ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 15ης Σεπτεμβρίου 2022 ( *1 )

[Κείμενο όπως διορθώθηκε με διάταξη της 28ης Οκτωβρίου 2022]

«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 2004/38/ΕΚ – Δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών – Άρθρο 3, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ– Έννοια του “άλλου μέλους της οικογένειας που ζει υπό τη στέγη πολίτη της Ένωσης ο οποίος έχει ίδιον δικαίωμα διαμονής” – Κριτήρια εκτιμήσεως»

Στην υπόθεση C‑22/21,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο, Ιρλανδία) με απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2021, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 14 Ιανουαρίου 2021, στο πλαίσιο της δίκης

SRS,

AA

κατά

Minister for Justice and Equality,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους K. Jürimäe, πρόεδρο τμήματος, N. Jääskinen, M. Safjan, N. Piçarra (εισηγητή) και M. Gavalec, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: G. Pitruzzella

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

οι SRS και AA, εκπροσωπούμενοι από την K. Berkeley, solicitor, την M. Flynn, JC, και τον C. O’Dwyer, SC,

[Όπως διορθώθηκε με διάταξη της 28ης Οκτωβρίου 2022] ο Minister for Justice and Equality, εκπροσωπούμενος από την M. Browne, τον A. Joyce και την J. Quaney, επικουρούμενους από την D. Brett, τον D. Conlan Smyth, SC, και τον T. O’Connor, BL,

η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Smolek και J. Vláčil,

η Δανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J. Nymann‑Lindegren και την M. Søndahl Wolff,

η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την M. K. Bulterman και τον J. M. Hoogveld,

το Βασίλειο της Νορβηγίας, εκπροσωπούμενο από τις J. T. Kaasin και H. Ruus,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την E. Montaguti και τον J. Tomkin,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 10ης Μαρτίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (ΕΕ 2004, L 158, σ. 77).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ των SRS και AA και του Minister for Justice and Equality (Υπουργού Δικαιοσύνης και Ισότητας, Ιρλανδία) σχετικά με τη νομιμότητα αποφάσεως περί αρνήσεως χορηγήσεως άδειας διαμονής.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Η αιτιολογική σκέψη 6 της οδηγίας 2004/38 έχει ως εξής:

«Προκειμένου να διατηρηθεί η ενότητα της οικογένειας με ευρύτερη έννοια και με την επιφύλαξη της απαγόρευσης διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, η κατάσταση των προσώπων τα οποία δεν περιλαμβάνονται στον ορισμό του μέλους της οικογένειας δυνάμει της παρούσας οδηγίας και τα οποία, ως εκ τούτου, δεν απολαύουν αυτόματου δικαιώματος εισόδου και διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής, θα πρέπει να εξετάζεται από το κράτος μέλος υποδοχής βάσει της εθνικής του νομοθεσίας, ώστε να αποφασίζεται κατά πόσον μπορεί να επιτραπεί η είσοδος και η διαμονή στα εν λόγω πρόσωπα, λαμβάνοντας υπόψη τη σχέση τους με τον πολίτη της Ένωσης ή οιεσδήποτε άλλες συνθήκες, όπως η οικονομική ή συγγενική εξάρτησή τους από τον πολίτη της Ένωσης.»

4

Το άρθρο 2, σημείο 2, της οδηγίας αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

[…]

2)

“Μέλος της οικογένειας”:

α)

ο (η) σύζυγος·

β)

ο (η) σύντροφος με τον (την) οποίο(-α) ο πολίτης της Ένωσης έχει σχέση καταχωρισμένης συμβίωσης, βάσει της νομοθεσίας κράτους μέλους, εφόσον η νομοθεσία του κράτους μέλους υποδοχής αναγνωρίζει τη σχέση καταχωρισμένης συμβίωσης ως ισοδύναμη προς τον γάμο, και σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στην οικεία νομοθεσία του κράτους μέλους υποδοχής·

γ)

οι απευθείας κατιόντες οι οποίοι είναι κάτω της ηλικίας των 21 ετών ή είναι συντηρούμενοι καθώς και εκείνοι του (της) συζύγου ή του (της) συντρόφου, όπως ορίζεται στο στοιχείο β)·

δ)

οι συντηρούμενοι απευθείας ανιόντες καθώς και εκείνοι του (της) συζύγου ή του (της) συντρόφου, όπως ορίζεται στο στοιχείο β)·».

5

Το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαιούχοι», ορίζει τα εξής:

«1.   Η παρούσα οδηγία ισχύει για όλους τους πολίτες της Ένωσης οι οποίοι μεταβαίνουν ή διαμένουν σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο του οποίου είναι υπήκοοι καθώς και τα μέλη των οικογενειών τους κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2, σημείο 2, που τους συνοδεύουν ή πηγαίνουν να τους συναντήσουν.

2.   Με την επιφύλαξη τυχόν ατομικού δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής των ενδιαφερομένων και σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία του, το κράτος μέλος υποδοχής διευκολύνει την είσοδο και τη διαμονή των ακόλουθων προσώπων:

α)

κάθε άλλου μέλους της οικογένειας, ανεξαρτήτως της ιθαγένειάς του, που δεν εμπίπτει στον ορισμό του άρθρου 2, σημείο 2, εφόσον συντηρείται από τον πολίτη της Ένωσης που έχει ίδιον δικαίωμα διαμονής ή ζει υπό τη στέγη του στη χώρα προέλευσης, ή εφόσον σοβαροί λόγοι υγείας καθιστούν απολύτως αναγκαία την προσωπική φροντίδα του εν λόγω μέλους της οικογένειας από τον πολίτη της Ένωσης·

β)

του (της) συντρόφου με τον (την) οποίο(-α) ο πολίτης της Ένωσης έχει σταθερή σχέση, δεόντως αποδεδειγμένη.

Το κράτος μέλος υποδοχής αναλαμβάνει εκτενή εξέταση της προσωπικής κατάστασης και αιτιολογεί κάθε άρνηση εισόδου ή διαμονής των προσώπων αυτών.»

Το ιρλανδικό δίκαιο

6

Η οδηγία 2004/38 μεταφέρθηκε στην ιρλανδική έννομη τάξη με την European Communities (Free Movement of Persons) (No. 2) Regulations 2006 [κανονιστική απόφαση περί Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων) (αριθ. 2) του 2006] (στο εξής: κανονιστική απόφαση του 2006).

7

Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της κανονιστικής αυτής αποφάσεως, το οποίο μεταφέρει στην εν λόγω έννομη τάξη το άρθρο 3, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2004/38, ορίζει τα εξής:

«[…]

ως “πρόσωπο που εξομοιώνεται προς μέλος της οικογένειας”, όσον αφορά πολίτη της Ένωσης, νοείται κάθε μέλος της οικογένειας, ανεξαρτήτως της ιθαγένειάς του, το οποίο δεν είναι αναγνωρισμένο μέλος της οικογένειας του πολίτη της Ένωσης και το οποίο, στη χώρα καταγωγής του, συνήθους διαμονής του ή προηγούμενης διαμονής του

a)

συντηρείται από τον πολίτη της Ένωσης,

b)

ζει υπό τη στέγη του πολίτη της Ένωσης,

c)

λόγω σοβαρών λόγων υγείας έχει απόλυτη ανάγκη για προσωπική φροντίδα από τον πολίτη της Ένωσης, ή

d)

είναι σύντροφος με τον/την οποίο/α ο πολίτης της Ένωσης έχει σταθερή σχέση, δεόντως αποδεδειγμένη.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

8

Οι SRS και AA, οι οποίοι γεννήθηκαν στο Πακιστάν το 1978 και το 1986, αντιστοίχως, είναι πρώτα ξαδέλφια. Ο SRS μετοίκησε στο Ηνωμένο Βασίλειο με την οικογένειά του το 1997 και απέκτησε τη βρετανική ιθαγένεια το 2013. Ο AA μετέβη στο Ηνωμένο Βασίλειο το 2010, προκειμένου να συνεχίσει τις πανεπιστημιακές σπουδές του, τις οποίες είχε ξεκινήσει στο Πακιστάν. Υπό την ιδιότητα αυτή, κατείχε θεώρηση εισόδου λόγω σπουδών, διάρκειας τεσσάρων ετών, η οποία δεν του επέτρεπε την εργασία, και μετακόμισε στην κατοικία όπου διέμενε ο SRS.

9

Στο πλαίσιο αυτό, οι SRS και AA συμβίωσαν, μεταξύ άλλων, με τους γονείς του SRS, μέχρι την αναχώρηση του τελευταίου στην Ιρλανδία, τον Ιανουάριο του 2015. Ο AA, του οποίου η θεώρηση σπουδών έληξε στις 28 Δεκεμβρίου 2014, μετέβη στην Ιρλανδία προκειμένου να συναντήσει τον SRS στις 5 Μαρτίου 2015, χωρίς να διαθέτει θεώρηση εισόδου. Από την τελευταία αυτή ημερομηνία αμφότεροι διαμένουν στην ίδια κατοικία.

10

Στις 24 Ιουνίου 2015, o AA υπέβαλε στον Υπουργό Δικαιοσύνης και Ισότητας αίτηση χορηγήσεως άδειας διαμονής, προβάλλοντας, αφενός, την οικονομική εξάρτησή του από τον SRS και, αφετέρου, την ιδιότητά του ως μέλους της οικογένειας που ζούσε υπό τη στέγη του SRS. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε με απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2015, με την αιτιολογία, μεταξύ άλλων, ότι μόνον η περίοδος μετά την απόκτηση της ιθαγένειας από τον SRS, τον Φεβρουάριο του 2013, μπορούσε να ληφθεί υπόψη και, συνεπώς, έπρεπε να θεωρηθεί ότι ο SRS και ο AA είχαν διαμείνει μαζί για χρονικό διάστημα μικρότερο των δύο ετών.

11

Τον Ιανουάριο του 2016 ο AA, αφού κατέθεσε στον φάκελο πρόσθετα έγγραφα προκειμένου να αποδείξει ότι, μεταξύ Ιουλίου του 2010 και Ιανουαρίου του 2015, συντηρούνταν από τον SRS, ζήτησε την επανεξέταση της ως άνω αποφάσεως. Στις 15 Αυγούστου 2016 ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Ισότητας επικύρωσε την ως άνω απόφαση με την αιτιολογία ότι, μολονότι ο SRS και ο AA είχαν διαμείνει στην ίδια διεύθυνση, εντούτοις δεν είχε αποδειχθεί ότι ο SRS «ήταν πράγματι ο επικεφαλής του εν λόγω νοικοκυριού στο Ηνωμένο Βασίλειο».

12

Κατόπιν τούτου, οι SRS και AA άσκησαν κατά της αποφάσεως της 15ης Αυγούστου 2016 προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του High Court (ανωτέρου δικαστηρίου, Ιρλανδία). Ισχυρίστηκαν ότι το κριτήριο του «επικεφαλής του νοικοκυριού» δεν ήταν σαφές και ότι δεν διέθεταν καμία ένδειξη ως προς τον τρόπο συμμορφώσεως με αυτό. Με απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, το ως άνω δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή κρίνοντας ότι, προκειμένου να χαρακτηριστεί ένα άτομο ως «άλλο μέλος της οικογένειας που ζει υπό τη στέγη πολίτη της Ένωσης», κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/38, έπρεπε να αποδειχθεί ότι ο πολίτης της Ένωσης ήταν «επικεφαλής του νοικοκυριού» στο κράτος καταγωγής του.

13

Οι SRS και AA άσκησαν έφεση κατά της ως άνω αποφάσεως ενώπιον του Court of Appeal (εφετείου, Ιρλανδία) υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι το High Court (ανώτερο δικαστήριο) ερμήνευσε συσταλτικώς την έννοια του «άλλου μέλους της οικογένειας που ζει υπό τη στέγη πολίτη της Ένωσης» και ότι δεν έλαβε υπόψη τις λοιπές γλωσσικές αποδόσεις της οδηγίας 2004/38. Με απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, το Court of Appeal (εφετείο) απέρριψε την έφεση. Έκρινε ότι πρόσωπα που συμβιώνουν υπό την ίδια στέγη δεν είναι κατ’ ανάγκην μέλη του ίδιου νοικοκυριού και ότι, για να μπορούν να θεωρηθούν ως μέλη της οικογένειας που ζουν υπό τη στέγη πολίτη της Ένωσης, τα πρόσωπα αυτά πρέπει να αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του οικογενειακού πυρήνα του πολίτη της Ένωσης και να προβλέπεται ότι θα συνεχίσουν να αποτελούν τέτοιο αναπόσπαστο μέρος στο ευλόγως προβλέψιμο μέλλον, διαμένοντας υπό την ίδια στέγη στο κράτος μέλος υποδοχής όχι μόνο για λόγους πρακτικούς, αλλά και λόγω συναισθηματικού δεσμού.

14

Στους SRS και ΑΑ επετράπη να ασκήσουν αναίρεση ενώπιον του Supreme Court (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Ιρλανδία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου. Στις 20 Ιουλίου 2020, το ως άνω δικαστήριο αποφάσισε να περιοριστεί στην εξέταση του ζητήματος της ερμηνείας της έννοιας «άλλο μέλος της οικογένειας που ζει υπό τη στέγη του πολίτη της Ένωσης», κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/38.

15

Επισημαίνοντας ορισμένες διαφορές μεταξύ των γλωσσικών αποδόσεων της οδηγίας 2004/38, το εν λόγω δικαστήριο παρατηρεί ότι, για την κατανόηση της έννοιας αυτής, η έκφραση «επικεφαλής του νοικοκυριού», μολονότι παρωχημένη, ενδέχεται να είναι χρήσιμη. Προτείνει, επίσης, μια σειρά κριτηρίων προκειμένου να επιτευχθεί ομοιόμορφη ερμηνεία της εν λόγω έννοιας, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται η διάρκεια και ο σκοπός του νοικοκυριού. Το αιτούν δικαστήριο προσθέτει ότι, λαμβανομένου υπόψη του επιδιωκόμενου με την οδηγία σκοπού, ήτοι της διευκολύνσεως της κυκλοφορίας των πολιτών της Ένωσης, πρέπει ακόμη να καθοριστεί αν ο πολίτης της Ένωσης θα αποθαρρυνόταν από το να μετακινηθεί σε άλλο κράτος μέλος αν το οικείο άλλο μέλος της οικογένειάς του, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας, δεν ήταν σε θέση να τον συνοδεύσει.

16

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Μπορεί η έννοια του “προσώπου που ζει υπό τη στέγη πολίτη της Ένωσης”, κατά το άρθρο 3[, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ,] της οδηγίας [2004/38], να οριστεί κατά τρόπο ώστε να επιτρέπεται η καθολική εφαρμογή της σε ολόκληρη την [Ευρωπαϊκή] Ένωση και, σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, ποιος είναι αυτός ο ορισμός;

2)

Αν δεν είναι δυνατόν να οριστεί αυτή η έννοια, βάσει ποιων κριτηρίων πρέπει οι δικαστές να εξετάζουν τα αποδεικτικά στοιχεία ούτως ώστε τα εθνικά δικαστήρια να δύνανται να αποφασίζουν, λαμβάνοντας υπόψη συγκεκριμένες και σαφείς παραμέτρους, αν ένα πρόσωπο ζει ή όχι υπό τη στέγη πολίτη της Ένωσης, για τους σκοπούς της ελεύθερης κυκλοφορίας;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

17

Με τα ερωτήματά του, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει την έννοια «κάθε άλλο μέλος της οικογένειας που ζει υπό τη στέγη πολίτη της Ένωσης ο οποίος έχει ίδιον δικαίωμα διαμονής», κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/38, και να διευκρινίσει τα κριτήρια που διέπουν το σχετικό ζήτημα.

18

Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι, μολονότι το άρθρο 3, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2004/38 παραπέμπει στην εθνική νομοθεσία, η παραπομπή αυτή, όπως επισημαίνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις της, δεν αφορά τον ορισμό των προσώπων στα οποία αναφέρεται η εν λόγω διάταξη, αλλά τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες το κράτος μέλος υποδοχής πρέπει να διευκολύνει την είσοδο και τη διαμονή των προσώπων αυτών.

19

Δεδομένου ότι η εν λόγω διάταξη δεν περιέχει καμία ρητή παραπομπή στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό της έννοιας «κάθε άλλο μέλος της οικογένειας που ζει υπό τη στέγη πολίτη της Ένωσης», από τις επιταγές τόσο της ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης όσο και της αρχής της ισότητας προκύπτει ότι η διάταξη αυτή πρέπει κανονικά να ερμηνεύεται αυτοτελώς και ομοιόμορφα σε ολόκληρη την Ένωση, λαμβανομένων υπόψη όχι μόνον του συνήθους νοήματος των όρων της στην καθημερινή γλώσσα, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται και των σκοπών που επιδιώκει η ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος [πρβλ. αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Ziolkowski και Szeja, C‑424/10 και C‑425/10, EU:C:2011:866, σκέψη 32, της 26ης Μαρτίου 2019, SM (Παιδί που τελεί υπό το αλγερινό σύστημα kafala), C‑129/18, EU:C:2019:248, σκέψη 50, καθώς και της 24ης Φεβρουαρίου 2022, A κ.λπ. (Συμβάσεις ασφαλίσεως unit-linked), C‑143/20 και C‑213/20, EU:C:2022:118, σκέψη 68].

20

Όσον αφορά τη γραμματική ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/38, υπενθυμίζεται εκ προοιμίου ότι, κατά πάγια νομολογία, η διατύπωση που χρησιμοποιείται σε μία από τις γλωσσικές αποδόσεις διατάξεως του δικαίου της Ένωσης δεν μπορεί να αποτελέσει τη μοναδική βάση για την ερμηνεία της διατάξεως ούτε μπορεί να της δίδεται προτεραιότητα σε σχέση με τις λοιπές γλωσσικές αποδόσεις. Συγκεκριμένα, η ανάγκη ομοιόμορφης ερμηνείας και εφαρμογής κάθε διατάξεως του δικαίου της Ένωσης δεν επιτρέπει να λαμβάνεται η διάταξη υπόψη μεμονωμένα σε μία από τις γλωσσικές αποδόσεις της, αλλά επιτάσσει να ερμηνεύεται με γνώμονα την όλη οικονομία και τον σκοπό της κανονιστικής ρύθμισης της οποίας αποτελεί στοιχείο (πρβλ. αποφάσεις της 27ης Οκτωβρίου 1977, Bouchereau, 30/77, EU:C:1977:172, σκέψη 14, και της 25ης Φεβρουαρίου 2021, Bartosch Airport Supply Services, C‑772/19, EU:C:2021:141, σκέψη 26).

21

Εν προκειμένω, μολονότι οι όροι που χρησιμοποιούνται σε ορισμένες γλωσσικές αποδόσεις του άρθρου 3, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/38, όπως οι αποδόσεις στην ισπανική («viva con»), την ιταλική («convive») ή την ολλανδική («inwonen») γλώσσα, μπορούν να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αναφέρονται σε απλή συγκατοίκηση υπό την ίδια στέγη, εντούτοις οι όροι που χρησιμοποιούνται σε άλλες γλωσσικές αποδόσεις της ίδιας διατάξεως δηλώνουν την οικιακή ζωή και το σύνολο των δραστηριοτήτων και υποθέσεων που συνδέονται με την κοινή οικογενειακή ζωή εντός της ίδιας εστίας, όπερ περιλαμβάνει κάτι περισσότερο από την απλή από κοινού χρήση οικίας ή την απλή προσωρινή συγκατοίκηση για λόγους αμιγώς πρακτικούς. Αυτό συμβαίνει, μεταξύ άλλων, στην απόδοση της εν λόγω διατάξεως στην τσεχική («domácnost»), τη γερμανική («häusliche Gemeinschaft»), την εσθονική («leibkond»), την αγγλική («household»), τη γαλλική («normage»), την ουγγρική («háztartás»), την πορτογαλική («comunhão de respontação»), τη σλοβακική («domácnosť») και τη φινλανδική γλώσσα («samassa taloudessa»).

22

Επιπλέον, επισημαίνεται ότι από κανένα στοιχείο του γράμματος του άρθρου 3, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/38 δεν μπορεί να συναχθεί ότι, για την ερμηνεία της διατάξεως αυτής, πρέπει να χρησιμοποιείται η έννοια του «επικεφαλής του νοικοκυριού». Πράγματι, όπως διευκρίνισε ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 34 των προτάσεών του, τούτο θα ισοδυναμούσε με επιβολή, στην πράξη, ενός πρόσθετου κριτηρίου το οποίο δεν προβλέπεται από το γράμμα της εν λόγω διατάξεως.

23

Η γραμματική ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/38, κατά την οποία για να μπορεί το «άλλο μέλος της οικογένειας» να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως πρέπει να συνδέεται με τον πολίτη της Ένωσης κατά τρόπον ο οποίος συνεπάγεται κάτι περισσότερο από μια απλή συγκατοίκηση για λόγους αμιγώς πρακτικούς, επιρρωννύεται από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η εν λόγω διάταξη. Συγκεκριμένα, οι λοιπές δύο περιπτώσεις στις οποίες αναφέρεται η ίδια διάταξη, ερμηνευόμενες υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψεως 6 της οδηγίας, αφορούν μια κατάσταση εξάρτησης του «άλλου μέλους της οικογένειας» από τον πολίτη της Ένωσης. Η πρώτη περίπτωση, ήτοι εκείνη κατά την οποία το άλλο αυτό μέλος της οικογένειας συντηρείται από τον πολίτη της Ένωσης, αφορά κατάσταση οικονομικής εξάρτησης. Η δεύτερη περίπτωση, κατά την οποία σοβαροί λόγοι υγείας καθιστούν απολύτως αναγκαία την προσωπική φροντίδα του εν λόγω «άλλου μέλους της οικογένειας» από τον πολίτη της Ένωσης, αναφέρεται ρητώς σε μια κατάσταση φυσικής εξάρτησης. Στο πλαίσιο αυτό, η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης περίπτωση, ήτοι εκείνη κατά την οποία το άλλο μέλος της οικογένειας ζει υπό τη στέγη του πολίτη της Ένωσης, πρέπει να θεωρηθεί ότι αφορά επίσης μια κατάσταση εξάρτησης, στηριζόμενη, αυτήν τη φορά, στην ύπαρξη στενού και σταθερού προσωπικού δεσμού μεταξύ των δύο αυτών προσώπων.

24

Η ανωτέρω ερμηνεία επιρρωννύεται, εξάλλου, από τον σκοπό τον οποίο επιδιώκει το άρθρο 3, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/38, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής της σκέψεως 6, η οποία διευκρινίζει ότι η οδηγία σκοπεί στο «να διατηρηθεί η ενότητα της οικογένειας με ευρύτερη έννοια», μέσω της διευκολύνσεως της εισόδου και της διαμονής των προσώπων τα οποία, μολονότι δεν καλύπτονται από τον ορισμό της έννοιας «μέλος της οικογένειας» πολίτη της Ένωσης, κατά το άρθρο 2, σημείο 2, της εν λόγω οδηγίας, εντούτοις διατηρούν στενούς και σταθερούς οικογενειακούς δεσμούς με πολίτη της Ένωσης λόγω συγκεκριμένων πραγματικών καταστάσεων [πρβλ. αποφάσεις της 5ης Σεπτεμβρίου 2012, Rahman κ.λπ., C‑83/11, EU:C:2012:519, σκέψη 32, και της 26ης Μαρτίου 2019, SM (Παιδί που τελεί υπό το αλγερινό σύστημα kafala), C‑129/18, EU:C:2019:248, σκέψη 60].

25

Σε αντίθεση με τα μέλη της οικογένειας του πολίτη της Ένωσης που ορίζονται στο άρθρο 2, σημείο 2, της οδηγίας 2004/38, τα «άλλα μέλη της οικογένειας» του πολίτη της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, της οδηγίας, έχουν όχι δικαίωμα εισόδου και διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής του εν λόγω πολίτη, αλλά τη δυνατότητα να τους αναγνωριστεί τέτοιο δικαίωμα, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 6 της εν λόγω οδηγίας, «λαμβάνοντας υπόψη τη σχέση τους με τον πολίτη της Ένωσης ή οιεσδήποτε άλλες συνθήκες, όπως η οικονομική ή συγγενική εξάρτησή τους από τον πολίτη της Ένωσης». Προς τον σκοπό αυτό, τα εν λόγω «άλλα μέλη της οικογένειας» τυγχάνουν, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της ίδιας οδηγίας, διαδικαστικών εγγυήσεων, ήτοι της εκδόσεως αποφάσεως επί του αιτήματός τους εισόδου και διαμονής, η οποία πρέπει να βασίζεται σε εμπεριστατωμένη εξέταση της προσωπικής τους καταστάσεως και να λαμβάνει υπόψη όλες τις κρίσιμες περιστάσεις που τη χαρακτηρίζουν, και η οποία, σε περίπτωση απορρίψεως του αιτήματος, πρέπει να είναι αιτιολογημένη [πρβλ. αποφάσεις της 5ης Σεπτεμβρίου 2012, Rahman κ.λπ., C‑83/11, EU:C:2012:519, σκέψεις 19 έως 22, και της 26ης Μαρτίου 2019, SM (Παιδί που τελεί υπό το αλγερινό σύστημα kafala), C‑129/18, EU:C:2019:248, σκέψη 62].

26

Υπό τις συνθήκες αυτές, για να μπορεί ένα «άλλο μέλος της οικογένειας» να θεωρηθεί ότι ζει υπό τη στέγη, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/38, πολίτη της Ένωσης ο οποίος έχει δικαίωμα διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής, το άλλο αυτό μέλος της οικογένειας πρέπει να αποδείξει την ύπαρξη στενού και σταθερού προσωπικού δεσμού με τον εν λόγω πολίτη, ο οποίος να μαρτυρεί την ύπαρξη πραγματικής σχέσεως εξαρτήσεως μεταξύ των δύο προσώπων καθώς και τη συμμετοχή σε κοινή οικιακή ζωή που δεν δημιουργήθηκε απλώς και μόνο για να επιτευχθεί η είσοδος και η διαμονή στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους (πρβλ. απόφαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2012, Rahman κ.λπ., C‑83/11, EU:C:2012:519, σκέψη 38).

27

Προκειμένου να εκτιμηθεί κατά πόσον υφίσταται τέτοιος δεσμός, ο βαθμός συγγένειας μεταξύ του πολίτη της Ένωσης και του οικείου μέλους της οικογένειάς του αποτελεί, ασφαλώς, στοιχείο το οποίο πρέπει να ληφθεί υπόψη. Εντούτοις, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας με τα σημεία 40 και 41 των προτάσεών του, πρέπει επίσης, ανάλογα με τις περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης, να λαμβάνεται υπόψη το πόσο στενή είναι η επίμαχη οικογενειακή σχέση, καθώς και η αμοιβαιότητα και η ένταση του δεσμού που υφίσταται μεταξύ των δύο προσώπων. Ο δεσμός αυτός πρέπει να είναι τέτοιας φύσης ώστε, αν το άλλο μέλος της οικογένειας εμποδιζόταν να ζήσει υπό τη στέγη του πολίτη της Ένωσης στο κράτος μέλος υποδοχής, το γεγονός αυτό θα επηρέαζε τουλάχιστον το ένα από τα δύο πρόσωπα.

28

Εντούτοις, δεν μπορεί να απαιτείται ο εν λόγω δεσμός να είναι τέτοιας φύσης ώστε να οδηγεί τον πολίτη της Ένωσης στην απόφαση να μην ασκήσει το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας, αν το άλλο μέλος της οικογένειάς του δεν μπορεί να τον συνοδεύσει ή να εγκατασταθεί μαζί του στο κράτος μέλος υποδοχής. Πράγματι, μια τέτοια απαίτηση θα ισοδυναμούσε με εξομοίωση του εν λόγω «άλλου μέλους της οικογένειας», κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/38, με τα μέλη της οικογένειας που μνημονεύονται ρητώς στο άρθρο 2, σημείο 2, της οδηγίας αυτής.

29

Η διάρκεια της κοινής οικιακής ζωής μεταξύ του πολίτη της Ένωσης και του εν λόγω άλλου μέλους της οικογένειάς του αποτελεί επίσης σημαντικό στοιχείο το οποίο πρέπει να ληφθεί υπόψη για την εκτίμηση της υπάρξεως σταθερού προσωπικού δεσμού. Η διάρκεια αυτή πρέπει να μπορεί να καθορίζεται ανεξαρτήτως της ημερομηνίας κατά την οποία αποκτήθηκε η ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης. Συγκεκριμένα, από το άρθρο 3, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/38, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψεως 6, προκύπτει ότι, για την εκτίμηση της σταθερότητας του προσωπικού δεσμού που συνδέει τα δύο πρόσωπα, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το χρονικό διάστημα μετά την απόκτηση της ιδιότητας του πολίτη της Ένωσης, αλλά και το προγενέστερο αυτής χρονικό διάστημα.

30

Κατά συνέπεια, στα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/38 έχει την έννοια ότι ο διαλαμβανόμενος στη διάταξη αυτή όρος «κάθε άλλο μέλος της οικογένειας που ζει υπό τη στέγη πολίτη της Ένωσης ο οποίος έχει ίδιον δικαίωμα διαμονής» αναφέρεται στα πρόσωπα τα οποία διατηρούν με τον εν λόγω πολίτη σχέση εξαρτήσεως, στηριζόμενη σε στενούς και σταθερούς προσωπικούς δεσμούς, οι οποίοι δημιουργούνται εντός της ίδιας εστίας, στο πλαίσιο κοινής οικιακής ζωής η οποία υπερβαίνει την απλή προσωρινή συγκατοίκηση που υπαγορεύεται από λόγους αμιγώς πρακτικούς.

Επί των δικαστικών εξόδων

31

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σε αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πέραν των εν λόγω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 3, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ,

 

έχει την έννοια ότι:

 

ο διαλαμβανόμενος στη διάταξη αυτή όρος «κάθε άλλο μέλος της οικογένειας που ζει υπό τη στέγη πολίτη της Ένωσης ο οποίος έχει ίδιον δικαίωμα διαμονής» αναφέρεται στα πρόσωπα τα οποία διατηρούν με τον εν λόγω πολίτη σχέση εξαρτήσεως, στηριζόμενη σε στενούς και σταθερούς προσωπικούς δεσμούς, οι οποίοι δημιουργούνται εντός της ίδιας εστίας, στο πλαίσιο κοινής οικιακής ζωής η οποία υπερβαίνει την απλή προσωρινή συγκατοίκηση που υπαγορεύεται από λόγους αμιγώς πρακτικούς.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.