ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 ( *1 )

[Κείμενο όπως έχει διορθωθεί με διάταξη της 29ης Σεπτεμβρίου 2021]

«Προδικαστική παραπομπή – Φορολογία – Φορολογία των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας – Οδηγία 2003/96/ΕΚ – Άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ – Μειώσεις του φόρου κατανάλωσης ενεργειακών προϊόντων και ηλεκτρικής ενέργειας, υπέρ των ενεργειοβόρων επιχειρήσεων – Προαιρετική μείωση – Λεπτομερείς κανόνες για την επιστροφή φόρων εισπραχθέντων κατά παράβαση διατάξεων του εθνικού δικαίου οι οποίες θεσπίστηκαν βάσει δυνατότητας που παρέχεται στα κράτη μέλη με την οδηγία αυτή – Καταβολή τόκων – Αρχή της ίσης μεταχείρισης»

Στην υπόθεση C‑100/20,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Bundesfinanzhof (ομοσπονδιακό φορολογικό δικαστήριο, Γερμανία) με απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 26 Φεβρουαρίου 2020, στο πλαίσιο της δίκης

XY

κατά

Hauptzollamt B,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους E. Regan, πρόεδρο τμήματος, M. Ilešič, E. Juhász (εισηγητή), Κ. Λυκούργο και I. Jarukaitis, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar

γραμματέας A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

[όπως διορθώθηκε με διάταξη της 29ης Σεπτεμβρίου 2021] η XY, εκπροσωπούμενη από τον L. Jesse, Rechtsanwalt,

το Hauptzollamt B, εκπροσωπούμενο από τον G. Rittenauer,

η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J. Möller και την S. Heimerl,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την A. Armenia και τον R. Pethke,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 12ης Μαΐου 2021,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 17, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/96/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με την αναδιάρθρωση του κοινοτικού πλαισίου φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας (ΕΕ 2003, L 283, σ. 51).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της XY και του Hauptzollamt B (κεντρικού τελωνείου της περιοχής Β, Γερμανία), σχετικά με διορθωτική πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου όσον αφορά τη φορολόγηση της εκ μέρους της XY κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας, ειδικότερα, σχετικά με το αν η τελευταία έχει δικαίωμα να εισπράξει τόκους υπερημερίας επί του ποσού του φόρου ηλεκτρικής ενέργειας που κατέβαλε αχρεωστήτως και το οποίο της επιστράφηκε με την πράξη αυτή.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Οι αιτιολογικές σκέψεις 3 έως 5 της οδηγίας 2003/96 έχουν ως εξής:

«(3)

Η ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και η επίτευξη των στόχων άλλων κοινοτικών πολιτικών απαιτούν τον καθορισμό ελαχίστων επιπέδων φορολογίας σε κοινοτική κλίμακα για τα περισσότερα ενεργειακά προϊόντα, συμπεριλαμβανομένης της ηλεκτρικής ενέργειας, του φυσικού αερίου και του άνθρακα.

(4)

Οι σημαντικές διαφορές στα εθνικά επίπεδα φορολογίας της ενέργειας που εφαρμόζουν τα κράτη μέλη θα μπορούσαν να αποδειχθούν επιζήμιες για την ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

(5)

Ο καθορισμός των δεόντων κοινοτικών ελαχίστων επιπέδων φορολογίας θα επιτρέψει τη μείωση των υφισταμένων διαφορών στα εθνικά επίπεδα φορολογίας.»

4

Το άρθρο 1 της οδηγίας έχει ως ακολούθως:

«Τα κράτη μέλη επιβάλλουν φορολογία στα ενεργειακά προϊόντα και την ηλεκτρική ενέργεια σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.»

5

Το άρθρο 5 της οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν διαφοροποιημένους φορολογικούς συντελεστές, υπό φορολογικό έλεγχο, υπό την προϋπόθεση ότι τηρούν τα ελάχιστα επίπεδα φορολογίας που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και ότι οι εν λόγω συντελεστές συμβιβάζονται με το [δίκαιο της Ένωσης], στις ακόλουθες περιπτώσεις:

όταν οι διαφοροποιημένοι συντελεστές συνδέονται άμεσα με την ποιότητα του προϊόντος,

όταν οι διαφοροποιημένοι συντελεστές εξαρτώνται από ποσοτικά επίπεδα κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας και ενεργειακών προϊόντων που χρησιμοποιούνται για θέρμανση,

για τις ακόλουθες χρήσεις: τοπικές δημόσιες συγκοινωνίες (συμπεριλαμβανομένων των ταξί), αποκομιδή απορριμμάτων, ένοπλες δυνάμεις και δημόσια διοίκηση, πρόσωπα με ειδικές ανάγκες, ασθενοφόρα,

μεταξύ επιχειρηματικής και μη επιχειρηματικής χρήσης των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας που αναφέρονται στα άρθρα 9 και 10.»

6

Το άρθρο 17 της οδηγίας ορίζει τα ακόλουθα:

«1.   Εφόσον τα ελάχιστα επίπεδα φορολογίας που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία τηρούνται κατά μέσον όρο για κάθε επιχείρηση, τα κράτη μέλη μπορούν να παρέχουν φορολογικές μειώσεις για την κατανάλωση ενεργειακών προϊόντων που χρησιμοποιούνται για θέρμανση ή για τους σκοπούς του άρθρου 8 παράγραφος 2 στοιχεία β) και γ), και ηλεκτρικής ενέργειας στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

υπέρ των ενεργειοβόρων επιχειρήσεων.

Ως “ενεργειοβόρος επιχείρηση” νοείται η επιχείρηση, όπως αναφέρεται στο άρθρο 11, στην οποία είτε η αγορά ενεργειακών προϊόντων και ηλεκτρικής ενέργειας ανέρχεται τουλάχιστον στο 3,0 % της αξίας παραγωγής, είτε ο καταβλητέος εθνικός ενεργειακός φόρος ανέρχεται τουλάχιστον στο 0,5 % της προστιθέμενης αξίας. Στο πλαίσιο του ορισμού αυτού, τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν πιο περιοριστικές έννοιες, συμπεριλαμβανομένων των ορισμών της αξίας των πωλήσεων, της επεξεργασίας και του κλάδου δραστηριοτήτων.

Ως “αγορά ενεργειακών προϊόντων και ηλεκτρικής ενέργειας” νοείται το τρέχον κόστος της ενέργειας που αγοράζεται ή παράγεται στο πλαίσιο της επιχείρησης. Συμπεριλαμβάνονται μόνον η ηλεκτρική ενέργεια, η θερμότητα και τα ενεργειακά προϊόντα που χρησιμοποιούνται για θέρμανση ή για τους σκοπούς του άρθρου 8 παράγραφος 2 στοιχεία β) και γ). Περιλαμβάνονται όλοι οι φόροι εκτός από τον εκπιπτόμενο [φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ)].

Ως “αξία παραγωγής” νοείται ο κύκλος εργασιών, συμπεριλαμβανομένων των επιδοτήσεων που συνδέονται άμεσα με την τιμή του προϊόντος, προστιθέμενων ή αφαιρούμενων των μεταβολών στα αποθέματα των τελικών προϊόντων, των υπό επεξεργασία προϊόντων και των αγαθών ή υπηρεσιών που αγοράζονται με σκοπό τη μεταπώληση, αφού αφαιρεθούν οι αγορές αγαθών και υπηρεσιών προς μεταπώληση.

Ως “προστιθέμενη αξία” νοείται συνολικός κύκλος εργασιών που υπόκειται στον ΦΠΑ συμπεριλαμβανομένων των εξαγωγών αφαιρουμένου του συνόλου των αγορών που υπόκεινται στον ΦΠΑ συμπεριλαμβανομένων των εισαγωγών.

Τα κράτη μέλη που εφαρμόζουν επί του παρόντος εθνικά συστήματα φορολογίας της ενέργειας στα οποία οι ενεργειοβόρες επιχειρήσεις ορίζονται με άλλα κριτήρια εκτός από το κόστος της ενέργειας σε συνάρτηση με την αξία παραγωγής και τον καταβλητέο εθνικό ενεργειακό φόρο σε συνάρτηση με την προστιθέμενη αξία, θα έχουν στη διάθεσή τους μεταβατική περίοδο το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2007 προκειμένου να προσαρμοστούν στον ορισμό του σημείου α) πρώτο εδάφιο·

β)

όταν συνάπτονται συμφωνίες με επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων ή όταν εφαρμόζονται συστήματα εμπορεύσιμων αδειών ή ισοδύναμοι διακανονισμοί, εφόσον αποσκοπούν στη[ν] επίτευξη στόχων προστασίας του περιβάλλοντος ή στη βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας.

2.   Παρά τις διατάξεις του άρθρου 4 παράγραφος 1, τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν μηδενικό επίπεδο φορολογίας στα ενεργειακά προϊόντα και την ηλεκτρική ενέργεια, όπως ορίζονται στο άρθρο 2, όταν χρησιμοποιούνται από ενεργειοβόρους επιχειρήσεις όπως ορίζονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

3.   Παρά τις διατάξεις του άρθρου 4 παράγραφος 1, τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν επίπεδο φορολογίας έως και κατά 50 % κατώτερα των ελαχίστων επιπέδων της παρούσας οδηγίας στα ενεργειακά προϊόντα και την ηλεκτρική ενέργεια, όπως ορίζονται στο άρθρο 2, όταν χρησιμοποιούνται από επιχειρήσεις κατά τον ορισμό του άρθρου 11 που δεν είναι ενεργειοβόρες κατά τον ορισμό της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.

4.   Οι επιχειρήσεις οι οποίες ωφελούνται από τις δυνατότητες που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 συνάπτουν συμφωνίες, συστήματα εμπορεύσιμων αδειών ή ισοδύναμους διακανονισμούς, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β). Οι συμφωνίες, τα συστήματα εμπορεύσιμων αδειών ή οι ισοδύναμοι διακανονισμοί πρέπει να αποσκοπούν στην επίτευξη περιβαλλοντικών στόχων ή αυξημένης ενεργειακής αποδοτικότητας, το αποτέλεσμα των οποίων να ισοδυναμεί με το αποτέλεσμα που θα είχε επιτευχθεί εάν είχαν τηρηθεί οι συνήθεις ελάχιστοι κοινοτικοί συντελεστές.»

7

Βάσει των άρθρων 7, 15, 16 και 19 της οδηγίας 2003/96, τα κράτη μέλη μπορούν να παρέχουν επίσης απαλλαγές ή μειώσεις του επιπέδου φορολογίας στις περιπτώσεις που μνημονεύονται στα άρθρα αυτά.

8

Το άρθρο 21, παράγραφος 5, πρώτη περίοδος, της οδηγίας προβλέπει τα ακόλουθα:

«Για την εφαρμογή των άρθρων 5 και 6 της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ [του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 1992, σχετικά με το γενικό καθεστώς, την κατοχή, την κυκλοφορία και τους ελέγχους των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης (ΕΕ 1992, L 76, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2000/47/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 2000 (ΕΕ 2000, L 193, σ. 73)], η ηλεκτρική ενέργεια και το φυσικό αέριο υπόκεινται σε φορολογία και ο φόρος καθίσταται απαιτητός κατά τον χρόνο της προμήθειας από τον διανομέα ή τον αναδιανομέα.»

Το γερμανικό δίκαιο

9

Ο Stromsteuergesetz (νόμος περί φορολογίας ηλεκτρικής ενέργειας), της 24ης Μαρτίου 1999 (BGBl. 1999 I, σ. 378, και BGBl. 2000 I, σ. 147), όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο της 19ης Δεκεμβρίου 2008 (BGBl. 2008 I, σ. 2794) (στο εξής: StromStG), ορίζει στο άρθρο 3, με τίτλο «Φορολογικός συντελεστής», τα εξής:

«Ο φόρος ανέρχεται σε 20,50 ευρώ ανά μεγαβατώρα.»

10

Το άρθρο 9 του StromStG, με τίτλο «Απαλλαγές και μειώσεις φόρου», προβλέπει, στην παράγραφο 3, τα εξής:

«Η ηλεκτρική ενέργεια υπόκειται, εξαιρουμένων των περιπτώσεων της παραγράφου 2, σημείο 2, σε μειωμένο φορολογικό συντελεστή 12,30 ευρώ ανά μεγαβατώρα, όταν καταναλώνεται από επιχειρήσεις του τομέα της μεταποιήσεως ή επιχειρήσεις του τομέα της γεωργίας και της δασοκομίας για επαγγελματικούς σκοπούς και δεν απαλλάσσεται του φόρου κατά την παράγραφο 1.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

11

Η XY είναι επιχείρηση του τομέα της μεταποιήσεως η οποία, το 2010, στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της, έλαβε ηλεκτρική ενέργεια από το δίκτυο διανομής προκειμένου να προβεί στη φόρτιση συσσωρευτών.

12

Στη δήλωσή της για τον φόρο ηλεκτρικής ενέργειας για το έτος 2010, η XY δήλωσε την ποσότητα της ηλεκτρικής ενέργειας που είχε λάβει για δική της κατανάλωση και επέλεξε την εφαρμογή του μειωμένου φορολογικού συντελεστή που προβλέπεται στο άρθρο 9, παράγραφος 3, του StromStG. Ωστόσο, με την αντίστοιχη πράξη διοικητικού προσδιορισμού του φόρου, το κεντρικό τελωνείο της περιοχής B επέβαλε φόρο ηλεκτρικής ενέργειας με τον κανονικό συντελεστή, πράξη την οποία προσέβαλε η XY.

13

Αφού διαπιστώθηκε, στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας αφορώσας το έτος 2006, ότι είχε εφαρμογή ο προβλεπόμενος στο άρθρο 9, παράγραφος 3, του StromStG μειωμένος συντελεστής, το κεντρικό τελωνείο της περιοχής B επανεξέτασε την απόφασή του όσον αφορά το έτος 2010, κρίνοντας τελικώς ότι η XY είχε δικαίωμα να ζητήσει την εφαρμογή του εν λόγω συντελεστή, και προέβη, στις 27 Αυγούστου 2013, σε διόρθωση της πράξης διοικητικού προσδιορισμού του φόρου της XY καθώς και στην επιστροφή του ποσού που η τελευταία είχε καταβάλει αχρεωστήτως για το έτος 2010.

14

Τον Δεκέμβριο του 2014, η ΧΥ ζήτησε να της καταβληθούν τόκοι υπερημερίας επί του επιστραφέντος ποσού για το έτος 2010, όπερ αρνήθηκε να πράξει το κεντρικό τελωνείο της περιοχής Β.

15

Η αγωγή με την οποία η XY ζήτησε την καταβολή των εν λόγω τόκων υπερημερίας απορρίφθηκε από το Finanzgericht (φορολογικό δικαστήριο, Γερμανία), με το σκεπτικό ότι η XY δεν αντλούσε σχετική αξίωση ούτε από το δίκαιο της Ένωσης ούτε από το γερμανικό δίκαιο. Ειδικότερα, κατά το δικαστήριο αυτό, το δίκαιο της Ένωσης δεν επιβάλλει την προσαύξηση του επιστρεφόμενου ποσού με τόκους υπερημερίας. Συγκεκριμένα, αφενός, η λήψη ηλεκτρικής ενέργειας με σκοπό τη φόρτιση συσσωρευτών δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2003/96. Αφετέρου, και εν πάση περιπτώσει, η εφαρμογή της επίμαχης στην κύρια δίκη μείωσης φόρου είναι προαιρετική και, κατά συνέπεια, το δίκαιο της Ένωσης δεν απαιτεί την καταβολή τόκων υπερημερίας σε περίπτωση επιστροφής.

16

Η XY άσκησε αναίρεση κατά της απόφασης αυτής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, του Bundesfinanzhof (ομοσπονδιακού φορολογικού δικαστηρίου, Γερμανία). Κατά την ΧΥ, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, σε περίπτωση επιστροφής φόρων εισπραχθέντων κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης πρέπει να καταβάλλονται τόκοι υπερημερίας, τούτο δε ακόμη και σε περίπτωση εφαρμογής προαιρετικών μειώσεων φόρου. Άλλωστε, κατά την XY, η φόρτιση μπαταρίας συνιστά αναστρέψιμη πράξη που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2003/96.

17

Αντιθέτως προς το Finanzgericht (φορολογικό δικαστήριο), το Bundesfinanzhof (ομοσπονδιακό φορολογικό δικαστήριο) εκτιμά ότι η δραστηριότητα της XY εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2003/96 και διερωτάται μόνον ως προς το ζήτημα αν πρέπει να καταβληθούν στην XY τόκοι υπερημερίας επί του ποσού του φόρου ηλεκτρικής ενέργειας που καταβλήθηκε αχρεωστήτως και της επιστράφηκε.

18

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Bundesfinanzhof (ομοσπονδιακό φορολογικό δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Μπορεί μια απαίτηση επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου ηλεκτρικής ενέργειας να καταστεί τοκοφόρα βάσει του δικαίου της Ένωσης, όταν ο καθορισμός του φόρου ηλεκτρικής ενέργειας σε χαμηλότερο επίπεδο στηρίχθηκε στην προαιρετική μείωση φόρου κατά το άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/96 και ο καθορισμός του φόρου σε υπερβολικά υψηλό επίπεδο οφειλόταν αποκλειστικά σε σφάλμα κατά την εφαρμογή, επί της υπό κρίση διαφοράς, της εθνικής διατάξεως που θεσπίστηκε για τη μεταφορά του άρθρου 17, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/96 στο εθνικό δίκαιο;»

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

19

Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι, αφενός, στο πλαίσιο των παρατηρήσεών της, η Γερμανική Κυβέρνηση, χωρίς να προβάλλει ένσταση απαραδέκτου, φρονεί, κατ’ ουσίαν, ότι, δυνάμει του άρθρου 21, παράγραφος 5, της οδηγίας 2003/96, η ηλεκτρική ενέργεια που παρέχεται με σκοπό την αποθήκευσή της σε συσσωρευτές πρέπει να φορολογείται ή να φορολογείται επίσης κατά τον χρόνο της μεταγενέστερης διανομής της σε τρίτους. Η άποψη αυτή διαφέρει από την παραδοχή στην οποία στηρίζεται το αιτούν δικαστήριο, το οποίο εκτιμά ότι η παροχή ηλεκτρικής ενέργειας με σκοπό την αποθήκευσή της σε συσσωρευτές αποτελεί τη μόνη γενεσιουργό αιτία του οικείου φόρου.

20

Οι παρατηρήσεις αυτές δεν επηρεάζουν το παραδεκτό του υποβληθέντος προδικαστικού ερωτήματος.

21

Πράγματι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, για τα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ερωτήματα που έχει υποβάλει το εθνικό δικαστήριο εντός του νομικού και πραγματικού πλαισίου το οποίο έχει προσδιορίσει με δική του ευθύνη και την ακρίβεια του οποίου δεν οφείλει να ελέγξει το Δικαστήριο, ισχύει το τεκμήριο ότι είναι λυσιτελή. Το Δικαστήριο μπορεί να μην αποφανθεί επί αιτήσεως εθνικού δικαστηρίου μόνον όταν είναι πρόδηλο ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης ή ακόμη όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία τα οποία είναι απαραίτητα προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του υποβάλλονται, καθώς και προκειμένου να κατανοήσει τους λόγους για τους οποίους το εθνικό δικαστήριο φρονεί ότι υπάρχει ανάγκη να απαντηθούν τα ερωτήματα αυτά ώστε να αποφανθεί επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιόν του (αποφάσεις της 10ης Δεκεμβρίου 2018, Wightman κ.λπ., C‑621/18, EU:C:2018:999, σκέψη 27, και της 12ης Δεκεμβρίου 2019, Slovenské elektrárne, C‑376/18, EU:C:2019:1068, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

22

Από το υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα προκύπτει ότι αυτό έχει σχέση με το υποστατό και το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, δεδομένου ότι η διαφορά αυτή δεν έχει ως αντικείμενο την ερμηνεία των διατάξεων της οδηγίας 2003/96, αλλά τους όρους επιστροφής φόρου εισπραχθέντος βάσει της εσφαλμένης εφαρμογής εθνικής ρύθμισης για τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο μιας ευχέρειας την οποία προβλέπει η οδηγία αυτή.

23

Αφετέρου, η Γερμανική Κυβέρνηση εκθέτει ότι το υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα δεν έπρεπε να παραπέμπει στο άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/96, αλλά στο άρθρο 5, τέταρτη περίπτωση, της οδηγίας.

24

Συναφώς, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 56 των προτάσεών του, τόσο οι πιστώσεις φόρου για τις ενεργειοβόρες επιχειρήσεις, οι οποίες προβλέπονται στο εν λόγω άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/96, όσο και η διαφοροποίηση των φορολογικών συντελεστών ανάλογα με την επιχειρηματική ή μη επιχειρηματική χρήση της ηλεκτρικής ενέργειας, στην οποία αναφέρεται το άρθρο 5, τέταρτη περίπτωση, της οδηγίας αυτής, έχουν προαιρετικό χαρακτήρα για τα κράτη μέλη. Επομένως, η επίλυση του νομικού ζητήματος που εγείρεται με το υποβληθέν ερώτημα μπορεί να επηρεάσει την έκβαση της διαφοράς της κύριας δίκης ανεξάρτητα από τη βάση επί της οποίας ο Γερμανός νομοθέτης καθιέρωσε την διαφοροποίηση των επίμαχων φορολογικών συντελεστών.

25

Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν, σε περίπτωση επιστροφής του ποσού του φόρου ηλεκτρικής ενέργειας που εισπράχθηκε αχρεωστήτως λόγω εσφαλμένης εφαρμογής εθνικής διάταξης θεσπισθείσας βάσει δυνατότητας την οποία παρέχει στα κράτη μέλη η οδηγία 2003/96, το δίκαιο της Ένωσης επιτάσσει να επιστρέφεται το ποσό αυτό εντόκως.

26

Υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, το δικαίωμα για επιστροφή φόρων που εισπράχθηκαν σε κράτος μέλος κατά παράβαση των κανόνων του δικαίου της Ένωσης αποτελεί τη συνέπεια και το συμπλήρωμα των δικαιωμάτων που απονέμονται στους ιδιώτες βάσει των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, όπως αυτές έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο. Επομένως, τα κράτη μέλη υποχρεούνται, κατ’ αρχήν, να επιστρέφουν τους φόρους που έχουν εισπραχθεί κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης (αποφάσεις της 19ης Ιουλίου 2012, Littlewoods Retail κ.λπ., C‑591/10, EU:C:2012:478, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 23ης Απριλίου 2020, Sole‑Mizo και Dalmandi Mezőgazdasági, C‑13/18 και C‑126/18, EU:C:2020:292, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

27

Εκτός αυτού, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, αν ένα κράτος μέλος εισέπραξε φόρους κατά παράβαση των κανόνων του δικαίου της Ένωσης, οι ιδιώτες έχουν δικαίωμα επιστροφής όχι μόνον του αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου, αλλά και των άμεσα σχετιζόμενων με τον φόρο αυτό ποσών που το εν λόγω κράτος εισέπραξε ή παρακράτησε. Τούτο περιλαμβάνει και τη ζημία που προκλήθηκε λόγω μη διαθεσιμότητας κεφαλαίων επειδή ο φόρος κατέστη πρόωρα απαιτητός. Από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι η κατ’ αρχήν υποχρέωση των κρατών μελών να επιστρέφουν εντόκως τα ποσά των εισπραχθέντων κατά παράβαση του δικαίου της Ένωσης φόρων απορρέει από το δίκαιο αυτό (αποφάσεις της 19ης Ιουλίου 2012, Littlewoods Retail κ.λπ., C‑591/10, EU:C:2012:478, σκέψεις 25 και 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 23ης Απριλίου 2020, Sole-Mizo και Dalmandi Mezőgazdasági, C‑13/18 και C‑126/18, EU:C:2020:292, σκέψεις 35 και 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

28

Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 74 των προτάσεών του, πρέπει να διευκρινιστεί ότι η υποχρέωση έντοκης επιστροφής του ποσού των φόρων που εισπράχθηκαν κατά παράβαση του δικαίου της Ένωσης ισχύει και όταν η παράβαση αυτή οφείλεται σε μη τήρηση των γενικών αρχών του δικαίου αυτού.

29

Υπενθυμίζεται ότι η οδηγία 2003/96 έχει ως αντικείμενο, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις της 3, 4 και 5 και από το άρθρο της 1, τη θέσπιση εναρμονισμένου φορολογικού καθεστώτος των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας (πρβλ. απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 2020, Repsol Petróleo, C‑44/19, EU:C:2020:982, σκέψη 21).

30

Στο πλαίσιο του καθεστώτος αυτού, ο νομοθέτης της Ένωσης παρέσχε στα κράτη μέλη, ιδίως με τα άρθρα 5, 7, 15 έως 17 και 19 της οδηγίας, ένα σύνολο δυνατοτήτων θέσπισης διαφοροποιημένων φορολογικών συντελεστών, φορολογικών απαλλαγών ή μειώσεων των ειδικών φόρων κατανάλωσης, οι οποίες δυνατότητες αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εναρμονισμένου καθεστώτος φορολόγησης που θεσπίστηκε με την οδηγία.

31

Συναφώς, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να ασκούν τη διακριτική ευχέρεια που διαθέτουν δυνάμει των άρθρων αυτών τηρώντας το δίκαιο της Ένωσης και τις γενικές αρχές του και, ιδίως, τηρώντας την αρχή της ίσης μεταχείρισης (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Autoservizi Giordano, C‑513/18, EU:C:2020:59, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επιπλέον, η απαίτηση αυτή αφορά τόσο τα μέτρα με τα οποία γίνεται χρήση της διακριτικής αυτής ευχέρειας όσο και την εφαρμογή τους.

32

Η αρχή της ίσης μεταχείρισης επιβάλλει να μην αντιμετωπίζονται παρόμοιες καταστάσεις κατά διαφορετικό τρόπο, ούτε διαφορετικές καταστάσεις κατά τον ίδιο τρόπο, εκτός εάν η αντιμετώπιση αυτή δικαιολογείται αντικειμενικώς (απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Autoservizi Giordano, C‑513/18, EU:C:2020:59, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

33

Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, από απόψεως του ποσού του αχρεωστήτως εισπραχθέντος φόρου και της αντίστοιχης υποχρέωσης επιστροφής, ένας επιχειρηματίας ο οποίος υπόκειται σε μειωμένο συντελεστή φόρου ηλεκτρικής ενέργειας, κατ’ εφαρμογήν διάταξης του εθνικού δικαίου για τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο της ευχέρειας που προβλέπει η οδηγία 2003/96, του οποίου το ποσό εισπράχθηκε αχρεωστήτως, βρίσκεται σε παρόμοια κατάσταση με έναν επιχειρηματία ο οποίος υπόκειται στον κανονικό συντελεστή του φόρου αυτού, κατ’ εφαρμογήν διάταξης της εν λόγω οδηγίας, του οποίου το ποσό εισπράχθηκε αχρεωστήτως.

34

Οι δύο αυτές καταστάσεις δεν πρέπει να τυγχάνουν διαφορετικής μεταχείρισης, πράγμα που συνεπάγεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής, υπάρχει υποχρέωση έντοκης καταβολής του ποσού του αχρεωστήτως εισπραχθέντος φόρου.

35

Πράγματι, η σύγκριση μεταξύ των επιχειρηματιών πρέπει να γίνεται με γνώμονα το αν υπέστησαν τις ζημίες που συνίστανται στη μη διαθεσιμότητα κεφαλαίων λόγω του σφάλματος ως προς το απαιτητό του φόρου, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 27 της παρούσας απόφασης, τούτο δε ανεξαρτήτως του αν υπόκεινται στην εφαρμογή του κανονικού ή του μειωμένου συντελεστή του φόρου αυτού, δεδομένου ότι αμφότεροι οι συντελεστές εμπίπτουν στο ίδιο εναρμονισμένο καθεστώς που θεσπίστηκε με την οδηγία 2003/96.

36

Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, σε περίπτωση επιστροφής του ποσού του φόρου ηλεκτρικής ενέργειας που εισπράχθηκε αχρεωστήτως λόγω εσφαλμένης εφαρμογής εθνικής διάταξης θεσπισθείσας βάσει δυνατότητας την οποία παρέχει στα κράτη μέλη η οδηγία 2003/96, το δίκαιο της Ένωσης επιτάσσει να επιστρέφεται το ποσό αυτό εντόκως.

Επί των δικαστικών εξόδων

37

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Σε περίπτωση επιστροφής του ποσού του φόρου ηλεκτρικής ενέργειας που εισπράχθηκε αχρεωστήτως λόγω εσφαλμένης εφαρμογής εθνικής διάταξης θεσπισθείσας βάσει δυνατότητας την οποία παρέχει στα κράτη μέλη η οδηγία 2003/96/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με την αναδιάρθρωση του κοινοτικού πλαισίου φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας, το δίκαιο της Ένωσης επιτάσσει να επιστρέφεται το ποσό αυτό εντόκως.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Langue de procédure : l’allemand.