ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)

της 25ης Νοεμβρίου 2021 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Διαδικασίες αφερεγγυότητας – Κανονισμός (ΕΕ) 1346/2000 – Άρθρα 4 και 28 – Άρθρο 32, παράγραφος 2 – Προθεσμία για την αναγγελία απαιτήσεων σε διαδικασία αφερεγγυότητας – Αναγγελία απαιτήσεων σε δευτερεύουσα διαδικασία αφερεγγυότητας εκκρεμούσα σε κράτος μέλος εκ μέρους του συνδίκου της κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας εκκρεμούσας σε άλλο κράτος μέλος – Αυστηρή προθεσμία την οποία προβλέπει το δίκαιο του κράτους έναρξης της δευτερεύουσας διαδικασίας αφερεγγυότητας»

Στην υπόθεση C‑25/20,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Višje sodišče v Ljubljani (εφετείο Λιουμπλιάνας, Σλοβενία) με απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2019, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 20 Ιανουαρίου 2020, στο πλαίσιο της διαδικασίας που κίνησε ο

NK, υπό την ιδιότητά του ως συνδίκου της πτωχεύσεως της Alpine BAU GmbH,

παρισταμένης της:

Alpine BAU GmbH, Salzbourg – υποκατάστημα Celje, κηρυχθείσας σε πτώχευση,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

συγκείμενο από τους K. Jürimäe (εισηγήτρια), πρόεδρο του τρίτου τμήματος, προεδρεύουσα του ενάτου τμήματος, S. Rodin και N. Piçarra, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Campos Sánchez-Bordona

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

ο NK, υπό την ιδιότητά του ως συνδίκου της πτωχεύσεως της Alpine BAU GmbH, εκπροσωπούμενος από την L. T. Štruc, odvetnica,

η Alpine BAU GmbH, Salzbourg – υποκατάστημα Celje, κηρυχθείσα σε πτώχευση, εκπροσωπούμενη από τη V. Sodja, odvetnica,

η Σλοβενική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τη V. Klemenc,

η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την M. Kocjan και τον M. Wilderspin,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 20ής Μαΐου 2021,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

H αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 32, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1346/2000 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας (ΕΕ 2000, L 160, σ. 1).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ενδίκου μέσου που άσκησε ο NK, υπό την ιδιότητά του ως συνδίκου της κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας που κινήθηκε εις βάρος της Alpine BAU GmbH, εταιρίας με έδρα την Αυστρία, κατά της διατάξεως του Okrožno sodišče v Celju (πρωτοδικείου Celje, Σλοβενία) με την οποία απορρίφθηκε, λόγω εκπρόθεσμης υποβολής, η αίτησή του για αναγγελία απαιτήσεων στη Σλοβενία κατόπιν της κινήσεως δευτερεύουσας διαδικασίας αφερεγγυότητας στο άλλο αυτό κράτος μέλος.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Οι αιτιολογικές σκέψεις 6 και 19 έως 23 του κανονισμού 1346/2000 έχουν ως εξής:

«(6)

Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να περιορίζεται σε διατάξεις που διέπουν την αρμοδιότητα για την έναρξη διαδικασιών αφερεγγυότητας και τις δικαστικές αποφάσεις που απορρέουν άμεσα από τις διαδικασίες αφερεγγυότητας και έχουν στενή σχέση με αυτές. Επιπλέον, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να περιλαμβάνει διατάξεις για την αναγνώριση αυτών των δικαστικών αποφάσεων και του εφαρμοστέου δικαίου, οι οποίες επίσης ανταποκρίνονται στην προαναφερόμενη αρχή.

[…]

(19)

Η δευτερεύουσα διαδικασία αφερεγγυότητας είναι δυνατόν να εξυπηρετήσει διάφορους σκοπούς πέραν της προστασίας τοπικών συμφερόντων. Ενδέχεται να προκύψουν περιπτώσεις όπου τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη είναι τόσο περίπλοκα, ώστε να μην είναι δυνατόν να αντιμετωπιστούν ως σύνολο, ή όταν οι διαφορές των νομικών συστημάτων είναι τόσο σημαντικές που να δημιουργούνται δυσκολίες από την επέκταση των συνεπειών της νομοθεσίας του κράτους έναρξης στα άλλα κράτη όπου βρίσκονται τα περιουσιακά στοιχεία. Για τον λόγο αυτό, ο σύνδικος της κύριας διαδικασίας μπορεί να ζητήσει την έναρξη δευτερεύουσας διαδικασίας εφόσον το απαιτεί η αποτελεσματική διοίκηση των περιουσιακών στοιχείων.

(20)

Οι κύριες διαδικασίες και οι δευτερεύουσες διαδικασίες αφερεγγυότητας δεν μπορούν να συμβάλλουν στην αποτελεσματική εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων παρά μόνον εάν οι παράλληλες αυτές διαδικασίες είναι συντονισμένες. Βασική προϋπόθεση για το σκοπό αυτό είναι να υπάρχει στενή συνεργασία μεταξύ των διαφόρων συνδίκων, ιδίως με την επαρκή ανταλλαγή πληροφοριών. Για να εξασφαλιστεί ο δεσπόζων ρόλος της κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας, ο σύνδικος της διαδικασίας αυτής θα πρέπει να διαθέτει διάφορες δυνατότητες παρέμβασης στις δευτερεύουσες διαδικασίες αφερεγγυότητας. Θα πρέπει να μπορεί, παραδείγματος χάριν, να προτείνει ένα πρόγραμμα εξυγίανσης ή έναν πτωχευτικό συμβιβασμό, ή να ζητήσει την αναστολή της εκκαθάρισης των περιουσιακών στοιχείων στη δευτερεύουσα διαδικασία αφερεγγυότητας.

(21)

Κάθε πιστωτής, όπου και αν κατοικεί στην Κοινότητα, θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να αναγγείλει τις απαιτήσεις του σε κάθε διαδικασία αφερεγγυότητας που διεξάγεται στην Κοινότητα και αφορά τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη. Αυτό θα πρέπει να ισχύει επίσης για τις φορολογικές αρχές και για τους οργανισμούς κοινωνικών ασφαλίσεων. Ωστόσο, προκειμένου να υπάρχει ισότητα μεταχείρισης των πιστωτών, πρέπει να συντονίζεται η κατανομή του προϊόντος της εκκαθάρισης. Ο κάθε πιστωτής θα πρέπει μεν να μπορεί να διατηρεί ό,τι του εκδικάζεται στα πλαίσια μιας διαδικασίας αφερεγγυότητας, δεν θα πρέπει όμως να μπορεί να συμμετέχει στην κατανομή περιουσιακών στοιχείων σε άλλη διαδικασία, εάν δεν έχουν λάβει οι άλλοι πιστωτές της ίδιας σειράς ένα ανάλογο ποσοστιαίο μερίδιο.

(22)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει την άμεση αναγνώριση των αποφάσεων που αφορούν την έναρξη, διεξαγωγή και περάτωση των διαδικασιών αφερεγγυότητας που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του, καθώς και των αποφάσεων που συνδέονται άμεσα με αυτές τις διαδικασίες αφερεγγυότητας. Η αυτόματη αναγνώριση θα πρέπει να συνεπάγεται, κατά συνέπεια, την επέκταση σε άλλα κράτη μέλη των επιπτώσεων της διαδικασίας αυτής σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους έναρξής της. Η αναγνώριση των αποφάσεων των δικαστηρίων των κρατών μελών θα πρέπει να βασίζεται στην αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Για το σκοπό αυτό, οι λόγοι μη αναγνώρισης θα πρέπει να περιορίζονται στους απολύτως αναγκαίους. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, θα πρέπει να επιλύεται η σύγκρουση που προκύπτει στην περίπτωση που οι δικαστικές αρχές δύο κρατών μελών θεωρούν ότι είναι αρμόδιες για την έναρξη της κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας. Θα πρέπει να αναγνωρίζεται σε όλα τα άλλα κράτη μέλη η απόφαση του δικαστηρίου που προβαίνει πρώτο στην έναρξη διαδικασίας, χωρίς να έχουν τα άλλα κράτη μέλη τη δυνατότητα να υποβάλλουν την απόφαση αυτή σε έλεγχο.

(23)

Ο παρών κανονισμός, στα θέματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του, θα πρέπει να καθορίζει ενιαίους κανόνες για τη σύγκρουση των νομοθεσιών οι οποίοι να αντικαθιστούν, στα πλαίσια του πεδίου εφαρμογής τους, τις εθνικές διατάξεις ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Εκτός εάν υπάρχει αντίθετη διάταξη, θα πρέπει να εφαρμόζεται η νομοθεσία του κράτους μέλους έναρξης της διαδικασίας (“lex concursus”). Ο κανόνας αυτός για τη σύγκρουση των νομοθεσιών θα πρέπει να εφαρμόζεται τόσο στην κύρια διαδικασία όσο και στις τοπικές διαδικασίες. Ο lex concursus καθορίζει όλα τα αποτελέσματα της διαδικασίας αφερεγγυότητας, τόσο τα διαδικαστικά όσο και τα ουσιαστικά, επί των ενεχόμενων προσώπων και εννόμων σχέσεων. Ο κανόνας αυτός διέπει όλους τους όρους έναρξης, διεξαγωγής και περάτωσης της διαδικασίας αφερεγγυότητας.»

4

Το άρθρο 3 του ως άνω κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Διεθνής δικαιοδοσία», ορίζει τα εξής:

«1.   Αρμόδια για την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας είναι τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται το κέντρο των κυρίων συμφερόντων του οφειλέτη. Για τις εταιρείες και τα νομικά πρόσωπα τεκμαίρεται, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, ότι κέντρο των κύριων συμφερόντων είναι ο τόπος της καταστατικής έδρας.

2.   Όταν το κέντρο των κύριων συμφερόντων του οφειλέτη ευρίσκεται σε κράτος μέλος, τα δικαστήρια άλλου κράτους μέλους είναι αρμόδια για την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας, κατ’ αυτού, μόνον εάν έχει εκεί εγκατάσταση. Η διαδικασία αυτή παράγει αποτελέσματα μόνον έναντι των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη που βρίσκονται στο συγκεκριμένο κράτος μέλος.

3.   Όταν αρχίσει διαδικασία αφερεγγυότητας, κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 1, τυχόν μεταγενέστερες διαδικασίες αφερεγγυότητας που αρχίζουν κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 2, είναι δευτερεύουσες, και συνιστούν υποχρεωτικώς διαδικασίες εκκαθάρισης.

4.   Τοπική διαδικασία αφερεγγυότητας βάσει της παραγράφου 2 χωρεί πριν από την έναρξη μιας κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας σύμφωνα με την παράγραφο 1, μόνον:

α)

όταν είναι αδύνατο να αρχίσει διαδικασία αφερεγγυότητας κατά την παράγραφο 1 ως εκ των προϋποθέσεων που θέτει η νομοθεσία του κράτους μέλους όπου βρίσκεται το κέντρο των κύριων συμφερόντων του οφειλέτη,

ή

β)

όταν την έναρξη της τοπικής διαδικασίας αφερεγγυότητας ζητάει πιστωτής του οποίου η κατοικία, η συνήθης διαμονή ή η έδρα ευρίσκεται στο κράτος μέλος στο οποίο ευρίσκεται η συγκεκριμένη εγκατάσταση, ή πιστωτής του οποίου η απαίτηση εγεννήθη κατά την εκμετάλλευση της εγκατάστασης αυτής.»

5

Κατά το άρθρο 4 του κανονισμού, που τιτλοφορείται «Εφαρμοστέο δίκαιο»:

«1.   Εάν ο παρών κανονισμός δεν ορίζει άλλως, δίκαιο εφαρμοστέο στη διαδικασία αφερεγγυότητας και στα αποτελέσματά της είναι το δίκαιο του κράτους μέλους έναρξης της διαδικασίας, κατωτέρω καλουμένου “κράτος έναρξης”.

2.   Το δίκαιο του κράτους έναρξης ρυθμίζει τις προϋποθέσεις έναρξης, τη διεξαγωγή και την περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Βάσει του δικαίου αυτού, ορίζονται συγκεκριμένα:

[…]

ζ)

οι πτωχευτικές και οι μεταπτωχευτικές απαιτήσεις·

η)

οι κανόνες αναγγελίας, εξέλεγξης και τελικής επαλήθευσης των πιστώσεων·

[…]».

6

Το άρθρο 28 του ίδιου κανονισμού, το οποίο αφορά το εφαρμοστέο δίκαιο στις δευτερεύουσες διαδικασίες αφερεγγυότητας, προβλέπει τα ακόλουθα:

«Τη δευτερεύουσα διαδικασία διέπει το δίκαιο του κράτους μέλους όπου άρχισε η δευτερεύουσα διαδικασία, εκτός αν άλλως ορίζει ο παρών κανονισμός.»

7

Το άρθρο 31 του κανονισμού 1346/2000, το οποίο φέρει τον τίτλο «Καθήκον συνεργασίας και ενημέρωσης», ορίζει τα εξής:

«1.   Επιφυλασσομένων των κανόνων περιορισμού της ανακοίνωσης πληροφοριών, ο σύνδικος της κύριας διαδικασίας και οι σύνδικοι των δευτερευουσών διαδικασιών υπέχουν υποχρέωση αμοιβαίας ενημέρωσης. Ανακοινώνουν αμελλητί κάθε πληροφορία η οποία είναι δυνατόν να αποβεί χρήσιμη στην άλλη διαδικασία, όπως την πορεία της αναγγελίας και εξέλεγξης των απαιτήσεων και όλα τα μέτρα που αποσκοπούν στην περάτωση της διαδικασίας.

2.   Επιφυλασσομένων των κανόνων που ισχύουν για εκάστη διαδικασία, ο σύνδικος της κύριας διαδικασίας και οι σύνδικοι των δευτερευουσών διαδικασιών υποχρεούνται να συνεργάζονται.

3.   Ο σύνδικος δευτερεύουσας διαδικασίας οφείλει να παρέχει εγκαίρως στο σύνδικο της κύριας διαδικασίας τη δυνατότητα να υποβάλει προτάσεις σχετικά με την εκκαθάριση ή άλλη χρήση του ενεργητικού της δευτερεύουσας διαδικασίας.»

8

Το άρθρο 32 του ανωτέρω κανονισμού, με τίτλο «Άσκηση των δικαιωμάτων των πιστωτών», προβλέπει τα εξής:

«1.   Ο πιστωτής δικαιούται να αναγγείλει την απαίτησή του στην κύρια ή σε οιαδήποτε δευτερεύουσα διαδικασία.

2.   Οι σύνδικοι της κυρίας και των δευτερευουσών διαδικασιών αναγγέλλουν στις άλλες διαδικασίες τις απαιτήσεις οι οποίες έχουν αναγγελθεί στη διαδικασία για την οποία διορίστηκαν αντιστοίχως σύνδικοι, εφόσον η αναγγελία είναι επωφελής για τους πιστωτές της διαδικασίας που εκπροσωπούν, και επιφυλασσομένου του δικαιώματος του κάθε πιστωτή να αντιταχθεί στην αναγγελία ή να την αποσύρει, εφόσον το εφαρμοστέο δίκαιο το επιτρέπει.

3.   Οι σύνδικοι κύριας ή δευτερεύουσας διαδικασίας δικαιούνται να συμμετέχουν ως πιστωτές σε άλλη διαδικασία, μεταξύ άλλων, λαμβάνοντας μέρος στη συνέλευση των πιστωτών.»

9

Κατά το άρθρο 33 του κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Αναστολή της εκκαθάρισης»:

«1.   Το δικαστήριο που κήρυξε την έναρξη της δευτερεύουσας διαδικασίας αναστέλλει εν όλω ή εν μέρει την εκκαθάριση κατόπιν αιτήσεως του συνδίκου της κύριας διαδικασίας, υπό την προϋπόθεση ότι το επιληφθέν δικαστήριο δικαιούται να ζητήσει από τον σύνδικο της κύριας διαδικασίας τη λήψη παντός πρόσφορου μέτρου προστασίας των συμφερόντων των πιστωτών της δευτερεύουσας διαδικασίας και ορισμένων ομάδων πιστωτών. Η αίτηση του συνδίκου της κυρίας διαδικασίας απορρίπτεται μόνον εάν προδήλως δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα των πιστωτών της κύριας διαδικασίας. Η αναστολή της εκκαθάρισης διατάσσεται για τρεις μήνες το πολύ, είναι δε δυνατή η παράταση ή η ανανέωσή της για ίσο χρονικό διάστημα.

2.   Το δικαστήριο της παραγράφου 1 τερματίζει την αναστολή της εκκαθάρισης:

αιτήσει του συνδίκου της κύριας διαδικασίας,

αυτεπαγγέλτως, εάν το ζητήσει πιστωτής ή ο σύνδικος της δευτερεύουσας διαδικασίας, εφόσον την αναστολή δεν δικαιολογεί πλέον ιδίως το συμφέρον των πιστωτών της κύριας ή της δευτερεύουσας διαδικασίας.»

10

Το άρθρο 34 του ίδιου κανονισμού, το οποίο αφορά τα «Μέτρα περάτωσης της δευτερεύουσας διαδικασίας αφερεγγυότητας», ορίζει τα ακόλουθα:

«1.   Εάν το δίκαιο που διέπει τη δευτερεύουσα διαδικασία αφερεγγυότητας επιτρέπει την περάτωσή της χωρίς εκκαθάριση αλλά μέσω σχεδίου εξυγίανσης ή πτωχευτικού συμβιβασμού ή άλλου ανάλογου μέτρου, ο σύνδικος της κύριας διαδικασίας νομιμοποιείται να προτείνει σχετικό μέτρο.

Η κατ’ αυτόν τον τρόπο περάτωση της δευτερεύουσας διαδικασίας βάσει μέτρου αναφερομένου στο πρώτο εδάφιο, καθίσταται οριστική μόνον κατόπιν συμφωνίας του συνδίκου της κύριας διαδικασίας ή, αν ο σύνδικος δεν συμφωνεί, εφόσον το προταθέν μέτρο δεν θίγει οικονομικώς τους πιστωτές της κύριας διαδικασίας.

2.   Περιορισμοί των δικαιωμάτων των πιστωτών, όπως αναστολή πληρωμής ή άφεση χρέους, απορρέοντες από μέτρο προταθέν σύμφωνα με την παράγραφο 1 σε δευτερεύουσα διαδικασία, δεν παράγουν αποτελέσματα επί των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη που δεν αποτελούν αντικείμενο της εν λόγω διαδικασίας, εκτός εάν συγκατατεθούν όλοι οι ενδιαφερόμενοι πιστωτές.

3.   Διαρκούσης της κατ’ άρθρο 33 αναστολής της εκκαθάρισης, μόνον ο σύνδικος της κύριας διαδικασίας, ή ο οφειλέτης με τη συγκατάθεση του συνδίκου, δικαιούται να προτείνει μέτρα σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου στο πλαίσιο της δευτερεύουσας διαδικασίας. Άλλη πρόταση λήψεως τέτοιου μέτρου δεν υποβάλλεται σε ψηφοφορία ούτε εγκρίνεται.»

11

Ο κανονισμός 1346/2000 καταργήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/848 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας (ΕΕ 2015, L 141, σ. 19). Εντούτοις, βάσει του άρθρου 84, παράγραφος 2, του τελευταίου κανονισμού, ο κανονισμός 1346/2000 εξακολουθεί να έχει εφαρμογή ratione temporis στις επίμαχες στην κύρια δίκη διαδικασίες αφερεγγυότητας.

Το εθνικό δίκαιο

Το σλοβενικό δίκαιο

12

Το άρθρο 59, παράγραφος 2, του Ζakon o finančnem poslovanju, postopkih zaradi insolventnosti in prisilnem prenehanju (νόμου περί των χρηματοοικονομικών συναλλαγών, των διαδικασιών αφερεγγυότητας και της αναγκαστικής εκκαθάρισης, Uradni list RS, αριθ. 126/2007), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης (στο εξής: ZFPPIPP), προβλέπει ότι ο πιστωτής οφείλει να αναγγείλει στο παθητικό της πτωχεύσεως τις απαιτήσεις του κατά του πτωχού οφειλέτη εντός προθεσμίας τριών μηνών από την ημερομηνία δημοσίευσης της ανακοίνωσης έναρξης της εν λόγω διαδικασίας, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου αυτού.

13

Κατά το άρθρο 298, παράγραφος 1, του ZFPPIPP, οσάκις η απαίτηση είναι προνομιακή, ο πιστωτής υποχρεούται επίσης να αναγγείλει το προνόμιό του στο παθητικό της πτωχεύσεως εντός της προθεσμίας που προβλέπεται για την αναγγελία της προνομιακής απαιτήσεως, εάν δεν ορίζεται άλλως στο άρθρο 281, παράγραφος 1, ή στο άρθρο 282, παράγραφος 2, του ZFPPIPP.

14

Σύμφωνα με το άρθρο 296, παράγραφος 5, του ZFPPIPP, εάν ο πιστωτής αφήσει να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία για την αναγγελία της απαιτήσεώς του, η απαίτησή του κατά του πτωχού οφειλέτη αποσβήνεται και το αρμόδιο δικαστήριο απορρίπτει την αναγγελία της απαιτήσεως ως εκπρόθεσμη. Ομοίως, από το άρθρο 298, παράγραφος 5, του ZFPPIPP προκύπτει ότι, εάν ο πιστωτής δεν τηρήσει την προθεσμία για την αναγγελία του προνομίου, το εν λόγω προνόμιο αποσβήνεται.

Το αυστριακό δίκαιο

15

Το άρθρο 107, παράγραφος 1, του Insolvenzordnung (νόμου περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας) προβλέπει ότι, για τις απαιτήσεις οι οποίες αναγγέλθηκαν μετά την παρέλευση της προθεσμίας για την αναγγελία των απαιτήσεων και οι οποίες δεν εξετάστηκαν κατά τη γενική ακρόαση για την εξέλεγξη των οφειλών, διατάσσεται ειδική ακρόαση για την εξέλεγξή τους. Οι απαιτήσεις οι οποίες αναγγέλλονται δεκατέσσερις ημέρες μετά την ακρόαση για την τελική εξέλεγξη των οφειλών δεν λαμβάνονται υπόψη.

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

16

Με διάταξη του Handelsgericht Wien (εμποροδικείου Βιέννης, Αυστρία), της 19ης Ιουνίου 2013, κινήθηκε διαδικασία αφερεγγυότητας εις βάρος της Alpine BAU και ο NK διορίστηκε σύνδικος της εν λόγω διαδικασίας. Όπως προκύπτει από τη διάταξη του ανωτέρω δικαστηρίου της 5ης Ιουλίου 2013, πρόκειται για κύρια διαδικασία αφερεγγυότητας, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1346/2000.

17

Κατόπιν αιτήσεως του NK, το Okrožno sodišče v Celju (πρωτοδικείο Celje) κίνησε, με απόφαση της 9ης Αυγούστου 2013, δευτερεύουσα διαδικασία αφερεγγυότητας εις βάρος της Alpine BAU GmbH, Salzbourg – υποκατάστημα Celje (στο εξής: Alpine BAU Σλοβενία).

18

Με ανακοίνωση που δημοσιεύθηκε την ίδια ημέρα στον ιστότοπο του Agencija Republike Slovenije za javnopravne evidence in storitve (Οργανισμού δημοσίων αρχείων και υπηρεσιών της Δημοκρατίας της Σλοβενίας), το Okrožno sodišče v Celju (πρωτοδικείο Celje) ενημέρωσε τους πιστωτές και τους συνδίκους των άλλων συσχετιζόμενων διαδικασιών αφερεγγυότητας ότι, σύμφωνα με το άρθρο 32 του κανονισμού 1346/2000, δικαιούνταν να αναγγείλουν τις απαιτήσεις της κύριας διαδικασίας και των λοιπών δευτερευουσών διαδικασιών στη δευτερεύουσα διαδικασία που κινήθηκε στη Σλοβενία και όρισε, για τον σκοπό αυτόν, προθεσμία τριών μηνών από τη δημοσίευση της ανακοίνωσης, η οποία εξέπνευσε στις 11 Νοεμβρίου 2013.

19

Επ’ ευκαιρία της δημοσιεύσεως, το εν λόγω δικαστήριο επέστησε επίσης την προσοχή των πιστωτών και των συνδίκων στο γεγονός ότι, εάν δεν ανήγγειλαν τις απαιτήσεις τους πριν από την ανωτέρω ημερομηνία, οι απαιτήσεις θα αποσβήνονταν έναντι του αφερέγγυου οφειλέτη στην εν λόγω δευτερεύουσα διαδικασία και το δικαστήριο θα απέρριπτε την εκ μέρους τους αναγγελία απαιτήσεων, σύμφωνα με το άρθρο 296, παράγραφος 5, ή το άρθρο 298, παράγραφος 5, του ZFPPIPP.

20

Στις 30 Ιανουαρίου 2018, ο NK υπέβαλε ενώπιον του Okrožno sodišče v Celju (πρωτοδικείου Celje) αίτηση αναγγελίας απαιτήσεων της κύριας διαδικασίας στη δευτερεύουσα διαδικασία αφερεγγυότητας, σύμφωνα με το άρθρο 32, παράγραφος 2, του κανονισμού 1346/2000. Με διάταξη της 5ης Ιουλίου 2019, το ανωτέρω δικαστήριο απέρριψε, βάσει του άρθρου 296, παράγραφος 5, του ZFPPIPP, την εν λόγω αναγγελία απαιτήσεων ως εκπρόθεσμη.

21

Ο NK άσκησε έφεση κατά της εν λόγω διατάξεως ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ήτοι του Višje sodišče v Ljubljani (εφετείου Λιουμπλιάνας, Σλοβενία). Εκτιμά ότι το άρθρο 32, παράγραφος 2, του κανονισμού 1346/2000 θεσπίζει «ειδικό δικαίωμα» υπέρ του συνδίκου της κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας το οποίο δεν κατοχυρώνεται στο σλοβενικό δίκαιο. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του NK, το ειδικό αυτό δικαίωμα του παρέχει τη δυνατότητα να αναγγείλει τις απαιτήσεις της κύριας διαδικασίας σε οποιαδήποτε δευτερεύουσα διαδικασία αφερεγγυότητας χωρίς να τάσσεται καμία προθεσμία για τον σκοπό αυτόν. Κατά τον NK, η εφαρμογή τέτοιας προθεσμίας θα είχε ως συνέπεια να στερηθεί, στην πράξη, του δικαιώματος που προβλέπει το άρθρο 32, παράγραφος 2, του κανονισμού, καθόσον δεν θα είχε τη δυνατότητα να αναγγείλει, εντός της τρίμηνης προθεσμίας που ορίζει η σλοβενική νομοθεσία, απαιτήσεις οι οποίες δεν έχουν αναγγελθεί ή αναγνωριστεί σε άλλο κράτος μέλος.

22

Ο NK διευκρινίζει ότι η πτώχευση της Alpine BAU αποτελεί μία εκ των σημαντικότερων πτωχεύσεων που έχουν λάβει χώρα στην Αυστρία και ότι η διαδικασία εκκαθάρισης διήρκεσε πολλά έτη, η δε τελευταία επ’ ακροατηρίου συζήτηση διεξήχθη στις 2 Οκτωβρίου 2018. Πάντως, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του NK, για να μπορεί να εφαρμοστεί αποτελεσματικά το άρθρο 32, παράγραφος 2, του κανονισμού 1346/2000 είναι αναγκαίο ο σύνδικος κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας τέτοιου μεγέθους να μην υπόκειται σε αυστηρή προθεσμία για την αναγγελία απαιτήσεων βάσει μόνον της νομοθεσίας του κράτους μέλους έναρξης της δευτερεύουσας διαδικασίας. Επομένως, κατά τον NK, προκειμένου να διασφαλιστεί η υπεροχή του κανονισμού 1346/2000, δεν πρέπει να τύχει εφαρμογής ο ZFPPIPP.

23

Αντιθέτως, η Alpine BAU Σλοβενία υποστηρίζει ότι, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1346/2000, το δίκαιο του κράτους μέλους έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις, εκτός αν ο κανονισμός 1346/2000 ορίζει άλλως. Κατά την Alpine BAU Σλοβενία, ο ανωτέρω κανονισμός δεν περιέχει καμία διάταξη που να αποκλείει την εφαρμογή του εθνικού δικαίου όσον αφορά την προθεσμία για την αναγγελία απαιτήσεων σε δευτερεύουσα διαδικασία αφερεγγυότητας εκ μέρους του συνδίκου της κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας. Επιπλέον, η Alpine BAU Σλοβενία διατείνεται ότι το άρθρο 32, παράγραφος 2, του κανονισμού 1346/2000 δεν προβλέπει κανένα «ειδικό δικαίωμα» υπέρ του συνδίκου της κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας, δεδομένου ότι η διάταξη αυτή παρέχει απλώς στον εν λόγω σύνδικο τη δυνατότητα να αναγγέλλει τις απαιτήσεις ως νόμιμος εκπρόσωπος των πτωχευτικών πιστωτών. Κατά τους ισχυρισμούς της Alpine BAU Σλοβενία, η ερμηνεία κατά την οποία οι Σλοβένοι πιστωτές δεσμεύονται από αυστηρή προθεσμία για την αναγγελία απαιτήσεων στο πλαίσιο της δευτερεύουσας διαδικασίας αφερεγγυότητας, ενώ οι πιστωτές άλλων κρατών μελών που εκπροσωπούνται από σύνδικο δεν δεσμεύονται από αυτήν, δημιουργεί άνιση μεταχείριση μεταξύ των δύο κατηγοριών πιστωτών. Κατά τα λοιπά, η Alpine BAU Σλοβενία ισχυρίζεται ότι το γράμμα του άρθρου 32, παράγραφος 2, του κανονισμού 1346/2000 δεν επιτάσσει οι απαιτήσεις που αναγγέλλονται εκ μέρους του συνδίκου της κύριας διαδικασίας και οι απαιτήσεις των λοιπών δευτερευουσών διαδικασιών να έχουν προηγουμένως εξελεγχθεί και επαληθευθεί στο πλαίσιο των εν λόγω διαδικασιών.

24

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Višje sodišče v Ljubljani (εφετείο Λιουμπλιάνας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχει το άρθρο 32, παράγραφος 2, του κανονισμού 1346/2000 την έννοια ότι στην αναγγελία απαιτήσεων σε δευτερεύουσα διαδικασία εκ μέρους του συνδίκου της κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας έχουν εφαρμογή οι διατάξεις σχετικά με τις προθεσμίες για την αναγγελία απαιτήσεων και σχετικά με τις συνέπειες της εκπρόθεσμης αναγγελίας βάσει του δικαίου του κράτους στο οποίο διεξάγεται η δευτερεύουσα διαδικασία;»

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

25

Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, μολονότι τυπικά το αιτούν δικαστήριο περιόρισε τα ερωτήματά του στην ερμηνεία ορισμένων πτυχών του δικαίου της Ένωσης, το γεγονός αυτό δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να του παράσχει όλα τα στοιχεία ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης που μπορεί να αποδειχθούν χρήσιμα για την εκδίκαση της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί, ανεξαρτήτως του αν το αιτούν δικαστήριο έχει κάνει σχετική μνεία κατά τη διατύπωση των ερωτημάτων του (απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020, Santen, C‑673/18, EU:C:2020:531, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

26

Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 32, παράγραφος 2, του κανονισμού 1346/2000, σε συνδυασμό με τα άρθρα 4 και 28 του κανονισμού, έχει την έννοια ότι στην εκ μέρους του συνδίκου της κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας αναγγελία, σε δευτερεύουσα διαδικασία αφερεγγυότητας, απαιτήσεων που έχουν αναγγελθεί στην κύρια διαδικασία αφερεγγυότητας έχουν εφαρμογή οι διατάξεις σχετικά με τις προθεσμίες για την αναγγελία απαιτήσεων και σχετικά με τις συνέπειες της εκπρόθεσμης αναγγελίας βάσει της νομοθεσίας του κράτους έναρξης της δευτερεύουσας διαδικασίας.

27

Το άρθρο 32, παράγραφος 2, του κανονισμού 1346/2000 προβλέπει ότι οι σύνδικοι της κυρίας διαδικασίας και των δευτερευουσών διαδικασιών αναγγέλλουν στις άλλες διαδικασίες τις απαιτήσεις οι οποίες έχουν αναγγελθεί στη διαδικασία για την οποία διορίστηκαν αντιστοίχως σύνδικοι, εφόσον η αναγγελία είναι επωφελής για τους πιστωτές της διαδικασίας που εκπροσωπούν, και επιφυλασσομένου του δικαιώματος του εκάστου πιστωτή να αντιταχθεί στην αναγγελία ή να την αποσύρει, εφόσον το εφαρμοστέο δίκαιο το επιτρέπει.

28

Όπως προκύπτει από το γράμμα της, η διάταξη καθιερώνει καταρχήν υποχρέωση του συνδίκου να αναγγέλλει τις απαιτήσεις οι οποίες έχουν αναγγελθεί στη διαδικασία αφερεγγυότητας για την οποία διορίστηκε σε άλλες συσχετιζόμενες διαδικασίες αφερεγγυότητας. Αντιθέτως, η εν λόγω διάταξη, όπως και οι λοιπές διατάξεις του κανονισμού 1346/2000, δεν παρέχουν διευκρινίσεις όσον αφορά τις προθεσμίες για την αναγγελία των ως άνω απαιτήσεων και τις συνέπειες ενδεχόμενης εκπρόθεσμης αναγγελίας.

29

Εντούτοις, παρατηρείται, αφενός, ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1346/2000 προβλέπει ότι, εάν ο κανονισμός δεν ορίζει άλλως, εφαρμοστέο δίκαιο στη διαδικασία αφερεγγυότητας και στα αποτελέσματά της είναι το δίκαιο του κράτους μέλους έναρξης της διαδικασίας, το οποίο καλείται «κράτος έναρξης». Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 23 του εν λόγω κανονισμού, ο κανόνας αυτός για τη σύγκρουση των νομοθεσιών εφαρμόζεται τόσο στην κύρια διαδικασία όσο και στις δευτερεύουσες διαδικασίες (πρβλ. απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2010, MG Probud Gdynia, C‑444/07, EU:C:2010:24, σκέψη 25). Το άρθρο 28 του ως άνω κανονισμού ορίζει, συναφώς, ότι η δευτερεύουσα διαδικασία διέπεται από το δίκαιο του κράτους μέλους όπου άρχισε η δευτερεύουσα διαδικασία, εκτός αν άλλως ορίζει ο κανονισμός.

30

Αφετέρου, το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1346/2000, το οποίο διευκρινίζει το περιεχόμενο της παραγράφου 1 του εν λόγω άρθρου, περιέχει μη εξαντλητική απαρίθμηση των διαφόρων σταδίων της διαδικασίας που διέπονται από το δίκαιο του κράτους έναρξης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται, ιδίως, στο στοιχείο ηʹ, οι κανόνες αναγγελίας, εξέλεγξης και τελικής επαλήθευσης των πιστώσεων.

31

Το Δικαστήριο έκρινε, βάσει των ανωτέρω, ότι προκειμένου οι διατάξεις αυτές να μη στερούνται πρακτικής αποτελεσματικότητας, επιβάλλεται οι συνέπειες της μη τηρήσεως της νομοθεσίας του κράτους έναρξης σχετικά με την αναγγελία των απαιτήσεων και, πιο συγκεκριμένα, με την προθεσμία της αναγγελίας να συνάγονται επίσης από την ίδια νομοθεσία (πρβλ. απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2016, ENEFI, C‑212/15, EU:C:2016:841, σκέψη 18 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

32

Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, καθόσον ο κανονισμός 1346/2000 δεν εναρμονίζει τις προθεσμίες αναγγελίας των απαιτήσεων στις διαδικασίες αφερεγγυότητας οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του, απόκειται στο κάθε κράτος μέλος να ορίσει τις προθεσμίες αυτές, δυνάμει της αρχής της δικονομικής αυτονομίας, υπό την προϋπόθεση, πάντως, ότι οι σχετικοί κανόνες δεν είναι λιγότερο ευνοϊκοί από εκείνους που διέπουν παρόμοιες καταστάσεις του εσωτερικού δικαίου (αρχή της ισοδυναμίας) και ότι δεν καθιστούν στην πράξη αδύνατη ή υπέρμετρα δυσχερή την άσκηση των παρεχόμενων από το δίκαιο της Ένωσης δικαιωμάτων (αρχή της αποτελεσματικότητας) (πρβλ. απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2016, ENEFI, C‑212/15, EU:C:2016:841, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

33

Ειδικότερα, οι προθεσμίες για την εκ μέρους του συνδίκου της κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας αναγγελία σε δευτερεύουσα διαδικασία αφερεγγυότητας απαιτήσεων που έχουν αναγγελθεί σε συσχετιζόμενη με αυτήν διαδικασία αφερεγγυότητας την οποία κίνησε σε άλλο κράτος μέλος ο σύνδικος της τελευταίας αυτής διαδικασίας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 32, παράγραφος 2, του κανονισμού, διέπονται από τη νομοθεσία του κράτους έναρξης της δευτερεύουσας διαδικασίας, υπό την επιφύλαξη της τήρησης των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας στις οποίες αναφέρεται η προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως.

34

Εν προκειμένω, ο NK, σύνδικος της κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας, υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η ανωτέρω διάταξη έχει την έννοια ότι παρέχει στον σύνδικο της κύριας διαδικασίας «ειδικό δικαίωμα» να αναγγείλει σε δευτερεύουσα διαδικασία αφερεγγυότητας τις απαιτήσεις που έχουν αναγγελθεί στην κύρια διαδικασία για την οποία διορίστηκε, χωρίς να υπόκειται στις προθεσμίες για την αναγγελία που προβλέπει η νομοθεσία του κράτους έναρξης της δευτερεύουσας διαδικασίας. Το ειδικό αυτό δικαίωμα δικαιολογείται, κατά τον NK, από την υποχρέωση του εν λόγω συνδίκου να αναμείνει την εξέλεγξη και την επαλήθευση των απαιτήσεων στην κύρια διαδικασία αφερεγγυότητας πριν τις αναγγείλει σε δευτερεύουσα διαδικασία.

35

Είναι αληθές ότι ο σύνδικος της κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας έχει ορισμένες εξουσίες που του παρέχουν τη δυνατότητα να ασκεί επιρροή στη δευτερεύουσα διαδικασία αφερεγγυότητας έτσι ώστε η δεύτερη να μη θέτει σε κίνδυνο τον σκοπό προστασίας που επιδιώκεται με την κύρια διαδικασία. Επομένως, βάσει του άρθρου 33, παράγραφος 1, του κανονισμού 1346/2000, μπορεί να ζητήσει την αναστολή της εκκαθαρίσεως, για χρονικό διάστημα που δεν μπορεί, βεβαίως, να υπερβαίνει τους τρεις μήνες, αλλά δύναται να παραταθεί ή να ανανεωθεί για ίσα χρονικά διαστήματα. Σύμφωνα με το άρθρο 34, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, ο σύνδικος της κύριας διαδικασίας μπορεί επίσης να προτείνει την περάτωση της δευτερεύουσας διαδικασίας μέσω σχεδίου εξυγιάνσεως, πτωχευτικού συμβιβασμού ή άλλου παρεμφερούς μέτρου. Κατά τον χρόνο αναστολής που προβλέπει το άρθρο 33, παράγραφος 1, του κανονισμού, ο σύνδικος της κύριας διαδικασίας ή ο οφειλέτης με τη σύμφωνη γνώμη του συνδίκου είναι τα μόνα πρόσωπα που μπορούν να κάνουν την πρόταση αυτή, δυνάμει του εν λόγω άρθρου 34, παράγραφος 3 (απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2012, Bank Handlowy και Adamiak, C‑116/11, EU:C:2012:739, σκέψη 61).

36

Ομοίως, παρατηρείται ότι, δυνάμει της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας κατά το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, το δικαστήριο που έχει διεθνή δικαιοδοσία να κινήσει δευτερεύουσα διαδικασία αφερεγγυότητας οφείλει να λάβει υπόψη, κατά την εφαρμογή των διατάξεων αυτών, τους σκοπούς της κύριας διαδικασίας και την εν γένει οικονομία του κανονισμού 1346/2000, ο οποίος, όπως προκύπτει, ιδίως, από την αιτιολογική σκέψη 20 του κανονισμού, σκοπεί να διασφαλίσει την αποτελεσματική και ουσιαστική λειτουργία των διασυνοριακών διαδικασιών αφερεγγυότητας διά του υποχρεωτικού συντονισμού της κύριας και της δευτερεύουσας διαδικασίας κατά τρόπο διασφαλίζοντα την πρωτοκαθεδρία της κύριας διαδικασίας (απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2012, Bank Handlowy και Adamiak, C‑116/11, EU:C:2012:739, σκέψη 62).

37

Εντούτοις, δεν είναι δυνατόν, βάσει του άρθρου 32, παράγραφος 2, του κανονισμού 1346/2000, να μην ισχύουν για τον σύνδικο της κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας οι προθεσμίες για την αναγγελία των απαιτήσεων που ορίζει η νομοθεσία του κράτους έναρξης της δευτερεύουσας διαδικασίας στο πλαίσιο της οποίας αναγγέλλει τις απαιτήσεις που έχουν αναγγελθεί στην κύρια διαδικασία για την οποία διορίστηκε.

38

Συγκεκριμένα, υπενθυμίζεται ότι ο κανονισμός 1346/2000 στηρίζεται στην αρχή της ίσης μεταχείρισης των πιστωτών, η οποία διαπνέει, mutatis mutandis, κάθε διαδικασία αφερεγγυότητας (πρβλ. απόφαση της 6ης Ιουνίου 2018, Tarragó da Silveira, C‑250/17, EU:C:2018:398, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

39

Δεδομένου ότι, στο πλαίσιο του άρθρου 32, παράγραφος 2, του κανονισμού 1346/2000, οι σύνδικοι ενεργούν στο όνομα και για λογαριασμό των πιστωτών, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να έχει την έννοια ότι οι εν λόγω σύνδικοι μπορούν να εξαιρεθούν από την εφαρμογή της νομοθεσίας του κράτους έναρξης που διέπει τις προθεσμίες για την αναγγελία των απαιτήσεων, ενώ οι πιστωτές που ενεργούν ιδίω ονόματι και για δικό τους λογαριασμό δεν μπορούν να τύχουν τέτοιας εξαιρέσεως. Αν τούτο ίσχυε, οι τελευταίοι πιστωτές θα ευρίσκονταν σε μειονεκτική θέση σε σχέση με αυτούς των οποίων οι απαιτήσεις αναγγέλλονται εκ μέρους του συνδίκου άλλης συσχετιζόμενης διαδικασίας.

40

Κατά συνέπεια, οι πιστωτές οι οποίοι ενεργούν ιδίω ονόματι και για δικό τους λογαριασμό όχι μόνο θα υποχρεούνταν να τηρούν τις προθεσμίες για την αναγγελία των απαιτήσεών τους, αλλά θα έπρεπε ακόμη, σε περίπτωση εκπρόθεσμης αναγγελίας, να υποστούν τις συνέπειες που προβλέπει η νομοθεσία του κράτους έναρξης, ενώ για τους πιστωτές που εκπροσωπούνται από σύνδικο άλλης συσχετιζόμενης διαδικασίας δεν θα ίσχυε καμία απολύτως αποσβεστική προθεσμία και οι εν λόγω πιστωτές δεν θα υφίσταντο καμία συνέπεια λόγω εκπρόθεσμης αναγγελίας. Τέτοια άνιση μεταχείριση θα μπορούσε να οδηγήσει σε αδικαιολόγητη προσβολή των δικαιωμάτων μίας κατηγορίας πιστωτών.

41

Εν πάση περιπτώσει, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει ο NK στις γραπτές παρατηρήσεις του, το άρθρο 32, παράγραφος 2, του κανονισμού 1346/2000 δεν μπορεί να έχει την έννοια ότι ο σύνδικος της κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας οφείλει να περιμένει έως ότου οι απαιτήσεις τις οποίες προτίθεται να αναγγείλει στη δευτερεύουσα διαδικασία εξελεγχθούν και επαληθευθούν στην κύρια διαδικασία για να μπορέσει να τις αναγγείλει στη δευτερεύουσα διαδικασία. Πράγματι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 28 και 29 της παρούσας αποφάσεως, η εξέλεγξη και η επαλήθευση των απαιτήσεων διέπονται, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού, από τη νομοθεσία του κράτους έναρξης. Ως εκ τούτου, στον σύνδικο της δευτερεύουσας διαδικασίας απόκειται να εξελέγξει, βάσει του δικαίου του κράτους έναρξης της δευτερεύουσας διαδικασίας, εάν οι απαιτήσεις που έχουν αναγγελθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορούν να επαληθευθούν. Το γεγονός ότι ο σύνδικος της κύριας διαδικασίας εξέλεγξε τις απαιτήσεις βάσει του δικαίου που έχει εφαρμογή στην κύρια διαδικασία δεν είναι a priori κρίσιμο όσον αφορά την εξέλεγξη των ίδιων απαιτήσεων που έχουν αναγγελθεί στη δευτερεύουσα διαδικασία.

42

Από το σύνολο των ανωτέρω στοιχείων προκύπτει ότι στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 32, παράγραφος 2, του κανονισμού 1346/2000, σε συνδυασμό με τα άρθρα 4 και 28 του κανονισμού, έχει την έννοια ότι στην εκ μέρους του συνδίκου της κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας αναγγελία, σε δευτερεύουσα διαδικασία αφερεγγυότητας, απαιτήσεων που έχουν αναγγελθεί στην κύρια διαδικασία αφερεγγυότητας έχουν εφαρμογή οι διατάξεις σχετικά με τις προθεσμίες για την αναγγελία απαιτήσεων και σχετικά με τις συνέπειες της εκπρόθεσμης αναγγελίας βάσει της νομοθεσίας του κράτους έναρξης της δευτερεύουσας διαδικασίας.

Επί των δικαστικών εξόδων

43

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (ένατο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 32, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1346/2000 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας, σε συνδυασμό με τα άρθρα 4 και 28 του κανονισμού, έχει την έννοια ότι στην εκ μέρους του συνδίκου της κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας αναγγελία, σε δευτερεύουσα διαδικασία αφερεγγυότητας, απαιτήσεων που έχουν αναγγελθεί στην κύρια διαδικασία αφερεγγυότητας έχουν εφαρμογή οι διατάξεις σχετικά με τις προθεσμίες για την αναγγελία απαιτήσεων και σχετικά με τις συνέπειες της εκπρόθεσμης αναγγελίας βάσει της νομοθεσίας του κράτους έναρξης της δευτερεύουσας διαδικασίας.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η σλοβενική.