ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MACIEJ SZPUNAR

της 13ης Ιουλίου 2023 ( 1 )

Υπόθεση C‑606/21

Doctipharma SAS

κατά

Union des Groupements de pharmaciens d’officine (UDGPO),

Pictime Coreyre

[αίτηση του cour d’appel de Paris
(εφετείου Παρισίων, Γαλλία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση – Οδηγία 2001/83/ΕΚ – Πώληση φαρμάκων στο κοινό εξ αποστάσεως – Φάρμακα για τα οποία δεν απαιτείται ιατρική συνταγή – Οδηγία 2000/31/ΕΚ – Δραστηριότητα εταιρίας η οποία ασκείται σε διαδικτυακό τόπο που αφορά μη συνταγογραφούμενα φάρμακα – Δραστηριότητα συνιστάμενη σε υπηρεσία διαμεσολάβησης μεταξύ των φαρμακείων και του κοινού – Περιορισμός της συγκεκριμένης μορφής πωλήσεων από το εθνικό δίκαιο – Προστασία της δημόσιας υγείας»

I. Εισαγωγή

1.

Η εμπορία φαρμάκων μέσω διαδικτύου εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής διαφόρων πράξεων του δικαίου της Ένωσης, έχει δε αποτελέσει αντικείμενο ορισμένων αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως. Με την υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να εξετάσει μια υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας η οποία, όπως οι υπηρεσίες που χρησιμοποιούνται σε άλλους τομείς της οικονομίας, καθιστά δυνατή ή τουλάχιστον διευκολύνει την επικοινωνία των επαγγελματιών με τους πελάτες τους. Πιο συγκεκριμένα, τα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο αφορούν την επιβαλλόμενη στον πάροχο της υπηρεσίας αυτής απαγόρευση ορισμένων δραστηριοτήτων, η οποία απορρέει από την ερμηνεία των εφαρμοστέων εθνικών διατάξεων, καθώς και τη συμβατότητα της απαγόρευσης αυτής με την οδηγία 2001/83/ΕΚ ( 2 ).

II. Το νομικό πλαίσιο

Α.   Το δίκαιο της Ένωσης

1. Οι οδηγίες σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας

2.

Κατά το άρθρο 1, σημείο 2, της οδηγίας 98/34/ΕΚ ( 3 ):

«Κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

[…]

2)

“υπηρεσία”: οποιαδήποτε υπηρεσία της κοινωνίας των πληροφοριών, ήτοι κάθε υπηρεσία που συνήθως παρέχεται έναντι αμοιβής, με ηλεκτρονικά μέσα εξ αποστάσεως και κατόπιν προσωπικής επιλογής ενός αποδέκτη υπηρεσιών.

Για τους σκοπούς του παρόντος ορισμού, νοείται με τον όρο:

“εξ αποστάσεως”: υπηρεσία που παρέχεται χωρίς τα συμβαλλόμενα μέρη να είναι ταυτόχρονα παρόντα,

“με ηλεκτρονικά μέσα”: υπηρεσία που παρέχεται στην αφετηρία της και γίνεται αποδεκτή στον προορισμό της μέσω εξοπλισμών ηλεκτρονικής επεξεργασίας (συμπεριλαμβανομένης της ψηφιακής συμπίεσης) ή αποθήκευσης δεδομένων και η οποία παρέχεται, διαβιβάζεται και λαμβάνεται εξ ολοκλήρου μέσω τηλεφωνικής γραμμής, ραδιοφωνικής μετάδοσης, οπτικής ίνας ή με άλλα ηλεκτρομαγνητικά μέσα,

“κατόπιν συγκεκριμένης παραγγελίας ενός αποδέκτη υπηρεσιών”: υπηρεσία που παρέχεται με μετάδοση δεδομένων κατόπιν συγκεκριμένης παραγγελίας.

[…]»

3.

Διάφορες πράξεις του δικαίου της Ένωσης παραπέμπουν στον ορισμό αυτόν. Ειδικότερα, η οδηγία 2000/31/ΕΚ ( 4 ) ορίζει, στο άρθρο 2, στοιχείο αʹ, την έννοια των «υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας» παραπέμποντας στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 98/34.

2. Η οδηγία 2001/83

4.

Με το άρθρο 1, σημείο 20, της οδηγίας 2011/62 προστέθηκε στην οδηγία 2001/83 ο τίτλος VΙΙα, που επιγράφεται «Πώληση εξ αποστάσεως στο κοινό» και στον οποίο περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, το άρθρο 85γ, το οποίο έχει ως εξής:

«1.   Με την επιφύλαξη της εθνικής νομοθεσίας που απαγορεύει την πώληση εξ αποστάσεως στο κοινό φαρμάκων που χορηγούνται με ιατρική συνταγή μέσω των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα φάρμακα διατίθενται προς πώληση εξ αποστάσεως στο κοινό μέσω των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, όπως ορίζεται στην οδηγία [98/34], υπό τους ακόλουθους όρους:

α)

το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που διαθέτει τα φάρμακα είναι εγκεκριμένος ή εξουσιοδοτημένος να προμηθεύει φάρμακα στο κοινό και εξ αποστάσεως, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο το εν λόγω πρόσωπο είναι εγκατεστημένο,

β)

το πρόσωπο που εμφαίνεται στο στοιχείο α) έχει κοινοποιήσει στο κράτος μέλος στο οποίο το εν λόγω πρόσωπο είναι εγκατεστημένο τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες:

i)

το όνομα ή την εταιρική επωνυμία και τη μόνιμη διεύθυνση του τόπου δραστηριότητας από τον οποίο παρέχονται τα εν λόγω φάρμακα,

ii)

την ημερομηνία έναρξης της δραστηριότητας προσφοράς φαρμάκων προς πώληση εξ αποστάσεως στο κοινό μέσω των υπηρεσιών της κοινωνίας των πληροφοριών,

iii)

τη διεύθυνση της ιστοσελίδας που χρησιμοποιείται για τον σκοπό αυτό και όλες τις σχετικές αναγκαίες πληροφορίες για τον εντοπισμό της εν λόγω ιστοσελίδας,

iv)

κατά περίπτωση, την κατάταξη σύμφωνα με τον τίτλο VI των φαρμάκων τα οποία διατίθενται προς πώληση εξ αποστάσεως στο κοινό μέσω των υπηρεσιών της κοινωνίας των πληροφοριών.

Όπου χρειάζεται, οι πληροφορίες αυτές επικαιροποιούνται,

γ)

τα φάρμακα συμμορφώνονται προς την εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους προορισμού σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1,

δ)

με την επιφύλαξη των απαιτήσεων για πληροφορίες που προβλέπονται στην οδηγία [2000/31], η ιστοσελίδα που προσφέρει τα φάρμακα περιέχει τουλάχιστον:

i)

τα στοιχεία επικοινωνίας της αρμόδιας αρχής ή της αρχής που έχει καθορισθεί κατά το στοιχείο β),

ii)

σύνδεσμο με την ιστοσελίδα του κράτους μέλους εγκατάστασης όπως αναφέρεται στην παράγραφο 4,

iii)

τον κοινό λογότυπο της παραγράφου 3 που εμφανίζεται σαφώς σε κάθε σελίδα του ιστοτόπου που σχετίζεται με τη διάθεση φαρμάκων για πώληση εξ αποστάσεως στο κοινό. Ο κοινός λογότυπος περιέχει σύνδεσμο προς την καταχώριση του προσώπου στον κατάλογο που αναφέρεται στην παράγραφο 4 στοιχείο γ).

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν όρους, που δικαιολογούνται για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας, για τη λιανική διάθεση στην επικράτειά τους φαρμάκων προς πώληση στο κοινό εξ αποστάσεως μέσω των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας.

[…]

6.   Με την επιφύλαξη της οδηγίας [2000/31] και των απαιτήσεων που περιλαμβάνονται στον παρόντα τίτλο, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν ότι άλλα πρόσωπα, εκτός από εκείνα που εμφαίνονται στην παράγραφο 1, τα οποία προσφέρουν φάρμακα προς πώληση εξ αποστάσεως στο κοινό μέσω των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας και ασκούν τη δραστηριότητά τους στην επικράτειά τους, υπόκεινται σε αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις.»

Β.   Το γαλλικό δίκαιο

5.

Κατά το άρθρο L. 5125-25 του code de la santé publique (κώδικα δημόσιας υγείας):

«Απαγορεύεται στους φαρμακοποιούς ή στους προστηθέντες τους να ζητούν την υποβολή παραγγελιών από το κοινό.

Απαγορεύεται στους φαρμακοποιούς να λαμβάνουν παραγγελίες φαρμάκων και άλλων προϊόντων ή αντικειμένων που μνημονεύονται στο άρθρο L. 4211-1 με τη συνήθη διαμεσολάβηση μεσιτών, καθώς και να διακινούν και να διανέμουν κατ’ οίκον τα προαναφερθέντα φάρμακα, προϊόντα ή αντικείμενα των οποίων η παραγγελία έχει περιέλθει σε αυτούς με τον συγκεκριμένο τρόπο.

Κάθε παραγγελία που μεταφέρεται εκτός του φαρμακείου από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο μπορεί να παραδίδεται μόνο σε σφραγισμένο δέμα το οποίο φέρει το όνομα και τη διεύθυνση του πελάτη.

Πάντως, υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως των διατάξεων του πρώτου εδαφίου του άρθρου L. 5125-21, οι φαρμακοποιοί, καθώς και τα άλλα πρόσωπα που είναι νομίμως εξουσιοδοτημένα να τους αντικαθιστούν, βοηθούν ή επικουρούν, μπορούν να παραδίδουν προσωπικώς παραγγελίες στην κατοικία των ασθενών των οποίων η κατάσταση το απαιτεί.»

6.

Το άρθρο L. 5125-26 του εν λόγω κώδικα προβλέπει:

«Απαγορεύεται η πώληση στο κοινό όλων των φαρμάκων, προϊόντων και αντικειμένων που μνημονεύονται στο άρθρο L. 4211-1 μέσω επιχειρήσεων προμηθειών, ενώσεων αγορών ή νομικών προσώπων που ανήκουν ή διοικούνται από πρόσωπα τα οποία δεν είναι κάτοχοι ενός εκ των διπλωμάτων, πιστοποιητικών ή άλλων τίτλων που μνημονεύονται στο άρθρο L. 4221-1.»

III. Τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης

7.

Ο διαδικτυακός τόπος www.doctipharma.fr, τον οποίο διαχειρίζεται η εταιρία Doctipharma SAS, παρέχει στους χρήστες του διαδικτύου τη δυνατότητα να αγοράζουν, «από τους ιστοτόπους φαρμακείων» (ή, όπως αναφέρει με άλλη διατύπωση το αιτούν δικαστήριο, «από φαρμακοποιό που διαχειρίζεται τον εμπορικό του ιστότοπο μέσω της τεχνικής λύσης [της] Doctipharma»), φαρμακευτικά προϊόντα και φάρμακα χωρίς ιατρική συνταγή.

8.

Το αιτούν δικαστήριο περιγράφει τη λειτουργία του εν λόγω διαδικτυακού τόπου ως εξής. Ο χρήστης του διαδικτύου πρέπει να δημιουργήσει έναν λογαριασμό πελάτη και να συμπληρώσει για τον σκοπό αυτό μια φόρμα, παρέχοντας προσωπικά στοιχεία που θα καθιστούν δυνατή την ταυτοποίησή του και θα διευκολύνουν την πρόσβασή του στους ιστοτόπους των φαρμακοποιών της επιλογής του. Για τη δημιουργία του λογαριασμού, ο χρήστης του διαδικτύου πρέπει να ορίσει τον φαρμακοποιό από τον οποίο θα πραγματοποιήσει τις αγορές του και με τον οποίο θα συνδέσει τον λογαριασμό του. Ο διαδικτυακός τόπος της Doctipharma παρουσιάζει τα μη συνταγογραφούμενα φάρμακα υπό μορφή αναρτημένου καταλόγου, τον οποίο ο χρήστης του διαδικτύου μπορεί να «μελετήσει» με σκοπό την πραγματοποίηση παραγγελίας. Ο εν λόγω διαδικτυακός τόπος εμφανίζει τα φάρμακα που διατίθενται από τα φαρμακεία υπό μορφή κατηγοριών προϊόντων, αναφέροντας την τιμή τους, και διαβιβάζει την παραγγελία στον φαρμακοποιό του οποίου ο ιστότοπος φιλοξενείται στον διαδικτυακό τόπο της Doctipharma. Η πληρωμή διενεργείται μέσω ενός ενιαίου συστήματος πληρωμών κοινού για το σύνολο των συνδεδεμένων φαρμακείων. Με μήνυμα που αποστέλλεται στον λογαριασμό πελάτη και στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του χρήστη του διαδικτύου που πραγματοποίησε την παραγγελία επιβεβαιώνεται η οριστικοποίηση της παραγγελίας.

9.

Η Union des groupements de pharmaciens d’officine (ένωση συλλόγων φαρμακοποιών, Γαλλία) (UDGPO) είναι ένωση αποτελούμενη από φαρμακευτικούς συλλόγους. Θεωρεί ότι η διαδικασία διαδικτυακής πώλησης που προτείνει η Doctipharma στα φαρμακεία συνεπάγεται ότι η εταιρία αυτή συμμετέχει στο ηλεκτρονικό εμπόριο φαρμάκων και ότι, εφόσον η εν λόγω εταιρία δεν έχει την ιδιότητα του φαρμακοποιού, η συγκεκριμένη δραστηριότητα δεν είναι σύννομη.

10.

Με απόφαση της 31ης Μαΐου 2016, το tribunal de commerce de Nanterre (εμποροδικείο Nanterre, Γαλλία) έκρινε ότι o διαδικτυακός τόπος της Doctipharma δεν είναι σύννομος όσον αφορά την πώληση φαρμάκων και υποχρέωσε, κατ’ ουσίαν, την εταιρία αυτή να παύσει το ηλεκτρονικό εμπόριο φαρμάκων στον συγκεκριμένο διαδικτυακό τόπο.

11.

Η Doctipharma άσκησε έφεση ενώπιον του cour d’appel de Versailles (εφετείου Βερσαλλιών, Γαλλία), το οποίο εξαφάνισε την ως άνω απόφαση με απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2017. Συγκεκριμένα, το εφετείο έκρινε ότι ο διαδικτυακός τόπος της Doctipharma είναι σύννομος, καθόσον οι παραγγελίες των χρηστών του διαδικτύου, οι οποίες απλώς και μόνον διαβιβάζονται μέσω της πλατφόρμας που έχει δημιουργήσει η Doctipharma ως μέσο τεχνικής υποστήριξης των διαδικτυακών τόπων των φαρμακοποιών, λαμβάνονται από τους ίδιους τους φαρμακοποιούς, χωρίς η Doctipharma να παρεμβαίνει με άλλον τρόπο στην επεξεργασία τους. Κατά το εν λόγω δικαστήριο, ο ιστότοπος αυτός παρέχει τη δυνατότητα απευθείας επικοινωνίας πελατών και φαρμακείων.

12.

Με απόφαση της 19ης Ιουνίου 2019, το Cour de cassation (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Γαλλία) αναίρεσε την απόφαση αυτή λόγω παραβάσεως των άρθρων L.5125-25 και L.5125-26 του code de la santé publique (κώδικα δημόσιας υγείας) και ανέπεμψε την υπόθεση στο cour d’appel de Paris (εφετείο Παρισίων, Γαλλία), που είναι το αιτούν δικαστήριο στην υπό κρίση υπόθεση. Κατά το Cour de cassation (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο), από τη δραστηριότητα της Doctipharma, η οποία συνίσταται ιδίως στη διευκόλυνση της επικοινωνίας φαρμακοποιών και πιθανών ασθενών με σκοπό την πώληση φαρμάκων, προκύπτει ότι η εταιρία αυτή διαδραματίζει ρόλο μεσάζοντα και, ως εκ τούτου, συμμετέχει στο ηλεκτρονικό εμπόριο φαρμάκων χωρίς να έχει την ιδιότητα του φαρμακοποιού, κατά παράβαση των εν λόγω διατάξεων του code de la santé publique (κώδικα δημόσιας υγείας).

13.

Με δήλωση της 19ης Αυγούστου 2019, η Doctipharma ζήτησε εν συνεχεία από το cour d’appel de Paris (εφετείο Παρισίων) να υποβάλει στο Δικαστήριο πλείονα προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία αφορούν, κατ’ ουσίαν, την ερμηνεία του άρθρου 85γ της οδηγίας 2001/83 και την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών.

14.

Η Doctipharma θεωρεί ότι η δραστηριότητά της συνίσταται στον σχεδιασμό και στη συντήρηση από τεχνική άποψη μιας κοινής λύσης που απευθύνεται σε φαρμακοποιούς, προκειμένου αυτοί να έχουν τη δυνατότητα να διαμορφώνουν και να διαχειρίζονται τους δικούς τους διαδικτυακούς τόπους ηλεκτρονικού εμπορίου μη συνταγογραφούμενων φαρμάκων, σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν τη διαδικτυακή πώληση φαρμάκων. Κατά την Doctipharma, τα γαλλικά δικαστήρια οφείλουν να ερμηνεύσουν τα άρθρα L.5125‑25, δεύτερο εδάφιο, και L.5125-26 του code de la santé publique (κώδικα δημόσιας υγείας) υπό το πρίσμα του άρθρου 85γ της οδηγίας 2001/83 για να κρίνουν αν η απαγόρευση διαμεσολάβησης στην πώληση φαρμάκων που απορρέει από τις εν λόγω εθνικές διατάξεις πρέπει να εφαρμοστεί στη δραστηριότητά της.

15.

Επιπλέον, η Doctipharma υποστηρίζει ότι η λύση που έγινε δεκτή στην απόφαση Asociación Profesional Elite Taxi ( 5 ) στηρίζεται στις ιδιαίτερες περιστάσεις της υποθέσεως εκείνης, οι οποίες συνδέονται, ειδικότερα, με την καθοριστική επιρροή που ασκεί η εταιρία Uber στους όρους παροχής υπηρεσιών των οδηγών και, ως εκ τούτου, η λύση αυτή δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην υπό κρίση διαφορά της κύριας δίκης. Το ίδιο ισχύει, κατά την Doctipharma, και για την απόφαση A (Διαφήμιση και πώληση φαρμάκων μέσω διαδικτύου) ( 6 ), δεδομένου ότι η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση εκείνη αφορούσε τη δυνατότητα επίκλησης των γαλλικών περιορισμών όσον αφορά τη διαφήμιση με σκοπό την πώληση φαρμάκων, έναντι εταιρίας εδρεύουσας σε κράτος μέλος διαφορετικό από τη Γαλλία η οποία εμπορεύεται φάρμακα μέσω του διαδικτυακού της τόπου σε Γάλλους καταναλωτές, ήτοι αφορούσε ζήτημα διαφορετικό σε σχέση με το επίμαχο στη διαφορά της κύριας δίκης. Η Doctipharma επισημαίνει, ωστόσο, ότι η απόφαση εκείνη είναι συναφής με την υπό κρίση υπόθεση, στο μέτρο που η επίμαχη στην υπόθεση εκείνη πλατφόρμα διαδικτυακής πώλησης φαρμάκων αποτελούσε υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/31.

16.

Στο ίδιο πνεύμα, το αιτούν δικαστήριο, κάνοντας μνεία στην απόφαση Asociación Profesional Elite Taxi ( 7 ), επισημαίνει, αφενός, ότι η παρεχόμενη από την Doctipharma υπηρεσία έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά σε σχέση με την υπηρεσία την οποία αφορούσε η εν λόγω απόφαση, δεδομένου ότι οι φαρμακοποιοί, σε αντίθεση με τους μη επαγγελματίες οδηγούς της Uber, είναι επαγγελματίες στον τομέα της πώλησης φαρμάκων, και, αφετέρου, ότι δεν προκύπτει ότι η Doctipharma παρεμβαίνει στον καθορισμό της τιμής των φαρμάκων. Ως προς την απόφαση A (Διαφήμιση και πώληση φαρμάκων μέσω διαδικτύου) ( 8 ), το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι δεν αφορά τα ίδια ζητήματα με αυτά που εγείρονται στην υπό κρίση διαφορά της κύριας δίκης, δεδομένου ότι η συγκεκριμένη απόφαση αφορά τη συμβατότητα των γαλλικών περιορισμών σχετικά με τη διαφήμιση φαρμάκων προς το άρθρο 85γ της οδηγίας 2001/83.

IV. Τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

17.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το cour d’appel de Paris (εφετείο Παρισίων), με απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2021, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 30 Σεπτεμβρίου 2021, αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Πρέπει η δραστηριότητα της Doctipharma που ασκείται στον ιστότοπό της, www.doctipharma.fr, και μέσω αυτού, να χαρακτηριστεί ως “υπηρεσία της κοινωνίας των πληροφοριών”, κατά την έννοια της οδηγίας [98/34];

2)

Στην περίπτωση αυτή, εμπίπτει η δραστηριότητα της Doctipharma που ασκείται στον ιστότοπό της, www.doctipharma.fr, και μέσω αυτού, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 85γ της οδηγίας [2001/83];

3)

Πρέπει το άρθρο 85γ της οδηγίας [2001/83] να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι συνιστά περιορισμό που δικαιολογείται για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας η απορρέουσα από ερμηνεία των άρθρων L.5125-25 και L.5125-26 του code de la santé publique [κώδικα δημόσιας υγείας] απαγόρευση της δραστηριότητας της Doctipharma που ασκείται στον ιστότοπό της, www.doctipharma.fr, και μέσω αυτού;

4)

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, πρέπει το άρθρο 85γ της οδηγίας [2001/83] να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει τη δραστηριότητα της Doctipharma που ασκείται επί και βάσει του ιστοτόπου της www.doctipharma.fr;

5)

Στην περίπτωση αυτή, πρέπει να θεωρηθεί ότι η απαγόρευση της δραστηριότητας της Doctipharma, η οποία απορρέει από την εκ μέρους του Cour de cassation [Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου] ερμηνεία των άρθρων L.5125-25 και L.5125-26 του code de la santé publique [κώδικα δημόσιας υγείας], δικαιολογείται για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας κατά την έννοια του άρθρου 85γ της οδηγίας [2001/83];

6)

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, πρέπει το άρθρο 85γ της οδηγίας [2001/83] να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει τη δραστηριότητα της “υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας” που παρέχει η Doctipharma;»

18.

Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν οι διάδικοι της κύριας δίκης, η Γαλλική, η Τσεχική και η Ιταλική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Οι διάδικοι της κύριας δίκης, η Γαλλική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή εκπροσωπήθηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση η οποία διεξήχθη στις 19 Απριλίου 2023.

V. Ανάλυση

Α.   Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

19.

Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν η δραστηριότητα που ασκεί η Doctipharma στον διαδικτυακό της τόπο αποτελεί «υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας», κατά την έννοια της οδηγίας 98/34 ( 9 ).

20.

Προκαταρκτικώς, οφείλω να παρατηρήσω ότι η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν περιλαμβάνει πλήρη περιγραφή της υπηρεσίας που παρέχει η Doctipharma, ενώ τα στοιχεία που προσκόμισαν επ’ αυτού οι διάδικοι δεν συμφωνούν πάντοτε μεταξύ τους. Εντούτοις, υπό το πρίσμα των στοιχείων που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, το πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να θεωρηθεί ότι αφορά, κατ’ ουσίαν, το ζήτημα αν το άρθρο 1, σημείο 2, της οδηγίας 98/34 έχει την έννοια ότι αποτελεί «υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας», κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, μια υπηρεσία παρεχόμενη σε διαδικτυακό τόπο η οποία συνίσταται στη διευκόλυνση της επικοινωνίας φαρμακοποιών και πελατών με σκοπό την πώληση, από τους ιστοτόπους των φαρμακείων που έχουν εγγραφεί στον συγκεκριμένο διαδικτυακό τόπο, φαρμάκων για τα οποία δεν απαιτείται ιατρική συνταγή.

21.

Η οδηγία 98/34 ορίζει ως «υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας»«κάθε υπηρεσία που συνήθως παρέχεται έναντι αμοιβής, με ηλεκτρονικά μέσα εξ αποστάσεως και κατόπιν προσωπικής επιλογής ενός αποδέκτη υπηρεσιών».

22.

Συναφώς, πρώτον, η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν περιέχει κανένα συγκεκριμένο στοιχείο από το οποίο να μπορεί να συναχθεί ότι η παρεχόμενη από την Doctipharma υπηρεσία παρέχεται έναντι αμοιβής. Πάντως, από αυτήν προκύπτει ότι οι φαρμακοποιοί διαχειρίζονταν τους ιστοτόπους τους μέσω της τεχνικής λύσης της Doctipharma· εξ αυτού συνάγω ότι, επομένως, αυτοί οφείλουν να εγγραφούν προηγουμένως στη συγκεκριμένη υπηρεσία. Στις γραπτές παρατηρήσεις της, η Doctipharma αναφέρει ότι οι φαρμακοποιοί εγγράφονται στην πλατφόρμα με κατ’ αποκοπή χρέωση. Η Γαλλική Κυβέρνηση προσθέτει ότι η Doctipharma εισπράττει, για την υπηρεσία που παρέχει, ποσοστό επί των πωλήσεων το οποίο παρακρατά υπέρ αυτής η πλατφόρμα. Εν πάση περιπτώσει, λίγη σημασία έχει, στο πλαίσιο αυτό, αν η αμοιβή προκύπτει μέσω παρακράτησης που διενεργεί η Doctipharma επί του τιμήματος που πληρώνει ο πελάτης ή από καταβολή που πραγματοποιεί ο φαρμακοποιός. Συγκεκριμένα, η αμοιβή για μια υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας δεν καταβάλλεται κατ’ ανάγκην από όλους όσους ωφελούνται από την υπηρεσία ( 10 ).

23.

Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο αναφέρει, όπως προκύπτει από τα σημεία 7 και 8 των παρουσών προτάσεων, ότι οι χρήστες του διαδικτύου αγοράζουν από τον διαδικτυακό τόπο της Doctipharma φαρμακευτικά προϊόντα και μη συνταγογραφούμενα φάρμακα από τους ιστοτόπους των φαρμακείων. Προσθέτει δε ότι το Cour de cassation (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο) αναίρεσε την απόφαση του cour d’appel de Versailles (εφετείου Βερσαλλιών) με το σκεπτικό ότι αυτό δεν συνήγαγε τα συμπεράσματα των δικών του διαπιστώσεων, κατά τις οποίες η δραστηριότητα της Doctipharma στον διαδικτυακό της τόπο συνίσταται, ιδίως, στη διευκόλυνση της επικοινωνίας φαρμακοποιών και πελατών με σκοπό την πώληση φαρμάκων. Επομένως, ανεξαρτήτως του αμφισβητούμενου ζητήματος αν, από νομικής απόψεως, κατά τους ορισμούς και τις έννοιες του γαλλικού δικαίου, η παρεχόμενη από την Doctipharma υπηρεσία αποτελεί μορφή διαμεσολάβησης ή μεσιτείας, διαπιστώνεται ότι, από πραγματικής απόψεως, η υπηρεσία αυτή καθιστά δυνατή ή, τουλάχιστον, διευκολύνει την επαφή των φαρμακοποιών και των πελατών.

24.

Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, εφόσον η διευκόλυνση της επικοινωνίας μεταξύ του πελάτη και του φαρμακείου πραγματοποιείται μέσω διαδικτυακού τόπου χωρίς ταυτόχρονη παρουσία, η υπηρεσία που παρέχεται από την Doctipharma συνιστά υπηρεσία παρεχόμενη εξ αποστάσεως και με ηλεκτρονικά μέσα ( 11 ). Συναφώς, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει αν, σε οποιαδήποτε στιγμή κατά τη διαδικασία συνάψεως συμβάσεως, ο φαρμακοποιός και ο πελάτης έρχονται σε επαφή μεταξύ τους, ή με την Doctipharma, με άλλον τρόπο εκτός από τη χρήση εξοπλισμών ηλεκτρονικής επεξεργασίας.

25.

Τρίτον, από όσα εκτέθηκαν στο σημείο 22 των παρουσών προτάσεων προκύπτει ότι η παρεχόμενη από την Doctipharma υπηρεσία παρέχεται κατόπιν προσωπικής επιλογής τόσο των φαρμακοποιών, οι οποίοι πρέπει να εγγραφούν στον διαδικτυακό τόπο της Doctipharma για να μπορέσουν να λάβουν την παρεχόμενη από την εταιρία αυτή υπηρεσία, όσο και των πελατών, οι οποίοι επιθυμούν να αγοράσουν φάρμακα από τους φαρμακοποιούς που έχουν εγγραφεί στον εν λόγω διαδικτυακό τόπο.

26.

Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι υπηρεσία παρεχόμενη από πάροχο υπηρεσιών σε διαδικτυακό τόπο, η οποία συνίσταται στη διευκόλυνση της επικοινωνίας φαρμακοποιών και πελατών με σκοπό την πώληση, από τους ιστοτόπους των φαρμακείων που έχουν εγγραφεί στον εν λόγω διαδικτυακό τόπο με κατ’ αποκοπή χρέωση, φαρμάκων για τα οποία δεν απαιτείται ιατρική συνταγή, χωρίς ο εν λόγω πάροχος, ο φαρμακοποιός και ο πελάτης να έρχονται σε επαφή με άλλον τρόπο εκτός από τη χρήση εξοπλισμών ηλεκτρονικής επεξεργασίας κατά τη σύναψη συμβάσεως πωλήσεως, αποτελεί κατ’ αρχήν «υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας», κατά την έννοια της οδηγίας 98/34.

27.

Τούτου λεχθέντος, σύμφωνα με τις αποφάσεις Asociación Profesional Elite Taxi ( 12 ), Airbnb Ireland ( 13 ) και Star Taxi App ( 14 ), στις οποίες παραπέμπουν το αιτούν δικαστήριο και οι διάδικοι στις παρατηρήσεις τους, μια υπηρεσία η οποία συνίσταται στη διευκόλυνση της επικοινωνίας πελατών και παρόχων και η οποία πληροί το σύνολο των προϋποθέσεων του άρθρου 1, σημείο 2, της οδηγίας 98/34 αποτελεί, κατ’ αρχήν, υπηρεσία αυτοτελή έναντι της επακόλουθης, παρεχόμενης από τους εν λόγω παρόχους, υπηρεσίας με την οποία σχετίζεται και, συνεπώς, πρέπει να χαρακτηριστεί ως «υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας». Εντούτοις, δεν ισχύει το ίδιο όταν προκύπτει ότι η εν λόγω υπηρεσία διευκόλυνσης επικοινωνίας αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα μιας συνολικής υπηρεσίας της οποίας κύριο στοιχείο είναι μια υπηρεσία υπαγόμενη σε άλλον νομικό χαρακτηρισμό. Από την εν λόγω νομολογία προκύπτει ότι τούτο συμβαίνει όταν η υπηρεσία διευκόλυνσης επικοινωνίας είναι λειτουργικά και οικονομικά αναπόσπαστη από την άλλη υπηρεσία. Πέραν αυτού, πρέπει, επιπλέον, ο πάροχος της πρώτης υπηρεσίας να οργανώνει και να ελέγχει τη γενική λειτουργία της δεύτερης υπηρεσίας ( 15 ).

28.

Συναφώς, κατά πρώτον και κυριότερον, όπως επισήμανε το Δικαστήριο στην απόφαση Ker-Optika ( 16 ), παραπέμποντας στην αιτιολογική σκέψη 18 της οδηγίας 2000/31 και στην αιτιολογική έκθεση της πρότασης της οδηγίας αυτής, οι υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τη διαδικτυακή πώληση αγαθών και τις υπηρεσίες που καθιστούν δυνατή την πραγματοποίηση ηλεκτρονικών συναλλαγών μέσω διαδικτύου για την αγορά εμπορευμάτων, όπως η διαδραστική τηλεαγορά και τα ηλεκτρονικά εμπορικά κέντρα.

29.

Υπό τις συνθήκες αυτές, διατηρώ αμφιβολίες σχετικά με το κατά πόσον η νομολογία που μνημονεύθηκε στο σημείο 27 των παρουσών προτάσεων είναι απολύτως εφαρμόσιμη σε περιπτώσεις στις οποίες μια δραστηριότητα συνιστάμενη στην πώληση αγαθών μέσω διαδικτύου διευκολύνεται ή ακόμη και πραγματοποιείται μέσω υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας, παρεχόμενης από άλλον πάροχο ο οποίος φέρνει σε επικοινωνία τους πωλητές με τους πελάτες. Στις περιπτώσεις αυτές, η υπηρεσία διευκόλυνσης της επικοινωνίας δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αναπόσπαστο μέρος μιας συνολικής υπηρεσίας της οποίας το κύριο στοιχείο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας». Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από το σημείο 28 των παρουσών προτάσεων, μια υπηρεσία διαδικτυακής πώλησης συνιστά, αφ’ εαυτής, υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας.

30.

Ως εκ τούτου, το να θεωρηθεί ότι η υπηρεσία διευκόλυνσης της επικοινωνίας πωλητών με πελάτες αποτελεί αναπόσπαστο μέρος μιας συνολικής υπηρεσίας πώλησης δεν θα μετέβαλλε κατ’ ανάγκην τον νομικό χαρακτηρισμό της υπηρεσίας αυτής ως «υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας». Πάντως, η εκτίμηση ότι πληρούνται τα κριτήρια που απορρέουν από τη μνημονευθείσα στο σημείο 27 των παρουσών προτάσεων νομολογία θα έπρεπε να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι ο πάροχος μιας υπηρεσίας που, εξ ορισμού, συνίσταται απλώς και μόνον στη διευκόλυνση της επικοινωνίας πωλητών με πελάτες αποτελεί, ο ίδιος, τον πάροχο της υπηρεσίας πωλήσεως.

31.

Κατά δεύτερον, και εν πάση περιπτώσει, όπως παρατηρεί το αιτούν δικαστήριο, η επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση υπηρεσία δεν πληροί τα κριτήρια που απορρέουν από τη νομολογία που μνημονεύθηκε στο σημείο 27 των παρουσών προτάσεων.

32.

Συγκεκριμένα, αφενός, οι φαρμακοποιοί είναι επαγγελματίες στην πώληση φαρμάκων οι οποίοι δύνανται να διενεργούν πωλήσεις εξ αποστάσεως ανεξάρτητα από την παρεχόμενη από την Doctipharma υπηρεσία, οπότε η υπηρεσία αυτή μπορεί να θεωρηθεί διακριτή από την πράξη πωλήσεως αυτή καθεαυτήν. Αφετέρου, δεν φαίνεται ότι η Doctipharma οργανώνει τη γενική λειτουργία των πράξεων πωλήσεως, δεδομένου ότι η επιλογή φαρμακοποιού πραγματοποιείται από τον πελάτη, ενώ η εν λόγω εταιρία δεν παρεμβαίνει στον καθορισμό της τιμής των φαρμάκων τα οποία πωλούνται από επαγγελματίες και δεν ασκεί έλεγχο επί των πράξεων πωλήσεως αυτών. Επιπλέον, το γεγονός ότι τα φάρμακα παρουσιάζονται στην ιστοσελίδα της Doctipharma υπό μορφή αναρτημένου καταλόγου δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι η εταιρία αυτή καθορίζει την προσφορά των φαρμάκων. Πράγματι, από τα αναφερθέντα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση προκύπτει ότι ο κατάλογος αυτός καταρτίστηκε αρχικώς με βάση το σύνολο των εγκεκριμένων φαρμάκων στο κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένοι η Doctipharma και οι φαρμακοποιοί που είναι εγγεγραμμένοι στην παρεχόμενη από την εταιρία αυτή υπηρεσία, κατάλογος ο οποίος εν συνεχεία τροφοδοτείται με στοιχεία περί της διαθεσιμότητας των φαρμάκων τα οποία παρέχουν οι εγγεγραμμένοι φαρμακοποιοί.

33.

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, εμμένω στη γνώμη που διατύπωσα στο σημείο 26 των παρουσών προτάσεων. Επομένως, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι αποτελεί «υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας», κατά την έννοια του άρθρου 1, σημείο 2, της οδηγίας 98/34, μια υπηρεσία παρεχόμενη από πάροχο υπηρεσιών σε διαδικτυακό τόπο, η οποία συνίσταται στη διευκόλυνση της επικοινωνίας φαρμακοποιών και πελατών με σκοπό την πώληση, από τους ιστοτόπους των φαρμακείων που έχουν εγγραφεί στον εν λόγω διαδικτυακό τόπο με κατ’ αποκοπή χρέωση, φαρμάκων για τα οποία δεν απαιτείται ιατρική συνταγή, χωρίς ο εν λόγω πάροχος, ο φαρμακοποιός και ο πελάτης να έρχονται σε επαφή με άλλον τρόπο εκτός από τη χρήση εξοπλισμών ηλεκτρονικής επεξεργασίας κατά τη σύναψη συμβάσεως πωλήσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει κατά πόσον, από πραγματικής απόψεως, συντρέχουν όλα τα στοιχεία αυτά όσον αφορά την επίμαχη στην κύρια δίκη υπηρεσία.

Β.   Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

1. Η οριοθέτηση του ερωτήματος

34.

Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 85γ, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 85γ, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/83 έχουν την έννοια ότι εμπίπτει σε μία από τις διατάξεις αυτές η απαγόρευση που επιβάλλεται σε πάροχο υπηρεσίας όπως η περιγραφόμενη στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, η οποία απορρέει από την ερμηνεία των εθνικών διατάξεων που απαγορεύουν τη χρήση της υπηρεσίας αυτής στα πρόσωπα που είναι εγκεκριμένα ή εξουσιοδοτημένα να διαθέτουν εξ αποστάσεως στο κοινό φάρμακα για τα οποία δεν απαιτείται ιατρική συνταγή.

35.

Βεβαίως, το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, όπως διατυπώνεται εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου, αφορά απλώς και μόνον το ζήτημα αν η δραστηριότητα της Doctipharma εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 85γ της οδηγίας 2001/83.

36.

Ωστόσο, το ζήτημα αυτό αποτελεί, στην πραγματικότητα, προκαταρκτικό ζήτημα σε σχέση με το τρίτο, το τέταρτο, το πέμπτο και το έκτο προδικαστικό ερώτημα, με τα οποία το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 85γ της οδηγίας 2001/83 αντιτίθεται στην επιβαλλόμενη κατά της Doctipharma απαγόρευση. Προκειμένου να δοθεί απάντηση στα ερωτήματα αυτά, πρέπει όχι μόνο να κριθεί αν η δραστηριότητα της Doctipharma εμπίπτει στη διάταξη αυτή, αλλά και να προσδιοριστεί σε ποια συγκεκριμένα σημεία του εν λόγω άρθρου εμπίπτει η απαγόρευση της δραστηριότητας αυτής που απορρέει από την ερμηνεία των επίμαχων στη διαφορά της κύριας δίκης εθνικών διατάξεων.

37.

Συναφώς, αφενός, το άρθρο 85γ, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/83 απαριθμεί τους όρους από τους οποίους εξαρτάται η διάθεση φαρμάκων προς πώληση εξ αποστάσεως στο κοινό μέσω των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας («[όρους υπό τους οποίους] τα φάρμακα διατίθενται προς πώληση»). Ειδικότερα, το άρθρο 85γ, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής προβλέπει ότι «το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που διαθέτει τα φάρμακα [πρέπει να είναι] εγκεκριμένος ή εξουσιοδοτημένος να προμηθεύει φάρμακα στο κοινό και εξ αποστάσεως, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο το εν λόγω πρόσωπο είναι εγκατεστημένο». Η διάταξη αυτή συμπληρώνεται από το άρθρο 85γ, παράγραφος 6, της εν λόγω οδηγίας, κατά το οποίο «τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν ότι άλλα πρόσωπα, εκτός από εκείνα που εμφαίνονται στην παράγραφο 1, τα οποία προσφέρουν φάρμακα προς πώληση εξ αποστάσεως στο κοινό μέσω των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας και ασκούν τη δραστηριότητά τους στην επικράτειά τους, υπόκεινται σε αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις».

38.

Αφετέρου, το άρθρο 85γ, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/83 προβλέπει ότι «[τ]α κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν όρους, που δικαιολογούνται για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας, για τη λιανική διάθεση στην επικράτειά τους φαρμάκων προς πώληση στο κοινό εξ αποστάσεως μέσω των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας».

39.

Υπό τις συνθήκες αυτές, η αναφορά περί δικαιολόγησης για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας, που διαλαμβάνεται στο τρίτο και στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα, με οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι οι επίμαχες εθνικές διατάξεις εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 85γ, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/83. Εντούτοις, όπως καταδεικνύεται από τα διαμειφθέντα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, τούτο δεν είναι καθόλου προφανές. Κατά συνέπεια, προτείνω το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα να αναδιατυπωθεί κατά τρόπον ώστε το Δικαστήριο να κρίνει κατά πόσον η εκτίμηση ότι οι επίμαχες εθνικές διατάξεις εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 85γ, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/83 συνιστά ορθή ερμηνεία της οδηγίας αυτής ( 17 ).

40.

Προς τούτο και προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα, πρέπει να γίνει οριοθέτηση των αντίστοιχων πεδίων εφαρμογής του άρθρου 85γ, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 85γ, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/83.

2. Η οριοθέτηση των αντίστοιχων πεδίων εφαρμογής των σχετικών διατάξεων

41.

Από το άρθρο 85γ, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και παράγραφος 6, της οδηγίας 2001/83 προκύπτει ότι μία από τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη διάθεση φαρμάκων προς πώληση στο κοινό εξ αποστάσεως μέσω υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας αφορά τα πρόσωπα που μπορούν να ασκούν τέτοια δραστηριότητα. Όπως προκύπτει από την εν λόγω πρώτη διάταξη, τα πρόσωπα αυτά πρέπει να είναι εγκεκριμένα ή εξουσιοδοτημένα να προμηθεύουν φάρμακα στο κοινό και εξ αποστάσεως, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένα. Με άλλα λόγια, η εν λόγω διάταξη μπορεί να νοηθεί υπό την έννοια ότι απαντά στο ερώτημα «ποιος» μπορεί να προβαίνει στη διάθεση φαρμάκων προς πώληση μέσω διαδικτύου. Εξάλλου, μολονότι η προϋπόθεση που θέτει το άρθρο 85γ, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της ως άνω οδηγίας απορρέει από το δίκαιο της Ένωσης, εναπόκειται στο κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου είναι εγκατεστημένο το εν λόγω πρόσωπο (κράτος μέλος καταγωγής) να ρυθμίσει το ζήτημα αυτό.

42.

Από την άλλη πλευρά, το άρθρο 85γ, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/83 αφορά την εξουσία κράτους μέλους, στο έδαφος του οποίου διατίθενται φάρμακα προς πώληση εξ αποστάσεως, να θέτει «όρους […] για τη λιανική διάθεση στην [επικράτεια του εν λόγω κράτους μέλους] φαρμάκων». Πρόκειται, επομένως, για όρους που ενδεχομένως θεσπίζονται σε εθνικό επίπεδο από το κράτος μέλος προορισμού.

43.

Συνεπώς, είναι αναγκαίο, ιδίως όταν το πρόσωπο το οποίο διαθέτει προς πώληση φάρμακα μέσω διαδικτύου είναι εγκατεστημένο στο κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου παραδίδονται τα φάρμακα αυτά, όπως συμβαίνει στην υπό κρίση υπόθεση, να γίνει διάκριση μεταξύ της προϋποθέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 85γ, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2001/83 και των προϋποθέσεων που αφορούν τη λιανική διάθεση φαρμάκων προς πώληση μέσω διαδικτύου, οι οποίες επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 85γ, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής.

44.

Πάντως, λαμβανομένης υπόψη της γενικής διατύπωσης των εκφράσεων που χρησιμοποιούνται στις δύο αυτές διατάξεις, και ιδίως στο άρθρο 85γ, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/83 («[όρους] για τη λιανική διάθεση […] φαρμάκων προς πώληση στο κοινό εξ αποστάσεως μέσω των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας»), φρονώ ότι το συγκεκριμένο ζήτημα δεν μπορεί να επιλυθεί με γραμματική ερμηνεία των διατάξεων αυτών. Αντιθέτως, χρήσιμα στοιχεία για τη διάκριση των προϋποθέσεων που εμπίπτουν σε καθεμία από τις δύο αυτές διατάξεις περιέχονται, πρώτον, στις αιτιολογικές σκέψεις 21 έως 24 της οδηγίας 2011/62 και στη νομολογία στην οποία αυτές παραπέμπουν, καθώς και, δεύτερον, στην οδηγία 2000/31, η οποία αφορά και αυτή την εμπορία προϊόντων μέσω διαδικτύου.

α) Επί της οδηγίας 2011/62

45.

Η αιτιολογική σκέψη 21 της οδηγίας 2011/62, με την οποία προστέθηκε το άρθρο 85γ στην οδηγία 2001/83, αναφέρει ότι «δεν έχουν εναρμονισθεί σε επίπεδο Ένωσης οι ειδικοί όροι για τη λιανική διάθεση φαρμάκων στο κοινό και, ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν όρους για τη διάθεση φαρμάκων στο κοινό εντός των ορίων της συνθήκης [ΛΕΕ]». Οι αιτιολογικές σκέψεις 22 έως 24 της οδηγίας αυτής παρέχουν σχετικές διευκρινίσεις.

46.

Συγκεκριμένα, κατ’ αρχάς, η αιτιολογική σκέψη 22 της οδηγίας 2011/62 αναφέρει ότι, «[κ]ατά την εξέταση της συμβατότητας των όρων για τη λιανική διάθεση φαρμάκων με το ενωσιακό δίκαιο, το [Δικαστήριο] αναγνώρισε τον όλως ιδιάζοντα χαρακτήρα των φαρμάκων, δεδομένου ότι οι θεραπευτικές ιδιότητές τους τα διαφοροποιούν ουσιωδώς από τα λοιπά προϊόντα. Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι […] εναπόκειται […] στα κράτη μέλη να καθορίζουν το επίπεδο προστασίας της δημόσιας υγείας που προτίθενται να παρέχουν και τον τρόπο επίτευξης του επιπέδου αυτού. Αφού το επίπεδο αυτό ενδέχεται να ποικίλλει από το ένα κράτος μέλος στο άλλο, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν συναφώς περιθώρια εκτίμησης όσον αφορά τους όρους για τη διάθεση στην επικράτειά τους των φαρμάκων στο κοινό». Εν συνεχεία, η αιτιολογική σκέψη 23 της οδηγίας αυτής αναφέρει ότι, «[ε]ιδικότερα, ενόψει των κινδύνων για τη δημόσια υγεία και δεδομένης της εξουσίας που εκχωρείται στα κράτη μέλη να καθορίζουν το επίπεδο προστασίας της δημόσιας υγείας, η νομολογία του Δικαστηρίου αναγνώρισε ότι τα κράτη μέλη μπορούν, καταρχήν, να αναθέτουν αποκλειστικά στους φαρμακοποιούς τη λιανική πώληση φαρμάκων». Τέλος, η αιτιολογική σκέψη 24 της εν λόγω οδηγίας αναφέρει ότι, «[ω]ς εκ τούτου και με γνώμονα τη νομολογία του Δικαστηρίου, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να επιβάλλουν όρους που δικαιολογούνται από την προστασία της δημόσιας υγείας για τη λιανική διάθεση φαρμάκων τα οποία διατίθενται προς πώληση εξ αποστάσεως μέσω των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας. Οι όροι αυτοί δεν θα πρέπει να περιορίζουν αδικαιολόγητα τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς».

47.

Εξάλλου, όπως προκύπτει από την απόφαση Apothekerkammer des Saarlandes κ.λπ. ( 18 ), στην οποία παραπέμπουν οι αιτιολογικές σκέψεις 22 και 23 της οδηγίας 2011/62, οι όροι προμήθειας φαρμάκων στο κοινό αφορούν, μεταξύ άλλων, τον τρόπο λιανικής εμπορίας φαρμάκων και, ειδικότερα, τη δυνατότητα ανάθεσης της λιανικής πώλησης φαρμάκων αποκλειστικά στους φαρμακοποιούς που απολαύουν πραγματικής επαγγελματικής ανεξαρτησίας και τη δυνατότητα λήψεως μέτρων για την εξάλειψη ή τον περιορισμό του κινδύνου προσβολής της ανεξαρτησίας αυτής, στο μέτρο που μια τέτοια προσβολή θα μπορούσε να επηρεάσει το επίπεδο της ασφάλειας και της ποιότητας του εφοδιασμού του πληθυσμού με φάρμακα.

48.

Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι η απόφαση Apothekerkammer des Saarlandes κ.λπ. ( 19 ) δεν αφορά τις πωλήσεις μέσω διαδικτύου και, εν πάση περιπτώσει, εκδόθηκε πριν από την έκδοση της οδηγίας 2011/62. Σύμφωνα με τις τροποποιήσεις που επέφερε η οδηγία αυτή, το ζήτημα «ποιος» μπορεί να προβαίνει στη διάθεση φαρμάκων προς πώληση μέσω διαδικτύου ρυθμίζεται στο άρθρο 85γ, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2001/83 ( 20 ). Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι το ζήτημα αυτό ρυθμίζεται πλέον από την τελευταία αυτή διάταξη, δεν μπορεί να εμπίπτει στους όρους σχετικά με τη λιανική διάθεση φαρμάκων προς πώληση μέσω διαδικτύου, τους οποίους επιβάλλει το κράτος μέλος προορισμού δυνάμει του άρθρου 85γ, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής. Αντιθέτως, η διάταξη αυτή αφορά τους όρους που σχετίζονται με τις λοιπές πτυχές περί των οποίων γίνεται λόγος στην απόφαση Apothekerkammer des Saarlandes κ.λπ. ( 21 ), ήτοι τον τρόπο λιανικής εμπορίας φαρμάκων και, ειδικότερα, τα μέτρα για την εξάλειψη ή τον περιορισμό του κινδύνου προσβολής της ανεξαρτησίας των προσώπων που είναι εγκεκριμένα ή εξουσιοδοτημένα να προμηθεύουν φάρμακα στο κοινό.

49.

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, εάν γίνει δεκτό ότι, μέσω της υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας που προσφέρει, η Doctipharma παρέχει υπηρεσία πωλήσεως φαρμάκων στο κοινό εξ αποστάσεως, η απαγόρευση που επιβάλλεται στην εταιρία αυτή πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα του άρθρου 85γ, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2001/83 και, ενδεχομένως, της παραγράφου 6 του άρθρου αυτού. Αντιθέτως, αν δεν θεωρηθεί ότι η Doctipharma διαθέτει φάρμακα προς πώληση στο κοινό εξ αποστάσεως, η εις βάρος της απαγόρευση πρέπει να γίνει δεκτό ότι αφορά τον τρόπο εμπορικής διάθεσης των φαρμάκων και εμπίπτει στο άρθρο 85γ, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής. Χωρίς να θέλω να προκαταλάβω την εκτίμηση στην οποία θα κληθεί να προβεί το αιτούν δικαστήριο στην υπό κρίση περίπτωση, κλίνω υπέρ του δεύτερου αυτού χαρακτηρισμού.

50.

Συγκεκριμένα, αφενός, είμαι της γνώμης ότι το αποτέλεσμα της ανάλυσης βάσει των κριτηρίων που απορρέουν από τη μνημονευθείσα στο σημείο 27 των παρουσών προτάσεων νομολογία έχει σημασία και για τη διάκριση μεταξύ μιας περίπτωσης που εμπίπτει στο άρθρο 85γ, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2001/83 και μιας περίπτωσης που εμπίπτει στο άρθρο 85γ, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής. Η εφαρμογή των ίδιων κριτηρίων διασφαλίζει τη συνοχή των λύσεων που υιοθετούνται στις δύο αυτές διατάξεις, ενώ, όπως θα καταδείξω κατωτέρω ( 22 ), υπάρχει ορισμένη αντιστοιχία μεταξύ των δύο αυτών διατάξεων όσον αφορά την αντίληψή τους για τις υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας στο πλαίσιο της εμπορίας φαρμάκων μέσω διαδικτύου.

51.

Εν πάση περιπτώσει και υπό την επιφύλαξη των εξακριβώσεων στις οποίες οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, από την ανάλυσή μου προκύπτει, όπως επισήμανα στο σημείο 32 των παρουσών προτάσεων, ότι η Doctipharma παρέχει τη δική της υπηρεσία, η οποία δεν αποτελεί αναπόσπαστο μέρος μιας συνολικής υπηρεσίας της οποίας το κύριο στοιχείο συνίσταται στη διάθεση φαρμάκων προς πώληση, οπότε η εταιρία αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι διαθέτει φάρμακα προς πώληση στο κοινό εξ αποστάσεως μέσω υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας.

52.

Αφετέρου, η απαγόρευση μιας υπηρεσίας όπως αυτή που παρέχει η Doctipharma απορρέει, κατά τη διατύπωση του τρίτου και του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος, από ερμηνεία των επίμαχων στη διαφορά της κύριας δίκης εθνικών διατάξεων. Οι διατάξεις αυτές φαίνεται ότι απαγορεύουν στα πρόσωπα που είναι εγκεκριμένα ή εξουσιοδοτημένα να προμηθεύουν φάρμακα στο κοινό, ακόμη και εξ αποστάσεως, ορισμένες συμπεριφορές κατά τη διάθεση φαρμάκων προς πώληση. Συγκεκριμένα, φαίνεται ότι η απαγόρευση της υπηρεσίας που παρέχει η Doctipharma απορρέει και αυτή από την απαγόρευση, που επιβάλλεται στα πρόσωπα αυτά, να χρησιμοποιούν υπηρεσίες όπως η παρεχόμενη από την Doctipharma. Από την άποψη αυτή, η απαγόρευση περί της οποίας γίνεται λόγος στα εν λόγω προδικαστικά ερωτήματα απορρέει από την ερμηνεία των εθνικών διατάξεων που καθορίζουν τον τρόπο εμπορικής διάθεσης φαρμάκων μέσω διαδικτύου.

53.

Ως εκ περισσού, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της, η επίμαχη στη διαφορά της κύριας δίκης απαγόρευση μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί μέτρο με το οποίο ο εθνικός νομοθέτης επιδίωξε να εξαλείψει ή να περιορίσει τον κίνδυνο προσβολής της ανεξαρτησίας των προσώπων που είναι εγκεκριμένα ή εξουσιοδοτημένα να προμηθεύουν φάρμακα στο κοινό. Λαμβανομένης υπόψη της εκ μέρους μου ερμηνείας της αποφάσεως Apothekerkammer des Saarlandes κ.λπ. ( 23 ), στο πλαίσιο της οδηγίας 2001/83 ( 24 ), ένα τέτοιο μέτρο εμπίπτει στο άρθρο 85γ, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής.

54.

Κατόπιν των ανωτέρω, και υπό την επιφύλαξη των εξακριβώσεων στις οποίες οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο όσον αφορά, αφενός, τα χαρακτηριστικά της επίμαχης στη διαφορά της κύριας δίκης υπηρεσίας και, αφετέρου, το κανονιστικό περιεχόμενο των επίμαχων στη διαφορά της κύριας δίκης εθνικών διατάξεων, φρονώ ότι η απαγόρευση που απορρέει από τις εν λόγω εθνικές διατάξεις εμπίπτει στο άρθρο 85γ, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/83.

55.

Επιπλέον, οι εκτιμήσεις που εκτέθηκαν στα σημεία 49 έως 54 των παρουσών προτάσεων επιβεβαιώνονται αν ληφθεί υπόψη και η διασυνοριακή διάσταση της πώλησης φαρμάκων μέσω διαδικτύου.

β) Επί της οδηγίας 2000/31

56.

Μολονότι η διαφορά της κύριας δίκης δεν έχει διασυνοριακή διάσταση, η διάσταση αυτή αποτελεί σημαντική πτυχή του ηλεκτρονικού εμπορίου φαρμάκων. Λαμβανομένων υπόψη των διαφορών μεταξύ των νομοθεσιών των κρατών μελών όσον αφορά τα πρόσωπα που έχουν δικαίωμα να πωλούν φάρμακα για τα οποία δεν απαιτείται ιατρική συνταγή, η πώληση εξ αποστάσεως μπορεί, σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό από την πώληση σε παραδοσιακό σημείο πώλησης (φαρμακείο), να παράσχει τη δυνατότητα απλούστερης πρόσβασης σε ορισμένα φάρμακα. Επιπλέον, η αναγκαιότητα ερμηνείας των διατάξεων που μνημονεύονται στα προδικαστικά ερωτήματα λαμβανομένης υπόψη της διασυνοριακής διάστασης της διαδικτυακής πώλησης φαρμάκων επισημάνθηκε και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Πράγματι, δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο κράτη μέλη διαφορετικά από το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου είναι εγκατεστημένος ένας πάροχος υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας να προσπαθήσουν να περιορίσουν την πρόσβαση στην υπηρεσία του.

57.

Συναφώς, η διασυνοριακή διάσταση της διαδικτυακής εμπορίας προϊόντων μέσω των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας ρυθμίζεται εν μέρει από την οδηγία 2000/31. Η πώληση φαρμάκων για τα οποία δεν απαιτείται ιατρική συνταγή δεν εξαιρείται πλήρως, όπως καταδεικνύεται από τις παραπομπές στην οδηγία αυτή που περιέχονται στο άρθρο 85γ, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και παράγραφος 6, της οδηγίας 2001/83, κατά τις οποίες οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται με την επιφύλαξη της ως άνω πρώτης οδηγίας ( 25 ).

58.

Βάσει της λογικής στην οποία στηρίζεται η οδηγία 2000/31 και, ειδικότερα, το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, αυτής, όσον αφορά τις απαιτήσεις που εμπίπτουν στον «συντονισμένο τομέα», όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 2, στοιχείο ηʹ, της οδηγίας αυτής, ένας φορέας παροχής υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας υπόκειται, κατά γενικό κανόνα, στην εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους καταγωγής. Κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος μέλος καταγωγής μπορεί, «για λόγους που αφορούν το συντονισμένο τομέα», να περιορίσει την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας μόνο λαμβάνοντας μέτρα που πληρούν τους όρους του άρθρου 3, παράγραφος 4, στοιχεία αʹ και βʹ, της εν λόγω οδηγίας. Επομένως, οι απαιτήσεις που εμπίπτουν στον συντονισμένο τομέα μπορούν να επιβληθούν από το κράτος μέλος καταγωγής ή –εντός των ορίων που επιβάλλει το άρθρο 3, παράγραφος 4, της ίδιας οδηγίας– από άλλα κράτη μέλη.

59.

Συναφώς, αφενός, όπως προκύπτει από το άρθρο 2, στοιχείο ηʹ, σημείο i, της οδηγίας 2000/31, ο συντονισμένος τομέας καλύπτει τις απαιτήσεις προς τις οποίες πρέπει να συμμορφώνεται ο φορέας παροχής υπηρεσιών και οι οποίες αφορούν την ανάληψη δραστηριότητας παροχής υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας και την άσκηση της δραστηριότητας αυτής, όπως είναι οι απαιτήσεις σχετικά με τη συμπεριφορά του φορέα παροχής υπηρεσιών ή την ευθύνη του ( 26 ).

60.

Αφετέρου, σύμφωνα με το άρθρο 2, στοιχείο ηʹ, σημείο ii, της οδηγίας 2000/31, οι εθνικοί κανόνες που αφορούν τις προϋποθέσεις σχετικά με τα ίδια τα αγαθά, καθώς και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες εμπόρευμα πωλούμενο μέσω διαδικτύου μπορεί να διατεθεί στο έδαφος κράτους μέλους, δεν καλύπτονται από τον συντονισμένο τομέα. Η αιτιολογική σκέψη 21 της οδηγίας αυτής διευκρινίζει ότι ο συντονισμένος τομέας «δεν αφορά τις νομικές προϋποθέσεις που ισχύουν στο κράτος σχετικά με εμπορεύματα, όπως τα πρότυπα ασφαλείας, οι υποχρεώσεις επισήμανσης ή η ευθύνη για τα προϊόντα, ούτε και τις προϋποθέσεις που ισχύουν στο κράτος μέλος σχετικά με την παράδοση ή μεταφορά εμπορευμάτων, συμπεριλαμβανομένης της διανομής φαρμάκων». Επομένως, τέτοιες απαιτήσεις μπορούν να επιβληθούν από το κράτος μέλος προορισμού, δυνάμει του άρθρου 85γ, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/83, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστεί το ζήτημα της διάρθρωσης μεταξύ της οδηγίας αυτής και του άρθρου 3 της οδηγίας 2000/31. Πάντως, η απαγόρευση που επιβάλλεται στην Doctipharma με βάση την ερμηνεία των επίμαχων στη διαφορά της κύριας δίκης εθνικών διατάξεων δεν φαίνεται να απορρέει από τέτοιες απαιτήσεις.

61.

Από την άλλη πλευρά, στο μέτρο που η ερμηνεία των εν λόγω εθνικών διατάξεων έχει ως συνέπεια, όσον αφορά την Doctipharma, την απαγόρευση ασκήσεως συγκεκριμένης δραστηριότητας από πάροχο υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας και, όσον αφορά τους φαρμακοποιούς, την απαγόρευση ορισμένων συμπεριφορών σε σχέση με τη διενέργεια διαδικτυακών πωλήσεων φαρμάκων, οι εν λόγω εθνικές διατάξεις αφορούν την ανάληψη δραστηριότητας παροχής υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας και την άσκηση τέτοιας δραστηριότητας. Οι επίμαχες στην κύρια δίκη εθνικές διατάξεις θεσπίζουν, επομένως, απαιτήσεις οι οποίες εμπίπτουν στον συντονισμένο τομέα.

62.

Συναφώς, η απόφαση A (Διαφήμιση και πώληση φαρμάκων μέσω διαδικτύου) ( 27 ) φαίνεται να επιβεβαιώνει ότι ορισμένες απαιτήσεις οι οποίες εμπίπτουν στον συντονισμένο τομέα της οδηγίας 2000/31 μπορούν επίσης να αποτελούν όρους, κατά την έννοια του άρθρου 85γ, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/83. Συγκεκριμένα, κατά τη σκέψη 68 της αποφάσεως αυτής, η επίμαχη στην υπόθεση εκείνη απαγόρευση στα φαρμακεία να προσελκύουν πελάτες μέσω πολύμορφης διαφημιστικής εκστρατείας ευρείας εμβέλειας για τις εκ μέρους τους παρεχόμενες υπηρεσίες διαδικτυακής πώλησης επιδίωκε «σκοπό προστασίας της δημόσιας υγείας, ο οποίος διαλαμβάνεται στο άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/31, καθώς και, εξάλλου, στο άρθρο 85γ, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/83».

63.

Χάριν πληρότητας, επισημαίνω ότι δεν είμαι απολύτως πεπεισμένος ότι από την απόφαση A (Διαφήμιση και πώληση φαρμάκων μέσω διαδικτύου) ( 28 ) προκύπτει με βεβαιότητα ότι κάθε προϋπόθεση η οποία εμπίπτει στον συντονισμένο τομέα πρέπει να είναι σύμφωνη με το άρθρο 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 2000/31 και με το άρθρο 85γ, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/83. Συγκεκριμένα, όπως έχω επισημάνει στο πλαίσιο διαφορετικών υποθέσεων, η εν λόγω πρώτη διάταξη δεν καταλαμβάνει γενικά και αφηρημένα μέτρα, ενώ δεν αποκλείω το ενδεχόμενο τέτοια μέτρα να εμπίπτουν στην εν λόγω δεύτερη διάταξη ( 29 ). Αυτός είναι κυρίως ο λόγος για τον οποίο δεν είναι προφανές ότι η συγκεκριμένη απόφαση θέτει μια γενική αρχή, εφαρμοστέα σε κάθε περίπτωση, όσον αφορά τη σχέση μεταξύ των δύο αυτών διατάξεων ( 30 ).

64.

Πάντως, και εν πάση περιπτώσει, το κράτος μέλος προορισμού πρέπει να σέβεται τη νομοθεσία του κράτους μέλους καταγωγής όσον αφορά τα πρόσωπα τα οποία επιτρέπεται να διαθέτουν φάρμακα προς πώληση μέσω διαδικτύου, χωρίς να μπορεί να επικαλεστεί το άρθρο 85γ, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/83. Όπως προκύπτει από το σημείο 48 των παρουσών προτάσεων, οι όροι που επιβάλλονται δυνάμει της τελευταίας αυτής διατάξεως δεν αφορούν το ερώτημα «ποιος» μπορεί να διαθέτει φάρμακα προς πώληση μέσω διαδικτύου. Μόνον το άρθρο 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 2000/31 μπορεί να έχει εφαρμογή σε μια τέτοια περίπτωση. Όπως δε παρατήρησα στο σημείο 50 των παρουσών προτάσεων, υπάρχει ορισμένη αντιστοιχία μεταξύ των δύο αυτών οδηγιών όσον αφορά την αντίληψή τους για τις υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας και τους όρους στους οποίους αυτές υπόκεινται.

65.

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, εμμένω στη γνώμη που διατύπωσα στο σημείο 54 των παρουσών προτάσεων. Επομένως, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 85γ, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/83 έχει την έννοια ότι απαγόρευση επιβαλλόμενη στον πάροχο υπηρεσίας όπως η περιγραφόμενη στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, η οποία απορρέει από την ερμηνεία των εθνικών διατάξεων που απαγορεύουν τη χρήση της υπηρεσίας αυτής στα πρόσωπα που είναι εγκεκριμένα ή εξουσιοδοτημένα να προμηθεύουν εξ αποστάσεως στο κοινό φάρμακα για τα οποία δεν απαιτείται ιατρική συνταγή, εμπίπτει στη διάταξη αυτή. Στην προκειμένη περίπτωση, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει κατά πόσον συντρέχουν όλα τα στοιχεία αυτά όσον αφορά τις επίμαχες στη διαφορά της κύριας δίκης εθνικές διατάξεις.

Γ.   Επί του τρίτου, του τέταρτου, του πέμπτου και του έκτου προδικαστικού ερωτήματος

1. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

66.

Με το τρίτο, το τέταρτο, το πέμπτο και το έκτο προδικαστικό ερώτημα, που πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν το άρθρο 85γ, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/83 αντιτίθεται στην απαγόρευση υπηρεσίας όπως η περιγραφόμενη στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, η οποία απορρέει από την ερμηνεία εθνικών διατάξεων όπως αυτές που περιγράφονται στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα.

67.

Συγκεκριμένα, τα εν λόγω προδικαστικά ερωτήματα υποβάλλονται σε περίπτωση που γίνει δεκτό ότι η παρεχόμενη από την Doctipharma υπηρεσία αποτελεί υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας, κατά την έννοια της οδηγίας 2001/83 (πρώτο προδικαστικό ερώτημα). Λαμβανομένης υπόψη της ερμηνείας μου επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος, οι εθνικές διατάξεις από τις οποίες απορρέει η απαγόρευση της υπηρεσίας αυτής πρέπει να θεωρηθούν ως εθνικές διατάξεις που επιβάλλουν όρους για τη λιανική διάθεση φαρμάκων προς πώληση στο κοινό εξ αποστάσεως μέσω υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας, κατά την έννοια του άρθρου 85γ, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/83.

68.

Από το άρθρο 85γ, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/83 προκύπτει ότι, σε αντίθεση με τη διαδικτυακή πώληση φαρμάκων που χορηγούνται με ιατρική συνταγή, ένα κράτος μέλος δεν επιτρέπεται να απαγορεύει πλήρως τη διάθεση των φαρμάκων που χορηγούνται χωρίς ιατρική συνταγή μέσω υπηρεσιών διαδικτυακής πώλησης παρεχόμενων από φορέα παροχής υπηρεσιών εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις της διατάξεως αυτής ( 31 ). Στο πλαίσιο αυτό, κράτος μέλος προορισμού επιτρέπεται, δυνάμει του άρθρου 85γ, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, να επιβάλλει «[όρους] για τη λιανική διάθεση [στην επικράτεια του εν λόγω κράτους μέλους] φαρμάκων προς πώληση στο κοινό εξ αποστάσεως μέσω των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας». Οι όροι αυτοί πρέπει να δικαιολογούνται για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας.

69.

Όπως παρατηρεί η Επιτροπή, το αιτούν δικαστήριο παραθέτει εθνικές διατάξεις των οποίων η ερμηνεία συνεπάγεται την απαγόρευση ορισμένης δραστηριότητας, χωρίς να διευκρινίζει τη σχέση μεταξύ της απαγόρευσης που απορρέει από την ερμηνεία αυτή και του σκοπού προστασίας της δημόσιας υγείας, περί του οποίου γίνεται λόγος στο άρθρο 85γ, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/83. Επομένως, μολονότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά το ζήτημα αν η απαγόρευση αυτή δικαιολογείται από τον σκοπό της προστασίας της δημόσιας υγείας, οι παρούσες προτάσεις πρέπει να περιοριστούν στη διατύπωση γενικών επισημάνσεων που θα παράσχουν στο αιτούν δικαστήριο τη δυνατότητα να αποφανθεί επί του ζητήματος αυτού.

2. Επισημάνσεις σχετικά με τον σκοπό της προστασίας της δημόσιας υγείας

70.

Το άρθρο 85γ, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/83 ορίζει μόνον ότι οι όροι που επιβάλλονται δυνάμει της διατάξεως αυτής πρέπει να δικαιολογούνται για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας.

71.

Συναφώς, η αιτιολογική σκέψη 24 της οδηγίας 2011/62 διευκρινίζει το κανονιστικό περιεχόμενο της διατάξεως αυτής, επισημαίνοντας ότι οι όροι που επιβάλλονται δυνάμει αυτής «δεν θα πρέπει να περιορίζουν αδικαιολόγητα τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς». Λαμβανομένης υπόψη της παραδοσιακής ορολογίας του δικαίου της Ένωσης που χρησιμοποιείται στη διευκρίνιση αυτή, φρονώ ότι αυτή εκφράζει τη βούληση του νομοθέτη της Ένωσης να υποβληθεί η άσκηση της εξουσίας του κράτους μέλους προορισμού στη συνήθη δοκιμασία που αποσκοπεί στο να κριθεί αν οι όροι που επιβάλλει ένα κράτος μέλος είναι ικανοί να εξασφαλίσουν την επίτευξη του σκοπού της προστασίας της δημόσιας υγείας και αν οι όροι αυτοί δεν υπερβαίνουν το αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρο.

72.

Εξάλλου, όπως κατέδειξα στα σημεία 62 έως 64 των παρουσών προτάσεων, οι όροι που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 85γ, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/83 ενδέχεται να έχουν εφαρμογή και σε περιπτώσεις με διασυνοριακή διάσταση, έναντι παρόχων υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας εγκατεστημένων σε κράτη μέλη διαφορετικά από εκείνο από το οποίο προέρχεται ο επιβαλλόμενος βάσει της διατάξεως αυτής όρος. Η άσκηση της εξουσίας του κράτους μέλους προορισμού πρέπει, επομένως, να υπόκειται σε προϋποθέσεις αντίστοιχες με εκείνες των οποίων η τήρηση απαιτείται για κάθε περιορισμό των θεμελιωδών ελευθεριών που κατοχυρώνονται με τα άρθρα της Συνθήκης ΛΕΕ.

73.

Συνεπώς, προτείνω στο τρίτο, στο τέταρτο, στο πέμπτο και στο έκτο προδικαστικό ερώτημα να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 85γ, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/83 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην απαγόρευση υπηρεσίας όπως η περιγραφόμενη στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, η οποία απορρέει από την ερμηνεία διατάξεων όπως αυτές που περιγράφονται στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, εκτός εάν αποδεικνύεται ότι η απαγόρευση αυτή είναι τόσο κατάλληλη όσο και αναγκαία για την προστασία της δημόσιας υγείας, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

74.

Προκειμένου να παρασχεθούν επιπλέον στοιχεία στο αιτούν δικαστήριο, θα διατυπώσω ορισμένες συμπληρωματικές παρατηρήσεις σχετικά με την εξέταση την οποία πρέπει να διενεργήσει το εν λόγω δικαστήριο.

75.

Πρώτον, λαμβανομένης υπόψη της σημασίας της σχέσης εμπιστοσύνης που πρέπει να επικρατεί μεταξύ ενός επαγγελματία του τομέα της υγείας, όπως ο φαρμακοποιός, και των πελατών του, η προστασία της αξιοπρέπειας ενός νομοθετικά κατοχυρωμένου επαγγέλματος μπορεί να συνιστά επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος, ο οποίος εμπίπτει στην προστασία της δημόσιας υγείας και είναι ικανός να δικαιολογήσει περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ( 32 ). Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά την ασφάλεια και την ποιότητα της λιανικής διανομής των φαρμάκων ( 33 ). Επιπλέον, λαμβάνοντας υπόψη ότι η οδηγία 2011/62 αποσκοπεί, κατ’ ουσίαν, στην πρόληψη της εισόδου ψευδεπίγραφων φαρμάκων στην αλυσίδα εφοδιασμού, οφείλω να επισημάνω ότι η ανάγκη να διασφαλιστεί ο ασφαλής και με εχέγγυα ποιότητας εφοδιασμός του πληθυσμού με φάρμακα συνιστά σκοπό προστασίας της υγείας και της ζωής των ατόμων ( 34 ). Τέλος, κατά τη γνώμη μου, στον σκοπό προστασίας της δημόσιας υγείας εμπίπτει και η αποτροπή της μη ορθολογικής και υπερβολικής χρήσης των χορηγούμενων χωρίς ιατρική συνταγή φαρμάκων, η οποία ανταποκρίνεται στον βασικό σκοπό της διαφύλαξης της δημόσιας υγείας ( 35 ).

76.

Δεύτερον, όσον αφορά την καταλληλότητα εθνικού μέτρου για την επίτευξη του προβαλλόμενου σκοπού, πρέπει να υπομνησθεί ότι, οσάκις υφίστανται αμφιβολίες ως προς τη συνδρομή ή τη σημασία των κινδύνων για την υγεία των ατόμων, το κράτος μέλος πρέπει να μπορεί να λαμβάνει μέτρα προστασίας χωρίς να οφείλει να αναμένει να αποδειχθεί πλήρως το υπαρκτό των εν λόγω κινδύνων. Επιπλέον, το κράτος μέλος μπορεί να λαμβάνει μέτρα τα οποία περιορίζουν, στο μέτρο του δυνατού, κινδύνους για τη δημόσια υγεία ( 36 ).

77.

Τρίτον, κατά την εκτίμηση της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας στον τομέα της δημόσιας υγείας, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι η υγεία και ζωή των ατόμων συγκαταλέγονται μεταξύ των αγαθών και των συμφερόντων που πρωτίστως προστατεύονται από τη Συνθήκη ΛΕΕ και ότι εναπόκειται στα κράτη μέλη να καθορίζουν το επίπεδο προστασίας της δημόσιας υγείας που προτίθενται να εξασφαλίσουν καθώς και τον τρόπο επίτευξης του επιπέδου αυτού ( 37 ).

78.

Χάριν πληρότητας, πρέπει να σημειωθεί ότι η Επιτροπή αναφέρει, στις γραπτές παρατηρήσεις της, ότι η απαγόρευση που απορρέει από την ερμηνεία των επίμαχων στη διαφορά της κύριας δίκης εθνικών διατάξεων πρέπει να εξεταστεί και υπό το πρίσμα του άρθρου 15, παράγραφοι 1 έως 3, της οδηγίας 2006/123/ΕΚ ( 38 ).

79.

Συναφώς, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, «αν οι διατάξεις της [οδηγίας αυτής] έρχονται σε σύγκρουση με διάταξη άλλης κοινοτικής πράξης που ρυθμίζει τις ειδικές πτυχές της πρόσβασης και της άσκησης δραστηριότητας παροχής υπηρεσίας σε ειδικούς τομείς ή ειδικά επαγγέλματα, η διάταξη της άλλης κοινοτικής πράξης υπερισχύει και εφαρμόζεται σ’ αυτούς τους ειδικούς τομείς ή τα ειδικά επαγγέλματα». Στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον δεν προκύπτει ασυμβατότητα των σχετικών διατάξεων της οδηγίας 2006/123 με τις διατάξεις της οδηγίας 2001/83, δεν υπάρχει λόγος εφαρμογής μόνο των τελευταίων αυτών διατάξεων.

80.

Το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/123 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν, μεταξύ άλλων, ότι οι απαιτήσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 2, στοιχείο δʹ, του άρθρου αυτού, ήτοι οι απαιτήσεις που αφορούν την πρόσβαση στην επίμαχη δραστηριότητα παροχής υπηρεσιών από συγκεκριμένους παρόχους υπηρεσιών λόγω της ειδικής φύσης της δραστηριότητας, είναι συμβατές με τις προϋποθέσεις της απαγόρευσης των διακρίσεων, της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας που προβλέπονται στην παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου.

81.

Κατ’ ουσίαν, οι προϋποθέσεις αυτές είναι αντίστοιχες με αυτές που εξετάστηκαν στο πλαίσιο της αναλύσεώς μου επί του τρίτου, του τέταρτου, του πέμπτου και του έκτου προδικαστικού ερωτήματος. Πέραν αυτού, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι η απαγόρευση που απορρέει από την ερμηνεία των εθνικών διατάξεων εισάγει, αυτή καθεαυτήν, διακρίσεις. Το γεγονός ότι, σύμφωνα με τη διατύπωση της αποφάσεως A (Διαφήμιση και πώληση φαρμάκων στο διαδίκτυο) ( 39 ), η απαγόρευση αυτή δεν μπορεί, υπό την επιφύλαξη της κατά παρέκκλιση διατάξεως του άρθρου 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 2000/31, να αντιταχθεί στους παρόχους υπηρεσιών που είναι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη δεν μεταβάλλει, από πλευράς δικαίου της Ένωσης, τον μη εισάγοντα διακρίσεις χαρακτήρα της επίμαχης απαγόρευσης, όπως αυτή έχει θεσπιστεί σε εθνικό επίπεδο.

82.

Τούτου λεχθέντος, το αιτούν δικαστήριο δεν έχει υποβάλει ερώτημα σχετικά με την οδηγία 2006/123, ενώ μόνον η Επιτροπή αναφέρθηκε σε ενδεχόμενη εφαρμογή της οδηγίας αυτής στη διαφορά της κύριας δίκης. Εξάλλου, όπως προανέφερα, το αιτούν δικαστήριο δεν παρέχει λεπτομερή στοιχεία σχετικά με τα χαρακτηριστικά της υπηρεσίας που παρέχει η Doctipharma και με τους σκοπούς που επιδιώκονται με τη θεσπιζόμενη απαγόρευση χρήσεως της υπηρεσίας αυτής. Υπό τις συνθήκες αυτές, προτείνω στο Δικαστήριο να επιστήσει την προσοχή του αιτούντος δικαστηρίου στην οδηγία αυτή, χωρίς ωστόσο να προβεί σε ερμηνεία της.

VI. Πρόταση

83.

Κατόπιν όλων των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το cour d’appel de Paris (εφετείο Παρισίων, Γαλλία) ως εξής:

1)

Το άρθρο 1, σημείο 2, της οδηγίας 98/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1998, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 98/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998,

έχει την έννοια ότι:

υπηρεσία παρεχόμενη από πάροχο υπηρεσιών σε διαδικτυακό τόπο, η οποία συνίσταται στη διευκόλυνση της επικοινωνίας φαρμακοποιών και πελατών με σκοπό την πώληση, από τους ιστοτόπους των φαρμακείων που έχουν εγγραφεί στον εν λόγω διαδικτυακό τόπο με κατ’ αποκοπή χρέωση, φαρμάκων για τα οποία δεν απαιτείται ιατρική συνταγή, χωρίς ο εν λόγω πάροχος, ο φαρμακοποιός και ο πελάτης να έρχονται σε επαφή με άλλον τρόπο εκτός από τη χρήση εξοπλισμών ηλεκτρονικής επεξεργασίας κατά τη σύναψη συμβάσεως πωλήσεως, αποτελεί «υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας». Στην προκειμένη περίπτωση, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει κατά πόσον, από πραγματικής απόψεως, συντρέχουν όλα τα στοιχεία αυτά όσον αφορά την επίμαχη στην κύρια δίκη υπηρεσία.

2)

Το άρθρο 85γ, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Νοεμβρίου 2001, περί κοινοτικού κώδικος για τα φάρμακα που προορίζονται μια ανθρώπινη χρήση, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2011/62/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2011,

έχει την έννοια ότι:

απαγόρευση επιβαλλόμενη στον πάροχο υπηρεσίας όπως η περιγραφόμενη στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, η οποία απορρέει από την ερμηνεία των εθνικών διατάξεων που απαγορεύουν τη χρήση της υπηρεσίας αυτής στα πρόσωπα που είναι εγκεκριμένα ή εξουσιοδοτημένα να προμηθεύουν εξ αποστάσεως στο κοινό φάρμακα για τα οποία δεν απαιτείται ιατρική συνταγή, εμπίπτει στη διάταξη αυτή. Στην προκειμένη περίπτωση, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει κατά πόσον συντρέχουν όλα τα στοιχεία αυτά όσον αφορά τις επίμαχες στη διαφορά της κύριας δίκης εθνικές διατάξεις.

3)

Το άρθρο 85γ, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/83

έχει την έννοια ότι:

αντιτίθεται στην απαγόρευση υπηρεσίας όπως η περιγραφόμενη στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, η οποία απορρέει από την ερμηνεία διατάξεων, όπως αυτές που περιγράφονται στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, εκτός εάν αποδεικνύεται ότι η απαγόρευση αυτή είναι τόσο κατάλληλη όσο και αναγκαία για την προστασία της δημόσιας υγείας, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Νοεμβρίου 2001, περί κοινοτικού κώδικος για τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση (ΕΕ 2001, L 311, σ. 67), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2011/62/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2011 (ΕΕ 2011, L 174, σ. 74) (στο εξής: οδηγία 2001/83).

( 3 ) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1998, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και κανονισμών (ΕΕ 1998, L 204, σ. 37), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 98/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998 (ΕΕ 1998, L 217, σ. 18) (στο εξής: οδηγία 98/34).

( 4 ) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2000, για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά («οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο») (ΕΕ 2000, L 178, σ. 1).

( 5 ) Απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017 (C‑434/15, EU:C:2017:981).

( 6 ) Απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2020 (C‑649/18, EU:C:2020:764).

( 7 ) Απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017 (C‑434/15, EU:C:2017:981).

( 8 ) Απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2020 (C‑649/18, EU:C:2020:764).

( 9 ) Συναφώς, δεν αποκλείεται η απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα να απαιτεί ερμηνεία όχι μόνον των διατάξεων της οδηγίας 98/34, αλλά και των διατάξεων της οδηγίας (ΕΕ) 2015/1535 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προδιαγραφών και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών (ΕΕ 2015, L 241, σ. 1). Συγκεκριμένα, η οδηγία 98/34 καταργήθηκε στις 7 Οκτωβρίου 2015 με την οδηγία 2015/1535, ενώ η Doctipharma επισημαίνει, στις γραπτές παρατηρήσεις της, ότι η επίμαχη υπηρεσία παρασχέθηκε μέχρι το 2016. Πάντως, πρέπει να επισημανθεί ότι η δεύτερη αυτή οδηγία επανέλαβε τον ορισμό της έννοιας της «υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας» που περιεχόταν στην πρώτη οδηγία, οπότε τυχόν εφαρμογή της εν λόγω δεύτερης οδηγίας στα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης δεν επηρεάζει, ούτως ή άλλως, την απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα.

( 10 ) Πρβλ. απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 2020, Star Taxi App (C‑62/19, EU:C:2020:980, σκέψη 45).

( 11 ) Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Airbnb Ireland (C‑390/18, EU:C:2019:1112, σκέψη 47).

( 12 ) Απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017 (C‑434/15, EU:C:2017:981, σκέψεις 37 και 40).

( 13 ) Απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019 (C‑390/18, EU:C:2019:1112, σκέψη 50).

( 14 ) Απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 2020 (C‑62/19, EU:C:2020:980, σκέψη 49).

( 15 ) Πρβλ. αποφάσεις της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Asociación Profesional Elite Taxi (C‑434/15, EU:C:2017:981, σκέψεις 38 και 39), της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Airbnb Ireland (C‑390/18, EU:C:2019:1112, σκέψεις 53 έως 56), και της 3ης Δεκεμβρίου 2020, Star Taxi App (C‑62/19, EU:C:2020:980, σκέψεις 50 έως 53).

( 16 ) Απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2010, Ker-Optika (C‑108/09, EU:C:2010:725).

( 17 ) Βλ. σημείο 34 των παρουσών προτάσεων.

( 18 ) Απόφαση της 19ης Μαΐου 2009 (C‑171/07 και C‑172/07, EU:C:2009:316, σκέψεις 34 και 35).

( 19 ) Απόφαση της 19ης Μαΐου 2009 (C‑171/07 και C‑172/07, EU:C:2009:316, σκέψεις 19, 31, 34 και 35).

( 20 ) Βλ. σημείο 41 των παρουσών προτάσεων.

( 21 ) Απόφαση της 19ης Μαΐου 2009 (C‑171/07 και C‑172/07, EU:C:2009:316).

( 22 ) Βλ. σημεία 56 έως 64 των παρουσών προτάσεων.

( 23 ) Απόφαση της 19ης Μαΐου 2009 (C‑171/07 και C‑172/07, EU:C:2009:316).

( 24 ) Βλ. σημείο 48 των παρουσών προτάσεων.

( 25 ) Πρβλ., επίσης, απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2020, A (Διαφήμιση και πώληση φαρμάκων μέσω διαδικτύου) (C‑649/18, EU:C:2020:764, σκέψη 32).

( 26 ) Βλ. άρθρο 2, στοιχείο ηʹ, σημείο i, της οδηγίας 2000/31.

( 27 ) Απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2020 (C‑649/18, EU:C:2020:764).

( 28 ) Απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2020 (C‑649/18, EU:C:2020:764).

( 29 ) Βλ. τις προτάσεις μου στις υποθέσεις Airbnb Ireland (C‑390/18, EU:C:2019:336, σημεία 123 έως 125), LEA (C‑10/22, EU:C:2023:437, σημείο 51) και Google Ireland κ.λπ. (C‑376/22, EU:C:2023:467, σημείο 73).

( 30 ) Πράγματι, αφενός, το διατακτικό της αποφάσεως αυτής αναφέρεται γενικώς στην οδηγία 2000/31, χωρίς να κάνει μνεία στην οδηγία 2001/83 και στο άρθρο 85γ, παράγραφος 2, αυτής. Αφετέρου, από τη σκέψη 27 της αποφάσεως της 17ης Σεπτεμβρίου 2021 του cour d’appel de Paris (εφετείου Παρισίων), η οποία εκδόθηκε κατόπιν της αποφάσεως της 1ης Οκτωβρίου 2020, A (Διαφήμιση και πώληση φαρμάκων μέσω διαδικτύου) (C‑649/18, EU:C:2020:764), προκύπτει ότι το δικαστήριο αυτό ερμήνευσε την εν λόγω απόφαση υπό την έννοια ότι το άρθρο 85γ, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/83 καλύπτει τις απαιτήσεις σχετικά με τη διαδικτυακή διαφήμιση και υπερισχύει του άρθρου 3, σημείο 4, της οδηγίας 2000/31, στο μέτρο που το άρθρο αυτό προβλέπει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ένα κράτος μέλος μπορεί να παρεκκλίνει από την αρχή που διατυπώνεται στο άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας αυτής.

( 31 ) Πρβλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα H. Saugmandsgaard Øe στην υπόθεση A (Διαφήμιση και πώληση φαρμάκων μέσω διαδικτύου) (C‑649/18, EU:C:2020:134, σημείο 25).

( 32 ) Βλ. απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2020, A (Διαφήμιση και πώληση φαρμάκων μέσω διαδικτύου) (C‑649/18, EU:C:2020:764, σκέψη 66).

( 33 ) Πρβλ. απόφαση της 19ης Μαΐου 2009, Apothekerkammer des Saarlandes κ.λπ. (C‑171/07 και C‑172/07, EU:C:2009:316, σκέψη 39).

( 34 ) Βλ. απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2019, VIPA (C‑222/18, EU:C:2019:751, σκέψη 68).

( 35 ) Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2022, EUROAPTIEKA (C‑530/20, EU:C:2022:1014, σκέψεις 39, 43 και 44). Πρβλ., επίσης, απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2010, Ker-Optika (C‑108/09, EU:C:2010:725, σκέψεις 58 και 59).

( 36 ) Πρβλ. απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2019, VIPA (C‑222/18, EU:C:2019:751, σκέψη 72).

( 37 ) Βλ. απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2013, Venturini κ.λπ. (C‑159/12 έως C‑161/12, EU:C:2013:791, σκέψη 59).

( 38 ) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά (ΕΕ 2006, L 376, σ. 36).

( 39 ) Απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2020 (C‑649/18, EU:C:2020:764).