ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ANTHONY MICHAEL COLLINS

της 2ας Μαρτίου 2023 ( 1 )

Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑711/21 και C‑712/21

XXX (C‑711/21)

XXX (C‑712/21)

κατά

État belge, εκπροσωπούμενου από τον Secrétaire d’État à l’Asile et la Migration (Υφυπουργό Ασύλου και Μετανάστευσης)

[αίτηση του Conseil d’État (Συμβουλίου της Επικρατείας, Βέλγιο)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Μεταναστευτική πολιτική – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρα 4, 7 και 47 – Οδηγία 2008/115/ΕΚ – Επιστροφή παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών – Απόφαση επιστροφής – Μεταβολή των περιστάσεων που αφορούν την οικογενειακή ζωή και την κατάσταση της υγείας υπηκόου τρίτης χώρας μετά την έκδοση της αποφάσεως επιστροφής – Επίκληση της μεταβολής των περιστάσεων μετά την περάτωση της διαδικασίας παροχής διεθνούς προστασίας – Απώτατο χρονικό σημείο κατά το οποίο μπορεί να γίνει επίκληση της μεταβολής των περιστάσεων – Άρθρο 267 ΣΛΕΕ – Διατήρηση του αντικειμένου της διαφοράς της κύριας δίκης – Υποχρέωση επαληθεύσεως εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου – Αρχή της καλόπιστης συνεργασίας – Άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ – Παραδεκτό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως»

I. Εισαγωγή

1.

Οι υπό κρίση αιτήσεις προδικαστικών αποφάσεων αφορούν δύο αποφάσεις επιστροφής οι οποίες εκδόθηκαν από τις βελγικές αρχές εις βάρος των αναιρεσειόντων της κύριας δίκης (στο εξής: αναιρεσείοντες), κατόπιν της απόρριψης των υποβληθεισών εκ μέρους τους αιτήσεων για την παροχή διεθνούς προστασίας. Το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας, Βέλγιο) ( 2 ) ζητεί από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί του συμβατού των αποφάσεων επιστροφής με τα άρθρα 4, 7 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) και τα άρθρα 5, 6, παράγραφος 6, και 14 της οδηγίας 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών (στο εξής: οδηγία περί επιστροφής ( 3 )). Συναφώς, το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας) ζητεί να αποσαφηνισθεί εάν ο ελέγχων τη νομιμότητα των εν λόγω αποφάσεων επιστροφής δικαστής μπορεί να λάβει υπόψη μεταβολές που επήλθαν στην οικογενειακή ζωή και/ή την κατάσταση της υγείας των αναιρεσειόντων μετά την επικύρωση των αποφάσεων με τις οποίες απορρίφθηκαν οι αιτήσεις τους για την παροχή διεθνούς προστασίας.

II. Η διαφορά της κύριας δίκης

Α.   Υπόθεση C‑711/21

2.

Ο XXX, υπήκοος τρίτης χώρας, φαίνεται να έφθασε στο Βέλγιο στις 16 Μαρτίου 2017. Στις 24 Μαρτίου 2017 υπέβαλε αίτηση ενώπιον της αρμόδιας βελγικής αρχής για την αναγνώρισή του ως πρόσφυγα. Στις 20 Ιουλίου 2017, ο Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides (Γενικός Επίτροπος για τους πρόσφυγες και τους ανιθαγενείς, Βέλγιο, στο εξής: CGRA) απέρριψε την αίτηση του XXX και αρνήθηκε να τον υπαγάγει στο καθεστώς επικουρικής προστασίας. Επί τη βάσει της απορριπτικής αυτής αποφάσεως, στις 26 Ιουλίου 2017, η αρμόδια αρχή κάλεσε τον XXX να εγκαταλείψει τη βελγική επικράτεια.

3.

Στις 21 Αυγούστου 2017 ο XXX άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως του CGRA, της 20ής Ιουλίου 2017, με την οποία αρνήθηκε να του χορηγηθεί διεθνής προστασία ενώπιον του Conseil du contentieux des étrangers (Συμβουλίου επιλύσεως ένδικων διαφορών επί υποθέσεων αλλοδαπών, Βέλγιο, στο εξής: CCE). Το CCE απέρριψε την προσφυγή αυτή στις 11 Ιανουαρίου 2018.

4.

Στις 24 Αυγούστου 2017, ο XXX άσκησε προσφυγή ενώπιον του CCE κατά της αποφάσεως της 26ης Ιουλίου 2017 με την οποία είχε διαταχθεί να εγκαταλείψει το Βέλγιο. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο XXX προσκόμισε έγγραφα τα οποία αποδείκνυαν ότι είχαν επέλθει μεταβολές στην οικογενειακή ζωή και την κατάσταση της υγείας του. Με απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2019, το CCE απέρριψε την προσφυγή του. Το CCE έκρινε ότι ο XXX δεν μπορούσε πλέον να προσβάλει την απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017 με την οποία είχε διαταχθεί να εγκαταλείψει το Βέλγιο, καθόσον με την απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 2018, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά της αρνήσεως του CGRA να του χορηγηθεί διεθνή προστασία, το συγκεκριμένο ζήτημα κρίθηκε οριστικώς. Υιοθέτησε την άποψη ότι κατά την εκτίμηση της νομιμότητας διαταγής περί εγκαταλείψεως της βελγικής επικράτειας δεν μπορεί να λάβει υπόψη εξελίξεις οι οποίες ανέκυψαν μετά την έκδοση της εν λόγω διαταγής ( 4 ). Το CCE έκρινε επίσης ότι δεν ευσταθεί το επιχείρημα του XXX κατά το οποίο οι αρχές δεν μπορούσαν να εκδώσουν εις βάρος του διαταγή περί εγκαταλείψεως της επικράτειας ενόσω εκκρεμούσε η προσφυγή του κατά της αποφάσεως του CGRA περί μη υπαγωγής του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας, καθόσον η προσφυγή του κατά της αποφάσεως αυτής κρίθηκε στις 11 Ιανουαρίου 2018.

5.

Στις 6 Νοεμβρίου 2019 ο αναιρεσείων άσκησε ενώπιον του Conseil d’État (Συμβουλίου της Επικρατείας) αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το CCE στις 22 Οκτωβρίου 2019. Το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας) θεωρεί, πρώτον, ότι στο πλαίσιο αιτήσεως για την ακύρωση διαταγής περί εγκαταλείψεως της βελγικής επικράτειας, το CCE πρέπει, κατ’ αρχήν, να εξετάσει τη διαταγή αυτή ex tunc. Δεύτερον, φρονεί ότι η απόφαση Gnandi δεν προσδιορίζει με σαφήνεια το χρονικό σημείο κατά το οποίο υπήκοος τρίτης χώρας μπορεί να επικαλεστεί μεταβολή των περιστάσεων για τον σκοπό αυτόν και, συνεπώς, δεν αποφαίνεται ως προς το εάν το δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη στοιχεία τα οποία προέκυψαν μετά την έκδοση της αποφάσεως επιστροφής ( 5 ). Η προσέγγιση αυτή ενδέχεται να έχει σημαντικές συνέπειες για την εφαρμογή της οδηγίας περί επιστροφής, ιδίως του άρθρου 5 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο ορίζει ότι, κατά την εφαρμογή της, τα κράτη μέλη λαμβάνουν δεόντως υπόψη, μεταξύ άλλων, την οικογενειακή ζωή και την κατάσταση της υγείας του συγκεκριμένου υπηκόου τρίτης χώρας.

Β.   Υπόθεση C‑712/21

6.

Στις 29 Φεβρουαρίου 2016 η XXX υπέβαλε αίτηση στην αρμόδια βελγική αρχή για την αναγνώρισή της ως πρόσφυγα. Στις 30 Σεπτεμβρίου 2016 ο CGRA απέρριψε την αίτησή της και αρνήθηκε να την υπαγάγει στο καθεστώς επικουρικής προστασίας. Παραπέμποντας στην απόφαση του CGRA, στις 6 Οκτωβρίου 2016, η αρμόδια αρχή διέταξε την XXX να εγκαταλείψει τη βελγική επικράτεια.

7.

Στις 28 Οκτωβρίου 2016, η XXX άσκησε, ενώπιον του CCE, προσφυγή κατά της αποφάσεως που εξέδωσε ο CGRA στις 30 Σεπτεμβρίου 2016. Η προσφυγή αυτή απορρίφθηκε στις 19 Ιανουαρίου 2017. Στις 7 Νοεμβρίου 2016, η XXX άσκησε ενώπιον του CCE προσφυγή κατά της από 6 Οκτωβρίου 2016 διαταγής περί εγκαταλείψεως της επικράτειας. Κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως κατά την οποία η XXX προσκόμισε έγγραφα που αφορούσαν τον ιδιωτικό της βίο, το CCE, με απόφαση που εξέδωσε στις 22 Οκτωβρίου 2019, απέρριψε την προσφυγή της κατά της διαταγής περί εγκαταλείψεως της επικράτειας. Το εν λόγω δικαστήριο υιοθέτησε το ίδιο σκεπτικό με αυτό που εκτίθεται στο σημείο 4 των παρουσών προτάσεων.

8.

Η XXX άσκησε αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Conseil d’État (Συμβουλίου της Επικρατείας) κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το CCE στις 22 Οκτωβρίου 2019. Για τους ίδιους λόγους με αυτούς που παρατίθενται στο σημείο 5 των παρουσών προτάσεων, το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας) έκρινε ότι η απόφαση Gnandi δεν προσδιορίζει το χρονικό σημείο μέχρι το οποίο το εξετάζον τη νομιμότητα αποφάσεως επιστροφής όργανο μπορεί να λάβει υπόψη τυχόν μεταβολή των περιστάσεων που αφορούν την οικογενειακή ζωή υπηκόου τρίτης χώρας.

9.

Στις κύριες δίκες των υποθέσεων C‑711/21 και C‑712/21, το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας) έκρινε ότι τα άρθρα 4 ( 6 ), 7 και 47 του Χάρτη καθώς και τα άρθρα 5, 6, παράγραφος 6, και 14 της οδηγίας περί επιστροφής ενδέχεται να απαιτούν από το δικαστήριο που εξετάζει τη νομιμότητα διαταγής περί εγκαταλείψεως της επικράτειας, η οποία εκδόθηκε κατόπιν της απόρριψης αιτήσεως για την παροχή διεθνούς προστασίας, να λάβει υπόψη μεταβολές που σχετίζονται με την οικογενειακή ζωή ή την κατάσταση της υγείας του εκάστοτε αιτούντος οι οποίες επήλθαν πριν από την ημερομηνία κατά την οποία λαμβάνει χώρα η εξέταση αυτή. Ως εκ τούτου, το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας) ανέστειλε τις ενώπιόν του διαδικασίες σε αμφότερες τις υποθέσεις και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχουν τα άρθρα 4 ( 7 ), 7 και 47 του [Χάρτη] και τα άρθρα 5, [6, παράγραφος 6], και 13 της οδηγίας [περί επιστροφής], υπό το πρίσμα της αποφάσεως [Gnandi], την έννοια ότι ο δικαστής που επιλαμβάνεται προσφυγής ασκηθείσας κατά αποφάσεως επιστροφής, η οποία εκδίδεται κατόπιν αποφάσεως περί απορρίψεως αιτήσεως για την παροχή διεθνούς προστασίας, οφείλει, κατά την εκτίμηση της νομιμότητας της αποφάσεως επιστροφής, να λαμβάνει υπόψη μόνον τις μεταβολές των περιστάσεων οι οποίες δύνανται να έχουν ουσιώδη σημασία για την εκτίμηση της καταστάσεως βάσει του προμνημονευθέντος άρθρου 5 και επήλθαν πριν από την περάτωση της διαδικασίας παροχής διεθνούς προστασίας ενώπιον του Conseil du contentieux des étrangers (Συμβουλίου επιλύσεως ένδικων διαφορών επί υποθέσεων αλλοδαπών);

2)

Πρέπει οι περιστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 5 της οδηγίας [περί επιστροφής], να έχουν ανακύψει σε χρονικό σημείο κατά το οποίο ο αλλοδαπός διέμενε νομίμως ή του επιτρεπόταν να παραμένει στην επικράτεια;»

III. Διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

10.

Με απόφαση της 4ης Ιανουαρίου 2022, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου διέταξε τη συνεκδίκαση των υποθέσεων C‑711/21 και C‑712/21 προς διευκόλυνση της γραπτής και της προφορικής διαδικασίας καθώς και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

11.

Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν οι αναιρεσείοντες, η Βελγική και η Ολλανδική Κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

12.

Στις γραπτές παρατηρήσεις που υπέβαλε στις 29 Μαρτίου 2022 η Βελγική Κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι αμφότερες οι υποθέσεις πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, καθόσον η ζητούμενη από το αιτούν δικαστήριο ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης δεν είναι πλέον αναγκαία προκειμένου να μπορέσει να αποφανθεί επί των υποθέσεων αυτών. Στις 30 Μαρτίου 2020 η αρμόδια αρχή χορήγησε στον αναιρεσείοντα στην υπόθεση C‑711/21 άδεια διαμονής ( 8 ). Στις 8 Μαρτίου 2021, η αρμόδια αρχή χορήγησε στην αναιρεσείουσα στην υπόθεση C‑712/21 άδεια διαμονής με ισχύ μέχρι τις 18 Φεβρουαρίου 2021, η οποία, εν συνεχεία, ανανεώθηκε μέχρι τις 18 Φεβρουαρίου 2023 ( 9 ). Η Βελγική Κυβέρνηση ενημέρωσε επίσης το Δικαστήριο ότι η αρμόδια βελγική αρχή ( 10 ) είχε γνωστοποιήσει τις ως άνω εξελίξεις στο Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας) στις 24 Φεβρουαρίου 2022.

13.

Στις 17 Ιουνίου 2022 ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου απέστειλε επιστολή στο Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας) προκειμένου να επιβεβαιώσει εάν οι αναιρεσείοντες έχουν δικαίωμα διαμονής στο Βέλγιο και, σε καταφατική περίπτωση, εάν εμμένει στις αιτήσεις προδικαστικών αποφάσεων. Στις 27 Ιουνίου 2022, το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας) επιβεβαίωσε, κατόπιν ακροάσεως του δικηγόρου των αναιρεσειόντων, ότι σε έκαστο εξ αυτών είχε χορηγηθεί δικαίωμα διαμονής στο Βέλγιο. Παρά ταύτα, δήλωσε ότι εμμένει στις αιτήσεις προδικαστικών αποφάσεων. Το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας) επισήμανε ότι, κατά τον δικηγόρο των αναιρεσειόντων, το δικαίωμα διαμονής τους στο Βέλγιο είναι προσωρινό και η Βελγική Κυβέρνηση δεν έχει ανακαλέσει τις αποφάσεις επιστροφής. Ο δικηγόρος των αναιρεσειόντων υποστήριξε ότι, σε περίπτωση που δεν παραταθεί το δικαίωμα διαμονής τους, η Βελγική Κυβέρνηση δύναται να κινήσει εκ νέου τη διαδικασία επιστροφής τους, επί τη βάσει των αποφάσεων επιστροφής.

14.

Υπό το πρίσμα της απαντήσεως του Conseil d’État (Συμβουλίου της Επικρατείας), στις 6 Ιουλίου 2022, ο εισηγητής δικαστής και ο γενικός εισαγγελέας ζήτησαν ( 11 ) από τη Βελγική Κυβέρνηση να ενημερώσει το Δικαστήριο σχετικά με το ισχύον καθεστώς των αποφάσεων επιστροφής που εκδόθηκαν για τους αναιρεσείοντες ή οποιωνδήποτε άλλων αποφάσεων επιστροφής είχαν ενδεχομένως εκδοθεί σε σχέση με αυτούς. Στις 15 Ιουλίου 2022 η Βελγική Κυβέρνηση απάντησε επισημαίνοντας ότι «η χορήγηση άδειας διαμονής δεν συνάδει με την ύπαρξη αποφάσεως επιστροφής. Η απόφαση επιστροφής ανακαλείται εκ του νόμου με τη χορήγηση της άδειας διαμονής χωρίς η αρμόδια αρχή να υποχρεούται να εκδώσει νέα απόφαση επιστροφής». Εξ αυτού, η Βελγική Κυβέρνηση συνήγαγε ότι, υπό το πρίσμα της πρόσφατης νομολογίας του Conseil d’État (Συμβουλίου της Επικρατείας) επ’ αυτού ακριβώς του ζητήματος ( 12 ), οι αναιρεσείοντες δεν έχουν πλέον έννομο συμφέρον στη συνέχιση της διαδικασίας ακυρώσεως των αποφάσεων επιστροφής.

15.

Στις 20 Ιουλίου 2022, το Δικαστήριο προώθησε την από 15 Ιουλίου 2022 απάντηση της Βελγικής Κυβερνήσεως στο Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας). Ρώτησε δε εκ νέου το εν λόγω δικαστήριο εάν εμμένει στις αιτήσεις προδικαστικών αποφάσεων και, εφόσον εμμένει πράγματι, για ποιους ακριβώς λόγους.

16.

Στις 3 Αυγούστου 2022 το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας) έκρινε ότι, υπό το πρίσμα των διιστάμενων απόψεων μεταξύ του δικηγόρου των αναιρεσειόντων και της Βελγικής Κυβερνήσεως, δεν μπορεί να ανακαλέσει τις αιτήσεις προδικαστικών αποφάσεων χωρίς προηγούμενη ακρόαση των διαδίκων και χωρίς να αποφανθεί επί του εννόμου συμφέροντος των αναιρεσειόντων ως προς τη διατήρηση των αιτήσεων αναιρέσεως. Περαιτέρω, επισήμανε ότι η εκκρεμείς ενώπιόν του διαδικασίες έχουν ανασταλεί μέχρις ότου δοθεί απάντηση από το Δικαστήριο στις αιτήσεις προδικαστικών αποφάσεων. Ως εκ τούτου, το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας) έκρινε ότι δεν είναι σε θέση να αποφανθεί επί του καθεστώτος των αποφάσεων επιστροφής και του εννόμου συμφέροντος των αναιρεσειόντων ως προς την εκδίκαση των αιτήσεων αναιρέσεώς τους.

IV. Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα

17.

Κατά πάγια νομολογία, για τα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ερωτήματα που έχει υποβάλει το εθνικό δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ ισχύει το τεκμήριο ότι είναι λυσιτελή. Στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, την οποία επιτάσσει η εν λόγω διάταξη, εναπόκειται αποκλειστικώς στον εθνικό δικαστή που έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της εκδοθησόμενης δικαστικής αποφάσεως, να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Εντούτοις, από το περιεχόμενο αλλά και από την οικονομία του άρθρου 267 ΣΛΕΕ προκύπτει ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως προϋποθέτει ότι εκκρεμεί πράγματι διαφορά ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, στο πλαίσιο της οποίας αυτά καλούνται να εκδώσουν απόφαση που θα λαμβάνει υπόψη την απάντηση του Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να διατυπώνει συμβουλευτικές γνώμες επί γενικών ή υποθετικών ζητημάτων. Κατά συνέπεια, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πρέπει να είναι αναγκαία για την πραγματική επίλυση μιας ένδικης διαφοράς ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου ( 13 ).

18.

Εξ αυτού συνάγεται ότι, εφόσον παρίσταται ανάγκη, το Δικαστήριο μπορεί να εξετάσει τις συνθήκες υπό τις οποίες του έχουν υποβληθεί τα ερωτήματα από το εθνικό δικαστήριο, προκειμένου να εξακριβώσει τη δική του αρμοδιότητα και, ειδικότερα, να προσδιορίσει εάν η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης έχει σχέση με το υποστατό και το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, ώστε το Δικαστήριο να μην οδηγείται στη διατύπωση συμβουλευτικών γνωμών επί γενικών και υποθετικών ερωτημάτων ( 14 ). Εάν προκύπτει ότι το υποβληθέν ερώτημα είναι προδήλως άσχετο με την επίλυση της συγκεκριμένης διαφοράς, το Δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να απόσχει από την έκδοση αποφάσεως ( 15 ).

19.

Η προβλεπόμενη από το άρθρο 267 ΣΛΕΕ διαδικασία προδικαστικής παραπομπής, η οποία καθιερώνει τον διάλογο μεταξύ του Δικαστηρίου και των δικαστηρίων των κρατών μελών, αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του δικαιοδοτικού συστήματος που καθιερώνεται με τις Συνθήκες. Αποσκοπεί στη διασφάλιση της ενότητας της ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης καθιστώντας, επομένως, δυνατή τη διασφάλιση της συνοχής, της πλήρους αποτελεσματικότητάς του και της αυτονομίας του ( 16 ). Το άρθρο 267 ΣΛΕΕ και το σύστημα δικαστικού διαλόγου και συνεργασίας το οποίο καθιερώνει αποτελεί lex specialis που εκφράζει τη βασική αρχή που αποτυπώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ ( 17 ), σύμφωνα με την οποία η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη υποχρεούνται να συνεργάζονται καλόπιστα κατά την εκπλήρωση των εκ των Συνθηκών καθηκόντων ( 18 ). Τα εθνικά δικαστήρια, ως αναπόσπαστο τμήμα του κράτους, δεσμεύονται από την αρχή αυτή στις σχέσεις τους με τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου του Δικαστηρίου ( 19 ). Όπως συνάγεται από το γράμμα του άρθρου 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, το οποίο αναφέρεται στον «αμοιβαίο σεβασμό» μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών, η υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας είναι αμοιβαία ( 20 ). Το Δικαστήριο αποφαίνεται, στο πλαίσιο της προβλεπόμενης στο άρθρο 267 ΣΛΕΕ κατανομής των δικαστικών καθηκόντων μεταξύ του ιδίου και των εθνικών δικαστηρίων, μέσω της εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, χωρίς να εξετάζει, κατ’ αρχήν, τις περιστάσεις υπό τις οποίες το εθνικό δικαστήριο του υπέβαλε τα ερωτήματα και υπό τις οποίες προτίθεται να εφαρμόσει την επίμαχη διάταξη του δικαίου της Ένωσης. Η κατάσταση διαφέρει μόνο στην περίπτωση όπου είτε προκύπτει ότι καταστρατηγήθηκε ο σκοπός της διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ και ότι η διαδικασία αυτή αποσκοπεί στο να οδηγήσει το Δικαστήριο να αποφανθεί μέσω κατασκευασμένης διαφοράς, είτε είναι προφανές ότι η διάταξη του δικαίου της Ένωσης, η ερμηνεία της οποίας ζητήθηκε από το Δικαστήριο, δεν μπορεί να εφαρμοστεί για την επίλυση της διαφοράς στο πλαίσιο της οποίας υποβλήθηκε η προδικαστική παραπομπή ( 21 ).

20.

Υπό το πρίσμα της ενστάσεως απαραδέκτου που προέβαλε με τις γραπτές της παρατηρήσεις η Βελγική Κυβέρνηση και της αλληλογραφίας μεταξύ του Δικαστηρίου, του Conseil d’État (Συμβουλίου της Επικρατείας) και της Βελγικής Κυβερνήσεως, εξακολουθεί να παραμένει εξαιρετικά αμφίβολο εάν το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας) πρέπει να λάβει υπόψη του την απάντηση του Δικαστηρίου στις αιτήσεις προδικαστικών αποφάσεων προκειμένου να επιλύσει τις εκκρεμείς ενώπιόν του ένδικες διαφορές. Συναφώς, η νομολογία του Conseil d’État (Συμβουλίου της Επικρατείας), την οποία παραθέτει η Βελγική Κυβέρνηση στην απάντηση που απέστειλε στο Δικαστήριο στις 15 Ιουλίου 2022, καταδεικνύει με σαφήνεια ότι η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι αναγκαία για την πραγματική επίλυση των αιτήσεων αναιρέσεως που ασκήθηκαν ενώπιον του Conseil d’État (Συμβουλίου της Επικρατείας), στο μέτρο που οι αποφάσεις επιστροφής οι οποίες αποτελούν το αντικείμενο των εν λόγω αιτήσεων αναιρέσεως φαίνεται να έχουν εξαφανισθεί από τη βελγική έννομη τάξη ( 22 ).

21.

Μολονότι, εν τέλει, εναπόκειται στο Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας) να αποφανθεί σχετικώς, το δικαστήριο αυτό, όταν του ζητήθηκε εκ νέου από το Δικαστήριο στις 20 Ιουλίου 2022 να δηλώσει εάν εμμένει στις αιτήσεις προδικαστικών αποφάσεων και, εφόσον τούτο ισχύει, για ποιους ακριβώς λόγους, δεν εξέτασε τη λυσιτέλεια της πρόσφατης δικής του αποφάσεως και απλώς επιβεβαίωσε τη βούλησή του να εμμείνει στις αιτήσεις αυτές χωρίς να διευκρινίσει για ποιους λόγους οι εν λόγω αιτήσεις ασκούν οποιαδήποτε επιρροή στην έκβαση των εκκρεμών ενώπιόν του ένδικων διαφορών ( 23 ). Το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας) αναφέρεται απλώς στην ανάγκη ακροάσεως των διαδίκων προτού αποφανθεί επί του συγκεκριμένου ζητήματος ενόσω έχουν ανασταλεί οι ενώπιόν του διαδικασίες.

22.

Λαμβανομένης υπόψη της πρόσφατης νομολογίας του Conseil d’État (Συμβουλίου της Επικρατείας) ( 24 ), του γεγονότος ότι η αρμόδια βελγική αρχή είχε ενημερώσει το εν λόγω δικαστήριο σχετικά με τη χορήγηση αδειών διαμονής στους αναιρεσείοντες και ότι το δικαστήριο αυτό απηύθυνε, σε ορισμένες περιπτώσεις, ερωτήσεις στον δικηγόρο των αναιρεσειόντων επί του ζητήματος ( 25 ), δεν καθίσταται σαφές για ποιον λόγο το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας) είναι προδήλως απρόθυμο να απαντήσει πλήρως στο ερώτημα που του απηύθυνε το Δικαστήριο ούτως ώστε να συνδράμει το Δικαστήριο στο πλαίσιο εκπληρώσεως της αποστολής του να διασφαλίσει την τήρηση του δικαίου κατά την ερμηνεία των Συνθηκών ( 26 ).

23.

Στις προτάσεις της επί της υποθέσεως Di Donna, η γενική εισαγγελέας J. Kokott παρατήρησε ότι το πνεύμα συνεργασίας που πρυτανεύει κατά τη λειτουργία της προδικαστικής παραπομπής συνεπάγεται ότι το εθνικό δικαστήριο λαμβάνει υπόψη την αποστολή που έχει ανατεθεί στο Δικαστήριο «η οποία συνίσταται στο να συμβάλλει στην απονομή της δικαιοσύνης εντός των κρατών μελών και όχι να διατυπώνει συμβουλευτικές γνώμες επί γενικών ή υποθετικών ζητημάτων» ( 27 ). Στις προτάσεις του επί της υποθέσεως Pohotovosť, ο γενικός εισαγγελέας N. Wahl επισήμανε ότι «είναι απαραίτητο τα εθνικά δικαστήρια να εξηγούν τους λόγους, όταν οι λόγοι αυτοί δεν προκύπτουν σαφώς από τη δικογραφία, για τους οποίους φρονούν ότι η απάντηση στα ερωτήματά τους είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς. Το καθήκον του Δικαστηρίου να σέβεται τις ιδιαίτερες ευθύνες του εθνικού δικαστή, επιβάλλει συγχρόνως στον εθνικό δικαστή να λαμβάνει υπόψη του και την ιδιαίτερη λειτουργία που επιτελεί στον προδικαστικό τομέα το Δικαστήριο. Όπως έκρινε πρόσφατα το Δικαστήριο, δεν υποχρεούται να εκδώσει απόφαση όταν το αιτούν δικαστήριο εμμένει στην αίτησή του για έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, χωρίς να διευκρινίζει, μολονότι του ζητήθηκε, ποιες είναι οι συνέπειες εξελίξεως ή γεγονότος του οποίου έλαβε γνώση το Δικαστήριο και το οποίο αφορά τόσο την απόφαση που θα εκδοθεί στο πλαίσιο της κύριας δίκης όσο και τη λυσιτέλεια των προδικαστικών ερωτημάτων για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης» ( 28 ).

24.

Φρονώ ότι, στο πλαίσιο της συνεργασίας αυτής, το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας) μπορούσε να άρει την αναστολή των ενώπιόν του διαδικασιών, να ακούσει τους διαδίκους επί του ζητήματος και να αποφανθεί επί του υποστατού, κατά το βελγικό δίκαιο, των αποφάσεων επιστροφής που εκδόθηκαν εις βάρος των αναιρεσειόντων. Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, διάταξη εθνικού δικαίου κωλύουσα τη θέση σε εφαρμογή της διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ πρέπει να μένει ανεφάρμοστη ( 29 ). Με βάση τις πληροφορίες που τέθηκαν στη διάθεση του Δικαστηρίου, οι υπό κρίση προδικαστικές διαδικασίες είναι, εκ πρώτης όψεως, άνευ αντικειμένου, με συνέπεια οι απαντήσεις του Δικαστηρίου στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα να μην είναι ενδεχομένως αναγκαίες προκειμένου το αιτούν δικαστήριο να επιλύσει τις αχθείσες ενώπιόν του ένδικες διαφορές ( 30 ). Λόγω των μεταβολών που επήλθαν στην κατάσταση των αναιρεσειόντων μετά την υποβολή των αιτήσεων προδικαστικών αποφάσεων ελλοχεύει επίσης σαφής κίνδυνος το Δικαστήριο να δαπανήσει πολύτιμους πόρους προκειμένου να δώσει απάντηση στα ερωτήματα αυτά. Οι ως άνω παρατηρήσεις τελούν υπό την επιφύλαξη ότι το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας) διατηρεί τη δυνατότητα να υποβάλει νέες αιτήσεις προδικαστικών αποφάσεων αφότου επιβεβαιώσει ότι οι σχετικές απαντήσεις είναι αναγκαίες για την πραγματική επίλυση αχθείσας ενώπιόν του ένδικης διαφοράς ( 31 ).

V. Πρόταση

25.

Για τους ανωτέρω λόγους, προτείνω στο Δικαστήριο να κρίνει ότι δεν είναι αρμόδιο, δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας, Βέλγιο) στις 4 Νοεμβρίου 2021.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.

( 2 ) Με ημερομηνία 4 Νοεμβρίου 2021.

( 3 ) ΕΕ 2008, L 348, σ. 98.

( 4 ) Παραπέμποντας στην απόφαση της 19ης Ιουνίου 2018, Gnandi (C‑181/16, στο εξής: απόφαση Gnandi, EU:C:2018:465).

( 5 ) Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας περί επιστροφής ορίζει ότι «[τ]α κράτη μέλη εκδίδουν απόφαση επιστροφής για υπηκόους τρίτης χώρας που διαμένουν παράνομα στο έδαφός τους, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπονται στις παραγράφους 2 έως 5». Το άρθρο 6, παράγραφος 6, της ίδια οδηγίας προβλέπει ότι «[η] παρούσα οδηγία δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να λαμβάνουν απόφαση ως προς τη λήξη της νόμιμης παραμονής μαζί με απόφαση επιστροφής και/ή απόφαση απομάκρυνσης και/ή απαγόρευση εισόδου, στο πλαίσιο ατομικής διοικητικής ή δικαστικής απόφασης ή πράξης, όπως προβλέπεται στην εθνική τους νομοθεσία, με την επιφύλαξη των δικονομικών εγγυήσεων του Κεφαλαίου ΙΙΙ και δυνάμει άλλων συναφών διατάξεων του κοινοτικού και εθνικού δικαίου».

( 6 ) Το άρθρο 4 του Χάρτη ουδεμία επιρροή ασκεί στην υπόθεση C‑712/21, καθόσον η αναιρεσείουσα δεν προέβαλε παράβαση της εν λόγω διατάξεως.

( 7 ) Τα προδικαστικά ερωτήματα στις υποθέσεις C‑711/21 και C‑712/21 είναι πανομοιότυπα, με τη διαφορά ότι στην υπόθεση C‑712/21 το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας) έκρινε ότι παρέλκει η υποβολή ερωτήματος ως προς το άρθρο 4 του Χάρτη.

( 8 ) Η επίμαχη άδεια διαμονής είναι τύπου «Carte F». Ισχύει για πέντε έτη.

( 9 ) Η επίμαχη άδεια διαμονής είναι τύπου «Carte A». Ισχύει για ένα έτος και δύναται να ανανεωθεί.

( 10 ) Η Office des étrangers (Υπηρεσία Αλλοδαπών, Βέλγιο).

( 11 ) Κατά το άρθρο 62, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

( 12 ) C.E., αριθ. 254.100 της 24ης Ιουνίου 2022. Με την απόφαση αυτή, το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας) έκρινε ότι, δεδομένου ότι είχε χορηγηθεί στον αναιρεσείοντα άδεια διαμονής «η απόφαση αυτή αντίκειται στη διαταγή περί εγκαταλείψεως της επικράτειας» και «συνιστά πράξη αντίθετη προς την τελευταία κατά τρόπον ο οποίος έχει ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση της εν λόγω αποφάσεως από την έννομη τάξη. Δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη […] έχει εξαφανιστεί από την έννομη τάξη, το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν δύναται πλέον να στηρίξει την προβολή ενστάσεως από τον αναιρεσείοντα. Κατά συνέπεια, ο αναιρεσείων δεν διαθέτει πλέον το απαιτούμενο έννομο συμφέρον για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως».

( 13 ) Βλ. αποφάσεις της 27ης Ιουνίου 2013, Di Donna (C‑492/11, EU:C:2013:428, σκέψεις 24 έως 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Pohotovosť (C‑470/12, EU:C:2014:101, σκέψεις 27 έως 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και της 24ης Νοεμβρίου 2020, Openbaar Ministerie (Πλαστογραφία) (C‑510/19, EU:C:2020:953, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 14 ) Μολονότι το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας) δεν γνώριζε ότι οι αναιρεσείοντες διέθεταν άδεια διαμονής στις 4 Νοεμβρίου 2021, εντούτοις, ακολούθως, δεν γνωστοποίησε στο Δικαστήριο τις εν λόγω εξελίξεις, παρότι ενημερώθηκε γι’ αυτές στις 24 Φεβρουαρίου 2022. Συναφώς, το σημείο 26 των συστάσεων προς τα εθνικά δικαστήρια, σχετικ[ών] με την υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων (ΕΕ 2019, C 380, σ. 1) ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι «στο [αιτούν δικαστήριο] εναπόκειται να ενημερώνει το Δικαστήριο για κάθε διαδικαστική ενέργεια δυνάμενη να επηρεάσει την ενώπιόν του διαδικασία […]».

( 15 ) Απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 2013, Stoilov i Ko (C‑180/12, EU:C:2013:693, σκέψη 38). Καίτοι, στις υπό κρίση υποθέσεις, η Βελγική Κυβέρνηση προέβαλε ζήτημα παραδεκτού των αιτήσεων προδικαστικών αποφάσεων, από την προαναφερθείσα απόφαση αλλά και την απόφαση Gnandi (σκέψη 31) συνάγεται με σαφήνεια ότι το Δικαστήριο μπορεί να εγείρει αυτεπαγγέλτως ζήτημα παραδεκτού των εν λόγω αιτήσεων. Κατά το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το αιτούν δικαστήριο αναστέλλει την ενώπιόν του διαδικασία. Εντούτοις, το άρθρο 101 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου ορίζει ότι το Δικαστήριο μπορεί να ζητήσει από το αιτούν δικαστήριο να του παράσχει διευκρινίσεις.

( 16 ) Απόφαση της 2ας Μαρτίου 2021, A.B. κ.λπ. (Διορισμός δικαστών στο Ανώτατο Δικαστήριο – Προσφυγές) (C‑824/18, EU:C:2021:153, σκέψη 90).

( 17 ) Βλ. Temple Lang, J., «The Development by the Court of Justice of the Duties of Cooperation of National Authorities and Community Institutions Under Article 10 EC», Fordham International Law Journal, τόμος 31, τεύχος 5, 2007, σ. 1517. Βλ., επίσης, Klamert, M., «Article 4 TEU» σε Kellerbauer, M., Klamert, M. και Tomkin, J., (επιμ.) «The EU Treaties and the Charter of Fundamental Rights: A Commentary», Oxford University Press, Νέα Υόρκη (διαδικτυακά), 2019, σ. 35 έως 60.

( 18 ) Τα κράτη μέλη λαμβάνουν κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο ικανό να διασφαλίσει την εκτέλεση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις Συνθήκες ή προκύπτουν από πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Τα κράτη μέλη διευκολύνουν την Ένωση στην εκπλήρωση της αποστολής της και απέχουν από τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου ικανού να θέσει σε κίνδυνο την πραγματοποίηση των στόχων της Ένωσης.

( 19 ) Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, τα κράτη μέλη οφείλουν να λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα προς εξασφάλιση της εφαρμογής και της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης. Βλ. απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Επιτροπή κατά Σλοβενίας (Αρχεία της ΕΚΤ) (C‑316/19, EU:C:2020:1030, σκέψεις 119 και 124).

( 20 ) Διάταξη της 13ης Ιουλίου 1990, Zwartveld κ.λπ. (C‑2/88-IMM, EU:C:1990:315, σκέψη 17).

( 21 ) Απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 1990, Gmurzynska-Bscher (C‑231/89, EU:C:1990:386, σκέψη 23).

( 22 ) Βλ. C.E., αριθ. 254.100 της 24ης Ιουνίου 2022. Το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας) πρέπει να επαληθεύσει τη λυσιτέλεια και το ουσιαστικό περιεχόμενο της εν λόγω εθνικής νομολογίας στο πλαίσιο των ένδικων διαφορών στις κύριες δίκες. Υπό την επιφύλαξη επαληθεύσεως από το αιτούν δικαστήριο, παρατηρείται πρόσφατη μεταστροφή της θέσης του επί του συγκεκριμένου ζητήματος. Βλ. απόφαση της 15ης Απριλίου 2021, État belge (Στοιχεία μεταγενέστερα της απόφασης μεταφοράς) (C‑194/19, EU:C:2021:270, σκέψη 20), η οποία αφορούσε παρόμοια αναιρετική διαδικασία ενώπιον του Conseil d’État (Συμβουλίου της Επικρατείας). Στην υπόθεση εκείνη, το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας) επισήμανε, κατόπιν αιτήματος παροχής πληροφοριών του Δικαστηρίου, ότι η αίτηση αναιρέσεως της κύριας δίκης, η οποία έβαλλε κατά της νομιμότητας αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση ασύλου του αναιρεσείοντος και ο τελευταίος υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τη βελγική επικράτεια, διατηρούσε το αντικείμενό της καθόσον αφορούσε δικαστική απόφαση την οποία καμία πραγματική περίσταση δεν μπορεί να εξαφανίσει από την έννομη τάξη.

( 23 ) Βλ., κατ’ αντιδιαστολήν, σκέψεις 32 και 33 της αποφάσεως Gnandi όπου το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας) κατέστησε σαφές για ποιους ακριβώς λόγους ήταν αναγκαία η απάντηση του Δικαστηρίου για την επίλυση της αχθείσας ενώπιόν του διαφοράς και για ποιους λόγους ενέμενε στην αίτησή του προδικαστικής αποφάσεως. Βλ., επίσης, απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2016, Rendón Marín (C‑165/14, EU:C:2016:675, σκέψεις 30 και 31), όπου το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο, Ισπανία) διευκρίνισε ότι, μολονότι η αχθείσα ενώπιόν του ένδικη διαφορά, η οποία αφορούσε τη μη χορήγηση άδειας προσωρινής διαμονής, είχε επιλυθεί, η απάντηση του Δικαστηρίου επί της αιτήσεως προδικαστικής παραπομπής παρέμενε λυσιτελής προκειμένου να επιλυθεί το εκκρεμές ζήτημα της οφειλόμενης αποζημιώσεως συνεπεία της ως άνω αρνήσεως.

( 24 ) Βλ., C.E., αριθ. 254.100 της 24ης Ιουνίου 2022.

( 25 ) Κατά πώς φαίνεται, υπό την επιφύλαξη επαληθεύσεως από το αιτούν δικαστήριο, η αρμόδια βελγική αρχή δεν ερωτήθηκε επί του συγκεκριμένου ζητήματος.

( 26 ) Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 2ας Μαρτίου 2021, A.B. κ.λπ. (Διορισμός δικαστών στο Ανώτατο Δικαστήριο – Προσφυγές) (C‑824/18, EU:C:2021:153, σκέψη 107).

( 27 ) Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Di Donna (C‑492/11, EU:C:2013:225, σημείο 22).

( 28 ) Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα N. Wahl στην υπόθεση Pohotovosť (C‑470/12, EU:C:2013:844, σημείο 29).

( 29 ) Απόφαση της 2ας Μαρτίου 2021, A.B. κ.λπ. (Διορισμός δικαστών στο Ανώτατο Δικαστήριο – Προσφυγές) (C‑824/18, EU:C:2021:153, σκέψη 141 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 30 ) Η απάντηση του Δικαστηρίου σε ερωτήματα τα οποία έχουν τεθεί υπό τις περιστάσεις αυτές θα συνιστούσε παροχή συμβουλευτικής γνώμης επί υποθετικών ζητημάτων κατά παράβαση της αποστολής του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της δικαστικής συνεργασίας που καθιερώνεται από το άρθρο 267 ΣΛΕΕ.

( 31 ) Βλ., κατ’ αναλογίαν, διάταξη της 12ης Μαΐου 2016, Security Service κ.λπ. (C‑692/15 έως C‑694/15, EU:C:2016:344, σκέψη 30).