ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JEAN RICHARD DE LA TOUR

της 14ης Ιουλίου 2022 ( 1 )

Υπόθεση C‑158/21

Ministerio Fiscal,

Abogacía del Estado,

Partido político VOX

κατά

Lluís Puig Gordi,

Carles Puigdemont Casamajó,

Antoni Comín Oliveres,

Clara Ponsatí Obiols,

Meritxell Serret Aleu,

Marta Rovira Vergés,

Anna Gabriel Sabaté

[αίτηση του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Ισπανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης – Απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ – Άρθρο 1, παράγραφος 3 – Άρθρο 6, παράγραφος 1 – Διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών – Προϋποθέσεις εκτέλεσης – Αρμοδιότητα της δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος να εκδώσει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο – Θεμελιώδες δικαίωμα σε δίκαιη δίκη ενώπιον δικαστηρίου που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως – Εξέταση σε δύο στάδια – Υποχρέωση της δικαστικής αρχής εκτέλεσης να εξακριβώνει, κατά το πρώτο στάδιο, την ύπαρξη πραγματικού κινδύνου προσβολής του εν λόγω θεμελιώδους δικαιώματος, λόγω συστημικών ή γενικευμένων πλημμελειών στη λειτουργία του δικαστικού συστήματος του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος – Δυνατότητα έκδοσης νέου ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης το οποίο αφορά το ίδιο πρόσωπο και πρέπει να εκτελεστεί στο ίδιο κράτος μέλος»

I. Εισαγωγή

1.

Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία πλειόνων διατάξεων της απόφασης-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών ( 2 ), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009 ( 3 ).

2.

Το αιτούν δικαστήριο υποβάλλει στο Δικαστήριο ορισμένα ερωτήματα με σκοπό, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν δικαστική αρχή εκτέλεσης μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης λόγω ενδεχόμενης έλλειψης αρμοδιότητας της δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος να εκδώσει το εν λόγω ένταλμα και έλλειψης αρμοδιότητας του δικαστηρίου που καλείται να δικάσει τον κατηγορούμενο, καθώς και αν αντιβαίνει στην απόφαση-πλαίσιο 2002/584 η έκδοση νέου ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης μετά την άρνηση εκτέλεσης του πρώτου ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.

3.

Τα ως άνω ζητήματα τίθενται στο πλαίσιο των ποινικών διώξεων που ασκήθηκαν κατά Καταλανών πρώην πολιτικών ηγετών μετά τη διεξαγωγή, την 1η Οκτωβρίου 2017, δημοψηφίσματος σχετικά με την αυτοδιάθεση της Αυτόνομης Κοινότητας της Καταλονίας (Ισπανία). Για ορισμένους κατηγορουμένους, οι οποίοι αναχώρησαν από την Ισπανία μετά τα τέλη του 2017, εκδόθηκαν ευρωπαϊκά εντάλματα σύλληψης. Η μη εκτέλεση των εν λόγω ενταλμάτων οφείλεται τόσο στην εκλογή ορισμένων εκ των κατηγορουμένων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όσο και στην ύπαρξη αμφισβητήσεων όσον αφορά τη σχετική ποινική διαδικασία. Όσον αφορά την υπό εξέταση υπόθεση, οι εν λόγω αμφισβητήσεις αφορούν τους κανόνες που καθορίζουν την αρμοδιότητα του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Ισπανία) να δικάσει τους κατηγορουμένους, οι οποίοι βασίζονται, μεταξύ άλλων, στον τόπο τέλεσης των αξιόποινων πράξεων καθώς και στη συνάφεια των αξιόποινων πράξεων που προσάπτονται στους κατηγορουμένους.

4.

Ειδικότερα, η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως ανάγεται στην άρνηση των βελγικών δικαστηρίων να εκτελέσουν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης που εκδόθηκε κατά του Lluís Puig Gordi. Με την τελεσίδικη απόφασή του, το βελγικό εφετείο στήριξε την εν λόγω άρνηση στην ύπαρξη κινδύνου προσβολής του δικαιώματος του ενδιαφερομένου να δικαστεί από δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως, ο οποίος αντλείται από την εκτίμηση ότι η αρμοδιότητα του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου) να δικάσει τον L. Puig Gordi δεν βασίζεται σε ρητή νομική βάση. Το βελγικό εφετείο διευκρίνισε, επιπλέον, ότι πρέπει να ληφθεί ιδιαιτέρως υπόψη ο σοβαρός κίνδυνος προσβολής του τεκμηρίου αθωότητας. Μολονότι η εν λόγω άρνηση αφορά άμεσα μόνο τον L. Puig Gordi, το αιτούν δικαστήριο υποβάλλει την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως με σκοπό να καθορίσει τις αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν σε σχέση με το σύνολο των κατηγορουμένων.

5.

Όπως συμβαίνει συχνά, το ζήτημα που υποβάλλεται στην κρίση του απαιτεί από το Δικαστήριο να επιτύχει την κατάλληλη ισορροπία μεταξύ, αφενός, του συστήματος παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών που θεσπίστηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2002/584 και, αφετέρου, του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων των προσώπων για τα οποία εκδίδεται ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.

6.

Με την απόφαση της 5ης Απριλίου 2016, Aranyosi και Căldăraru ( 4 ), το Δικαστήριο καθόρισε τη μέθοδο που πρέπει να εφαρμόζει η δικαστική αρχή εκτέλεσης ενώπιον της οποίας το πρόσωπο σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης προβάλλει την ύπαρξη κινδύνου απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης, που απαγορεύεται από το άρθρο 4 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ( 5 ), λόγω των συνθηκών κράτησης στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος. Ο έλεγχος που διενεργεί η εν λόγω αρχή περιλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, δύο στάδια, ήτοι, κατ’ αρχάς, τη διαπίστωση της ύπαρξης πραγματικού κινδύνου προσβολής του επίμαχου θεμελιώδους δικαιώματος λόγω πλημμελειών, είτε συστημικών ή γενικευμένων είτε επηρεαζουσών ορισμένες ομάδες προσώπων ή ορισμένα κέντρα κράτησης, στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος και, εν συνεχεία, τη διαπίστωση της ύπαρξης συγκεκριμένου και εξατομικευμένου κινδύνου προσβολής του εν λόγω δικαιώματος όσον αφορά το ενδιαφερόμενο πρόσωπο.

7.

Με την απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Minister for Justice and Equality (Ελλείψεις του δικαστικού συστήματος) ( 6 ), το Δικαστήριο επέκτεινε τη συγκεκριμένη μέθοδο εξέτασης σε δύο στάδια στην περίπτωση κινδύνου προσβολής του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη. Το Δικαστήριο επιβεβαίωσε την εν λόγω νομολογία με την απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Openbaar Ministerie (Ανεξαρτησία της δικαστικής αρχής εκδόσεως του εντάλματος) ( 7 ), και με την απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2022, Openbaar Ministerie (Δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος) ( 8 ).

8.

Στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι ως άνω αποφάσεις είχε προβληθεί, στο πλαίσιο του πρώτου σταδίου, η ύπαρξη συστημικών ή γενικευμένων πλημμελειών όσον αφορά την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος.

9.

Το κύριο ζήτημα στην υπό κρίση υπόθεση αφορά την εξακρίβωση του αν, όταν δεν προβάλλονται τέτοιες πλημμέλειες επηρεάζουσες τη λειτουργία του δικαστικού συστήματος του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος, η δικαστική αρχή εκτέλεσης μπορεί, παρ’ όλα αυτά, να αρνηθεί την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης βασιζόμενη στην ύπαρξη κινδύνου προσβολής, στο εν λόγω κράτος μέλος, του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη ενώπιον δικαστηρίου που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, δικαίωμα το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη.

10.

Επομένως, όσον αφορά το συγκεκριμένο θεμελιώδες δικαίωμα, εφαρμόζονται τα δύο στάδια του ελέγχου που πρέπει να διενεργήσει η δικαστική αρχή εκτέλεσης σωρευτικά; Με άλλα λόγια, εάν το πρώτο στάδιο δεν καθιστά δυνατή τη διαπίστωση της ύπαρξης συστημικών ή γενικευμένων πλημμελειών επηρεαζουσών τη λειτουργία του δικαστικού συστήματος του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος, μπορεί η εν λόγω αρχή να αρνηθεί την εκτέλεση του επίμαχου ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης;

11.

Το Δικαστήριο υπενθυμίζει τακτικά ότι η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης αποτελεί, κατά την αιτιολογική σκέψη 6 της απόφασης-πλαισίου 2002/584, τον «ακρογωνιαίο λίθο» της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις, αποτυπώνεται δε στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της εν λόγω απόφασης-πλαισίου, που καθιερώνει τον κανόνα κατά τον οποίο τα κράτη μέλη υποχρεούνται να εκτελούν κάθε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης βάσει της εν λόγω αρχής και σύμφωνα με τις διατάξεις της εν λόγω απόφασης-πλαισίου ( 9 ).

12.

Κατά τη γνώμη μου, πρέπει να αποφευχθεί η υπέρμετρη αποδοχή εξαιρέσεων από την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης για λόγους σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων, η οποία μπορεί να προκαλέσει τη φθορά του «ακρογωνιαίου λίθου», που συνιστά τη βάση της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις, με αποτέλεσμα το υπομονετικά κατασκευασμένο οικοδόμημα να κλονιστεί, ακόμη και να καταρρεύσει, ελλείψει γερών θεμελίων.

13.

Πρέπει επίσης να διαφυλαχθούν η επίτευξη του σκοπού της απόφασης-πλαισίου 2002/584 και η αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών μελών στην οποία στηρίζεται ο μηχανισμός του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που θέσπισε η εν λόγω απόφαση-πλαίσιο.

14.

Για τους προεκτεθέντες λόγους, θα ταχθώ υπέρ της άποψης ότι το Δικαστήριο πρέπει να συνεχίσει να επιβεβαιώνει ότι άρνηση παράδοσης του προσώπου σε βάρος του οποίου εκδόθηκε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, η οποία δικαιολογείται από ισχυρισμό περί κινδύνου προσβολής του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη ενώπιον δικαστηρίου που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, δικαίωμα το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, πρέπει να έχει πραγματικά εξαιρετικό χαρακτήρα. Εάν δεν αποδεικνύει την ύπαρξη συστημικών ή γενικευμένων πλημμελειών στη λειτουργία του δικαστικού συστήματος του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος, η δικαστική αρχή εκτέλεσης δεν μπορεί να αρνηθεί βασίμως την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης βασιζόμενη στον ισχυρισμό και μόνο περί ατομικού κινδύνου προσβολής του συγκεκριμένου θεμελιώδους δικαιώματος.

II. Τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

15.

Μετά την έκδοση των νόμων σχετικά με την ανεξαρτησία της Αυτόνομης Κοινότητας της Καταλονίας (Ισπανία) και τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος προς τον σκοπό αυτό, κινήθηκε ενώπιον του Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) ποινική διαδικασία κατά πλειόνων προσώπων στα οποία προσάπτεται ότι τέλεσαν, μεταξύ άλλων, τις αξιόποινες πράξεις της στάσης και της απιστίας στην υπηρεσία.

16.

Από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας, το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) εξέδωσε, στις 14 Οκτωβρίου 2019, ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης κατά του Carles Puigdemont Casamajó και, στις 4 Νοεμβρίου 2019, ευρωπαϊκά εντάλματα σύλληψης κατά των Antoni Comín Oliveres, Puig Gordi και Clara Ponsatí Obiols. Ενώ η C. Ponsatí Obiols είχε συλληφθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι τρεις άλλοι κατηγορούμενοι συνελήφθησαν στο Βέλγιο και, επομένως, οι σχετικές με την εκτέλεση των οικείων ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης διαδικασίες κινήθηκαν στο συγκεκριμένο κράτος μέλος. Κανένας εκ των εκζητούμενων δεν συναίνεσε στην παράδοσή του.

17.

Λόγω της εκλογής τους ως βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, οι διαδικασίες που αφορούν τους C. Puigdemont Casamajó και A. Comín Oliveres στο Βέλγιο ανεστάλησαν λόγω της κοινοβουλευτικής ασυλίας που διαθέτουν τα πρόσωπα αυτά ( 10 ). Εντούτοις, η διαδικασία σχετικά με την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που εκδόθηκε κατά του L. Puig Gordi συνεχίστηκε. Αυτή είναι, επομένως, η διαδικασία η οποία βρίσκεται στο επίκεντρο της υπό κρίση υπόθεσης.

18.

Με διάταξη της 7ης Αυγούστου 2020, το 27ο τμήμα του tribunal de première instance néerlandophone de Bruxelles (φλαμανδόφωνου πλημμελειοδικείου Βρυξελλών, Βέλγιο) ( 11 ) αρνήθηκε να εκτελέσει το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης που εκδόθηκε κατά του L. Puig Gordi.

19.

Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι το πλημμελειοδικείο έκρινε ότι η απόφαση-πλαίσιο 2002/584 τού παρέχει τη δυνατότητα να εκτιμήσει την αρμοδιότητα της δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος να εκδώσει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Συναφώς, το πλημμελειοδικείο βασίστηκε, μεταξύ άλλων, στη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τον χαρακτηρισμό της εισαγγελικής αρχής πλειόνων κρατών μελών ως «δικαστικής αρχής» ( 12 ), στις αιτιολογικές σκέψεις 8 και 12 της απόφασης-πλαισίου 2002/584 καθώς και στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: ΕΔΔΑ) ( 13 ).

20.

Το πλημμελειοδικείο έλεγξε όντως την ως άνω αρμοδιότητα και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) δεν ήταν αρμόδιο να επιληφθεί της διαδικασίας κατά του L. Puig Gordi και, επομένως, να εκδώσει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης κατ’ αυτού. Το πλημμελειοδικείο βάσισε την εκτίμηση αυτή στις γνώμες της ομάδας εργασίας για την αυθαίρετη κράτηση του Συμβουλίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της Γενικής Συνέλευσης του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών ( 14 ), σχετικά με πρόσωπα εμπλεκόμενα στις ίδιες πράξεις, καθώς και στη νομολογία του ΕΔΔΑ ( 15 ) και σε άλλες διατάξεις του ισπανικού και του βελγικού δικαίου.

21.

Η έφεση που άσκησε η βελγική εισαγγελική αρχή απορρίφθηκε, στις 7 Ιανουαρίου 2021, με απόφαση του δικαστικού συμβουλίου του cour d’appel de Bruxelles (εφετείου Βρυξελλών, Βέλγιο) ( 16 ), με αποτέλεσμα να επικυρωθούν η εφεσιβαλλόμενη διάταξη και η άρνηση εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που εκδόθηκε κατά του L. Puig Gordi. Προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η αρμοδιότητα της δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος δεν βασίζεται σε ρητή νομική διάταξη, το εφετείο παρέπεμψε σε έκθεση της ομάδας εργασίας για την αυθαίρετη κράτηση, της 27ης Μαΐου 2019, στη νομολογία του ΕΔΔΑ καθώς σε έγγραφο επεξηγηματικό της αρμοδιότητας του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου), το οποίο αυτό παρέσχε στις 11 Μαρτίου 2021.

22.

Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι πρέπει να αποφανθεί επί της διατήρησης σε ισχύ ή της ανάκλησης των υφιστάμενων ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης και επί του ζητήματος της ενδεχόμενης έκδοσης νέων ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης κατά όλων των συγκατηγορουμένων στην υπό κρίση υπόθεση ή κατά ορισμένων εξ αυτών.

23.

Ειδικότερα, όσον αφορά τον L. Puig Gordi, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως θα του παράσχει τη δυνατότητα να εκτιμήσει αν μπορεί να επαναλάβει την αίτηση παράδοσης, εκδίδοντας, ενδεχομένως, νέο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης κατά του εν λόγω προσώπου, παρότι η δικαστική αρχή του ίδιου κράτους μέλους εκτέλεσης αρνήθηκε την παράδοσή του προσώπου αυτού για λόγους που ενδέχεται να αντιβαίνουν στην απόφαση-πλαίσιο 2002/584.

24.

Το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες όσον αφορά την εξουσία που διαθέτει η δικαστική αρχή που είναι επιφορτισμένη με την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, αφενός, να εκτιμήσει την αρμοδιότητα της δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος, δυνάμει του εθνικού δικαίου του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος, να δικάσει τους κατηγορουμένους και, αφετέρου, να αρνηθεί την εκτέλεση του εν λόγω εντάλματος λόγω ενδεχόμενης προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου η οποία απορρέει από τη μη αναγνώριση της εν λόγω αρμοδιότητας. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο εκθέτει πλείονες παρατηρήσεις.

25.

Κατά πρώτον, όσον αφορά το αν η δικαστική αρχή εκτέλεσης μπορεί να ελέγξει αν η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος διέθετε όντως την απαιτούμενη αρμοδιότητα για να επιληφθεί της υπόθεσης επί της ουσίας, ως βασική προϋπόθεση της αρμοδιότητας έκδοσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι τέτοια εξουσία πρέπει να απορρέει είτε από τυπικό κανόνα του δικαίου της Ένωσης είτε από ερμηνεία του εν λόγω δικαίου προς την κατεύθυνση αυτή.

26.

Το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί, όμως, μεταξύ άλλων, ότι τέτοια δυνατότητα δεν βρίσκει έρεισμα στο γράμμα των άρθρων 3, 4 και 4α της απόφασης-πλαισίου 2002/584, που αφορούν τους λόγους υποχρεωτικής ή προαιρετικής άρνησης εκτέλεσης και δεν μπορεί επίσης να συναχθεί από διασταλτική ερμηνεία της εν λόγω απόφασης-πλαισίου ή του άρθρου 6, παράγραφος 1, αυτής, δεδομένου ότι η αρχή που θεσπίζεται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, συνίσταται στην εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, ενώ η ενδεχόμενη άρνηση συνιστά εξαίρεση, η οποία πρέπει, επομένως, να ερμηνεύεται στενά.

27.

Κατά δεύτερον, σε περίπτωση που το Δικαστήριο αναγνωρίσει στη δικαστική αρχή εκτέλεσης εξουσία ελέγχου της αρμοδιότητας της δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστούν τα στοιχεία τα οποία πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο τέτοιου ελέγχου.

28.

Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η αρμοδιότητα της δικαστικής αρχής έκδοσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης πρέπει να καθορίζεται μόνο δυνάμει του εθνικού δικαίου του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος. Εάν, όμως, γίνει δεκτό ότι η δικαστική αρχή εκτέλεσης μπορεί να ερμηνεύει το εθνικό δίκαιο του εν λόγω κράτους θα δημιουργηθεί μια μη συνεκτική και μη βιώσιμη κατάσταση, καθόσον η δικαστική αρχή εκτέλεσης θα πρέπει να ερμηνεύει και να εφαρμόζει αλλοδαπό δίκαιο, το οποίο δεν αναμένεται καν να γνωρίζει.

29.

Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο θεωρεί ότι τα δύο βελγικά δικαστήρια υπέπεσαν σε πλάνη κατά την ερμηνεία του ισπανικού δικαίου. Τα εν λόγω δικαστήρια αγνόησαν επίσης πλείονες αποφάσεις του αιτούντος δικαστηρίου, με τις οποίες αποφάνθηκε επί του ζητήματος της αρμοδιότητάς του, καθώς και το γεγονός ότι το ζήτημα υποβλήθηκε στην κρίση του Tribunal Constitucional (Συνταγματικού Δικαστηρίου, Ισπανία), το οποίο επικύρωσε την αρμοδιότητα του αιτούντος δικαστηρίου, μεταξύ άλλων, με απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 2021 ( 17 ). Επομένως, τα βελγικά δικαστήρια δεν έλαβαν υπόψη ούτε την ερμηνεία που προέκριναν τα ισπανικά δικαστήρια ούτε το γεγονός ότι οι διάδικοι έτυχαν προστασίας σε πρώτο και δεύτερο βαθμό σε σχέση με τα εκδοθέντα ευρωπαϊκά εντάλματα σύλληψης.

30.

Κατά τρίτον, όσον αφορά το περιεχόμενο που πρέπει να αποδοθεί στον μηχανισμό αίτησης συμπληρωματικών πληροφοριών που προβλέπεται στο άρθρο 15, παράγραφος 2, της απόφασης-πλαισίου 2002/584, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η δικαστική αρχή εκτέλεσης δεν έκανε επαρκή χρήση του εν λόγω μηχανισμού. Συγκεκριμένα, η εν λόγω αρχή έπρεπε να είχε ζητήσει από τη δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος συμπληρωματικές πληροφορίες ώστε η δεύτερη να μπορέσει να παράσχει στοιχεία αντληθέντα από το εσωτερικό δίκαιό της, και ειδικότερα τις πλείονες αποφάσεις με τις οποίες αποφάνθηκε επί του ζητήματος της αρμοδιότητας της δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος να επιληφθεί της υπόθεσης επί της ουσίας.

31.

Κατά τέταρτον, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, προκειμένου να αρνηθεί να εκτελέσει το επίμαχο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, το εφετείο βασίστηκε στο άρθρο 4, παράγραφος 5, σημείο 5, του νόμου περί του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ( 18 ), της 19ης Δεκεμβρίου 2003, το οποίο προβλέπει ότι η αρμόδια αρχή αρνείται υποχρεωτικώς την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εάν υφίστανται σοβαροί λόγοι για να θεωρηθεί ότι η εκτέλεσή του θα προσβάλει τα θεμελιώδη δικαιώματα του ενδιαφερόμενου προσώπου. Ο συγκεκριμένος λόγος μη εκτέλεσης δεν καταλέγεται, όμως, σε εκείνους που μνημονεύονται ρητώς στην απόφαση-πλαίσιο 2002/584.

32.

Εξάλλου, το αιτούν δικαστήριο θεωρεί ότι άρνηση εκτέλεσης, η οποία συνάγεται από το άρθρο 1, παράγραφος 3, της επίμαχης απόφασης-πλαισίου, μπορεί να γίνει δεκτή, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες χαρακτηρίζονται έως τώρα, όσον αφορά το θεμελιώδες δικαίωμα σε δίκαιη δίκη που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, από την ύπαρξη συστημικών ή γενικευμένων πλημμελειών όσον αφορά την ανεξαρτησία της δικαστικής αρχής του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος.

33.

Επιπλέον, λαμβάνοντας υπόψη, ως στοιχείο προς στήριξη της εκτίμησής του την έκθεση της 27ης Μαΐου 2019 της ομάδας εργασίας για την αυθαίρετη κράτηση, το εφετείο δεν τήρησε την απαίτηση ότι η δικαστική αρχή εκτέλεσης του εντάλματος πρέπει να διαθέτει αντικειμενικά, αξιόπιστα, συγκεκριμένα και δεόντως επικαιροποιημένα στοιχεία προκειμένου να μπορεί να συναγάγει την ύπαρξη σοβαρού, πραγματικού, συγκεκριμένου και ατομικού κινδύνου προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ενδιαφερόμενου προσώπου.

34.

Στο πλαίσιο αυτό, το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Επιτρέπει η [απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ] στη δικαστική αρχή εκτελέσεως να αρνηθεί την παράδοση του εκζητούμενου μέσω ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης προσώπου βάσει λόγων αρνήσεως οι οποίοι προβλέπονται από το εθνικό της δίκαιο, πλην όμως δεν περιλαμβάνονται ως τέτοιοι στην απόφαση-πλαίσιο;

2)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο προηγούμενο ερώτημα και προκειμένου να διασφαλιστεί το εκτελεστό ενός ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και να χρησιμοποιηθεί ορθώς ο μηχανισμός του άρθρου 15, παράγραφος 3, της [απόφασης-πλαισίου 2002/584]:

Οφείλει η δικαστική αρχή εκδόσεως να διερευνά και να εξετάζει τα δίκαια των διαφόρων κρατών προκειμένου να λάβει υπόψη πιθανούς λόγους αρνήσεως εκτελέσεως ενός ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που δεν προβλέπονται στην [απόφαση-πλαίσιο 2002/584];

3)

Βάσει των απαντήσεων στα προηγούμενα ερωτήματα και λαμβανομένου υπόψη ότι, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της [απόφασης-πλαισίου 2002/584], η αρμοδιότητα της δικαστικής αρχής εκδόσεως να εκδίδει ΕΕΣ καθορίζεται από το δίκαιο του κράτους εκδόσεως:

Πρέπει το άρθρο 6 παράγραφος 1 της [απόφασης-πλαισίου 2002/584] να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η δικαστική αρχή εκτελέσεως μπορεί να αμφισβητήσει την αρμοδιότητα της δικαστικής αρχής εκδόσεως επί της συγκεκριμένης ποινικής υποθέσεως και να αρνηθεί την παράδοση, επειδή θεωρεί την δικαστική αρχή εκδόσεως αναρμόδια να εκδώσει το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης;

4)

Σε σχέση με την ενδεχόμενη δυνατότητα της δικαστικής αρχής εκτελέσεως να ελέγξει τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων του εκζητούμενου προσώπου στο κράτος εκδόσεως:

α)

Επιτρέπει η [απόφαση-πλαίσιο 2002/584] στη δικαστική αρχή εκτελέσεως να αρνηθεί την παράδοση του εκζητούμενου προσώπου για τον λόγο ότι εκτιμά, βάσει εκθέσεως ομάδας εργασίας την οποία έχει προσκομίσει ενώπιόν της το ίδιο το εκζητούμενο πρόσωπο, ότι υφίσταται κίνδυνος προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων του στο κράτος μέλος εκδόσεως;

β)

Για τους σκοπούς του προηγούμενου ερωτήματος, συνιστά η έκθεση αυτή αντικειμενικό, αξιόπιστο, ακριβές και δεόντως ενημερωμένο στοιχείο, ικανό να δικαιολογήσει, υπό το πρίσμα της νομολογίας του Δικαστηρίου, την άρνηση παραδόσεως του εκζητούμενου προσώπου λόγω σοβαρού κινδύνου προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων του;

γ)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο προηγούμενο ερώτημα, τι είδους στοιχεία απαιτεί το δίκαιο της Ένωσης ώστε ένα κράτος μέλος να συναγάγει ότι στο κράτος μέλος εκδόσεως υφίσταται κίνδυνος προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων τον οποίον προβάλλει το εκζητούμενο πρόσωπο και ο οποίος δικαιολογεί την άρνηση εκτελέσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης;

5)

Ασκεί επιρροή στις απαντήσεις στα προηγούμενα ερωτήματα το γεγονός ότι το πρόσωπο του οποίου ζητείται η παράδοση είχε τη δυνατότητα να επικαλεστεί ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους εκδόσεως την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του, καθώς και να αμφισβητήσει ενώπιόν τους την αρμοδιότητα της δικαστικής αρχής εκδόσεως και το εις βάρος του ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, ακόμη και σε δεύτερο βαθμό;

6)

Ασκεί επιρροή στις απαντήσεις στα προηγούμενα ερωτήματα το γεγονός ότι η δικαστική αρχή εκτελέσεως αρνείται να εκτελέσει ένα ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης για λόγους που δεν προβλέπονται ρητώς στην εν λόγω [απόφαση-πλαίσιο 2002/584], στηριζόμενη ιδίως στην έλλειψη αρμοδιότητας της δικαστικής αρχής εκδόσεως και στην ύπαρξη σοβαρού κινδύνου προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων στο κράτος εκδόσεως, τούτο δε χωρίς να ζητήσει από τη δικαστική αρχή εκδόσεως τις συγκεκριμένες συμπληρωματικές πληροφορίες που μπορούν να επηρεάσουν την απόφαση αυτή;

7)

Εάν από τις απαντήσεις στα προηγούμενα ερωτήματα προκύψει ότι, υπό τις συνθήκες της υποθέσεως, η [απόφαση-πλαίσιο 2002/584] δεν επιτρέπει την άρνηση παραδόσεως ενός προσώπου βάσει των προαναφερθέντων λόγων αρνήσεως:

Αντιτίθεται η [απόφαση-πλαίσιο 2002/584] στην έκδοση από το αιτούν δικαστήριο νέου ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εις βάρος του ίδιου προσώπου, το οποίο να απευθύνεται προς το ίδιο κράτος μέλος;»

35.

Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν οι Puig Gordi, Puigdemont Casamajó, Comín Oliveres, Ponsatí Obiols, Marta Rovira Vergés, Anna Gabriel Sabaté, η Ministerio Fiscal, η Ισπανική, η Βελγική, η Πολωνική και η Ρουμανική Κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η επ’ ακροατηρίου συζήτηση διεξήχθη στις 5 Απριλίου 2022.

III. Ανάλυση

36.

Γενικώς, με τα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή εκτέλεσης μπορεί να αρνηθεί να εκτελέσει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης λόγω κινδύνου προσβολής, σε περίπτωση παράδοσης του εκζητουμένου στη δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος, του θεμελιώδους δικαιώματος του εν λόγω προσώπου σε δίκαιη δίκη ενώπιον νομίμως συσταθέντος δικαστηρίου, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών ( 19 ), το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη.

37.

Τα προδικαστικά ερωτήματα ανάγονται ως επί το πλείστον στο σκεπτικό της απόφασης με την οποία η δικαστική αρχή εκτέλεσης αρνήθηκε να εκτελέσει το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης που εκδόθηκε κατά του L. Puig Gordi.

Α.   Επί του παραδεκτού των προδικαστικών ερωτημάτων

38.

Θα εξετάσω εν συντομία το ζήτημα του παραδεκτού των προδικαστικών ερωτημάτων, υπενθυμίζοντας ότι, κατά πάγια νομολογία, υπέρ των ερωτημάτων που αφορούν το δίκαιο της Ένωσης συντρέχει τεκμήριο λυσιτέλειας. Το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να αποφανθεί επί προδικαστικού ερωτήματος που έχει υποβάλει εθνικό δικαστήριο μόνον όταν είναι πρόδηλο ότι η ζητούμενη ερμηνεία ή εκτίμηση του κύρους κανόνα της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσης ή, ακόμη, όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί ( 20 ).

39.

Με την απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, AY (Ένταλμα συλλήψεως – Μάρτυρας) ( 21 ), το Δικαστήριο έκρινε, όμως, παραδεκτά τα ερωτήματα που υπέβαλε δικαστική αρχή έκδοσης εντάλματος προκειμένου να εξακριβώσει την έκταση της αρμοδιότητας δικαστικής αρχής εκτέλεσης μετά την άκαρπη έκδοση ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης ( 22 ).

40.

Για να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό, το Δικαστήριο, αφενός, έλαβε υπόψη το γεγονός ότι το αιτούν δικαστήριο επισήμανε ότι υπέβαλε την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο προκειμένου να εκδώσει, ανάλογα με τις απαντήσεις που θα δίνονταν στα υποβληθέντα ερωτήματα, απόφαση ανάκλησης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Συνεπώς, δεν μπορούσε να υποστηριχθεί ότι τα υποβληθέντα ερωτήματα ουδεμία σχέση είχαν με το υποστατό ή το αντικείμενο της δίκης η οποία εκκρεμούσε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου ούτε ότι το πρόβλημα ήταν υποθετικής φύσεως ( 23 ).

41.

Αφετέρου, το Δικαστήριο έκρινε ότι το παραδεκτό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως δεν τίθεται εν αμφιβόλω από το γεγονός ότι τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν τις υποχρεώσεις της δικαστικής αρχής εκτέλεσης, ενώ το αιτούν δικαστήριο είναι η δικαστική αρχή έκδοσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Συγκεκριμένα, η έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης έχει ως συνέπεια την πιθανή σύλληψη του εκζητουμένου και, ως εκ τούτου, θίγει την ατομική ελευθερία του. Πάντως, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, όσον αφορά διαδικασία σχετική με ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, η διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων αποτελεί, κατά κύριο λόγο, ευθύνη του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος ( 24 ).

42.

Στηριζόμενο στις ως άνω παρατηρήσεις, το Δικαστήριο επισήμανε επίσης, με την απόφαση Spetsializirana prokuratura (Έγγραφο δικαιωμάτων), ότι, για τη διασφάλιση του σεβασμού των δικαιωμάτων αυτών, η οποία ενδέχεται να οδηγήσει δικαστική αρχή στο να λάβει απόφαση έκδοσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, κρίνεται σκόπιμο η αρχή αυτή να έχει την ευχέρεια να υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως ( 25 ).

43.

Κατά τη γνώμη μου, δεν χωρεί αμφιβολία όσον αφορά την εφαρμογή της ως άνω νομολογίας στην υπό κρίση υπόθεση. Συγκεκριμένα, στο μέτρο που ο μηχανισμός του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης δημιουργεί, στην πράξη, σχέση μεταξύ δύο δικαστικών αρχών, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οποιαδήποτε από τις εν λόγω αρχές μπορεί να απευθυνθεί στο Δικαστήριο προκειμένου να λάβει διευκρινίσεις με σκοπό την πρόληψη ή την επίλυση ενδεχόμενων δυσλειτουργιών του εν λόγω μηχανισμού. Όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή με τις παρατηρήσεις της, πρέπει να αποφευχθεί η δημιουργία ασυμμετρίας στη δυνατότητα των δικαστηρίων του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος ή του κράτους μέλους εκτέλεσης να υποβάλλουν αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο. Το πρόβλημα δεν είναι υποθετικής φύσης, δεδομένου ότι η επίλυσή του είναι αναγκαία προκειμένου η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος να μπορέσει να αποφασίσει να ανακαλέσει ή να εκδώσει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης στο πλαίσιο ποινικής δίωξης η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη ( 26 ). Επιπλέον, κατά τη γνώμη μου, η εφαρμογή της προεκτεθείσας νομολογίας δεν απαιτεί, εν προκειμένω, τα υποβληθέντα από το αιτούν δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα να συμπίπτουν απολύτως με τους λόγους που εξέθεσε το εφετείο στην απόφαση με την οποία αρνήθηκε την εκτέλεση του επίμαχου ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.

44.

Επί της ουσίας, στην ανάλυση που ακολουθεί, θα εξετάσω τα υποβληθέντα από το αιτούν δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα σε τρία στάδια.

45.

Κατ’ αρχάς, θα εξετάσω το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, ώστε να εξακριβώσω αν και, ενδεχομένως, υπό ποιες προϋποθέσεις κράτος μέλος μπορεί να προβλέψει λόγο μη εκτέλεσης ο οποίος δεν προβλέπεται ρητώς από την απόφαση-πλαίσιο 2002/584.

46.

Εν συνεχεία, θα εξετάσω από κοινού το τρίτο, το τέταρτο, το πέμπτο και το έκτο προδικαστικό ερώτημα, με τα οποία το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, διευκρινίσεις σχετικά με τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες δικαστική αρχή εκτέλεσης μπορεί να αρνηθεί να εκτελέσει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης βασιζόμενη σε λόγο που αντλείται από το γεγονός ότι η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος δεν είναι αρμόδια για να εκδώσει το επίμαχο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και για να δικάσει τον εκζητούμενο.

47.

Τέλος, θα απαντήσω στο έβδομο προδικαστικό ερώτημα, με το οποίο το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν, μετά την άρνηση εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που εξέδωσε, η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος περιορίζεται στη δυνατότητά της να εκδώσει νέο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.

Β.   Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

48.

Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η απόφαση-πλαίσιο 2002/584 έχει την έννοια ότι επιτρέπει σε δικαστική αρχή εκτέλεσης να αρνηθεί να εκτελέσει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης βασιζόμενη σε λόγο μη εκτέλεσης ο οποίος προβλέπεται μεν από το εθνικό δίκαιό της, πλην όμως δεν περιλαμβάνεται στην εν λόγω απόφαση-πλαίσιο.

49.

Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, στον ρυθμιζόμενο από την απόφαση-πλαίσιο 2002/584 τομέα, η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης, η οποία αποτελεί, όπως προκύπτει ειδικότερα από την αιτιολογική σκέψη 6 της απόφασης-πλαισίου, τον «ακρογωνιαίο λίθο» της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις, εκδηλώνεται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της εν λόγω απόφασης-πλαισίου, κατά το οποίο τα κράτη μέλη υποχρεούνται να εκτελούν κάθε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης και σύμφωνα με τις διατάξεις της ίδιας απόφασης-πλαισίου. Επομένως, οι δικαστικές αρχές εκτέλεσης μπορούν να αρνούνται την εκτέλεση τέτοιου εντάλματος μόνο για τους εξαντλητικώς προβλεπόμενους στην απόφαση-πλαίσιο 2002/584 λόγους μη εκτέλεσης, η δε εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης μπορεί να εξαρτάται μόνον από τη συνδρομή κάποιας από τις προϋποθέσεις που απαριθμούνται περιοριστικώς στο άρθρο 5 της εν λόγω απόφασης-πλαισίου. Συνεπώς, ενώ η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης συνιστά τον κανόνα, η άρνηση εκτέλεσης έχει προβλεφθεί ως εξαίρεση, η οποία πρέπει να ερμηνεύεται στενά ( 27 ).

50.

Επομένως, η απόφαση-πλαίσιο 2002/584 προβλέπει ρητώς τους λόγους υποχρεωτικής μη εκτέλεσης (άρθρο 3) και τους λόγους προαιρετικής μη εκτέλεσης (άρθρα 4 και 4α) του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, καθώς και τις εγγυήσεις που πρέπει να παρέχει το κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος σε ειδικές περιπτώσεις (άρθρο 5) ( 28 ).

51.

Εντούτοις, το Δικαστήριο έχει επεκτείνει τις περιπτώσεις στις οποίες επιβάλλεται η άρνηση εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης πέραν των λόγων μη εκτέλεσης που μνημονεύονται ρητώς στα άρθρα 3, 4 και 4α της εν λόγω απόφασης-πλαισίου.

52.

Συγκεκριμένα, κατ’ αρχάς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι άρνηση εκτέλεσης επιβάλλεται όταν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δεν πληροί τις προϋποθέσεις νομιμότητας που προβλέπονται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, της εν λόγω απόφασης-πλαισίου ( 29 ). Εν συνεχεία, το Δικαστήριο έχει εκτιμήσει ότι το άρθρο 1, παράγραφος 3, της απόφασης-πλαισίου 2002/584 δικαιολογεί τη διακοπή διαδικασίας εκτέλεσης προκειμένου να αποφευχθεί, σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις, προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων ( 30 ). Τέλος, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης έχει εφαρμογή μόνο στα ευρωπαϊκά εντάλματα σύλληψης, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, της εν λόγω απόφασης-πλαισίου, και τούτο συνεπάγεται ότι δεν πρέπει να εκτελούνται ευρωπαϊκά εντάλματα σύλληψης τα οποία δεν εκδόθηκαν από «δικαστική αρχή», κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της απόφασης-πλαισίου ( 31 ), ή κατόπιν διαδικασίας που δεν ανταποκρίνεται στην απαίτηση περί αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας ( 32 ).

53.

Σε όλες τις ως άνω περιπτώσεις που μπορούν να οδηγήσουν δικαστική αρχή εκτέλεσης να αρνηθεί να εκτελέσει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, το Δικαστήριο στήριξε πάντοτε τη συλλογιστική του στις διατάξεις της απόφασης-πλαισίου 2002/584, ενίοτε σε συνδυασμό με τα άρθρα 4 και 47 του Χάρτη.

54.

Αντιθέτως, δεν μπορεί να γίνει δεκτός λόγος μη εκτέλεσης προβλεπόμενος από το εθνικό δίκαιο κράτους μέλους ο οποίος δεν ερείδεται σε διάταξη της εν λόγω απόφασης-πλαισίου, όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο.

55.

Επομένως, κατά τη γνώμη μου, η απόφαση-πλαίσιο 2002/584 έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει σε δικαστική αρχή εκτέλεσης να αρνηθεί να εκτελέσει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης βασιζόμενη σε λόγο μη εκτέλεσης ο οποίος προβλέπεται μεν από το εθνικό δίκαιό της, πλην όμως δεν περιλαμβάνεται στην εν λόγω απόφαση-πλαίσιο.

56.

Εντούτοις, προκειμένου να δοθεί πλήρης απάντηση στο αιτούν δικαστήριο, φρονώ ότι πρέπει να διευκρινιστεί ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, ο λόγος μη εκτέλεσης που βρίσκεται στο επίκεντρο της συζήτησης, στον οποίο βασίστηκαν τα βελγικά δικαστήρια για να αρνηθούν να εκτελέσουν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης που εκδόθηκε κατά του L. Puig Gordi, προκύπτει από το άρθρο 4, παράγραφος 5, σημείο 5, του νόμου περί του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, που ορίζει ότι «Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δεν εκτελείται […] εάν συντρέχουν σοβαροί λόγοι για να θεωρηθεί ότι η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης θα είχε ως αποτέλεσμα την προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ενδιαφερομένου, όπως κατοχυρώνονται στο άρθρο 6 της [ΣΕΕ]».

57.

Διάταξη του είδους αυτού δεν είναι ασυνήθιστη στο εθνικό δίκαιο των κρατών μελών ( 33 ) και απηχεί τη βούληση του νομοθέτη της Ένωσης να σχεδιάσει έναν μηχανισμό που σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα του προσώπου σε βάρος του οποίου εκδόθηκε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.

58.

Υπενθυμίζω, συναφώς, ότι, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 3, της απόφασης-πλαισίου 2002/584, η εν λόγω απόφαση-πλαίσιο «δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την τροποποίηση της υποχρέωσης σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των θεμελιωδών νομικών αρχών, όπως διατυπώνονται στο άρθρο 6 [ΣΕΕ]». Οι αιτιολογικές σκέψεις 10, 12 και 13 της απόφασης-πλαισίου έχουν συναφώς σημασία ( 34 ).

59.

Όπως προεκτέθηκε, το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι χωρούν περιορισμοί των αρχών της αμοιβαίας αναγνώρισης και της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών «υπό εξαιρετικές περιστάσεις» ( 35 ), βασίζοντας τη συλλογιστική του, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 1, παράγραφος 3, της απόφασης-πλαισίου 2002/584 ( 36 ).

60.

Στην ανάλυση που ακολουθεί θα υπενθυμίσω ότι οι προϋποθέσεις οι οποίες πρέπει να πληρούνται προκειμένου η δικαστική αρχή εκτέλεσης να μπορέσει βασίμως να αρνηθεί να εκτελέσει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, εάν έχει σοβαρούς λόγους για να θεωρεί ότι η εκτέλεση του εν λόγω εντάλματος θα προσβάλει τα θεμελιώδη δικαιώματα του ενδιαφερόμενου προσώπου, πρέπει να ερμηνεύονται στενά, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι η άρνηση εκτέλεσης διατηρεί εξαιρετικό χαρακτήρα.

61.

Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που προεκτέθηκαν, δεν θεωρώ επικριτέο αυτό καθεαυτό το γεγονός ότι κράτος μέλος προβλέπει στο εθνικό δίκαιό του τη δυνατότητα δικαστικής αρχής εκτέλεσης να αρνηθεί να εκτελέσει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης για τέτοιους λόγους, στο μέτρο που το ίδιο το Δικαστήριο βασίστηκε στο άρθρο 1, παράγραφος 3, της απόφασης-πλαισίου 2002/584 προκειμένου να κάνει δεκτό ότι οι αρχές της αμοιβαίας αναγνώρισης και εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών μπορούν να περιοριστούν. Εντούτοις, σπεύδω να επισημάνω ότι εθνική διάταξη, όπως το άρθρο 4, παράγραφος 5, σημείο 5, του νόμου περί του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, πρέπει, όπως κάθε εθνική διάταξη η οποία θέτει σε εφαρμογή το δίκαιο της Ένωσης, να ερμηνεύεται σύμφωνα με αυτό. Επομένως, δικαστική αρχή εκτέλεσης δεν μπορεί να στηρίζεται σε τέτοια διάταξη προκειμένου να αρνείται υποχρεωτικώς και αυτομάτως να εκτελεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης σε περίπτωση ενδεχόμενης προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ενδιαφερόμενου προσώπου ( 37 ), χωρίς να λαμβάνει υπόψη τη νομολογία που οριοθετεί αυστηρά τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η εν λόγω αρχή μπορεί να αντιτάξει, εξαιρετικώς, τέτοια άρνηση στην αρχή έκδοσης του εντάλματος σύλληψης.

62.

Ως εκ τούτου, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα προτείνω να δοθεί η απάντηση ότι η απόφαση-πλαίσιο 2002/584 έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει σε δικαστική αρχή εκτέλεσης να αρνηθεί να εκτελέσει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης βασιζόμενη σε λόγο μη εκτέλεσης ο οποίος προβλέπεται μεν από το εθνικό δίκαιό της, πλην όμως δεν περιλαμβάνεται στην εν λόγω απόφαση-πλαίσιο. Αντιθέτως, δεν αντιβαίνει στην εν λόγω απόφαση-πλαίσιο εθνική διάταξη η οποία θέτει σε εφαρμογή το άρθρο 1, παράγραφος 3, της ίδιας απόφασης-πλαισίου, προβλέποντας τη δυνατότητα δικαστικής αρχής εκτέλεσης να αρνηθεί την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εάν έχει σοβαρούς λόγους για να θεωρεί ότι η εκτέλεση του εν λόγω εντάλματος θα είχε ως αποτέλεσμα την προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων του εκζητουμένου, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω διάταξη εφαρμόζεται σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου που καθορίζει τις αυστηρές προϋποθέσεις υπό τις οποίες επιτρέπεται τέτοια άρνηση.

63.

Λαμβανομένης υπόψη της απάντησης που προτείνω να δώσει το Δικαστήριο στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, φρονώ ότι παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα.

Γ.   Επί του τρίτου, του τέταρτου, του πέμπτου και του έκτου προδικαστικού ερωτήματος

64.

Όπως προεκτέθηκε, θα εξετάσω από κοινού το τρίτο, το τέταρτο, το πέμπτο και το έκτο προδικαστικό ερώτημα, στο μέτρο που με αυτά το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, διευκρινίσεις σχετικά με τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες δικαστική αρχή εκτέλεσης μπορεί να αρνηθεί να εκτελέσει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης βασιζόμενη σε λόγο που αντλείται από το γεγονός ότι η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος δεν είναι αρμόδια για να εκδώσει το επίμαχο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και για να δικάσει τον εκζητούμενο.

65.

Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο ζητεί διευκρινίσεις ως προς πλείονα ζητήματα. Κατ’ αρχάς, μπορεί τέτοιος λόγος μη εκτέλεσης να απορρέει από το άρθρο 6, παράγραφος 1, της απόφασης-πλαισίου 2002/584; Εν συνεχεία, και τούτο είναι το ζήτημα που βρίσκεται στο επίκεντρο της προδικαστικής παραπομπής, υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί δικαστική αρχή εκτέλεσης να αρνηθεί, βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 3, της εν λόγω απόφασης-πλαισίου, να εκτελέσει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης λόγω ενδεχόμενου κινδύνου προσβολής του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, το οποίο προστατεύεται από το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη; Τέλος, ποια επιρροή μπορεί να ασκεί στην απάντηση στο προεκτεθέν ερώτημα, αφενός, το γεγονός ότι ο εκζητούμενος είχε τη δυνατότητα να επικαλεστεί, ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος, την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του και να προσβάλει την αρμοδιότητα των εν λόγω δικαστηρίων και, αφετέρου, η ενδεχόμενη ύπαρξη υποχρέωσης της δικαστικής αρχής εκτέλεσης που προτίθεται να αρνηθεί την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης να ζητήσει από τη δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος συμπληρωματικές πληροφορίες, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15, παράγραφος 2, της εν λόγω απόφασης-πλαισίου;

1. Μπορεί λόγος μη εκτέλεσης, ο οποίος αφορά το γεγονός ότι η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος δεν είναι αρμόδια να εκδώσει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, να απορρέει από το άρθρο 6, παράγραφος 1, της απόφασης-πλαισίου 2002/584;

66.

Παρατηρώ ότι, ιδίως στα άρθρα της 3, 4 και 4α, η απόφαση-πλαίσιο 2002/584 δεν περιέχει καμία διάταξη προβλέπουσα ρητώς λόγο μη εκτέλεσης αντλούμενο από το γεγονός ότι η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος δεν είναι αρμόδια να εκδώσει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Εξάλλου, δεν θεωρώ επίσης ότι τέτοιος λόγος μη εκτέλεσης μπορεί να συναχθεί από το άρθρο 6, παράγραφος 1, της εν λόγω απόφασης-πλαισίου.

67.

Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης προϋποθέτει ότι μόνον τα ευρωπαϊκά εντάλματα σύλληψης, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, της απόφασης-πλαισίου 2002/584, πρέπει να εκτελούνται σύμφωνα με τις διατάξεις της απόφασης αυτής, τούτο δε σημαίνει ότι τέτοιο ένταλμα, το οποίο χαρακτηρίζεται στη διάταξη αυτή ως «δικαστική απόφαση», πρέπει να έχει εκδοθεί από «δικαστική αρχή», κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της απόφασης-πλαισίου ( 38 ).

68.

Υπενθυμίζω ότι, κατά την εν λόγω διάταξη, «[η] δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος είναι η δικαστική αρχή του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος που είναι αρμόδια για την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως δυνάμει του δικαίου αυτού του κράτους».

69.

Επιπλέον, το άρθρο 6, παράγραφος 3, της ίδιας απόφασης-πλαισίου προβλέπει ότι «[κ]άθε κράτος μέλος ενημερώνει τη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου σχετικά με τη δικαστική αρχή που είναι αρμόδια σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο». Κατ’ εφαρμογήν της εν λόγω διάταξης, το Βασίλειο της Ισπανίας ενημέρωσε το Συμβούλιο ότι, δυνάμει του άρθρου 35 του Ley 23/2014 de reconocimiento mutuo de resoluciones penales en la Unión Europea (νόμου 23/2014 περί αμοιβαίας αναγνώρισης των αποφάσεων σε ποινικές υποθέσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση) ( 39 ), της 20ής Νοεμβρίου 2014, οι αρμόδιες για την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης δικαστικές αρχές είναι ο δικαστής ή το δικαστήριο που επελήφθη της υπόθεσης στον βαθμό που ενδείκνυται η έκδοση τέτοιου εντάλματος ( 40 ). Υφίσταται, επομένως, αντιστοιχία μεταξύ της αρμοδιότητας δικαστικής αρχής να επιληφθεί υπόθεσης και της αρμοδιότητας της εν λόγω αρχής να εκδώσει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης για σκοπούς άσκησης ποινικής δίωξης.

70.

Όπως έκρινε το Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, με την απόφαση της 27ης Μαΐου 2019, OG και PI (Εισαγγελίες του Lübeck και του Zwickau) ( 41 ), στο εννοιολογικό περιεχόμενο του όρου «δικαστική αρχή», ο οποίος μνημονεύεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της απόφασης-πλαισίου 2002/584, εμπίπτουν όχι μόνον οι δικαστές ή τα δικαιοδοτικά όργανα κράτους μέλους, αλλά, ευρύτερα, οι αρχές που καλούνται να μετάσχουν στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης στο εν λόγω κράτος μέλος, σε αντίθεση, ιδίως, προς τα υπουργεία ή τις αστυνομικές αρχές που ανήκουν στην εκτελεστική εξουσία ( 42 ).

71.

Επιπλέον, κατά το Δικαστήριο, η έννοια της «δικαστικής αρχής», κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της απόφασης-πλαισίου 2002/584, προϋποθέτει ότι η οικεία αρχή ενεργεί με ανεξαρτησία κατά την άσκηση των καθηκόντων της που είναι συμφυή με την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ( 43 ).

72.

Επομένως, εάν δεν πληρούνται τα κριτήρια βάσει των οποίων μπορεί να προσδιοριστεί η έννοια της «δικαστικής αρχής», κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της απόφασης-πλαισίου 2002/584, η δικαστική αρχή εκτέλεσης μπορεί να αρνηθεί να εκτελέσει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Αντιθέτως, όταν τα αν λόγω κριτήρια πληρούνται, δεν θεωρώ ότι το γράμμα της εν λόγω διάταξης, στο μέτρο που αφορά τη δικαστική αρχή «που είναι αρμόδια για την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως δυνάμει του δικαίου αυτού του κράτους», μπορεί να έχει την έννοια ότι παρέχει στη δικαστική αρχή εκτέλεσης την εξουσία να ελέγχει την αρμοδιότητα της δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος να εκδώσει το επίμαχο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και να αρνείται την εκτέλεση του εν λόγω εντάλματος, εάν εκτιμά ότι η εν λόγω αρχή δεν είναι αρμόδια.

73.

Συγκεκριμένα, αποδοχή της άποψης ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της εν λόγω απόφασης-πλαισίου εξουσιοδοτεί τη δικαστική αρχή εκτέλεσης να ελέγχει την αρμοδιότητα της δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος θα συνιστά παραβίαση της αρχής της δικονομικής αυτονομίας, δυνάμει της οποίας τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίζουν, βάσει του εθνικού δικαίου τους, τη δικαστική αρχή η οποία είναι αρμόδια για την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ( 44 ). Επομένως, δεν απόκειται στη δικαστική αρχή εκτέλεσης, λαμβανομένου υπόψη του καταμερισμού καθηκόντων μεταξύ αυτής και της δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος, να ελέγχει αν η δεύτερη είναι αρμόδια, βάσει των κανόνων οργάνωσης των δικαστηρίων και των δικονομικών κανόνων του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος, να εκδώσει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Αφ’ ης στιγμής το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης έχει εκδοθεί από «δικαστική αρχή», κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της εν λόγω απόφασης-πλαισίου, η δικαστική αρχή εκτέλεσης πρέπει να δέχεται κατά τεκμήριο ότι η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος τηρεί τους εθνικούς κανόνες καθορισμού της αρμοδιότητάς της.

74.

Εν ολίγοις, μολονότι το νόημα και το εύρος της έννοιας της «δικαστικής αρχής», κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της απόφασης-πλαισίου 2002/584, δεν μπορούν να επαφίενται στην κρίση εκάστου κράτους μέλους ( 45 ), και μολονότι η εν λόγω έννοια πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο αυτοτελή και ομοιόμορφο σε ολόκληρη την Ένωση ( 46 ), οι κανόνες που καθορίζουν την αρμοδιότητα τέτοιας αρχής να εκδίδει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εμπίπτουν στη δικονομική αυτονομία του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος, στην οποία η δικαστική αρχή εκτέλεσης δεν μπορεί να παρέμβει βάσει της εν λόγω διάταξης. Κάθε άλλη ερμηνεία θα παραβίαζε την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης.

75.

Τα προεκτεθέντα δεν επηρεάζουν, βεβαίως, τον δικαστικό έλεγχο που μπορεί να διενεργηθεί στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος, είτε αυτεπαγγέλτως είτε με πρωτοβουλία του εκζητουμένου, προκειμένου να εξακριβωθεί αν τηρήθηκαν οι εθνικοί κανόνες καθορισμού της αρμοδιότητας της δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος.

76.

Κατά τη γνώμη μου, από τα ως άνω στοιχεία προκύπτει ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της απόφασης-πλαισίου 2002/584 έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει στη δικαστική αρχή εκτέλεσης να ελέγξει αν η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος είναι αρμόδια, δυνάμει του δικαίου του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος, να εκδώσει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.

2. Υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί δικαστική αρχή εκτέλεσης να αρνηθεί, βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 3, της απόφασης-πλαισίου 2002/584, να εκτελέσει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης σε περίπτωση ενδεχόμενης προσβολής του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη ενώπιον δικαστηρίου που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, δικαίωμα το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη;

77.

Εν συνεχεία πρέπει να διευκρινιστούν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες το άρθρο 1, παράγραφος 3, της απόφασης-πλαισίου 2002/584, ως βάση για την ενδεχόμενη παρέκκλιση από την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης, μπορεί να επιτρέπει σε δικαστική αρχή εκτέλεσης να αρνηθεί να εκτελέσει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης σε περίπτωση ενδεχόμενου κινδύνου προσβολής του θεμελιώδους δικαιώματος του εκζητουμένου σε δίκαιη δίκη ενώπιον δικαστηρίου που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, δικαίωμα το οποίο προστατεύεται από το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη.

78.

Επισημαίνω εξαρχής ότι, κατά τη γνώμη μου, η απάντηση στο ως άνω ερώτημα πρέπει να εκκινεί από την παραδοχή στην οποία στηρίζεται κάθε σχετική ανάλυση, ήτοι ότι «η αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών έχει, στο δίκαιο της Ένωσης, θεμελιώδη σημασία, δεδομένου ότι καθιστά δυνατή τη δημιουργία και τη διατήρηση ενός χώρου χωρίς εσωτερικά σύνορα. Πάντως, η αρχή αυτή, ιδίως όσον αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, επιβάλλει σε καθένα από τα κράτη μέλη να δέχονται, πλην εξαιρετικών περιστάσεων, ότι όλα τα λοιπά κράτη μέλη τηρούν το δίκαιο της Ένωσης και, ειδικότερα, ότι σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα που είναι αναγνωρισμένα από το δίκαιο αυτό» ( 47 ).

79.

Η συγκεκριμένη αρχή αμοιβαίας εμπιστοσύνης στα εθνικά συστήματα προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων συνεπάγεται, όπως το Δικαστήριο επισήμανε με έμφαση με τη γνωμοδότηση 2/13 (Προσχώρηση της Ένωσης στην ΕΣΔΑ), ότι «τα κράτη μέλη, όταν θέτουν σε εφαρμογή το δίκαιο της Ένωσης, είναι δυνατό να υποχρεωθούν, δυνάμει του δικαίου αυτού, να εκλάβουν ως δεδομένο τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων από τα λοιπά κράτη μέλη, με αποτέλεσμα να μην έχουν τη δυνατότητα όχι μόνο να απαιτήσουν από κάποιο άλλο κράτος μέλος να εφαρμόσει εθνικό επίπεδο προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων υψηλότερο από το επίπεδο προστασίας που εγγυάται το δίκαιο της Ένωσης, αλλά επίσης, πλην εξαιρετικών περιπτώσεων, να ελέγχουν αν το άλλο κράτος μέλος έχει πράγματι σεβαστεί, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνει η Ένωση» ( 48 ). Έκτοτε, στον τομέα του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, το Δικαστήριο δεν έχει παρεκκλίνει από τη θέση με την οποία τόνισε τον εξαιρετικό χαρακτήρα που πρέπει να έχει ο έλεγχος, εκ μέρους δικαστικής αρχής εκτέλεσης, του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος ( 49 ). Πρόκειται εν προκειμένω για την έκφραση, στον συγκεκριμένο τομέα, της αρχής ότι η υποχρέωση των κρατών μελών να σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα πρέπει να εντάσσεται πάντοτε στο πλαίσιο της δομής και των σκοπών της Ένωσης ( 50 ).

80.

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η απόφαση-πλαίσιο 2002/584 επιδιώκει, μέσω της καθιέρωσης ενός απλουστευμένου και αποτελεσματικού συστήματος παράδοσης των καταδικασθέντων ή των υπόπτων για παραβάσεις της ποινικής νομοθεσίας, τη διευκόλυνση και την επιτάχυνση της δικαστικής συνεργασίας, συμβάλλοντας στην επίτευξη του σκοπού που έχει θέσει η Ένωση, να καταστεί η ίδια ένας χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης βάσει του υψηλού βαθμού εμπιστοσύνης που πρέπει να υφίσταται μεταξύ των κρατών μελών ( 51 ).

81.

Εξάλλου, όπως προεκτέθηκε, για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού, η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης συνεπάγεται ότι η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης συνιστά τον κανόνα και ότι η άρνηση εκτέλεσης έχει προβλεφθεί ως εξαίρεση που πρέπει να ερμηνεύεται στενά ( 52 ).

82.

Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο δέχθηκε, με την απόφαση Minister for Justice and Equality (Ελλείψεις του δικαστικού συστήματος), ότι, όπως και ο πραγματικός κίνδυνος παράβασης του άρθρου 4 του Χάρτη, πραγματικός κίνδυνος προσβολής του θεμελιώδους δικαιώματος του ενδιαφερομένου σε δίκαιη δίκη, όπως προβλέπεται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, μπορούσε να συνεπάγεται, κατ’ εξαίρεση, την άρνηση εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.

83.

Συγκεκριμένα, «ο αυξημένος βαθμός εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών, στον οποίο ερείδεται ο μηχανισμός του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, βασίζεται στην παραδοχή ότι τα ποινικά δικαστήρια του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος τα οποία, μετά την εκτέλεσή του, οφείλουν να ασκήσουν ποινική δίωξη ή να επιβάλουν ποινή ή μέτρο ασφαλείας στερητικά της ελευθερίας, καθώς και να επιληφθούν της ποινικής διαδικασίας επί της ουσίας, πληρούν τις προδιαγραφές οι οποίες είναι σύμφυτες με το θεμελιώδες δικαίωμα σε δίκαιη δίκη[, το οποίο κατοχυρώνεται] στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη» ( 53 ). Κατά το Δικαστήριο, «το θεμελιώδες αυτό δικαίωμα είναι […] κεφαλαιώδους σημασίας για τη διασφάλιση της προστασίας του συνόλου των δικαιωμάτων των οποίων απολαύουν οι πολίτες βάσει του δικαίου της Ένωσης και για την προάσπιση των κοινών αξιών των κρατών μελών που μνημονεύονται στο άρθρο 2 ΣΕΕ, ιδίως δε της αξίας του κράτους δικαίου» ( 54 ).

84.

Επομένως, η τήρηση των απαιτήσεων που είναι εγγενείς στο θεμελιώδες δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, συνιστά τη βάση για τη λειτουργία του μηχανισμού του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης κατά τρόπο που σέβεται τα δικαιώματα που διαθέτουν τα πρόσωπα για τα οποία εκδίδεται ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.

85.

Συναφώς, δεν χωρεί αμφιβολία ότι, ως αρχές που πρέπει να εφαρμόσουν την απόφαση-πλαίσιο 2002/584, οι δικαστικές αρχές έκδοσης και εκτέλεσης του εντάλματος οφείλουν να σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα που προστατεύονται από τον Χάρτη. Τούτου λεχθέντος, για να μπορεί να λειτουργήσει το σύστημα παράδοσης που θεσπίζεται με την εν λόγω απόφαση-πλαίσιο, οι σχετικές ευθύνες κατανέμονται, βάσει της αρχής της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, μεταξύ των δύο ως άνω αρχών. Συγκεκριμένα, εάν η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος και η δικαστική αρχή εκτέλεσης είχαν το δικαίωμα να προβούν στους ίδιους ελέγχους, θα διακυβεύονταν η αποτελεσματικότητα και η ταχύτητα της παράδοσης. Επιπλέον, η αμοιβαία εμπιστοσύνη είναι, εκ φύσεως, αντίθετη προς τη διενέργεια διασταυρούμενων ελέγχων από κάθε αρχή με σκοπό να διακριβωθεί ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων στο κράτος μέλος στο οποίο ανήκει η άλλη αρχή. Στο πνεύμα αυτό, η άρνηση εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης η οποία βασίζεται στη διαπίστωση, εκ μέρους της δικαστικής αρχής εκτέλεσης, ύπαρξης κινδύνου προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος μπορεί να έχει μόνον εξαιρετικό χαρακτήρα.

86.

Τούτο διαπίστωσε το Δικαστήριο κρίνοντας ότι, «μολονότι κάθε κράτος μέλος πρωτίστως οφείλει, προκειμένου να διασφαλίζει την πλήρη εφαρμογή των αρχών της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και αναγνωρίσεως στις οποίες στηρίζεται η λειτουργία του εν λόγω μηχανισμού, να εγγυάται, υπό τον τελικό έλεγχο του Δικαστηρίου, την τήρηση των επιταγών οι οποίες είναι σύμφυτες [με το θεμελιώδες δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη], απέχοντας από κάθε μέτρο δυνάμενο να το προσβάλει […], η ύπαρξη πραγματικού κινδύνου να υποστεί το πρόσωπο σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, σε περίπτωση παραδόσεώς του στην εκδούσα το ένταλμα δικαστική αρχή, προσβολή του ίδιου αυτού θεμελιώδους δικαιώματός του επιτρέπει στη δικαστική αρχή εκτελέσεως την κατ’ εξαίρεση άρνηση εκτελέσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 3, της εν λόγω απόφασης-πλαισίου» ( 55 ).

87.

Επομένως, η ύπαρξη πραγματικού κινδύνου να υποστεί το πρόσωπο κατά του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, σε περίπτωση παράδοσης στη δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος, προσβολή του θεμελιώδους δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη είναι ικανή να μεταβάλει, κατ’ εξαίρεση, τον καταμερισμό των ευθυνών που υπέχουν η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος και η δικαστική αρχή εκτέλεσης, αντιστοίχως. Υπενθυμίζω, συναφώς, ότι, όσον αφορά διαδικασία ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, η διασφάλιση του σεβασμού των δικαιωμάτων του εκζητουμένου αποτελεί, κατά κύριο λόγο, ευθύνη του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος, ως προς το οποίο πρέπει να τεκμαίρεται ότι τηρεί το δίκαιο της Ένωσης και, ειδικότερα, ότι σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα που είναι αναγνωρισμένα από το δίκαιο αυτό ( 56 ).

88.

Το Δικαστήριο έχει θέσει αυστηρές προϋποθέσεις στη δυνατότητα δικαστικής αρχής εκτέλεσης να αναστρέψει το εν λόγω τεκμήριο ελέγχοντας την ύπαρξη κινδύνου προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος, ο οποίος μπορεί να οδηγήσει την εν λόγω αρχή να αρνηθεί να εκτελέσει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 3, της απόφασης-πλαισίου 2002/584, καθόσον, από την απόφαση Aranyosi και Căldăraru, και παγίως έκτοτε, απαίτησε την τήρηση της εξέτασης σε δύο στάδια, η οποία συνδυάζει εκτίμηση σε συστημικό επίπεδο και ατομική εξέταση της ύπαρξης του προβαλλόμενου κινδύνου.

89.

Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έκρινε ότι, «σε περίπτωση κατά την οποία η δικαστική αρχή εκτελέσεως που καλείται να αποφασίσει για την παράδοση προσώπου σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης έχει στη διάθεσή της στοιχεία καταδεικνύοντα την ύπαρξη συστημικών ή γενικευμένων πλημμελειών όσον αφορά την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας στο κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος σύλληψης, η εν λόγω αρχή δεν δύναται μολαταύτα να πιθανολογήσει ότι υφίστανται σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι για να θεωρηθεί ότι, σε περίπτωση παραδόσεως στο τελευταίο αυτό κράτος μέλος, το πρόσωπο αυτό θα διατρέξει πραγματικό κίνδυνο προσβολής του θεμελιώδους δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη, χωρίς να προβεί σε συγκεκριμένο και ακριβή έλεγχο λαμβανομένων υπόψη, μεταξύ άλλων, της προσωπικής καταστάσεως του εν λόγω προσώπου, της φύσεως της επίμαχης αξιόποινης πράξεως και του πραγματικού πλαισίου στο οποίο εντάσσεται η έκδοση του εντάλματος και το οποίο μπορεί να περιλαμβάνει στοιχεία όπως δηλώσεις ή πράξεις δημοσίων αρχών που δύνανται να επηρεάσουν τη μεταχείριση της οποίας θα τύχει συγκεκριμένη ατομική περίπτωση» ( 57 ).

90.

Στο πλαίσιο της εν λόγω εξέτασης σε δύο στάδια, «η δικαστική αρχή εκτελέσεως οφείλει, σε πρώτο στάδιο, να εξετάσει αν υφίστανται αντικειμενικά, αξιόπιστα, συγκεκριμένα και δεόντως επικαιροποιημένα στοιχεία καταδεικνύοντα την ύπαρξη πραγματικού κινδύνου προσβολής, στο κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος, του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, το οποίο κατοχυρώνεται [στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη], λόγω συστημικών ή γενικευμένων πλημμελειών όσον αφορά την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας του εν λόγω κράτους μέλους» ( 58 ).

91.

Κατά το δεύτερο στάδιο, «η δικαστική αρχή εκτελέσεως πρέπει να διακριβώσει, κατά τρόπο συγκεκριμένο και ακριβή, σε ποιο βαθμό οι διαπιστωθείσες κατά το πρώτο στάδιο πλημμέλειες ενδέχεται να έχουν αντίκτυπο στα δικαστήρια του εν λόγω κράτους μέλους που είναι αρμόδια για τις διαδικασίες οι οποίες θα κινηθούν εις βάρος του ενδιαφερομένου και εάν, λαμβανομένων υπόψη της προσωπικής καταστάσεως αυτού, της φύσεως της αξιόποινης πράξεως για την οποία διώκεται και του πραγματικού πλαισίου στο οποίο εντάσσεται η έκδοση του επίμαχου εντάλματος σύλληψης, καθώς και των πληροφοριών που ενδεχομένως παρέσχε το εν λόγω κράτος μέλος κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15, παράγραφος 2, της απόφασης-πλαισίου 2002/584, υφίστανται σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι για να θεωρηθεί ότι το πρόσωπο αυτό θα διατρέξει τέτοιο κίνδυνο σε περίπτωση παραδόσεως στο τελευταίο κράτος μέλος» ( 59 ).

92.

Με την απόφαση Openbaar Ministerie (Δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος), το Δικαστήριο επιβεβαίωσε, σε σχέση με τη διαδικασία διορισμού των δικαστών στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος, την αναγκαιότητα εξέτασης σε δύο στάδια σε περίπτωση που διακυβεύεται το δικαίωμα, επίσης εγγενές στο θεμελιώδες δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, σε δικαστήριο που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, και διευκρίνισε τις προϋποθέσεις και τους όρους διενέργειας της εν λόγω εξέτασης.

93.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση η εξέταση σε δύο στάδια κρίθηκε δικαιολογημένη για τρεις λόγους.

94.

Πρώτον, το Δικαστήριο υπογράμμισε τους άρρηκτους δεσμούς που υφίστανται, σε σχέση με το θεμελιώδες δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, μεταξύ των εγγυήσεων ανεξαρτησίας και αμεροληψίας των δικαστών και της πρόσβασης σε δικαστήριο που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως ( 60 ). Δεύτερον, το Δικαστήριο τόνισε την αναγκαιότητα στάθμισης του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων των εκζητουμένων και άλλων συμφερόντων, όπως είναι η προστασία των δικαιωμάτων των θυμάτων και η καταπολέμηση της ατιμωρησίας, και τούτο σημαίνει ότι η δικαστική αρχή εκτέλεσης δεν πρέπει να περιορίζει την εξέτασή της στο πρώτο στάδιο ( 61 ). Τρίτον, το Δικαστήριο επέστησε την προσοχή στην εφαρμογή προσέγγισης η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε, εν τοις πράγμασι, αναστολή της εφαρμογής του μηχανισμού του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης σε σχέση με το εν λόγω κράτος μέλος, αγνοώντας την αρμοδιότητα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Συμβουλίου στον συγκεκριμένο τομέα ( 62 ).

95.

Θεωρώ ότι η συλλογιστική που εφάρμοσε το Δικαστήριο με την απόφαση Openbaar Ministerie (Δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος), η οποία βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην αναγκαιότητα διατήρησης του εξαιρετικού χαρακτήρα της άρνησης εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης λόγω ενδεχόμενου κινδύνου προσβολής του θεμελιώδους δικαιώματος του εκζητουμένου σε δίκαιη δίκη ενώπιον δικαστηρίου που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, πρέπει να εφαρμοστεί επίσης στο πλαίσιο της υπό κρίση υπόθεσης και τούτο για δύο κυρίως λόγους.

96.

Πρώτον, ο προβαλλόμενος στο πλαίσιο της υπό κρίση υπόθεσης κίνδυνος αφορά την παράβαση της ίδιας απαίτησης η οποία είναι εγγενής στο θεμελιώδες δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, ήτοι αυτής που αφορά δικαστήριο που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, παρότι εν προκειμένω το ζήτημα δεν είναι η διαδικασία ορισμού των δικαστών στο δικαστήριο του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος, αλλά η τήρηση των νομικών κανόνων που καθορίζουν τις αντίστοιχες αρμοδιότητες των δικαστηρίων του εν λόγω κράτους.

97.

Δεύτερον, θεωρώ απαραίτητη την αξιολόγηση της ύπαρξης πραγματικού κινδύνου προσβολής του εν λόγω θεμελιώδους δικαιώματος σε περίπτωση παράδοσης μέσω της διενέργειας εξέτασης σε δύο στάδια, προκειμένου η άρνηση εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που βασίζεται σε τέτοιο κίνδυνο να διατηρήσει πραγματικά τον εξαιρετικό χαρακτήρα της.

98.

Θα εξετάσω διαδοχικά τα δύο αυτά ζητήματα.

α) Η αναγκαιότητα διενέργειας εξέτασης σε δύο στάδια σε περίπτωση προβαλλόμενου κινδύνου προσβολής του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη ενώπιον δικαστηρίου που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως όσον αφορά την τήρηση των νομικών κανόνων που καθορίζουν την αρμοδιότητα των δικαστηρίων του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος

99.

Ένα από τα στοιχεία του εχέγγυου που σχετίζεται με δικαστήριο που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως είναι η απαίτηση η αρμοδιότητα του εν λόγω δικαστηρίου να έχει νομική βάση. Υπενθυμίζω ότι, στον βαθμό που ο Χάρτης περιλαμβάνει δικαιώματα που αντιστοιχούν σε εκείνα που κατοχυρώνονται στην ΕΣΔΑ, το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη αποσκοπεί στη διασφάλιση της αναγκαίας συνοχής μεταξύ των δικαιωμάτων που περιλαμβάνονται σε αυτόν και των αντίστοιχων δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στην ΕΣΔΑ, χωρίς αυτό να θίγει την αυτονομία του δικαίου της Ένωσης. Κατά τις επεξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων ( 63 ), το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη βασίζεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ. Το Δικαστήριο οφείλει, επομένως, να ερμηνεύει το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζεται επίπεδο προστασίας σύμφωνο με εκείνο που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ, όπως ερμηνεύεται από το ΕΔΔΑ ( 64 ).

100.

Η έννοια του «δικαστηρίου που έχει συσταθεί νομίμως» και οι έννοιες της «ανεξαρτησίας» και της «αμεροληψίας» δικαστηρίου περιλαμβάνονται στις «θεσμικές απαιτήσεις» του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ. Στη νομολογία του ΕΔΔΑ, οι εν λόγω έννοιες συνδέονται στενότατα ( 65 ).

101.

Το ΕΔΔΑ έχει κρίνει ότι, μολονότι οι θεσμικές απαιτήσεις του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ επιδιώκουν καθεμία συγκεκριμένο σκοπό ο οποίος τις καθιστά ειδικά εχέγγυα δίκαιης δίκης, έχουν ως κοινό στοιχείο ότι κατατείνουν στον σεβασμό των θεμελιωδών αρχών του κράτους δικαίου και της διάκρισης των εξουσιών, διευκρινίζοντας, συναφώς, ότι καθεμιά από τις εν λόγω απαιτήσεις θεμελιώνεται στην επιτακτική ανάγκη διαφύλαξης της εμπιστοσύνης που πρέπει να εμπνέει η δικαστική εξουσία στον πολίτη και της ανεξαρτησίας της εν λόγω εξουσίας ως προς τις λοιπές εξουσίες ( 66 ). Το Δικαστήριο ενσωμάτωσε στη νομολογία του αυτά τα στοιχεία ορισμού ( 67 ).

102.

Εξάλλου, κατά το ΕΔΔΑ η έννοια του «νομίμως λειτουργούντος» δικαστηρίου ερμηνεύεται ως «δικαστήριο που έχει συσταθεί κατά τον νόμο» ( 68 ). Όπως και οι πλημμέλειες στη διαδικασία διορισμού των δικαστών ( 69 ), η παράβαση κανόνων του εσωτερικού δικαίου που διέπουν την αρμοδιότητα δικαστηρίου να αποφανθεί επί υποθέσεως μπορεί να θίγει την απαίτηση «νομίμως λειτουργούντος» δικαστηρίου ( 70 ). Συγκεκριμένα, ο όρος «νομίμως» στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ καταλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη νομοθεσία σχετικά με τη σύσταση και την αρμοδιότητα των δικαιοδοτικών οργάνων ( 71 ). Ως εκ τούτου, κατά το ΕΔΔΑ, «εάν το δικαστήριο δεν είναι, από την άποψη του εσωτερικού δικαίου, αρμόδιο να δικάσει τον κατηγορούμενο, δεν είναι “νομίμως λειτουργούν” κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης» ( 72 ).

103.

Συναφώς, διευκρινίζεται ότι, κατά το ΕΔΔΑ, σκοπός της εισαγωγής της φράσης «νομίμως λειτουργούντος» στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ είναι να αποτραπεί το ενδεχόμενο η οργάνωση του δικαιοδοτικού συστήματος σε μια δημοκρατική κοινωνία να αφεθεί στη διακριτική ευχέρεια της εκτελεστικής εξουσίας και να ληφθούν μέτρα ώστε η εν λόγω οργάνωση να ρυθμίζεται από νόμο που εκδίδεται από κοινοβούλιο ( 73 ). Εξάλλου, κατά το ΕΔΔΑ, «[σ]ε χώρες όπου το δίκαιο αποτυπώνεται σε κώδικες, η οργάνωση του δικαστικού συστήματος δεν μπορεί να καταλείπεται ούτε στη διακριτική ευχέρεια των δικαστικών αρχών, στοιχείο το οποίο δεν αποκλείει, πάντως, την αναγνώριση σε αυτές ορισμένης εξουσίας ερμηνείας της σχετικής εθνικής νομοθεσίας» ( 74 ).

104.

Από τα προεκτεθέντα στοιχεία προκύπτει ότι η νομική προέλευση των κανόνων που καθορίζουν την αρμοδιότητα των δικαστηρίων και η τήρηση των εν λόγω κανόνων από τα δικαστήρια συνδέονται άρρηκτα με τις εγγυήσεις περί ανεξαρτησίας και αμεροληψίας των δικαστών. Τούτο συμβάλλει, γενικότερα, στη διασφάλιση του κράτους δικαίου και της διάκρισης των εξουσιών, διαφυλάσσοντας τοιουτοτρόπως την εμπιστοσύνη την οποία πρέπει να εμπνέει η δικαστική εξουσία στον πολίτη και την ανεξαρτησία της εν λόγω εξουσίας ως προς τις λοιπές εξουσίες.

105.

Επομένως, οι εγγυήσεις πρόσβασης σε ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη. Η εξέταση του αν κάθε δικαστήριο συνιστά δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως, όταν ανακύπτει σοβαρή αμφιβολία σχετικά με την αρμοδιότητα δικαστηρίου, είναι αναγκαία για την εμπιστοσύνη την οποία οφείλουν να εμπνέουν στους πολίτες τα δικαστήρια μιας δημοκρατικής κοινωνίας ( 75 ).

106.

Κατά συνέπεια, όπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση Openbaar Ministerie (Δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος) σχετικά με τη διαδικασία διορισμού των δικαστών, η δικαστική αρχή εκτέλεσης πρέπει επίσης να διενεργεί εξέταση σε δύο στάδια σε περίπτωση ενδεχόμενου κινδύνου προσβολής της εγγύησης που σχετίζεται με δικαστήριο που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως λόγω πλημμελειών σχετικών με την αρμοδιότητα των δικαστηρίων του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος.

β) Εξέταση σε δύο στάδια η οποία δικαιολογείται από την αναγκαιότητα διαφύλαξης του εξαιρετικού χαρακτήρα της άρνησης εκτέλεσης που βασίζεται σε ενδεχόμενο κίνδυνο προσβολής του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη

107.

Ενδεχόμενη αναρμοδιότητα της δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος θα μπορούσε να είναι προβληματική τόσο κατά το στάδιο έκδοσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης όσο και σε περίπτωση που η εκτέλεση του εν λόγω εντάλματος έχει ως αποτέλεσμα να δικαστεί ο κατηγορούμενος από αναρμόδιο δικαστήριο. Ο ρόλος της δικαστικής αρχής εκτέλεσης, όταν προβάλλεται ενώπιόν της ζήτημα έλλειψης αρμοδιότητας της δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος, έχει συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου.

108.

Έως τώρα, το Δικαστήριο δικαιολόγησε κυρίως την αναγκαιότητα της δικαστικής αρχής εκτέλεσης να προβεί στο δεύτερο στάδιο της εξέτασής της, μετά την ολοκλήρωση του πρώτου σταδίου της εν λόγω εξέτασης. Συγκεκριμένα, έως σήμερα, το Δικαστήριο έχει επιληφθεί υποθέσεων στις οποίες ο εκζητούμενος κατήγγειλε συστημικές ή γενικευμένες πλημμέλειες στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος. Στο συγκεκριμένο αυτό πλαίσιο, η απαίτηση διενέργειας ελέγχου σε δύο στάδια συμβάλλει κυρίως στο να διασφαλίζεται ότι η απόδειξη και μόνο συστημικών ή γενικευμένων πλημμελειών δεν θα έχει ως αποτέλεσμα να παρεμποδίσει την εφαρμογή της απόφασης-πλαισίου 2002/584, παρότι, στην πράξη, ο εκζητούμενος δεν εκτίθεται ατομικά σε κανέναν πραγματικό κίνδυνο.

109.

Στο πλαίσιο της υπό κρίση υπόθεσης, όμως, το ζήτημα είναι διαφορετικό, καθόσον πρέπει να διευκρινιστεί αν δικαστική αρχή εκτέλεσης μπορεί να βασίσει την άρνηση εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης σε ατομικό κίνδυνο μη τήρησης της εγγύησης που αφορά δικαστήριο που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως ο οποίος δεν ανάγεται στην ύπαρξη συστημικών ή γενικευμένων πλημμελειών στη λειτουργία του δικαιοδοτικού συστήματος του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος. Επομένως, το ζήτημα εν προκειμένω δεν είναι αν η ύπαρξη τέτοιων συστημικών ή γενικευμένων πλημμελειών είναι επαρκής, αλλά αν είναι αναγκαία ώστε δικαστική αρχή εκτέλεσης να μπορεί να αρνηθεί να εκτελέσει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 3, της απόφασης-πλαισίου 2002/584, όταν προβάλλεται κίνδυνος προσβολής του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη από δικαστήριο που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη.

110.

Τα βασικά στοιχεία της συζήτησης που διεξήχθη επ’ αυτού ενώπιον του Δικαστηρίου μπορούν να συνοψιστούν όπως παρατίθενται κατωτέρω, με έκθεση των δύο αντίθετων απόψεων.

111.

Κατά την πρώτη άποψη, η διαπίστωση που αφορά την ύπαρξη συστημικών ή γενικευμένων πλημμελειών στη λειτουργία του δικαστικού συστήματος του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος δεν συνιστά επιβεβλημένο στάδιο προκειμένου η δικαστική αρχή εκτέλεσης να μπορεί να εξακριβώσει την ύπαρξη ατομικού και συγκεκριμένου κινδύνου προσβολής του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη ενώπιον δικαστηρίου που έχει συσταθεί νομίμως, δικαίωμα το οποίο διαθέτει το πρόσωπο σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Συναφώς, η περίσταση ότι το Δικαστήριο έχει επιβάλει, έως τώρα, τη διενέργεια από την εν λόγω αρχή εξέτασης σε δύο στάδια στις υποθέσεις στις οποίες τέθηκε υπό αμφισβήτηση η τήρηση του άρθρου 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος εξηγείται από το γεγονός ότι, στις εν λόγω υποθέσεις, το κρίσιμο ζήτημα ήταν αν, σε περίπτωση συστημικών ή γενικευμένων πλημμελειών, το δεύτερο στάδιο, το οποίο αφορά την εκτίμηση κινδύνου προσβολής, σε ατομικό επίπεδο, του εν λόγω θεμελιώδους δικαιώματος, ήταν αναγκαίο. Εντούτοις, το Δικαστήριο δεν έχει αποφανθεί επί του αν το πρώτο στάδιο είναι πάντοτε απαραίτητο.

112.

Επομένως, κατά τη στάθμιση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και της προστασίας του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη ενώπιον δικαστηρίου που έχει συσταθεί νομίμως, οι υποστηρικτές της πρώτης άποψης κλίνουν, κατά κάποιον τρόπο, υπέρ του δεύτερου στοιχείου. Εξάλλου, τα επιχειρήματα που προβάλλονται προς στήριξη της άποψης αυτής δεν αποδίδουν καθοριστική σημασία στη διαφορετική φύση των θεμελιωδών δικαιωμάτων που προστατεύονται από τον Χάρτη, ανάλογα με το αν πρόκειται για απόλυτα δικαιώματα ή δικαιώματα τα οποία μπορούν να υποβληθούν σε περιορισμούς.

113.

Αντιθέτως, κατά τη δεύτερη άποψη, σε σχέση με το θεμελιώδες δικαίωμα σε δίκαιη δίκη ενώπιον δικαστηρίου που έχει συσταθεί νομίμως, δικαίωμα το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, θα πρέπει να απαιτείται αυστηρά η τήρηση των δύο σταδίων που έχει καθορίσει το Δικαστήριο για τον καθορισμό του τρόπου εξακρίβωσης, από τη δικαστική αρχή εκτέλεσης, πραγματικού κινδύνου προσβολής του εν λόγω δικαιώματος στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος. Καθόσον, προκειμένου να μη διακυβευθεί η αμοιβαία εμπιστοσύνη που πρέπει να υπάρχει μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά την ομαλή λειτουργία των αντίστοιχων δικαστικών συστημάτων τους, η εξακρίβωση που διενεργεί συναφώς η δικαστική αρχή εκτέλεσης θα πρέπει να έχει εξαιρετικό χαρακτήρα, τούτο σημαίνει ότι η διαπίστωση της ύπαρξης συστημικών ή γενικευμένων πλημμελειών στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος θα είναι επιβεβλημένη. Συγκεκριμένα, μόνον τέτοιες πλημμέλειες θα είναι ικανές να δημιουργήσουν πραγματικό κίνδυνο προσβολής του βασικού περιεχομένου του εν λόγω δικαιώματος ή, εν πάση περιπτώσει, πραγματικό κίνδυνο αρκούντως σοβαρής προσβολής του εν λόγω δικαιώματος. Ορισμένοι υποστηρικτές της άποψης αυτής αναγνώρισαν ότι, συναφώς, μπορεί να υφίσταται διαφορά ανάλογα με το αν ο ενδεχόμενος κίνδυνος προσβολής αφορά δικαίωμα το οποίο έχει απόλυτο χαρακτήρα, όπως αυτό που προστατεύεται από το άρθρο 4 του Χάρτη, ή δικαίωμα το οποίο μπορεί να περιοριστεί, όπως αυτό που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη.

114.

Επομένως, με απλά λόγια, οι υποστηρικτές της δεύτερης άποψης κλίνουν υπέρ της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, την οποία η δικαστική αρχή εκτέλεσης πρέπει να μπορεί να αμφισβητήσει μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, οι οποίες, όσον αφορά το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, θα πρέπει να χαρακτηρίζονται πάντοτε από την ύπαρξη συστημικών ή γενικευμένων πλημμελειών στη λειτουργία του δικαστικού συστήματος του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος.

115.

Συντάσσομαι με τη δεύτερη ως άνω άποψη, στο μέτρο που, θεωρώντας ότι η άρνηση εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης αποτελεί εξαίρεση που πρέπει να ερμηνεύεται στενά, συμβάλλει στη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας του συστήματος δικαστικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών, του οποίου το εν λόγω ένταλμα συνιστά ένα εκ των βασικών στοιχείων.

116.

Προς τούτο, θεωρώ αναγκαίο να διαφυλαχθεί στον μέγιστο δυνατό βαθμό ο καταμερισμός των ευθυνών που υπέχουν το κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος και το κράτος μέλος εκτέλεσης. Όπως προεκτέθηκε, στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος απόκειται κατ’ αρχάς να μεριμνήσει ώστε η απόφαση έκδοσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης σέβεται τα δικαιώματα που το πρόσωπο σε βάρος του οποίου εκδόθηκε το ένταλμα αντλεί από το δίκαιο της Ένωσης, στα οποία περιλαμβάνονται τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στον Χάρτη. Προς τούτο, το κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος πρέπει να εγγυάται αποτελεσματική δικαστική προστασία στο εν λόγω πρόσωπο, μεταξύ άλλων, θεσπίζοντας τα αναγκαία μέσα ένδικης προστασίας για τον σχετικό έλεγχο ( 76 ). Αφ’ ης στιγμής δεν αποδεικνύεται καμία συστημική ή γενικευμένη πλημμέλεια στη λειτουργία του δικαστικού συστήματος του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος, δεν συντρέχει λόγος ώστε η δικαστική αρχή εκτέλεσης να αμφιβάλλει ότι, χρησιμοποιώντας τα διαθέσιμα στο εν λόγω κράτος μέλος μέσα ένδικης προστασίας, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο θα μπορέσει να εξασφαλίσει τη διαπίστωση ενδεχομένης προσβολής και, ενδεχομένως, την επανόρθωση της εν λόγω προσβολής ή την επιβολή κύρωσης για την εν λόγω προσβολή του θεμελιώδους δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη ενώπιον δικαστηρίου που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, το οποίο κατοχυρώνεται με το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη. Συναφώς, από τις συζητήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου προέκυψε ότι τα πρόσωπα κατά των οποίων έχουν ασκηθεί οι επίμαχες στην κύρια δίκη ποινικές διώξεις έχουν στη διάθεσή τους μέσα ένδικης προστασίας στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος προκειμένου να ζητήσουν τον έλεγχο, έως το επίπεδο του Tribunal Constitucional (Συνταγματικού Δικαστηρίου), του σεβασμού του θεμελιώδους αυτού δικαιώματος ( 77 ). Επισημαίνω, επιπλέον, ότι στην πλειονότητα των περιπτώσεων οι δυσχέρειες που σχετίζονται με την αρμοδιότητα των δικαστηρίων επιλύονται με τους δικονομικούς κανόνες εσωτερικού δικαίου, τους οποίους τα δικαστήρια του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος είναι καλύτερα σε θέση να εφαρμόσουν, διασφαλίζοντας τοιουτοτρόπως την προστασία του θεμελιώδους δικαιώματος του προσώπου να δικαστεί από δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως.

117.

Επομένως, ελλείψει ισχυρισμών περί συστημικών ή γενικευμένων πλημμελειών στη λειτουργία του δικαστικού συστήματος του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος, οι οποίοι να συνίσταται ειδικότερα σε δυσλειτουργίες του δικαιοδοτικού συστήματος του εν λόγω κράτους που θα μπορούσαν να εμποδίσουν δικαστήριο του ίδιου κράτους να διαπιστώσει την προσβολή του επίμαχου θεμελιώδους δικαιώματος και, ενδεχομένως, να την επανορθώσει ή να επιβάλει σχετική κύρωση, η αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών πρέπει να εφαρμόζεται πλήρως ώστε να μπορεί να επιτευχθεί ο σκοπός της διευκόλυνσης και της επιτάχυνσης της δικαστικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών, που επιδιώκει η απόφαση-πλαίσιο 2002/584, ο οποίος στηρίζεται στον υψηλό βαθμό εμπιστοσύνης που πρέπει να υφίσταται μεταξύ των κρατών μελών ( 78 ).

118.

Εάν, όμως, επιτραπεί στη δικαστική αρχή εκτέλεσης να εξακριβώνει σε συγκεκριμένη περίπτωση τον σεβασμό του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη ενώπιον δικαστηρίου που έχει συσταθεί νομίμως στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος, ελλείψει συστημικών ή γενικευμένων πλημμελειών στη λειτουργία του δικαστικού συστήματος του εν λόγω κράτους μέλους, η εν λόγω αρχή θα επωμισθεί πολύ επαχθέστερο καθήκον και τούτο θα αντιβαίνει στις απαιτήσεις αποτελεσματικότητας και ταχύτητας της παράδοσης. Εξάλλου, τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υπόθεσης επιβεβαιώνουν τις δυσχέρειες τις οποίες αντιμετωπίζει η δικαστική αρχή εκτέλεσης όταν επιχειρεί να εφαρμόσει, να ερμηνεύσει ή ακόμη και να κατανοήσει απλώς τους δικονομικούς κανόνες του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος.

119.

Ως εκ τούτου, κατά τη γνώμη μου, μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις, οι οποίες χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη συστημικών ή γενικευμένων πλημμελειών στη λειτουργία του δικαστικού συστήματος του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος, είναι δυνατή η ανατροπή του καταμερισμού ευθυνών μεταξύ της δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος και της δικαστικής αρχής εκτέλεσης, ώστε να επιτρέπεται στη δεύτερη να εξακριβώσει αν το εν λόγω κράτος μέλος σεβάστηκε όντως, σε συγκεκριμένη περίπτωση, το θεμελιώδες δικαίωμα σε δίκαιη δίκη ενώπιον δικαστηρίου που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη ( 79 ). Με άλλα λόγια, μόνο σε περίπτωση γενικευμένων ή συστημικών πλημμελειών στη λειτουργία του δικαστικού συστήματος του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος επιτρέπεται, κατ’ εξαίρεση, παρέκκλιση από τον κανόνα κατά τον οποίο η δικαστική αρχή εκτέλεσης δεν πρέπει να προβαίνει σε εξακρίβωση του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος, όπως επισήμανε το Δικαστήριο στη σκέψη 192 της γνωμοδότησης 2/13 (Προσχώρηση της Ένωσης στην ΕΣΔΑ). Επομένως, ο εν λόγω κανόνας απαιτεί να τίθενται αυστηρά όρια στην αναγνώριση εξαιρετικών περιστάσεων ( 80 ).

120.

Συναφώς, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει σαφώς ότι το πρώτο στάδιο της εξέτασης που πρέπει να διενεργήσει η δικαστική αρχή εκτέλεσης συνιστά προαπαιτούμενο για τη μετάβαση στο δεύτερο στάδιο της εν λόγω εξέτασης. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο του δεύτερου σταδίου, «η δικαστική αρχή εκτέλεσης πρέπει να εκτιμήσει αν οι διαπιστωθείσες κατά το πρώτο στάδιο εξέτασης συστημικές ή γενικευμένες πλημμέλειες θα μπορούσαν να λάβουν συγκεκριμένη μορφή σε περίπτωση παράδοσης του εκζητούμενου προσώπου στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος και αν, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις της υποθέσεως, το πρόσωπο αυτό διατρέχει, συνεπώς, πραγματικό κίνδυνο προσβολής του θεμελιώδους δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη ενώπιον δικαστηρίου που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, δικαίωμα το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη» ( 81 ). Όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή, τα δύο στάδια της εξέτασης που πρέπει να διενεργήσει η δικαστική αρχή εκτέλεσης έχουν σωρευτικό χαρακτήρα και διαδέχονται το ένα το άλλο στο πλαίσιο αναλυτικής αλληλουχίας την οποία η εν λόγω αρχή οφείλει να τηρεί.

121.

Επιπλέον, κατ’ αναλογίαν προς την κρίση του Δικαστηρίου στη σκέψη 62 της απόφασης Openbaar Ministerie (Δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος), θεωρώ ότι, αν η εξακρίβωση της ύπαρξης κινδύνου προσβολής του εν λόγω θεμελιώδους δικαιώματος σε συγκεκριμένη περίπτωση επαρκούσε, αφ’ εαυτής, ώστε η δικαστική αρχή εκτέλεσης να μπορεί να αρνηθεί, ενδεχομένως, να εκτελέσει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, η πληθώρα των ελέγχων τους οποίους η εν λόγω αρχή θα έπρεπε ενδεχομένως να διενεργήσει συναφώς θα μπορούσε να θίξει τον σκοπό της καταπολέμησης της ατιμωρησίας της απόφασης-πλαισίου 2002/584, καθώς και, ενδεχομένως, άλλα συμφέροντα, όπως την αναγκαιότητα σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων των θυμάτων των σχετικών αξιόποινων πράξεων ( 82 ).

122.

Εν ολίγοις, μόνο σε περίπτωση σημαντικών δυσχερειών στη λειτουργία του δικαστικού συστήματος του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος, οι οποίες διαπιστώνονται με αυστηρό τρόπο και με επαρκή βεβαιότητα, βάσει αντικειμενικών, αξιόπιστων, συγκεκριμένων και δεόντως επικαιροποιημένων στοιχείων, θα μπορούσε η δικαστική αρχή εκτέλεσης να διαπιστώσει την ύπαρξη πραγματικού κινδύνου προσβολής, στο συγκεκριμένο κράτος μέλος, του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη που διασφαλίζεται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη. Κατά τη γνώμη μου, διακυβεύεται εν προκειμένω η υλοποίηση του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης και, ειδικότερα, η απρόσκοπτη και αποτελεσματική εφαρμογή του μηχανισμού παράδοσης που θεσπίστηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2002/584, ο οποίος βασίζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη και στο τεκμήριο σεβασμού, από τα κράτη μέλη, του δικαίου της Ένωσης και, ειδικότερα, των θεμελιωδών δικαιωμάτων που προστατεύονται από τον Χάρτη.

123.

Εκτιμώ ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να διατηρήσει τη συγκεκριμένη προσέγγιση όσον αφορά το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, παρότι προέκρινε πιο ευέλικτη προσέγγιση όσον αφορά το άσυλο, σε περίπτωση μεταφοράς αιτούντος άσυλο στο κράτος μέλος που είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησής του. Συγκεκριμένα, οι σκοποί που επιδιώκονται στους δύο τομείς είναι διαφορετικοί ( 83 ). Εξάλλου, η εν λόγω προσέγγιση, η οποία βασίζεται σε ατομικό και μη συστημικό κίνδυνο προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων, αφορά το άρθρο 4 του Χάρτη, ήτοι ένα απόλυτο δικαίωμα ( 84 ). Αντιθέτως, το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη που προβλέπεται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη μπορεί να υπόκειται σε περιορισμούς.

124.

Ο σκοπός, όμως, της θέσπισης ταχέος και αποτελεσματικού συστήματος παράδοσης, σε συνδυασμό με τον σκοπό της καταπολέμησης της ατιμωρησίας, δεν συνάδει με την υπέρμετρη παροχή δυνατότητας στη δικαστική αρχή εκτέλεσης να ελέγχει την ύπαρξη κινδύνου προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος, ιδίως όσον αφορά το θεμελιώδες δικαίωμα σε δίκαιη δίκη ενώπιον δικαστηρίου που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, το οποίο δεν συνιστά απόλυτο δικαίωμα ( 85 ).

125.

Υπογραμμίζω, εξάλλου, ότι, χάριν της ομαλής λειτουργίας του μηχανισμού του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, η δικαστική αρχή εκτέλεσης δεν θα πρέπει να δικαιούται να προβεί σε έλεγχο τον οποίο δεν είναι σε θέση να διενεργήσει. Η εξακρίβωση από την εν λόγω αρχή της αρμοδιότητας της δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος να δικάσει τα πρόσωπα κατά των οποίων εκδόθηκε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και να εκδώσει τέτοιο ένταλμα είναι, εκ φύσεως, καθήκον των δικαστηρίων του κράτους μέλους έκδοσης, τα οποία είναι τα πλέον κατάλληλα να ερμηνεύσουν και να εφαρμόσουν τους δικονομικούς κανόνες της έννομης τάξης του εν λόγω κράτους μέλους. Ελλείψει συστημικών ή γενικευμένων ελλείψεων στη λειτουργία του δικαστικού συστήματος του εν λόγω κράτους μέλους, δεν συντρέχει λόγος η δικαστική αρχή εκτέλεσης να προβεί σε διακρίβωση που θα συνιστά έκφραση αμφισβήτησης των δικαστηρίων του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος. Η επίτευξη αποτελέσματος εκ διαμέτρου αντίθετου προς την αρχική βούληση οικοδόμησης της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις επί της κοινής βάσης της αμοιβαίας αναγνώρισης και εμπιστοσύνης θα οδηγήσει στην αποδόμηση ενός υπομονετικά κατασκευασμένου οικοδομήματος.

126.

Κατά τη γνώμη μου, είναι επίσης σημαντικό να αποφεύγεται η αυτόματη εφαρμογή, στο πλαίσιο ενδεχόμενης προσβολής του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη ενώπιον δικαστηρίου που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, της κρίσης του Δικαστηρίου σχετικά με την ύπαρξη μέσου ένδικης προστασίας το οποίο παρέχει στους κρατουμένους τη δυνατότητα να προσβάλουν, στο πλαίσιο ένδικης προσφυγής, τη νομιμότητα των συνθηκών κράτησής τους σε σχέση με το άρθρο 4 του Χάρτη στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος, ήτοι ότι τέτοιο μέσο ένδικης προστασίας «δεν αρκεί, αφ’ εαυτού, προκειμένου να αποκλειστεί η ύπαρξη πραγματικού κινδύνου να υποστεί το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, εντός του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση, κατά την έννοια του άρθρου 4 του εν λόγω Χάρτη» ( 86 ). Συγκεκριμένα, κατά το Δικαστήριο, τέτοιος δικαστικός έλεγχος, μολονότι μπορεί να ληφθεί υπόψη από τη δικαστική αρχή εκτέλεσης κατά τη συνολική εκτίμηση των συνθηκών υπό τις οποίες προβλέπεται να κρατηθεί πρόσωπο κατά του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, «δεν είναι, αυτός καθαυτόν, ικανός να αποκλείσει τον κίνδυνο να υποστεί το πρόσωπο αυτό, μετά την παράδοσή του, μεταχείριση ασύμβατη προς το άρθρο 4 του Χάρτη, λόγω των συνθηκών κρατήσεώς του» ( 87 ).

127.

Συναφώς, θεωρώ ότι η περίπτωση στην οποία προβάλλεται κίνδυνος προσβολής του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη ενώπιον δικαστηρίου που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, σε περίπτωση παράδοσης του εκζητουμένου, πρέπει να διακρίνεται από την περίπτωση στην οποία προβάλλεται κίνδυνος παράβασης του άρθρου 4 του Χάρτη λόγω των συνθηκών κράτησης στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος ( 88 ). Ελλείψει συστημικών ή γενικευμένων πλημμελειών στη λειτουργία του δικαστικού συστήματος του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος, θεωρώ ότι η δυνατότητα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, στο εν λόγω κράτος μέλος, του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη ενώπιον δικαστηρίου που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, είναι καθοριστικής σημασίας για τον αποκλεισμό της ύπαρξης πραγματικού κινδύνου προσβολής του εν λόγω δικαιώματος. Συγκεκριμένα, όσον αφορά δικονομικά ζητήματα, ο δικαστικός έλεγχος που μπορεί να διενεργηθεί στο κράτος μέλος έκδοσης είναι ικανός να επανορθώσει ενδεχόμενη έλλειψη σχετική με την αρμοδιότητα της δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος.

128.

Θα ολοκληρώσω την εξέταση του τρίτου, του τέταρτου, του πέμπτου και του έκτου προδικαστικού ερωτήματος διατυπώνοντας ορισμένες παρατηρήσεις σχετικά με το περιεχόμενο του πρώτου σταδίου της εξέτασης που πρέπει να διενεργεί η δικαστική αρχή εκτέλεσης.

129.

Συναφώς, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, «[σ]το πλαίσιο του πρώτου σταδίου της εξέτασης, η δικαστική αρχή εκτελέσεως οφείλει να αξιολογήσει, γενικώς, την ύπαρξη πραγματικού κινδύνου προσβολής του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, ιδίως του κινδύνου που συνδέεται […] με την παραβίαση της απαιτήσεως περί εκδίκασης της υποθέσεως από νομίμως συσταθέν δικαστήριο, λόγω συστημικών ή γενικευμένων πλημμελειών στο εν λόγω κράτος μέλος» ( 89 ). Τέτοια αξιολόγηση προϋποθέτει «συνολική εκτίμηση» ( 90 ), η οποία πρέπει να βασίζεται σε «αντικειμενικά, αξιόπιστα, συγκεκριμένα και δεόντως επικαιροποιημένα στοιχεία» ( 91 ). Η ίδια αυτή αξιολόγηση πρέπει να γίνεται με γνώμονα το επίπεδο προστασίας του θεμελιώδους δικαιώματος το οποίο εγγυάται το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη ( 92 ). Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει, σε σχέση με τη διαδικασία διορισμού δικαστών, ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι κάθε πλημμέλεια στην εν λόγω διαδικασία συνιστά προσβολή του θεμελιώδους δικαιώματος σε δικαστήριο που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης ( 93 ). Κατά το Δικαστήριο, τούτο προϋποθέτει ότι η πλημμέλεια του είδους αυτού είναι ιδιαίτερης φύσης και σοβαρότητας ( 94 ).

130.

Επομένως, το Δικαστήριο εφαρμόζει επίπεδο προστασίας του εν λόγω θεμελιώδους δικαιώματος ανάλογο αυτού που προκύπτει από τη νομολογία του ΕΔΔΑ. Συγκεκριμένα, μολονότι το ΕΔΔΑ εκτιμά ότι είναι αρμόδιο να εξακριβώσει αν το εθνικό δίκαιο τηρεί την απαίτηση περί δικαστηρίου που έχει συσταθεί νομίμως, εντούτοις το Δικαστήριο κρίνει ότι, λαμβανομένης υπόψη της γενικής αρχής κατά την οποία απόκειται, κατ’ αρχάς, στα εθνικά δικαστήρια να ερμηνεύουν τις διατάξεις του εσωτερικού δικαίου, δεν μπορεί να αμφισβητήσει την ερμηνεία τους, παρά μόνον σε περίπτωση κατάφωρης παράβασης των εν λόγω διατάξεων ( 95 ). Από τα προεκτεθέντα στοιχεία που αντλούνται από τη νομολογία του ΕΔΔΑ συνάγω ότι παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ θα μπορούσε να διαπιστωθεί μόνο σε περίπτωση πρόδηλης παράβασης των κανόνων του εθνικού δικαίου που αφορούν την αρμοδιότητα των δικαιοδοτικών οργάνων, η οποία θα υπερβαίνει το περιθώριο ερμηνείας του εν λόγω δικαίου που πρέπει να αναγνωρίζεται στα εθνικά δικαστήρια. Ως εκ τούτου, προκειμένου να θεωρηθεί ότι παραβιάζονται οι θεμελιώδεις αρχές στις οποίες βασίζεται η απαίτηση περί «δικαστηρίου νομίμως λειτουργούντος», κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ, απαιτείται υψηλό επίπεδο σοβαρότητας της εν λόγω παραβίασης ( 96 ).

131.

Κατά τη γνώμη μου, η απαίτηση να εξακριβώσει η δικαστική αρχή εκτέλεσης την ύπαρξη συστημικών ή γενικευμένων πλημμελειών στη λειτουργία του δικαστικού συστήματος του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη πραγματικού κινδύνου προσβολής του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη ενώπιον δικαστηρίου που έχει συσταθεί νομίμως, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, στο εν λόγω κράτος μέλος, συνάδει με την απαίτηση υψηλού βαθμού σοβαρότητας που το ΕΔΔΑ προέκρινε σε σχέση με την προσβολή του δικαιώματος σε «δικαστήριο νομίμως λειτουργούν», κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ. Εξάλλου, το ΕΔΔΑ έχει λάβει επανειλημμένως υπόψη τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης που βασίζεται στην αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης, του συμβιβασμού πλειόνων συμφερόντων και της αναγκαιότητας να μπορεί να βασιστεί η δικαστική αρχή εκτέλεσης σε επαρκή πραγματική βάση ( 97 ).

132.

Εν ολίγοις, η απαίτηση ύπαρξης συστημικών ή γενικευμένων πλημμελειών στη λειτουργία του δικαστικού συστήματος του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος σημαίνει ότι μόνον κίνδυνος προσβολής του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη υψηλού βαθμού σοβαρότητας μπορεί να συνεπάγεται άρνηση εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Συμβάλλοντας στη διασφάλιση της διατήρησης του εξαιρετικού χαρακτήρα τέτοιας άρνησης, η εν λόγω απαίτηση διαφυλάσσει, εν κατακλείδι, την αναγκαία ισορροπία μεταξύ της προστασίας του εν λόγω θεμελιώδους δικαιώματος και των σκοπών γενικού συμφέροντος που επιδιώκει ο μηχανισμός του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.

133.

Από το σύνολο των προεκτεθέντων συνάγεται ότι δικαστική αρχή εκτέλεσης δεν μπορεί να αρνηθεί να εκτελέσει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης όταν, όπως έπραξε το εφετείο Βρυξελλών, αποκλείει η ίδια την ύπαρξη συστημικών ή γενικευμένων πλημμελειών στη λειτουργία του δικαστικού συστήματος του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος και εν συνεχεία διατυπώνει αμφιβολίες όσον αφορά τον σεβασμό του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη του εκζητουμένου στηριζόμενη σε έκθεση της ομάδας εργασίας για την αυθαίρετη κράτηση και σε αποφάσεις του ΕΔΔΑ που, μολονότι μπορεί να συνιστούν θεωρητικά αποχρώσες ενδείξεις ( 98 ), δεν υποστηρίζουν εν προκειμένω την ύπαρξη τέτοιων πλημμελειών στο εν λόγω κράτος μέλος. Επισημαίνω, επιπλέον, ότι άρνηση εκτέλεσης δεν μπορεί να θεμελιωθεί σε αβέβαιη ερμηνεία του δικονομικού δικαίου του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος και χωρίς να ζητηθούν προηγουμένως από τη δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15, παράγραφος 2, της απόφασης-πλαισίου 2002/584, συμπληρωματικές και επικαιροποιημένες πληροφορίες σχετικά με την ύπαρξη μέσων ένδικης προστασίας και σχετικά με την εξέλιξη της δικανικής συζήτησης στο εν λόγω κράτος μέλος όσον αφορά την εξακρίβωση του αν η αρμοδιότητα της ως άνω αρχής συνάδει με το επίμαχο θεμελιώδες δικαίωμα ( 99 ).

134.

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθεισών παρατηρήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο τρίτο, το τέταρτο, το πέμπτο και το έκτο προδικαστικό ερώτημα ότι το άρθρο 1, παράγραφος 3, της απόφασης-πλαισίου 2002/584 έχει την έννοια ότι, όταν η δικαστική αρχή εκτέλεσης η οποία καλείται να αποφανθεί σχετικά με την παράδοση προσώπου σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης με σκοπό την άσκηση ποινικής δίωξης δεν διαθέτει στοιχεία ικανά να καταδείξουν, κατόπιν συνολικής εκτίμησης βασισμένης σε αντικειμενικά, αξιόπιστα, συγκεκριμένα και δεόντως επικαιροποιημένα στοιχεία, την ύπαρξη πραγματικού κινδύνου προσβολής του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη ενώπιον δικαστηρίου που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, λόγω συστημικών ή γενικευμένων πλημμελειών στη λειτουργία του δικαιοδοτικού συστήματος του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος, η εν λόγω αρχή δεν μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεση του επίμαχου ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.

Δ.   Επί του έβδομου προδικαστικού ερωτήματος

135.

Με το έβδομο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν η απόφαση-πλαίσιο 2002/584 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην έκδοση, από τη δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος, νέου ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης κατά του ίδιου προσώπου και προς την ίδια δικαστική αρχή εκτέλεσης, όταν αυτή αρνήθηκε να εκτελέσει προηγούμενο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης υπό συνθήκες που δεν συνάδουν με το δίκαιο της Ένωσης.

136.

Συναφώς, διαπιστώνω εκ προοιμίου ότι η απόφαση-πλαίσιο 2002/584 δεν περιέχει καμία διάταξη περιορίζουσα την έκδοση ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης. Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει δεχθεί, στο πλαίσιο εξέτασης ζητημάτων του παραδεκτού, ότι επιτρέπεται η διαδοχική έκδοση πλειόνων ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης κατά του ίδιου εκζητουμένου ( 100 ).

137.

Εξάλλου, ο σκοπός της καταπολέμησης της ατιμωρησίας που επιδιώκεται με την απόφαση-πλαίσιο 2002/584 συνηγορεί υπέρ της δυνατότητας έκδοσης πλειόνων ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης κατά του ίδιου προσώπου και προς την ίδια δικαστική αρχή εκτέλεσης προκειμένου να ασκηθεί ποινική δίωξη κατά του εν λόγω προσώπου ή να εκτελεστεί ποινή καταγνωσθείσα εις βάρος του. Υπό τις συνθήκες αυτές, η επιβολή ορίου στον αριθμό των ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης που μπορούν να εκδοθούν θα υπονόμευε την αποτελεσματικότητα του συστήματος δικαστικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών και θα αποδυνάμωνε τις προσπάθειες για την αποτελεσματική καταστολή των αξιόποινων πράξεων εντός του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης.

138.

Τούτο δε κατά μείζονα λόγο σε περίπτωση στην οποία αποδεικνύεται ότι προηγούμενη άρνηση εκτέλεσης δεν συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης. Σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος πρέπει να μπορεί να αντλήσει τις συνέπειες της ερμηνείας της απόφασης-πλαισίου 2002/584 την οποία ζήτησε και την οποία της παρέχει το Δικαστήριο με την απόφαση που εκδίδει επί αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, μέσω της έκδοσης, ενδεχομένως, νέου ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Από την άποψη αυτή, η εν λόγω αρχή οφείλει, βεβαίως, να εξετάσει αν, υπό το πρίσμα των ειδικών περιστάσεων της υπόθεσης, η έκδοση του εν λόγω νέου εντάλματος είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας ( 101 ).

IV. Πρόταση

139.

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο, Ισπανία) ως εξής:

1)

Η απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει σε δικαστική αρχή εκτέλεσης να αρνηθεί να εκτελέσει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης βασιζόμενη σε λόγο μη εκτέλεσης ο οποίος προβλέπεται μεν από το εθνικό δίκαιό της, πλην όμως δεν περιλαμβάνεται στην εν λόγω απόφαση-πλαίσιο. Αντιθέτως, δεν αντιβαίνει στην εν λόγω απόφαση-πλαίσιο εθνική διάταξη η οποία θέτει σε εφαρμογή το άρθρο 1, παράγραφος 3, της ίδιας απόφασης-πλαισίου, προβλέποντας τη δυνατότητα δικαστικής αρχής εκτέλεσης να αρνηθεί την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εάν έχει σοβαρούς λόγους για να θεωρεί ότι η εκτέλεση του εν λόγω εντάλματος θα είχε ως αποτέλεσμα την προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων του εκζητουμένου, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω διάταξη εφαρμόζεται σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου που καθορίζει τις αυστηρές προϋποθέσεις υπό τις οποίες επιτρέπεται τέτοια άρνηση.

2)

Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της απόφασης-πλαισίου 2002/584, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299, έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει στη δικαστική αρχή εκτέλεσης να ελέγξει αν η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος είναι αρμόδια, δυνάμει του δικαίου του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος, να εκδώσει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.

3)

Το άρθρο 1, παράγραφος 3, της απόφασης-πλαισίου 2002/584, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299, έχει την έννοια ότι, όταν η δικαστική αρχή εκτέλεσης η οποία καλείται να αποφανθεί σχετικά με την παράδοση προσώπου σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης με σκοπό την άσκηση ποινικής δίωξης δεν διαθέτει στοιχεία ικανά να καταδείξουν, κατόπιν συνολικής εκτίμησης βασισμένης σε αντικειμενικά, αξιόπιστα, συγκεκριμένα και δεόντως επικαιροποιημένα στοιχεία, την ύπαρξη πραγματικού κινδύνου προσβολής του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη ενώπιον δικαστηρίου που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, λόγω συστημικών ή γενικευμένων πλημμελειών στη λειτουργία του δικαιοδοτικού συστήματος του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος, η εν λόγω αρχή δεν μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεση του επίμαχου ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.

4)

Η απόφαση-πλαίσιο 2002/584, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στην έκδοση, από τη δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος, νέου ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης κατά του ίδιου προσώπου και προς την ίδια δικαστική αρχή εκτέλεσης, όταν αυτή αρνήθηκε να εκτελέσει προηγούμενο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης υπό συνθήκες που δεν συνάδουν με το δίκαιο της Ένωσης, αφού εξετάσει αν η έκδοση του εν λόγω νέου εντάλματος σύλληψης είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) ΕΕ 2002, L 190, σ. 1.

( 3 ) ΕΕ 2009, L 81, σ. 24 (στο εξής: απόφαση-πλαίσιο 2002/584).

( 4 ) Απόφαση C‑404/15 και C‑659/15 PPU (στο εξής: απόφαση Aranyosi και Căldăraru, EU:C:2016:198).

( 5 ) Στο εξής: Χάρτης.

( 6 ) Απόφαση C‑216/18 PPU [στο εξής: απόφαση Minister for Justice and Equality (Ελλείψεις του δικαστικού συστήματος), EU:C:2018:586].

( 7 ) Απόφαση C‑354/20 PPU και C‑412/20 PPU [στο εξής: απόφαση Openbaar Ministerie (Ανεξαρτησία της δικαστικής αρχής εκδόσεως του εντάλματος), EU:C:2020:1033].

( 8 ) Απόφαση C‑562/21 PPU και C‑563/21 PPU [στο εξής: απόφαση Openbaar Ministerie (Δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος), EU:C:2022:100].

( 9 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Openbaar Ministerie (Δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος) (σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 10 ) Βλ., συναφώς, διάταξη του Αντιπροέδρου του Δικαστηρίου της 24ης Μαΐου 2022, Puigdemont i Casamajó κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου [C‑629/21 P(R), EU:C:2022:413], με την οποία αποφάσισε, αφενός, να αναιρέσει τη διάταξη του αντιπροέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 30ής Ιουλίου 2021, Puigdemont i Casamajó κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου (T‑272/21 R, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:497) και, αφετέρου, να αναστείλει την εκτέλεση των αποφάσεων P9_TA(2021)0059, P9_TA(2021)0060 και P9_TA(2021)0061 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2021, επί των αιτήσεων άρσης ασυλίας των Carles Puigdemont i Casamajó, Antoni Comín i Oliveres και Clara Ponsatí i Obiols.

( 11 ) Στο εξής: πλημμελειοδικείο.

( 12 ) Το αιτούν δικαστήριο παραθέτει, συναφώς, τις αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 2019, Parquet général du Grand-Duché de Luxembourg και Openbaar Ministerie (Εισαγγελείς πλημμελειοδικών της Λυών και της Tours) (C‑566/19 PPU και C‑626/19 PPU, EU:C:2019:1077), της 12ης Δεκεμβρίου 2019, Openbaar Ministerie (Εισαγγελική αρχή, Σουηδία) (C‑625/19 PPU, EU:C:2019:1078), και της 12ης Δεκεμβρίου 2019, Openbaar Ministerie (Εισαγγελείς πλημμελειοδικών Βρυξελλών) (C‑627/19 PPU, EU:C:2019:1079).

( 13 ) Το πλημμελειοδικείο παρέθεσε, συναφώς, την απόφαση του ΕΔΔΑ της 2ας Ιουνίου 2005, Claes κατά Βελγίου (CE:ECHR:2005:0602JUD004682599).

( 14 ) Στο εξής: ομάδα εργασίας για την αυθαίρετη κράτηση.

( 15 ) Συγκεκριμένα, το πλημμελειοδικείο παρέπεμψε στις αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 22ας Ιουνίου 2000, Coëme κ.λπ. κατά Βελγίου (CE:ECHR:2000:0622JUD003249296), και της 2ας Ιουνίου 2005, Claes κατά Βελγίου (CE:ECHR:2005:0602JUD004682599).

( 16 ) Στο εξής: εφετείο.

( 17 ) Βλ. απόφαση του Tribunal Constitucional (Συνταγματικού Δικαστηρίου), της 17ης Φεβρουαρίου 2021 (αριθ. 34/2021, BOE αριθ. 69, της 22ας Μαρτίου 2021, σ. 32889). Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι η εν λόγω απόφαση εκδόθηκε κατόπιν προσφυγής που άσκησε ένας εκ των καταδικασθέντων, ισχυριζόμενος ότι η περίπτωσή του είναι ίδια με εκείνη του L. Puig Gordi.

( 18 ) Moniteur belge της 19ης Δεκεμβρίου 2003, σ. 60075.

( 19 ) Υπογραφείσα στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ).

( 20 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 2021, Spetsializirana prokuratura (Έγγραφο δικαιωμάτων) [C‑649/19, στο εξής: απόφαση Spetsializirana prokuratura (Έγγραφο δικαιωμάτων), EU:C:2021:75, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

( 21 ) Απόφαση C‑268/17 [στο εξής: απόφαση AY (Ένταλμα συλλήψεως – Μάρτυρας), EU:C:2018:602].

( 22 ) Βλ. απόφαση AY (Ένταλμα συλλήψεως – Μάρτυρας) (σκέψη 31).

( 23 ) Βλ. απόφαση AY (Ένταλμα συλλήψεως – Μάρτυρας) (σκέψη 27).

( 24 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση AY (Ένταλμα συλλήψεως – Μάρτυρας) (σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 25 ) Σκέψη 39 της απόφασης αυτής και εκεί μνημονευόμενη νομολογία.

( 26 ) Βλ. απόφαση Spetsializirana prokuratura (Έγγραφο δικαιωμάτων) (σκέψη 38).

( 27 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Minister for Justice and Equality (Ελλείψεις του δικαστικού συστήματος) (σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 28 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Minister for Justice and Equality (Ελλείψεις του δικαστικού συστήματος) (σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 29 ) Βλ. απόφαση της 1ης Ιουνίου 2016, Bob-Dogi (C‑241/15, EU:C:2016:385, σκέψεις 63 και 64).

( 30 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Minister for Justice and Equality (Ελλείψεις του δικαστικού συστήματος) (σκέψεις 44 και 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 31 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Openbaar Ministerie (Ανεξαρτησία της δικαστικής αρχής εκδόσεως του εντάλματος) (σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 32 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 24ης Νοεμβρίου 2020, Openbaar Ministerie (Πλαστογραφία) (C‑510/19, EU:C:2020:953, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και της 10ης Μαρτίου 2021, PI (C‑648/20 PPU, EU:C:2021:187, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 33 ) Όπως επισημαίνει η Επιτροπή στην έκθεσή της προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή της απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών, της 2ας Ιουλίου 2020 [COM(2020) 270 final, σ. 9], «[η] μεγάλη πλειονότητα των κρατών μελών έχει μεταφέρει ρητώς στο εθνικό τους δίκαιο την υποχρέωση σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των θεμελιωδών νομικών αρχών, ορισμένα εξ αυτών κατά τρόπο γενικό και άλλα με ειδική αναφορά στα δικαιώματα που αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις 12 και 13. Για παράδειγμα, ορισμένες διατάξεις για τη μεταφορά της υποχρέωσης στο εθνικό δίκαιο παραπέμπουν κατά τρόπο γενικό σε συνθήκες για τα δικαιώματα του ανθρώπου και τις θεμελιώδεις ελευθερίες […] και/ή στο άρθρο 6 της [ΣΕΕ]. Λίγα κράτη μέλη μετέφεραν στο εθνικό τους δίκαιο το άρθρο 1 παράγραφος 3 της [εν λόγω] απόφασης-πλαισίου κάνοντας αναφορά μόνο στην [ΕΣΔΑ] και παραλείποντας να κάνουν αναφορά στον [Χάρτη]».

( 34 ) Κατά την αιτιολογική σκέψη 10 της εν λόγω απόφασης-πλαισίου, «[ο] μηχανισμός του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης βασίζεται σε υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών. Η εφαρμογή του εν λόγω μηχανισμού δύναται να ανασταλεί μόνον στην περίπτωση σοβαρής και διαρκούς παραβίασης από κράτος μέλος των αρχών που διατυπώνονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 της [ΣΕΕ], η οποία διαπιστώνεται από το Συμβούλιο κατ’ εφαρμογή του άρθρου 7 παράγραφος 1 της εν λόγω [Σ]υνθήκης με τις συνέπειες που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου». Εξάλλου, κατά την αιτιολογική σκέψη 12 της ίδιας απόφασης-πλαισίου, η απόφαση-πλαίσιο «σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται από το άρθρο 6 της [ΣΕΕ] και εκφράζονται στο[ν Χάρτη], ιδίως δε στο κεφάλαιο VI αυτού. Καμία από τις διατάξεις της [απόφασης-πλαισίου 2002/584] δεν μπορεί να ερμηνευθεί κατά τρόπο ώστε να απαγορεύει την άρνηση παράδοσης προσώπου για το οποίο έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εφόσον αντικειμενικά στοιχεία δείχνουν ότι το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκδίδεται προς το[ν] σκοπό της δίωξης ή τιμωρίας προσώπου λόγω του φύλου, της φυλής, της θρησκείας, της εθνοτικής καταγωγής, της ιθαγένειας, της γλώσσας, των πολιτικών φρονημάτων ή του γενετήσιου προσανατολισμού τους ή ότι η θέση του προσώπου αυτού μπορεί να επιδεινωθεί για οποιονδήποτε από τους προαναφερόμενους λόγους». Επιπλέον, η αιτιολογική σκέψη 13 της εν λόγω απόφασης-πλαισίου απηχεί το άρθρο 4 και το άρθρο 19, παράγραφος 2, του Χάρτη, καθώς διευκρινίζει ότι «[κ]ανείς δεν μπορεί να απομακρυνθεί, να απελαθεί ή να εκδοθεί προς κράτος όπου διατρέχει σοβαρό κίνδυνο να του επιβληθεί η ποινή του θανάτου ή να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή άλλη απάνθρωπη ή εξευτελιστική ποινή ή μεταχείριση».

( 35 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Aranyosi και Căldăraru (σκέψη 82 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία) και Minister for Justice and Equality (Ελλείψεις του δικαστικού συστήματος) (σκέψη 43).

( 36 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Aranyosi και Căldăraru (σκέψη 83) και Minister for Justice and Equality (Ελλείψεις του δικαστικού συστήματος) (σκέψη 45). Βλ., επίσης, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Campos Sánchez-Bordona στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις L και P (Ανεξαρτησία της δικαστικής αρχής εκδόσεως του εντάλματος) (C‑354/20 PPU και C‑412/20 PPU, EU:C:2020:925), με τις οποίες επισημαίνει ότι «[τ]ο Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι, πέραν των περιπτώσεων που προβλέπονται ρητώς στην απόφαση-πλαίσιο (άρθρα 3 έως 5), ένα [ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης] μπορεί επίσης να μην εκτελεστεί όταν υφίστανται “εξαιρετικές περιστάσεις” που, λόγω της σοβαρότητάς τους, επιβάλλουν τον περιορισμό των αρχών της αμοιβαίας αναγνωρίσεως και εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών, επί των οποίων βασίζεται η δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις» (σημείο 39).

( 37 ) Συναφώς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η δικαστική αρχή εκτέλεσης οφείλει να αρνηθεί αυτομάτως την εκτέλεση κάθε ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εκδοθέντος από συγκεκριμένο κράτος μέλος μόνον αν υπάρχει απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, την οποία ακολούθησε η εκ μέρους του Συμβουλίου αναστολή της εφαρμογής της απόφασης-πλαισίου 2002/584 ως προς το οικείο κράτος μέλος, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 7, παράγραφοι 2 και 3, ΣΕΕ: βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Openbaar Ministerie (Ανεξαρτησία της δικαστικής αρχής εκδόσεως του εντάλματος) (σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 38 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Openbaar Ministerie (Ανεξαρτησία της δικαστικής αρχής εκδόσεως του εντάλματος) (σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 39 ) BOE αριθ. 282, της 21ης Νοεμβρίου 2014, σ. 95437.

( 40 ) Βλ. Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Δηλώσεις που πρέπει να γίνουν από το ισπανικό κράτος μετά από την έκδοση του νόμου 23/2014, της 20ής Νοεμβρίου 2014, σχετικά με την αμοιβαία αναγνώριση αποφάσεων σε ποινικές υποθέσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση, της 23ης Απριλίου 2015 (έγγραφο αριθ. 8138/15, σ. 2, διατίθεται στην ακόλουθη διεύθυνση στο διαδίκτυο: https://data.consilium.europa.eu/doc/document/ST‑8138-2015-INIT/el/pdf).

( 41 ) Απόφαση C‑508/18 και C‑82/19 PPU [στο εξής: απόφαση OG και PI (Εισαγγελίες του Lübeck και του Zwickau), EU:C:2019:456].

( 42 ) Σκέψη 50 της απόφασης αυτής και εκεί μνημονευόμενη νομολογία.

( 43 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Openbaar Ministerie (Ανεξαρτησία της δικαστικής αρχής εκδόσεως του εντάλματος) (σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Ομοίως, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι η έννοια της «δικαστικής αρχής εκτέλεσης», στο άρθρο 6, παράγραφος 2, της απόφασης-πλαισίου 2002/584, καλύπτει, όπως και η έννοια της «δικαστικής αρχής έκδοσης», στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της ως άνω απόφασης-πλαισίου, είτε έναν δικαστή ή ένα δικαστήριο είτε μια δικαστική αρχή, όπως η εισαγγελία κράτους μέλους, που μετέχει στην απονομή της δικαιοσύνης στο κράτος μέλος αυτό και διαθέτει την απαιτούμενη ανεξαρτησία από την εκτελεστική εξουσία: βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 28ης Απριλίου 2022, C και CD (Νομικά εμπόδια στην εκτέλεση απόφασης παράδοσης) (C‑804/21 PPU, EU:C:2022:307, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 44 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση OG και PI (Εισαγγελίες του Lübeck και του Zwickau) (σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 45 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση OG και PI (Εισαγγελίες του Lübeck και του Zwickau) (σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 46 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση OG και PI (Εισαγγελίες του Lübeck και του Zwickau) (σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 47 ) Βλ., μεταξύ άλλων, γνωμοδότηση 2/13 (Προσχώρηση της Ένωσης στην ΕΣΔΑ), της 18ης Δεκεμβρίου 2014 [EU:C:2014:2454, στο εξής: γνωμοδότηση 2/13 (Προσχώρηση της Ένωσης στην ΕΣΔΑ), σκέψη 191 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία], και, σε σχέση με το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, απόφαση Openbaar Ministerie (Δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος) (σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 48 ) Βλ. γνωμοδότηση 2/13 (Προσχώρηση της Ένωσης στην ΕΣΔΑ) (σκέψη 192, η υπογράμμιση δική μου).

( 49 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Openbaar Ministerie (Δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος) (σκέψη 41).

( 50 ) Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο ήδη με την απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 1970, Internationale Handelsgesellschaft (11/70, EU:C:1970:114, σκέψη 4). Βλ., πιο πρόσφατα, γνωμοδότηση 2/13 (Προσχώρηση της Ένωσης στην ΕΣΔΑ) (σκέψη 170 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 51 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Openbaar Ministerie (Δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος) (σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Βλ., επίσης, απόφαση της 28ης Απριλίου 2022, C και CD (Νομικά εμπόδια στην εκτέλεση απόφασης παράδοσης) (C‑804/21 PPU, EU:C:2022:307, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 52 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Openbaar Ministerie (Δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος) (σκέψεις 43 και 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 53 ) Απόφαση Openbaar Ministerie (Δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος) (σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 54 ) Απόφαση Openbaar Ministerie (Δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος) (σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 55 ) Απόφαση Openbaar Ministerie (Δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος) (σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 56 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 23ης Ιανουαρίου 2018, Piotrowski (C‑367/16, EU:C:2018:27, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και της 13ης Ιανουαρίου 2021, MM (C‑414/20 PPU, EU:C:2021:4, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Βλ., επίσης, απόφαση Spetsializirana prokuratura (Έγγραφο δικαιωμάτων), με την οποία το Δικαστήριο επισημαίνει ότι, «σε σχέση με διαδικασία που αφορούσε [ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης], η διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων αποτελεί, κατά κύριο λόγο, ευθύνη του κράτους μέλους έκδοσης [του εντάλματος]» (σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 57 ) Απόφαση Openbaar Ministerie (Δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος) (σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Όσον αφορά την πρώτη διαπίστωση της αναγκαιότητας εξέτασης σε δύο στάδια, σε σχέση με το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, βλ. απόφαση Minister for Justice and Equality (Ελλείψεις του δικαστικού συστήματος) (σκέψεις 47 έως 75).

( 58 ) Απόφαση Openbaar Ministerie (Δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος) (σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 59 ) Απόφαση Openbaar Ministerie (Δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος) (σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 60 ) Βλ. απόφαση Openbaar Ministerie (Δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος) (σκέψεις 55 έως 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 61 ) Βλ. απόφαση Openbaar Ministerie (Δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος) (σκέψεις 59 έως 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 62 ) Βλ. απόφαση Openbaar Ministerie (Δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος) (σκέψεις 63 έως 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 63 ) ΕΕ 2007, C 303, σ. 17.

( 64 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 29ης Μαρτίου 2022, Getin Noble Bank (C‑132/20, στο εξής: απόφαση Getin Noble Bank, EU:C:2022:235, σκέψη 116 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 65 ) Βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 1ης Δεκεμβρίου 2020, Guðmundur Andri Ástráðsson κατά Ισλανδίας (CE:ECHR:2020:1201JUD002637418, § 231).

( 66 ) Βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 1ης Δεκεμβρίου 2020, Guðmundur Andri Ástráðsson κατά Ισλανδίας (CE:ECHR:2020:1201JUD002637418, § 231 και 233).

( 67 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Getin Noble Bank (σκέψη 117 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Βλ., επίσης, όσον αφορά το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, απόφαση Openbaar Ministerie (Δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος) (σκέψη 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 68 ) Βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 1ης Δεκεμβρίου 2020, Guðmundur Andri Ástráðsson κατά Ισλανδίας (CE:ECHR:2020:1201JUD002637418, § 229).

( 69 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Getin Noble Bank (σκέψη 120 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 70 ) Βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 1ης Δεκεμβρίου 2020, Guðmundur Andri Ástráðsson κατά Ισλανδίας (CE:ECHR:2020:1201JUD002637418, § 224).

( 71 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση του ΕΔΔΑ της 12ης Ιουλίου 2007, Jorgic κατά Γερμανίας (CE:ECHR:2007:0712JUD007461301, § 64).

( 72 ) Απόφαση του ΕΔΔΑ της 12ης Ιουλίου 2007, Jorgic κατά Γερμανίας (CE:ECHR:2007:0712JUD007461301, § 64). Συγκεκριμένα, με την απόφαση της 22ας Ιουνίου 2000, Coëme κ.λπ. κατά Βελγίου (CE:ECHR:2000:0622JUD003249296, § 107 και 108), το ΕΔΔΑ έκρινε ότι δεν πληρούσε την απαίτηση δικαστηρίου «νομίμως λειτουργούντος» το βελγικό Cour de cassation (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο) που δικάζει κατηγορουμένους εκτός υπουργών για αξιόποινες πράξεις συναφείς με εκείνες για τις οποίες ασκήθηκαν διώξεις κατά των υπουργών, δεδομένου ότι ο κανόνας συνάφειας δεν είχε θεσπιστεί από τον νόμο.

( 73 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 22ας Ιουνίου 2000, Coëme κ.λπ. κατά Βελγίου (CE:ECHR:2000:0622JUD003249296, § 98), και της 25ης Οκτωβρίου 2011, Richert κατά Πολωνίας (CE:ECHR:2011:1025JUD005480907, § 42).

( 74 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 22ας Ιουνίου 2000, Coëme κ.λπ. κατά Βελγίου (CE:ECHR:2000:0622JUD003249296, § 98), και της 20ής Οκτωβρίου 2009, Gorguiladzé κατά Γεωργίας (CE:ECHR:2009:1020JUD000431304, § 69).

( 75 ) Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Openbaar Ministerie (Δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος) (σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 76 ) Υπενθυμίζω, συναφώς, ότι «η Ένωση συνιστά Ένωση δικαίου στο πλαίσιο της οποίας οι ιδιώτες έχουν το δικαίωμα να αμφισβητήσουν δικαστικώς τη νομιμότητα κάθε αποφάσεως ή άλλης εθνικής ρυθμίσεως σχετικής με την έναντί τους εφαρμογή μιας πράξεως της Ένωσης»: βλ. μεταξύ άλλων, απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses (C‑64/16, EU:C:2018:117, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και Minister for Justice and Equality (Ελλείψεις του δικαστικού συστήματος) (σκέψη 49).

( 77 ) Για ανάλογη προσέγγιση στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις, βλ. απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Aguirre Zarraga (C‑491/10 PPU, EU:C:2010:828, σκέψεις 69 έως 74). Επισημαίνω ότι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, επιβεβαιώθηκε ότι ο L. Puig Gordi άσκησε «recurso de amparo» (προσφυγή για την προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών) ενώπιον του Tribunal Constitucional (Συνταγματικού Δικαστηρίου).

( 78 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 28ης Απριλίου 2022, C και CD (Νομικά εμπόδια στην εκτέλεση απόφασης παράδοσης) (C‑804/21 PPU, EU:C:2022:307, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 79 ) Βλ., συναφώς, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα E. Tanchev στην υπόθεση Minister for Justice and Equality (Ελλείψεις του δικαστικού συστήματος) (C‑216/18 PPU, EU:C:2018:517), με τις οποίες μνημονεύει την απόφαση του Supreme Court (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Ιρλανδία) της 4ης Μαΐου 2007, The Minister for Justice Equality and Law Reform κατά Brennan [(2007) IECH 94], το οποίο έκρινε ότι, μόνο όταν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, «όπως σαφώς εξακριβωμένη και θεμελιώδης πλημμέλεια του δικαστικού συστήματος του αιτούντος κράτους», μπορεί η προσβολή των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ να δικαιολογεί την άρνηση παράδοσης βάσει του νόμου περί του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης (υποσημείωση 47). Βλ., επίσης, απόφαση του Cour de cassation (Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Γαλλία) της 10ης Μαΐου 2022 (αριθ. 22-82.379, FR:CCASS:2022:CR00676), με την οποία αποφάνθηκε ότι «από τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκύπτει ότι η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης στην οποία ερείδεται το σύστημα του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης βασίζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά το γεγονός ότι οι αντίστοιχες εθνικές έννομες τάξεις τους είναι ικανές να παράσχουν ισοδύναμη και αποτελεσματική προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται στο επίπεδο της Ένωσης και, επομένως, το κράτος εκτέλεσης δεν οφείλει, εκτός περίπτωσης συστημικής ή γενικευμένης πλημμέλειας στο κράτος έκδοσης του εντάλματος, να διασφαλίζει τον έλεγχο του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων από το εν λόγω κράτος» (σκέψη 14, η υπογράμμιση δική μου).

( 80 ) Βλ., συναφώς, Spielmann, D., και Voyatzis, P., «Le mandat d’arrêt européen entre Luxembourg et Strasbourg: du subtil exercice d’équilibriste entre la CJUE et la Cour EDH», Sa Justice – L’Espace de Liberté, de Sécurité et de Justice – Liber amicorum en hommage à Yves Bot, Bruylant, Βρυξέλλες, 2022, σ. 256. Όπως επισημαίνουν οι συγγραφείς, μια από τις προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπίσει το Δικαστήριο είναι οπωσδήποτε αυτή της αποφυγής κάποιας «υποτίμησης της βαρύτητας» των εξαιρετικών περιστάσεων, η οποία θα παραβιάζει την αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και θα θίγει την αποτελεσματικότητα του μηχανισμού του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης (σ. 300).

( 81 ) Απόφαση Openbaar Ministerie (Δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος) (σκέψη 82). Η υπογράμμιση δική μου.

( 82 ) Βλ. απόφαση Openbaar Ministerie (Δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος) (σκέψη 60).

( 83 ) Βλ., συναφώς, Billing, F., «Limiting mutual trust on fundamental rights grounds under the European arrest warrant and lessons learned from transfers under Dublin III», New Journal of European Criminal Law, SAGE Journals, 2020, τόμος 11(2), σ. 184.

( 84 ) Όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από την απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2017, C. K. κ.λπ. (C‑578/16 PPU, EU:C:2017:127), η προβλεπόμενη στο άρθρο 4 του Χάρτη απαγόρευση των απάνθρωπων ή εξευτελιστικών ποινών ή μεταχείρισης έχει θεμελιώδη σημασία, στο μέτρο που είναι απόλυτη καθόσον συνδέεται ευθέως με τον σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ο οποίος κατοχυρώνεται στο άρθρο 1 του ίδιου Χάρτη (σκέψη 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία καθώς και σκέψη 69). Η διαπίστωση αυτή οδήγησε το Δικαστήριο να δεχθεί το ενδεχόμενο η ίδια η μεταφορά αιτούντος άσυλο, η κατάσταση υγείας του οποίου είναι ιδιαιτέρως σοβαρή, να συνεπάγεται πραγματικό κίνδυνο να υποστεί το πρόσωπο αυτό απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση κατά την έννοια του άρθρου 4 του Χάρτη, τούτο δε ανεξαρτήτως της έλλειψης βάσιμων λόγων που να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι στην Κροατία υπάρχουν συστημικές ελλείψεις ως προς τη διαδικασία ασύλου και τις συνθήκες υποδοχής των αιτούντων (σκέψεις 71 και 73). Βλ., επίσης, απόφαση της 19ης Μαρτίου 2019, Jawo (C‑163/17, EU:C:2019:218, σκέψεις 78 και 87). Στη σκέψη 95 της εν λόγω απόφασης, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η λύση που προκρίνει απαιτεί τη συνδρομή εξαιρετικών περιστάσεων. Συγκεκριμένα, «δεν μπορεί να αποκλειστεί τελείως το ενδεχόμενο ο αιτών διεθνή προστασία να αποδείξει ότι στην περίπτωσή του συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις που συνεπάγονται ότι, σε περίπτωση μεταφοράς προς το κράτος μέλος το οποίο είναι κατ’ αρχήν υπεύθυνο για την εξέταση της αιτήσεώς του για παροχή διεθνούς προστασίας, αυτός θα περιέλθει, λόγω της ιδιαιτέρως ευάλωτης θέσεώς του, ανεξαρτήτως της θελήσεώς του και των προσωπικών του επιλογών, σε κατάσταση έσχατης υλικής στερήσεως […] μετά τη χορήγηση σε αυτόν διεθνούς προστασίας».

( 85 ) Από τη συζήτηση που διεξήχθη ενώπιον του Δικαστηρίου προέκυψε ότι, όσον αφορά το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, θα μπορούσε να γίνει δεκτή μια ελαφρώς διαφοροποιημένη άποψη, ανοικτή στην αποδοχή μη συστημικών κινδύνων, όταν διακυβεύεται η προστασία θεμελιώδους δικαιώματος με απόλυτο χαρακτήρα, όπως αυτό που προστατεύεται από το άρθρο 4 του Χάρτη. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή δέχθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι, όσον αφορά τον κίνδυνο προσβολής του συγκεκριμένου θεμελιώδους δικαιώματος, για παράδειγμα λόγω ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του εκζητουμένου, η δικαστική αρχή εκτέλεσης θα μπορούσε να αρνηθεί να εκτελέσει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, ακόμη και ελλείψει συστημικών πλημμελειών στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος. Φρονώ ότι η άποψη αυτή πρέπει να συσχετιστεί με τη δυνατότητα που παρέχει το άρθρο 23, παράγραφος 4, της απόφασης-πλαισίου 2002/584, το οποίο προβλέπει ότι «[η] παράδοση μπορεί κατ’ εξαίρεση να αναστέλλεται προσωρινά για σοβαρούς ανθρωπιστικούς λόγους, εφόσον λ.χ. ευλόγως πιστεύεται ότι θα έθετε σε κίνδυνο τη ζωή ή την υγεία του εκζητουμένου. Η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης γίνεται μόλις παύσουν να υφίστανται οι λόγοι αυτοί». Βλ., συναφώς, Billing, F., «Limiting mutual trust on fundamental rights grounds under the European arrest warrant and lessons learned from transfers under Dublin III», New Journal of European Criminal Law, SAGE Journals, 2020, τόμος 11(2), σ. 197. Βλ. επίσης, όσον αφορά το αν και σε ποιο βαθμό μπορεί μια δικαστική αρχή εκτέλεσης να αρνηθεί την παράδοση εκζητούμενου προσώπου, εάν αυτός πάσχει από ασθένεια η οποία μπορεί να επιδεινωθεί στην περίπτωση εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, την εκκρεμή υπόθεση E.D.L. κατά Presidente del Consiglio dei Ministri (C 699/21).

( 86 ) Βλ. απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Generalstaatsanwaltschaft (Συνθήκες κρατήσεως στην Ουγγαρία) (C‑220/18 PPU, EU:C:2018:589, σκέψη 73).

( 87 ) Βλ. απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Generalstaatsanwaltschaft (Συνθήκες κρατήσεως στην Ουγγαρία) (C‑220/18 PPU, EU:C:2018:589, σκέψη 74).

( 88 ) Και στην περίπτωση αυτή, η συλλογιστική επηρεάζεται από τη διαφορετική φύση των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Βλ., συναφώς, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Campos Sánchez-Bordona στην υπόθεση Generalstaatsanwaltschaft (Συνθήκες κρατήσεως στην Ουγγαρία) (C‑220/18 PPU, EU:C:2018:547), ο οποίος επισημαίνει ότι, «στον βαθμό κατά τον οποίον αποτελεί, σε τελική ανάλυση, την εγγύηση απόλυτου δικαιώματος, στο οποίο εκ της φύσεώς του πρέπει να παρέχεται προληπτική παρά επανορθωτική προστασία, φρονώ ότι, παρά τη σημασία της, η ύπαρξη αποτελεσματικού καθεστώτος ένδικης προστασίας ενδεχομένως να μην αρκεί εάν το δικαστήριο εκτελέσεως διατηρεί βάσιμες αμφιβολίες ως προς το ενδεχόμενο το εκζητούμενο συγκεκριμένως πρόσωπο να υποστεί κατά τρόπο άμεσο απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση, ανεξαρτήτως του εάν η προσβολή αυτή μπορεί μεταγενέστερα να θεραπευθεί μέσω αποτελεσματικών μέσων ένδικης προστασίας στο κράτος εκδόσεως» (σημείο 57). Όπως επισήμανε η Βελγική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, σε σχέση με το θεμελιώδες δικαίωμα που προστατεύεται από το άρθρο 4 του Χάρτη, η χρήση μέσου ένδικης προστασίας δεν καθιστά πάντοτε δυνατή τη θεραπεία της προβαλλόμενης προσβολής, δεδομένου ότι αυτή μπορεί να επέλθει στο διάστημα που μεσολαβεί έως την εκδίκαση της σχετικής υπόθεσης.

( 89 ) Απόφαση Openbaar Ministerie (Δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος) (σκέψη 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 90 ) Απόφαση Openbaar Ministerie (Δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος) (σκέψεις 74 και 77).

( 91 ) Απόφαση Openbaar Ministerie (Δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος) (σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 92 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Openbaar Ministerie (Δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος) (σκέψη 68 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 93 ) Βλ. απόφαση Openbaar Ministerie (Δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος) (σκέψη 72).

( 94 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Openbaar Ministerie (Δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος) (σκέψη 73 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 95 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση του ΕΔΔΑ της 12ης Ιουλίου 2007, Jorgic κατά Γερμανίας (CE:ECHR:2007:0712JUD007461301, § 65). Το ΕΔΔΑ διευκρίνισε επίσης ότι, «όταν εξετάζει αν υπήρξε παράβαση των σχετικών εσωτερικών κανόνων σε συγκεκριμένη υπόθεση, το ΕΔΔΑ στηρίζεται, κατ’ αρχήν, στην ερμηνεία και την εφαρμογή του εσωτερικού δικαίου από τα εθνικά δικαστήρια, εκτός εάν τα συμπεράσματά τους είναι αυθαίρετα ή προδήλως μη εύλογα»: βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 1ης Δεκεμβρίου 2020, Guðmundur Andri Ástráðsson κατά Ισλανδίας (CE:ECHR:2020:1201JUD002637418, § 251).

( 96 ) Βλ., όσον αφορά ενδεχόμενες παραβάσεις της απαίτησης περί «δικαστηρίου νομίμως λειτουργούντος» στη διαδικασία διορισμού των δικαστών, απόφαση του ΕΔΔΑ της 1ης Δεκεμβρίου 2020, Guðmundur Andri Ástráðsson κατά Ισλανδίας (CE:ECHR:2020:1201JUD002637418, § 234). Με την εν λόγω απόφαση, το ΕΔΔΑ εφάρμοσε προσέγγιση τριών σωρευτικών σταδίων (§ 243). Πρώτον, το ΕΔΔΑ εκτιμά ότι πρέπει, κατ’ αρχήν, να υφίσταται πρόδηλη παραβίαση του εσωτερικού δικαίου (§ 244). Δεύτερον, η εν λόγω παραβίαση πρέπει να αναλυθεί υπό το πρίσμα του αντικειμένου και του σκοπού της απαίτησης περί «δικαστηρίου νομίμως λειτουργούντος», που είναι να διασφαλιστεί ότι η δικαστική εξουσία μπορεί να επιτελέσει την αποστολή της χωρίς καμία αδικαιολόγητη παρέμβαση, κατά τρόπο ώστε να διαφυλάσσονται το κράτος δικαίου και η διάκριση των εξουσιών, και τούτο σημαίνει ότι μόνο οι παραβάσεις των θεμελιωδών κανόνων της διαδικασίας διορισμού των δικαστών –ήτοι εκείνες που θα καθιστούσαν κενό περιεχομένου το δικαίωμα σε «δικαστήριο νομίμως λειτουργούν»– μπορούν να συνεπάγονται προσβολή του εν λόγω δικαιώματος (§ 246 και 247). Τρίτον, το ΕΔΔΑ εκτιμά ότι ο έλεγχος που διενήργησαν, ενδεχομένως, τα εθνικά δικαστήρια όσον αφορά το ζήτημα των έννομων συνεπειών –σε σχέση με τα δικαιώματα που η ΕΣΔΑ εγγυάται σε κάθε φυσικό πρόσωπο– παράβασης των κανόνων του εσωτερικού δικαίου που διέπουν τους διορισμούς δικαστών διαδραματίζει σημαντικό ρόλο προκειμένου να εξακριβωθεί αν η εν λόγω παράβαση συνεπάγεται την προσβολή του δικαιώματος σε «δικαστήριο νομίμως λειτουργούν» (§ 248). Φρονώ ότι είναι σημαντικό να παραλληλιστεί το ως άνω τρίτο στάδιο με όσα εξέθεσα σχετικά με τη σημασία δικαστικού ελέγχου, στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος, του σεβασμού του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη ενώπιον δικαστηρίου που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, το οποίο διασφαλίζεται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη.

( 97 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση του ΕΔΔΑ της 9ης Ιουλίου 2019, Castaño κατά Βελγίου (CE:ECHR:2019:0709JUD000835117).

( 98 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Aranyosi και Căldăraru (σκέψη 89).

( 99 ) Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το Δικαστήριο, «οι δικαστικές αρχές έκδοσης και εκτέλεσης του εντάλματος οφείλουν, προκειμένου να διασφαλίσουν αποτελεσματική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις, να κάνουν πλήρη χρήση των μέσων που προβλέπονται, μεταξύ άλλων, […] στο άρθρο 15 της απόφασης-πλαισίου 2002/584 κατά τρόπον ώστε να προάγεται η αμοιβαία εμπιστοσύνη βάσει της συνεργασίας αυτής»: βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Openbaar Ministerie (Δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος) (σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 100 ) Πρβλ. αποφάσεις AY (Ένταλμα συλλήψεως – Μάρτυρας), και Spetsializirana prokuratura (Έγγραφο δικαιωμάτων).

( 101 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 27ης Μαΐου 2019, PF (Γενικός εισαγγελέας της Λιθουανίας) (C‑509/18, EU:C:2019:457, σκέψη 49).