ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ΝΙΚΟΛΑ ΑΙΜΙΛΙΟΥ

της 7ης Ιουλίου 2022 ( 1 )

Υπόθεση C‑372/21

Freikirche der Siebenten-Tags-Adventisten in Deutschland KdöR

παρισταμένης της:

Bildungsdirektion für Vorarlberg

[αίτηση του Verwaltungsgerichtshof
(Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου, Αυστρία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Άρθρο 49 ΣΛΕΕ – Δικαίωμα εγκαταστάσεως – Άρθρο 17 ΣΛΕΕ – Εκκλησίες και θρησκευτικές ενώσεις ή κοινότητες – Επιδότηση ιδιωτικού σχολείου το οποίο έχει αναγνωριστεί ως σχολείο με θρησκευτικό προσανατολισμό από θρησκευτική ένωση εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος»

I. Εισαγωγικά

1.

Κατά το άρθρο 17, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, η Ευρωπαϊκή Ένωση «σέβεται και δεν θίγει το καθεστώς που έχουν σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο οι εκκλησίες και οι θρησκευτικές ενώσεις ή κοινότητες στα κράτη μέλη». Το δε άρθρο 49, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ορίζει ότι «οι περιορισμοί της ελευθερίας εγκαταστάσεως των υπηκόων ενός κράτους μέλους στην επικράτεια ενός άλλου κράτους μέλους απαγορεύονται».

2.

Η υπό κρίση υπόθεση αφορά τη σχέση μεταξύ των δύο αυτών διατάξεων. Ειδικότερα, ανακύπτουν δύο βασικά ερωτήματα.

3.

Πρώτον, αποκλείει το άρθρο 17, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ την εφαρμογή των ενωσιακών κανόνων για την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών σε περίπτωση που θρησκευτική ένωση εγκατεστημένη σε κράτος μέλος αναγνωρίζει ως σχολείο με θρησκευτικό προσανατολισμό ένα σχολείο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος και ζητεί τη χορήγηση δημόσιας επιδότησης στο τελευταίο αυτό κράτος; Δεύτερον, σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο ως άνω ερώτημα, χωρεί επίκληση των εν λόγω κανόνων σε σχέση με οικονομική δραστηριότητα η οποία θα έχανε τον οικονομικό της χαρακτήρα σε περίπτωση άρσης του προβαλλόμενου περιορισμού στο κράτος μέλος υποδοχής;

II. Το εθνικό νομικό πλαίσιο

4.

Το άρθρο 1 του Gesetz vom 20. Mai 1874, betreffend die gesetzliche Anerkennung von Religionsgesellschaften (αυστριακού νόμου της 20ής Μαΐου 1874 περί της νομοθετικής αναγνώρισης θρησκευτικών ενώσεων, στο εξής: AnerkennungsG) ( 2 ) ορίζει τα εξής:

«Ως θρησκευτική ένωση αναγνωρίζονται τα μέλη θρησκευτικού δόγματος το οποίο δεν έχει προηγουμένως αναγνωριστεί από τον νόμο, υπό την προϋπόθεση ότι:

1.

κανένα στοιχείο του θρησκευτικού τους δόγματος, της διακονίας, του κανονισμού λειτουργίας ή της ονομασίας με την οποία επιλέγουν να αυτοπροσδιορίζονται δεν αντίκειται στο νόμο ή στα χρηστά ήθη·

2.

εξασφαλίζεται η ίδρυση και ύπαρξη τουλάχιστον μίας θρησκευτικής κοινότητας συσταθείσας σύμφωνα με τις απαιτήσεις του παρόντος νόμου.»

5.

Το άρθρο 2 του AnerkennungsG έχει ως εξής:

«Εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 1, ο Cultusminister [Υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού, Αυστρία] προβαίνει σε αναγνώριση της θρησκευτικής ένωσης. Συνεπεία της αναγνώρισης, η θρησκευτική ένωση απολαύει όλων των νομίμων δικαιωμάτων που παρέχονται στις εκκλησίες και στις θρησκευτικές ενώσεις που αναγνωρίζονται από τον νόμο.»

6.

Το άρθρο 11 του Bundesgesetz über die Rechtspersönlichkeit von religiösen Bekenntnisgemeinschaften (ομοσπονδιακού νόμου περί της νομικής προσωπικότητας θρησκευτικών ενώσεων, στο εξής: BekGG) ( 3 ) επιβάλλει πρόσθετες απαιτήσεις για την αναγνώριση θρησκευτικής κοινότητας δυνάμει του AnerkennungsG. Ειδικότερα, προβλέπει τα εξής:

«Επιπλέον των απαιτήσεων που θέτει ο [AnerkennungsG], προκειμένου να λάβει χώρα αναγνώριση θρησκευτικής κοινότητας πρέπει να πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις.

1.   Η θρησκευτική κοινότητα πρέπει:

a)

να έχει συμπληρώσει τουλάχιστον 20 έτη ύπαρξης στην Αυστρία, εκ των οποίων τα 10 έτη υπό οργανωμένη μορφή, και τουλάχιστον 5 έτη υπό τη μορφή θρησκευτικής κοινότητας με νομική προσωπικότητα δυνάμει του παρόντος νόμου· ή

b)

να υπάγεται από οργανωτικής και δογματικής απόψεως σε θρησκευτική ένωση η οποία δραστηριοποιείται σε διεθνές επίπεδο και έχει συμπληρώσει 100 έτη ύπαρξης και τουλάχιστον 10 έτη δραστηριότητας στην Αυστρία υπό οργανωμένη μορφή· ή

c)

να υπάγεται από οργανωτικής και δογματικής απόψεως σε θρησκευτική ένωση η οποία δραστηριοποιείται σε διεθνές επίπεδο και έχει συμπληρώσει τουλάχιστον 200 έτη ύπαρξης, καθώς και

d)

να έχει αριθμό μελών τουλάχιστον ίσο με το δύο τοις χιλίοις του αυστριακού πληθυσμού, όπως αυτός προκύπτει από την τελευταία απογραφή. Αν η οικεία θρησκευτική κοινότητα δεν δύναται να αποδείξει την πλήρωση της ως άνω προϋποθέσεως βάσει των στοιχείων της απογραφής, οφείλει να παράσχει τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία υπό οποιαδήποτε άλλη κατάλληλη μορφή.

2.   Τα έσοδα και τα περιουσιακά στοιχεία της θρησκευτικής κοινότητας μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο για θρησκευτικούς σκοπούς, συμπεριλαμβανομένων των φιλανθρωπικών σκοπών, καθώς και για σκοπούς γενικού συμφέροντος βασιζόμενους σε θρησκευτικές αρχές.

3.   Η θρησκευτική κοινότητα πρέπει να συμπορεύεται αρμονικά με την κοινωνία και την πολιτεία.

4.   Οφείλει να μην υποκινεί την τέλεση παράνομων πράξεων στο πλαίσιο των σχέσεών της με τις εκκλησίες και τις θρησκευτικές ενώσεις που αναγνωρίζονται από τον νόμο καθώς και με άλλες υφιστάμενες θρησκευτικές κοινότητες.»

7.

Το άρθρο 17 του Privatschulgesetz (νόμου περί ιδιωτικών σχολείων, στο εξής: PrivSchG) ( 4 ), το οποίο φέρει τον τίτλο «Επιδότηση ιδιωτικών σχολείων με θρησκευτικό προσανατολισμό» και αφορά τα κριτήρια επιλεξιμότητας, ορίζει τα εξής:

«(1)   Στις νομοθετικά αναγνωρισμένες εκκλησίες και θρησκευτικές ενώσεις χορηγούνται επιδοτήσεις για δαπάνες προσωπικού για τα ιδιωτικά σχολεία με θρησκευτικό προσανατολισμό που διέπονται από το δημόσιο δίκαιο, σύμφωνα με τις ακόλουθες διατάξεις.

(2)   Ως ιδιωτικά σχολεία με θρησκευτικό προσανατολισμό νοούνται τα σχολεία που διατηρούνται από νομοθετικά αναγνωρισμένες εκκλησίες και θρησκευτικές ενώσεις και από τα ιδρύματά τους, καθώς και τα σχολεία που διατηρούνται από σωματεία, ιδρύματα και κεφάλαια, τα οποία αναγνωρίζονται ως σχολεία με θρησκευτικό προσανατολισμό από τις αρμόδιες εκκλησιαστικές (θρησκευτικές) ανώτερες αρχές.»

8.

Το άρθρο 18, παράγραφος 1, του PrivSchG, το οποίο αφορά την έκταση της επιδότησης, ορίζει τα εξής:

«Εν είδει επιδότησης, τίθεται στη διάθεση των αναγνωρισμένων από τον νόμο εκκλησιών και θρησκευτικών ενώσεων το διδακτικό προσωπικό που απαιτείται για την υλοποίηση του οικείου σχολικού προγράμματος […] εφόσον ο λόγος μεταξύ του αριθμού των μαθητών και του αριθμού των διδασκόντων του οικείου σχολείου με θρησκευτικό προσανατολισμό αντιστοιχεί κατ’ ουσίαν σε αυτόν που θεωρείται συνήθης στα δημόσια εκπαιδευτικά ιδρύματα ίδιου ή παρόμοιου τύπου και τοποθεσίας.»

9.

Δυνάμει του άρθρου 19 του PrivSchG, το οποίο τιτλοφορείται «Φύση της επιδότησης», οι επιχορηγήσεις για τις αποδοχές του προσωπικού πραγματοποιούνται, κατ’ αρχήν, υπό τη μορφή τοποθέτησης εκπαιδευτικών που έχουν προσληφθεί ή απασχολούνται βάσει συμβάσεως από το ομοσπονδιακό κράτος ή από Land (ομόσπονδο κράτος) ως «επιχορηγήσεις σε ανθρώπινους πόρους».

10.

Το άρθρο 21 του PrivSchG, το οποίο αφορά τους όρους χορήγησης επιδότησης σε άλλα ιδιωτικά σχολεία, ορίζει τα εξής:

«(1)   Όσον αφορά ιδιωτικά σχολεία που διέπονται από το δημόσιο δίκαιο και δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 17, το ομοσπονδιακό κράτος δύναται, λαμβανομένων υπόψη των διαθέσιμων πόρων του προϋπολογισμού σύμφωνα με τον ομοσπονδιακό νόμο περί δημοσίων οικονομικών, να χορηγεί επιδοτήσεις για την κάλυψη δαπανών προσωπικού, εφόσον

[…]

(b) η λειτουργία του σχολείου δεν έχει κερδοσκοπικό χαρακτήρα,

[…]».

III. Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου και τα προδικαστικά ερωτήματα

11.

Η Freikirche der Siebenten-Tags-Adtosten in Deutschland KdöR (Ελεύθερη Εκκλησία των Αντβεντιστών της Εβδόμης Ημέρας στη Γερμανία, στο εξής: αναιρεσείουσα) είναι θρησκευτική οργάνωση αναγνωρισμένη στη Γερμανία, όπου έχει την ιδιότητα οργανισμού δημοσίου δικαίου. Δεν έχει όμως την ίδια ιδιότητα στην Αυστρία.

12.

Το 2019 η αναιρεσείουσα αναγνώρισε ως σχολείο με θρησκευτικό προσανατολισμό ένα ιδιωτικό σχολείο πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην Αυστρία, του οποίου η διαχείριση ανήκε σε ιδιωτικό φορέα, και αιτήθηκε τη χορήγηση κρατικής επιδότησης για τις δαπάνες προσωπικού του, κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του PrivSchG.

13.

Με απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2019, η Bildungsdirektion für Vorarlberg (εκπαιδευτική διεύθυνση του Vorarlberg, Αυστρία) απέρριψε την ως άνω αίτηση.

14.

Η αναιρεσείουσα άσκησε προσφυγή κατά της απορριπτικής αποφάσεως. Εντούτοις, η προσφυγή αυτή απορρίφθηκε ως αβάσιμη με απόφαση του Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου, Αυστρία) της 26ης Φεβρουαρίου 2020. Το Bundesverwaltungsgericht έκρινε ότι το εν λόγω σχολείο δεν υπάγεται στο ιδιαίτερο νομικό καθεστώς των σχολείων «με θρησκευτικό προσανατολισμό», κατά την έννοια του άρθρου 18 του PrivSchG, δεδομένου ότι η αναιρεσείουσα δεν είναι νομίμως αναγνωρισμένη στην Αυστρία ούτε ως εκκλησία ούτε ως θρησκευτική ένωση. Κατά συνέπεια, αποφάνθηκε ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις των άρθρων 17 επ. του PrivSchG.

15.

Η αναιρεσείουσα άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως του Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου) ενώπιον του Verwaltungsgerichtshof (Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου, Αυστρία). Έχοντας αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα της κρίσιμης εθνικής νομοθεσίας (στο εξής: «επίμαχη εθνική ρύθμιση») με το δίκαιο της Ένωσης, το Verwaltungsgerichtshof αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 17 ΣΛΕΕ, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, ιδίως του άρθρου 56 ΣΛΕΕ, περίπτωση κατά την οποία θρησκευτική ένωση, η οποία έχει αναγνωρισθεί και είναι εγκατεστημένη σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επιδιώκει την επιδότηση ιδιωτικού σχολείου το οποίο έχει αναγνωρίσει ως σχολείο με θρησκευτικό προσανατολισμό και το οποίο λειτουργεί σε άλλο κράτος μέλος από καταχωρισμένο σύμφωνα με το δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους σωματείο;

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:

2)

Έχει το άρθρο 56 ΣΛΕΕ την έννοια ότι απαγορεύει εθνική διάταξη που προβλέπει ως προϋπόθεση για την επιδότηση ιδιωτικών σχολείων με θρησκευτικό προσανατολισμό την αναγνώριση του αιτούντος ως Εκκλησίας ή θρησκευτικής ένωσης σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο;»

16.

Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η αναιρεσείουσα, η Τσεχική και η Αυστριακή Κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

IV. Ανάλυση

17.

Στις επόμενες παραγράφους θα εξετάσω τα δύο κύρια ζητήματα που τίθενται με τα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία αφορούν, επιγραμματικά, τα αποτελέσματα του άρθρου 17, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (υπό A) και το περιεχόμενο του άρθρου 49 ΣΛΕΕ (υπό B).

Α.   Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος: τα αποτελέσματα του άρθρου 17 ΣΛΕΕ

18.

Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 17, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ αποκλείει την εφαρμογή των ενωσιακών κανόνων για την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών σε περίπτωση που θρησκευτική ένωση εγκατεστημένη σε κράτος μέλος αναγνωρίζει ένα σχολείο σε άλλο κράτος μέλος ως σχολείο με θρησκευτικό προσανατολισμό και αιτείται τη χορήγηση δημόσιας επιδότησης στο τελευταίο αυτό κράτος μέλος.

19.

Κατά την άποψή μου, στο ως άνω ερώτημα πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση.

20.

Το άρθρο 17, παράγραφος 1, ορίζει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση «σέβεται και δεν θίγει το καθεστώς που έχουν σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο οι εκκλησίες και οι θρησκευτικές ενώσεις ή κοινότητες στα κράτη μέλη». Το Δικαστήριο έχει κρίνει ειδικότερα ότι η διάταξη αυτή «εκφράζει […] την ουδετερότητα της Ένωσης όσον αφορά την οργάνωση, από τα κράτη μέλη, των σχέσεών τους με τις εκκλησίες και τις θρησκευτικές ενώσεις ή κοινότητες» ( 5 ) και κατοχυρώνει την αρχή της οργανωτικής αυτονομίας των θρησκευτικών κοινοτήτων ( 6 ).

21.

Εξ όσων αντιλαμβάνομαι, από τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου συνάγεται ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει ειδική αρμοδιότητα να ρυθμίζει τα ζητήματα που αφορούν την εσωτερική λειτουργία των θρησκευτικών κοινοτήτων και τις σχέσεις τους με τα κράτη μέλη. Επομένως, εναπόκειται κατ’ αρχήν σε κάθε κράτος μέλος να καθορίσει το είδος των σχέσεων τις οποίες προτίθεται να διατηρεί με τις θρησκευτικές κοινότητες και, προς τούτο, να θεσπίσει τους κανόνες που θα διέπουν θέματα όπως, για παράδειγμα, το νομικό καθεστώς και την έκταση της αυτονομίας των θρησκευτικών κοινοτήτων, τη χρηματοδότησή τους, καθώς και την τυχόν ιδιαίτερη θέση η οποία θα αναγνωρίζεται στους κληρικούς ή στο προσωπικό τους ( 7 ).

22.

Εντούτοις, τούτο δεν σημαίνει ότι οι εν λόγω οργανώσεις δεν χρειάζεται να συμμορφώνονται με τους ενωσιακούς κανόνες που έχουν ενδεχομένως εφαρμογή στις δραστηριότητές τους, ούτε ότι τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να θεσπίζουν εκκλησιαστικά νομοθετήματα τα οποία δεν συνάδουν με το δίκαιο της Ένωσης. Πράγματι, ακόμη και όταν ενεργούν σε τομείς που εμπίπτουν στη δική τους αρμοδιότητα, τα κράτη μέλη οφείλουν να ασκούν την αρμοδιότητά τους τηρώντας το δίκαιο της Ένωσης ( 8 ) και να συμμορφώνονται προς τις υποχρεώσεις οι οποίες απορρέουν από αυτό ( 9 ).

23.

Πράγματι, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως εξετάσει εθνικούς κανόνες που διέπουν τις σχέσεις μεταξύ κράτους μέλους και θρησκευτικών κοινοτήτων, σε υποθέσεις όπου έπρεπε να αποφανθεί κατά πόσον ήταν συμβατοί με το δίκαιο της Ένωσης. Κάποιες μάλιστα από τις υποθέσεις εκείνες αφορούσαν καταστάσεις που εμφανίζουν ορισμένες ομοιότητες με την υπό κρίση υπόθεση. Επί παραδείγματι, το Δικαστήριο έχει στο παρελθόν εξετάσει αν εθνικά μέτρα για τη χρηματοδότηση σχολείων με θρησκευτικό προσανατολισμό ( 10 ) ή για τη χορήγηση φορολογικών απαλλαγών ως προς δραστηριότητες που ασκούνται από θρησκευτικές κοινότητες ( 11 ) είναι σύμφωνα με τους ενωσιακούς κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις. Στο ίδιο πνεύμα, το Δικαστήριο έχει επιβεβαιώσει εξάλλου ότι το γεγονός ότι μια δραστηριότητα ασκείται από θρησκευτική κοινότητα ή από μέλος αυτής δεν εμποδίζει την εφαρμογή των ενωσιακών κανόνων για την εσωτερική αγορά ( 12 ).

24.

Το άρθρο 17, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ δεν θέτει εν αμφιβόλω την ως άνω διαπίστωση. Όπως υπογράμμισε ο γενικός εισαγγελέας E. Tanchev, ουδόλως προκύπτει από το άρθρο 17, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ότι οι σχέσεις μεταξύ θρησκευτικών κοινοτήτων και κράτους μέλους εκφεύγουν πλήρως του ελέγχου της τήρησης του δικαίου της Ένωσης «ανεξάρτητα από τις περιστάσεις» ( 13 ). Με άλλα λόγια, το άρθρο 17, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ δεν μπορεί να θεωρηθεί –για να δανειστώ τη διατύπωση που χρησιμοποίησε ο γενικός εισαγγελέας M. Bobek– ότι εισάγει «συνολική εξαίρεση» για οποιοδήποτε ζήτημα αφορά μια θρησκευτική κοινότητα και τις σχέσεις της με τις εθνικές αρχές ( 14 ). Πράγματι, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι δεν χωρεί επίκληση του άρθρου 17, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ προκειμένου να θεμελιωθεί εξαίρεση από την υποχρέωση συμμόρφωσης, μεταξύ άλλων, με τους ενωσιακούς κανόνες για την ίση μεταχείριση στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας ( 15 ) ή για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ( 16 ).

25.

Κατόπιν των ανωτέρω, συνάγεται το συμπέρασμα ότι το άρθρο 17, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ δεν αποκλείει την εφαρμογή των ενωσιακών κανόνων για την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών σε περίπτωση που θρησκευτική ένωση εγκατεστημένη σε κράτος μέλος αναγνωρίζει ένα σχολείο σε άλλο κράτος μέλος ως σχολείο με θρησκευτικό προσανατολισμό και αιτείται τη χορήγηση κρατικής επιδότησης στο τελευταίο αυτό κράτος μέλος.

Β.   Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος: το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 49 ΣΛΕΕ

26.

Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν οι ενωσιακοί κανόνες για την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών απαγορεύουν εθνική ρύθμιση που προβλέπει ως προϋπόθεση για την επιδότηση ιδιωτικών σχολείων με θρησκευτικό προσανατολισμό ότι η αίτηση πρέπει να υποβάλλεται από φορέα αναγνωριζόμενο ως εκκλησία ή θρησκευτική ένωση δυνάμει του εθνικού δικαίου.

27.

Στα παρακάτω κεφάλαια, μετά από ορισμένες προκαταρκτικές παρατηρήσεις προς αποσαφήνιση της εφαρμοστέας διατάξεως του δικαίου της Ένωσης (υπό 1), θα εξετάσω την ουσία του ως άνω ερωτήματος. Θα εξηγήσω για ποιους λόγους είμαι της γνώμης ότι οι πάροχοι υπηρεσιών δεν μπορούν να επικαλεστούν το δικαίωμα εγκαταστάσεως προκειμένου να ζητήσουν να τους επιτραπεί η άσκηση μη οικονομικής δραστηριότητας σε άλλο κράτος μέλος (υπό 2). Επικουρικώς, θα εξηγήσω τους λόγους για τους οποίους εκτιμώ ότι εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη ενδέχεται να συνιστά περιορισμό του δικαιώματος εγκαταστάσεως, ο οποίος μπορεί εντούτοις να δικαιολογηθεί ως αναγκαίος και αναλογικός για την επίτευξη ορισμένων σκοπών δημοσίου δικαίου που χρήζουν προστασίας (υπό 3).

1. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

28.

Κατ’ αρχάς, θα ήταν ίσως χρήσιμες ορισμένες διευκρινίσεις όσον αφορά τη συγκεκριμένη διάταξη του δικαίου της Ένωσης που έχει εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση. Επ’ αυτού οι παρατηρήσεις μου είναι δύο.

29.

Πρώτον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς τη συμβατότητα εθνικής ρύθμισης όπως η επίμαχη με το άρθρο 56 ΣΛΕΕ, το οποίο κατοχυρώνει την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Εντούτοις, σε μια περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 56 ΣΛΕΕ, αλλά το άρθρο 49 ΣΛΕΕ, το οποίο αφορά το δικαίωμα εγκαταστάσεως.

30.

Πράγματι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, «εγκατάσταση» σημαίνει ότι ο επιχειρηματίας προσφέρει τις υπηρεσίες του κατά τρόπο σταθερό και συνεχή από εγκατάσταση ευρισκόμενη εντός του κράτους υποδοχής. Αντιθέτως, πρόκειται για «παροχή υπηρεσιών» υπό την έννοια του άρθρου 56 ΣΛΕΕ όταν οι υπηρεσίες δεν παρέχονται κατά τρόπο σταθερό και συνεχή από εγκατάσταση ευρισκόμενη εντός του κράτους μέλους υποδοχής ( 17 ).

31.

Δεδομένου ότι η επίδικη δραστηριότητα είναι η λειτουργία σχολείου το οποίο προσφέρει κατά τρόπο σταθερό και συνεχή εκπαιδευτικές υπηρεσίες σε μαθητές πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην Αυστρία, εκτιμώ ότι η υπό κρίση υπόθεση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των ενωσιακών κανόνων περί εγκαταστάσεως ( 18 ).

32.

Δεύτερον, γίνεται παγίως δεκτό ότι οι ενωσιακοί κανόνες για την ελεύθερη κυκλοφορία, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων περί ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και περί ελεύθερης εγκαταστάσεως, δεν έχουν εφαρμογή όταν όλα τα στοιχεία της υπό εξέταση περίπτωσης περιορίζονται στο εσωτερικό ενός και μόνου κράτους μέλους ( 19 ). Επομένως, επίκληση των σχετικών κανόνων είναι δυνατή μόνο σε περιπτώσεις οι οποίες ενέχουν διασυνοριακό στοιχείο. Η απαίτηση αυτή απορρέει από τον ίδιο τον σκοπό των διατάξεων για την εσωτερική αγορά, ο οποίος συνίσταται στην προαγωγή της ελεύθερης άσκησης των εμπορικών δραστηριοτήτων εντός της Ένωσης ( 20 ).

33.

Στην υπό κρίση υπόθεση, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Αυστριακή Κυβέρνηση, η προαναφερθείσα απαίτηση φαίνεται να πληρούται. Η αναιρεσείουσα, θρησκευτική κοινότητα, είναι νομικό πρόσωπο εγκατεστημένο στη Γερμανία το οποίο αιτήθηκε τη χορήγηση επιδότησης σε άλλο κράτος μέλος, ήτοι στην Αυστρία. Όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, η αίτηση υποβλήθηκε σύμφωνα με το αυστριακό δίκαιο. Συγκεκριμένα, δυνάμει του άρθρου 17 του PrivSchG, δικαιούχοι της εν λόγω επιδότησης είναι (επισήμως) οι θρησκευτικές κοινότητες. Επομένως, στην υπό κρίση υπόθεση υφίσταται διασυνοριακό στοιχείο.

34.

Κατόπιν των διευκρινίσεων αυτών, στρέφομαι τώρα στα ζητήματα ουσίας τα οποία τίθενται με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα.

2. Δεν χωρεί επίκληση του άρθρου 49 ΣΛΕΕ από παρόχους υπηρεσιών προς εξασφάλιση της δυνατότητας άσκησης μη οικονομικής δραστηριότητας σε άλλο κράτος μέλος

35.

Κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 49 ΣΛΕΕ αποκλείει κάθε εθνικό μέτρο το οποίο, ακόμη και εφαρμοζόμενο χωρίς διακρίσεις λόγω ιθαγένειας, είναι ικανό να θίξει ή να καταστήσει λιγότερο ελκυστική για τους πολίτες της Ένωσης την άσκηση της ελευθερίας εγκαταστάσεως, όπως κατοχυρώνεται στη Συνθήκη ΛΕΕ ( 21 ).

36.

Πρέπει όμως να υπομνησθεί ότι οι ενωσιακοί κανόνες περί εγκαταστάσεως, όπως και οι κανόνες που αφορούν τις άλλες ελευθερίες της εσωτερικής αγοράς, έχουν εφαρμογή μόνον όταν η επίδικη δραστηριότητα μπορεί να χαρακτηριστεί ως «οικονομική». Επ’ αυτού, το Δικαστήριο έχει κρίνει επανειλημμένως ότι συνιστά οικονομική δραστηριότητα κάθε δραστηριότητα διάθεσης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών σε συγκεκριμένη αγορά ( 22 ).

37.

Πιο συγκεκριμένα, το άρθρο 57 ΣΛΕΕ προβλέπει ότι ως «υπηρεσίες» κατά την έννοια των Συνθηκών νοούνται οι παροχές που «κατά κανόνα προσφέρονται αντί αμοιβής». Το ουσιώδες χαρακτηριστικό της αμοιβής έγκειται, όπως έχει αποφανθεί το Δικαστήριο, στο γεγονός ότι αποτελεί την οικονομική αντιπαροχή της οικείας παροχής ( 23 ), ενώ συνήθως συμφωνείται μεταξύ του παρόχου και του αποδέκτη της υπηρεσίας ( 24 ).

38.

Το Δικαστήριο έχει υιοθετήσει μια μάλλον ευρεία ερμηνεία της έννοιας της «αμοιβής» ( 25 ). Ειδικότερα, η εφαρμογή των κανόνων περί ελεύθερης παροχής υπηρεσιών δεν αποκλείεται ακόμη και αν η αμοιβή για την παροχή της υπηρεσίας: i) είναι περιορισμένου ποσού ( 26 ), ii) λαμβάνει τη μορφή παροχής σε είδος ( 27 ), iii) δεν καταβάλλεται από τον αποδέκτη της υπηρεσίας ( 28 ) ή iv) επιστρέφεται στη συνέχεια από τρίτον ( 29 ). Ομοίως, μια υπηρεσία μπορεί να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 49 ΣΛΕΕ ακόμη και σε περίπτωση που ο πάροχος δεν επιδιώκει να αποκομίσει κέρδος ( 30 ).

39.

Ωστόσο, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, πρέπει να υπάρχει πληρωμή (ή μεταβίβαση κάποιου πλεονεκτήματος οικονομικής αξίας), η οποία συνιστά την «αντιπαροχή» για την υπηρεσία που παρασχέθηκε ( 31 ). Το Δικαστήριο έχει τονίσει επανειλημμένως ότι «ο αποφασιστικός παράγων βάσει του οποίου μια δραστηριότητα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων της Συνθήκης περί ελεύθερης παροχής υπηρεσιών είναι ο οικονομικ[ός της] χαρακτήρα[ς]» ( 32 ). Τούτο δεν συμβαίνει, για παράδειγμα, όταν η δραστηριότητα ασκείται δωρεάν ( 33 ) ή εντάσσεται στο πλαίσιο συστήματος το οποίο δεν χαρακτηρίζεται από εμπορική λογική ( 34 ). Καθοριστικό στοιχείο για να μπορεί μια δραστηριότητα να θεωρηθεί «οικονομική» είναι, κατά τη γνώμη μου, η συναλλαγή μεταξύ του παρόχου και του αποδέκτη της υπηρεσίας να έχει ανταλλακτικό (quid pro quo) χαρακτήρα ( 35 ) και στο πλαίσιο αυτό να υφίσταται εύλογη σχέση μεταξύ της αξίας της παρεχόμενης υπηρεσίας και της πληρωμής που καταβάλλεται ως αντιπαροχή.

40.

Υπό το πρίσμα των ως άνω αρχών, το Δικαστήριο έχει κρίνει, όσον αφορά τις εκπαιδευτικές δραστηριότητες, ότι τα μαθήματα που διδάσκονται σε εκπαιδευτικά ιδρύματα τα οποία χρηματοδοτούνται κυρίως από ιδιωτικούς πόρους συνιστούν «υπηρεσίες» κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης. Κατά συνέπεια, η εθνική νομοθεσία που διέπει τις σχετικές δραστηριότητες πρέπει, κατ’ αρχήν, να συνάδει με τους κανόνες της εσωτερικής αγοράς και, ειδικότερα, με τους κανόνες για την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών. Αντιθέτως, η προσφορά εκπαιδευτικών μαθημάτων που διδάσκονται σε ορισμένα ιδρύματα τα οποία εντάσσονται σε δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα και χρηματοδοτούνται, εν όλω ή εν μέρει, από δημόσιους πόρους δεν συνιστά οικονομική δραστηριότητα κατά την έννοια των ενωσιακών κανόνων για την εσωτερική αγορά. Συγκεκριμένα, το κράτος, δημιουργώντας και διατηρώντας αυτό το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα το οποίο χρηματοδοτείται, κατά κανόνα, από τον δημόσιο προϋπολογισμό και όχι από τους σπουδαστές ή τους γονείς τους, δεν αποβλέπει στην άσκηση αμειβόμενων δραστηριοτήτων, αλλά εκπληρώνει την αποστολή του έναντι των πολιτών του στον κοινωνικό, πολιτιστικό και εκπαιδευτικό τομέα ( 36 ).

41.

Στην υπό κρίση υπόθεση η εκπαιδευτική δραστηριότητα την οποία ασκεί το επίμαχο (ιδιωτικό) σχολείο χρηματοδοτείται επί του παρόντος από ιδιωτικούς πόρους, περιλαμβανομένων εκείνων που παρέχουν οι μαθητές και οι γονείς τους. Ως εκ τούτου, η δραστηριότητά του μπορεί να χαρακτηριστεί ως «οικονομική» κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης.

42.

Τούτου λεχθέντος, τίθενται εν προκειμένω δύο ερωτήματα. Πρώτον, μπορεί η δραστηριότητα την οποία προτίθεται να ασκήσει το σχολείο στην Αυστρία, εφόσον και όταν τυχόν λάβει την αιτηθείσα κρατική επιδότηση, να χαρακτηριστεί ως «οικονομική» κατά την έννοια των κανόνων της εσωτερικής αγοράς; Δεύτερον, αν δεν χωρεί τέτοιος χαρακτηρισμός, ασκεί το γεγονός αυτό επιρροή στην απάντηση που πρέπει να δοθεί στο δεύτερο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου;

43.

Όσον αφορά το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, η Αυστριακή Κυβέρνηση και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι η δραστηριότητα την οποία θα ασκήσει το σχολείο στην Αυστρία, εφόσον λάβει την αιτηθείσα κρατική επιδότηση, δεν θα μπορεί πλέον να θεωρηθεί «οικονομική».

44.

Υπό την επιφύλαξη ότι έχω όντως κατανοήσει ορθώς την επίμαχη εθνική ρύθμιση –όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να ελέγξει–, τείνω να συμφωνήσω με την άποψη αυτή. Πράγματι, αν το εν λόγω σχολείο εντασσόταν στο σύστημα που εγκαθιδρύεται με την εθνική αυτή ρύθμιση, τούτο θα σήμαινε ότι μάλλον πληροί τις δύο προϋποθέσεις υπό τις οποίες, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου που προεκτέθηκε στο σημείο 40 των παρουσών προτάσεων, η προσφορά εκπαιδευτικών μαθημάτων δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά «υπηρεσία» κατά την έννοια των κανόνων της εσωτερικής αγοράς, καθώς: i) το μεν σχολείο εντάσσεται σε δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα και ii) το δε σύστημα χρηματοδοτείται, εν όλω ή εν μέρει, από δημόσιους πόρους.

45.

Πράγματι, η επίμαχη εθνική ρύθμιση δεν περιορίζεται στη θέσπιση μηχανισμού χρηματοδότησης των σχολείων με θρησκευτικό προσανατολισμό, αλλά φαίνεται να βαίνει πέραν αυτού, προβλέποντας, κατ’ ουσίαν, την πλήρη ένταξή τους στο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα.

46.

Τα ιδιωτικά σχολεία μπορούν να αναγνωριστούν ως σχολεία «με θρησκευτικό προσανατολισμό» μόνον από θρησκευτικές κοινότητες αναγνωρισμένες ως τέτοιες στην Αυστρία. Πρόκειται για κοινότητες που έχουν συσταθεί υπό μορφή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, των οποίων τα έσοδα και η περιουσία μπορούν να χρησιμοποιηθούν αποκλειστικώς για θρησκευτικούς σκοπούς, συμπεριλαμβανομένων μη κερδοσκοπικών και φιλανθρωπικών σκοπών βασιζόμενων σε θρησκευτικές αρχές ( 37 ). Οι θρησκευτικές κοινότητες απολαύουν ορισμένων ειδικών δικαιωμάτων, είναι όμως ταυτόχρονα επιφορτισμένες με την εκπλήρωση ειδικών καθηκόντων, μέσω των οποίων –όπως το έχει θέσει το Verfassungsgerichshof (Συνταγματικό Δικαστήριο, Αυστρία)–, «επηρεάζουν, στο επίπεδο που τους αναλογεί, τη δημόσια ζωή της χώρας» ( 38 ). Ένα τέτοιο καθήκον συνδέεται ακριβώς με την εκπαίδευση, δεδομένου ότι οι εν λόγω κοινότητες είναι αρμόδιες για τη θρησκευτική εκπαίδευση στα σχολεία ( 39 ) και υποχρεούνται, στο πλαίσιο αυτό, να παρέχουν εκπαίδευση «υψηλού επιπέδου» ( 40 ).

47.

Για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους, οι θρησκευτικές κοινότητες δικαιούνται επιδότηση για την κάλυψη δαπανών προσωπικού, η οποία παρέχεται, κατ’ αρχήν, υπό τη μορφή τοποθέτησης εκπαιδευτικών που έχουν προσληφθεί ή απασχολούνται βάσει συμβάσεως από το ομοσπονδιακό κράτος ή από Land (ομόσπονδο κράτος), ως «επιχορηγήσεις σε ανθρώπινους πόρους». Στο προσωπικό που τοποθετείται στα σχολεία περιλαμβάνονται οι εκπαιδευτικοί οι οποίοι καλούνται να υλοποιήσουν το σχολικό πρόγραμμα (περιλαμβανομένης της διεύθυνσης και τυχόν βοηθητικών υπηρεσιών που καλούνται να προσφέρουν οι εκπαιδευτικοί σε συγκρίσιμα δημόσια σχολεία) ( 41 ). Εξ όσων αντιλαμβάνομαι, στην Αυστρία, τα σχολεία τα οποία επιδοτούνται από το Δημόσιο όχι απλώς δεν επιτρέπεται να λειτουργούν με κερδοσκοπικό χαρακτήρα ( 42 ), αλλά, το κυριότερο, καταλήγουν να χρηματοδοτούνται κυρίως από δημόσιους πόρους.

48.

Ως εκ τούτου, υπό την επιφύλαξη του ελέγχου του ζητήματος αυτού από το αιτούν δικαστήριο, είμαι της γνώμης ότι η φύση της δραστηριότητας του επίμαχου σχολείου, αφ’ ης στιγμής το τελευταίο ενταχθεί στο σύστημα κρατικών επιδοτήσεων που θεσπίζει ο PrivSchG, θα μεταβληθεί, παύοντας να είναι «οικονομική». Στην περίπτωση αυτή, η δραστηριότητα θα ασκείται πλέον στο πλαίσιο συστήματος κατευθυνόμενου από το κράτος, το οποίο δεν ανταποκρίνεται σε εμπορική λογική.

49.

Το ενδιάμεσο αυτό συμπέρασμα οδηγεί αναπόφευκτα στο ακόλουθο ερώτημα: χωρεί επίκληση του άρθρου 49 ΣΛΕΕ σε σχέση με οικονομική δραστηριότητα στο κράτος μέλος υποδοχής όταν, σε περίπτωση κατάργησης του προβαλλόμενου περιορισμού, η δραστηριότητα θα έχανε τον οικονομικό της χαρακτήρα;

50.

Επ’ αυτού συμφωνώ και πάλι με την άποψη της Αυστριακής Κυβέρνησης και της Επιτροπής ότι η απάντηση στο ως άνω ερώτημα πρέπει να είναι αρνητική.

51.

Βεβαίως, δεν πρέπει να λησμονείται ότι ο σκοπός τον οποίο επιδιώκουν οι ενωσιακοί κανόνες για την εσωτερική αγορά είναι η κατάργηση όλων των εμποδίων στις ενδοενωσιακές συναλλαγές, με τη συγχώνευση των εθνικών αγορών σε μια ενιαία αγορά υπό συνθήκες κατά το δυνατόν πλησιέστερες εκείνων μιας γνησίας εσωτερικής αγοράς ( 43 ). Ο θεμελιώδης σκοπός της εσωτερικής αγοράς είναι να εξασφαλιστεί, εντός της Ένωσης, η ελεύθερη κίνηση των εισροών που είναι αναγκαίες για την άσκηση των οικονομικών δραστηριοτήτων, προκειμένου να επιτυγχάνεται η βέλτιστη κατανομή των πόρων και η οικονομική ευημερία ( 44 ).

52.

Αντιστρόφως δε, οι κανόνες που αφορούν την εσωτερική αγορά δεν αποσκοπούν στην επιδίωξη μη οικονομικών μορφών ολοκλήρωσης μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, οι οποίες μπορεί να αποτελούν αντικείμενο άλλων διατάξεων των Συνθηκών της ΕΕ. Επομένως, δεν είναι δυνατή, κατ’ αρχήν, η επίκληση των εν λόγω κανόνων σε περίπτωση που δεν συντρέχει άσκηση δραστηριότητας διεπόμενης από εμπορική λογική ( 45 ).

53.

Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η έννοια της «εγκαταστάσεως», όπως χρησιμοποιείται στις Συνθήκες, συνεπάγεται την πραγματική άσκηση μιας οικονομικής δραστηριότητας στο κράτος μέλος υποδοχής ( 46 ). Η ως άνω αρχή αντικατοπτρίζεται και σε μια σειρά υποθέσεων στις οποίες το Δικαστήριο απέκλεισε, εν όλω ή εν μέρει, ορισμένες δραστηριότητες από το πεδίο εφαρμογής των ενωσιακών διατάξεων για την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών.

54.

Κατ’ αρχάς, κατά πάγια νομολογία, οι δραστηριότητες της διαχείρισης των δημόσιων κοινωνικοασφαλιστικών συστημάτων, οι οποίες συνιστούν λειτούργημα αμιγώς κοινωνικού χαρακτήρα, δεν είναι «οικονομικές» όταν στηρίζονται στην αρχή της αλληλεγγύης και δεν εξυπηρετούν κανέναν κερδοσκοπικό σκοπό ( 47 ).

55.

Περαιτέρω, στην υπόθεση Sodemare κ.λπ., στην οποία μια εταιρία επικαλέστηκε τους ενωσιακούς κανόνες για την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών προκειμένου να της επιτραπεί να παρέχει υπηρεσίες κοινωνικής προνοίας υγειονομικού χαρακτήρα, μολονότι η εθνική νομοθεσία επιφύλασσε τη δυνατότητα συμμετοχής στη λειτουργία του συστήματος κοινωνικής προνοίας μόνο σε ιδιωτικούς φορείς μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, το Δικαστήριο δεν δέχθηκε ότι είχε εφαρμογή το άρθρο 49 ΣΛΕΕ. Υπενθύμισε ότι, κατά πάγια αρχή, το δίκαιο της Ένωσης δεν θίγει την εξουσία των κρατών μελών να διαρρυθμίζουν το κοινωνικοασφαλιστικό σύστημά τους κατά την κρίση τους. Επομένως, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων που διατηρούν στο πεδίο αυτό, τα κράτη μέλη θα μπορούσαν νομίμως να αποφασίσουν ότι η ένταξη ιδιωτικών φορέων στο εν λόγω σύστημα ως παρόχων υπηρεσίες κοινωνικής προνοίας εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι δεν επιδιώκουν κερδοσκοπικό σκοπό ( 48 ).

56.

Παρόμοια λογική ακολούθησε το Δικαστήριο στην υπόθεση Analisi G. Caracciolo, στην οποία μια εταιρία επικαλέστηκε, μεταξύ άλλων, τους κανόνες για την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών προκειμένου να προσβάλει την απόρριψη της αιτήσεώς της να λάβει διαπίστευση σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) 765/2008, για τον καθορισμό των απαιτήσεων διαπίστευσης και εποπτείας της αγοράς όσον αφορά την εμπορία των προϊόντων και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 339/93 του Συμβουλίου ( 49 ). Με την απόφασή του, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε το κύρος των ενωσιακών διατάξεων βάσει των οποίων η διαπίστευση πραγματοποιείται αποκλειστικώς από έναν και μόνον εθνικό οργανισμό. Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι κανόνες για την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών δεν είχαν εφαρμογή στην υπόθεση εκείνη, στο μέτρο που ο οργανισμός διαπίστευσης ασκούσε δραστηριότητα δημόσιας εξουσίας εκτός οποιουδήποτε εμπορικού πλαισίου και λειτουργούσε σε μη κερδοσκοπική βάση ( 50 ).

57.

Κατόπιν των ανωτέρω, φρονώ ότι δεν είναι δυνατή η επίκληση των ενωσιακών κανόνων για την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών σε σχέση με οικονομική δραστηριότητα όταν, σε περίπτωση που καταργηθεί ο προβαλλόμενος περιορισμός, η δραστηριότητα θα χάσει κατ’ ανάγκην τον οικονομικό της χαρακτήρα.

58.

Κατά τη γνώμη μου, τυχόν διαφορετικό συμπέρασμα όχι απλώς θα ήταν σχεδόν εξ ορισμού ασυμβίβαστο με τον ορισμό της έννοιας των «υπηρεσιών» κατά το άρθρο 57 ΣΛΕΕ, όπως ερμηνεύεται παγίως από το Δικαστήριο, αλλά επιπλέον –και κυρίως– θα επεξέτεινε υπερβολικά το πεδίο εφαρμογής των κανόνων για την ελεύθερη κυκλοφορία, όπερ θα αντέβαινε στην ίδια τη λογική τους.

59.

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 49 ΣΛΕΕ δεν απαγορεύει εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ως προϋπόθεση για την επιδότηση ιδιωτικών σχολείων με θρησκευτικό προσανατολισμό την αναγνώριση του αιτούντος ως εκκλησίας ή θρησκευτικής ένωσης δυνάμει του εθνικού δικαίου, όταν η επιδότηση έχει ως αποτέλεσμα να ενταχθεί το σχολείο πλήρως στο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα.

60.

Εν πάση περιπτώσει, για την περίπτωση που το Δικαστήριο δεν συμμεριστεί τη γνώμη μου ή που το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι η ως άνω ανάλυση στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία του εθνικού δικαίου, θα εξετάσω, επικουρικώς, κατά πόσον μια εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη είναι συμβατή με το άρθρο 49 ΣΛΕΕ.

3. Το άρθρο 49 ΣΛΕΕ δεν απαγορεύει εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη

61.

Το άρθρο 49 ΣΛΕΕ απαγορεύει όχι μόνον τις εμφανείς διακρίσεις λόγω ιθαγένειας, αλλά και κάθε μορφή συγκεκαλυμμένης διακρίσεως η οποία, με την εφαρμογή άλλων κριτηρίων διακρίσεως, καταλήγει στην πράξη στο ίδιο αποτέλεσμα ( 51 ). Ειδικότερα, όπως αναφέρθηκε στο σημείο 35 των παρουσών προτάσεων, το άρθρο 49 ΣΛΕΕ αποκλείει κάθε εθνικό μέτρο που είναι ικανό να θίξει ή να καταστήσει λιγότερο ελκυστική για τους πολίτες της Ένωσης την άσκηση της ελευθερίας εγκαταστάσεως όπως κατοχυρώνεται στη Συνθήκη ΛΕΕ.

62.

Στην υπό κρίση υπόθεση εκτιμώ ότι εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη εισάγει έμμεση δυσμενή διάκριση και ότι η διαφορετική μεταχείριση των σχολείων η οποία απορρέει από τη ρύθμιση αυτή ενδέχεται να θίξει ή να καταστήσει λιγότερο ελκυστική την άσκηση του δικαιώματος εγκατεστημένων σε άλλο κράτος μέλος φυσικών προσώπων, ενώσεων και εταιριών να εγκατασταθούν στην Αυστρία.

63.

Τούτο διότι, πρώτον, κατά την επίμαχη εθνική ρύθμιση, μόνον τα σχολεία με θρησκευτικό προσανατολισμό δικαιούνται να λάβουν δημόσια επιδότηση ( 52 ). Άλλα ιδιωτικά σχολεία ενδέχεται να λάβουν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, επιδότηση, εφόσον το ομοσπονδιακό κράτος έχει διαθέσει προς τούτο κονδύλια του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού ( 53 ).

64.

Ως ιδιωτικά σχολεία με θρησκευτικό προσανατολισμό, κατά την έννοια της επίμαχης εθνικής ρύθμισης, νοούνται μόνον όσα συνδέονται με νομίμως αναγνωρισμένες θρησκευτικές κοινότητες ( 54 ). Μεταξύ των προϋποθέσεων αναγνώρισης από το κράτος συγκαταλέγονται i) η απαίτηση να έχει συμπληρώσει η θρησκευτική κοινότητα ορισμένο αριθμό ετών δραστηριότητας στην Αυστρία και ii) η απαίτηση να έχει αριθμό μελών τουλάχιστον ίσο με ορισμένο ποσοστό του αυστριακού πληθυσμού ( 55 ).

65.

Είναι αυτονόητο ότι κοινότητες οι οποίες έχουν κάποιου είδους εγκατάσταση στην Αυστρία θα πληρούν ευχερέστερα τις εν λόγω προϋποθέσεις.

66.

Δεύτερον, θεωρώ επίσης σαφές ότι ρύθμιση κράτους μέλους με την οποία χορηγείται δημόσια επιδότηση μόνο σε ορισμένα είδη ιδιωτικών σχολείων (ήτοι στα σχολεία με θρησκευτικό προσανατολισμό) και όχι σε άλλα (ήτοι στα σχολεία χωρίς θρησκευτικό προσανατολισμό, περιλαμβανομένων εκείνων που συνδέονται με θρησκευτικές κοινότητες οι οποίες δεν είναι νομίμως αναγνωρισμένες) ενδέχεται να αποθαρρύνει ορισμένα φυσικά ή νομικά πρόσωπα –ιδίως δε, όπως προαναφέρθηκε, όσα στερούνται εγκαταστάσεως στην Αυστρία– από το να ιδρύσουν νέα σχολεία στο συγκεκριμένο κράτος μέλος.

67.

Τα ιδιωτικά σχολεία που δεν λαμβάνουν κρατική επιδότηση βρίσκονται προδήλως σε μειονεκτική θέση σε σχέση με εκείνα που λαμβάνουν τέτοιες επιδοτήσεις. Τα τελευταία θα είναι κατά κανόνα σε θέση να προσφέρουν συγκρίσιμες υπηρεσίες αντί χαμηλότερης αμοιβής, δεδομένου ότι μεγάλο μέρος των εξόδων τους καλύπτεται από δημόσιους πόρους. Τα χρήματα που καταβάλλουν οι μαθητές και οι γονείς τους «προστίθενται» στα δημόσια κονδύλια. Αντιθέτως, τα σχολεία χωρίς θρησκευτικό προσανατολισμό καλούνται να χρηματοδοτήσουν τις δραστηριότητές τους κυρίως με ιδιωτικά κεφάλαια, σημαντικό τμήμα των οποίων αποτελούν κατά κανόνα τα δίδακτρα που καταβάλλουν οι μαθητές.

68.

Στο πλαίσιο αυτό, είμαι της γνώμης ότι εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ως προϋπόθεση για την επιδότηση ιδιωτικών σχολείων (με θρησκευτικό προσανατολισμό) την αναγνώριση του αιτούντος ως εκκλησίας ή θρησκευτική ένωσης δυνάμει του εθνικού δικαίου συνιστά «περιορισμό» του δικαιώματος εγκαταστάσεως κατά την έννοια του άρθρου 49 ΣΛΕΕ.

69.

Τούτου λεχθέντος, κατά πάγια νομολογία, ένας περιορισμός της ελευθερίας εγκαταστάσεως μπορεί να επιτρέπεται αν, αφενός, δικαιολογείται από λόγους δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας ή δημοσίας υγείας ή από υπέρτερο λόγο γενικού συμφέροντος και, αφετέρου, συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας. Όσον αφορά την αναλογικότητα, το εθνικό μέτρο πρέπει να είναι κατάλληλο να διασφαλίσει την υλοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού και να μη βαίνει πέραν του μέτρου που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού. Επιπλέον, το εθνικό μέτρο πρέπει να είναι αναλογικό υπό στενή έννοια, στον βαθμό που πρέπει να επιτυγχάνει δίκαιη ισορροπία μεταξύ των διακυβευόμενων συμφερόντων, ήτοι του συμφέροντος το οποίο επιδιώκει το κράτος με το εν λόγω μέτρο και του συμφέροντος των θιγόμενων προσώπων ( 56 ).

70.

Η Αυστριακή Κυβέρνηση υπογραμμίζει επ’ αυτού ότι, στην Αυστρία, τα ιδιωτικά σχολεία με θρησκευτικό προσανατολισμό συμπληρώνουν το δημόσιο σύστημα των σχολείων, δεδομένου ότι τα δημόσια σχολεία έχουν διαθρησκειακό χαρακτήρα και μόνον. Επομένως, τα ιδιωτικά σχολεία με θρησκευτικό προσανατολισμό παρέχουν στους γονείς τη δυνατότητα να επιλέξουν για τα παιδιά τους εκπαίδευση σύμφωνη προς τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. Στο πλαίσιο αυτό, η Αυστριακή Κυβέρνηση παραπέμπει στο άρθρο 2 του πρώτου πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (στο εξής: ΕΣΔΑ), το οποίο, όσον αφορά το δικαίωμα στην εκπαίδευση, προβλέπει ότι «[π]αν Κράτος […] θα σέβηται το δικαίωμα των γονέων όπως εξασφαλίζωσι την μόρφωσιν και εκπαίδευσιν ταύτην συμφώνως προς τας ιδίας αυτών θρησκευτικάς και φιλοσοφικάς πεποιθήσεις».

71.

Η Αυστριακή Κυβέρνηση υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι ο περιορισμός των κρατικών επιδοτήσεων μόνον υπέρ των συγκεκριμένων σχολείων έχει διττό σκοπό: τη διασφάλιση της χρηστής διαχείρισης των δημοσίων πόρων, η οποία με τη σειρά της εξασφαλίζει την ποιότητα της εκπαίδευσης, καθώς και την προστασία της δημόσιας ασφάλειας. Η ως άνω Κυβέρνηση τονίζει ότι η διαδικασία αναγνώρισης των θρησκευτικών κοινοτήτων παρέχει στις δημόσιες αρχές τη δυνατότητα να ελέγχουν, μεταξύ άλλων, ότι η οικεία κοινότητα διαθέτει σταθερή οργάνωση με επαρκή αριθμό πιστών, καθώς και ότι συμπορεύεται αρμονικά με την κοινωνία και την πολιτεία και δεν απειλεί τη θρησκευτική ειρήνη.

72.

Κατά την άποψή μου, πρόκειται για θεμιτούς σκοπούς που είναι, κατ’ αρχήν, ικανοί να δικαιολογήσουν περιορισμούς του δικαιώματος εγκαταστάσεως. Πράγματι, το άρθρο 52 ΣΛΕΕ επιτρέπει στα κράτη μέλη να εισάγουν ή να διατηρούν παρεκκλίσεις από το δικαίωμα εγκαταστάσεως για λόγους, μεταξύ άλλων, δημόσιας ασφάλειας. Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι τόσο ο κίνδυνος σοβαρής διατάραξης της οικονομικής ισορροπίας του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης ( 57 ) όσο και ο σκοπός της διασφάλισης υψηλού επιπέδου εκπαίδευσης ( 58 ) μπορούν να συνιστούν υπέρτερους λόγους γενικού συμφέροντος ικανούς να δικαιολογήσουν εμπόδια στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών.

73.

Εν συνέχεια, πρέπει να εξεταστεί αν εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη είναι κατάλληλη για την επίτευξη των προαναφερθέντων σκοπών, υπό την έννοια ότι συμβάλλει ουσιαστικά στην επίτευξή τους.

74.

Φρονώ ότι εν προκειμένω κάτι τέτοιο ισχύει.

75.

Κατ’ αρχάς, συμφωνώ με την Αυστριακή Κυβέρνηση ότι ο περιορισμός της δυνατότητας επιδότησης σε σχολεία που μπορούν να προσελκύσουν σημαντικό αριθμό μαθητών και τα οποία συνδέονται με σταθερή οργάνωση συνιστά εύλογο μέτρο για τη διασφάλιση του ελέγχου των δαπανών και την αποφυγή, κατά το μέτρο του δυνατού, της διασπάθισης χρηματοοικονομικών, τεχνικών και ανθρώπινων πόρων ( 59 ). Περαιτέρω, η εύλογη χρήση των διαθεσίμων, και κατ’ ανάγκην περιορισμένων, πόρων συντελεί συχνά στην παροχή καλύτερων εκπαιδευτικών υπηρεσιών.

76.

Δεύτερον, η ιστορία, τόσο η απώτερη όσο και η πιο πρόσφατη, δείχνει ότι η θρησκευτική εκπαίδευση, η κατήχηση και ο προσηλυτισμός ενδέχεται, υπό ορισμένες σπάνιες περιστάσεις, να χρησιμοποιηθούν για τη διασπορά ιδεών ικανών να θέσουν σε κίνδυνο τη δημόσια ασφάλεια. Όταν συντρέχει τέτοια περίπτωση, οι οικείες δραστηριότητες δεν μπορούν να θεωρηθούν ως προστατευόμενες βάσει του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης ή της θρησκευτικής ελευθερίας ( 60 ) και, ως εκ τούτου, ένα κράτος μέλος πρέπει να μπορεί, όπως έχει υπογραμμίσει το ΕΔΔΑ, να διατηρεί «τη δημόσια τάξη, τη θρησκευτική αρμονία και την ανοχή σε μια δημοκρατική κοινωνία» ιδίως μεταξύ αντιπαρατασσόμενων ομάδων ( 61 ). Ο εκ των προτέρων έλεγχος της συμβατότητας της ιδεολογίας και των πεποιθήσεων ορισμένης θρησκευτικής κοινότητας με τις θεμελιώδεις αξίες της κοινωνίας φαίνεται πρόσφορος, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό, για τον περιορισμό ενός τέτοιου κινδύνου.

77.

Τούτου λεχθέντος, βαίνει η επίμαχη εθνική ρύθμιση πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξη των σκοπών της ή μήπως δεν επιτυγχάνει δίκαιη ισορροπία μεταξύ των διακυβευόμενων συμφερόντων;

78.

Κατά τη γνώμη μου, πρόκειται για ζητήματα επί των οποίων τα αιτούντα δικαστήρια είναι, κατά κανόνα, σε καλύτερη θέση να αποφανθούν. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο στην υπό κρίση υπόθεση, όπου ο διάδικος που επικαλέστηκε το δικαίωμα εγκαταστάσεως, ήτοι η αναιρεσείουσα της κύριας δίκης, δεν προέβαλε κανένα επιχείρημα συναφώς.

79.

Εν πάση περιπτώσει, βάσει των στοιχείων της δικογραφίας, αδυνατώ να σκεφτώ κάποιο μέτρο το οποίο θα ήταν για τους παρόχους υπηρεσιών λιγότερο περιοριστικό από την επίμαχη εθνική ρύθμιση, αλλά εξίσου πρόσφορο για την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει η ρύθμιση αυτή. Ούτε προκύπτει από τη δικογραφία ότι οι Αυστριακές Αρχές, περιορίζοντας τη χορήγηση κρατικής επιδότησης στα σχολεία τα οποία συνδέονται με νομίμως αναγνωρισμένες θρησκευτικές κοινότητες, μπορεί να προέβησαν σε εσφαλμένη στάθμιση, αφενός, των δημόσιων συμφερόντων που υπηρετεί η επίμαχη ρύθμιση και, αφετέρου, των συμφερόντων των προσώπων που επηρεάζονται από αυτή (εν προκειμένω, όσον αφορά τις μη αναγνωρισμένες θρησκευτικές κοινότητες).

80.

Στο σημείο αυτό, επισημαίνω επίσης ότι τα κριτήρια που πρέπει να πληρούνται για τη νόμιμη αναγνώριση θρησκευτικής κοινότητας δεν φαίνονται παράλογα ή υπερβολικά για μια κοινότητα με σημαντική παρουσία και δραστηριότητα στη χώρα. Αντιλαμβάνομαι εξάλλου ότι, εφόσον τα κριτήρια πληρούνται, οι δημόσιες αρχές δεν διαθέτουν διακριτική ευχέρεια, καθώς η αναγνώριση επέρχεται αυτομάτως, όπερ κατ’ αρχήν διασφαλίζει τη δίκαιη και ισότιμη μεταχείριση των διαφόρων θρησκευτικών κοινοτήτων ( 62 ).

81.

Το γεγονός ότι η αναιρεσείουσα έχει την ιδιότητα της αναγνωρισμένης θρησκευτικής ένωσης στη Γερμανία δεν ασκεί επιρροή ως προς το ζήτημα. Πράγματι, καμία διάταξη του δικαίου της Ένωσης δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι προβλέπει μηχανισμό «αμοιβαίας αναγνώρισης» μεταξύ των κρατών μελών αναφορικά με τις θρησκευτικές κοινότητες. Όπως ορθώς επισημαίνει η Τσεχική Κυβέρνηση, μια τέτοια αρχή θα καθιστούσε σε μεγάλο βαθμό άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας το άρθρο 17, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, αφού θα περιόριζε σημαντικά την ελευθερία των κρατών μελών να ρυθμίζουν όπως κρίνουν σκόπιμο το καθεστώς των θρησκευτικών κοινοτήτων.

82.

Ακόμη βασικότερο, είμαι της γνώμης ότι το άρθρο 17, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ συνεπάγεται κατ’ ανάγκην, στο πλαίσιο αυτό, ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν μεγάλο περιθώριο ευελιξίας όσον αφορά τους κανόνες σχετικά με την αναγνώριση των θρησκευτικών κοινοτήτων και τις σχέσεις που προτίθενται να έχουν με αυτές. Αντίστοιχο περιθώριο ευελιξίας θα πρέπει να υπάρχει και αναφορικά με τις οικονομικές σχέσεις μεταξύ κρατών μελών και θρησκευτικών κοινοτήτων ( 63 ).

83.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι, σχετικά με το θέμα αυτό, το ΕΔΔΑ –το οποίο έχει επιληφθεί ορισμένων υποθέσεων που αφορούσαν ιδίως φερόμενες προσβολές της θρησκευτικής ελευθερίας ( 64 )– κατέληξε σε παρόμοια συμπεράσματα. Το ΕΔΔΑ αναγνώρισε ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο προτίθενται να οργανώνουν τις σχέσεις τους με θρησκευτικές κοινότητες, με τη δυνατότητα να αναθέτουν σε αυτές την ευθύνη εκπλήρωσης ορισμένων καθηκόντων (ακόμη και μη θρησκευτικών) γενικού συμφέροντος, καθώς και με τη χρηματοδότηση των εν λόγω κοινοτήτων ή ορισμένων δραστηριοτήτων τους, όπως της παροχής εκπαιδευτικών προγραμμάτων. Η διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών κρίθηκε ότι δεν αποκλειόταν από το γεγονός και μόνον ότι η επίμαχη εθνική νομοθεσία είχε ως αποτέλεσμα τη διαφορετική μεταχείριση διαφορετικών κοινοτήτων με συνέπεια ορισμένες κοινότητες να τυγχάνουν μεγαλύτερης υποστήριξης σε σχέση με άλλες ( 65 ). Στο πλαίσιο αυτό, το ΕΔΔΑ έκρινε επίσης ότι το άρθρο 2 του πρωτοκόλλου αριθ. 1 ( 66 ) δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι οι γονείς μπορούν να απαιτήσουν από το κράτος να παράσχει ιδιαίτερη μορφή (θρησκευτικής) εκπαίδευσης ( 67 ).

84.

Από τα ανωτέρω συνάγεται, κατά τη γνώμη μου, ότι εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση συνιστά περιορισμό του δικαιώματος εγκαταστάσεως, ο οποίος μπορεί εντούτοις να δικαιολογηθεί ως αναγκαίος και αναλογικός για την επίτευξη ορισμένων σκοπών δημοσίου χαρακτήρα που χρήζουν προστασίας. Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να ελέγξει κατά πόσον αυτό ισχύει στην υπόθεση της κύριας δίκης.

85.

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 49 ΣΛΕΕ δεν απαγορεύει, κατ’ αρχήν, εθνική ρύθμιση που προβλέπει ως προϋπόθεση για την επιδότηση ιδιωτικών σχολείων με θρησκευτικό προσανατολισμό την αναγνώριση του αιτούντος ως εκκλησίας ή θρησκευτικής ένωσης δυνάμει του εθνικού δικαίου.

V. Πρόταση

86.

Εν κατακλείδι, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Αυστρία) ως εξής:

Το άρθρο 17, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ δεν αποκλείει την εφαρμογή των ενωσιακών κανόνων για την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών σε περίπτωση που θρησκευτική ένωση εγκατεστημένη σε κράτος μέλος αναγνωρίζει ένα σχολείο σε άλλο κράτος μέλος ως σχολείο με θρησκευτικό προσανατολισμό και αιτείται τη χορήγηση κρατικής επιδότησης στο τελευταίο αυτό κράτος μέλος.

Το άρθρο 49 ΣΛΕΕ δεν απαγορεύει, κατ’ αρχήν, εθνική ρύθμιση που προβλέπει, ως προϋπόθεση για την επιδότηση ιδιωτικών σχολείων με θρησκευτικό προσανατολισμό, την αναγνώριση του αιτούντος ως εκκλησίας ή θρησκευτικής ένωσης δυνάμει του εθνικού δικαίου.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.

( 2 ) RGBl. 68/1874.

( 3 ) BGBl. I αριθ. 19/1998, όπως τροποποιήθηκε και δημοσιεύθηκε στην BGBl. I αριθ. 78/2011.

( 4 ) BGBl. αριθ. 244/1962, όπως τροποποιήθηκε και δημοσιεύθηκε στην BGBl. I αριθ. 35/2019.

( 5 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2022, MIUR and Ufficio Scolastico Regionale per la Campania (C‑282/19, EU:C:2022:3, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 6 ) Πρβλ. απόφαση της 10ης Ιουλίου 2018, Jehovan todistajat (C‑25/17, EU:C:2018:551, σκέψη 74).

( 7 ) Ομοίως, Morini, A., «Comment to Article 17 TFEU», σε Curti Gialdino, C., (επιμ.), Codice dell’Unione europea – Operativo, Simone, Νάπολη, 2012, σ. 543.

( 8 ) Πρβλ. απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Generalstaatsanwaltschaft Berlin (Έκδοση στην Ουκρανία) (C‑398/19, EU:C:2020:1032, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 9 ) Πρβλ. απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2022, RS (Αποτελέσματα των αποφάσεων συνταγματικού δικαστηρίου) (C‑430/21, EU:C:2022:99, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 10 ) Απόφαση της 27ης Ιουνίου 2017, Congregación de Escuelas Pías Provincia Betania (C‑74/16, EU:C:2017:496).

( 11 ) Απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2018, Scuola Elementare Maria Montessori κατά Επιτροπής, Επιτροπή κατά Scuola Elementare Maria Montessori και Επιτροπή κατά Ferracci (C‑622/16 P έως C‑624/16 P, EU:C:2018:873).

( 12 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 5ης Οκτωβρίου 1988, Steymann (196/87, EU:C:1988:475), της 7ης Σεπτεμβρίου 2004, Trojani (C‑456/02, EU:C:2004:488), και της 7ης Μαΐου 2019, Μοναχός Ειρηναίος (C‑431/17, EU:C:2019:368).

( 13 ) Προτάσεις στην υπόθεση Egenberger (C‑414/16, EU:C:2017:851, σημεία 88 και 93). Βλ., επίσης, προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Congregación de Escuelas Pías Provincia Betania (C‑74/16, EU:C:2017:135, σημείο 32).

( 14 ) Προτάσεις στην υπόθεση Cresco Investigation (C‑193/17, EU:C:2018:614, σημείο 26).

( 15 ) Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2019, Cresco Investigation (C‑193/17, EU:C:2019:43).

( 16 ) Απόφαση της 10ης Ιουλίου 2018, Jehovan todistajat (C‑25/17, EU:C:2018:551, σκέψη 74).

( 17 ) Πρβλ. αποφάσεις της 30ής Νοεμβρίου 1995, Gebhard (C‑55/94, EU:C:1995:411, σκέψεις 25 και 26), και της 19ης Ιουλίου 2012, Garkalns (C‑470/11, EU:C:2012:505, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 18 ) Βλ., mutatis mutandis, τις προτάσεις μου στην υπόθεση Boriss Cilevičs κ.λπ. (C‑391/20, EU:C:2022:166).

( 19 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2016, Ullens de Schooten (C‑268/15, EU:C:2016:874).

( 20 ) Βλ., με περαιτέρω παραπομπές, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ν. Wahl στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Venturini κ.λπ. (C‑159/12 έως C‑161/12, EU:C:2013:529, σημείο 27).

( 21 ) Βλ., μεταξύ πολλών, απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2020, Vivendi (C‑719/18, EU:C:2020:627, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 22 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 27ης Ιουνίου 2017, Congregación de Escuelas Pías Provincia Betania (C‑74/16, EU:C:2017:496, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 23 ) Όπ.π. (σκέψη 47).

( 24 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 17ης Μαρτίου 2011, Peñarroja Fa (C‑372/09 και C‑373/09, EU:C:2011:156, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 25 ) Ομοίως, βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Γ. Κοσμά στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Deliège (C‑51/96 και C‑191/97, EU:C:1999:147, σημείο 30).

( 26 ) Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2007, Jundt (C‑281/06, EU:C:2007:816, σκέψη 34).

( 27 ) Αποφάσεις της 5ης Οκτωβρίου 1988, Steymann (196/87, EU:C:1988:475), και της 7ης Σεπτεμβρίου 2004, Trojani (C‑456/02, EU:C:2004:488).

( 28 ) Απόφαση της 26ης Απριλίου 1988, Bond van Adverteerders κ.λπ. (352/85, EU:C:1988:196, σκέψη 16).

( 29 ) Απόφαση της 12ης Ιουλίου 2001, Smits και Peerbooms (C‑157/99, EU:C:2001:404, σκέψη 58).

( 30 ) Όπ.π. (σκέψεις 50 και 52).

( 31 ) Βλ. τη νομολογία που μνημονεύεται στην υποσημείωση 22 των παρουσών προτάσεων. Επ’ αυτού, και με περαιτέρω παραπομπές, βλ. επίσης Koutrakos, P., «Healthcare as an economic service under EC law», σε Dougan, M., Spaventa, E. (επιμ.), Social Welfare and EU Law, Hart Publishing, Oξφόρδη, 2005, σ. 112 έως 115.

( 32 ) Βλ. αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 2007, Jundt (C‑281/06, EU:C:2007:816, σκέψη 32), και της 23ης Φεβρουαρίου 2016, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (C‑179/14, EU:C:2016:108, σκέψη 154). Η υπογράμμιση δική μου.

( 33 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 1991, Society for the Protection of Unborn Children Ireland (C‑159/90, EU:C:1991:378, σκέψεις 24 έως 26).

( 34 ) Πρβλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα G. Slynn στην υπόθεση Gravier (293/83, EU:C:1985:15, σ. 603), και του γενικού εισαγγελέα N. Fennelly στην υπόθεση Sodemare κ.λπ. (C‑70/95, EU:C:1997:55, σημείο 29).

( 35 ) Πρβλ. απόφαση της 12ης Ιουλίου 2001, Ordine degli Architetti κ.λπ. (C‑399/98, EU:C:2001:401, σκέψη 77). Βλ., γενικώς, Spaventa, E., «Public Services and European Law: Looking for Boundaries», Cambridge Yearbook of European Legal Studies, τόμος 5, 2003, σ. 272 έως 275.

( 36 ) Βλ. απόφαση της 27ης Ιουνίου 2017, Congregación de Escuelas Pías Provincia Betania (C‑74/16, EU:C:2017:496, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 37 ) Άρθρο 11, παράγραφος 2, του BekGG.

( 38 ) Απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2009, VfSlg 18.965/2009 (AT:VFGH:2009:B516.2009).

( 39 ) Άρθρο 17, παράγραφος 4, του Staatsgrundgesetz vom 21. December 1867, über die allgemeinen Rechte der Staatsbürger für die im Reichsrathe vertretenen Königreiche und Länder (Θεμελιώδης Νόμος περί των γενικών ατομικών δικαιωμάτων) (RGBl. 142/1867).

( 40 ) Όπως εξήγησε η Αυστριακή Κυβέρνηση, η οποία παρέπεμψε στην εισηγητική έκθεση του κυβερνητικού νομοσχεδίου για την τροποποίηση του BekGG (βλ. υποσημείωση 2 των παρουσών προτάσεων).

( 41 ) Άρθρα 18 και 19 του PrivSchG.

( 42 ) Άρθρο 21, παράγραφος 1, στοιχείο b, του PrivtSchG.

( 43 ) Βλ. αποφάσεις της 5ης Μαΐου 1982, Schul Douane Expediteur (15/81, EU:C:1982:135, σκέψη 33), και της 17ης Μαΐου 1994, Γαλλία κατά Επιτροπής (C‑41/93, EU:C:1994:196, σκέψη 19).

( 44 ) Βλ., για παράδειγμα, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Μ. Szpunar στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις X και Visser (C‑360/15 και C‑31/16, EU:C:2017:397, σημείο 1), καθώς και Barnard, C., The substantive Law of the EU: The Four Freedoms, 5η έκδ., Oxford University Press, Οξφόρδη, 2016, σ. 3 έως 8.

( 45 ) Στη θεωρία, βλ., για παράδειγμα, Odudu, O., «Economic Activity as a limit to Community Law», σε Barnard, C., Odudu, O. (επιμ.), The Outer Limits of European Union Law, Hart Publishing, Οξφόρδη, 2009, σ. 242 και 243.

( 46 ) Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 12ης Ιουλίου 2012, VALE Építési (C‑378/10, EU:C:2012:440, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 47 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 17ης Φεβρουαρίου 1993, Poucet και Pistre (C‑159/91 και C‑160/91, EU:C:1993:63, σκέψεις 17 και 18), και της 22ας Οκτωβρίου 2015, EasyPay και Finance Engineering (C‑185/14, EU:C:2015:716, σκέψη 38).

( 48 ) Απόφαση της 17ης Ιουνίου 1997 (C‑70/95, EU:C:1997:301).

( 49 ) Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Ιουλίου 2008 (ΕΕ 2008, L 218, σ. 30).

( 50 ) Απόφαση της 6ης Μαΐου 2021 (C‑142/20, EU:C:2021:368).

( 51 ) Πρβλ. απόφαση της 3ης Μαρτίου 2020, Tesco-Global Áruházak (C‑323/18, EU:C:2020:140, σκέψη 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 52 ) Άρθρο 17 του PrivSchG.

( 53 ) Άρθρο 21 του PrivSchG.

( 54 ) Άρθρο 17, παράγραφος 2, του PrivSchG.

( 55 ) Άρθρο 11, παράγραφος 1, του BekGG.

( 56 ) Πρβλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (Τριτοβάθμια εκπαίδευση) (C‑66/18, EU:C:2020:792, σκέψεις 178 και 179 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 57 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2009, Woningstichting Sint Servatius (C‑567/07, EU:C:2009:593, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 58 ) Πρβλ. αποφάσεις της 13ης Νοεμβρίου 2003, Neri (C‑153/02, EU:C:2003:614, σκέψη 46), και της 14ης Σεπτεμβρίου 2006, Centro di Musicologia Walter Stauffer (C‑386/04, EU:C:2006:568, σκέψη 45).

( 59 ) Βλ., mutatis mutandis, απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Simma Federspiel (C‑419/16, EU:C:2017:997, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 60 ) Βλ., για παράδειγμα, απόφαση του ΕΔΔΑ της 13ης Φεβρουαρίου 2003, Refah Partisi (the Welfare Party) κ.λπ. κατά Τουρκίας (CE:ECHR:2003:0213JUD004134098).

( 61 ) Απόφαση του ΕΔΔΑ της 10ης Νοεμβρίου 2005, Leyla Şahin κατά Τουρκίας (CE:ECHR:2005:1110JUD004477498, § 107).

( 62 ) Βλ., ιδίως, το γράμμα των άρθρων 1 και 2 του AnerkennungsG.

( 63 ) Εντούτοις, επ’ αυτού του συγκεκριμένου ζητήματος εφιστώ την προσοχή στο εξής: η ευελιξία όσον αφορά τις οικονομικές σχέσεις υφίσταται στον βαθμό που οι κανόνες σχετικά με τα δημόσια κονδύλια τα οποία καταβάλλονται στις θρησκευτικές κοινότητες είναι σύμφωνοι με τις ενωσιακές διατάξεις που τυγχάνουν, ανάλογα με τις περιστάσεις, εφαρμογής ως προς συγκεκριμένη κατάσταση. Ειδικότερα, όταν ένα κράτος μέλος επιδοτεί οικονομικές δραστηριότητες που ασκούνται από θρησκευτικές κοινότητες, τα οικεία μέτρα πρέπει να είναι συμβατά με τους κανόνες της Ένωσης στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων (βλ., για παράδειγμα, τη νομολογία που μνημονεύεται στις υποσημειώσεις 9 και 10 των παρουσών προτάσεων). Ωστόσο, το ως άνω ζήτημα δεν τίθεται στο πλαίσιο της υπό κρίση διαδικασίας.

( 64 ) Το δικαίωμα αυτό προστατεύεται δυνάμει του άρθρου 9 της ΕΣΔΑ, το οποίο επιγράφεται «Ελευθερία σκέψεως, συνειδήσεως και θρησκείας».

( 65 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 7ης Δεκεμβρίου 1976, Kjeldsen, Busk Madsen και Pedersen κατά Δανίας (CE:ECHR:1976:1207JUD000509571), της 28ης Αυγούστου 2001, Lundberg κατά Σουηδίας (CE:ECHR:2001:0828DEC003684697), της 29ης Ιουνίου 2007, Folgerø κ.λπ. κατά Νορβηγίας (CE:ECHR:2007:0629JUD001547202). και της 18ης Μαρτίου 2011, Lautsi κ.λπ. κατά Ιταλίας (CE:ECHR:2011:0318JUD003081406). Ευρύτερα επί του ζητήματος αυτού, με περαιτέρω παραπομπές, βλ. Evans, C., Thomas, C. A., «Church-State Relations in the European Court of Human Rights», BYU Law Review, 2006, σ. 699.

( 66 ) Βλ. σημείο 70 των παρουσών προτάσεων.

( 67 ) Απόφαση του ΕΔΔΑ της 18ης Μαρτίου 2011, Lautsi κ.λπ. κατά Ιταλίας (CE:ECHR:2011:0318JUD003081406, § 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).