Υπόθεση C-568/20

London Steam-Ship Owners’ Mutual Insurance Association Limited

κατά

Kingdom of Spain

[αίτηση του High Court of Justice (England & Wales), Queen’s Bench Division
(Commercial Court) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 20ής Ιουνίου 2022

«Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις – Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 – Aναγνώριση απόφασης που εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος – Λόγοι άρνησης αναγνώρισης – Άρθρο 34, σημείο 3 – Απόφαση ασυμβίβαστη με απόφαση που εκδόθηκε προγενέστερα μεταξύ των ιδίων διαδίκων στο κράτος μέλος αναγνώρισης – Προϋποθέσεις – Τήρηση, από την απόφαση που εκδόθηκε προγενέστερα και επαναλαμβάνει το περιεχόμενο διαιτητικής απόφασης, των διατάξεων και των βασικών σκοπών του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 – Άρθρο 34, σημείο 1 – Αναγνώριση που αντίκειται προφανώς στη δημόσια τάξη του κράτους μέλους αναγνώρισης – Προϋποθέσεις»

  1. Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Διεθνής δικαιοδοσία και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις – Κανονισμός 44/2001 – Πεδίο εφαρμογής – Εξαιρούμενες υποθέσεις – Διαιτησία – Αναγνώριση και εκτέλεση διαιτητικής απόφασης από εθνικό δικαστήριο – Απόφαση που επαναλαμβάνει το περιεχόμενο διαιτητικής απόφασης – Ζήτημα που διέπεται από το ισχύον εθνικό και διεθνές δίκαιο – Εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής

    (Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, άρθρο 1 § 4· κανονισμός 44/2001 του Συμβουλίου, άρθρο 1 § 2, στοιχείο δʹ)

    (βλ. σκέψεις 43-45, 47)

  2. Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Διεθνής δικαιοδοσία και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις – Κανονισμός 44/2001 – Αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων – Έννοια του όρου απόφαση – Απόφαση που επαναλαμβάνει το περιεχόμενο διαιτητικής απόφασης – Εμπίπτει – Προϋποθέσεις – Έλεγχος της τήρησης των διατάξεων και των βασικών σκοπών του κανονισμού 44/2001 – Δεν υφίσταται – Απόφαση που δεν μπορεί να εμποδίσει την αναγνώριση απόφασης προερχόμενης από άλλο κράτος μέλος

    (Κανονισμός 44/2001 του Συμβουλίου, αιτιολογική σκέψη 16 και άρθρα 27, 32 και 34, σημείο 3)

    (βλ. σκέψεις 48-50, 53-57, 71-73, διατακτ. 1)

  3. Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Διεθνής δικαιοδοσία και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις – Κανονισμός 44/2001 – Διεθνής δικαιοδοσία σε υποθέσεις ασφαλίσεων – Σκοποί – Προστασία του ασθενέστερου μέρους

    (Κανονισμός 44/2001 του Συμβουλίου, άρθρο 34, σημείο 3)

    (βλ. σκέψεις 59-62)

  4. Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Διεθνής δικαιοδοσία και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις – Κανονισμός 44/2001 – Εκκρεμοδικία – Αγωγές με το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία μεταξύ των ίδιων διαδίκων – Υποχρέωση του δικαστηρίου που επελήφθη δεύτερο να διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του – Προϋποθέσεις

    (Κανονισμός 44/2001 του Συμβουλίου, άρθρο 27)

    (βλ. σκέψεις 64, 68, 69)

  5. Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Διεθνής δικαιοδοσία και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις – Κανονισμός 44/2001 – Αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων – Λόγοι άρνησης – Προσβολή της δημόσιας τάξης του κράτους αναγνώρισης ή εκτέλεσης – Έννοια – Δεδικασμένο που απορρέει από προγενεστέρως εκδοθείσα απόφαση – Απόφαση που επαναλαμβάνει το περιεχόμενο διαιτητικής απόφασης – Αδυναμία εφαρμογής του άρθρου 34, σημείο 3, του κανονισμού 44/2001 ως προς την απόφαση αυτή – Δεν εμπίπτει

    (Κανονισμός 44/2001 του Συμβουλίου, άρθρο 34, σημεία 1 και 3)

    (βλ. σκέψεις 77-80, διατακτ. 2)

Σύνοψη

Μετά το ναυάγιο, τον Νοέμβριο του 2002, του πετρελαιοφόρου Prestige στα ανοιχτά των ισπανικών ακτών, που προκάλεσε σημαντικές περιβαλλοντικές ζημίες, κινήθηκε ποινική διαδικασία στην Ισπανία εις βάρος, μεταξύ άλλων, του πλοιάρχου του Prestige.

Στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας, διάφορα νομικά πρόσωπα, μεταξύ των οποίων και το Ισπανικό Δημόσιο, ήγειραν αστικές αξιώσεις κατά του πλοιάρχου και των πλοιοκτητών του Prestige και κατά του London P&I Club, ασφαλιστή της ευθύνης του πλοίου και των πλοιοκτητών. Άπαντες οι ως άνω εναγόμενοι κρίθηκαν αστικώς υπεύθυνοι από τα ισπανικά δικαστήρια. Με διαταγή εκτέλεσης της 1ης Μαρτίου 2019, το Audiencia Provincial de A Coruña (εφετείο Α Κορούνια, Ισπανία) καθόρισε τα ποσά που δικαιούνταν να απαιτήσει κάθε ενάγων, μεταξύ των οποίων και το Ισπανικό Δημόσιο, από τους αντίστοιχους εναγομένους.

Σε χρόνο μεταγενέστερο της άσκησης των εν λόγω αστικών αγωγών ενώπιον των ισπανικών δικαστηρίων, το London P&I Club κίνησε διαιτητική δίκη στο Ηνωμένο Βασίλειο, με αίτημα να διαπιστωθεί ότι, κατ’ εφαρμογήν της ρήτρας διαιτησίας που περιλαμβανόταν στη σύμβαση ασφάλισης την οποία είχε συνάψει το ίδιο με τους πλοιοκτήτες του Prestige, το Βασίλειο της Ισπανίας όφειλε να προβάλει τις αξιώσεις του στο πλαίσιο της διαιτησίας αυτής και όχι στην Ισπανία, καθώς και ότι εν πάση περιπτώσει δεν ευθυνόταν ως ασφαλιστής έναντι του Βασιλείου της Ισπανίας. Ειδικότερα, η σύμβαση ασφάλισης όριζε ότι, βάσει της ρήτρας «pay to be paid» (πληρώνω για να πληρωθώ), ο ασφαλισμένος πρέπει προηγουμένως να καταβάλει στον ζημιωθέντα την οφειλόμενη αποζημίωση πριν μπορέσει να ανακτήσει το ποσό της από τον ασφαλιστή. Το διαιτητικό δικαστήριο δέχθηκε το αίτημα αυτό, εκτιμώντας ότι εφαρμοστέο στη σύμβαση ήταν το αγγλικό δίκαιο. Κατόπιν προσφυγής που άσκησε ενώπιόν του το London P&I Club βάσει του εθνικού νόμου περί διαιτησίας ( 1 ), το High Court of Justice ( 2 ), στις 22 Οκτωβρίου 2013, επέτρεψε την εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης στην ημεδαπή και την ίδια ημέρα εξέδωσε απόφαση που επαναλάμβανε το περιεχόμενο της διαιτητικής απόφασης. Η έφεση που άσκησε το Βασίλειο της Ισπανίας κατά της ως άνω άδειας εκτέλεσης απορρίφθηκε.

Εν συνεχεία, το Βασίλειο της Ισπανίας ζήτησε και εξασφάλισε την αναγνώριση στο Ηνωμένο Βασίλειο, βάσει του άρθρου 33 του κανονισμού 44/2001 ( 3 ), της από 1ης Μαρτίου 2019 διαταγής εκτέλεσης του Εφετείου Α Κορούνια. Το London P&I Club άσκησε όμως ένδικο μέσο κατά της αναγνώρισης αυτής ενώπιον του High Court of Justice.

Το Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου υποβλήθηκε αίτηση προδικαστικής αποφάσεως από το High Court of Justice, αποσαφηνίζει μεταξύ άλλων τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες απόφαση δικαστηρίου κράτους μέλους που επαναλαμβάνει το περιεχόμενο διαιτητικής απόφασης μπορεί να συνιστά απόφαση κατά την έννοια του άρθρου 34, σημείο 3, του κανονισμού 44/2001 ( 4 ), ικανή να εμποδίσει, στο κράτος μέλος αυτό, την αναγνώριση απόφασης εκδοθείσας από δικαστήριο άλλου κράτους μέλους.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Το Δικαστήριο κρίνει ότι απόφαση που επαναλαμβάνει το περιεχόμενο διαιτητικής απόφασης εμπίπτει στην εξαίρεση της διαιτησίας την οποία προβλέπει ο κανονισμός 44/2001 ( 5 ) και δεν μπορεί να τύχει της αμοιβαίας αναγνώρισης μεταξύ των κρατών μελών και να κυκλοφορήσει εντός του δικαστικού χώρου της Ένωσης σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω κανονισμού.

Πάντως, μια τέτοια δικαστική απόφαση δύναται να θεωρηθεί ως απόφαση κατά την έννοια του άρθρου 34, σημείο 3, του ίδιου κανονισμού, δυνάμενη να εμποδίσει, στο κράτος μέλος έκδοσής της, την αναγνώριση απόφασης εκδοθείσας από δικαστήριο άλλου κράτους μέλους, αν είναι ασυμβίβαστη με την ως άνω δικαστική απόφαση. Ειδικότερα, η έννοια του όρου «απόφαση» ορίζεται στον κανονισμό 44/2001 κατά τρόπο ευρύ. Εξάλλου, το άρθρο 34, σημείο 3, του εν λόγω κανονισμού επιδιώκει ειδικό σκοπό, δηλαδή να προστατεύσει την της ακεραιότητα της εσωτερικής έννομης τάξης κράτους μέλους και να εξασφαλίσει ότι η κοινωνική του ειρήνη δεν διαταράσσεται από την υποχρέωση αναγνώρισης μιας απόφασης προερχόμενης από άλλο κράτος μέλος η οποία είναι ασυμβίβαστη με απόφαση που έχει εκδοθεί μεταξύ των ίδιων διαδίκων από τα δικά του δικαστήρια.

Εντούτοις, δεν ισχύει το ίδιο στην περίπτωση που η διαιτητική απόφαση της οποίας το περιεχόμενο επαναλαμβάνει η εν λόγω δικαστική απόφαση έχει εκδοθεί υπό συνθήκες που δεν θα επέτρεπαν την έκδοση, τηρουμένων των διατάξεων και των βασικών σκοπών του κανονισμού 44/2001, δικαστικής απόφασης εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής του.

Ειδικότερα, το σύνολο των σκοπών τους οποίους επιδιώκει ο εν λόγω κανονισμός αντικατοπτρίζεται στις αρχές στις οποίες στηρίζεται η δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις εντός της Ένωσης, μεταξύ των οποίων η ασφάλεια δικαίου για τους διαδίκους, η ορθή απονομή της δικαιοσύνης, η ελαχιστοποίηση του κινδύνου παράλληλης εκδικάσεως μιας υποθέσεως και η αμοιβαία εμπιστοσύνη στην απονομή της δικαιοσύνης. Εξάλλου, η αμοιβαία εμπιστοσύνη στην απονομή της δικαιοσύνης εντός της Ένωσης, στην οποία στηρίζονται οι κανόνες που προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός όσον αφορά την αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων, δεν εκτείνεται στις αποφάσεις που λαμβάνονται από διαιτητικά δικαστήρια ούτε στις δικαστικές αποφάσεις που επαναλαμβάνουν το περιεχόμενό τους.

Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι το περιεχόμενο της επίμαχης στην κύρια δίκη διαιτητικής απόφασης δεν θα μπορούσε να είχε αποτελέσει αντικείμενο δικαστικής απόφασης εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 44/2001 χωρίς να παραβιαστούν δύο θεμελιώδεις κανόνες του εν λόγω κανονισμού που αφορούν το σχετικό αποτέλεσμα μιας ρήτρας διαιτησίας περιλαμβανόμενης σε σύμβαση ασφάλισης και την εκκρεμοδικία.

Όσον αφορά το σχετικό αποτέλεσμα μιας περιλαμβανόμενης σε σύμβαση ασφάλισης ρήτρας διαιτησίας, ρήτρα παρέκτασης διεθνούς δικαιοδοσίας συνομολογηθείσα μεταξύ ασφαλιστή και λήπτη της ασφάλισης δεν είναι αντιτάξιμη έναντι του ζημιωθέντος από ζημία καλυπτόμενη από την ασφάλιση ο οποίος επιθυμεί να εναγάγει απευθείας τον ασφαλιστή, επικαλούμενος ευθύνη εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός ή ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου κατοικίας του ζημιωθέντος. Κατά συνέπεια, δικαστήριο διαφορετικό από εκείνο που έχει επιληφθεί της ευθείας αγωγής δεν μπορεί να κρίνει εαυτό αρμόδιο βάσει μιας τέτοιας ρήτρας διαιτησίας, τούτο δε προς διασφάλιση του σκοπού που επιδιώκεται από τον κανονισμό 44/2001, ήτοι της προστασίας των ζημιωθέντων έναντι του οικείου ασφαλιστή. Πλην όμως ο σκοπός αυτός θα διακυβευόταν αν μια δικαστική απόφαση που επαναλαμβάνει το περιεχόμενο διαιτητικής απόφασης με την οποία διαιτητικό δικαστήριο έκρινε εαυτό αρμόδιο επί τη βάσει μιας τέτοιας ρήτρας διαιτησίας μπορούσε να θεωρηθεί ως «απόφαση που έχει εκδοθεί μεταξύ των ιδίων διαδίκων στο κράτος αναγνωρίσεως», κατά την έννοια του άρθρου 34, σημείο 3, του εν λόγω κανονισμού.

Όσον αφορά την εκκρεμοδικία, οι περιστάσεις που χαρακτηρίζουν τις δύο διαδικασίες της κύριας δίκης, στην Ισπανία και στο Ηνωμένο Βασίλειο, αντιστοιχούν ακριβώς στην περίπτωση κατά την οποία κάθε δικαστήριο εκτός εκείνου που επελήφθη πρώτο οφείλει να αναστείλει αυτεπαγγέλτως τη διαδικασία μέχρις ότου διαπιστωθεί η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου που επελήφθη πρώτο, κατόπιν, όταν διαπιστωθεί η εν λόγω διεθνής δικαιοδοσία, οφείλει να διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του υπέρ του πρώτου δικαστηρίου ( 6 ). Ειδικότερα, κατά την ημερομηνία έναρξης της διαιτητικής δίκης, εκκρεμούσε ήδη δίκη ενώπιον των ισπανικών δικαστηρίων. Η δίκη αυτή αφορούσε τους ίδιους διαδίκους, ήτοι, μεταξύ άλλων, το Ισπανικό Δημόσιο και το London P&I Club, οι δε ασκηθείσες ενώπιον των ισπανικών δικαστηρίων αστικές αγωγές είχαν ήδη κοινοποιηθεί στο London P&I Club. Επιπλέον, οι διαδικασίες αυτές έχουν το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία, δηλαδή την ενδεχόμενη θεμελίωση ευθύνης του London P&I Club έναντι του ισπανικού Δημοσίου. Το Δικαστήριο κρίνει επομένως ότι εναπόκειται στο δικαστήριο ενώπιον του οποίου έχει ασκηθεί ένδικο βοήθημα με αίτημα να εκδώσει απόφαση που επαναλαμβάνει το περιεχόμενο διαιτητικής απόφασης να ελέγξει κατά πόσον έχουν τηρηθεί οι διατάξεις και οι βασικοί σκοποί του κανονισμού 44/2001 προκειμένου να αποτρέψει το ενδεχόμενο παράκαμψής τους. Το να ολοκληρώνεται διαιτητική διαδικασία που παραβιάζει το σχετικό αποτέλεσμα που έχει μια περιλαμβανόμενη σε σύμβαση ασφάλισης ρήτρα διαιτησίας και τους περί εκκρεμοδικίας κανόνες συνιστά μια τέτοια παράκαμψη. Δεδομένου όμως ότι τέτοιος έλεγχος δεν έλαβε χώρα ενώπιον των επιληφθέντων δικαστηρίων του Ηνωμένου Βασιλείου, η απόφαση που επαναλαμβάνει το περιεχόμενο της διαιτητικής απόφασης δεν μπορεί, στη διαφορά της κύριας δίκης, να εμποδίσει την αναγνώριση απόφασης προερχόμενης από άλλο κράτος μέλος.

Στο Δικαστήριο είχε υποβληθεί περαιτέρω ερώτημα σχετικά με το ζήτημα αν, εναλλακτικώς, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, η αναγνώριση στο Ηνωμένο Βασίλειο της από 1ης Μαρτίου 2019 διαταγής εκτέλεσης του Εφετείου Α Κορούνια θα μπορούσε να προσκρούει στο άρθρο 34, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001 ( 7 ). Το Δικαστήριο κρίνει ότι η διάταξη αυτή δεν παρέχει τη δυνατότητα να αντιταχθεί άρνηση αναγνώρισης ή εκτέλεσης απόφασης προερχόμενης από άλλο κράτος μέλος λόγω αντίθεσης προς τη δημόσια τάξη, με την αιτιολογία ότι η εν λόγω αλλοδαπή απόφαση προσβάλλει το δεδικασμένο το οποίο απορρέει από δικαστική απόφαση που επαναλαμβάνει το περιεχόμενο διαιτητικής απόφασης. Ειδικότερα, ο νομοθέτης της Ένωσης ρύθμισε εξαντλητικώς το ζήτημα του δεδικασμένου που απορρέει από προγενεστέρως εκδοθείσα απόφαση μέσω του άρθρου 34, σημεία 3 και 4, του εν λόγω κανονισμού.


( 1 ) Arbitration Act 1996 (νόμος του 1996 περί διαιτησίας).

( 2 ) High Court of Justice (England & Wales), Queen’s Bench Division (Commercial Court) [ανώτερο δικαστήριο (Αγγλία και Ουαλία), τμήμα αστικών, εμπορικών και διοικητικών διαφορών (εμπορικές διαφορές), Ηνωμένο Βασίλειο], (στο εξής: High Court of Justice).

( 3 ) Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2001, L 12, σ. 1).

( 4 ) Κατά το άρθρο 34, σημείο 3, του κανονισμού 44/2001, απόφαση δεν αναγνωρίζεται αν είναι ασυμβίβαστη με απόφαση που έχει εκδοθεί μεταξύ των ιδίων διαδίκων στο κράτος αναγνωρίσεως.

( 5 ) Άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 44/2001.

( 6 ) Κατά το άρθρο 27 του κανονισμού 44/2001.

( 7 ) Κατά τη διάταξη αυτή, απόφαση δεν αναγνωρίζεται αν η αναγνώριση αντίκειται προφανώς στη δημόσια τάξη του κράτους αναγνωρίσεως.