ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 24ης Μαρτίου 2022 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Κανονισμός (ΕΕ) 2015/848 – Διαδικασίες αφερεγγυότητας – Άρθρο 3, παράγραφος 1 – Διεθνής δικαιοδοσία – Μεταφορά του κέντρου των κύριων συμφερόντων του οφειλέτη σε άλλο κράτος μέλος μετά την υποβολή αιτήσεως ενάρξεως κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας»

Στην υπόθεση C‑723/20,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, Γερμανία) με απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 29 Δεκεμβρίου 2020, στο πλαίσιο της δίκης

Galapagos BidCo. Sàrl

κατά

DE, υπό την ιδιότητα του συνδίκου πτωχεύσεως της Galapagos SA,

Hauck Aufhäuser Fund Services SA,

Prime Capital SA,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους E. Regan, πρόεδρο τμήματος, I. Jarukaitis (εισηγητή), M. Ilešič, Δ. Γρατσία και Z. Csehi, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Richard de la Tour

γραμματέας: Α. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Galapagos BidCo. Sàrl, εκπροσωπούμενη από τον W. Nassall, Rechtsanwalt,

ο DE, υπό την ιδιότητα του συνδίκου πτωχεύσεως της Galapagos SA, εκπροσωπούμενος από τον C. van de Sande, Rechtsanwalt,

η Hauck Aufhäuser Fund Services SA και η Prime Capital SA, εκπροσωπούμενες από τον R. Hall, Rechtsanwalt,

η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους J. Möller, M. Hellmann και U. Bartl,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την S. Grünheid και τον S. Noë,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 2015/848 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας (ΕΕ 2015, L 141, σ. 19).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Galapagos BidCo. Sàrl και, αφετέρου, του DE, υπό την ιδιότητα του συνδίκου πτωχεύσεως της Galapagos SA, της Hauck Aufhäuser Fund Services SA και της Prime Capital SA, σχετικά με αίτηση για την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας στη Γερμανία κατά της Galapagos.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

Η Συμφωνία αποχωρήσεως

3

Το άρθρο 67, παράγραφος 3, της Συμφωνίας για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (ΕΕ 2020, L 29, σ. 7, στο εξής: Συμφωνία αποχωρήσεως) προβλέπει τα εξής:

«Στο Ηνωμένο Βασίλειο [της Μεγάλης Βρετανίας και της Bόρειας Ιρλανδίας], καθώς και στα κράτη μέλη σε περιπτώσεις στις οποίες εμπλέκεται το Ηνωμένο Βασίλειο, οι ακόλουθες διατάξεις εφαρμόζονται ως εξής:

[…]

γ)

ο [κανονισμός 2015/848] εφαρμόζεται σε διαδικασίες αφερεγγυότητας, καθώς και σε αγωγές που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 του εν λόγω κανονισμού, υπό την προϋπόθεση ότι η κύρια διαδικασία άρχισε πριν από τη λήξη της μεταβατικής περιόδου·

[…]».

4

Το άρθρο 126 της Συμφωνίας αποχωρήσεως προβλέπει τα εξής:

«Προβλέπεται μεταβατική περίοδος ή περίοδος υλοποίησης, η ημερομηνία έναρξης της οποίας είναι η ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας συμφωνίας και η ημερομηνία λήξης της η 31η Δεκεμβρίου 2020.»

Ο κανονισμός (ΕΚ) 1346/2000

5

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 1346/2000 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας (ΕΕ 2000, L 160, σ. 1), ο οποίος καταργήθηκε με τον κανονισμό 2015/848, προέβλεπε τα εξής:

«Αρμόδια για την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας είναι τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται το κέντρο των κυρίων συμφερόντων του οφειλέτη. Για τις εταιρείες και τα νομικά πρόσωπα τεκμαίρεται, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, ότι κέντρο των κυρίων συμφερόντων είναι ο τόπος της καταστατικής έδρας.»

Ο κανονισμός 2015/848

6

Οι αιτιολογικές σκέψεις 1, 3, 5, 8, 23, 27, 29, 33 και 65 του κανονισμού 2015/848 αναφέρουν τα εξής:

«(1)

Στις 12 Δεκεμβρίου 2012 η [Ευρωπαϊκή] Επιτροπή ενέκρινε έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του [κανονισμού 1346/2000]. Η έκθεση συμπέρανε ότι ο κανονισμός λειτουργεί ικανοποιητικά σε γενικές γραμμές, αλλά ότι είναι σκόπιμο να βελτιωθεί η εφαρμογή ορισμένων διατάξεών του, προκειμένου να ενισχυθεί η αποτελεσματική διαχείριση των διασυνοριακών διαδικασιών αφερεγγυότητας. Δεδομένου ότι ο κανονισμός έχει ήδη τροποποιηθεί αρκετές φορές και πρόκειται να γίνουν περαιτέρω τροποποιήσεις, θα πρέπει να αναδιατυπωθεί για λόγους σαφήνειας.

[…]

(3)

Η καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς απαιτεί να λειτουργούν αποτελεσματικά και αποδοτικά οι διασυνοριακές διαδικασίες αφερεγγυότητας. […]

[…]

(5)

Για την καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς δεν πρέπει να υπάρχουν κίνητρα για τα μέρη να μεταφέρουν τα περιουσιακά τους στοιχεία ή τις νομικές διαφορές τους από ένα κράτος μέλος σε άλλο επιδιώκοντας να βελτιώσουν τη νομική τους θέση εις βάρος του γενικού συνόλου των πιστωτών (“φόρουμ shopping”).

[…]

(8)

Για να επιτευχθεί ο στόχος της βελτίωσης και της επιτάχυνσης των διαδικασιών αφερεγγυότητας που έχουν διασυνοριακές επιπτώσεις, επιβάλλεται οι διατάξεις για τη δικαιοδοσία, την αναγνώριση και το εφαρμοστέο δίκαιο στον τομέα αυτό να συμπεριληφθούν σε ενωσιακή νομοθετική πράξη δεσμευτική και άμεσα εφαρμόσιμη στα κράτη μέλη.

[…]

(23)

Ο παρών κανονισμός προβλέπει ότι η κύρια διαδικασία αφερεγγυότητας μπορεί να αρχίζει στο κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται το κέντρο των κύριων συμφερόντων του οφειλέτη. Η διαδικασία αυτή είναι γενικής εφαρμογής και αποσκοπεί στο να συμπεριλάβει όλα τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη. […]

[…]

(27)

Πριν την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας, το αρμόδιο δικαστήριο θα πρέπει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως εάν το κέντρο των κύριων συμφερόντων του ή η εγκατάσταση του οφειλέτη βρίσκεται πράγματι εντός της δικαιοδοσίας του.

[…]

(29)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να περιέχει ορισμένες δικλείδες ασφαλείας για την αποτροπή της δόλιας ή καταχρηστικής άγρας δικαστηρίου (φόρουμ shopping).

[…]

(33)

Σε περίπτωση που το δικαστήριο στο οποίο έχει κατατεθεί η αίτηση για την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας διαπιστώνει ότι το κέντρο των κύριων συμφερόντων δεν βρίσκεται στο έδαφός του, δεν θα πρέπει να κηρύσσει την έναρξη κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας.

[…]

(65)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει την άμεση αναγνώριση των αποφάσεων που αφορούν την έναρξη, διεξαγωγή και περάτωση των διαδικασιών αφερεγγυότητας που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του, καθώς και των αποφάσεων που συνδέονται άμεσα με αυτές τις διαδικασίες αφερεγγυότητας. Η αυτόματη αναγνώριση θα πρέπει να συνεπάγεται, κατά συνέπεια, την επέκταση σε άλλα κράτη μέλη των επιπτώσεων της διαδικασίας αυτής σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους έναρξής της. Η αναγνώριση των αποφάσεων των δικαστηρίων των κρατών μελών θα πρέπει να βασίζεται στην αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Για το σκοπό αυτό, οι λόγοι μη αναγνώρισης θα πρέπει να περιορίζονται στους απολύτως αναγκαίους. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, θα πρέπει να επιλύεται η σύγκρουση που προκύπτει στην περίπτωση που οι δικαστικές αρχές δύο κρατών μελών θεωρούν ότι είναι αρμόδιες για την έναρξη της κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας. Θα πρέπει να αναγνωρίζεται σε όλα τα άλλα κράτη μέλη η απόφαση του δικαστηρίου που προβαίνει πρώτο στην έναρξη διαδικασίας, χωρίς να έχουν τα άλλα κράτη μέλη τη δυνατότητα να υποβάλλουν την απόφαση αυτή σε έλεγχο.»

7

Κατά το άρθρο 2, σημείο 7, του κανονισμού αυτού, ως «απόφαση για την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας» νοείται, για τους σκοπούς του οικείου κανονισμού, απόφαση με την οποία κηρύσσεται από οποιοδήποτε δικαστήριο η έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας ή επιβεβαιώνεται η έναρξη της διαδικασίας, και η απόφαση με την οποία το δικαστήριο διορίζει διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

8

Το άρθρο 3 του ως άνω κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Διεθνής δικαιοδοσία», προβλέπει τα εξής:

«1.   Αρμόδια για την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας είναι τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται το κέντρο των κύριων συμφερόντων του οφειλέτη (“κύρια διαδικασία αφερεγγυότητας”). Το “κέντρο των κύριων συμφερόντων” θα πρέπει να αντιστοιχεί στον τόπο όπου ο οφειλέτης ασκεί συνήθως τη διοίκηση των συμφερόντων του και, συνεπώς, είναι τόπος επαληθεύσιμος από τους τρίτους.

Για τις εταιρείες και τα νομικά πρόσωπα τεκμαίρεται, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, ότι κέντρο των κύριων συμφερόντων είναι ο τόπος της καταστατικής έδρας. […]

2.   Όταν το κέντρο των κύριων συμφερόντων του οφειλέτη βρίσκεται σε κράτος μέλος, τα δικαστήρια άλλου κράτους μέλους είναι αρμόδια για την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας, κατ’ αυτού, μόνον εάν έχει εκεί εγκατάσταση. Η διαδικασία αυτή παράγει αποτελέσματα μόνον έναντι των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη που βρίσκονται στο συγκεκριμένο κράτος μέλος.

3.   Όταν έχει αρχίσει διαδικασία αφερεγγυότητας σύμφωνα με την παράγραφο 1, οποιαδήποτε διαδικασία αρχίσει στη συνέχεια σύμφωνα με την παράγραφο 2 αποτελεί δευτερεύουσα διαδικασία αφερεγγυότητας.

[…]»

9

Το άρθρο 4 του ίδιου κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Έλεγχος της δικαιοδοσίας», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Το δικαστήριο που επιλαμβάνεται αιτήσεως για την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας εξετάζει αυτεπαγγέλτως εάν είναι αρμόδιο δυνάμει του άρθρου 3. Η απόφαση η οποία διατάσσει την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας προσδιορίζει τους λόγους στους οποίους θεμελιώνεται η δικαιοδοσία του δικαστηρίου και, ιδίως, εάν η δικαιοδοσία βασίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 ή 2.»

10

Το άρθρο 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/848 προβλέπει τα εξής:

«Η κήρυξη της έναρξης μιας διαδικασίας αφερεγγυότητας από τα κατ’ άρθρο 3 αρμόδια δικαστήρια κράτους μέλους, αναγνωρίζεται στο έδαφος όλων των άλλων κρατών μελών μόλις αρχίσει να παράγει τα αποτελέσματά της στο κράτος έναρξης.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

11

Η Galapagos είναι εταιρία χαρτοφυλακίου με καταστατική έδρα το Λουξεμβούργο. Τον Ιούνιο του 2019, η Galapagos αποφάσισε να μεταφέρει την κεντρική της διοίκηση στο Fareham (Ηνωμένο Βασίλειο). Οι ορισθέντες στις 13 Ιουνίου 2019 σύνδικοι πτωχεύσεώς της ζήτησαν στις 22 Αυγούστου 2019 από το High Court of Justice (England and Wales), Chancery Division (Business and Property Courts, Insolvency and Companies list) [ανώτερο δικαστήριο (Αγγλία και Ουαλία), τμήμα εμπορικών και λοιπών ιδιωτικών διαφορών (υποθέσεις εμπορικού και εμπραγμάτου δικαίου, αφερεγγυότητας και εταιριών), Ηνωμένο Βασίλειο, στο εξής: High Court] την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας. Ωστόσο, την επομένη, οι εν λόγω σύνδικοι πτωχεύσεως παύθηκαν κατόπιν πρωτοβουλίας ομάδας πιστωτών ενεχυρασμένων μετοχών και αντικαταστάθηκαν από νέο σύνδικο πτωχεύσεως. Το εν λόγω πρόσωπο ίδρυσε, για λογαριασμό της Galapagos, γραφείο στο Ντίσελντορφ (Γερμανία) και έδωσε εντολή στους δικηγόρους που εκπροσωπούσαν την εταιρία να παραιτηθούν από την αίτηση περί ενάρξεως διαδικασίας αφερεγγυότητας. Ωστόσο, η παραίτηση αυτή ουδέποτε έλαβε χώρα, διότι ομάδα πιστωτών άσκησε πρόσθετη παρέμβαση στην υποβληθείσα αίτηση. Το High Court δεν είχε ακόμη αποφανθεί επί της αιτήσεως αυτής στις 17 Δεκεμβρίου 2020, ημερομηνία κατά την οποία υποβλήθηκε η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως.

12

Στις 23 Αυγούστου 2019, η Galapagos υπέβαλε άλλη αίτηση για την κίνηση διαδικασίας αφερεγγυότητας ενώπιον του Amtsgericht Düsseldorf (ειρηνοδικείου Ντίσελντορφ, Γερμανία), το οποίο, με διάταξη που εξέδωσε αυθημερόν, διόρισε εκ νέου τον DE ως προσωρινό σύνδικο πτωχεύσεως και διέταξε ασφαλιστικά μέτρα. Εντούτοις, στις 6 Σεπτεμβρίου 2019, το ίδιο δικαστήριο, εκδικάζοντας άμεση προσφυγή υποβληθείσα από πιστωτές, ανακάλεσε τη διάταξή του και απέρριψε ως απαράδεκτη την αίτηση της Galapagos, για τον λόγο ότι δεν είχε διεθνή δικαιοδοσία.

13

Στις 6 Σεπτεμβρίου 2019, η Hauck Aufhäuser Fund Services και η Prime Capital, δύο άλλες δανείστριες εταιρίες της Galapagos, υπέβαλαν στο Amtsgericht Düsseldorf (ειρηνοδικείο Ντίσελντορφ) άλλη αίτηση για την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας. Με διάταξη της 9ης Σεπτεμβρίου 2019, το δικαστήριο αυτό όρισε εκ νέου τον DE ως προσωρινό σύνδικο πτωχεύσεως και διέταξε προσωρινά μέτρα, κρίνοντας ότι το κέντρο των κύριων συμφερόντων της Galapagos βρισκόταν, όταν υποβλήθηκε η αίτηση αυτή, στο Ντίσελντορφ.

14

Η Galapagos BidCo., η οποία είναι συγχρόνως θυγατρική και δανείστρια της Galapagos, άσκησε, υπό την τελευταία αυτή ιδιότητα, άμεση προσφυγή ενώπιον του Landgericht Düsseldorf (πρωτοδικείου Ντίσελντορφ, Γερμανία) ζητώντας την εξαφάνιση της διατάξεως της 9ης Σεπτεμβρίου 2019 και προβάλλοντας ότι το Amtsgericht Düsseldorf (ειρηνοδικείο Ντίσελντορφ) δεν είχε διεθνή δικαιοδοσία, δεδομένου ότι η κεντρική διοίκηση της Galapagos είχε μεταφερθεί στο Fareham τον Ιούνιο του 2019. Κατόπιν της απορρίψεως της εφέσεως αυτής με διάταξη της 30ής Οκτωβρίου 2019, η Galapagos BidCo. προσέφυγε στο Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, Γερμανία), ήτοι στο αιτούν δικαστήριο.

15

Το εν λόγω δικαστήριο εκθέτει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι ορθώς το Amtsgericht Düsseldorf (ειρηνοδικείο Ντίσελντορφ) είχε αναγνωρίσει τη διεθνή δικαιοδοσία του, κρίνοντας ότι το κέντρο των κύριων συμφερόντων της Galapagos βρισκόταν, στις 9 Σεπτεμβρίου 2019, στη Γερμανία. Επιπροσθέτως, το δευτεροβάθμιο αυτό δικαστήριο έκρινε ότι η υποβληθείσα ενώπιον του High Court αίτηση για την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας δεν απέκλειε την εν λόγω δικαιοδοσία, δεδομένου ότι η αρχή κατά την οποία η διεθνής δικαιοδοσία δικαστηρίου δεν μπορεί να αποκλειστεί διά της μεταφοράς, στο χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της αιτήσεως και της ενάρξεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας, του κέντρου των κύριων συμφερόντων σε άλλο κράτος μέλος αφορά, κατά το δικαστήριο αυτό, μόνον τη διατήρηση της δικαιοδοσίας του αρχικώς επιληφθέντος δικαστηρίου και ουδόλως επηρεάζει τη δικαιοδοσία άλλων δικαστηρίων που επελήφθησαν μεταγενέστερα.

16

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η τύχη της αιτήσεως αναιρέσεως που εκκρεμεί ενώπιόν του εξαρτάται από την ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/848. Συγκεκριμένα, πρώτον, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο υπέπεσε, κατά το αιτούν δικαστήριο, σε νομικό σφάλμα καθόσον έκρινε ότι το κέντρο των κύριων συμφερόντων της Galapagos βρισκόταν στη Γερμανία, αν το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού έχει την έννοια ότι εταιρία η οποία έχει την καταστατική της έδρα σε πρώτο κράτος μέλος πρέπει να θεωρείται ότι δεν έχει το κέντρο των κύριων συμφερόντων της σε δεύτερο κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου βρίσκεται η κεντρική της διοίκηση όταν η εταιρία αυτή μετέφερε την κεντρική της διοίκηση από ένα τρίτο κράτος μέλος στο δεύτερο αυτό κράτος μέλος ενώ είχε υποβληθεί προηγουμένως αίτηση για την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας στο τρίτο κράτος μέλος και δεν έχει ακόμη εκδοθεί απόφαση επί της αιτήσεως αυτής.

17

Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 2015/848 προβλέπει ότι το κέντρο των κύριων συμφερόντων θα πρέπει να αντιστοιχεί στον τόπο όπου ο οφειλέτης ασκεί συνήθως τη διοίκηση των συμφερόντων του και, συνεπώς, είναι τόπος επαληθεύσιμος από τους τρίτους. Σημειώνει δε ότι, με τη νομολογία του σχετικά με τον κανονισμό 1346/2000, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι πρέπει να προτιμάται ο δυνάμενος να προσδιορισθεί τόπος της κεντρικής διοικήσεως της οικείας εταιρίας. Επομένως, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι πρέπει να επικυρωθεί η διαπίστωση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ότι η Galapagos είχε το κέντρο των κύριων συμφερόντων της στη Γερμανία στις αρχές Σεπτεμβρίου του 2019.

18

Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν, μετά την αναδιατύπωση του κανονισμού 1346/2000 από τον κανονισμό 2015/848, πρέπει, κατά τον προσδιορισμό του κέντρου των κύριων συμφερόντων οφειλέτριας εταιρίας και προκειμένου να αποτραπεί καταχρηστική συμπεριφορά υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, να επιβληθούν ειδικές απαιτήσεις προκειμένου να θεωρηθεί ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη η μεταφορά του κέντρου των κύριων συμφερόντων σε άλλο κράτος μέλος.

19

Δεύτερον, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο υπέπεσε, κατά το αιτούν δικαστήριο, σε νομικό σφάλμα καθόσον έκρινε ότι η διεθνής δικαιοδοσία των γερμανικών δικαστηρίων απορρέει από το γεγονός ότι το κέντρο των κύριων συμφερόντων της Galapagos βρισκόταν στο γερμανικό έδαφος τον Σεπτέμβριο του 2019, αν το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/848 έχει την έννοια, αφενός, ότι τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται το κέντρο των κύριων συμφερόντων του οφειλέτη κατά τον χρόνο υποβολής αιτήσεως για την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας εξακολουθούν να έχουν διεθνή δικαιοδοσία για την έναρξη της διαδικασίας αυτής οσάκις ο οφειλέτης μεταφέρει το κέντρο των κύριων συμφερόντων του στο έδαφος άλλου κράτους μέλους μετά την υποβολή της επίμαχης αιτήσεως αλλά πριν από την έναρξη της σχετικής διαδικασίας και, αφετέρου, ότι η διατήρηση της διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων ενός κράτους μέλους τα οποία αρχικά επιλήφθηκαν της υποθέσεως αποκλείει τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων άλλου κράτους μέλους επί νέων αιτήσεων για την έναρξη κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας.

20

Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει καταρχάς ότι το Δικαστήριο, με την απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 2006, Staubitz-Schreiber (C‑1/04, EU:C:2006:39), ερμήνευσε το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1346/2000 υπό την έννοια ότι το δικαστήριο του κράτους μέλους στο οποίο βρισκόταν το κέντρο των κύριων συμφερόντων του οφειλέτη κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως για την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας από τον οφειλέτη παραμένει αρμόδιο για την κίνηση της εν λόγω διαδικασίας όταν ο εν λόγω οφειλέτης μετέφερε το κέντρο των κύριων συμφερόντων του στο άλλο κράτος μέλος μετά την υποβολή της σχετικής αιτήσεως, αλλά πριν από την έναρξη της διαδικασίας. Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν, λαμβανομένης υπόψη της αναδιατυπώσεως του κανονισμού αυτού από τον κανονισμό 2015/848, η συγκεκριμένη νομολογία εξακολουθεί να βρίσκει εφαρμογή.

21

Εν συνεχεία, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι τόσο από τον κανονισμό 2015/848 όσο και από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι μπορεί να κινηθεί μία μόνο κύρια διαδικασία αφερεγγυότητας και ότι όλα τα κράτη μέλη δεσμεύονται από την απόφαση περί ενάρξεως της διαδικασίας αυτής, οπότε η διεθνής δικαιοδοσία την οποία προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού θεωρείται αποκλειστική. Πλην όμως, κατά το δικαστήριο αυτό, αν η διατήρηση της δικαιοδοσίας του αρχικώς επιληφθέντος δικαστηρίου δεν απέκλειε τη διεθνή δικαιοδοσία των δικαστηρίων άλλου κράτους μέλους να επιληφθούν νέων αιτήσεων για την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας, ένα τέτοιο δικαστήριο που επελήφθη μεταγενέστερα θα μπορούσε να κινήσει την κύρια διαδικασία αφερεγγυότητας με απόφαση που θα δέσμευε το αρχικώς επιληφθέν δικαστήριο, με αποτέλεσμα το τελευταίο να μην μπορεί πλέον να κινήσει κύρια διαδικασία αφερεγγυότητας, όπερ θα μπορούσε να καταστήσει άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας τη διατήρηση της αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας που απορρέει από το άρθρο 3 του κανονισμού 2015/848 και τη νομολογία του Δικαστηρίου.

22

Τέλος, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως που εκκρεμεί ενώπιόν του, πρέπει να στηριχθεί στην αρχή ότι, κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως για την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας ενώπιον του High Court, η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων του Ηνωμένου Βασιλείου για την έναρξη κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας θεμελιωνόταν βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/848, εφόσον, σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζεται η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, το κέντρο των κύριων συμφερόντων της Galapagos βρισκόταν κατά την ημερομηνία εκείνη στο Ηνωμένο Βασίλειο.

23

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχει το άρθρο 3, παράγραφος 1, του [κανονισμού 2015/848] την έννοια ότι το κέντρο των κύριων συμφερόντων οφειλέτριας εταιρίας με καταστατική έδρα σε κράτος μέλος δεν βρίσκεται σε δεύτερο κράτος μέλος στο οποίο έχει την κεντρική διοίκησή της, όπως αυτός προσδιορίζεται από παράγοντες αντικειμενικούς και επαληθεύσιμους από τρίτους, σε περίπτωση κατά την οποία η οφειλέτρια εταιρία, υπό περιστάσεις όπως αυτές της κύριας δίκης, μετέφερε τον τόπο αυτόν της κεντρικής της διοίκησης από τρίτο κράτος μέλος στο δεύτερο κράτος μέλος, ενόσω είχε κατατεθεί στο τρίτο κράτος μέλος αίτηση για την έναρξη της κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας, χωρίς να έχει εκδοθεί ακόμη απόφαση επ’ αυτής;

2)

Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα, έχει το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/848 την έννοια:

α)

ότι τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου βρίσκεται το κέντρο των κύριων συμφερόντων του οφειλέτη κατά την υποβολή αίτησης για την έναρξη της κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας εξακολουθούν να έχουν διεθνή δικαιοδοσία ως προς την έκδοση απόφασης περί ενάρξεως της εν λόγω διαδικασίας όταν ο οφειλέτης μεταφέρει το κέντρο των κύριων συμφερόντων του στο έδαφος άλλου κράτους μέλους μετά την υποβολή της αίτησης, αλλά πριν από την έκδοση απόφασης περί ενάρξεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας, και

β)

ότι η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων κράτους μέλους που εξακολουθεί να υφίσταται κατά τα ανωτέρω αποκλείει τη διεθνή δικαιοδοσία των δικαστηρίων άλλου κράτους μέλους σχετικά με νέες αιτήσεις για την έναρξη της κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας οι οποίες κατατίθενται ενώπιον δικαστηρίου άλλου κράτους μέλους μετά τη μεταφορά του κέντρου των κύριων συμφερόντων του οφειλέτη σε αυτό το κράτος μέλος;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του δευτέρου ερωτήματος

24

Με το δεύτερο ερώτημά του, το οποίο πρέπει να εξεταστεί πρώτο κατά σειρά, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/848 έχει την έννοια ότι το δικαστήριο κράτους μέλους που έχει επιληφθεί αιτήσεως για την έναρξη κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας διατηρεί αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία για την έναρξη τέτοιας διαδικασίας όταν το κέντρο των κύριων συμφερόντων του οφειλέτη μεταφέρεται σε άλλο κράτος μέλος μετά την υποβολή της σχετικής αιτήσεως, αλλά πριν το εν λόγω δικαστήριο αποφανθεί επ’ αυτής.

25

Καταρχάς, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο δεν ερωτάται σχετικά με τον χαρακτηρισμό ή τις συνέπειες, για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/848, της μεταφοράς του κέντρου των κύριων συμφερόντων ενός οφειλέτη πριν από την υποβολή της πρώτης αιτήσεως για την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας η οποία είχε λάβει χώρα σε χρόνο εγγύς της υποβολής της αιτήσεως. Πράγματι, το αιτούν δικαστήριο σημείωσε, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 22 της παρούσας αποφάσεως, ότι πρέπει, κατ’ ουσίαν, για δικονομικούς λόγους, να στηριχθεί στην αρχή ότι, κατά την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως περί ενάρξεως διαδικασίας αφερεγγυότητας κατά της Galapagos ενώπιον του High Court, το κέντρο των κύριων συμφερόντων της εν λόγω εταιρίας βρισκόταν στο Ηνωμένο Βασίλειο.

26

Δεδομένου ότι το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, στο πλαίσιο του ερωτήματος αυτού, ειδικότερα ως προς το αν η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1346/2000 και, πιο συγκεκριμένα, η ερμηνεία του κανονισμού αυτού στην οποία προέβη το Δικαστήριο με την απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 2006, Staubitz-Schreiber (C‑1/04, EU:C:2006:39), είναι κρίσιμες για την ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/848, διαπιστώνεται καταρχάς ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 1 του τελευταίου αυτού κανονισμού, αυτός εκκινεί από μια συνολική αναδιατύπωση του κανονισμού 1346/2000, ο οποίος είχε τροποποιηθεί επανειλημμένως. Όπως ακριβώς ίσχυε και με τον κανονισμό 1346/2000, σκοπός του κανονισμού 2015/848 είναι, μεταξύ άλλων, όπως προκύπτει από την αιτιολογική του σκέψη 8, η βελτίωση και η επιτάχυνση των διαδικασιών αφερεγγυότητας που έχουν διασυνοριακά αποτελέσματα, μέσω της θεσπίσεως μιας ενωσιακής νομοθετικής πράξεως συμπεριλαμβάνουσας διατάξεις για τη δικαιοδοσία, την αναγνώριση και το εφαρμοστέο δίκαιο στον τομέα αυτόν.

27

Επιπλέον, όπως ακριβώς και ο κανονισμός 1346/2000, ο κανονισμός 2015/848 επιδιώκει, μεταξύ άλλων, τον σκοπό που εκτίθεται στην αιτιολογική του σκέψη 5, και ο οποίος συνίσταται στο να αποφευχθεί, προκειμένου να διασφαλιστεί η καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, η ύπαρξη κινήτρων για τα μέρη να μεταφέρουν τα περιουσιακά τους στοιχεία ή τις νομικές διαφορές τους από ένα κράτος μέλος σε άλλο επιδιώκοντας να βελτιώσουν τη νομική τους θέση εις βάρος του γενικού συνόλου των πιστωτών (forum shopping). Προς τον σκοπό αυτόν, ο εν λόγω κανονισμός επιδιώκει ιδίως, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 29, τη θέσπιση εγγυήσεων για την αποτροπή της δόλιας ή καταχρηστικής άγρας του πλέον ευνοϊκού δικαστηρίου.

28

Αφετέρου, το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/848 προβλέπει, όπως και το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1346/2000, ότι αρμόδια για την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας είναι τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται το κέντρο των κύριων συμφερόντων του οφειλέτη.

29

Κατά συνέπεια, η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την ερμηνεία των κανόνων που θεσπίζει ο κανονισμός 1346/2000 όσον αφορά τη διεθνή δικαιοδοσία παραμένει κρίσιμη για την ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/848 (πρβλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Novo Banco, C‑253/19, EU:C:2020:585, σκέψη 20).

30

Ως εκ τούτου, διαπιστώνεται ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/848 απονέμει, για την έναρξη κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας, αποκλειστική δικαιοδοσία στα δικαστήρια του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου ο οφειλέτης έχει το κέντρο των κύριων συμφερόντων του (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 15ης Δεκεμβρίου 2011, Rastelli Davide και C., C‑191/10, EU:C:2011:838, σκέψη 27, και της 14ης Νοεμβρίου 2018, Wiemer & Trachte, C‑296/17, EU:C:2018:902, σκέψη 23).

31

Επιπλέον, όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, το Δικαστήριο έκρινε, με την απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 2006, Staubitz-Schreiber (C‑1/04, EU:C:2006:39), ότι το δικαστήριο του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται το κέντρο των κύριων συμφερόντων του οφειλέτη κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως για την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας από τον οφειλέτη παραμένει αρμόδιο για την έναρξη της εν λόγω διαδικασίας όταν ο οφειλέτης μεταφέρει το κέντρο των κύριων συμφερόντων του στο έδαφος άλλου κράτους μέλους μετά την υποβολή της αιτήσεως, αλλά πριν από την έναρξη της σχετικής διαδικασίας.

32

Συναφώς, το Δικαστήριο υπενθύμισε, μεταξύ άλλων, στη σκέψη 25 της ως άνω αποφάσεως, τον σκοπό του κανονισμού 1346/2000, ο οποίος ταυτίζεται με τον σκοπό που πλέον επιδιώκει ο κανονισμός 2015/848, και ο οποίος συνίσταται στο να μην υπάρχουν κίνητρα για τα μέρη να μεταφέρουν τα περιουσιακά στοιχεία τους ή τις ένδικες διαδικασίες από ένα κράτος μέλος σε άλλο προκειμένου να βελτιωθεί η νομική τους θέση, και έκρινε ότι ο σκοπός αυτός δεν θα επιτυγχανόταν αν ο οφειλέτης μπορούσε να μεταφέρει το κέντρο των κύριων συμφερόντων του σε άλλο κράτος μέλος στο χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την υποβολή της αιτήσεως ενάρξεως διαδικασίας αφερεγγυότητας έως την έκδοση αποφάσεως ενάρξεως της σχετικής διαδικασίας, καθορίζοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, το αρμόδιο δικαστήριο καθώς και το εφαρμοστέο δίκαιο. Το Δικαστήριο επισήμανε, στη σκέψη 26 της προαναφερθείσας αποφάσεως, ότι μια τέτοια μεταφορά δικαιοδοσίας θα αντέβαινε επίσης προς τον δηλούμενο πλέον στις αιτιολογικές σκέψεις 3 και 8 του κανονισμού 2015/848 σκοπό της αποτελεσματικής, βελτιωμένης και ταχύτερης λειτουργίας των διασυνοριακών διαδικασιών, καθόσον θα εξανάγκαζε τους πιστωτές σε συνεχή δίωξη του οφειλέτη, οπουδήποτε εκείνος θα έκρινε σκόπιμο να εγκατασταθεί οριστικά ή μη, με πιθανή πρακτική συνέπεια τη διαιώνιση της διαδικασίας.

33

Όσον αφορά το κατά πόσον η διατήρηση της δικαιοδοσίας του αρχικώς επιληφθέντος δικαστηρίου κράτους μέλους έχει ως αποτέλεσμα να αποκλείεται η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων άλλου κράτους μέλους να επιληφθούν νέων αιτήσεων για την έναρξη κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας, διαπιστώνεται, καταρχάς, ότι από το άρθρο 3 του κανονισμού 2015/848 προκύπτει ότι μπορεί να κινηθεί μόνο μία κύρια διαδικασία και ότι η διαδικασία αυτή παράγει τα αποτελέσματά της σε όλα τα κράτη μέλη στα οποία έχει εφαρμογή ο κανονισμός (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 2ας Μαΐου 2006, Eurofood IFSC, C‑341/04, EU:C:2006:281, σκέψη 52).

34

Εν συνεχεία, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/848, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψεως 27, στο δικαστήριο κράτους μέλους που επιλαμβάνεται αιτήσεως για την έναρξη κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας εναπόκειται να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν έχει διεθνή δικαιοδοσία και, προς τον σκοπό αυτόν, να εξακριβώσει αν το κέντρο των κύριων συμφερόντων του οφειλέτη, κατά την έννοια του άρθρου 3 του κανονισμού αυτού, βρίσκεται στο εν λόγω κράτος μέλος (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 2ας Μαΐου 2006, Eurofood IFSC, C‑341/04, EU:C:2006:281, σκέψη 41). Εξάλλου, η αιτιολογική σκέψη 33 του κανονισμού 2015/848 αναφέρει ότι, όταν δικαστήριο στο οποίο έχει κατατεθεί η αίτηση για την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας διαπιστώνει ότι το κέντρο των κύριων συμφερόντων δεν βρίσκεται στο έδαφός του, δεν θα πρέπει να κηρύσσει την έναρξη κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας.

35

Τέλος, δυνάμει του άρθρου 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/848, η κήρυξη της έναρξης μιας διαδικασίας αφερεγγυότητας από τα κατ’ άρθρο 3 αρμόδια δικαστήρια κράτους μέλους αναγνωρίζεται στο έδαφος όλων των άλλων κρατών μελών μόλις αρχίσει να παράγει τα αποτελέσματά της στο κράτος έναρξης. Η αναγνώριση αυτή βασίζεται, όπως αναφέρει και η αιτιολογική σκέψη 65 του ίδιου κανονισμού, στην αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, η οποία απαιτεί τα δικαστήρια των άλλων κρατών μελών να αναγνωρίζουν την απόφαση περί κινήσεως κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας, χωρίς να δύνανται να ελέγχουν την εκ μέρους του πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου εκτίμηση ως προς την αρμοδιότητά του (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 2ας Μαΐου 2006, Eurofood IFSC, C‑341/04, EU:C:2006:281, σκέψη 42).

36

Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι το δικαστήριο κράτους μέλους που έχει επιληφθεί αιτήσεως για την έναρξη κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας διατηρεί αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία για την έναρξη τέτοιας διαδικασίας όταν το κέντρο των κύριων συμφερόντων του οφειλέτη μεταφέρεται σε άλλο κράτος μέλος μετά την υποβολή της σχετικής αιτήσεως αλλά πριν το εν λόγω δικαστήριο αποφανθεί επ’ αυτής, και ότι, κατά συνέπεια, όταν μια αίτηση υποβάλλεται μεταγενέστερα με τον ίδιο σκοπό ενώπιον δικαστηρίου άλλου κράτους μέλους, το δικαστήριο αυτό δεν μπορεί, καταρχήν, να κρίνει ότι έχει δικαιοδοσία για την έναρξη τέτοιας διαδικασίας εφόσον το πρώτο δικαστήριο δεν έχει αποφανθεί και κρίνει ότι στερείται διεθνούς δικαιοδοσίας.

37

Στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεν φαίνεται να αμφισβητείται ότι, πριν επιληφθεί σχετικώς το Amtsgericht Düsseldorf (ειρηνοδικείο Ντίσελντορφ), είχε υποβληθεί ενώπιον του High Court αίτηση για την έναρξη κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας κατά της Galapagos. Επομένως, προκειμένου να εκτιμήσει το κύρος της αποφάσεως του Amtsgericht Düsseldorf (ειρηνοδικείου Ντίσελντορφ) περί αναγνωρίσεως της διεθνούς δικαιοδοσίας του, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να συνεκτιμήσει τα αποτελέσματα που παρήγαγε η υποβολή της αιτήσεως αυτής ενώπιον του High Court, λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων που διατυπώνονται στην παρούσα απόφαση.

38

Τούτου δοθέντος, πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι, κατά το άρθρο 67, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της Συμφωνίας αποχωρήσεως, ο κανονισμός 2015/848 εφαρμόζεται στο Ηνωμένο Βασίλειο καθώς και στα κράτη μέλη σε περιπτώσεις στις οποίες εμπλέκεται το Ηνωμένο Βασίλειο στις διαδικασίες αφερεγγυότητας, υπό την προϋπόθεση ότι η κύρια διαδικασία κινήθηκε πριν από τη λήξη της μεταβατικής περιόδου του άρθρου 126 της εν λόγω Συμφωνίας.

39

Κατά συνέπεια, αν γίνει δεκτό εν προκειμένω ότι κατά την ημερομηνία λήξεως της μεταβατικής αυτής περιόδου, ήτοι στις 31 Δεκεμβρίου 2020, το High Court δεν είχε ακόμη αποφανθεί επί της αιτήσεως για την κίνηση κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας, πρέπει να θεωρηθεί ότι ο κανονισμός 2015/848 δεν απαιτεί πλέον δικαστήριο κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου βρίσκεται το κέντρο των κύριων συμφερόντων της Galapagos να απέχει, λόγω της υποβολής της αιτήσεως αυτής, από το να κρίνει ότι είναι αρμόδιο για την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

40

Κατόπιν του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/848 έχει την έννοια ότι το δικαστήριο κράτους μέλους το οποίο έχει επιληφθεί αιτήσεως για την έναρξη κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας διατηρεί αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία για την έναρξη τέτοιας διαδικασίας όταν το κέντρο των κύριων συμφερόντων του οφειλέτη μεταφέρεται σε άλλο κράτος μέλος μετά την υποβολή της σχετικής αιτήσεως αλλά πριν το εν λόγω δικαστήριο αποφανθεί επ’ αυτής. Κατά συνέπεια, και εφόσον ο ως άνω κανονισμός εξακολουθεί να έχει εφαρμογή επί της εν λόγω αιτήσεως, το δικαστήριο άλλου κράτους μέλους που επελήφθη μεταγενέστερα αιτήσεως υποβληθείσας προς τον ίδιο σκοπό δεν μπορεί, καταρχήν, να κρίνει ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία για την έναρξη κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας, εφόσον το πρώτο δικαστήριο δεν έχει ακόμη αποφανθεί ότι στερείται διεθνούς δικαιοδοσίας.

Επί του πρώτου ερωτήματος

41

Με το πρώτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν, κατ’ ορθή ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/848, μπορεί να θεωρηθεί ότι το κέντρο των κύριων συμφερόντων του οφειλέτη βρίσκεται στο κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η κεντρική του διοίκηση, ενώ αυτή μεταφέρθηκε από άλλο κράτος μέλος μετά την υποβολή στο τελευταίο αυτό κράτος, αιτήσεως για την έναρξη κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας και δεν έχει ακόμη εκδοθεί απόφαση επί της αιτήσεως αυτής.

42

Πλην όμως, από την απάντηση που δόθηκε στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα προκύπτει ότι το δικαστήριο κράτους μέλους που επιλαμβάνεται αιτήσεως για την έναρξη κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας δεν οφείλει, υπό παρόμοιες περιστάσεις, να εξετάσει αν το κέντρο των κύριων συμφερόντων του οφειλέτη βρίσκεται στο οικείο κράτος μέλος.

43

Υπό τις συνθήκες αυτές, παρέλκει η απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα.

Επί των δικαστικών εξόδων

44

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σε αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφασίζει:

 

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 2015/848 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας, έχει την έννοια ότι το δικαστήριο κράτους μέλους το οποίο έχει επιληφθεί αιτήσεως για την έναρξη κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας διατηρεί αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία για την έναρξη τέτοιας διαδικασίας όταν το κέντρο των κύριων συμφερόντων του οφειλέτη μεταφέρεται σε άλλο κράτος μέλος μετά την υποβολή της σχετικής αιτήσεως αλλά πριν το εν λόγω δικαστήριο αποφανθεί επ’ αυτής. Κατά συνέπεια, και εφόσον ο ως άνω κανονισμός εξακολουθεί να έχει εφαρμογή επί της εν λόγω αιτήσεως, το δικαστήριο άλλου κράτους μέλους που επελήφθη μεταγενέστερα αιτήσεως υποβληθείσας προς τον ίδιο σκοπό δεν μπορεί, καταρχήν, να κρίνει ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία για την έναρξη κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας, εφόσον το πρώτο δικαστήριο δεν έχει ακόμη αποφανθεί ότι στερείται διεθνούς δικαιοδοσίας.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.