ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 1ης Αυγούστου 2022 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Mεταναστευτική πολιτική – Δικαίωμα στην οικογενειακή επανένωση – Οδηγία 2003/86/ΕΚ – Άρθρο 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ – Άρθρο 16, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ – Έννοια του όρου “ανήλικο τέκνο” – Έννοια του όρου “πραγματικός οικογενειακός βίος” – Ενήλικος που ζητεί την οικογενειακή επανένωση με ανήλικο στον οποίο έχει χορηγηθεί το καθεστώς πρόσφυγα – Κρίσιμη ημερομηνία για την εκτίμηση της ανηλικότητας»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑273/20 και C‑355/20,

με αντικείμενο αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο, Γερμανία) με αποφάσεις της 23ης Απριλίου 2020, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 22 Ιουνίου και 30 Ιουλίου 2020, αντιστοίχως, στο πλαίσιο των δικών

Bundesrepublik Deutschland

κατά

SW (C‑273/20),

BL,

BC (C‑355/20),

παρισταμένων των:

Stadt Darmstadt (C‑273/20),

Stadt Chemnitz (C‑355/20),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Prechal, πρόεδρο του δευτέρου τμήματος, προεδρεύουσα του τρίτου τμήματος, J. Passer, F. Biltgen, L. S. Rossi (εισηγήτρια) και N. Wahl, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: G. Hogan

γραμματέας: Α. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η SW, εκπροσωπούμενη από τον H. Mohrmann, Rechtsanwalt,

η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τη M. K. Bulterman, την A. Hanje και τον J. Langer,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις C. Cattabriga και D. Schaffrin,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 2, στοιχείο στʹ, του άρθρου 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, καθώς και του άρθρου 16, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, της οδηγίας 2003/86/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2003, σχετικά με το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης (ΕΕ 2003, L 251, σ. 12).

2

Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο ένδικων διαφορών μεταξύ, αφενός, της Bundesrepublik Deutschland (Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας) και, αφετέρου, στην πρώτη υπόθεση, της SW, και, στη δεύτερη υπόθεση, του BL και της BC, Σύριων υπηκόων, σχετικά με αιτήσεις που υπέβαλαν προκειμένου να τους χορηγηθεί εθνική θεώρηση εισόδου με σκοπό την οικογενειακή επανένωση της SW με τον υιό της και του BL και της BC με τον υιό τους, αντιστοίχως, στους οποίους έχει χορηγηθεί το καθεστώς πρόσφυγα στη Γερμανία.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Κατά τις αιτιολογικές σκέψεις 2, 4, 6, 8 και 9 της οδηγίας 2003/86:

«(2)

Τα μέτρα που αφορούν την οικογενειακή επανένωση θα πρέπει να θεσπίζονται σύμφωνα με την υποχρέωση προστασίας της οικογένειας και σεβασμού της οικογενειακής ζωής που αναφέρεται σε πολλές πράξεις διεθνούς δικαίου. Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται ιδίως από το άρθρο 8 της ευρωπαϊκής σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών[, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950] και από το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

[…]

(4)

Η οικογενειακή επανένωση αποτελεί απαραίτητο μέσο προκειμένου να καταστεί δυνατός ο οικογενειακός βίος. Συμβάλλει στη δημιουργία κοινωνικοπολιτιστικής σταθερότητας που διευκολύνει την ενσωμάτωση των υπηκόων τρίτων χωρών στα κράτη μέλη, γεγονός που επιτρέπει εξάλλου την προώθηση της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής που αποτελεί θεμελιώδη στόχο της Κοινότητας, όπως αναφέρεται στη συνθήκη.

[…]

(6)

Για την προστασία της οικογένειας και τη δημιουργία ή διατήρηση οικογενειακού βίου, θα πρέπει να καθορισθούν τα υλικά κριτήρια για την άσκηση του δικαιώματος οικογενειακής επανένωσης βάσει κοινών κριτηρίων.

[…]

(8)

Θα πρέπει να αποδίδεται ιδιαίτερη προσοχή στην κατάσταση των προσφύγων, εξαιτίας των λόγων που τους υποχρέωσαν να εγκαταλείψουν τη χώρα τους και που τους εμποδίζουν να διεξάγουν εκεί κανονικό οικογενειακό βίο. Θα πρέπει, συνεπώς, να προβλεφθούν πιο ευνοϊκές προϋποθέσεις για την άσκηση του δικαιώματός τους οικογενειακής επανένωσης.

(9)

Η οικογενειακή επανένωση θα πρέπει να ισχύει εν πάση περιπτώσει για τα μέλη του πυρήνα της οικογένειας, ήτοι τον/τη σύζυγο και τα ανήλικα τέκνα.»

4

Το άρθρο 1 της οδηγίας 2003/86 ορίζει τα εξής:

«Ο σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι να καθορίσει τους όρους υπό τους οποίους μπορούν να ασκούν το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης οι υπήκοοι τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα στην επικράτεια των κρατών μελών.»

5

Κατά το άρθρο 2, στοιχείο στʹ, της οδηγίας:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

[…]

στ)

“ασυνόδευτος ανήλικος”: υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής ηλικίας κάτω των δεκαοκτώ ετών, ο οποίος φθάνει στην επικράτεια των κρατών μελών χωρίς να συνοδεύεται από τον κατά το νόμο ή το έθιμο υπεύθυνο ενήλικο και για όσο διάστημα ένα τέτοιο πρόσωπο δεν έχει αναλάβει πραγματικά την επιμέλειά του ή ο ανήλικος που βρέθηκε χωρίς συνοδεία μετά την είσοδό του στην επικράτεια των κρατών μελών.»

6

Το άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη επιτρέπουν την είσοδο και τη διαμονή, δυνάμει της παρούσας οδηγίας και υπό την επιφύλαξη της τήρησης των προϋποθέσεων που αναφέρονται στο κεφάλαιο IV, καθώς και στο άρθρο 16, των ακόλουθων μελών της οικογένειας:

[…]

β)

των ανήλικων τέκνων του συντηρούντος και του/της συζύγου του, συμπεριλαμβανομένων των τέκνων που έχουν υιοθετηθεί σύμφωνα με απόφαση που ελήφθη από την αρμόδια αρχή του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους ή με απόφαση αυτοδικαίως εκτελεστή δυνάμει διεθνών υποχρεώσεων του εν λόγω κράτους μέλους ή η οποία πρέπει να αναγνωρισθεί σύμφωνα με τις διεθνείς υποχρεώσεις·

[…]

Τα ανήλικα τέκνα που αναφέρονται στο παρόν άρθρο πρέπει να είναι νεότερα από την ηλικία ενηλικίωσης που προσδιορίζεται από το δίκαιο του οικείου κράτους μέλους και να μην είναι έγγαμα.

[…]

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν, με νομοθετική ή κανονιστική πράξη, να επιτρέπουν την είσοδο και τη διαμονή, δυνάμει της παρούσας οδηγίας και υπό την επιφύλαξη της τήρησης των όρων που ορίζονται στο κεφάλαιο IV, των ακόλουθων μελών της οικογένειας:

α)

των εξ αίματος και πρώτου βαθμού ανιόντων του συντηρούντος ή του/της συζύγου του, εφόσον έχουν την ευθύνη συντήρησής τους και τα άτομα αυτά στερούνται της απαραίτητης οικογενειακής υποστήριξης στη χώρα καταγωγής·

[…]».

7

Το άρθρο 5 της ίδιας οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη καθορίζουν εάν, για την άσκηση του δικαιώματος οικογενειακής επανένωσης, υποβάλλεται αίτηση εισόδου και διαμονής στις αρμόδιες αρχές του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους είτε από τον συντηρούντα είτε από το/τα μέλος/μέλη της οικογένειας.

[…]

5.   Κατά την εξέταση μιας αίτησης, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να λαμβάνουν δεόντως υπόψη το μείζον συμφέρον των ανηλίκων τέκνων.»

8

Το άρθρο 10, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/86 ορίζει τα εξής:

«Αν ο πρόσφυγας είναι μη συνοδευόμενος ανήλικος, τα κράτη μέλη:

α)

επιτρέπουν την είσοδο και τη διαμονή, για λόγους οικογενειακής επανένωσης, των εξ αίματος πρώτου βαθμού ανιόντων του, χωρίς να εφαρμόζουν τους οριζόμενους από το άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχείο α) όρους·

[…]».

9

Το άρθρο 13, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«1.   Μόλις η αίτηση οικογενειακής επανένωσης γίνει δεκτή, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος επιτρέπει την είσοδο του μέλους ή των μελών της οικογένειας. Στο πλαίσιο αυτό, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος χορηγεί στα πρόσωπα αυτά κάθε διευκόλυνση για να λάβουν τις απαιτούμενες θεωρήσεις.

2.   Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος χορηγεί στα μέλη της οικογένειας μια πρώτη άδεια διαμονής, διάρκειας τουλάχιστον ενός έτους. Η άδεια αυτή είναι ανανεώσιμη.»

10

Το άρθρο 15 της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«1.   Το αργότερο έπειτα από πέντε έτη διαμονής και εφόσον στο μέλος της οικογένειας δεν έχει χορηγηθεί άδεια διαμονής για άλλους λόγους εκτός της οικογενειακής επανένωσης, ο/η σύζυγος ή ο εκτός γάμου σύντροφος και το τέκνο που έχει ενηλικιωθεί έχουν δικαίωμα να απαιτούν, κατόπιν αίτησης, εφόσον απαιτείται, αυτόνομη άδεια διαμονής, ανεξάρτητη από την άδεια του συντηρούντος.

Τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίζουν τη χορήγηση της άδειας διαμονής που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο στον/στη σύζυγο ή στον εκτός γάμου σύντροφο, σε περιπτώσεις ρήξης του οικογενειακού δεσμού.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να εκδίδουν αυτόνομη άδεια διαμονής στα ενήλικα τέκνα και στους εξ αίματος ανιόντες, στους οποίους εφαρμόζεται το άρθρο 4 παράγραφος 2.

[…]

4.   Οι όροι της χορήγησης και της διάρκειας της αυτόνομης της αυτόνομης άδειας διαμονής θεσπίζονται από το εθνικό δίκαιο.»

11

Το άρθρο 16, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας έχει ως εξής:

«Τα κράτη μέλη μπορούν να απορρίπτουν αίτηση εισόδου και διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης ή, ενδεχομένως, να ανακαλούν ή να αρνούνται να ανανεώσουν την άδεια διαμονής μέλους της οικογένειας, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

όταν δεν πληρούνται ή δεν πληρούνται πλέον οι όροι που ορίζονται στην παρούσα οδηγία.

[…]

β)

όταν ο συντηρών και το μέλος ή τα μέλη της οικογένειάς του δεν διάγουν ή δεν διάγουν πλέον πραγματικό συζυγικό ή οικογενειακό βίο·

[…]».

12

Το άρθρο 17 της οδηγίας 2003/86 έχει ως εξής:

«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν δεόντως υπόψη το χαρακτήρα και τη σταθερότητα των οικογενειακών δεσμών του προσώπου και τη διάρκεια διαμονής του στο κράτος μέλος καθώς και την ύπαρξη οικογενειακών, πολιτιστικών και κοινωνικών δεσμών με τη χώρα καταγωγής του, σε περίπτωση απόρριψης αίτησης, ανάκλησης ή άρνησης της ανανέωσης της άδειας διαμονής, ή σε περίπτωση λήψης μέτρου απομάκρυνσης εις βάρος του συντηρούντος ή μελών της οικογένειάς του.»

Το γερμανικό δίκαιο

13

Ο Gesetz über den Aufenthalt, die Erwerbstätigkeit und die Integration von Ausländern im Bundesgebiet (νόμος περί διαμονής, απασχολήσεως και εντάξεως των αλλοδαπών στην ομοσπονδιακή επικράτεια), της 25ης Φεβρουαρίου 2008 (BGBl. 2008 I, σ. 162), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών των διαφορών των κυρίων δικών (στο εξής: AufenthG), προβλέπει στο άρθρο 6, παράγραφος 3, τα εξής:

«Για μακροχρόνιες περιόδους διαμονής απαιτείται θεώρηση εισόδου για το έδαφος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (εθνική θεώρηση εισόδου), η οποία χορηγείται πριν από την είσοδο σε αυτό. Η θεώρηση χορηγείται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις σχετικά με την άδεια διαμονής ορισμένου χρόνου, τη μπλε κάρτα της ΕΕ, την άδεια ενδοεταιρικής μετάθεσης (κάρτα ICT), την κάρτα μόνιμης διαμονής και την άδεια διαμονής επί μακρόν διαμένοντος - ΕΕ. […]»

14

Το άρθρο 25 του νόμου αυτού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διαμονή για ανθρωπιστικούς λόγους», ορίζει στην παράγραφο 2 τα εξής:

«Άδεια διαμονής ορισμένου χρόνου χορηγείται σε αλλοδαπό στην περίπτωση που η Bundesamt für Migration und Flüchtlinge (Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Μεταναστεύσεως και Προσφύγων) του έχει αναγνωρίσει το καθεστώς πρόσφυγα κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, του Asylgesetz (νόμου περί ασύλου) ή το δικαίωμα επικουρικής προστασίας, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, του νόμου περί ασύλου. […]»

15

Το άρθρο 36 του AufenthG, με τίτλο «Οικογενειακή επανένωση γονέων και λοιπών μελών της οικογένειας», ορίζει τα εξής:

«(1)   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 5, παράγραφος 1, σημείο 1, και από το άρθρο 29, παράγραφος 1, σημείο 2, άδεια διαμονής ορισμένου χρόνου χορηγείται στους γονείς ανήλικου αλλοδαπού ο οποίος διαθέτει είτε άδεια διαμονής ορισμένου χρόνου δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 4, και του άρθρου 25, παράγραφος 1 ή παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, είτε κάρτα μόνιμης διαμονής δυνάμει του άρθρου 26, παράγραφος 3, ή κάρτα μόνιμης διαμονής δυνάμει του άρθρου 26, παράγραφος 4, κατόπιν χορήγησης άδειας διαμονής ορισμένου χρόνου δυνάμει του άρθρου 25, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίπτωση, εφόσον κανένας από τους γονείς που έχουν την επιμέλεια του ανηλίκου δεν διαμένει στη γερμανική επικράτεια.

(2)   Τα λοιπά μέλη της οικογένειας αλλοδαπού μπορούν να λάβουν άδεια διαμονής ορισμένου χρόνου για λόγους οικογενειακής επανένωσης, εφόσον είναι αναγκαίο για την αποφυγή υπέρμετρων δυσχερειών. Το άρθρο 30, παράγραφος 3, καθώς και το άρθρο 31 εφαρμόζονται κατ’ αναλογία για τα ενήλικα μέλη της οικογένειας και το άρθρο 34 για τα ανήλικα.»

Οι διαφορές των κυρίων δικών και τα προδικαστικά ερωτήματα

16

Η SW, αφενός, και ο BL και η BC, αφετέρου, Σύριοι υπήκοοι, ζητούν τη χορήγηση εθνικών θεωρήσεων εισόδου με σκοπό την οικογενειακή επανένωση με τους υιούς τους, στους οποίους έχει χορηγηθεί το καθεστώς πρόσφυγα.

17

Ο υιός της SW, αφενός, και ο υιός του BL και της BC, αφετέρου, οι οποίοι γεννήθηκαν, αντιστοίχως, στις 18 Ιανουαρίου 1999 και την 1η Ιανουαρίου 1999, έφθασαν στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας το 2015. Η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Μεταναστεύσεως και Προσφύγων, απαντώντας στις αιτήσεις ασύλου που υπέβαλαν αντιστοίχως στις 10 Δεκεμβρίου 2015 και στις 5 Οκτωβρίου 2015, τους χορήγησε το καθεστώς πρόσφυγα στις 15 Ιουλίου 2016 και στις 10 Δεκεμβρίου 2015, αντιστοίχως. Η αρμόδια για θέματα αλλοδαπών αρχή τους χορήγησε άδεια διαμονής ορισμένου χρόνου με τριετή ισχύ, στις 15 Αυγούστου 2016 και στις 26 Μαΐου 2016, αντιστοίχως.

18

Η SW, αφενός, και οι BL και BC, αφετέρου, στις 4 Οκτωβρίου 2016 και στις 9 Νοεμβρίου 2016, αντιστοίχως, ζήτησαν από την πρεσβεία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στη Βηρυτό εθνικές θεωρήσεις εισόδου με σκοπό την οικογενειακή επανένωση με τους υιούς τους, τόσο για τους ίδιους όσο και για άλλα τέκνα τους, αδέλφια των υιών τους που ζουν στη γερμανική επικράτεια. Όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής στην υπόθεση C‑355/20, οι υιοί του BL και της BC είχαν ήδη υποβάλει στην ίδια πρεσβεία, με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 29ης Ιανουαρίου 2016, αίτηση οικογενειακής επανένωσης με τους γονείς τους.

19

Με αποφάσεις της 2ας Μαρτίου και της 28ης Μαρτίου 2017, η πρεσβεία απέρριψε τις εν λόγω αιτήσεις θεώρησης εισόδου με την αιτιολογία ότι ο υιός της SW και ο υιός του BL και της BC είχαν εντωμεταξύ ενηλικιωθεί, στις 18 Ιανουαρίου 2017 και την 1η Ιανουαρίου 2017, αντιστοίχως.

20

Το Verwaltungsgericht Berlin (διοικητικό πρωτοδικείο Βερολίνου, Γερμανία), με αποφάσεις της 1ης Φεβρουαρίου 2019 και της 30ής Ιανουαρίου 2019, υποχρέωσε την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να χορηγήσει στην SW, αφενός, και στον BL και την BC, αφετέρου, εθνικές θεωρήσεις εισόδου για λόγους οικογενειακής επανένωσης, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 6, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 36, παράγραφος 1, του AufenthG, με την αιτιολογία ότι οι υιοί τους, κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας του Δικαστηρίου, ιδίως της αποφάσεως της 12ης Απριλίου 2018, A και S (C‑550/16, EU:C:2018:248), έπρεπε να θεωρηθούν ως ανήλικοι.

21

Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας άσκησε αναίρεση κατά των αποφάσεων του Verwaltungsgericht Berlin (διοικητικού πρωτοδικείου Βερολίνου) ενώπιον του Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου, Γερμανία), προβάλλοντας παράβαση του άρθρου 36, παράγραφος 1, του AufenthG. Ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου), κατά τον κρίσιμο χρόνο έκδοσης της απόφασης του τελευταίου δικαστηρίου που αποφάνθηκε επί της ουσίας, ο υιός της SW και εκείνος των BL και BC δεν ήταν ανήλικοι πρόσφυγες. Κατά την άποψή της, η νομολογία που διαμορφώθηκε με την απόφαση της 12ης Απριλίου 2018, A και S (C‑550/16, EU:C:2018:248), δεν μπορεί να εφαρμοστεί εν προκειμένω, δεδομένου ότι, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση εκείνη, είχε εκδοθεί οριστική διοικητική απόφαση μόνον όσον αφορά την τήρηση της απαιτήσεως σχετικά με την ιδιότητα του ενδιαφερόμενου πρόσφυγα ως ανηλίκου, σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, στοιχείο στʹ, της ίδιας οδηγίας. Υποστηρίζει ότι, στην εν λόγω υπόθεση, δεν είχε εκδοθεί απόφαση επί του ζητήματος αν πρέπει να χορηγηθεί θεώρηση εισόδου και διαμονής στους γονείς πρόσφυγα που έχει ενηλικιωθεί, όταν, δυνάμει του εθνικού δικαίου, οι γονείς δεν έχουν δικαίωμα διαμονής ανεξάρτητο από αυτό του ανήλικου πρόσφυγα και οφείλουν να εγκαταλείψουν αμέσως το έδαφος του οικείου κράτους μέλους.

22

Κατά το αιτούν δικαστήριο, βάσει του εθνικού δικαίου, η SW, αφενός, και οι BL και BC, αφετέρου, δεν έχουν δικαίωμα να τους χορηγηθεί θεώρηση εισόδου για λόγους οικογενειακής επανένωσης με τους υιούς τους.

23

Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 36, παράγραφος 1, του AufenthG δεν πληρούνται εν προκειμένω. Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία του Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου), οι γονείς ανήλικου πρόσφυγα έχουν δικαίωμα στην οικογενειακή επανένωση με αυτόν, δυνάμει της εν λόγω διάταξης, μόνον όταν το τέκνο είναι ακόμη ανήλικο κατά τον χρόνο έκδοσης της διοικητικής απόφασης ή της απόφασης του δικαστή της ουσίας επί της αιτήσεως οικογενειακής επανένωσης. Ως προς αυτό, η οικογενειακή επανένωση των γονέων με το τέκνο τους διακρίνεται από την οικογενειακή επανένωση του τέκνου με τους γονείς του, η οποία δεν έχει χρονικό περιορισμό, καθόσον η άδεια διαμονής ορισμένου χρόνου που χορηγείται σε τέκνο μετατρέπεται κατά τον χρόνο ενηλικίωσής του σε αυτοτελές δικαίωμα διαμονής, ανεξάρτητο από την οικογενειακή επανένωση. Αντιθέτως, το γερμανικό δίκαιο δεν παρέχει, κατά τον χρόνο ενηλικίωσης του τέκνου, τέτοιο αυτοτελές δικαίωμα διαμονής στους γονείς ανήλικου πρόσφυγα που έχουν επωφεληθεί από την οικογενειακή επανένωση με το τέκνο τους, καθόσον ο εθνικός νομοθέτης δεν έκανε χρήση της διακριτικής ευχέρειας που του παρέχει σχετικά το άρθρο 15, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/86.

24

Επιπροσθέτως, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται βάσει ποιων κριτηρίων πρέπει να εκτιμήσει αν πληρούται η απαίτηση περί πραγματικού οικογενειακού βίου, από την οποία το άρθρο 16, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της εν λόγω οδηγίας εξαρτά το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης.

25

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει τις ενώπιόν του διαδικασίες και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία έχουν πανομοιότυπη διατύπωση στις υποθέσεις C‑273/20 και C‑355/20:

«1

α)

Μπορεί, σε περίπτωση οικογενειακής επανενώσεως με ασυνόδευτο ανήλικο πρόσφυγα κατά το άρθρο 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 2, στοιχείο στʹ, της [οδηγίας 2003/86], η συνεχιζόμενη ανηλικότητα να θεωρηθεί “όρος” κατά την έννοια του άρθρου 16, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της [εν λόγω οδηγίας]; Συνάδει με τις προαναφερθείσες διατάξεις ρύθμιση κράτους μέλους η οποία παρέχει (παράγωγο) δικαίωμα διαμονής στο κράτος μέλος στους γονείς ασυνόδευτου ανήλικου πρόσφυγα, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2003/86/ΕΚ, οι οποίοι έχουν γίνει δεκτοί για λόγους οικογενειακής επανενώσεως, μόνο για όσο διάστημα ο πρόσφυγας εξακολουθεί πράγματι να είναι ανήλικος;

β)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, υπό στοιχείο αʹ: Έχει το άρθρο 16, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, σε συνδυασμό με το άρθρο 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 2, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2003/86 την έννοια ότι επιτρέπει σε κράτος μέλος, του οποίου η νομοθεσία περιορίζει το (παράγωγο) δικαίωμα διαμονής των γονέων στο διάστημα έως την ενηλικίωση του τέκνου, να απορρίψει αίτηση εισόδου και διαμονής για λόγους οικογενειακής επανενώσεως των γονέων που διαμένουν ακόμη στην τρίτη χώρα, αν ο πρόσφυγας ενηλικιώθηκε πριν εκδοθεί διοικητική απόφαση καταστάσα απρόσβλητη ή δικαστική απόφαση με ισχύ δεδικασμένου επί αιτήσεως που υποβλήθηκε εντός προθεσμίας τριών μηνών από την αναγνώριση του καθεστώτος πρόσφυγα;

2)

Σε περίπτωση που στο πρώτο ερώτημα δοθεί η απάντηση ότι δεν επιτρέπεται να απορριφθεί η αίτηση για οικογενειακή επανένωση:

Ποιες απαιτήσεις πρέπει να επιβάλλονται όσον αφορά τους πραγματικούς οικογενειακούς δεσμούς κατά την έννοια του άρθρου 16, παράγραφος l, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2003/86 σε περιπτώσεις οικογενειακής επανενώσεως των γονέων με πρόσφυγα ο οποίος έχει ενηλικιωθεί προτού εκδοθεί η απόφαση επί της αιτήσεως εισόδου και διαμονής για λόγους οικογενειακής επανενώσεως; Ειδικότερα:

α)

Αρκεί συναφώς να υφίσταται συγγένεια εξ αίματος ανιόντος πρώτου βαθμού (άρθρο 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86) ή είναι αναγκαίο να υφίσταται και πραγματικός οικογενειακός βίος;

β)

Εάν ο πραγματικός οικογενειακός βίος θεωρηθεί επίσης αναγκαία προϋπόθεση:

Πόσο στενές πρέπει να είναι οι σχέσεις στο πλαίσιο αυτού; Αρκούν συναφώς, για παράδειγμα, περιστασιακές ή τακτικές επαφές με επισκέψεις, είναι αναγκαία η συγκατοίκηση σε κοινό νοικοκυριό ή απαιτείται επιπλέον να υπάρχει κοινότητα αρωγής, τα μέλη της οποίας να εξαρτώνται το ένα από το άλλο;

γ)

Απαιτείται –για την επανένωση των γονέων που βρίσκονται ακόμη στο τρίτο κράτος και έχουν υποβάλει αίτηση οικογενειακής επανενώσεως με τέκνο που αναγνωρίστηκε ως πρόσφυγας, αλλά εν τω μεταξύ έχει ενηλικιωθεί– να αναμένεται ότι, μετά την είσοδο στο έδαφος του κράτους μέλους, η οικογενειακή ζωή θα αποκατασταθεί στο κράτος αυτό με τον τρόπο που απαιτείται σύμφωνα με το δεύτερο ερώτημα, υπό στοιχείο βʹ;»

Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

26

Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 3ης Αυγούστου 2020, το αιτούν δικαστήριο ερωτήθηκε, στην υπόθεση C-273/20, εάν εμμένει στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεδομένης της έκδοσης της αποφάσεως της 16ης Ιουλίου 2020, État belge (Οικογενειακή επανένωση – Ανήλικο τέκνο) (C‑133/19, C‑136/19 και C‑137/19, EU:C:2020:577). Με απόφαση της 20ής Αυγούστου 2020, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 27 Αυγούστου 2020, το αιτούν δικαστήριο ενημέρωσε το Δικαστήριο ότι εμμένει στην αίτησή του, καθόσον έκρινε ότι η απόφαση αυτή δεν απαντά επαρκώς στα ερωτήματα που υπέβαλε στην υπό κρίση υπόθεση, διευκρινίζοντας ότι διατηρεί την ίδια θέση και για την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως που υποβλήθηκε στην υπόθεση C‑355/20.

27

Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 10ης Σεπτεμβρίου 2020, αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων C‑273/20 και C‑355/20 προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής απόφασης.

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

28

Με το πρώτο σκέλος του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 16, παράγραφος l, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86 έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση οικογενειακής επανένωσης γονέων με ασυνόδευτο ανήλικο πρόσφυγα, δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, στοιχείο στʹ, της οδηγίας, το να εξακολουθεί να είναι ο πρόσφυγας αυτός ανήλικος κατά την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης επί της αιτήσεως εισόδου και διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης που υπέβαλαν οι γονείς του συντηρούντος συνιστά «όρο», κατά το άρθρο 16, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, η μη τήρηση του οποίου παρέχει τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να απορρίψουν την εν λόγω αίτηση. Το αιτούν δικαστήριο ερωτά επίσης αν οι διατάξεις αυτές έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας, σε μια τέτοια περίπτωση, το δικαίωμα διαμονής των ενδιαφερόμενων γονέων παύει μόλις ενηλικιωθεί το τέκνο.

29

Συναφώς, πρέπει να τονιστεί εκ προοιμίου ότι, όπως υπομνήσθηκε στις σκέψεις 17 έως 19 της παρούσας απόφασης, στις 15 Ιουλίου 2016 και στις 10 Δεκεμβρίου 2015 οι γερμανικές αρχές χορήγησαν το καθεστώς πρόσφυγα στον υιό της SW και στον υιό του BL και της BC, αντιστοίχως. Στις 4 Οκτωβρίου 2016, ήτοι εντός τριών μηνών από την αναγνώριση του καθεστώτος πρόσφυγα στο τέκνο της, η SW υπέβαλε αίτηση χορήγησης εθνικής θεώρησης εισόδου για λόγους οικογενειακής επανένωσης με τον υιό της ενώ ο τελευταίος ήταν ακόμα ανήλικος. Ομοίως, όσον αφορά τον BL και τη BC, παρόλο που υπέβαλαν την αίτηση εθνικής θεώρησης εισόδου το πρώτον στις 9 Νοεμβρίου 2016, σύμφωνα με τις εξηγήσεις του αιτούντος δικαστηρίου, η αίτηση οικογενειακής επανένωσης είχε υποβληθεί ήδη από τους υιούς τους στις 29 Ιανουαρίου 2016, ήτοι εντός τριών μηνών από την αναγνώριση του καθεστώτος πρόσφυγα στον ανήλικο υιό τους. Οι αιτήσεις αυτές απορρίφθηκαν το πρώτον με αποφάσεις της 2ας Μαρτίου και της 28ης Μαρτίου 2017 με την αιτιολογία ότι ο υιός της SW, αφενός, και ο υιός του BL και της BC, αφετέρου, είχαν εντωμεταξύ ενηλικιωθεί, στις 18 Ιανουαρίου 2017 και την 1η Ιανουαρίου 2017, αντιστοίχως.

30

Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο πρώτο σκέλος του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, πρέπει να υπομνησθεί ότι o σκοπός της οδηγίας 2003/86 είναι, κατά το γράμμα του άρθρου της 1, να καθορίσει τους όρους υπό τους οποίους μπορούν να ασκούν το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης οι υπήκοοι τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα στην επικράτεια των κρατών μελών.

31

Συναφώς, από την αιτιολογική σκέψη 8 της οδηγίας προκύπτει ότι αυτή προβλέπει για τους πρόσφυγες ευνοϊκότερες προϋποθέσεις για την άσκηση του δικαιώματος οικογενειακής επανένωσης, καθόσον η κατάστασή τους χρήζει ιδιαίτερης προσοχής εξαιτίας των λόγων που τους υποχρέωσαν να εγκαταλείψουν τη χώρα τους και τους εμποδίζουν να διάγουν, στη χώρα αυτή, κανονικό οικογενειακό βίο.

32

Μία από τις ευνοϊκότερες αυτές προϋποθέσεις αφορά την οικογενειακή επανένωση με τους εξ αίματος πρώτου βαθμού ανιόντες του πρόσφυγα. Πράγματι, όπως έχει διαπιστώσει το Δικαστήριο, ενώ, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86, η δυνατότητα τέτοιας επανένωσης καταλείπεται, κατ’ αρχήν, στη διακριτική ευχέρεια εκάστου κράτους μέλους και υπόκειται ιδίως στην προϋπόθεση ότι ο αιτών την οικογενειακή επανένωση έχει την ευθύνη για τη συντήρηση των εξ αίματος πρώτου βαθμού ανιόντων και ότι τα άτομα αυτά στερούνται της απαραίτητης οικογενειακής υποστήριξης στη χώρα καταγωγής, το άρθρο 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας προβλέπει, κατ’ εξαίρεση από την αρχή αυτή, ότι οι εξ αίματος πρώτου βαθμού ανιόντες έχουν το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης με τον ασυνόδευτο ανήλικο πρόσφυγα, το δε δικαίωμα αυτό δεν υπόκειται σε περιθώριο εκτιμήσεως εκ μέρους των κρατών μελών και στις προϋποθέσεις που καθορίζονται με το εν λόγω άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ (απόφαση της 12ης Απριλίου 2018, A και S, C‑550/16, EU:C:2018:248, σκέψεις 33 και 34).

33

Συναφώς, η έννοια του «ασυνόδευτου ανηλίκου», η οποία, στο πλαίσιο της οδηγίας 2003/86, χρησιμοποιείται μόνο στο άρθρο 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, ορίζεται στο άρθρο 2, εισαγωγική περίοδος και στοιχείο στʹ, της οδηγίας αυτής. Μολονότι η τελευταία αυτή διάταξη ορίζει ότι ως «ασυνόδευτος ανήλικος» νοείται κάθε υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής ο οποίος είναι, μεταξύ άλλων, ηλικίας κάτω των 18 ετών, δεν διευκρινίζει το χρονικό σημείο το οποίο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη προκειμένου να εκτιμηθεί αν πληρούται η προϋπόθεση αυτή, ούτε παραπέμπει, συναφώς, στο δίκαιο των κρατών μελών, το δε Δικαστήριο έχει κρίνει, υπό τις συνθήκες αυτές, ότι δεν μπορεί να παρασχεθεί στα κράτη μέλη κανένα περιθώριο διακριτικής ευχέρειας όσον αφορά τον καθορισμό του χρονικού σημείου το οποίο πρέπει να ληφθεί υπόψη για να εκτιμηθεί η ηλικία του ανήλικου ασυνόδευτου πρόσφυγα σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86 (πρβλ. απόφαση της 12ης Απριλίου 2018, A και S, C‑550/16, EU:C:2018:248, σκέψεις 39 έως 45).

34

Επιπροσθέτως, πρέπει να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με τις απαιτήσεις τόσο της ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης όσο και της αρχής της ισότητας, διάταξη του δικαίου της Ένωσης η οποία δεν παραπέμπει ρητώς στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό της έννοιας και του περιεχομένου της πρέπει κατά κανόνα να ερμηνεύεται σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση κατά τρόπο αυτοτελή και ομοιόμορφο, με βάση ιδίως το πλαίσιο της διάταξης και τον σκοπό της σχετικής κανονιστικής ρύθμισης [απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, État belge (Οικογενειακή επανένωση – Ανήλικο τέκνο), C‑133/19, C‑136/19 και C‑137/19, EU:C:2020:577, σκέψεις 29 και 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

35

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι ο σκοπός που επιδιώκεται με την οδηγία 2003/86 είναι να ευνοηθεί η οικογενειακή επανένωση και, επιπλέον, η οδηγία αυτή έχει ως αντικείμενο την παροχή προστασίας στους υπηκόους τρίτων χωρών, ιδίως στους ανηλίκους [απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, État belge (Οικογενειακή επανένωση – Ανήλικο τέκνο), C‑133/19, C‑136/19 και C‑137/19, EU:C:2020:577, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

36

Επιπλέον, δυνάμει του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης, τα κράτη μέλη σέβονται τα δικαιώματα και τηρούν τις αρχές που καθιερώνει ο Χάρτης και προάγουν την εφαρμογή τους, σύμφωνα με τις αντίστοιχες αρμοδιότητές τους και εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων της Ένωσης, όπως αυτές της απονέμονται από τις Συνθήκες.

37

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, τα κράτη μέλη, και ειδικότερα τα δικαστήριά τους, δεν οφείλουν απλώς να ερμηνεύουν το εθνικό τους δίκαιο κατά τρόπο σύμφωνο προς το δίκαιο της Ένωσης, αλλά οφείλουν επίσης να μεριμνούν ώστε να μην ερμηνεύουν τις διατάξεις του παράγωγου δικαίου κατά τρόπο αντίθετο προς τα θεμελιώδη δικαιώματα που προασπίζει η έννομη τάξη της Ένωσης [απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, État belge (Οικογενειακή επανένωση – Ανήλικο τέκνο), C‑133/19, C‑136/19 και C‑137/19, EU:C:2020:577, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

38

Ειδικότερα, το άρθρο 7 του Χάρτη αναγνωρίζει το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής ή οικογενειακής ζωής. Κατά πάγια νομολογία, το εν λόγω άρθρο 7 πρέπει να συσχετισθεί με την υποχρέωση να λαμβάνεται υπόψη το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού, η οποία αναγνωρίζεται στο άρθρο 24, παράγραφος 2, του Χάρτη, καθώς και με την ανάγκη του τέκνου να διατηρεί τακτικώς προσωπικές σχέσεις με τους δύο γονείς του, για την οποία γίνεται λόγος στην παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου [απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, État belge (Οικογενειακή επανένωση – Ανήλικο τέκνο), C‑133/19, C‑136/19 και C‑137/19, EU:C:2020:577, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

39

Επομένως, οι διατάξεις της οδηγίας 2003/86 πρέπει να ερμηνευθούν και να εφαρμοστούν υπό το πρίσμα του άρθρου 7 και του άρθρου 24, παράγραφοι 2 και 3, του Χάρτη, όπως προκύπτει εξάλλου από το γράμμα της αιτιολογικής σκέψης 2 και του άρθρου 5, παράγραφος 5, της οδηγίας αυτής, που επιβάλλουν στα κράτη μέλη να εξετάζουν τις αιτήσεις οικογενειακής επανένωσης με τρόπο που να εξυπηρετεί το συμφέρον των τέκνων και να διευκολύνει την οικογενειακή ζωή [απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, État belge (Οικογενειακή επανένωση – Ανήλικο τέκνο), C‑133/19, C‑136/19 και C‑137/19, EU:C:2020:577, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

40

Εν προκειμένω, από τις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι το γερμανικό δίκαιο απαιτεί ο ασυνόδευτος ανήλικος πρόσφυγας να είναι ηλικίας κάτω των 18 ετών όχι μόνον κατά τον χρόνο υποβολής από τον εξ αίματος πρώτου βαθμού ανιόντα της αιτήσεώς του εισόδου και διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης, αλλά και κατά την ημερομηνία κατά την οποία οι αρμόδιες εθνικές αρχές ή τα ενδεχομένως εμπλεκόμενα εθνικά δικαστήρια αποφαίνονται επί της εν λόγω αιτήσεως.

41

Ωστόσο, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το άρθρο 2, εισαγωγική περίοδος και στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2003/86, σε συνδυασμό με το άρθρο 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας, έχει την έννοια ότι πρέπει να χαρακτηρίζεται ως «ανήλικος», κατά τη διάταξη αυτή, υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής ο οποίος ήταν ηλικίας μικρότερης των δεκαοκτώ ετών κατά την είσοδό του στο έδαφος κράτους μέλους και κατά τον χρόνο καταθέσεως της αιτήσεώς του παροχής ασύλου εντός του κράτους αυτού, πλην όμως, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας παροχής ασύλου, ενηλικιώθηκε και υπήχθη, εν συνεχεία, στο καθεστώς του πρόσφυγα (απόφαση της 12ης Απριλίου 2018, A και S, C‑550/16, EU:C:2018:248, σκέψη 64).

42

Στο πλαίσιο αυτό, διαπιστώνεται, πρώτον, ότι, κατά πάγια νομολογία, η χρήση της ημερομηνίας κατά την οποία η αρμόδια αρχή του οικείου κράτους μέλους αποφαίνεται επί της αίτησης εισόδου και διαμονής στο έδαφος αυτού του κράτους μέλους για λόγους οικογενειακής επανένωσης ως ημερομηνίας αναφοράς για τη διαπίστωση της ηλικίας του αιτούντος ή, κατά περίπτωση, του συντηρούντος, για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86 δεν θα ήταν σύμφωνη ούτε προς τους σκοπούς που επιδιώκει η οδηγία αυτή ούτε προς τις απαιτήσεις που απορρέουν από το άρθρο 7 του Χάρτη, περί του σεβασμού της οικογενειακής ζωής, και το άρθρο 24, παράγραφος 2, του Χάρτη, δεδομένου ότι η τελευταία αυτή διάταξη επιβάλλει να αποδίδεται πρωταρχική σημασία στο υπέρτατο συμφέρον του παιδιού, σε όλες τις πράξεις που αφορούν τα παιδιά, περιλαμβανομένων και εκείνων τις οποίες διενεργούν τα κράτη μέλη κατά την εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας [πρβλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, État belge (Οικογενειακή επανένωση – Ανήλικο τέκνο), C‑133/19, C‑136/19 και C‑137/19, EU:C:2020:577, σκέψη 36].

43

Συγκεκριμένα, οι αρμόδιες εθνικές αρχές και τα αρμόδια εθνικά δικαστήρια δεν θα προτρέπονταν να εξετάσουν κατά προτεραιότητα τις προσφυγές που έχουν υποβάλει οι γονείς ανηλίκων, με την ταχύτητα που απαιτείται προκειμένου να ληφθεί υπόψη η ευάλωτη θέση των εν λόγω ανηλίκων και, συνακόλουθα θα ενεργούσαν ενδεχομένως με τρόπο που θα έθετε σε κίνδυνο το δικαίωμα στην οικογενειακή ζωή τόσο ενός γονέα με το ανήλικο τέκνο του, όσο και του ανηλίκου αυτού με μέλος της οικογένειάς του [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2021, Bundesrepublik Deutschland (Μέλος της οικογένειας), C‑768/19, EU:C:2021:709, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

44

Δεύτερον, η ερμηνεία αυτή δεν θα διασφάλιζε επίσης, όπως επιτάσσουν οι αρχές της ίσης μεταχείρισης και της ασφάλειας δικαίου, πανομοιότυπη και προβλέψιμη μεταχείριση όλων των αιτούντων οι οποίοι ευρίσκονται, από χρονικής απόψεως, στην ίδια κατάσταση, στο μέτρο που θα είχε ως αποτέλεσμα να εξαρτάται η ευδοκίμηση της αίτησης οικογενειακής επανένωσης κυρίως από περιστάσεις σχετικές με τις εθνικές διοικητικές αρχές ή τα εθνικά δικαστήρια, και ειδικότερα με την κατά το μάλλον ή ήττον μεγάλη ταχύτητα με την οποία εξετάζεται η αίτηση ή εκδίδεται απόφαση επί προσφυγής ασκηθείσας κατά της απορριπτικής αποφάσεως επί τέτοιας αίτησης, και όχι από περιστάσεις σχετικές με τον αιτούντα [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, État belge (Οικογενειακή επανένωση – ανήλικο τέκνο), C‑133/19, C‑136/19 και C‑137/19, EU:C:2020:577, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

45

Επιπλέον, στον βαθμό που θα είχε ως αποτέλεσμα να εξαρτάται το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης από τυχαίες και μη προβλέψιμες περιστάσεις οι οποίες σχετίζονται εξ ολοκλήρου με τις αρμόδιες εθνικές διοικητικές αρχές και τα αρμόδια εθνικά δικαστήρια του οικείου κράτους μέλους, η εν λόγω ερμηνεία θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια την εμφάνιση σημαντικών διαφορών στην εξέταση των αιτήσεων οικογενειακής επανένωσης τόσο μεταξύ των κρατών μελών όσο και στο εσωτερικό ενός και μόνον κράτους μέλους [βλ. κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, État belge (Οικογενειακή επανένωση – ανήλικο τέκνο), C‑133/19, C‑136/19 και C‑137/19, EU:C:2020:577, σκέψη 43].

46

Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, σε περίπτωση οικογενειακής επανένωσης γονέων με ασυνόδευτο ανήλικο πρόσφυγα, κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, στοιχείο στʹ, της ίδιας οδηγίας, η ημερομηνία έκδοσης της απόφασης επί της αιτήσεως εισόδου και διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης που υπέβαλαν οι γονείς του συντηρούντος δεν είναι κρίσιμη για την εκτίμηση της ιδιότητας του ενδιαφερόμενου πρόσφυγα ως ανηλίκου.

47

Κατά συνέπεια, το να είναι ο πρόσφυγας αυτός ακόμη ανήλικος κατά την ως άνω ημερομηνία δεν μπορεί να συνιστά «όρο», κατά την έννοια του άρθρου 16, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας, η μη τήρηση του οποίου παρέχει τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να απορρίψουν τη συγκεκριμένη αίτηση, διότι άλλως θα υπήρχε αντίθεση με την υπομνησθείσα στη σκέψη 41 ερμηνεία του άρθρου 2, εισαγωγική περίοδος και στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2003/86, σε συνδυασμό με το άρθρο 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της ίδιας οδηγίας, στην οποία προέβη το Δικαστήριο.

48

Συναφώς, επισημαίνεται ότι, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, η ηλικία του αιτούντος ή, κατά περίπτωση, του συντηρούντος, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ως ουσιαστική απαίτηση για την άσκηση του δικαιώματος οικογενειακής επανένωσης, κατά την έννοια της αιτιολογικής σκέψης 6 και του άρθρου 1 της οδηγίας 2003/86, όπως είναι οι απαιτήσεις που προβλέπονται, μεταξύ άλλων, στο πλαίσιο του κεφαλαίου IV της εν λόγω οδηγίας, και ορίζονται στο άρθρο 16, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας. Συγκεκριμένα, εν αντιθέσει προς τις απαιτήσεις αυτές, η προϋπόθεση της ηλικίας συνιστά προϋπόθεση του ίδιου του παραδεκτού της αίτησης οικογενειακής επανένωσης, της οποίας η εξέλιξη είναι βέβαιη και προβλέψιμη, οπότε πρέπει να εκτιμάται μόνον κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, État belge (Οικογενειακή επανένωση – Ανήλικο τέκνο), C‑133/19, C‑136/19 και C‑137/19, EU:C:2020:577, σκέψη 46].

49

Επομένως, το άρθρο 16, παράγραφος l, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86 αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία απαιτεί, σε περίπτωση οικογενειακής επανένωσης γονέων με ασυνόδευτο ανήλικο πρόσφυγα, δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, στοιχείο στʹ, της οδηγίας, ο εν λόγω πρόσφυγας να είναι ακόμη ανήλικος κατά την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης επί της αίτησης εισόδου και διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης που υπέβαλαν οι γονείς του συντηρούντος.

50

Όσον αφορά το ζήτημα αν το δικαίωμα διαμονής των ενδιαφερόμενων γονέων επιτρέπεται να περιορίζεται στην περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας ο συντηρών παραμένει ανήλικος, επισημαίνεται ότι, κατά το άρθρο 13, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/86, σε συνδυασμό με την πρώτη παράγραφο του ίδιου άρθρου, τα κράτη μέλη υποχρεούνται, εφόσον η αίτηση οικογενειακής επανένωσης γίνει δεκτή, να χορηγούν στα μέλη της οικογένειας μια πρώτη άδεια διαμονής διάρκειας τουλάχιστον ενός έτους.

51

Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, ακόμη και στην περίπτωση που η οικογενειακή επανένωση έχει ζητηθεί από τους γονείς ανήλικου πρόσφυγα ο οποίος εντωμεταξύ ενηλικιώθηκε, οι γονείς πρέπει να λάβουν, εφόσον η αίτησή τους γίνει δεκτή, άδεια διαμονής διάρκειας τουλάχιστον ενός έτους, το δε γεγονός ότι το τέκνο που απολαύει του καθεστώτος πρόσφυγα έχει ενηλικιωθεί δεν μπορεί να οδηγήσει σε συντόμευση της διάρκειας ισχύος μια τέτοιας άδειας διαμονής [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2021, Bundesrepublik Deutschland (Μέλος της οικογένειας), C‑768/19, EU:C:2021:709, σκέψη 63]. Επομένως, είναι αντίθετο προς την εν λόγω διάταξη να παρέχεται, υπό τις περιστάσεις αυτές, στους γονείς δικαίωμα διαμονής μόνον για όσο διάστημα το τέκνο είναι πράγματι ανήλικο.

52

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο σκέλος του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 16, παράγραφος l, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86 έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση οικογενειακής επανένωσης γονέων με ασυνόδευτο ανήλικο πρόσφυγα, δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, στοιχείο στʹ, της οδηγίας, το να εξακολουθεί να είναι ο πρόσφυγας αυτός ανήλικος κατά την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης επί της αιτήσεως εισόδου και διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης που υπέβαλαν οι γονείς του συντηρούντος δεν συνιστά «όρο», κατά το άρθρο 16, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, η μη τήρηση του οποίου παρέχει τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να απορρίψουν την εν λόγω αίτηση. Επιπλέον, οι διατάξεις αυτές, ερμηνευόμενες υπό το πρίσμα του άρθρου 13, παράγραφος 2, της οδηγίας, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας, σε μια τέτοια περίπτωση, το δικαίωμα διαμονής των ενδιαφερόμενων γονέων παύει μόλις το τέκνο ενηλικιωθεί.

53

Λαμβανομένης υπόψη της απάντησης που δόθηκε στο πρώτο σκέλος του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο σκέλος του, δεδομένου ότι αυτό υποβλήθηκε από το αιτούν δικαστήριο μόνο για την περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο σκέλος του ερωτήματος.

Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

54

Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί ποιες είναι οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για να γίνει δεκτό ότι υφίσταται πραγματικός οικογενειακός βίος, κατά την έννοια του άρθρου 16, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2003/86, στην περίπτωση οικογενειακής επανένωσης γονέα με ανήλικο τέκνο στο οποίο έχει χορηγηθεί το καθεστώς πρόσφυγα, όταν το τέκνο ενηλικιώθηκε πριν από την έκδοση της απόφασης επί της αιτήσεως εισόδου και διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης που υπέβαλε ο γονέας.

55

Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν, προς τον σκοπό αυτό, αρκεί η συγγένεια εξ αίματος πρώτου βαθμού ή αν απαιτείται επίσης πραγματικός οικογενειακός βίος, και στην περίπτωση αυτή, πόσο έντονος πρέπει να είναι. Το αιτούν δικαστήριο ερωτά επίσης αν για την οικογενειακή επανένωση απαιτείται, μετά την είσοδο του γονέα στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους, ο οικογενειακός βίος να αρχίσει εκ νέου στο κράτος αυτό.

56

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 16, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2003/86 παρέχει τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να απορρίπτουν αίτηση οικογενειακής επανένωσης, να ανακαλούν την άδεια διαμονής που χορηγήθηκε βάσει αυτής της αίτησης ή να αρνούνται την ανανέωσή της, όταν ο συντηρών και τα μέλη της οικογένειάς του δεν διάγουν ή δεν διάγουν πλέον πραγματικό συζυγικό ή οικογενειακό βίο. Εντούτοις, η διάταξη αυτή δεν καθορίζει κριτήρια βάσει των οποίων είναι δυνατόν να διαπιστωθεί η ύπαρξη τέτοιων πραγματικών οικογενειακών δεσμών, ούτε επιβάλλει ειδική απαίτηση όσον αφορά την ένταση των οικείων οικογενειακών σχέσεων. Επιπλέον, ούτε παραπέμπει, ως προς το σημείο αυτό, στο δίκαιο των κρατών μελών.

57

Όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 34 της παρούσας απόφασης, σύμφωνα με τις απαιτήσεις τόσο της ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης όσο και της αρχής της ισότητας, διάταξη του δικαίου της Ένωσης η οποία δεν παραπέμπει ρητώς στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό της έννοιας και του περιεχομένου της πρέπει κατά κανόνα να ερμηνεύεται σε όλη την Ένωση κατά τρόπο αυτοτελή και ομοιόμορφο, με βάση ιδίως το πλαίσιο της διάταξης και τον σκοπό της σχετικής κανονιστικής ρύθμισης.

58

Επισημαίνεται ότι η οδηγία 2003/86, σύμφωνα με την αιτιολογική της σκέψη 6, αποσκοπεί στη διασφάλιση της προστασίας της οικογένειας καθώς και της διατήρησης ή της δημιουργίας του οικογενειακού βίου μέσω της οικογενειακής επανένωσης. Επιπλέον, κατά την αιτιολογική σκέψη 4 της οδηγίας, η οικογενειακή επανένωση αποτελεί απαραίτητο μέσο προκειμένου να καταστεί δυνατός ο οικογενειακός βίος και συμβάλλει στη δημιουργία κοινωνικοπολιτιστικής σταθερότητας.

59

Εξάλλου, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 39 της παρούσας απόφασης, τα μέτρα που αφορούν την οικογενειακή επανένωση, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που προβλέπονται στο άρθρο 16 της οδηγίας, πρέπει να σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα, ιδίως το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής που κατοχυρώνεται στο άρθρο 7 και στο άρθρο 24, παράγραφοι 2 και 3, του Χάρτη, τα οποία επιβάλλουν στα κράτη μέλη την υποχρέωση να εξετάζουν τις αιτήσεις οικογενειακής επανένωσης με τρόπο που να εξυπηρετεί το συμφέρον των τέκνων και να διευκολύνει την οικογενειακή ζωή.

60

Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι, κατά την αιτιολογική σκέψη 8 της οδηγίας 2003/86, η κατάσταση των προσφύγων απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή, εξαιτίας των λόγων που τους υποχρέωσαν να εγκαταλείψουν τη χώρα τους και οι οποίοι τους εμποδίζουν να διάγουν εκεί κανονικό οικογενειακό βίο. Ως εκ τούτου, η οδηγία προβλέπει ευνοϊκότερες προϋποθέσεις για τους πρόσφυγες και τους εξ αίματος πρώτου βαθμού ανιόντες τους όσον αφορά την άσκηση του δικαιώματός τους οικογενειακής επανένωσης.

61

Τέλος, η εκτίμηση των προϋποθέσεων που απαιτούνται για να θεωρηθεί ότι υφίσταται πραγματικός οικογενειακός βίος, κατά την έννοια του άρθρου 16, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2003/86, απαιτεί αξιολόγηση κατά περίπτωση, όπως προκύπτει εξάλλου από το άρθρο 17 της οδηγίας, με τη βοήθεια του συνόλου των κρίσιμων παραγόντων σε κάθε περίπτωση και υπό το πρίσμα των σκοπών που επιδιώκει η εν λόγω οδηγία.

62

Προς τούτο, η ύπαρξη και μόνον συγγένειας εξ αίματος πρώτου βαθμού δεν αρκεί για να αποδείξει την ύπαρξη πραγματικού οικογενειακού δεσμού. Συγκεκριμένα, μολονότι οι σχετικές διατάξεις της οδηγίας 2003/86 και του Χάρτη προστατεύουν το δικαίωμα στην οικογενειακή ζωή και προωθούν τη διατήρηση της οικογενειακής ζωής, παρέχουν, στο μέτρο που οι ενδιαφερόμενοι συνεχίζουν να διάγουν πραγματικό οικογενειακό βίο, στους φορείς του δικαιώματος αυτού την ευχέρεια να αποφασίζουν για τον τρόπο με τον οποίο επιθυμούν να διάγουν την οικογενειακή ζωή τους και δεν επιβάλλουν, ιδίως, καμία υποχρέωση όσον αφορά τον βαθμό έντασης των οικογενειακών τους σχέσεων [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2021, Bundesrepublik Deutschland (Μέλος της οικογένειας), C‑768/19, EU:C:2021:709, σκέψη 58].

63

Εν προκειμένω, αφενός, δεν αμφισβητείται ότι το τέκνο της SW καθώς και εκείνο του BL και της BC ήταν ακόμη ανήλικα κατά τον χρόνο που τα εν λόγω τέκνα υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα καταγωγής τους και ότι τα τέκνα αυτά με τους γονείς τους αποτελούσαν επομένως τον πυρήνα οικογένειας κατά την έννοια της αιτιολογικής σκέψης 9 της οδηγίας 2003/86, για τον οποίο, κατά την ίδια αιτιολογική σκέψη, ισχύει «εν πάση περιπτώσει» η οικογενειακή επανένωση. Υπό την επιφύλαξη εξακριβώσεως από το αιτούν δικαστήριο, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι οι ενδιαφερόμενοι δεν διήγαν, κατά την περίοδο που προηγήθηκε της διαφυγής του αντίστοιχου τέκνου τους, πραγματικό οικογενειακό βίο.

64

Αφετέρου, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι, εν προκειμένω, τόσο η SW όσο και οι BL και BC και το αντίστοιχο τέκνο τους δεν μπορούσαν να διάγουν αληθινό οικογενειακό βίο κατά τη διάρκεια της περιόδου χωρισμού τους που επήλθε ιδίως λόγω της ιδιαίτερης κατάστασης του τέκνου τους ως πρόσφυγα, με συνέπεια η συγκεκριμένη και μόνον προϋπόθεση να μην είναι, αυτή καθεαυτήν, ικανή να θεμελιώσει τη διαπίστωση περί απουσίας πραγματικού οικογενειακού βίου, κατά την έννοια του άρθρου 16, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2003/86. Εξάλλου, δεν μπορεί ούτε να θεωρηθεί ότι, κατά τεκμήριο, ο οικογενειακός βίος μεταξύ γονέα και τέκνου παύει να υφίσταται αμέσως μόλις το ανήλικο τέκνο ενηλικιωθεί.

65

Πάντως, η ύπαρξη πραγματικού οικογενειακού βίου προϋποθέτει την απόδειξη του υποστατού του οικογενειακού δεσμού ή της βουλήσεως δημιουργίας ή διατηρήσεως ενός τέτοιου δεσμού.

66

Επομένως, το γεγονός ότι οι ενδιαφερόμενοι προτίθενται να πραγματοποιούν περιστασιακές επισκέψεις ο ένας στον άλλο, εφόσον είναι δυνατόν, και να έχουν τακτικές επαφές οποιασδήποτε φύσεως, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των ουσιαστικών περιστάσεων που χαρακτηρίζουν την κατάσταση των ενδιαφερομένων, στις οποίες συγκαταλέγεται η ηλικία του τέκνου, μπορεί να αρκεί για να θεωρηθεί ότι τα πρόσωπα αυτά ανασυγκροτούν προσωπικές και συναισθηματικές σχέσεις και να πιστοποιηθεί η ύπαρξη πραγματικού οικογενειακού βίου.

67

Επιπλέον, όπως επίσης έχει κρίνει το Δικαστήριο, δεν μπορεί ούτε να απαιτείται το συντηρούν τέκνο και ο γονέας του να αλληλοϋποστηρίζονται οικονομικώς, δεδομένου ότι είναι πιθανόν να μην έχουν τα υλικά μέσα προς τούτο [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 1ης Αυγούστου 2022, Bundesrepublik Deutschland (Οικογενειακή επανένωση τέκνου που ενηλικιώθηκε), C‑279/20, EU:C:2022:618, σκέψη 68].

68

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 16, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2003/86 έχει την έννοια ότι, για να γίνει δεκτό ότι υφίσταται πραγματικός οικογενειακός βίος, κατά τη διάταξη αυτή, στην περίπτωση οικογενειακής επανένωσης γονέα με ανήλικο τέκνο στο οποίο έχει χορηγηθεί το καθεστώς πρόσφυγα, όταν το τέκνο ενηλικιώθηκε πριν από την έκδοση της απόφασης επί της αιτήσεως εισόδου και διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης που υπέβαλε ο γονέας, δεν αρκεί η συγγένεια πρώτου βαθμού εξ αίματος και μόνον. Εντούτοις, δεν είναι αναγκαίο το συντηρούν τέκνο και ο ενδιαφερόμενος γονέας να συγκατοικούν σε κοινό νοικοκυριό ή να ζουν υπό την ίδια στέγη προκειμένου ο γονέας να μπορεί να επωφεληθεί της οικογενειακής επανένωσης. Περιστασιακές επισκέψεις, εφόσον είναι δυνατές, και πάσης φύσεως τακτικές επαφές είναι δυνατόν να επαρκούν για να θεωρηθεί ότι τα πρόσωπα αυτά ανασυγκροτούν προσωπικές και συναισθηματικές σχέσεις και να πιστοποιηθεί η ύπαρξη πραγματικού οικογενειακού βίου. Επιπλέον, δεν μπορεί ούτε να απαιτείται το συντηρούν τέκνο και ο ενδιαφερόμενος γονέας να αλληλοϋποστηρίζονται οικονομικώς.

Επί των δικαστικών εξόδων

69

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους των κυρίων δικών τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Το άρθρο 16, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2003, σχετικά με το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης, έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση οικογενειακής επανένωσης γονέων με ασυνόδευτο ανήλικο πρόσφυγα, δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, στοιχείο στʹ, της οδηγίας, το να εξακολουθεί να είναι ο πρόσφυγας αυτός ανήλικος κατά την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης επί της αιτήσεως εισόδου και διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης που υπέβαλαν οι γονείς του συντηρούντος δεν συνιστά «όρο», κατά το άρθρο 16, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, η μη τήρηση του οποίου παρέχει τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να απορρίψουν την εν λόγω αίτηση. Επιπλέον, οι διατάξεις αυτές, ερμηνευόμενες υπό το πρίσμα του άρθρου 13, παράγραφος 2, της οδηγίας, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας, σε μια τέτοια περίπτωση, το δικαίωμα διαμονής των ενδιαφερόμενων γονέων παύει μόλις το τέκνο ενηλικιωθεί.

 

2)

Το άρθρο 16, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2003/86 έχει την έννοια ότι, για να γίνει δεκτό ότι υφίσταται πραγματικός οικογενειακός βίος, κατά τη διάταξη αυτή, στην περίπτωση οικογενειακής επανένωσης γονέα με ανήλικο τέκνο στο οποίο έχει χορηγηθεί το καθεστώς πρόσφυγα, όταν το τέκνο ενηλικιώθηκε πριν από την έκδοση της απόφασης επί της αιτήσεως εισόδου και διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης που υπέβαλε ο γονέας, δεν αρκεί η συγγένεια πρώτου βαθμού εξ αίματος και μόνον. Εντούτοις, δεν είναι αναγκαίο το συντηρούν τέκνο και ο ενδιαφερόμενος γονέας να συγκατοικούν σε κοινό νοικοκυριό ή να ζουν υπό την ίδια στέγη προκειμένου ο γονέας να μπορεί να επωφεληθεί της οικογενειακής επανένωσης. Περιστασιακές επισκέψεις, εφόσον είναι δυνατές, και πάσης φύσεως τακτικές επαφές είναι δυνατόν να επαρκούν για να θεωρηθεί ότι τα πρόσωπα αυτά ανασυγκροτούν προσωπικές και συναισθηματικές σχέσεις και να πιστοποιηθεί η ύπαρξη πραγματικού οικογενειακού βίου. Επιπλέον, δεν μπορεί ούτε να απαιτείται το συντηρούν τέκνο και ο ενδιαφερόμενος γονέας να αλληλοϋποστηρίζονται οικονομικώς.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.