ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 12ης Ιανουαρίου 2023 ( *1 )

«Αίτηση αναιρέσεως – Ανταγωνισμός – Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης – Αγορά σιδηροδρομικών εμπορευματικών μεταφορών – Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ – Πρόσβαση τρίτων επιχειρήσεων στις υποδομές που διαχειρίζεται η εθνική εταιρία σιδηροδρόμων της Λιθουανίας – Αποξήλωση τμήματος σιδηροδρομικής γραμμής – Έννοια της “κατάχρησης” – Πραγματικός ή πιθανός εξοβελισμός ανταγωνιστή – Άσκηση πλήρους δικαιοδοσίας από το Γενικό Δικαστήριο – Μείωση του προστίμου»

Στην υπόθεση C‑42/21 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 27 Ιανουαρίου 2021,

Lietuvos geležinkeliai AB, με έδρα το Βίλνιους (Λιθουανία), εκπροσωπούμενη από τους K. Apel, W. Deselaers και P. Kirst, Rechtsanwälte,

αναιρεσείουσα,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι:

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την A. Cleenewerck de Crayencour και τους A. Dawes, H. Leupold και G. Meessen,

καθής πρωτοδίκως,

Orlen Lietuva AB, με έδρα το Mažeikiai (Λιθουανία), εκπροσωπούμενη από τους C. Conte, avvocato, και C. Thomas, avocat,

παρεμβαίνουσα πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους K Jürimäe (εισηγήτρια), πρόεδρο τμήματος, M. Safjan, N. Piçarra, N. Jääskinen και M. Gavalec, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Α. Ράντος

γραμματέας: M. Longar, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 27ης Απριλίου 2022,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 7ης Ιουλίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, η Lietuvos geležinkeliai AB (στο εξής: LG) ζητεί την αναίρεση της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 18ης Νοεμβρίου 2020, Lietuvos geležinkeliai κατά Επιτροπής (T‑814/17, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2020:545), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο, αφενός, απέρριψε την προσφυγή της κατά το μέρος με το οποίο ζητούσε την ακύρωση της απόφασης C(2017) 6544 τελικό της Επιτροπής, της 2ας Οκτωβρίου 2017, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 102 ΣΛΕΕ (υπόθεση AT.39813 – Baltic Rail) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), αφετέρου, καθόρισε το πρόστιμο που επιβλήθηκε στην LG με την ως άνω απόφαση στο ποσό των 20068650 ευρώ.

Το νομικό πλαίσιο

Ο κανονισμός (ΕΚ) 1/2003

2

Κατά το άρθρο 23, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, και παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101] και [102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1):

«2.   Η Επιτροπή δύναται με απόφασή της να επιβάλει σε επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων πρόστιμα, σε περίπτωση που αυτές, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας:

α)

διαπράττουν παράβαση των διατάξεων του άρθρου [101] ή [102 ΣΛΕΕ]

[…]

3.   Ο καθορισμός του ύψους του προστίμου γίνεται με βάση τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παράβασης.»

3

Το άρθρο 31 του κανονισμού αυτού ορίζει τα εξής:

«Το Δικαστήριο διαθέτει πλήρη δικαιοδοσία για τον έλεγχο των αποφάσεων με τις οποίες η Επιτροπή επιβάλλει πρόστιμο ή χρηματική ποινή. Το Δικαστήριο δύναται να καταργεί, να μειώνει ή να επαυξάνει τα πρόστιμα ή τις χρηματικές ποινές που έχουν επιβληθεί.»

Η οδηγία 2001/14/ΕΚ

4

Η αιτιολογική σκέψη 5 της οδηγίας 2001/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2001, σχετικά με την κατανομή της χωρητικότητας των σιδηροδρομικών υποδομών και τις χρεώσεις για τη χρήση σιδηροδρομικής υποδομής καθώς και με την πιστοποίηση ασφαλείας (ΕΕ 2001, L 75, σ. 29), αναφέρει τα ακόλουθα:

«Για να εξασφαλιστεί διαφάνεια και πρόσβαση χωρίς διακρίσεις στη σιδηροδρομική υποδομή για όλες τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις, όλες οι αναγκαίες πληροφορίες που απαιτούνται για τη χρησιμοποίηση των δικαιωμάτων πρόσβασης πρέπει να δημοσιεύονται σε μια δήλωση δικτύου.»

5

Το άρθρο 5 παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής προβλέπει τα εξής:

«Οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις έχουν, χωρίς διακρίσεις, δικαίωμα πρόσβασης στην ελάχιστη δέσμη πρόσβασης και τροχαία πρόσβαση σε εγκαταστάσεις υπηρεσιών, που περιγράφονται στο παράρτημα ΙΙ. Οι υπηρεσίες που περιγράφονται στο παράρτημα ΙΙ, σημείο 2 παρέχονται χωρίς διακρίσεις, ενώ οι αιτήσεις των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων μπορούν να απορρίπτονται μόνον εφόσον υφίστανται βιώσιμες εναλλακτικές επιλογές υπό τους όρους της αγοράς. Εάν οι υπηρεσίες δεν παρέχονται από ένα διαχειριστή υποδομής, ο πάροχος της “κύριας υποδομής” καταβάλλει κάθε εύλογη προσπάθεια για να διευκολύνει την παροχή των υπηρεσιών αυτών.»

6

Το άρθρο 29, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας ορίζει:

«Στην περίπτωση διαταραχής της σιδηροδρομικής κίνησης λόγω τεχνικής βλάβης ή ατυχήματος, ο διαχειριστής υποδομής λαμβάνει όλα τα μέτρα που απαιτούνται για την αποκατάσταση της ομαλότητας. Προς τούτο, ο διαχειριστής υποδομής καταστρώνει σχέδιο έκτακτης ανάγκης όπου απαριθμούνται οι διάφοροι δημόσιοι φορείς που θα πρέπει να ενημερωθούν στην περίπτωση σοβαρών συμβάντων ή σοβαρής διαταραχής της σιδηροδρομικής κίνησης.»

Το ιστορικό της διαφοράς και η προσβαλλόμενη απόφαση

7

Το ιστορικό της διαφοράς και το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης εκτίθενται στις σκέψεις 1 έως 48 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Για τις ανάγκες της παρούσας αναιρετικής διαδικασίας, μπορούν να συνοψιστούν ως εξής.

Τα πραγματικά περιστατικά

8

Η LG είναι η εθνική εταιρία σιδηροδρόμων της Λιθουανίας, η οποία εδρεύει στο Βίλνιους (Λιθουανία). Η LG είναι δημόσια επιχείρηση, μοναδικός μέτοχος της οποίας είναι το Λιθουανικό Δημόσιο. Ως καθετοποιημένη επιχείρηση, η LG είναι συγχρόνως διαχειρίστρια των σιδηροδρομικών υποδομών, οι οποίες παραμένουν πάντως στην κυριότητα του Λιθουανικού Δημοσίου, και πάροχος υπηρεσιών σιδηροδρομικών μεταφορών, τόσο εμπορευματικών όσο και επιβατικών, στη Λιθουανία.

9

Η Orlen Lietuva AB (στο εξής: Orlen) είναι επιχείρηση με έδρα το Juodeikiai, στην περιφέρεια Mažeikiai (Λιθουανία), η οποία ειδικεύεται στη διύλιση αργού πετρελαίου και στη διανομή διυλισμένων προϊόντων πετρελαίου. Η Orlen είναι 100 % θυγατρική της πολωνικής επιχείρησης PKN Orlen SA.

10

Στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της, η Orlen εκμεταλλεύεται διάφορες εγκαταστάσεις στη Λιθουανία, μεταξύ των οποίων ένα σημαντικό διυλιστήριο (στο εξής: διυλιστήριο), το οποίο βρίσκεται στο Bugeniai, στην περιφέρεια Mažeikiai, στο βορειοδυτικό τμήμα της Λιθουανίας, πλησίον των συνόρων με τη Λεττονία. Κατά τα τέλη της δεκαετίας του 2000, το 90 % των παραγόμενων στο διυλιστήριο αυτό διυλισμένων προϊόντων πετρελαίου μεταφερόταν σιδηροδρομικώς, με αποτέλεσμα η Orlen να αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους πελάτες της LG.

11

Κατά την περίοδο εκείνη, η Orlen παρήγε στο διυλιστήριο περί τους 8 εκατομμύρια τόνους διυλισμένων προϊόντων πετρελαίου ανά έτος. Τα τρία τέταρτα της παραγωγής αυτής προορίζονταν για εξαγωγή, κυρίως διά της θαλάσσιας οδού. Για τον σκοπό αυτό, 4,5 έως 5,5 εκατομμύρια τόνοι διυλισμένων προϊόντων πετρελαίου μεταφέρονταν σιδηροδρομικώς μέσω της Λιθουανίας προς τον θαλάσσιο τερματικό σταθμό της Klaipėda (Λιθουανία).

12

Το υπόλοιπο της εξαγόμενης παραγωγής, ήτοι περίπου 1 έως 1,5 εκατομμύριο τόνοι, μεταφερόταν, επίσης σιδηροδρομικώς, προς τη Λεττονία ή μέσω Λεττονίας και προοριζόταν κυρίως για κατανάλωση στις εσωτερικές αγορές της Λεττονίας και της Εσθονίας. Περίπου το 60 % της παραγωγής αυτής που μεταφερόταν σιδηροδρομικώς προς τη Λεττονία ή μέσω Λεττονίας χρησιμοποιούσε τη σιδηροδρομική γραμμή «Bugeniai-Mažeikiai-Rengė», δηλαδή διαδρομή που συνέδεε το διυλιστήριο, κείμενο πλησίον του σιδηροδρομικού κόμβου του Mažeikiai, με την πόλη Rengė στη Λεττονία, εκ της οποίας 34 χιλιόμετρα βρίσκονταν στο λιθουανικό έδαφος (στο εξής: σύντομη διαδρομή προς τη Λεττονία). Το υπόλοιπο της παραγωγής αυτής που μεταφερόταν σιδηροδρομικώς προς τη Λεττονία ή μέσω Λεττονίας χρησιμοποιούσε τη σιδηροδρομική γραμμή «Bugeniai-Kužiai-Joniškis-Meitene», δηλαδή μια μακρύτερη διαδρομή, εκ της οποίας 152 χιλιόμετρα βρίσκονταν στο λιθουανικό έδαφος.

13

Για τη μεταφορά των προϊόντων της προς τη Λεττονία μέσω της σύντομης διαδρομής, η Orlen χρησιμοποιούσε τις υπηρεσίες της LG στο λιθουανικό τμήμα της διαδρομής, δηλαδή από το διυλιστήριο έως τα λεττονικά σύνορα. Κατά την περίοδο εκείνη, η LG είχε συνάψει σύμβαση υπεργολαβίας με τη Latvijas dzelzceļš, την εθνική εταιρία σιδηροδρόμων της Λεττονίας (στο εξής: LDZ), για τη μεταφορά στο εν λόγω λιθουανικό τμήμα της διαδρομής. Δεδομένου ότι δεν διέθετε τις απαραίτητες κανονιστικές άδειες για να ασκεί τις δραστηριότητές της κατά τρόπο ανεξάρτητο εντός της Λιθουανίας, η LDZ λειτουργούσε ως υπεργολάβος της LG. Μετά τη διέλευση των λιθουανικών συνόρων, η LDZ εξακολουθούσε τη μεταφορά των προϊόντων της Orlen στο λεττονικό έδαφος.

14

Οι εμπορικές σχέσεις μεταξύ της Orlen και της LG, όσον αφορά τις υπηρεσίες μεταφοράς που παρείχε η τελευταία επί του λιθουανικού σιδηροδρομικού δικτύου, περιλαμβανομένων και των υπηρεσιών μεταφοράς μέσω της σύντομης διαδρομής προς τη Λεττονία, διέπονταν από συμφωνία που είχε υπογραφεί το 1999 (στο εξής: συμφωνία του 1999).

15

Πέραν του καθορισμού του πλαισίου των τιμών που θα χρέωνε η LG για τις υπηρεσίες μεταφοράς, η συμφωνία του 1999 περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, ειδική δέσμευση εκ μέρους της LG ότι θα μετέφερε τα φορτία της Orlen μέσω της σύντομης διαδρομής προς τη Λεττονία καθ’ όλη τη διάρκεια ισχύος της συμφωνίας, ήτοι μέχρι το έτος 2024.

16

Στις αρχές του έτους 2008 ανέκυψε εμπορική διαφορά μεταξύ της LG και της Orlen σε σχέση με τις τιμές που κατέβαλλε η τελευταία για τη μεταφορά των πετρελαϊκών προϊόντων της.

17

Εξαιτίας αυτής της εμπορικής διαφοράς, η Orlen εξέτασε το ενδεχόμενο να συμβληθεί απευθείας με την LDZ για τις υπηρεσίες σιδηροδρομικής μεταφοράς των φορτίων της μέσω της σύντομης διαδρομής προς τη Λεττονία, καθώς και να μεταφέρει τις διά θαλάσσης εξαγωγικές της δραστηριότητες από την Klaipėda της Λιθουανίας στους θαλάσσιους τερματικούς σταθμούς της Ρίγας και του Ventspils στη Λεττονία.

18

Στις 12 Ιουνίου 2008 πραγματοποιήθηκε συνάντηση μεταξύ της LG και της Orlen, κατά τη διάρκεια της οποίας μνημονεύθηκε το εν λόγω σχέδιο αναδιοργάνωσης των εξαγωγικών δραστηριοτήτων της Orlen. Επιπλέον, επειδή η Orlen είχε αποφασίσει μονομερώς, από την άνοιξη του 2008, να καταβάλλει τιμή χαμηλότερη από εκείνη που ζητούσε η LG και να παρακρατεί τη διαφορά, η LG κίνησε στις 17 Ιουλίου 2008 διαιτητική διαδικασία κατά της Orlen.

19

Στις 28 Ιουλίου 2008 η LG ενημέρωσε την Orlen ότι καταγγέλλει τη συμφωνία του 1999 από 1ης Σεπτεμβρίου 2008.

20

Στις 2 Σεπτεμβρίου 2008, κατόπιν εντοπισμού μιας παραμόρφωσης της σιδηροδρομικής γραμμής σε μήκος μερικών δεκάδων μέτρων (στο εξής: παραμόρφωση), η LG, επικαλούμενη κυρίως λόγους ασφαλείας, ανέστειλε την κυκλοφορία σε τμήμα της σύντομης διαδρομής προς τη Λεττονία, το οποίο είχε μήκος 19 χιλιομέτρων και βρισκόταν μεταξύ του Mažeikiai και των συνόρων με τη Λεττονία (στο εξής: σιδηροδρομική γραμμή).

21

Στις 3 Σεπτεμβρίου 2008 η LG όρισε επιτροπή ελέγχου αποτελούμενη από στελέχη της τοπικής θυγατρικής της με σκοπό να διερευνήσει τις αιτίες της παραμόρφωσης. Στις 5 Σεπτεμβρίου 2008 η επιτροπή ελέγχου υπέβαλε έκθεση έρευνας και τεχνική έκθεση. Σύμφωνα με την ως άνω έκθεση έρευνας, η παραμόρφωση προκλήθηκε από τη φυσική φθορά πολλών στοιχείων της σιδηροδρομικής επιδομής. Από την εν λόγω έκθεση έρευνας προκύπτει επίσης ότι η κυκλοφορία έπρεπε να ανασταλεί «μέχρις ότου ολοκληρωθούν όλες οι εργασίες αποκατάστασης και επισκευής». Οι παρατηρήσεις που περιέχονται στην ίδια έκθεση έρευνας επιβεβαιώθηκαν από τις παρατηρήσεις της τεχνικής έκθεσης.

22

Στις 29 Σεπτεμβρίου 2008 η LDZ υπέβαλε στην Orlen προσφορά για τη μεταφορά των πετρελαϊκών προϊόντων της, κατόπιν συναντήσεως που πραγματοποιήθηκε στις 22 Σεπτεμβρίου 2008. Κατά την Orlen, η προσφορά αυτή ήταν «συγκεκριμένη και ελκυστική».

23

Από τις 3 Οκτωβρίου 2008 η LG άρχισε την πλήρη αποξήλωση της σιδηροδρομικής γραμμής. Στα τέλη Οκτωβρίου 2008 η σιδηροδρομική γραμμή είχε αποξηλωθεί εξ ολοκλήρου.

24

Στις 17 Οκτωβρίου 2008 η Orlen απέστειλε στην LDZ έγγραφο με το οποίο επιβεβαίωνε την πρόθεσή της για τη μεταφορά περίπου 4,5 εκατομμυρίων τόνων προϊόντων πετρελαίου από το διυλιστήριο προς τους λεττονικούς θαλάσσιους τερματικούς σταθμούς, εν συνεχεία δε, στις 20 Φεβρουαρίου 2009, έλαβε χώρα συνάντηση, ενώ προχωρημένες συζητήσεις διεξήχθησαν την άνοιξη του 2009.

25

Εν τω μεταξύ, τον Ιανουάριο του 2009 συνήφθη μεταξύ της LG και της Orlen νέα γενική συμφωνία μεταφοράς για χρονική περίοδο δεκαπέντε ετών, ήτοι έως την 1η Ιανουαρίου 2024. Η συμφωνία αυτή αντικατέστησε μια ενδιάμεση συμφωνία η οποία είχε υπογραφεί την 1η Οκτωβρίου 2008.

26

Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ της Orlen και της LDZ συνεχίστηκαν έως τα τέλη Ιουνίου 2009, οπότε η LDZ υπέβαλε αίτηση προκειμένου να της χορηγηθεί άδεια λειτουργίας στο λιθουανικό τμήμα της σύντομης διαδρομής προς τη Λεττονία.

27

Στις 10 Νοεμβρίου 2009 το διαιτητικό δικαστήριο έκρινε ότι η μονομερής καταγγελία της συμφωνίας του 1999 από την LG ήταν παράνομη και ότι η συμφωνία αυτή έπρεπε να θεωρηθεί ως ισχύσασα μέχρι την 1η Οκτωβρίου 2008.

28

Κατά την Orlen, οι συζητήσεις με την LDZ διακόπηκαν στα μέσα του 2010, όταν η ίδια εκτίμησε τελικώς ότι η LG δεν είχε την πρόθεση να επισκευάσει σύντομα τη σιδηροδρομική γραμμή. Η LDZ ανακάλεσε τότε την αίτησή της για χορήγηση άδειας λειτουργίας στο λιθουανικό τμήμα της σύντομης διαδρομής προς τη Λεττονία.

Η διοικητική διαδικασία

29

Στις 14 Ιουλίου 2010 η Orlen υπέβαλε στην Επιτροπή επίσημη καταγγελία δυνάμει του άρθρου 7 του κανονισμού 1/2003.

30

Από τις 8 έως τις 10 Μαρτίου 2011 η Επιτροπή, επικουρούμενη από τις εθνικές αρχές ανταγωνισμού της Δημοκρατίας της Λεττονίας και της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, διενήργησε ελέγχους, δυνάμει του άρθρου 20 του κανονισμού 1/2003, στις εγκαταστάσεις της LG στο Βίλνιους και στις εγκαταστάσεις της LDZ στη Ρίγα.

31

Στις 6 Μαρτίου 2013 η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει κατά της LG διαδικασία βάσει του άρθρου 102 ΣΛΕΕ.

32

Η Επιτροπή, αφού προηγουμένως κοινοποίησε στην LG ανακοίνωση αιτιάσεων και στη συνέχεια έκθεση πραγματικών περιστατικών, επί των οποίων τα μέρη υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους, εξέδωσε, στις 2 Οκτωβρίου 2017, την προσβαλλόμενη απόφαση.

Η προσβαλλόμενη απόφαση

Προσδιορισμός των σχετικών αγορών και δεσπόζουσα θέση της LG σε αυτές

33

Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή προσδιορίζει δύο αγορές τις οποίες αφορά η κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης που προσάπτεται στην LG, ήτοι, αφενός, την αγορά προηγούμενης οικονομικής βαθμίδας της διαχείρισης των σιδηροδρομικών υποδομών και, αφετέρου, την αγορά επόμενης οικονομικής βαθμίδας της παροχής υπηρεσιών σιδηροδρομικής μεταφοράς πετρελαϊκών προϊόντων.

34

Ως σχετική γεωγραφική αγορά για τη διαχείριση των σιδηροδρομικών υποδομών θεωρείται η λιθουανική εθνική αγορά. Όσον αφορά τη σχετική γεωγραφική αγορά για τη σιδηροδρομική μεταφορά πετρελαϊκών προϊόντων, η Επιτροπή έκρινε, με βάση την προσέγγιση «σημείο αφετηρίας – σημείο προορισμού» που αποκαλείται κοινώς «προσέγγιση Α & Π», ότι επρόκειτο για την αγορά των σιδηροδρομικών εμπορευματικών μεταφορών με αφετηρία το διυλιστήριο και προορισμό τους τρεις θαλάσσιους τερματικούς σταθμούς της Klaipėda, της Ρίγας και του Ventspils.

35

Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, κατ’ εφαρμογήν της εθνικής νομοθεσίας, η LG κατείχε νόμιμο μονοπώλιο στην αγορά προηγούμενης οικονομικής βαθμίδας της διαχείρισης των σιδηροδρομικών υποδομών στη Λιθουανία. Κατά τη νομοθεσία αυτή, οι δημόσιες σιδηροδρομικές υποδομές ανήκαν στο Λιθουανικό Δημόσιο και η διαχείρισή τους είχε ανατεθεί στην LG.

36

Η Επιτροπή διαπίστωσε επίσης ότι, με εξαίρεση ορισμένες απειροελάχιστες ποσότητες που μεταφέρονταν από την LDZ, η LG ήταν η μοναδική επιχείρηση που δραστηριοποιούνταν στην αγορά επόμενης οικονομικής βαθμίδας, η οποία αφορούσε την παροχή υπηρεσιών σιδηροδρομικής μεταφοράς πετρελαϊκών προϊόντων, γεγονός που, ως εκ τούτου, της παρείχε δεσπόζουσα θέση στην αγορά αυτή.

Η καταχρηστική συμπεριφορά

37

Η Επιτροπή έκρινε ότι η LG είχε προβεί σε κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης που κατείχε ως διαχειρίστρια των σιδηροδρομικών υποδομών στη Λιθουανία, καθόσον κατήργησε τη σιδηροδρομική γραμμή, γεγονός που μπορούσε να παραγάγει αντίθετα προς τον ανταγωνισμό αποτελέσματα, ήτοι τον εξοβελισμό του ανταγωνισμού στην αγορά παροχής υπηρεσιών σιδηροδρομικής μεταφοράς πετρελαϊκών προϊόντων μεταξύ του διυλιστηρίου και των γειτονικών θαλάσσιων τερματικών σταθμών, εγείροντας εμπόδια για την είσοδο στην αγορά χωρίς να υφίσταται αντικειμενικός λόγος.

38

Ειδικότερα, η Επιτροπή έκρινε, στις αιτιολογικές σκέψεις 182 έως 201 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι, καταργώντας εξ ολοκλήρου τη σιδηροδρομική γραμμή, η LG είχε χρησιμοποιήσει μεθόδους διαφορετικές από εκείνες που διέπουν τον κανονικό ανταγωνισμό.

39

Συναφώς, η Επιτροπή επισήμανε, πρώτον, ότι η LG γνώριζε το σχέδιο της Orlen να στραφεί προς τους θαλάσσιους τερματικούς σταθμούς της Λεττονίας χρησιμοποιώντας τις υπηρεσίες της LDZ, δεύτερον, ότι η LG είχε σπεύσει να καταργήσει τη γραμμή χωρίς να εξασφαλίσει την αναγκαία χρηματοδότηση και χωρίς να λάβει κανένα από τα συνήθη προπαρασκευαστικά μέτρα για την ανακατασκευή της, τρίτον, ότι η κατάργηση της σιδηροδρομικής γραμμής ήταν αντίθετη προς τις συνήθεις πρακτικές του τομέα, τέταρτον, ότι η LG είχε επίγνωση του κινδύνου απώλειας όλων των δραστηριοτήτων μεταφοράς των προϊόντων της Orlen σε περίπτωση ανακατασκευής της σιδηροδρομικής γραμμής και, πέμπτον, ότι η LG είχε καταβάλει προσπάθειες προκειμένου να πείσει τη Λιθουανική Κυβέρνηση να μην ανακατασκευάσει τη σιδηροδρομική γραμμή.

40

Η Επιτροπή παρατήρησε ότι η σιδηροδρομική γραμμή παρείχε τη δυνατότητα να χρησιμοποιηθεί η συντομότερη και λιγότερο δαπανηρή διαδρομή για τη σύνδεση του διυλιστηρίου με λεττονικό θαλάσσιο τερματικό σταθμό. Κατά την Επιτροπή, η διαδρομή αυτή, λόγω της εγγύτητάς της με τη Λεττονία και με την υλικοτεχνική βάση της LDZ παρείχε, επίσης, στην LDZ πολύ ευνοϊκή δυνατότητα εισόδου στη λιθουανική αγορά.

41

Όσον αφορά τα αντίθετα προς τον ανταγωνισμό αποτελέσματα της συμπεριφοράς της LG, η Επιτροπή έκρινε, κατόπιν ανάλυσης την οποία πραγματοποίησε στις αιτιολογικές σκέψεις 202 έως 324 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι η κατάργηση της σιδηροδρομικής γραμμής ήταν ικανή να εμποδίσει την LDZ να εισέλθει στη λιθουανική αγορά σιδηροδρομικών εμπορευματικών μεταφορών ή, τουλάχιστον, είχε καταστήσει πολύ δυσχερέστερη την είσοδό της στην αγορά αυτή, τούτο δε ενώ, κατά την άποψη της Επιτροπής, πριν από την κατάργηση της σιδηροδρομικής γραμμής η LDZ διέθετε αξιόπιστη δυνατότητα να μεταφέρει τα πετρελαϊκά προϊόντα της Orlen που προορίζονταν για εξαγωγή διά θαλάσσης από το διυλιστήριο προς τους λεττονικούς θαλάσσιους τερματικούς σταθμούς, μέσω της σύντομης διαδρομής προς τη Λεττονία.

42

Κατά την Επιτροπή, με την κατάργηση της σιδηροδρομικής γραμμής, οποιαδήποτε σιδηροδρομική μεταφορά από το διυλιστήριο προς λεττονικό θαλάσσιο τερματικό σταθμό έπρεπε να ακολουθήσει μια πολύ μακρύτερη διαδρομή στο λιθουανικό έδαφος. Ειδικότερα, η Επιτροπή έκρινε ότι, μετά την κατάργηση της σιδηροδρομικής γραμμής, η μοναδική επιλογή της LDZ προκειμένου να ανταγωνιστεί την LG θα ήταν να προσπαθήσει να δραστηριοποιηθεί στη διαδρομή προς την Klaipėda ή στη μακρύτερη διαδρομή προς τη Λεττονία η οποία μνημονεύεται στη σκέψη 12 της παρούσας απόφασης. Ως εκ τούτου, η LDZ θα αναγκαζόταν να ασκήσει τις δραστηριότητές της μακριά από την υλικοτεχνική βάση της στη Λεττονία και θα ήταν εξαρτημένη από τις υπηρεσίες διαχείρισης υποδομών της ανταγωνίστριάς της, δηλαδή της LG. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή έκρινε ότι, βάσει μιας ex ante θεώρησης, η LDZ ήταν εκτεθειμένη σε σημαντικούς εμπορικούς κινδύνους, τους οποίους ήταν λιγότερο πιθανό να αναλάβει.

43

Η Επιτροπή έκρινε επίσης, στις αιτιολογικές σκέψεις 325 έως 357 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι η LG δεν είχε παράσχει καμία αντικειμενική δικαιολογία για την κατάργηση της σιδηροδρομικής γραμμής, καθόσον οι εξηγήσεις τις οποίες έδωσε δεν συμφωνούσαν μεταξύ τους, ενίοτε δε παρουσίαζαν αντιφάσεις και ήταν ελάχιστα πειστικές.

Πρόστιμο και διαταγή

44

Η Επιτροπή, εφαρμόζοντας τις κατευθυντήριες γραμμές για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1/2003 (ΕΕ 2006, C 210, σ. 2), επέβαλε στην LG, λαμβανομένης υπόψη της σοβαρότητας και της διάρκειας της παράβασης, πρόστιμο ύψους 27873000 ευρώ.

45

Η Επιτροπή διέταξε επίσης την LG να παύσει την παράβαση και να υποβάλει, εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της προσβαλλόμενης απόφασης, πρόταση μέτρων για τον σκοπό αυτό.

Διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης

46

Τα άρθρα 1 και 2 της προσβαλλόμενης απόφασης έχουν ως εξής:

«Άρθρο 1

Η [LG] παρέβη το άρθρο 102 ΣΛΕΕ καταργώντας τη σιδηροδρομική γραμμή μεταξύ του Mažeikiai στη Λιθουανία και των λεττονικών συνόρων. Η παράβαση άρχισε στις 3 Οκτωβρίου 2008 και συνεχίζεται κατά την ημερομηνία εκδόσεως της παρούσας αποφάσεως.

Άρθρο 2

Για την παράβαση που περιγράφεται στο άρθρο 1, επιβάλλεται στην [LG] πρόστιμο 27873000 [ευρώ].

[…]»

Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

47

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 14 Δεκεμβρίου 2017, η LG άσκησε προσφυγή με κύριο αίτημα την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης και επικουρικό τη μείωση του ποσού του προστίμου που της επιβλήθηκε με την απόφαση αυτή.

48

Με διάταξη του προέδρου του τρίτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 13ης Ιουλίου 2018, επιτράπηκε στην Orlen να παρέμβει υπέρ της Επιτροπής. Ορισμένα στοιχεία που περιέχονται στα δικόγραφα των κυρίων διαδίκων έτυχαν εμπιστευτικής μεταχείρισης έναντι της Orlen.

49

Προς στήριξη του αιτήματος ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης η LG προέβαλε πέντε λόγους. Οι λόγοι ακυρώσεως στηρίζονταν, κατ’ ουσίαν, ο πρώτος σε προδήλως εσφαλμένη εκτίμηση και πρόδηλη πλάνη περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή του άρθρου 102 ΣΛΕΕ όσον αφορά τον καταχρηστικό χαρακτήρα της συμπεριφοράς της LG, ο δεύτερος σε εσφαλμένη εκτίμηση και πλάνη περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή του άρθρου 102 ΣΛΕΕ όσον αφορά την αξιολόγηση της επίμαχης πρακτικής, ο τρίτος σε παράβαση του άρθρου 296 ΣΛΕΕ και του άρθρου 2 του κανονισμού 1/2003 λόγω ανεπάρκειας αποδεικτικών στοιχείων και έλλειψης αιτιολογίας, ο τέταρτος, αποκλειστικώς κατά το πρώτο σκέλος του, σε πλάνη κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου, και ο πέμπτος σε πλάνη σχετικά με την επιβολή επανορθωτικού μέτρου.

50

Στο πλαίσιο του αιτήματός της περί μειώσεως του ποσού του προστίμου, η LG υποστήριξε, με διάφορες αιτιάσεις και με το δεύτερο σκέλος του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, ότι το ύψος του προστίμου ήταν δυσανάλογο, αμφισβήτησε δε, κατ’ ουσίαν, πρώτον, το ποσοστό της αξίας των πωλήσεων που έλαβε υπόψη της η Επιτροπή ως κριτήριο σοβαρότητας της παράβασης, δεύτερον, τη διάρκεια της παράβασης και, τρίτον, την απόφαση να επιβληθεί, επιπλέον του κυρίου ποσού του προστίμου, και συμπληρωματικό πρόστιμο για αποτρεπτικούς λόγους.

51

Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το σύνολο των λόγων ακυρώσεως και των επιχειρημάτων που προέβαλε η LG προς στήριξη τόσο του αιτήματός της ακυρώσεως της προσβαλλόμενης απόφασης όσο και του αιτήματός της περί μειώσεως του ποσού του προστίμου.

52

Το Γενικό Δικαστήριο, εντούτοις, στο πλαίσιο άσκησης της πλήρους δικαιοδοσίας του, μείωσε το ύψος του προστίμου και το όρισε στα 20068650 ευρώ.

53

Απέρριψε δε την προσφυγή κατά τα λοιπά.

Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

54

Με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, η LG ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, εν όλω ή εν μέρει, κατά το μέρος της με το οποίο απορρίφθηκε η προσφυγή της με αίτημα την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης,

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, εν όλω ή εν μέρει,

επικουρικώς, να ακυρώσει ή να μειώσει περαιτέρω το ποσό του επιβληθέντος στην LG προστίμου, και

να καταδικάσει την Επιτροπή στο σύνολο των δικαστικών εξόδων της παρούσας διαδικασίας καθώς και της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

55

Η Επιτροπή και η Orlen ζητούν από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και

να καταδικάσει την LG στα δικαστικά έξοδα.

Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

56

Προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως, η LG προβάλλει τέσσερις λόγους αναιρέσεως, εκ των οποίων οι τρεις πρώτοι βάλλουν, κατ’ ουσίαν, κατά της εκτίμησης του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά την ύπαρξη κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης και ο τέταρτος αφορά την εκτίμηση του προστίμου που της επιβλήθηκε.

Επί του παραδεκτού ορισμένων επιχειρημάτων

57

Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι οι διάδικοι, πριν αναπτύξουν την επιχειρηματολογία τους, παραθέτουν ορισμένες εκτιμήσεις σχετικά με το πραγματικό πλαίσιο της υπό κρίση υπόθεσης.

58

Έτσι, η LG εκθέτει περιγραφή των πραγματικών περιστατικών που θεωρεί κρίσιμα. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η περιγραφή αυτή είναι παραπλανητική και εσφαλμένη, ενώ η Orlen υποστηρίζει ότι, με την εν λόγω περιγραφή, η LG επιχειρεί να αμφισβητήσει τα πραγματικά περιστατικά που διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο.

59

Εκτός αυτού, η Επιτροπή παραπέμπει, με τις προκαταρκτικές παρατηρήσεις της, σε ένα ανακοινωθέν Τύπου του διευθύνοντος συμβούλου της LG, της 30ής Δεκεμβρίου 2019, του οποίου το παραδεκτό και τη λυσιτέλεια για τις ανάγκες της παρούσας αιτήσεως αναιρέσεως αμφισβητεί η LG.

60

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 256, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και το άρθρο 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αίτηση αναιρέσεως περιορίζεται σε νομικά ζητήματα. Το Γενικό Δικαστήριο είναι αποκλειστικώς αρμόδιο να διαπιστώνει και να εκτιμά τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά καθώς και να εκτιμά τα αποδεικτικά στοιχεία. Επομένως, η εκτίμηση των εν λόγω πραγματικών περιστατικών και αποδεικτικών στοιχείων δεν αποτελεί, υπό την επιφύλαξη της περιπτώσεως παραμορφώσεως του περιεχομένου τους, νομικό ζήτημα υποκείμενο, ως τέτοιο, στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου (απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2020, Prysmian και Prysmian Cavi e Sistemi κατά Επιτροπής, C‑601/18 P, EU:C:2020:751, σκέψη 126 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

61

Επομένως, οι διάφοροι ισχυρισμοί και αμφισβητήσεις για τα πραγματικά περιστατικά πρέπει να κριθούν απαράδεκτοι.

Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

62

Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η LG προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε νομικά σφάλματα με τις σκέψεις 90 έως 99 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, καθόσον κακώς αρνήθηκε να εφαρμόσει τη μέθοδο ελέγχου που καθορίστηκε με τη σκέψη 41 της απόφασης της 26ης Νοεμβρίου 1998, Bronner (C‑7/97, EU:C:1998:569) προκειμένου να διαπιστώσει την ύπαρξη της προβαλλόμενης καταχρηστικής πρακτικής.

63

Η μέθοδος αυτή έχει εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση, στην οποία τίθεται το νομικό ζήτημα αν το άρθρο 102 ΣΛΕΕ επέβαλλε στην LG τη νόμιμη υποχρέωση να επιτρέψει στην LDZ την πρόσβαση στη σιδηροδρομική γραμμή. Όμως, τα σχετικά με την εν λόγω μέθοδο κριτήρια δεν πληρούνται εν προκειμένω.

64

Συγκεκριμένα, κρίνοντας, στις σκέψεις 90 έως 99 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι εν προκειμένω δεν είχε εφαρμογή η συγκεκριμένη μέθοδος, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε τέσσερα νομικά σφάλματα.

65

Πρώτον, αντιθέτως προς όσα επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 90 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ούτε στη νομολογία του Δικαστηρίου ούτε στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα F. G. Jacobs στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 1998, Bronner (C‑7/97, EU:C:1998:569), στις οποίες παραπέμπει το Γενικό Δικαστήριο, υφίσταται κανόνας κατά τον οποίο τα κριτήρια που απορρέουν από την απόφαση αυτή εφαρμόζονται μόνον εφόσον υπάρχει ανάγκη προστασίας του κινήτρου μιας κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχείρησης να επενδύσει στην κατασκευή ουσιωδών εγκαταστάσεων.

66

Δεύτερον, αντιθέτως προς ό,τι έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 91 και 92 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, δεν υφίσταται επίσης κανόνας κατά τον οποίο τα κριτήρια αυτά δεν έχουν εφαρμογή όταν το εφαρμοστέο κανονιστικό πλαίσιο επιβάλλει ήδη υποχρέωση παροχής των επίμαχων υπηρεσιών.

67

Συγκεκριμένα, κατ’ αρχάς, η μη εφαρμογή των κριτηρίων αυτών σε τέτοια περίπτωση έχει ως συνέπεια το εθνικό δίκαιο, ή το παράγωγο δίκαιο της Ένωσης, να καθορίζουν το πεδίο εφαρμογής του πρωτογενούς δικαίου της Ένωσης, ενδεχόμενο μη συμβατό με την υπεροχή του δικαίου της Ένωσης και με την απαίτηση συνεκτικής εφαρμογής του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης. Εν συνεχεία, ο ex post έλεγχος δυνάμει του άρθρου 102 ΣΛΕΕ και η ex ante ρύθμιση του οικείου τομέα επιδιώκουν διαφορετικούς σκοπούς. Το να υπόκεινται οι επιχειρήσεις των ρυθμιζόμενων τομέων σε διαφορετικά νομικά κριτήρια δυνάμει του άρθρου 102 ΣΛΕΕ αντιβαίνει στην αρχή της ασφάλειας δικαίου. Τέλος, στην προκειμένη περίπτωση, κατά τον χρόνο κατάργησης της σιδηροδρομικής γραμμής, η LG δεν υπείχε ουδεμία υποχρέωση να παράσχει στην LDZ πρόσβαση στη σιδηροδρομική γραμμή, δεδομένου ότι η LDZ δεν είχε ζητήσει, ούτε είχε λάβει, άδεια λειτουργίας στη Λιθουανία κατά τον χρόνο κατάργησης της σιδηροδρομικής γραμμής. Το γεγονός αυτό διαφοροποιεί την υπό κρίση υπόθεση από εκείνη επί της οποίας εκδόθηκαν η απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Slovak Telekom κατά Επιτροπής (T 851/14, EU:T:2018:929), και, εν συνεχεία, οι αποφάσεις της 25ης Μαρτίου 2021, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής (C‑152/19 P, EU:C:2021:238), και της 25ης Μαρτίου 2021, Slovak Telekom κατά Επιτροπής (C‑165/19 P, EU:C:2021:239).

68

Με τις τελευταίες αυτές αποφάσεις, το Δικαστήριο διέκρινε μεταξύ της πρόσβασης στην υποδομή και των προϋποθέσεων μιας τέτοιας πρόσβασης. Στην υπό κρίση υπόθεση, η διαπιστωθείσα από το Γενικό Δικαστήριο κατάχρηση αφορά πραγματική άρνηση παροχής πρόσβασης λόγω της κατάργησης της σιδηροδρομικής γραμμής. Η LG διευκρινίζει ότι αυτή η άρνηση πρόσβασης δεν αφορούσε το σύνολο του λιθουανικού σιδηροδρομικού δικτύου, αλλά μόνον τη σιδηροδρομική γραμμή. Η κατάργηση της τελευταίας δεν μπορεί να διαχωριστεί από τις προϋποθέσεις της κατάργησης.

69

Τρίτον, καμία από τις διατάξεις τις οποίες μνημονεύει το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 96 και 97 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης δεν επιβάλλει σε διαχειριστή υποδομής, όπως η LG, «απόλυτη νομική υποχρέωση» παροχής πρόσβασης σε κάθε τμήμα γραμμής του δικτύου του, ιδίως όταν υπάρχουν διαθέσιμες εναλλακτικές διαδρομές. Επίσης, καμία εξ αυτών δεν επιβάλλει «απόλυτη υποχρέωση» αποκατάστασης μιας κατεστραμμένης σιδηροδρομικής γραμμής, μέσω εφαρμογής λύσης την οποία ο διαχειριστής της υποδομής θεωρεί αναποτελεσματική και οικονομικώς μη ορθολογική. Συναφώς, η LG παραπέμπει, ειδικότερα, στο άρθρο 5 της οδηγίας 2001/14, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 5 της οδηγίας αυτής, καθώς και στο άρθρο 29, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας.

70

Τέταρτον, αντιθέτως προς ό,τι έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 91 και 93 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ουδείς κανόνας δικαίου ορίζει ότι τα κριτήρια που συνάγονται από την απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 1998, Bronner (C‑7/97, EU:C:1998:569) δεν έχουν εφαρμογή όταν η δεσπόζουσα θέση απορρέει από κρατικό μονοπώλιο. Κατά τη σκέψη 23 της απόφασης της 27ης Μαρτίου 2012, Post Danmark (C‑209/10, EU:C:2012:172), την οποία μνημονεύει το Γενικό Δικαστήριο, το γεγονός ότι η δεσπόζουσα θέση είναι αποτέλεσμα πρώην νόμιμου μονοπωλίου πρέπει απλώς να λαμβάνεται υπόψη.

71

Εν προκειμένω, το ζήτημα δεν είναι να κριθεί αν η LG ήταν υποχρεωμένη να παράσχει πρόσβαση σε λειτουργικό δίκτυο κατασκευασμένο στο παρελθόν με δημόσια χρηματοδότηση, αλλά το κατά πόσον ήταν υποχρεωμένη, βάσει του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, να επενδύσει τα δικά της κεφάλαια για την επισκευή και την αντικατάσταση μιας κατεστραμμένης υποδομής προκειμένου να καταστήσει λιγότερο δυσχερή και πιο ευνοϊκή την πρόσβαση στην αγορά για συγκεκριμένο ανταγωνιστή επομένης οικονομικής βαθμίδας. Η στάθμιση των συμφερόντων των δύο αυτών εταιριών βρίσκεται στο επίκεντρο της μεθόδου ελέγχου που καθορίστηκε με την απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 1998, Bronner (C‑7/97, EU:C:1998:569).

72

Η Επιτροπή και η Orlen ζητούν την απόρριψη του πρώτου λόγου αναιρέσεως ως αβάσιμου.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

73

Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η LG βάλλει ειδικότερα κατά των σκέψεων 90 έως 99 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, για τον λόγο ότι το Γενικό Δικαστήριο, αρνούμενο να εφαρμόσει στην υπό κρίση υπόθεση τα κριτήρια που καθορίστηκαν στη σκέψη 41 της απόφασης της 26ης Νοεμβρίου 1998, Bronner (C‑7/97, EU:C:1998:569), χρησιμοποίησε εσφαλμένο νομικό κριτήριο προκειμένου να εκτιμήσει την ύπαρξη κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης.

74

Στη σκέψη 99 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη καθόσον παρέλειψε να εκτιμήσει αν η επίμαχη συμπεριφορά, η οποία συνίστατο, όπως προκύπτει από τη σκέψη 84 της απόφασης αυτής, σε αυτή καθεαυτήν την κατάργηση της σιδηροδρομικής γραμμής, πληρούσε τις προϋποθέσεις περί αναγκαιότητας της υπηρεσίας στην οποία δεν είχε παρασχεθεί πρόσβαση και περί εξαλείψεως οποιουδήποτε ανταγωνισμού που τίθενται στη σκέψη 41 της απόφασης της 26ης Νοεμβρίου 1998, Bronner (C‑7/97, EU:C:1998:569), και ότι ήταν αρκετό, υπό την επιφύλαξη τυχόν αντικειμενικής δικαιολογίας, να αποδειχθεί ότι επρόκειτο για συμπεριφορά ικανή να περιορίσει τον ανταγωνισμό και, ιδίως, να αποτελέσει εμπόδιο για την είσοδο στην αγορά.

75

Στις σκέψεις 90 έως 98 της εν λόγω απόφασης το Γενικό Δικαστήριο αιτιολόγησε το συμπέρασμα αυτό υπό το πρίσμα του σκοπού των εξαιρετικών περιστάσεων που εκτίθενται στην απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 1998, Bronner (C‑7/97, EU:C:1998:569), ο οποίος συνίσταται στο να διασφαλιστεί ότι η υποχρέωση που επιβάλλεται σε κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση να παράσχει πρόσβαση στην υποδομή της δεν παρακωλύει εν τέλει τον ανταγωνισμό μειώνοντας, για την επιχείρηση, το αρχικό κίνητρο να κατασκευάσει την υποδομή αυτή και να επενδύσει στις υποδομές. Το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε εξ αυτού, κατ’ ουσίαν, ότι η νομολογία που διαμορφώθηκε με την απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 1998, Bronner (C‑7/97, EU:C:1998:569) δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής όταν, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, το εφαρμοστέο κανονιστικό πλαίσιο επιβάλλει ήδη υποχρέωση εφοδιασμού στην κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση ή όταν η δεσπόζουσα θέση απορρέει από πρώην κρατικό μονοπώλιο, τούτο δε κατά μείζονα λόγο όταν η επίμαχη υποδομή ανήκει στο κράτος και έχει κατασκευαστεί και αναπτυχθεί με δημόσιους πόρους.

76

Προκειμένου να εκτιμηθεί αν οι διαπιστώσεις αυτές ενέχουν νομικό σφάλμα, όπως ισχυρίζεται η LG, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 102 ΣΛΕΕ απαγορεύει, στο μέτρο που μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, την καταχρηστική εκμετάλλευση από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις της δεσπόζουσας θέσης τους εντός της εσωτερικής αγοράς ή σημαντικού τμήματός της. Επομένως, η κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση υπέχει ειδική υποχρέωση να μη θίγει με τη συμπεριφορά της τον αποτελεσματικό και ανόθευτο ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά (απόφαση της 25ης Μαρτίου 2021, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής, C‑152/19 P, EU:C:2021:238, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

77

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η έννοια της «καταχρηστικής εκμετάλλευσης δεσπόζουσας θέσης» του άρθρου 102 ΣΛΕΕ είναι αντικειμενική έννοια που αφορά τη συμπεριφορά κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχείρησης η οποία, σε μια αγορά όπου, ακριβώς λόγω της παρουσίας της επιχείρησης αυτής, ο ανταγωνισμός είναι ήδη εξασθενημένος, έχει ως αποτέλεσμα να κωλύει τη διατήρηση του υφισταμένου στην αγορά ανταγωνισμού ή την ανάπτυξή του, λόγω της χρησιμοποίησης διαφορετικών μέσων από εκείνα που διέπουν τον κανονικό ανταγωνισμό μεταξύ των προσφερόμενων από τους επιχειρηματίες προϊόντων ή υπηρεσιών (απόφαση της 25ης Μαρτίου 2021, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής, C‑152/19 P, EU:C:2021:238, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

78

Η εξέταση περί του αν είναι καταχρηστική μια πρακτική επιχείρησης η οποία κατέχει δεσπόζουσα θέση κατά το άρθρο 102 ΣΛΕΕ πρέπει να γίνεται λαμβανομένων υπόψη όλων των ειδικών περιστάσεων της υπόθεσης (απόφαση της 25ης Μαρτίου 2021, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής, C‑152/19 P, EU:C:2021:238, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

79

Όσον αφορά πρακτικές συνιστάμενες στην άρνηση παροχής πρόσβασης σε υποδομή που έχει αναπτυχθεί από κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση για τις ανάγκες των δικών της δραστηριοτήτων και την οποία αυτή κατέχει, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι μια τέτοια άρνηση δύναται να συνιστά κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης υπό την προϋπόθεση όχι μόνον ότι η άρνηση αυτή ήταν ικανή να εξαλείψει κάθε ανταγωνισμό στην επίμαχη αγορά εκ μέρους του αιτούντος την πρόσβαση και δεν μπόρεσε να δικαιολογηθεί αντικειμενικώς, αλλά και ότι η υποδομή αυτή καθεαυτήν ήταν απαραίτητη για την άσκηση της δραστηριότητας του αιτούντος την πρόσβαση, υπό την έννοια ότι δεν υφίσταται κανένα πραγματικό ή δυνητικό υποκατάστατο της κρίσιμης υποδομής (πρβλ. αποφάσεις της 26ης Νοεμβρίου 1998, Bronner, C‑7/97, EU:C:1998:569, σκέψη 41, και της 25ης Μαρτίου 2021, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής, C‑152/19 P, EU:C:2021:238, σκέψεις 43 και 44).

80

Η επιβολή των προϋποθέσεων αυτών, στη σκέψη 41 της απόφασης της 26ης Νοεμβρίου 1998, Bronner (C‑7/97, EU:C:1998:569), δικαιολογούνταν από τις περιστάσεις της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή, ήτοι την άρνηση μιας κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχείρησης να παράσχει σε ανταγωνιστή της πρόσβαση σε υποδομή την οποία είχε αναπτύξει για τις ανάγκες της δικής της δραστηριότητας, αποκλειομένης οποιασδήποτε άλλης συμπεριφοράς (απόφαση της 25ης Μαρτίου 2021, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής, C‑152/19 P, EU:C:2021:238, σκέψη 45).

81

Πρώτον, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 78 έως 82 των προτάσεών του, η περίπτωση της καταστροφής μιας υποδομής από την επιχείρηση που κατέχει δεσπόζουσα θέση πρέπει να διακρίνεται από την περίπτωση της άρνησης παροχής πρόσβασης, κατά την έννοια της νομολογίας που απορρέει από την απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 1998, Bronner (C‑7/97, EU:C:1998:569).

82

Πράγματι, από τις ανωτέρω υπομνήσεις συνάγεται ότι η νομολογία αυτή αφορά, κατ’ ουσίαν, την περίπτωση άρνησης παροχής πρόσβασης σε υποδομή, μέσω της οποίας, εν τέλει, η κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση διατηρεί την υποδομή, την οποία έχει αναπτύξει, για δική της χρήση (πρβλ. απόφαση της 25ης Μαρτίου 2021, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής, C‑152/19 P, EU:C:2021:238, σκέψη 47). Η εν λόγω νομολογία συνεπάγεται, όπως υπογράμμισε ο γενικός εισαγγελέας, ειδικότερα στο σημείο 80 των προτάσεών του, τη διατήρηση μιας υποδομής, της οποίας τη χρήση επιφυλάσσει για τον εαυτό της η κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση προς επιδίωξη άμεσου κέρδους.

83

Είναι προφανές ότι, κατ’ αντιδιαστολή, η καταστροφή μιας υποδομής συνεπάγεται τη θυσία ενός περιουσιακού στοιχείου, ενδεχομένως με έξοδα συνδεόμενα με την καταστροφή αυτή. Λόγω της καταστροφής, η χρήση της υποδομής καθίσταται αναπόφευκτα αδύνατη όχι μόνον για τους ανταγωνιστές, αλλά και για την ίδια την κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση.

84

Επομένως, η υπό κρίση υπόθεση δεν εγείρει, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της LG, «πρόβλημα πρόσβασης» σε υποδομή κατά την έννοια της νομολογίας που απορρέει από την απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 1998, Bronner (C‑7/97, EU:C:1998:569).

85

Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο καθόσον, όπως εξάλλου υποστηρίζει η LG, η προσαπτόμενη συμπεριφορά αφορούσε ένα μόνο τμήμα του λιθουανικού σιδηροδρομικού δικτύου και δεν εμπόδιζε τον δυνητικό ανταγωνιστή της LG να εισέλθει, ενδεχομένως, στο δίκτυο αυτό με άλλον τρόπο.

86

Δεύτερον, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει επίσης ότι τα κριτήρια που καθορίστηκαν στη σκέψη 41 της απόφασης της 26ης Νοεμβρίου 1998, Bronner (C‑7/97, EU:C:1998:569) αποσκοπούν στην επίτευξη δίκαιης ισορροπίας μεταξύ, αφενός, των απαιτήσεων του ανόθευτου ανταγωνισμού και, αφετέρου, της ελευθερίας σύναψης συμβάσεων και του δικαιώματος ιδιοκτησίας της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχείρησης. Υπό την έννοια αυτή, τα κριτήρια αυτά μπορούν να εφαρμοστούν σε περίπτωση άρνησης της παροχής πρόσβασης σε υποδομή της οποίας η κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση είναι ιδιοκτήτρια και την οποία ανέπτυξε για τις ανάγκες της δραστηριότητάς της, μέσω των δικών της επενδύσεων (πρβλ. αποφάσεις της 26ης Νοεμβρίου 1998, Bronner, C‑7/97, EU:C:1998:569, σκέψη 37, και της 25ης Μαρτίου 2021, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής, C‑152/19 P, EU:C:2021:238, σκέψη 47).

87

Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε, κατ’ ουσίαν, στις σκέψεις 90, 93 και 94 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού τους, τα εν λόγω κριτήρια δεν έχουν εφαρμογή όταν, σε μια κατάσταση όπως αυτή της υπό κρίση υπόθεσης, η επίμαχη υποδομή χρηματοδοτήθηκε όχι με επενδύσεις της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχείρησης, αλλά με δημόσιους πόρους, και η επιχείρηση αυτή δεν είναι ιδιοκτήτρια της συγκεκριμένης υποδομής.

88

Τρίτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι μια κανονιστική υποχρέωση μπορεί να είναι κρίσιμη για την εκτίμηση καταχρηστικής συμπεριφοράς κατά την έννοια του άρθρου 102 ΣΛΕΕ. Μολονότι η ύπαρξη κανονιστικής υποχρέωσης της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχείρησης να παράσχει πρόσβαση στην επίμαχη υποδομή δεν μπορεί να απαλλάξει την Επιτροπή από την υποχρέωση να αποδείξει την ύπαρξη «κατάχρησης», κατά την έννοια του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, γεγονός παραμένει ότι η επιβολή μιας τέτοιας υποχρέωσης έχει ως συνέπεια ότι η κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση δεν μπορεί πραγματικά να αρνηθεί την παροχή πρόσβασης στην υποδομή αυτή, με την επιφύλαξη, ενδεχομένως, της αυτονομίας της για τη λήψη αποφάσεων όσον αφορά τις προϋποθέσεις μιας τέτοιας πρόσβασης (πρβλ. απόφαση της 25ης Μαρτίου 2021, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής, C‑152/19 P, EU:C:2021:238, σκέψεις 57 και 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

89

Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο επίσης δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στις σκέψεις 91 και 92 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι τα κριτήρια που καθορίστηκαν στην απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 1998, Bronner (C‑7/97, EU:C:1998:569), δεν έχουν εφαρμογή όταν η κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση υπέχει υποχρέωση παροχής πρόσβασης στην υποδομή της.

90

Εν προκειμένω, η LG δεν αμφισβητεί αυτό καθεαυτό το γεγονός ότι υπέχει υποχρέωση για παροχή πρόσβασης στο λιθουανικό σιδηροδρομικό δίκτυο. Αμφισβητεί μόνον την έκταση της υποχρέωσης αυτής.

91

Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι, αντιθέτως προς τα επιχειρήματα της LG, η κατάργηση της σιδηροδρομικής γραμμής δεν μπορεί να εκληφθεί ως άρνηση πρόσβασης, κατά την έννοια της νομολογίας που απορρέει από την απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 1998, Bronner (C‑7/97, EU:C:1998:569), αλλά πρέπει να θεωρηθεί, ενδεχομένως, ως αυτοτελής μορφή κατάχρησης (βλ. κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 17ης Φεβρουαρίου 2011, TeliaSonera Sverige, C‑52/09, EU:C:2011:83, σκέψεις 55 έως 58, και της 10ης Ιουλίου 2014, Telefónica και Telefónica de España κατά Επιτροπής, C‑295/12 P, EU:C:2014:2062, σκέψη 75). Ως εκ τούτου, τα κριτήρια που καθορίστηκαν στη σκέψη 41 της απόφασης της 26ης Νοεμβρίου 1998, Bronner (C‑7/97, EU:C:1998:569), δεν έχουν εφαρμογή για την εκτίμηση της επίμαχης συμπεριφοράς.

92

Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε, στη σκέψη 99 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη παραλείποντας να εκτιμήσει αν η επίμαχη συμπεριφορά πληρούσε τα κριτήρια αυτά.

93

Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, ο πρώτος λόγος που προβλήθηκε προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Επί του δεύτερου λόγου αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

94

Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η LG υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η Επιτροπή είχε αποδείξει επαρκώς κατά νόμον ότι, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, η κατάργηση της σιδηροδρομικής γραμμής συνιστούσε «κατάχρηση» κατά την έννοια του άρθρου 102 ΣΛΕΕ και χαρακτηρίζοντας επομένως το ίδιο την κατάργηση αυτή ως «καταχρηστική πρακτική».

95

Κατά την LG, στις σκέψεις 168, 170, 177, 197, 204 και 231 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης το Γενικό Δικαστήριο, ακριβώς όπως και η Επιτροπή, στήριξε τον χαρακτηρισμό αυτό σε δύο σωρευτικά στοιχεία, ήτοι στο γεγονός ότι η κατάργηση αυτή πραγματοποιήθηκε «εσπευσμένως» και «χωρίς [η LG] να έχει προηγουμένως εξασφαλίσει τα αναγκαία κεφάλαια». Όμως, κανένα από τα δύο αυτά στοιχεία δεν καθιστά δυνατό τον χαρακτηρισμό αυτό.

96

Πρώτον, παραπέμποντας στις σκέψεις 148, 164 και 168 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, η LG υπογραμμίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο αναγνώρισε ότι η εταιρία αυτή μπορούσε να επιλέξει να καταργήσει τη σιδηροδρομική γραμμή αντί να προβεί σε μερική επισκευή της, η οποία θα οδηγούσε στη μεταγενέστερη αντικατάστασή της. Επομένως, η κατάχρηση που της προσάπτεται έγκειται μόνο στον χρόνο της κατάργησης αυτής, από τις 3 Οκτωβρίου 2008. Δεδομένου, όμως, ότι ο χρόνος της εν λόγω κατάργησης δεν επηρεάζει το κόστος της, η απόφαση για άμεση κατάργηση αποτελούσε εύλογη επιχειρηματική απόφαση. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στις σκέψεις 197, 204 και 209 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η LG δεν είχε καμία αντίθετη προς τον ανταγωνισμό πρόθεση.

97

Δεύτερον, η LG ισχυρίζεται ότι ανέμενε να λάβει τα κεφάλαια για την ανακατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής, τα οποία επρόκειτο να είναι διαθέσιμα κατά τον χρόνο υλοποίησης του μεγαλύτερου μέρους των εργασιών. Παραπέμποντας στις σκέψεις 152, 153, 160, 171, 174 έως 176 και 196 της εν λόγω απόφασης, η LG υποστηρίζει ότι είχε όντως αιτηθεί χρηματοδότηση στις 2 Οκτωβρίου 2008, πριν ξεκινήσει τις εργασίες κατάργησης της σιδηροδρομικής γραμμής, ότι οι ευρωπαϊκοί πόροι ήταν διαθέσιμοι κατά τον χρόνο εκείνο και ότι, εν συνεχεία, δεν ενήργησε με αντίθετη προς τον ανταγωνισμό πρόθεση.

98

Η LG υποστηρίζει ότι οι περιστάσεις που επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο για να διαπιστώσει την κατάχρηση που της προσάπτεται ανέκυψαν κυρίως μετά τις 3 Οκτωβρίου 2008. Στο πλαίσιο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο επιβάλλοντας στην ίδια, με τις σκέψεις 164, 165, 170 και 178 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, την υποχρέωση να αποδείξει ή να δικαιολογήσει τον χρόνο κατάργησης της σιδηροδρομικής γραμμής, ενώ εναπόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει την κατάχρηση.

99

Πέραν τούτου, στις σκέψεις 152 και 170 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει συγκεκριμένα το επιχείρημά της που αφορούσε την αποθήκευση των τμημάτων της σιδηροδρομικής γραμμής που μπορούσαν να επαναχρησιμοποιηθούν και την επαναχρησιμοποίησή τους σε άλλες γραμμές του δικτύου. Εν πάση περιπτώσει, δεν ήταν αναγκαίο, για να μπορέσει να ξεκινήσει τα προπαρασκευαστικά στάδια ενός σχεδίου, να έχει προηγουμένως λάβει τα αναγκαία κεφάλαια για το σύνολο του σχεδίου.

100

Με το υπόμνημα απάντησης, η LG διευκρινίζει ότι στήριξε τον υπό κρίση λόγο αναιρέσεως στα δύο μόνα στοιχεία τα οποία μνημονεύει συστηματικά το Γενικό Δικαστήριο και τα οποία αφορούν το γεγονός ότι η κατάργηση της σιδηροδρομικής γραμμής πραγματοποιήθηκε «εσπευσμένως» και χωρίς η LG να έχει προηγουμένως εξασφαλίσει τα αναγκαία κεφάλαια. Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν έπρεπε να συμπεριληφθεί το σύνολο των τεσσάρων ή των πέντε στοιχείων που μνημονεύονται στις σκέψεις 42 και 194 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, η διαπίστωση κατάχρησης δεν αποδεικνύεται. Συγκεκριμένα, τα συμπληρωματικά στοιχεία, τα οποία είναι δευτερεύοντα ή μη κρίσιμα, δεν είναι ικανά να αποδείξουν τέτοια κατάχρηση.

101

Εξάλλου, η LG προέβαλε επιχειρήματα με σκοπό να αμφισβητήσει καθένα από τα πέντε αυτά στοιχεία κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

102

Η Επιτροπή φρονεί ότι ο υπό κρίση λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.

103

Η Orlen υποστηρίζει ότι αυτός ο λόγος αναιρέσεως είναι αλυσιτελής και, εν πάση περιπτώσει, απαράδεκτος, καθόσον ισοδυναμεί με αμφισβήτηση των εκτιμήσεων των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων στις οποίες προέβη το Γενικό Δικαστήριο.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

104

Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η LG προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο επικυρώνοντας τον εκ μέρους της Επιτροπής χαρακτηρισμό της κατάργησης της σιδηροδρομικής γραμμής ως «κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης», κατά την έννοια του άρθρου 102 ΣΛΕΕ. Κατά την LG, ο χαρακτηρισμός αυτός στηρίζεται, στις σκέψεις 168, 170, 177, 197, 204 και 231 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, σε δύο σωρευτικά στοιχεία, ήτοι στο ότι η κατάργηση αυτή πραγματοποιήθηκε «εσπευσμένως» και «χωρίς [η LG] να έχει προηγουμένως εξασφαλίσει τα αναγκαία κεφάλαια».

105

Στο μέτρο που η επιχειρηματολογία αυτή στηρίζεται στην παραδοχή ότι ο χαρακτηρισμός της κατάργησης της σιδηροδρομικής γραμμής ως «κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης» στηρίζεται αποκλειστικά στα δύο αυτά στοιχεία, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι στηρίζεται σε προδήλως εσφαλμένη ερμηνεία της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

106

Πράγματι, από το σύνολο της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, και ιδίως από τις σκέψεις 42, 83, 193, 194, 196 και 224 αυτής, προκύπτει σαφώς ότι το Γενικό Δικαστήριο υπογράμμισε ότι, για να καταλήξει η Επιτροπή, με την προσβαλλόμενη απόφαση, στο συμπέρασμα ότι η κατάργηση της σιδηροδρομικής γραμμής συνιστούσε «κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης», κατά την έννοια του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, έλαβε υπόψη ένα σύνολο πραγματικών και νομικών περιστάσεων οι οποίες περιέβαλλαν την κατάργηση αυτή.

107

Οι περιστάσεις αυτές, οι οποίες εκτίθενται στη σκέψη 39 της παρούσας απόφασης, αφορούν το γεγονός ότι η LG γνώριζε το σχέδιο της Orlen να στραφεί προς τους θαλάσσιους τερματικούς σταθμούς της Λεττονίας χρησιμοποιώντας τις υπηρεσίες της LDZ, το γεγονός ότι η LG είχε σπεύσει να καταργήσει τη γραμμή, χωρίς να εξασφαλίσει την αναγκαία χρηματοδότηση και χωρίς να λάβει κανένα από τα συνήθη προπαρασκευαστικά μέτρα για την ανακατασκευή της, το γεγονός ότι η κατάργηση της σιδηροδρομικής γραμμής ήταν αντίθετη προς τις συνήθεις πρακτικές του τομέα, το γεγονός ότι η LG είχε επίγνωση του κινδύνου απώλειας κάθε δραστηριότητας μεταφοράς των προϊόντων της Orlen σε περίπτωση ανακατασκευής της σιδηροδρομικής γραμμής και το γεγονός ότι η LG είχε καταβάλει προσπάθειες για να πείσει τη Λιθουανική Κυβέρνηση να μην ανακατασκευάσει τη σιδηροδρομική γραμμή.

108

Το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε το βάσιμο των εκτιμήσεων της Επιτροπής μόνον αφού απέρριψε το σύνολο των επιχειρημάτων που προέβαλε η LG για να αμφισβητήσει τις εκτιμήσεις αυτές.

109

Το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέπεμψε, με τις σκέψεις 168, 170, 177, 197, 204 και 231 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, κατά των οποίων βάλλει η LG, σε δύο μόνον από τα στοιχεία που εκτίθενται στις σκέψεις 39 και 107 της παρούσας απόφασης, ήτοι στο γεγονός ότι η κατάργηση της σιδηροδρομικής γραμμής πραγματοποιήθηκε εσπευσμένως και χωρίς εξασφάλιση των αναγκαίων κεφαλαίων, δεν μπορεί να αναιρέσει την ερμηνεία αυτή της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Πράγματι, με τις ανωτέρω σκέψεις, το Γενικό Δικαστήριο αρκέστηκε στην εξέταση συγκεκριμένων επιχειρημάτων σε σχέση με τις περιστάσεις αυτές, τα οποία είχε προβάλει η LG προκειμένου να αμφισβητήσει τη διαπίστωση περί «κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης», κατά την έννοια του άρθρου 102 ΣΛΕΕ.

110

Επομένως, ο υπό κρίση λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν τα επιχειρήματα που αφορούν, ειδικότερα, τα δύο αυτά στοιχεία.

111

Εν πάση περιπτώσει, επιβάλλεται η επισήμανση, στην οποία προέβη και ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 99 έως 102 των προτάσεών του, ότι, με τα επιχειρήματα αυτά, όπως και με τα επιχειρήματα που προέβαλε εκπροθέσμως με το υπόμνημα απάντησης και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση προκειμένου να αμφισβητήσει τις λοιπές περιστάσεις που δικαιολόγησαν τη διαπίστωση περί κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης, η LG επιδιώκει, στην πραγματικότητα, να επιτύχει νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών.

112

Επομένως, ελλείψει επίκλησης οποιασδήποτε παραμόρφωσης, τα εν λόγω επιχειρήματα είναι απαράδεκτα, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 60 της παρούσας απόφασης.

113

Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

114

Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η LG υποστηρίζει ότι, στις σκέψεις 219 έως 233 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικά σφάλματα χαρακτηρίζοντας την κατάργηση της σιδηροδρομικής γραμμής, αυτή καθεαυτήν και ανεξαρτήτως της προγενέστερης αναστολής της κυκλοφορίας στη γραμμή αυτή, ως «πρακτική ικανή να περιορίσει τον ανταγωνισμό».

115

Πρώτον, η προσέγγιση αυτή του Γενικού Δικαστηρίου στηρίζεται σε εσφαλμένη παραδοχή, η οποία συνάγεται από τις σκέψεις 223, 225 και 227 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Σύμφωνα με την παραδοχή αυτή του Γενικού Δικαστηρίου, η επιλογή που συνίστατο σε στοχευμένες αρχικές επισκευές ακολουθούμενες από πλήρη ανακατασκευή ολόκληρης της σιδηροδρομικής γραμμής εντός πέντε ετών, την οποία η LG χαρακτηρίζει ως «επιλογή 1», αποτελεί κατάλληλη και οικονομικώς εύλογη εναλλακτική λύση σε σχέση με την επιλογή που συνίστατο στην πλήρη και άμεση ανακατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής, την οποία η LG χαρακτηρίζει ως «επιλογή 2». Ωστόσο, το Γενικό Δικαστήριο δεν απέρριψε τη θέση της LG, η οποία συνοψίζεται στις σκέψεις 150, 151 και 167 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η «επιλογή 2» ήταν η μόνη κατάλληλη και οικονομικώς εύλογη επιλογή, αλλά άφησε το ζήτημα αυτό χωρίς απάντηση, στη σκέψη 168 της εν λόγω απόφασης. Υπό τις συνθήκες αυτές, η LG είναι της γνώμης ότι, στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, πρέπει να θεωρηθεί ότι η «επιλογή 2» ήταν η μόνη κατάλληλη και οικονομικώς εύλογη επιλογή. Εξ αυτού η LG συνάγει ότι οι σκέψεις 223, 225 και 227 της ίδιας απόφασης ενέχουν αντιφάσεις και δεν είναι συμβατές με την τελευταία αυτή επιλογή.

116

Εκτός αυτού, οι σκέψεις 223, 225 και 227 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης στηρίζονται στην εσφαλμένη υπόθεση ότι η σιδηροδρομική γραμμή θα μπορούσε να τεθεί σε λειτουργία «στο προσεχές διάστημα» χάρη στις αρχικές επισκευές στο πλαίσιο της «επιλογής 1». Τούτο όμως δεν ισχύει, δεδομένου ότι, όπως υποστήριξε η LG ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, οι επισκευές αυτές θα απαιτούσαν να ακολουθηθεί η ίδια διαδικασία, όπως και στην «επιλογή 2», ιδίως για την εξασφάλιση κεφαλαίων προερχόμενων από τη Δημοκρατία της Λιθουανίας ή από την Ένωση. Το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τα στοιχεία αυτά και υπέπεσε για τον λόγο αυτό σε αντιφάσεις.

117

Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε αντίφαση κρίνοντας, στη σκέψη 225 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι το πρώτο στάδιο της «επιλογής 1» συνεπαγόταν «τοπικές επισκευές», ενώ, όπως αναγνώρισε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 164 της απόφασης αυτής, συνεπαγόταν σημαντικές επισκευές καθ’ όλο το μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής.

118

Τρίτον, αντιθέτως προς όσα επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 221 έως 223 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, η LG είναι της γνώμης ότι δεν υπέχει απόλυτη νομική υποχρέωση να αποκαταστήσει την ομαλότητα στη σιδηροδρομική γραμμή πραγματοποιώντας τις αρχικές επισκευές στο πλαίσιο της «επιλογής 1» και ότι μπορούσε νομίμως να επιλέξει την «επιλογή 2». Η τελευταία θα καθιστούσε δυνατή την αποκατάσταση της ομαλότητας, διευκρινιζομένου ότι ο χρόνος της –αναπόφευκτης κατά την εφαρμογή της «επιλογής 2»– κατάργησης της γραμμής δεν ασκεί συναφώς επιρροή.

119

Τέταρτον, είναι αντιφατική προς τις διαπιστώσεις που περιλαμβάνονται στις σκέψεις 24 και 25 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης η επισήμανση, στη σκέψη 225 της απόφασης αυτής, ότι το αποτέλεσμα εξοβελισμού από την αγορά οφειλόταν στο γεγονός ότι, όταν η Orlen εκτίμησε ότι η LG δεν είχε την πρόθεση να επισκευάσει τη σιδηροδρομική γραμμή στο προσεχές διάστημα, η LDZ ανακάλεσε την αίτησή της να της χορηγηθεί άδεια άσκησης της δραστηριότητάς της στο λιθουανικό τμήμα της σύντομης διαδρομής προς τη Λεττονία. Στις εν λόγω σκέψεις 24 και 25, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η LDZ είχε υποβάλει αίτηση για τη χορήγηση τέτοιας άδειας στα «τέλη Ιουνίου [του έτους] 2009», ήτοι μετά την κατάργηση της σιδηροδρομικής γραμμής. Επομένως, η κατάργηση της σιδηροδρομικής γραμμής ουδόλως επηρέασε την απόφαση περί ανάκλησης της αίτησης για τη χορήγηση άδειας, η οποία οφείλεται, στην πραγματικότητα, στο γεγονός ότι, περί τα μέσα του 2010, η Orlen κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η LG δεν είχε την πρόθεση να επισκευάσει τη σιδηροδρομική γραμμή στο προσεχές διάστημα, όπως προκύπτει από τη σκέψη 26 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

120

Πέμπτον, με το υπόμνημα απάντησης, η LG προσθέτει ότι η ταχεία εφαρμογή της κατάργησης της σιδηροδρομικής γραμμής δεν επιδείνωσε την κατάσταση που υφίστατο μετά την προηγούμενη αναστολή της κυκλοφορίας. Συγκεκριμένα, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, ήτοι στις 3 Οκτωβρίου 2008, δεν υπήρχε καμία δυνατότητα, χωρίς την κατάργηση της γραμμής αυτής, «να αποκατασταθεί η λειτουργία της σιδηροδρομικής γραμμής στο προσεχές διάστημα».

121

Η Επιτροπή και η Orlen ζητούν την απόρριψη του συνόλου των ανωτέρω επιχειρημάτων ως κατ’ ουσίαν αβάσιμων.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

122

Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η LG προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε, με τις σκέψεις 219 έως 233 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, σε νομικά σφάλματα.

123

Με τις εν λόγω σκέψεις, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε και απέρριψε τα επιχειρήματα που προέβαλε η LG προς αμφισβήτηση των εκτιμήσεων της Επιτροπής ότι αυτή καθεαυτήν η κατάργηση της σιδηροδρομικής γραμμής, ανεξαρτήτως της προηγούμενης αναστολής της κυκλοφορίας σε αυτήν, προκάλεσε αντίθετα προς τον ανταγωνισμό αποτελέσματα που συνίστανται στον εξοβελισμό του ανταγωνισμού.

124

Πρώτον, η επιχειρηματολογία που αντλείται από αντίφαση μεταξύ της σκέψης 168 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και των σκέψεων 223, 225 και 227 αυτής στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της πρώτης από τις σκέψεις αυτές.

125

Πράγματι, στη σκέψη 168 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο ουδόλως χαρακτήρισε την «επιλογή 2», η οποία συνεπάγεται πλήρη και άμεση ανακατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής, ως τη μόνη κατάλληλη και οικονομικώς εύλογη επιλογή. Αντιθέτως, η φράση «ακόμη και αν υποτεθεί, όπως υποστηρίζει η [LG], ότι η επιλογή 2 ήταν η μόνη κατάλληλη και οικονομικώς εύλογη επιλογή», η οποία περιλαμβάνεται στην εν λόγω σκέψη, καταδεικνύει σαφώς ότι, όπως άλλωστε παραδέχεται η LG, το Γενικό Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί του ζητήματος αν η επιλογή αυτή ήταν η μόνη κατάλληλη και οικονομικώς εύλογη επιλογή, αποκλειομένης, ενδεχομένως, της «επιλογής 1». Επομένως, αντιθέτως προς την άποψη υπέρ της οποίας τάσσεται η LG, είναι προφανές ότι δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι, στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, η «επιλογή 2» πρέπει να θεωρηθεί η μόνη κατάλληλη και οικονομικώς εύλογη επιλογή.

126

Ως εκ τούτου, η επιχειρηματολογία που στηρίζεται σε αυτή την παραδοχή και αντλείται από αντιφατική αιτιολογία πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

127

Επιπλέον, στο μέτρο που η LG αμφισβητεί την εκτίμηση των σκέψεων 223, 225 και 227 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ότι η λειτουργία της σιδηροδρομικής γραμμής θα μπορούσε να αποκατασταθεί «στο προσεχές διάστημα» μέσω αρχικών επισκευών, αρκεί η διαπίστωση ότι, ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, η LG επιδιώκει, στην πραγματικότητα και υπό το πρόσχημα της επίκλησης μιας υποτιθέμενης αντίφασης, να θέσει υπό αμφισβήτηση τις πραγματικές εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου. Δεδομένου ότι η LG δεν αντλεί επιχείρημα από οποιαδήποτε παραμόρφωση των στοιχείων αυτών εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, η επιχειρηματολογία της είναι απαράδεκτη, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 60 της παρούσας απόφασης.

128

Δεύτερον, όσον αφορά την προβαλλόμενη αντίφαση μεταξύ των σκέψεων 164 και 225 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, παρατηρείται ότι, στη σκέψη 164 της απόφασης αυτής, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι από έγγραφο που απέστειλε στις 18 Σεπτεμβρίου 2008 η διεύθυνση σιδηροδρομικών υποδομών της LG στο συμβούλιο στρατηγικού σχεδιασμού της εταιρίας αυτής προκύπτει ότι μόνον 1,6 χιλιόμετρα σιδηροδρομικής γραμμής έπρεπε να ανακατασκευαστούν αμέσως και ότι ορισμένα ελαττώματα που εντοπίστηκαν στα 19 χιλιόμετρα της σιδηροδρομικής γραμμής συνεπάγονταν ότι η εν λόγω σιδηροδρομική γραμμή έπρεπε «να επισκευαστεί πλήρως εντός πέντε ετών». Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι προβλήματα που αφορούσαν 1,6 χιλιόμετρα από τα 19 χιλιόμετρα της σιδηροδρομικής γραμμής δεν μπορούσαν να δικαιολογήσουν την πλήρη και άμεση κατάργησή της. Διαπίστωσε επίσης ότι το έγγραφο αυτό δεν ανέφερε ούτε ότι η εξ ολοκλήρου επισκευή εντός πέντε ετών θα συνεπαγόταν τέτοια πλήρη και άμεση κατάργηση.

129

Όσον αφορά τη σκέψη 225 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι το πρώτο στάδιο της «επιλογής 1» συνίστατο στην πραγματοποίηση «τοπικ[ών] επισκευ[ών] στα σημεία της σιδηροδρομικής γραμμής που δεν επέτρεπαν την ασφαλή σιδηροδρομική κυκλοφορία».

130

Η διαπίστωση αυτή ουδόλως αντιφάσκει προς την ανάγκη άμεσων επισκευών σε τμήμα της σιδηροδρομικής γραμμής ή προς την ανάγκη εξ ολοκλήρου επισκευής εντός μεγαλύτερου διαστήματος, ήτοι πέντε ετών.

131

Επομένως, η επιχειρηματολογία που αντλείται από αντίφαση μεταξύ των σκέψεων 164 και 225 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

132

Τρίτον, όσον αφορά τα επιχειρήματα που βάλλουν κατά των σκέψεων 221 έως 223 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, διαπιστώνεται ότι τα επιχειρήματα αυτά στηρίζονται σε μεμονωμένη και εσφαλμένη ερμηνεία των σκέψεων αυτών.

133

Στις σκέψεις 221 και 222 της απόφασης αυτής, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η LG, ως διαχειρίστρια σιδηροδρομικών υποδομών, υπείχε, πέραν της κανονιστικής υποχρέωσης να εγγυάται την ασφάλεια της κυκλοφορίας, και κανονιστική υποχρέωση να ελαχιστοποιεί τις διαταράξεις και να βελτιώνει τις επιδόσεις του σιδηροδρομικού δικτύου. Στη σκέψη 223 της εν λόγω απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι η LG, ως επιχείρηση κατέχουσα δεσπόζουσα θέση στη σχετική αγορά, υπείχε επίσης ειδική υποχρέωση να μη θίγει με τη συμπεριφορά της τον αποτελεσματικό και ανόθευτο ανταγωνισμό. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, η LG όφειλε να λάβει υπόψη το στοιχείο αυτό και να αποφύγει να αποκλείσει πλήρως τη δυνατότητα βραχυπρόθεσμης επανάληψης της λειτουργίας της σιδηροδρομικής γραμμής προβαίνοντας σε τμηματική ανακατασκευή. Στη σκέψη 224 της ίδιας απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, καταργώντας ολόκληρη τη σιδηροδρομική γραμμή, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, η LG αγνόησε την ειδική υποχρέωση που υπείχε από το άρθρο 102 ΣΛΕΕ.

134

Επιπλέον, από τις σκέψεις 225 και 229 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι η διαπίστωση ότι αυτή η κατάργηση της σιδηροδρομικής γραμμής μπορούσε να προκαλέσει αντίθετα προς τον ανταγωνισμό αποτελέσματα που συνίστανται στον εξοβελισμό από την αγορά στηρίζεται, αφενός, στο γεγονός ότι, με την εν λόγω κατάργηση, η LG επιδείνωσε την κατάσταση που επικρατούσε μετά την αναστολή της κυκλοφορίας στη συγκεκριμένη γραμμή και, αφετέρου, στον τρόπο υλοποίησης της «επιλογής 2», και όχι στην προτίμηση, αυτή καθεαυτήν, της «επιλογής 2» έναντι της «επιλογής 1».

135

Από τα ανωτέρω στοιχεία προκύπτει ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η LG, το Γενικό Δικαστήριο δεν της επέβαλε «απόλυτη νομική υποχρέωση» να αποκαταστήσει την ομαλότητα στη σιδηροδρομική γραμμή πραγματοποιώντας τις αρχικές επισκευές της «επιλογής 1». Αντιθέτως, οι λόγοι που δικαιολόγησαν τη διαπίστωση περί αντίθετων προς τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων ήταν ο συγκεκριμένος τρόπος υλοποίησης της «επιλογής 2» καθώς και τα αποτελέσματα της κατάργησης της σιδηροδρομικής γραμμής.

136

Ως εκ τούτου, η επιχειρηματολογία αυτή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

137

Τέταρτον, όπως προκύπτει από τη χρήση του όρου «εξάλλου» στη δομή της τελευταίας περιόδου της σκέψης 225 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, η αναφορά, στο συγκεκριμένο σημείο της εν λόγω σκέψης, της εκ μέρους της LDZ ανάκλησης της αίτησής της να της χορηγηθεί άδεια άσκησης της δραστηριότητάς της στο λιθουανικό τμήμα της σύντομης διαδρομής προς τη Λεττονία συνιστά επάλληλη σκέψη.

138

Επομένως, η επιχειρηματολογία της LG που αντλείται από αντίφαση μεταξύ της σκέψης αυτής και των σκέψεων 24 και 25 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

139

Πέμπτον, στο μέτρο που η LG ισχυρίζεται, για πρώτη φορά με το υπόμνημα απάντησης, ότι η ταχεία εφαρμογή της κατάργησης της σιδηροδρομικής γραμμής δεν επιδείνωσε την κατάσταση που υφίστατο μετά την αναστολή της κυκλοφορίας στη γραμμή αυτή, η επιχειρηματολογία της είναι απαράδεκτη λόγω της εκπρόθεσμης προβολής της. Εκτός αυτού, η συγκεκριμένη επιχειρηματολογία αποσκοπεί στην αμφισβήτηση της ορθότητας μιας πραγματικής εκτίμησης η οποία, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 60 της παρούσας απόφασης, δεν εμπίπτει στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου.

140

Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

Επί του τέταρτου λόγου αναιρέσεως

Επιχειρηματολογία των διαδίκων

141

Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, η LG προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την εκτίμηση του προστίμου που της επιβλήθηκε.

142

Συναφώς, η LG υπογραμμίζει ότι από τις σκέψεις 98, 196, 204 και 209 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι, κατά το Γενικό Δικαστήριο, η προσβαλλόμενη απόφαση και οι εκτιμήσεις της Επιτροπής δεν στηρίζονταν στη διαπίστωση αντίθετης προς τον ανταγωνισμό πρόθεσης της LG.

143

Στο πλαίσιο όμως της εξέτασης, κατά το στάδιο του ελέγχου του προστίμου, των επιχειρημάτων που στηρίζονται στον καινοφανή χαρακτήρα της νομικής θεωρίας που δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση και στη σοβαρότητα της παράβασης που προσάπτεται στην LG, το Γενικό Δικαστήριο αναγνώρισε τέτοια πρόθεση. Τούτο καταδεικνύεται από την έκφραση, στις σκέψεις 339, 368 και 374 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η προσαπτόμενη συμπεριφορά «σκοπ[ούσε] στο να κρατήσει τους ανταγωνιστές μακριά από την αγορά» ή υιοθετήθηκε «προκειμένου να κρατηθούν οι ανταγωνιστές μακριά από την αγορά».

144

Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε αντίφαση. Αυτή η αντιφατική αιτιολογία επηρέασε την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εκτίμηση της ανάγκης επιβολής προστίμου και, ενδεχομένως, του ενδεδειγμένου ύψους του, καθώς και της σοβαρότητας της παράβασης. Αν δεν είχε υποπέσει στην αντίφαση αυτή, το Γενικό Δικαστήριο θα έπρεπε να έχει δεχθεί τον καινοφανή χαρακτήρα της νομικής θεωρίας στην οποία στηρίζεται η προσβαλλόμενη απόφαση και θα μπορούσε να έχει ακολουθήσει διαφορετική προσέγγιση όσον αφορά τη σοβαρότητα της παράβασης ελλείψει αντίθετης προς τον ανταγωνισμό πρόθεσης και, ως εκ τούτου, όσον αφορά την άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας του.

145

Με το υπόμνημα απάντησης, η LG προσθέτει, ως προς το τελευταίο αυτό σημείο, ότι, λαμβανομένου υπόψη ότι η διαπίστωση της πρόθεσης αυτής ενέχει πλάνη, η εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου θα μπορούσε να είναι διαφορετική, ανεξαρτήτως των λοιπών παραγόντων που συνεκτίμησε ενδεχομένως το Γενικό Δικαστήριο. Εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι το ποσό του προστίμου που καθόρισε το Γενικό Δικαστήριο θα ήταν χαμηλότερο αν το Γενικό Δικαστήριο δεν είχε στηριχθεί σε αντιφατική συλλογιστική και στη φερόμενη πρόθεση της LG να κρατήσει τους ανταγωνιστές μακριά από την αγορά.

146

Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η LG προσέθεσε ακόμη ότι, κατά τον υπολογισμό του προστίμου, στη σκέψη 399 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο έλαβε υπόψη τη σοβαρότητα της παράβασης, η οποία βασίζεται στην αντίθετη προς τον ανταγωνισμό πρόθεση. Καθόσον παρέπεμψε στην αντίθετη προς τον ανταγωνισμό πρόθεση ως στοιχείο εκτίμησης της σοβαρότητας, το Γενικό Δικαστήριο τροποποίησε τα συστατικά στοιχεία της διαπιστωθείσας από την Επιτροπή παράβασης και, ως εκ τούτου, υπερέβη τις αρμοδιότητές του.

147

Η Επιτροπή αντιτείνει ότι ο λόγος αυτός είναι αλυσιτελής.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

148

Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, η LG προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο αντιφατική αιτιολογία. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο, αφενός, απέκλεισε ρητώς, με τις σκέψεις 169, 204 και 209 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, την ύπαρξη αντίθετης προς τον ανταγωνισμό πρόθεσης κατά τον έλεγχο της διαπίστωσης κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης. Αφετέρου, εντούτοις, στις σκέψεις 339, 368 και 374 της απόφασης αυτής, αναφέρθηκε στην ύπαρξη τέτοιας πρόθεσης και τη συνεκτίμησε κατά τον υπολογισμό του ύψους του προστίμου στις σκέψεις 397 έως 406 της εν λόγω απόφασης. Η αντίφαση αυτή και η συνεκτίμηση μιας αντίθετης προς τον ανταγωνισμό πρόθεσης κατά το στάδιο του υπολογισμού του προστίμου επηρέασαν την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας του και, κατά συνέπεια, το ύψος του προστίμου που της επιβλήθηκε.

149

Ο λόγος αυτός είναι αλυσιτελής. Συγκεκριμένα, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε αντίφαση, όπως ισχυρίζεται η LG, η αντίφαση αυτή δεν είναι ικανή ούτε να δικαιολογήσει την αναίρεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ούτε να οδηγήσει σε εκ νέου εκτίμηση του ύψους του προστίμου από το Δικαστήριο.

150

Πράγματι, αφού απέρριψε το σύνολο των λόγων ακυρώσεως που αφορούσαν τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης καθώς και το σύνολο των αιτιάσεων που προέβαλε η LG προς στήριξη του αιτήματός της περί μείωσης του ποσού του προστίμου, το Γενικό Δικαστήριο προέβη, με τις σκέψεις 389 έως 406 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, σε εκ νέου υπολογισμό του ύψους του προστίμου. Κατόπιν του εκ νέου αυτού υπολογισμού, το Γενικό Δικαστήριο καθόρισε το πρόστιμο στα 20068650 ευρώ, ποσό σημαντικά χαμηλότερο από αυτό στο οποίο είχε καταλήξει η Επιτροπή, χωρίς να κάνει την παραμικρή αναφορά σε πρόθεση αντίθετη προς τον ανταγωνισμό.

151

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 261 ΣΛΕΕ και το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003, το Γενικό Δικαστήριο διαθέτει πλήρη δικαιοδοσία όσον αφορά τα επιβαλλόμενα από την Επιτροπή πρόστιμα.

152

Το Γενικό Δικαστήριο έχει, επομένως, την εξουσία, πέραν του απλού ελέγχου νομιμότητας των προστίμων αυτών, να υποκαθιστά την Επιτροπή, προβαίνοντας στη δική του εκτίμηση και, κατ’ επέκταση, να καταργεί, να μειώνει ή να επαυξάνει το πρόστιμο ή τη χρηματική ποινή που επιβλήθηκαν (αποφάσεις της 22ας Νοεμβρίου 2012, E.ON Energie κατά Επιτροπής, C‑89/11 P, EU:C:2012:738, σκέψη 124 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 18ης Μαρτίου 2021, Pometon κατά Επιτροπής, C‑440/19 P, EU:C:2021:214, σκέψη 136).

153

Αντιθέτως, δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο, όταν αποφαίνεται επί νομικών ζητημάτων κατ’ αναίρεση, να υποκαθιστά για λόγους επιείκειας το Γενικό Δικαστήριο αποφαινόμενο, στο πλαίσιο άσκησης της πλήρους δικαιοδοσίας του, επί του ύψους των προστίμων που επιβάλλονται σε επιχειρήσεις λόγω παράβασης κανόνων του δικαίου της Ένωσης. Μόνο στο μέτρο που το Δικαστήριο κρίνει ότι η αυστηρότητα της κύρωσης είναι όχι απλώς μη ενδεδειγμένη, αλλά και υπερβολική, σε σημείο που να είναι δυσανάλογη, μπορεί να διαπιστωθεί πλάνη περί το δίκαιο εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου λόγω του μη ενδεδειγμένου ύψους του προστίμου (αποφάσεις της 22ας Νοεμβρίου 2012, E.ON Energie κατά Επιτροπής, C‑89/11 P, EU:C:2012:738, σκέψεις 125 και 126 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 18ης Μαρτίου 2021, Pometon κατά Επιτροπής, C‑440/19 P, EU:C:2021:214, σκέψη 137).

154

Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία, το Γενικό Δικαστήριο δεσμεύεται, κατά την άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας του, από ορισμένες υποχρεώσεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η υποχρέωση αιτιολόγησης, την οποία υπέχει βάσει του άρθρου 36 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο έχει εφαρμογή και στο Γενικό Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού, καθώς και η αρχή της ίσης μεταχείρισης (πρβλ. αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Επιτροπή κατά Parker Hannifin Manufacturing και Parker-Hannifin, C‑434/13 P, EU:C:2014:2456, σκέψη 77 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 18ης Μαρτίου 2021, Pometon κατά Επιτροπής, C‑440/19 P, EU:C:2021:214, σκέψη 138).

155

Εν προκειμένω, σύμφωνα με το άρθρο 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003, ο καθορισμός του ύψους του προστίμου από το Γενικό Δικαστήριο υπαγορεύθηκε, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 394, 395, 397 και 404 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, από τη συνεκτίμηση της σοβαρότητας της διαπραχθείσας παράβασης και της διάρκειάς της. Στις σκέψεις 399 έως 402 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο έλαβε υπόψη, για την εκτίμηση της σοβαρότητας της επίμαχης παράβασης, τη φύση της παράβασης, τη θέση της LG στις σχετικές αγορές και τη γεωγραφική έκταση της εν λόγω παράβασης.

156

Από το σκεπτικό που παρατίθεται στις σκέψεις 398 έως 406 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προκύπτει άνευ αμφιβολίας ότι, όπως διαπίστωσε και ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 151 και 153 έως 155 των προτάσεών του, ο εκ νέου υπολογισμός του ύψους του προστίμου σε καμία περίπτωση δεν στηρίχθηκε στη συνεκτίμηση οποιασδήποτε αντίθετης προς τον ανταγωνισμό πρόθεσης.

157

Επομένως, ακόμη και αν υποτεθεί ότι, κατά την εκτίμηση των επιχειρημάτων που προέβαλε η LG προς στήριξη των αιτημάτων της περί ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης και περί μείωσης του ύψους του προστίμου, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε αντίφαση όσον αφορά την ύπαρξη ή μη αντίθετης προς τον ανταγωνισμό πρόθεσης, η αντίφαση αυτή σε καμία περίπτωση δεν επηρέασε τον εκ νέου υπολογισμό του ύψους του προστίμου από το Γενικό Δικαστήριο.

158

Ως εκ τούτου, τα επιχειρήματα της LG που στηρίζονται σε αντιφατική αιτιολογία της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης είναι, εν πάση περιπτώσει, αλυσιτελή.

159

Εξάλλου, στο μέτρο που η LG επιδιώκει να ζητήσει από το Δικαστήριο να ελέγξει την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας του, αρκεί η διαπίστωση ότι, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 153 της παρούσας απόφασης, η LG παρέλειψε να προσκομίσει στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι το ύψος του προστίμου, όπως μειώθηκε από το Γενικό Δικαστήριο, είναι όχι μόνο μη ενδεδειγμένο, αλλά και υπερβολικό, σε σημείο που να είναι δυσανάλογο.

160

Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

161

Δεδομένου ότι κανένας από τους λόγους που προβλήθηκαν με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως δεν ευδοκίμησε, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

Επί των δικαστικών εξόδων

162

Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική δίκη δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

163

Δεδομένου ότι η LG τελευταία ηττήθηκε, πρέπει να φέρει, πέραν των δικών της δικαστικών εξόδων, τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Επιτροπή και η Orlen, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα των τελευταίων.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

 

2)

Η Lietuvos geležinkeliai AB φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Orlen Lietuva AB.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.