

169

Ως εκ τούτου, κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 161 της παρούσας αποφάσεως και λαμβανομένου υπόψη του ότι η Επιτροπή προέβαλε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ένσταση απαραδέκτου του λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται στο καθήκον αρωγής, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ούτε ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως που μνημονεύεται στη σκέψη 165 της παρούσας αποφάσεως ούτε και ο πρώτος μπορούν να νοηθούν ως αφορώντες παράβαση του καθήκοντος αρωγής το οποίο προβλέπει το άρθρο 1δ, παράγραφος 6, του ΚΥΚ.

170

Λαμβάνοντας υπόψη τις ανωτέρω προκαταρκτικές κρίσεις, πρέπει να εξετασθεί ο μόνος λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται έλλειψη νομιμότητας του άρθρου 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ έναντι των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας.

171

Συναφώς, όσον αφορά, κατά πρώτον, την ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, καθόσον στηρίζεται σε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 του Χάρτη και υπενθυμίζεται στο άρθρο 1δ του ΚΥΚ, πρέπει να γίνει παραπομπή στις σκέψεις 139 έως 156 της παρούσας αποφάσεως και να απορριφθεί, για τους ίδιους λόγους, το πρώτο σκέλος του μόνου λόγου αναιρέσεως.

172

Όσον αφορά, κατά δεύτερον, την ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, καθόσον με αυτήν προβάλλεται παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 21, παράγραφος 1, του Χάρτη και υπενθυμίζεται στο άρθρο 1δ του ΚΥΚ, πρέπει, πρώτον, να υπομνησθεί, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 146 της παρούσας αποφάσεως, ότι οι περιπτώσεις τις οποίες αφορούν τα άρθρα 18 και 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ είναι παρεμφερείς.

173

Δεύτερον, επισημαίνεται ότι ο νομοθέτης της Ένωσης, προβλέποντας στα εν λόγω άρθρα 18 και 20 διαφορετική ελάχιστη διάρκεια του γάμου, εισήγαγε διαφορετική μεταχείριση στηριζόμενη εμμέσως στην ηλικία.

174

Πράγματι, αφενός μεν, όπως διαπιστώθηκε στις σκέψεις 99 και 154 της παρούσας αποφάσεως, οι καταστάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 18 και 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ διαφέρουν ως προς την ημερομηνία συνάψεως του γάμου σε σχέση με την αποχώρηση του υπαλλήλου από την ενεργό υπηρεσία, όπως αυτή προκύπτει από το άρθρο 47 του ΚΥΚ, αφετέρου δε, η αποχώρηση από την ενεργό υπηρεσία επέρχεται, κατά κανόνα και όπως προκύπτει κατ’ ουσίαν από τη συγκλίνουσα επιχειρηματολογία των διαδίκων, με τη συνταξιοδότηση, κατά την έννοια του άρθρου 52 του ΚΥΚ. Λαμβανομένου, όμως, υπόψη ότι το εν λόγω άρθρο 52, θεωρούμενο κατά την πλέον ευρεία εφαρμογή του, προβλέπει, όπως υπογραμμίζει η BT με το υπόμνημά της απαντήσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ότι η συνταξιοδότηση των υπαλλήλων που λαμβάνουν σύνταξη γήρατος, κατά την έννοια του άρθρου 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, μπορεί να πραγματοποιηθεί μεταξύ των ηλικιών των 58 και 70 ετών, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι πρώην υπάλληλοι τους οποίους αφορά το εν λόγω άρθρο 20 έχουν κατά κανόνα συνάψει γάμο σε πιο προχωρημένη ηλικία από ό,τι οι πρώην υπάλληλοι που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 18 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ.

175

Ως εκ τούτου, το άρθρο 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 18 του παραρτήματος αυτού, εισάγει διαφορετική μεταχείριση στηριζόμενη εμμέσως στην ηλικία του υπαλλήλου, διευκρινιζομένου ότι το γεγονός ότι υπάλληλοι μπορούν, δυνάμει του άρθρου 52 του ΚΥΚ, να συνταξιοδοτηθούν και να λάβουν σύνταξη γήρατος με διαφορά ηλικίας 12 ετών στις πλέον ακραίες περιπτώσεις δεν αρκεί για να μη γίνει δεκτό ότι η διαφορετική αυτή μεταχείριση στηρίζεται σαφώς στην ηλικία (πρβλ. απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, Comune di Gesturi, C‑670/18, EU:C:2020:272, σκέψεις 26 έως 28).

176

Τρίτον, πρέπει να γίνει παραπομπή στις σκέψεις 148 έως 154 της παρούσας αποφάσεως και, για τους ίδιους λόγους, να συναχθεί το συμπέρασμα, χωρίς να απαιτείται να εξετασθεί ο σκοπός της διασφαλίσεως των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, τον οποίο προέβαλε η Επιτροπή με το υπόμνημά της ανταπαντήσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ότι η διαφορετική μεταχείριση η οποία στηρίζεται εμμέσως στην ηλικία και την οποία εισήγαγε το άρθρο 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ είναι σύμφωνη με την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 21, παράγραφος 1, του Χάρτη και υπενθυμίζεται στο άρθρο 1δ του ΚΥΚ.

177

Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το δεύτερο σκέλος του μόνου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται έλλειψη νομιμότητας του άρθρου 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ έναντι της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας.

178

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, πρέπει να απορριφθεί ο μόνος λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ και, ως εκ τούτου, η προσφυγή της BT στην υπόθεση T‑315/19.

Επί της προσφυγής στην υπόθεση T‑442/17 RENV

179

Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο πρέπει να αποφαίνεται οριστικώς επί της προσφυγής μόνον εντός των ορίων της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί (απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2021, Συμβούλιο κατά Hamas, C‑833/19 P, EU:C:2021:950, σκέψη 78 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

180

Προς στήριξη της ασκηθείσας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγής της στην υπόθεση T‑442/17 RENV, η RN προέβαλε τρεις λόγους ακυρώσεως. Δεδομένου ότι ο πρώτος και ο τρίτος λόγος απορρίφθηκαν από το Γενικό Δικαστήριο με την τρίτη αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και δεδομένου ότι η RN δεν αμφισβήτησε, στο πλαίσιο ανταναιρέσεως, το βάσιμο των τμημάτων της εν λόγω αποφάσεως που αφορούν τους δύο αυτούς λόγους, η αναίρεση της συγκεκριμένης αποφάσεως στην οποία προέβη το Δικαστήριο δεν τη θέτει εν αμφιβόλω κατά το μέρος που το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τους ως άνω λόγους. Πράγματι, η RN θα μπορούσε να ασκήσει ανταναίρεση, αμφισβητώντας την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου απόρριψη του πρώτου και του τρίτου λόγου ακυρώσεως, δεδομένου ότι το άρθρο 178, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας ορίζει ότι τα αιτήματα της ανταναιρέσεως έχουν ως αντικείμενο την ολική ή μερική αναίρεση της αποφάσεως ή διατάξεως του Γενικού Δικαστηρίου, χωρίς να περιορίζει το περιεχόμενο των αιτημάτων αυτών στην απόφαση ή διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου όπως αυτή περιλαμβάνεται στο διατακτικό της, αντιθέτως προς το άρθρο 169, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο αφορά τα αιτήματα της αιτήσεως αναιρέσεως. Ελλείψει τέτοιας ανταναιρέσεως, η τρίτη αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση περιβάλλεται, επομένως, ισχύ δεδικασμένου όσον αφορά την απόρριψη του πρώτου και του τρίτου λόγου ακυρώσεως (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2021, Συμβούλιο κατά Hamas, C‑833/19 P, EU:C:2021:950, σκέψεις 81 και 82 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

181

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο πρέπει μόνο να αποφανθεί, στο πλαίσιο της προσφυγής στην υπόθεση T‑442/17 RENV, επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως που προέβαλε η RN ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Συναφώς, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή αμφισβήτησε, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το παραδεκτό του υπό κρίση λόγου. Πρέπει, ωστόσο, να απορριφθεί η ένσταση αυτή απαραδέκτου, για τους ίδιους λόγους με εκείνους τους οποίους επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 62 και 63 της τρίτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και οι οποίοι, άλλωστε, δεν αμφισβητήθηκαν από την Επιτροπή με την αίτηση αναιρέσεως.

182

Λαμβανομένων υπόψη των ως άνω προκαταρκτικών εκτιμήσεων, επισημαίνεται ότι, με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η RN υποστηρίζει ότι το άρθρο 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 18 του παραρτήματος αυτού, στερείται νομιμότητας καθόσον παραβιάζει τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας, οι οποίες κατοχυρώνονται αντιστοίχως στα άρθρα 20 και 21, παράγραφος 1, του Χάρτη και υπενθυμίζονται στο άρθρο 1δ του ΚΥΚ, καθώς και στην αρχή της αναλογικότητας.

183

Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Κοινοβούλιο, αμφισβητεί τα ανωτέρω επιχειρήματα.

184

Συναφώς, πρέπει να γίνει παραπομπή στις σκέψεις 171 έως 176 της παρούσας αποφάσεως και να απορριφθεί, για τους ίδιους λόγους, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως και, ως εκ τούτου, η προσφυγή της RN στην υπόθεση T‑442/17 RENV.

Επί των δικαστικών εξόδων

185

Κατά το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως γίνεται δεκτή και το Δικαστήριο κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων.

186

Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

187

Δεδομένου ότι η VW ηττήθηκε, καθόσον οι αιτήσεις αναιρέσεως έγιναν δεκτές, η δε Επιτροπή και το Συμβούλιο, αντιστοίχως, ζήτησαν την καταδίκη της στα δικαστικά έξοδα, η VW πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδά της, καθώς και στα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν τα δύο αυτά θεσμικά όργανα τόσο πρωτοδίκως στην υπόθεση T‑243/18 όσο και στο πλαίσιο των αιτήσεων αναιρέσεως στις υποθέσεις C‑116/21 P και C‑139/21 P.

188

Δεδομένου ότι η BT ηττήθηκε, καθόσον οι αιτήσεις αναιρέσεως έγιναν δεκτές, η δε Επιτροπή και το Συμβούλιο, αντιστοίχως, ζήτησαν την καταδίκη της στα δικαστικά έξοδα, η BT πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδά της, καθώς και στα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν τα δύο αυτά θεσμικά όργανα τόσο πρωτοδίκως στην υπόθεση T‑315/19 όσο και στο πλαίσιο των αιτήσεων αναιρέσεως στις υποθέσεις C‑117/21 P και C‑138/21 P.

189

Δεδομένου ότι η RN ηττήθηκε, καθόσον η αίτηση αναιρέσεως έγινε δεκτή, η δε Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη της στα δικαστικά έξοδα, η RN πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδά της, καθώς και στα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή τόσο πρωτοδίκως στις υποθέσεις F‑104/15 και T‑442/17 RENV όσο και στο πλαίσιο των αιτήσεων αναιρέσεως στην υπόθεση C‑118/21 P. Αντιθέτως, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν ζήτησε την καταδίκη της RN στα δικαστικά έξοδα στην υπόθεση T‑695/16 P, κάθε διάδικος πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά του στην εν λόγω υπόθεση.

190

Το άρθρο 184, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου προβλέπει ότι, όταν η αναίρεση δεν ασκήθηκε από παρεμβαίνοντα πρωτοδίκως, ο παρεμβαίνων πρωτοδίκως μπορεί να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα της αναιρετικής διαδικασίας μόνον αν έλαβε μέρος στην ενώπιον του Δικαστηρίου έγγραφη ή προφορική διαδικασία. Όταν ο εν λόγω διάδικος μετέχει στη δίκη, το Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι αυτός φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

191

Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, το Κοινοβούλιο και η AIACE Internationale, παρεμβαίνοντες πρωτοδίκως, οι οποίοι έλαβαν μέρος στην ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία, φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους στο σύνολο των υποθέσεων στις οποίες παρενέβησαν αντιστοίχως πρωτοδίκως και στο πλαίσιο των αιτήσεων αναιρέσεως, περιλαμβανομένων, όσον αφορά το Κοινοβούλιο, των υποθέσεων F‑104/15 και T‑695/16 P.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Αναιρεί τις αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 16ης Δεκεμβρίου 2020, VW κατά Επιτροπής (T‑243/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:619), BT κατά Επιτροπής (T‑315/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:622), και RN κατά Επιτροπής (T‑442/17 RENV, EU:T:2020:618).

2)

Απορρίπτει την προσφυγή της VW στην υπόθεση T‑243/18, την προσφυγή της BT στην υπόθεση T‑315/19 και την προσφυγή της RN στην υπόθεση T‑442/17 RENV.

3)

Η VW φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων της, τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης τόσο στην υπόθεση T‑243/18 όσο και στις υποθέσεις C‑116/21 P και C‑139/21 P.

4)

Η BT φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων της, τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης τόσο στην υπόθεση T‑315/19 όσο και στις υποθέσεις C‑117/21 P και C‑138/21 P.

5)

Η RN φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων της, τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τόσο στις υποθέσεις F‑104/15 και T‑442/17 RENV όσο και στην υπόθεση C‑118/21 P.

6)

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η RN φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους στην υπόθεση T‑695/16 P.

7)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και η Association internationale des anciens de l’Union européenne (AIACE Internationale) φέρουν τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν στο πλαίσιο του συνόλου των υποθέσεων στις οποίες παρενέβησαν αντιστοίχως κατά την πρωτόδικη και την αναιρετική διαδικασία, περιλαμβανομένων, όσον αφορά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, των εξόδων στο πλαίσιο των υποθέσεων F‑104/15 και T‑695/16 P.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.