Υπόθεση C‑646/20

Senatsverwaltung für Inneres und Sport, Standesamtsaufsicht

κατά

TB

(αίτηση του Bundesgerichtshof για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 15ης Νοεμβρίου 2022

«Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Διεθνής δικαιοδοσία, αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας – Διαζύγιο – Κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003 – Άρθρο 2, σημείο 4, και άρθρο 21 – Έννοια της “αποφάσεως” – Αναγνώριση σε κράτος μέλος της λύσης γάμου η οποία συμφωνήθηκε μεταξύ των συζύγων και απαγγέλθηκε από ληξίαρχο άλλου κράτους μέλους – Κριτήριο βάσει του οποίου μπορεί να προσδιοριστεί κατά πόσον υφίσταται “απόφαση”»

Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Διεθνής δικαιοδοσία, αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας – Κανονισμός 2201/2003 – Αναγνώριση και εκτέλεση – Έννοια της αποφάσεως – Περιεχόμενο – Πράξη περί λύσεως του γάμου η οποία εκδίδεται από ληξίαρχο κράτους μέλους σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπει η εθνική νομοθεσία του εν λόγω κράτους – Εμπίπτει

(Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, άρθρο 25· κανονισμοί του Συμβουλίου 2201/2003, άρθρα 2, σημείο 4, 21, 22 και 46, και 2019/1111, αιτιολογική σκέψη 14 και άρθρα 30 και 65)

(βλ. σκέψεις 48, 49, 53-55, 59-61, 67 και διατακτ.)

Σύνοψη

Η TB, η οποία έχει διπλή ιθαγένεια, γερμανική και ιταλική, συνήψε γάμο με τον RD, ιταλικής ιθαγένειας, το 2013 στο Βερολίνο όπου ο γάμος τους καταχωρίστηκε στο οικείο μητρώο γάμου. Το 2017, κίνησαν εξωδικαστική διαδικασία διαζυγίου ενώπιον του ληξίαρχου Πάρμας (Ιταλία). Σύμφωνα με το ιταλικό δίκαιο ( 1 ), προσήλθαν περισσότερες φορές ενώπιον του εν λόγω ληξίαρχου προκειμένου να εκφράσουν και να επιβεβαιώσουν τη βούλησή τους για λύση του γάμου τους. Μετά το πέρας της διαδικασίας αυτής, ο ληξίαρχος χορήγησε στην TB το προβλεπόμενο στο άρθρο 39 του κανονισμού Βρυξέλλες IIα ( 2 ), πιστοποιητικό λύσης του γάμου της με τον RD.

Στη συνέχεια, η TB ζήτησε την καταχώριση της λύσεως του γάμου στο μητρώο γάμων του Βερολίνου. Ως αποτέλεσμα της υποβολής της αίτησης αυτής ανέκυψε ένδικη διαφορά σχετικά με το κατά πόσον η καταχώριση της λύσεως του γάμου προϋπέθετε προηγούμενη αναγνώριση από την αρμόδια δικαστική αρχή του ομόσπονδου κράτους, την οποία το γερμανικό δίκαιο προβλέπει για τις αλλοδαπές αποφάσεις σε γαμικές διαφορές. Επιληφθέν αιτήσεως αναιρέσεως, το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, Γερμανία) αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως σχετικά με την έννοια της «αποφάσεως» διαζυγίου κατά τον κανονισμό Βρυξέλλες ΙΙα. Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν οι κανόνες που προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός σχετικά με την αναγνώριση των αποφάσεων διαζυγίου έχουν εφαρμογή στην περίπτωση διαζυγίου που επέρχεται εξωδικαστικώς, όπως αυτό το οποίο προβλέπεται στο ιταλικό δίκαιο, οπότε καμία διαδικασία προηγούμενης αναγνώρισης δεν θα είναι απαραίτητη στη Γερμανία.

Το τμήμα μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου κρίνει ότι πράξη περί λύσεως του γάμου η οποία εκδίδεται από ληξίαρχο κράτους μέλους και περιλαμβάνει συμφωνία διαζυγίου συναφθείσα μεταξύ των συζύγων και επιβεβαιωθείσα από αυτούς ενώπιον του εν λόγω ληξίαρχου σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπει η νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους συνιστά, ειδικότερα για τους σκοπούς της εφαρμογής του κανόνα αναγνωρίσεως που περιλαμβάνεται στο άρθρο 21 παράγραφος 1, του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα, «απόφαση» κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 4, του κανονισμού αυτού.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Πρώτον, το Δικαστήριο, στηριζόμενο ιδίως στους ορισμούς της «αποφάσεως» και του «δικαστηρίου» κατά το άρθρο 2, σημεία 1 και 4, του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα, επισημαίνει ότι ο κανονισμός καλύπτει τις αποφάσεις διαζυγίου που εκδίδονται σε κράτος μέλος ( 3 ) κατά το πέρας τόσο δικαστικής όσο και εξωδικαστικής διαδικασίας, υπό την προϋπόθεση ότι το δίκαιο των κρατών μελών απονέμει και στις εξωδικαστικές αρχές αρμοδιότητα σε υποθέσεις διαζυγίου. Επομένως, κάθε απόφαση που εκδίδεται από τέτοιες εξωδικαστικές αρχές αρμόδιες για υποθέσεις διαζυγίου, πρέπει, καταρχήν, δυνάμει του άρθρου 21 του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα, να αναγνωρίζεται αυτομάτως στα λοιπά κράτη μέλη.

Δεύτερον, όσον αφορά τον βαθμό του ελέγχου τον οποίο πρέπει να ασκεί η αρμόδια σε υποθέσεις διαζυγίου αρχή, προκειμένου η πράξη περί λύσεως του γάμου την οποία αυτή εκδίδει, στο πλαίσιο ιδίως συναινετικού διαζυγίου, να δύναται να χαρακτηριστεί ως «απόφαση», το Δικαστήριο, στηριζόμενο στη νομολογία του ( 4 ) σχετικά με την αναγνώριση των αποφάσεων, διευκρινίζει ότι κάθε δημόσια αρχή που καλείται να λάβει «απόφαση», κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 4, του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα, πρέπει να διατηρεί τον έλεγχο της εκδόσεως του διαζυγίου. Η προϋπόθεση αυτή σημαίνει, στο πλαίσιο των συναινετικών διαζυγίων, ότι η δημόσια αρχή προβαίνει σε εξέταση των προϋποθέσεων του διαζυγίου υπό το πρίσμα του εθνικού δικαίου, καθώς και του υποστατού και του κύρους της συναίνεσης των συζύγων να προχωρήσουν σε διαζύγιο.

Το Δικαστήριο επισημαίνει, εξάλλου, ότι, σε μια προοπτική συνέχειας, η εν λόγω προϋπόθεση συμπεριελήφθη επίσης στον κανονισμό Βρυξέλλες ΙΙβ ( 5 ), με τον οποίον αναδιατυπώθηκε και καταργήθηκε, από 1ης Αυγούστου 2022, ο κανονισμός Βρυξέλλες ΙΙα. Πράγματι, από το ιστορικό της θεσπίσεως του κανονισμού Βρυξέλλες ΙIβ προκύπτει ότι, εκδίδοντας τον κανονισμό αυτόν, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν απέβλεψε στη θέσπιση νέων κανόνων, αλλά στο να «αποσαφηνίσει», αφενός, το περιεχόμενο του κανόνα του άρθρου 46 του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα σχετικά με τα δημόσια έγγραφα και τις συμφωνίες μεταξύ των μερών και, αφετέρου, το κριτήριο διακρίσεως της έννοιας της «αποφάσεως» από την έννοια του «δημόσιου εγγράφου» και την έννοια της «συμφωνίας μεταξύ των μερών», ήτοι το κριτήριο περί εξετάσεως επί της ουσίας.

Ως εκ τούτου, εφόσον μια αρμόδια εξωδικαστική αρχή εγκρίνει συμφωνία διαζυγίου κατόπιν εξέτασης επί της ουσίας, η εν λόγω συμφωνία αναγνωρίζεται ως «απόφαση», σύμφωνα με το άρθρο 21 του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα και το άρθρο 30 του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙβ. Αντιθέτως, άλλες συμφωνίες διαζυγίου που έχουν δεσμευτικό έννομο αποτέλεσμα στο κράτος μέλος προέλευσης αναγνωρίζονται, κατά περίπτωση, ως δημόσια έγγραφα ή συμφωνίες, σύμφωνα με το άρθρο 46 του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα και το άρθρο 65 του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙβ.

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, το Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, εν προκειμένω, υφίσταται «απόφαση», κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 4, του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα.

Συγκεκριμένα, κατά το ιταλικό δίκαιο ( 6 ), ο ληξίαρχος πρέπει να λάβει τη δήλωση εκάστου των συζύγων αυτοπροσώπως, δύο φορές εντός διαστήματος τουλάχιστον 30 ημερών, όπερ σημαίνει ότι ο ληξίαρχος βεβαιώνεται ότι υφίσταται έγκυρη, ελεύθερα παρεχόμενη και με πλήρη επίγνωση συναίνεσή τους όσον αφορά το διαζύγιο. Εξάλλου, ο ληξίαρχος προβαίνει σε εξέταση του περιεχομένου της συμφωνίας διαζυγίου, υπό την έννοια ότι διασφαλίζει ότι η συμφωνία αυτή αφορά αποκλειστικώς τη λύση ή την παύση των αστικών συνεπειών του γάμου, αποκλειομένης οποιασδήποτε μεταβιβάσεως περιουσιακών στοιχείων, και ότι οι σύζυγοι δεν έχουν ανήλικα τέκνα ή ενήλικα τέκνα τα οποία στερούνται δικαιοπρακτικής ικανότητας, έχουν σοβαρή αναπηρία ή δεν είναι οικονομικώς ανεξάρτητα. Αν δεν πληρούται μία ή περισσότερες από τις προϋποθέσεις που προβλέπει το ιταλικό δίκαιο, ο ληξίαρχος δεν έχει την εξουσία να απαγγείλει το διαζύγιο σύμφωνα με το εν λόγω δίκαιο.


( 1 ) Άρθρο 12 της Decreto Legge 132 – Misure urgenti di degiurisdizionalizzazione ed altri interventi per la definizione dell’arretrato in materia di processo civile, της 12ης Σεπτεμβρίου 2014 (πράξη νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 132 περί επειγόντων μέτρων για την εξωδικαστική επίλυση διαφορών και άλλων παρεμβάσεων για τον περιορισμό των καθυστερήσεων στις αστικές διαδικασίες), της 12ης Σεπτεμβρίου 2014 (GURI αριθ. 212, της 12ης Σεπτεμβρίου 2014), η οποία, κατόπιν τροποποιήσεων, μετατράπηκε στον νόμο 162 της 10ης Νοεμβρίου 2014 (GURI αριθ. 261, της 10ης Νοεμβρίου 2014) (στο εξής: πράξη νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 132/2014),

( 2 ) Κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1347/2000 (ΕΕ 2003, L 338, σ. 1, στο εξής: κανονισμός Βρυξέλλες ΙΙα).

( 3 ) Δυνάμει του άρθρου 2, σημείο 3, του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα, η έκφραση «κράτος μέλος» καλύπτει το σύνολο των κρατών μελών της Ένωσης, εξαιρουμένου του Βασιλείου της Δανίας.

( 4 ) Αποφάσεις της 2ας Ιουνίου 1994, Solo Kleinmotoren (C 414/92, EU:C:1994:221), και της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Sahyouni (C 372/16, EU:C:2017:988).

( 5 ) Κανονισμός (ΕΕ) 2019/1111 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2019, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας, και για τη διεθνή απαγωγή παιδιών (ΕΕ 2019, L 178, σ. 1, στο εξής: κανονισμός Βρυξέλλες IIβ).

( 6 ) Άρθρο 12 της πράξεως νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 132/2014.