ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

GIOVANNI PITRUZZELLA

της 12ης Μαΐου 2022 ( 1 )

Υπόθεση C‑562/20

SIA «Rodl & Partner»

κατά

Valsts ieņēmumu dienests

[αίτηση του Administratīvā rajona tiesa
(διοικητικού πρωτοδικείου, Λεττονία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη για χρηματοδότηση της τρομοκρατίας – Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 – Εκτίμηση κινδύνων στην οποία προβαίνουν οι υπόχρεες οντότητες – Αυτόματη εφαρμογή των ενισχυμένων μέτρων δέουσας επιμέλειας – Τρίτη χώρα υψηλού κινδύνου δωροδοκίας – Δημοσιότητα των κυρώσεων»

1.

Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, που υπέβαλε το Administratīvā rajona tiesa (διοικητικό πρωτοδικείο, Λεττονία), αφορά την ερμηνεία και το κύρος ορισμένων βασικών διατάξεων της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας ( 2 ).

2.

Η εν λόγω αίτηση παρέχει στο Δικαστήριο την ευκαιρία να αποσαφηνίσει το περιεχόμενο πλειόνων βασικών πτυχών του συστήματος πρόληψης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, το οποίο στηρίζεται σε προσέγγιση βάσει κινδύνου και θεσπίζεται με την ως άνω οδηγία, και ειδικότερα τα όρια της διακριτικής ευχέρειας που αναγνωρίζεται στον συγκεκριμένο τομέα στα κράτη μέλη, καθώς και την έκταση των υποχρεώσεων των υπόχρεων οντοτήτων όσον αφορά την εκτίμηση των κινδύνων ως προς τους πελάτες τους και την εφαρμογή, σε σχέση με τους εν λόγω πελάτες, των κατάλληλου επιπέδου μέτρων δέουσας επιμέλειας.

I. Το νομικό πλαίσιο

Α. Το δίκαιο της Ένωσης

3.

Το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχεία γʹ και δʹ, της οδηγίας 2015/849 ορίζει τα εξής: «Τα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη περιλαμβάνουν: […]

γ)

την αξιολόγηση και, ανάλογα με την περίπτωση, τη συλλογή πληροφοριών για τον σκοπό και τη σκοπούμενη φύση της επιχειρηματικής σχέσης·

δ)

την άσκηση συνεχούς εποπτείας όσον αφορά την επιχειρηματική σχέση, με ενδελεχή εξέταση των συναλλαγών που πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια αυτής της σχέσης, προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι οι συναλλαγές που διενεργούνται συνάδουν με τις γνώσεις της υπόχρεης οντότητας σχετικά με τον πελάτη, την επιχείρηση και το προφίλ του κινδύνου, και, εφόσον απαιτείται, σχετικά με την προέλευση των χρηματικών ποσών, καθώς και τη διασφάλιση της τήρησης ενημερωμένων εγγράφων, δεδομένων ή πληροφοριών.»

4.

Το άρθρο 14, παράγραφος 5, της οδηγίας 2015/849, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2018/843, ορίζει ότι «[τ]α κράτη μέλη απαιτούν από τις υπόχρεες οντότητες να εφαρμόζουν τα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, όχι μόνον σε όλους τους νέους πελάτες, αλλά και στους υπάρχοντες πελάτες την κατάλληλη χρονική στιγμή, ανάλογα με τον βαθμό κινδύνου, ή όταν μεταβάλλονται οι σχετικές περιστάσεις του πελάτη, ή όταν η υπόχρεη οντότητα έχει οποιοδήποτε καθήκον βάσει του νόμου κατά τη διάρκεια του σχετικού ημερολογιακού έτους να επικοινωνήσει με τον πελάτη με σκοπό την αναθεώρηση κάθε ουσιαστικής πληροφορίας που σχετίζεται με τον πραγματικό δικαιούχο ή δικαιούχους, ή εάν η υπόχρεη οντότητα είχε αυτό το καθήκον στο πλαίσιο της οδηγίας 2011/16/ΕΕ του Συμβουλίου».

5.

Το άρθρο 18 της οδηγίας 2015/849, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2018/843, προβλέπει στις παραγράφους 1 και 3 τα εξής:

«1.   Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στα άρθρα 18α έως 24, καθώς επίσης και σε άλλες περιπτώσεις υψηλότερου κινδύνου που προσδιορίζονται από τα κράτη μέλη ή τις υπόχρεες οντότητες, τα κράτη μέλη απαιτούν από τις υπόχρεες οντότητες να εφαρμόζουν ενισχυμένα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, ώστε να διαχειρίζονται και να μετριάζουν κατάλληλα τους κινδύνους αυτούς. (...)

3.   Κατά την εκτίμηση των κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, τα κράτη μέλη και οι υπόχρεες οντότητες λαμβάνουν υπόψη τουλάχιστον τους παράγοντες καταστάσεων δυνητικά υψηλότερου κινδύνου, οι οποίοι παρατίθενται στο παράρτημα III.»

6.

Το άρθρο 60, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, και παράγραφος 2, της οδηγίας 2015/849 προβλέπει τα εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές δημοσιεύουν στον επίσημο διαδικτυακό τους τόπο τις μη υποκείμενες σε προσφυγή αποφάσεις επιβολής διοικητικής κύρωσης ή μέτρου για παράβαση των εθνικών διατάξεων για τη μεταφορά της παρούσας οδηγίας αμέσως μετά την κοινοποίηση της εν λόγω απόφασης στο πρόσωπο κατά του οποίου επιβλήθηκε η κύρωση. Η δημοσίευση περιλαμβάνει, κατ’ ελάχιστον, πληροφορίες σχετικά με τη μορφή και τη φύση της παράβασης και την ταυτότητα των υπαίτιων προσώπων. (...)

2.   Σε περίπτωση που τα κράτη μέλη επιτρέπουν τη δημοσίευση αποφάσεων κατά των οποίων έχει ασκηθεί προσφυγή, οι αρμόδιες αρχές πρέπει επίσης να δημοσιεύουν, χωρίς καθυστέρηση, στον επίσημο διαδικτυακό τους τόπο τις σχετικές πληροφορίες και μεταγενέστερες πληροφορίες για την έκβαση της προσφυγής. […]»

7.

Κατά το σημείο 3, στοιχείο βʹ, του παραρτήματος III της οδηγίας 2015/849, ο «ενδεικτικός κατάλογος των παραγόντων και των τύπων αποδεικτικών στοιχείων ως προς την ύπαρξη δυνητικά υψηλότερου κινδύνου, που αναφέρονται στο άρθρο 18 παράγραφος 3», περιλαμβάνει, μεταξύ των γεωγραφικών παραγόντων κινδύνου, «χώρες στις οποίες έχουν διαπιστωθεί, σύμφωνα με αξιόπιστες πηγές, υψηλά επίπεδα δωροδοκίας ή άλλων εγκληματικών δραστηριοτήτων».

Β. Το λεττονικό δίκαιο

8.

Η οδηγία 2015/849 μεταφέρθηκε στο λεττονικό δίκαιο με τον Noziedzīgi iegūtu līdzekļu legalizācijas un terorisma un proliferācijas finansēšanas novēršanas likums (νόμο περί πρόληψης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και της διάδοσης των πυρηνικών όπλων), της 17ης Ιουλίου 2008 ( 3 ) (στο εξής: λεττονικός νόμος περί πρόληψης).

II. Τα πραγματικά περιστατικά, η κύρια δίκη και τα προδικαστικά ερωτήματα

9.

Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης, SIA «Rodl & Partner» (στο εξής: Rodl & Partner), είναι εταιρία εγκατεστημένη στη Λεττονία, της οποίας η δραστηριότητα συνίσταται, μεταξύ άλλων, στην παροχή υπηρεσιών λογιστικής, λογιστικού ελέγχου και φορολογικών συμβουλών. Έχει την ιδιότητα υπόχρεης οντότητας κατά την έννοια της οδηγίας 2015/849.

10.

Στο διάστημα από τις 3 Απριλίου 2019 έως τις 6 Ιουνίου 2019, υπάλληλοι του Noziedzīgi iegūtu līdzekļu legalizācijas novēršanas pārvaldde (γραφείου πρόληψης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες) της Valsts ieņēmumu dienests (λεττονικής φορολογικής αρχής, στο εξής: VID) διενήργησαν ελέγχους στην Rodl & Partner. Στο πλαίσιο των εν λόγω ελέγχων, η VID διαπίστωσε, μεταξύ άλλων, ότι η Rodl & Partner, ως υπόχρεη οντότητα, δεν είχε διενεργήσει και τεκμηριώσει εκτίμηση των κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, βάσει του λεττονικού νόμου περί πρόληψης, σε σχέση με δύο πελάτες της: το ίδρυμα It izglītības fonds (στο εξής: ίδρυμα) και την εταιρία SIA RBA Consulting (στο εξής: RBA Consulting).

11.

Ο πρώτος πελάτης, το ίδρυμα, είναι εγκατεστημένος στη Λεττονία και έχει ως αντικείμενο την προώθηση της τεχνολογίας των πληροφοριών στους σπουδαστές. Το εν λόγω ίδρυμα έγινε πελάτης της Rodl & Partner στις 25 Οκτωβρίου 2016. Το σχετικό έγγραφο προσδιορισμού της ταυτότητας υπεγράφη στις 7 Μαρτίου 2017 από τον VR, υπήκοο της Ρωσικής Ομοσπονδίας κάτοχο άδειας διαμονής στη Λεττονία, ο οποίος διευθύνει το ίδρυμα ως υπάλληλος. Στο εν λόγω έγγραφο, ως πραγματικός δικαιούχος του ιδρύματος ορίζεται η λεττονική κοινωνία στο σύνολό της.

12.

Για τον εν λόγω πελάτη, η Rodl & Partner εκτίμησε ως χαμηλό τον βαθμό κινδύνου νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Εντούτοις, η VID επισήμανε ότι, από έκθεση της 22ας Ιουνίου 2018, που δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο του προμνησθέντος γραφείου της VID, καθώς και από τη διεθνή πρακτική, προκύπτει ότι η ενδεχόμενη χρησιμοποίηση μη κυβερνητικών οργανώσεων (στο εξής: ΜΚΟ) καταλέγεται στις κύριες απειλές όσον αφορά τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Επομένως, κατά τη VID, η Rodl & Partner όφειλε να προβεί σε ενδελεχή εξέταση του πελάτη, λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι συνδέεται με τρίτη χώρα υψηλού κινδύνου δωροδοκίας, ήτοι τη Ρωσική Ομοσπονδία.

13.

Ο δεύτερος πελάτης, η RBA Consulting, είναι εταιρία εγκατεστημένη στη Λεττονία, της οποίας η δραστηριότητα συνίσταται στην παροχή υπηρεσιών δημοσίων σχέσεων και επικοινωνίας. Μοναδικός εταίρος και πραγματικός δικαιούχος της εν λόγω εταιρίας είναι Λεττονός υπήκοος. Η εν λόγω εταιρία είναι πελάτης της Rodl & Partner από τις 28 Δεκεμβρίου 2017. Η Rodl & Partner εκτίμησε και για τον εν λόγω πελάτη το επίπεδο κινδύνου ως χαμηλό.

14.

Εντούτοις, κατόπιν ανάλυσης των αποσπασμάτων κίνησης του τρεχούμενου λογαριασμού της εν λόγω εταιρίας, η VID διαπίστωσε ότι ελάμβανε μηνιαίως εμβάσματα ύψους 25000 ευρώ από τη Nord Stream 2 AG, εταιρία ελεγχόμενη από τη ρωσική εταιρία Gazprom. Επιπλέον, τα σχετικά τιμολόγια είχαν εκδοθεί βάσει σύμβασης συναφθείσας την 1η Ιανουαρίου 2018 μεταξύ της RBA Consulting και της Nord Stream 2 AG. Η VID ζήτησε από την Rodl & Partner να προσκομίσει την εν λόγω σύμβαση, κάτι το οποίο αυτή δεν έπραξε, υποστηρίζοντας ότι είχε εξετάσει την πρωτότυπη σύμβαση στις εγκαταστάσεις του πελάτη. Στο πλαίσιο αυτό, η VID κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, κατά την εποπτεία της επιχειρηματικής σχέσης με τον εν λόγω πελάτη, η Rodl & Partner δεν είχε αποδώσει ιδιαίτερη προσοχή στις συναλλαγές που είχε πραγματοποιήσει η RBA Consulting με τη Nord Stream 2 AG, εταιρία ανήκουσα σε οντότητα εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα υψηλού κινδύνου δωροδοκίας.

15.

Με απόφαση της 11ης Ιουλίου 2019 η VID επέβαλε στην Rodl & Partner πρόστιμο ύψους 3000 ευρώ λόγω παράβασης των υποχρεώσεων που προβλέπονται από τον λεττονικό νόμο περί πρόληψης. Βάσει της εν λόγω απόφασης, η VID δημοσίευσε στις 11 Αυγούστου 2019, στον ιστότοπό της, πληροφορίες σχετικά με τις παραβάσεις που διέπραξε η Rodl & Partner. Η απόφαση περί επιβολής προστίμου επικυρώθηκε με απόφαση του γενικού διευθυντή της VID της 13ης Νοεμβρίου 2019. Η Rodl & Partner άσκησε προσφυγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου με αίτημα την ακύρωση της τελευταίας ως άνω απόφασης καθώς και τη διαγραφή των πληροφοριών οι οποίες δημοσιεύθηκαν στο Διαδίκτυο σχετικά με τις κυρώσεις που της επιβλήθηκαν.

16.

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, κατά πρώτον, ότι ούτε η οδηγία 2015/849 ούτε ο λεττονικός νόμος περί πρόληψης προβλέπουν ότι οι ΜΚΟ συνιστούν, αποκλειστικά και μόνο λόγω της νομικής μορφής τους, περίπτωση υψηλότερου κινδύνου και ότι πρέπει, για τον λόγο αυτό και μόνο, να υποβάλλονται σε ενισχυμένα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη. Το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι η Rodl & Partner υποστήριξε ότι, σε περίπτωση που η VID μπορεί να θεωρεί ότι η υπόχρεη οντότητα πρέπει να εφαρμόζει ενισχυμένα μέτρα δέουσας επιμέλειας οσάκις ο πελάτης της έχει τη νομική μορφή ΜΚΟ ή ένας από τους υπαλλήλους του είναι υπήκοος τρίτης χώρας υψηλού κινδύνου δωροδοκίας, τίθεται το ζήτημα αν η εν λόγω απαίτηση έχει δυσανάλογο χαρακτήρα και αν πρέπει να προβλέπεται από τον νόμο.

17.

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει επίσης ότι η Ρωσική Ομοσπονδία δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο των χωρών υψηλού κινδύνου που δημοσίευσε η Ομάδα Χρηματοοικονομικής Δράσης (FATF) ούτε στον κατάλογο τρίτων χωρών υψηλού κινδύνου της Επιτροπής. Κατά το αιτούν δικαστήριο, η εν λόγω χώρα μπορεί να θεωρηθεί χώρα υψηλού κινδύνου δωροδοκίας κατά την έννοια του σημείου 3, στοιχείο βʹ, του παραρτήματος III της οδηγίας 2015/849 ( 4 ). Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι ούτε οι διατάξεις της οδηγίας 2015/849 ούτε οι διατάξεις του λεττονικού νόμου περί πρόληψης επιβάλλουν άμεσα να υποβάλλεται ο πελάτης σε ενισχυμένα μέτρα δέουσας επιμέλειας όταν υπήκοος της Ρωσικής Ομοσπονδίας είναι απλώς και μόνον υπάλληλός του. Υπό τις περιστάσεις αυτές, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 18, παράγραφοι 1 και 3, σε συνδυασμό με το σημείο 3, στοιχείο βʹ, του παραρτήματος III της οδηγίας 2015/849.

18.

Κατά δεύτερον, εάν οι προμνησθείσες διατάξεις έχουν την έννοια ότι υφίσταται αυτομάτως υποχρέωση λήψης ενισχυμένων μέτρων δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, όταν μπορεί να διαπιστωθεί κίνδυνος σχετιζόμενος με τη νομική μορφή του πελάτη (ΜΚΟ) και κίνδυνος λόγω του γεγονός ότι το πρόσωπο που έχει εξουσιοδοτηθεί από τον πελάτη και εργάζεται σε αυτόν ως υπάλληλός του είναι υπήκοος τρίτης χώρας υψηλού κινδύνου δωροδοκίας, θα πρέπει να εξεταστεί αν τέτοια ερμηνεία συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 5 ΣΕΕ.

19.

Κατά τρίτον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται μήπως, στην προκειμένη περίπτωση, η VID υπερέβη τα προβλεπόμενα από τη σχετική νομοθεσία, θεωρώντας ότι το γεγονός ότι η RBA Consulting είναι εμπορικός εταίρος θυγατρικής ρωσικής εταιρίας συνιστά, καθεαυτό, παράγοντα που αυξάνει τον κίνδυνο που σχετίζεται με τον πελάτη. Συγκεκριμένα, τέτοιου είδους τεκμήριο δεν προβλέπεται ούτε στον λεττονικό νόμο περί πρόληψης ούτε στην οδηγία 2015/849.

20.

Κατά τέταρτον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται μήπως η VID υπερέβη τις εξουσίες που της αναθέτει η σχετική νομοθεσία ζητώντας την προσκόμιση αντιγράφου της σύμβασης που συνήφθη μεταξύ της RBA Consulting και της Nord Stream 2 AG. Επομένως, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχεία γʹ και δʹ, της οδηγίας 2015/849 έχει την έννοια ότι επιβάλλει την προσκόμιση του αντιγράφου της σύμβασης που συνήφθη μεταξύ του πελάτη και τρίτου.

21.

Κατά πέμπτον, υπό το πρίσμα των περιστάσεων της υπό κρίση υπόθεσης, το αιτούν δικαστήριο θεωρεί ότι πρέπει να αποσαφηνιστεί αν το άρθρο 14, παράγραφος 5, της οδηγίας 2015/849 έχει την έννοια ότι προβλέπει –και, σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, εάν τούτο δικαιολογείται και συνιστά αναλογικό μέτρο– ότι η υπόχρεη οντότητα οφείλει να εφαρμόζει μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη σε σχέση με υφιστάμενο πελάτη, ακόμη και σε περίπτωση στην οποία δεν υπήρξε σημαντική μεταβολή στις περιστάσεις του πελάτη, και αν η εν λόγω υποχρέωση ισχύει μόνο σε σχέση με πελάτες για τους οποίους προσδιορίστηκε υψηλό επίπεδο κινδύνου.

22.

Τέλος, κατά έκτον, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι ορισμένες πληροφορίες σχετικά με τις παραβάσεις που διέπραξε η Rodl & Partner, τις οποίες η VID δημοσίευσε στον ιστότοπό της, περιείχαν ανακρίβειες. Ως εκ τούτου, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς την ερμηνεία του άρθρου 60, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2015/849.

23.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το αιτούν δικαστήριο αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχει το άρθρο 18, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 2015/849, σε συνδυασμό με το σημείο 3, στοιχείο βʹ, του παραρτήματος III της οδηγίας αυτής, την έννοια ότι οι εν λόγω διατάξεις i) επιβάλλουν αυτομάτως στον εξωτερικό πάροχο υπηρεσιών λογιστικής τη λήψη ενισχυμένων μέτρων δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη λόγω του ότι ο πελάτης είναι μη κυβερνητική οργάνωση και το πρόσωπο το οποίο έχει εξουσιοδοτηθεί από τον πελάτη και εργάζεται σε αυτόν ως υπάλληλός του, είναι υπήκοος τρίτης χώρας υψηλού κινδύνου δωροδοκίας, εν προκειμένω της Ρωσικής Ομοσπονδίας, και κάτοχος άδειας διαμονής στη Λεττονία, και ii) επιβάλλουν αυτομάτως τον χαρακτηρισμό του εν λόγω πελάτη ως πελάτη υψηλότερου βαθμού κινδύνου;

2)

Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο προηγούμενο ερώτημα, είναι η προαναφερθείσα ερμηνεία του άρθρου 18, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 2015/849, αναλογικού χαρακτήρα και, ως εκ τούτου, σύμφωνη με το άρθρο 5, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση;

3)

Έχει το άρθρο 18 της οδηγίας 2015/849, σε συνδυασμό με το σημείο 3, στοιχείο βʹ, του παραρτήματος III της οδηγίας αυτής, την έννοια ότι επιβάλλει αυτομάτως υποχρέωση λήψης ενισχυμένων μέτρων δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη σε κάθε περίπτωση κατά την οποία εμπορικός συνεργάτης του πελάτη, αλλά όχι ο ίδιος ο πελάτης, συνδέεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο με τρίτη χώρα υψηλού κινδύνου δωροδοκίας, εν προκειμένω με τη Ρωσική Ομοσπονδία;

4)

Έχει το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχεία γʹ και δʹ, της οδηγίας 2015/849, την έννοια ότι η υπόχρεη οντότητα, όταν λαμβάνει ενισχυμένα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, οφείλει να λαμβάνει από αυτόν αντίγραφο της σύμβασης που έχει συναφθεί μεταξύ του εν λόγω πελάτη και τρίτου και ότι, ως εκ τούτου, η επιτόπια εξέταση της σύμβασης αυτής θεωρείται ανεπαρκής;

5)

Έχει το άρθρο 14, παράγραφος 5, της οδηγίας 2015/849, την έννοια ότι η υπόχρεη οντότητα οφείλει να εφαρμόσει μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τους υπάρχοντες εμπορικούς πελάτες, ακόμη και όταν δεν εντοπίζονται σημαντικές μεταβολές στις περιστάσεις του πελάτη και δεν έχει παρέλθει η προθεσμία που τάσσεται από την αρμόδια αρχή των κρατών μελών για την εκ νέου άσκηση εποπτείας, περαιτέρω δε, η εν λόγω υποχρέωση ισχύει μόνο για πελάτες υψηλού κινδύνου;

6)

Έχει το άρθρο 60, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2015/849, την έννοια ότι η αρμόδια αρχή, όταν δημοσιεύει πληροφορίες σχετικά με τις μη υποκείμενες σε προσφυγή αποφάσεις επιβολής διοικητικής κύρωσης ή μέτρου για παράβαση των εθνικών διατάξεων για τη μεταφορά της εν λόγω οδηγίας, οφείλει να διασφαλίζει την απόλυτη συμφωνία των δημοσιευόμενων πληροφοριών με τις πληροφορίες που εκτίθενται στην απόφαση;»

III. Νομική ανάλυση

24.

Τα έξι προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο στην υπό κρίση υπόθεση αφορούν την ερμηνεία και το κύρος πλειόνων βασικών διατάξεων της οδηγίας 2015/849. Προτού εξετάσω τα προδικαστικά ερωτήματα, θεωρώ ότι είναι σκόπιμο να διατυπώσω ορισμένες προκαταρκτικές παρατηρήσεις σχετικά με το κείμενο της 2015/849 που έχει εφαρμογή rationae temporis στην υπό κρίση υπόθεση καθώς και σχετικά με το σύστημα πρόληψης της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας που προβλέπεται στην εν λόγω οδηγία.

Α. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

1.   Επί του εφαρμοστέου rationae temporis κειμένου της οδηγίας 2015/849

25.

Από τον φάκελο της υπόθεσης προκύπτει ότι η Rodl & Partner διενήργησε τις αναλύσεις των κινδύνων την 1η Σεπτεμβρίου 2017 για το ίδρυμα και στις 8 Φεβρουαρίου 2018 για την RBA Consulting. Οι έλεγχοι της VID διενεργήθηκαν από τις 3 Απριλίου 2019 έως τις 6 Ιουνίου 2019, η δε προσβαλλόμενη απόφαση της VID εκδόθηκε στις 13 Νοεμβρίου 2019. Η οδηγία 2018/843, η οποία τροποποίησε την οδηγία 2015/849, τέθηκε σε ισχύ στις 9 Ιουλίου 2018. Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας προέβλεπε τη μεταφορά της στο εθνικό δίκαιο των κρατών μελών το αργότερο έως τις 10 Ιανουαρίου 2020.

26.

Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι οι εκτιμήσεις κινδύνων στις οποίες στηρίχθηκε η Rodl & Partner για να καθορίσει το επίπεδο κινδύνου και, συνακόλουθα, τα μέτρα δέουσας επιμέλειας που εφάρμοσε για τους δύο πελάτες της προηγούνται χρονικά της θέσης σε ισχύ της τροποποιητικής οδηγίας του 2018. Αντιθέτως, οι έλεγχοι της VID διενεργήθηκαν μετά τη θέση σε ισχύ της εν λόγω οδηγίας, πλην όμως πριν από τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας στην εθνική έννομη τάξη.

27.

Στο πλαίσιο αυτό, όπως θα αναλύσω περαιτέρω στο σημείο 63 των παρουσών προτάσεων, συντάσσομαι με την άποψη που εξέφρασε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι, στο σύστημα πρόληψης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που προβλέπεται από την οδηγία 2015/849, η εκτίμηση των κινδύνων και η συνακόλουθη εφαρμογή μέτρων δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη τα οποία αντιστοιχούν στο προσδιορισθέν επίπεδο κινδύνου αποτελούν συνεχή διαδικασία. Επομένως, εν αντιθέσει προς τη θέση που εξέφρασε το αιτούν δικαστήριο απαντώντας στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου, φρονώ ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η νομοθεσία βάσει της οποίας πρέπει να εξεταστεί η νομιμότητα της εκτίμησης των κινδύνων που διενήργησε υπόχρεη οντότητα πρέπει να είναι κατ’ ανάγκην η ισχύουσα κατά τον χρόνο διενέργειας της αρχικής εκτίμησης. Συγκεκριμένα, στο σύστημα της οδηγίας 2015/849, η εκτίμηση κινδύνων έχει κατ’ ανάγκην δυναμικό χαρακτήρα, οι δε υπόχρεες οντότητες οφείλουν να διατηρούν επικαιροποιημένες τις εκτιμήσεις των κινδύνων που διενεργούν ( 5 ). Επομένως, η εκτίμηση των κινδύνων που διενεργεί η υπόχρεη οντότητα σε σχέση με πελάτη –η οποία δικαιολογεί τη λήψη συγκεκριμένου επιπέδου μέτρων δέουσας επιμέλειας ως προς τον συγκεκριμένο πελάτη– πρέπει να συνάδει με την ισχύουσα νομοθεσία κατά τον χρόνο του ελέγχου που διενεργούν οι αρχές. Η υπόχρεη οντότητα δεν μπορεί να δικαιολογήσει ανακολουθίες στην ανάλυση των κινδύνων που διενήργησε και στα επακόλουθα μέτρα δέουσας επιμέλειας που εφάρμοσε υποστηρίζοντας ότι η αρχική ανάλυσή της διεπόταν από άλλη ρύθμιση.

28.

Κατά τη γνώμη μου, από τις προεκτεθείσες παρατηρήσεις συνάγεται ότι το κείμενο της οδηγίας που έχει εφαρμογή στα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υπόθεσης είναι αυτό που ίσχυε κατά τον χρόνο διενέργειας των ελέγχων εκ μέρους της VID, ήτοι το τροποποιηθέν από την οδηγία 2018/843 κείμενο.

29.

Τούτου λεχθέντος, επισημαίνεται επίσης ότι αποδέκτες των οδηγιών είναι τα κράτη μέλη ( 6 ). Οι υποχρεώσεις των υπόχρεων οντοτήτων απορρέουν, κατ’ αρχήν, από τη νομοθεσία περί μεταφοράς της οδηγίας στην εθνική έννομη τάξη. Όταν η VID διενήργησε τους ελέγχους που οδήγησαν στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, η προθεσμία μεταφοράς της οδηγίας 2018/843 στο εθνικό δίκαιο δεν είχε ακόμη παρέλθει. Από τον φάκελο της υπόθεσης δεν προκύπτει αν, κατά τον χρόνο των εν λόγω ελέγχων, ο λεττονικός νόμος περί πρόληψης είχε προσαρμοστεί για τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο των τροποποιήσεων που επέφερε η εν λόγω οδηγία. Εν πάση περιπτώσει, οι υποχρεώσεις της Rodl & Partner ήταν οι προβλεπόμενες στο κείμενο του λεττονικού νόμου που ίσχυε κατά τον χρόνο διενέργειας των ελέγχων, το οποίο όντως μνημονεύει το αιτούν δικαστήριο με την απόφαση περί παραπομπής ( 7 ).

30.

Εκτιμώ, πάντως, ότι οι τροποποιήσεις τις οποίες επέφερε η οδηγία 2018/843 στις διατάξεις της οδηγίας 2015/849 και οι οποίες μνημονεύονται στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο δεν ασκούν ουσιαστική επιρροή στις απαντήσεις που πρέπει να δοθούν στα εν λόγω ερωτήματα ( 8 ). Παρατηρώ, επίσης, ότι τα προδικαστικά ερωτήματα δεν εγείρουν ζητήματα μη συμβατότητας της εθνικής νομοθεσίας με τις διατάξεις της οδηγίας 2015/849.

2.   Επί του συστήματος πρόληψης της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, το οποίο προβλέπεται από την οδηγία 2015/849

α)   Σύστημα πρόληψης στηριζόμενο σε προσέγγιση βάσει κινδύνου

31.

Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο της 1, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 1, η οδηγία 2015/849 έχει ως βασικό σκοπό να αποτρέψει τη χρήση του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να βλάψουν οι ροές παράνομου χρήματος την ακεραιότητα, τη σταθερότητα και το κύρος του χρηματοπιστωτικού τομέα της Ένωσης, να απειλήσουν την εσωτερική της αγορά, καθώς και τη διεθνή ανάπτυξη ( 9 ). Η εν λόγω οδηγία εκδόθηκε εντός συγκεκριμένου διεθνούς πλαισίου, με σκοπό να εφαρμόζονται και να καταστούν δεσμευτικές εντός της Ένωσης οι συστάσεις της FATF ( 10 ).

32.

Οι διατάξεις της οδηγίας 2015/849 έχουν, επομένως, προληπτικό χαρακτήρα, καθόσον αποβλέπουν στην καθιέρωση, σύμφωνα με προσέγγιση που βασίζεται στον κίνδυνο, ενός συνόλου αποτρεπτικών μέτρων για την αποτελεσματική καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς και για τη διαφύλαξη της σταθερότητας και της ακεραιότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος ( 11 ).

33.

Όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 22 και 23 της οδηγίας 2015/849, η ως άνω ολιστική προσέγγιση βάσει κινδύνου ( 12 ) είναι αναγκαία για να μπορούν τα κράτη μέλη και η Ένωση να εντοπίζουν, να κατανοούν και να μετριάζουν τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν όσον αφορά τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Η προσέγγιση βάσει κινδύνου προϋποθέτει εκτίμηση των εν λόγω κινδύνων, η οποία, στο σύστημα της οδηγίας 2015/849 ( 13 ), πραγματοποιείται σε τρία επίπεδα: στο επίπεδο της Ένωσης, από την Επιτροπή (άρθρο 6) ( 14 ), στο επίπεδο κάθε κράτους μέλους (άρθρο 7) και στο επίπεδο των υπόχρεων οντοτήτων (άρθρο 8).

34.

Ειδικότερα, κατά το άρθρο 7 της οδηγίας 2015/849, κάθε κράτος μέλος οφείλει να λαμβάνει τα ενδεδειγμένα μέτρα για τον εντοπισμό, την εκτίμηση, την κατανόηση και τον μετριασμό των κινδύνων που αντιμετωπίζει όσον αφορά τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και να επικαιροποιεί την εν λόγω εκτίμηση κινδύνων.

35.

Κατά το άρθρο 8 της προμνησθείσας οδηγίας, οι υπόχρεες οντότητες οφείλουν, κατά τρόπο αναλογικό προς τη φύση και το μέγεθός τους, να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα προκειμένου να εντοπίζουν και να εκτιμούν τους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που διατρέχουν, λαμβάνοντας υπόψη παράγοντες κινδύνου, συμπεριλαμβανομένων αυτών που σχετίζονται με τους πελάτες τους, τις χώρες ή τις γεωγραφικές περιοχές.

36.

Η ως άνω εκτίμηση κινδύνων συνιστά την προϋπόθεση για τη λήψη κατάλληλων μέτρων πρόληψης –ήτοι των μέτρων δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη– με σκοπό την αποτροπή ή, τουλάχιστον, την παρεμπόδιση, κατά το δυνατόν, της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας ( 15 ). Συγκεκριμένα, ελλείψει εκτίμησης των κινδύνων, ούτε το οικείο κράτος μέλος ούτε, ενδεχομένως, η οικεία οντότητα έχουν τη δυνατότητα να κρίνουν ποια μέτρα πρέπει να εφαρμοστούν ανάλογα με την περίπτωση ( 16 ).

37.

Εξάλλου, ο κίνδυνος ο ίδιος έχει μεταβλητό χαρακτήρα, οι δε παράμετροι κινδύνου, είτε μεμονωμένα είτε σε συνδυασμό, ενδέχεται να αυξήσουν ή να μειώσουν τον δυνητικό κίνδυνο που προκύπτει, επηρεάζοντας με τον τρόπο αυτό τα ενδεδειγμένα επίπεδα προληπτικών μέτρων ( 17 ). Υφίσταται, επομένως, σχέση μεταξύ της εκτίμησης των κινδύνων και των μέτρων δέουσας επιμέλειας, υπό την έννοια ότι το επίπεδο δέουσας επιμέλειας εξαρτάται από το υψηλότερο ή χαμηλότερο επίπεδο κινδύνου ( 18 ). Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει σαφώς ότι τα μέτρα δέουσας επιμέλειας πρέπει να έχουν συγκεκριμένο σύνδεσμο με τον κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και να είναι αναλογικά σε σχέση με τον εν λόγω κίνδυνο ( 19 ).

38.

Στο πλαίσιο αυτό, η οδηγία 2015/849 διακρίνει τρία είδη μέτρων δέουσας επιμέλειας τα οποία οι υπόχρεες οντότητες ενδέχεται να πρέπει να εφαρμόσουν σε σχέση με τον πελάτη τους ανάλογα με το προσδιορισθέν επίπεδο κινδύνου: τα συνήθη μέτρα, τα απλουστευμένα μέτρα και τα ενισχυμένα μέτρα ( 20 ).

39.

Τα συνήθη μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη ρυθμίζονται, ειδικότερα, στα άρθρα 13 και 14 της οδηγίας 2015/849. Κατά το άρθρο 13, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, τα συνήθη μέτρα περιλαμβάνουν την εξακρίβωση της ταυτότητας του πελάτη (στοιχείο αʹ) και του πραγματικού δικαιούχου (στοιχείο βʹ), την αξιολόγηση και, ανάλογα με την περίπτωση, τη συλλογή πληροφοριών για τον σκοπό και τη σκοπούμενη φύση της επιχειρηματικής σχέσης (στοιχείο γʹ) και την άσκηση συνεχούς εποπτείας όσον αφορά την επιχειρηματική σχέση (στοιχείο δʹ). Κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, οι υπόχρεες οντότητες μπορούν να καθορίζουν την έκταση των μέτρων ανάλογα με τον βαθμό κινδύνου.

40.

Όσον αφορά τα απλουστευμένα μέτρα, από το άρθρο 15, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2015/849 προκύπτει ότι, όταν το κράτος μέλος ή η υπόχρεη οντότητα εντοπίζουν τομείς μικρότερου κινδύνου ή όταν η υπόχρεη οντότητα βεβαιωθεί ότι η επιχειρηματική σχέση ή η συναλλαγή παρουσιάζει χαμηλότερο βαθμό κινδύνου, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέψουν στις υπόχρεες οντότητες να εφαρμόζουν απλουστευμένα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη.

41.

Τέλος, όσον αφορά τα ενισχυμένα μέτρα, από το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/849 προκύπτει ότι, στις περιπτώσεις που μνημονεύονται στα άρθρα 18α έως 24 της ίδιας οδηγίας και σε άλλες περιπτώσεις υψηλότερου κινδύνου που προσδιορίζονται από τα κράτη μέλη ή τις υπόχρεες οντότητες, τα κράτη μέλη απαιτούν από τις υπόχρεες οντότητες να εφαρμόζουν ενισχυμένα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, ώστε να διαχειρίζονται και να μετριάζουν κατάλληλα τους εν λόγω κινδύνους.

42.

Συνεπώς, πλην των ειδικών περιπτώσεων που προβλέπονται στα άρθρα 18α έως 24 της οδηγίας 2015/849 –στις οποίες τα ενισχυμένα μέτρα δέουσας επιμέλειας λαμβάνονται αυτομάτως–, σύμφωνα με την αναγκαία συσχέτιση, που μνημονεύθηκε στο σημείο 37 των παρουσών προτάσεων, μεταξύ της εκτίμησης του επιπέδου του κινδύνου νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, αφενός, και της καταλληλότητας των προληπτικών μέτρων, αφετέρου, η εφαρμογή ενισχυμένων μέτρων προϋποθέτει τον προσδιορισμό υψηλότερου κινδύνου από το κράτος μέλος ή την υπόχρεη οντότητα. Ειδικότερα, τα δυνάμενα να εφαρμοστούν ενισχυμένα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη πρέπει να στηρίζονται σε εκτίμηση της ύπαρξης και του επιπέδου του υψηλότερου κινδύνου νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας ( 21 ).

43.

Συναφώς, από τη συνδυασμένη ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 18, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 2015/849 προκύπτει ότι, προκειμένου να προσδιοριστούν περιπτώσεις υψηλότερου κινδύνου πέραν των προβλεπόμενων στα άρθρα 18α έως 24 της εν λόγω οδηγίας, τα κράτη μέλη και οι υπόχρεες οντότητες πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τουλάχιστον τους παράγοντες καταστάσεων δυνητικά υψηλότερου κινδύνου, οι οποίοι παρατίθενται στο παράρτημα III της ίδιας οδηγίας. Το εν λόγω παράρτημα περιέχει ενδεικτικό κατάλογο των παραγόντων και των τύπων ενδεικτικών στοιχείων τέτοιου κινδύνου.

β)   Επί του ρόλου των κρατών μελών στην προσέγγιση βάσει κινδύνου της οδηγίας 2015/849

1) Η ευρεία διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών

44.

Η οδηγία 2015/849 προβαίνει απλώς σε ελάχιστη εναρμόνιση στον τομέα της καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ( 22 ). Όπως συνάγεται από τις προεκτεθείσες παρατηρήσεις, η οδηγία καταλείπει ευρεία διακριτική ευχέρεια στα κράτη μέλη όσον αφορά τόσο τον προσδιορισμό των κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας όσο και τα ενδεδειγμένα μέτρα για την πρόληψη, την αποφυγή ή τουλάχιστον την παρακώλυση τέτοιων δραστηριοτήτων.

45.

Αφενός, η οδηγία 2015/849 αναγνωρίζει ρητώς ότι τα κράτη μέλη μπορεί να ενδιαφέρονται με διαφορετικό τρόπο για διαφορετικούς κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας ( 23 ). Όπως επισήμαναν η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και η Δημοκρατία της Λεττονίας με τις παρατηρήσεις της, οι εν λόγω διαφορετικοί κίνδυνοι μπορεί να εξαρτώνται από τη συγκεκριμένη κατάσταση κάθε κράτους μέλους και μπορεί να διαφέρουν ανάλογα με πλείονες παραμέτρους, όπως η γεωγραφική θέση ή η οικονομική ή κοινωνική κατάστασή του.

46.

Αφετέρου, η οδηγία 2015/849 καταλείπει σε κάθε κράτος μέλος την ευχέρεια να καθορίσει το επίπεδο προστασίας που κρίνει κατάλληλο σε συνάρτηση με τον διαπιστωθέντα βαθμό κινδύνου νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας ( 24 ).

47.

Η διακριτική ευχέρεια σχετικά με το επίπεδο προστασίας που η οδηγία 2015/849 αναγνωρίζει στα κράτη μέλη αφορά τόσο τη δυνατότητα να επιτρέπουν απλουστευμένα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, όταν εντοπίζουν χαμηλότερο επίπεδο κινδύνου, όσο και –εκτός των περιπτώσεων που προβλέπονται ρητώς στα άρθρα 18α έως 24 της ίδιας οδηγίας– την επιταγή της εφαρμογής ενισχυμένων μέτρων δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη σε περίπτωση εντοπισμού υψηλότερου επιπέδου κινδύνου.

48.

Όσον αφορά ειδικότερα τα ενισχυμένα μέτρα, το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει ρητώς ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν σημαντική διακριτική ευχέρεια σε σχέση με τον κατάλληλο τρόπο εκπλήρωσης της υποχρέωσης πρόβλεψης ενισχυμένων μέτρων δέουσας επιμέλειας και προσδιορισμού τόσο των καταστάσεων στις οποίες υφίσταται τέτοιος υψηλότερος κίνδυνος όσο και των κατάλληλων ενισχυμένων μέτρων δέουσας επιμέλειας ( 25 ). Κατά τα λοιπά, η ύπαρξη της εν λόγω διακριτικής ευχέρειας προκύπτει ρητώς από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/849 ( 26 ).

49.

Επισημαίνεται επίσης ότι το άρθρο 5 της οδηγίας 2015/849 επιτρέπει ρητώς στα κράτη μέλη να θεσπίζουν ή να διατηρούν σε ισχύ αυστηρότερες διατάξεις για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, εντός των ορίων της νομοθεσίας της Ένωσης ( 27 ). Το Δικαστήριο έχει αποσαφηνίσει ότι οι «αυστηρότερες διατάξεις» που διαλαμβάνονται στην εν λόγω διάταξη μπορούν να αφορούν καταστάσεις για τις οποίες η οδηγία προβλέπει ορισμένο είδος δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη καθώς και άλλες καταστάσεις για τις οποίες τα κράτη μέλη εκτιμούν ότι ενέχουν κίνδυνο ( 28 ). Επιπλέον, το εν λόγω άρθρο έχει εφαρμογή σε όλες τις διατάξεις στον τομέα που διέπεται από την οδηγία 2015/849 για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας ( 29 ).

50.

Από το σύνολο των ανωτέρω παρατηρήσεων προκύπτει ότι η οδηγία 2015/849 καταλείπει ευρεία διακριτική ευχέρεια στα κράτη μέλη τα οποία μπορούν είτε να θεσπίζουν επίπεδο προστασίας υψηλότερο εκείνου που επέλεξε ο νομοθέτης της Ένωσης και να επιτρέπουν ή να επιβάλλουν μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη διαφορετικά σε σχέση με εκείνα που προβλέπει η εν λόγω οδηγία, δυνάμει της αρμοδιότητας που διαλαμβάνεται στο εν λόγω άρθρο 5, είτε να προσδιορίζουν διαφορετικές περιπτώσεις ενέχουσες υψηλότερο κίνδυνο στο πλαίσιο της διακριτικής ευχέρειας που τους καταλείπει το εν λόγω άρθρο 18. Στην περίπτωση αυτή, τα κράτη μέλη μπορούν, μεταξύ άλλων, να καθορίζουν ποια συγκεκριμένα μέτρα πρέπει να λαμβάνονται σε ορισμένες περιπτώσεις ή να παρέχουν στις υπόχρεες οντότητες διακριτική ευχέρεια για λήψη, βάσει της εκτίμησης κινδύνων, των μέτρων που κρίνονται ανάλογα προς τον εν λόγω κίνδυνο σε συγκεκριμένη περίπτωση ( 30 ).

2) Το εύρος και τα όρια της ευρείας διακριτικής ευχέρειας των κρατών μελών

51.

Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει εντούτοις να αποσαφηνιστούν, όπως προκύπτει εξάλλου από την ανταλλαγή απόψεων κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το εύρος και τα όρια της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που αναγνωρίζει η οδηγία 2015/849 στα κράτη μέλη, υπό το πρίσμα των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης. Το γράμμα της οδηγίας, και ειδικότερα το άρθρο 5, υπενθυμίζει ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται, εν πάση περιπτώσει, να ενεργούν «εντός των ορίων της νομοθεσίας της Ένωσης».

52.

Ειδικότερα, σε σχέση με τη γενική αρχή της ασφάλειας δικαίου, τίθεται το ζήτημα της κατάλληλης νομικής βάσης για τον προσδιορισμό από τα κράτη μέλη –στο πλαίσιο που καθορίζεται με την εν λόγω οδηγία– των περαιτέρω παραγόντων κινδύνου που μπορεί να δικαιολογούν ή ακόμη να επιβάλλουν την εφαρμογή ενισχυμένων μέτρων δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη.

53.

Συγκεκριμένα, πρέπει να εξετασθεί αν, υπό το πρίσμα της γενικής αρχής της ασφάλειας δικαίου, όλα τα στοιχεία που συνιστούν τους παράγοντες κινδύνου που προσδιορίζει το κράτος μέλος πρέπει να καθορίζονται ρητώς με πράξη έχουσα τυπική ισχύ νόμου, μνημονεύοντας ρητώς, για παράδειγμα, τις χώρες ή τους τύπους οργανώσεων που ενέχουν επίπεδο υψηλότερου κινδύνου ικανό να δικαιολογήσει την εφαρμογή ενισχυμένων μέτρων.

54.

Συναφώς, εκτιμώ ότι, κατ’ εφαρμογήν των αρχών της νομιμότητας και της ασφάλειας δικαίου, ο εν γένει καθορισμός των παραγόντων κινδύνου, ο οποίος μπορεί δυνητικώς να έχει συνέπειες σε υποκειμενικές καταστάσεις ή ακόμη σε θεμελιώδη δικαιώματα, πρέπει, κατ’ αρχήν, να ερείδεται σε πράξεις με ισχύ νόμου. Εντούτοις, εκτιμώ, επίσης, ότι ο νόμος δεν πρέπει, ούτε μπορεί, να προβλέπει εξαντλητική ρύθμιση όλων των συγκεκριμένων παραγόντων κινδύνου.

55.

Συγκεκριμένα, λαμβανομένου υπόψη του δυναμικού χαρακτήρα τόσο των οικονομικών σχέσεων όσο και των παράνομων δραστηριοτήτων είναι, κατά τη γνώμη μου, αδύνατον να προσδιοριστούν με εξαντλητικό τρόπο εκ των προτέρων όλοι οι ενδεχόμενοι παράγοντες που μπορούν να ασκήσουν επιρροή στην εκτίμηση των κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Όπως επισημαίνεται ρητώς στην αιτιολογική σκέψη 30 της οδηγίας 2015/849, ο κίνδυνος ο ίδιος έχει μεταβλητό χαρακτήρα. Επομένως, είναι αναγκαίο να διασφαλιστεί κάποιος βαθμός ευελιξίας του συστήματος, ώστε να είναι δυνατή η δυναμική προσαρμογή κατά τον προσδιορισμό των εν λόγω παραγόντων, τηρώντας εξάλλου, πάντοτε, την αρχή της ασφάλειας δικαίου και διαφυλάσσοντας την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στο δίκαιο της Ένωσης.

56.

Επομένως, κατά τη γνώμη μου, δεν αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης η μνεία στη νομοθεσία γενικών κατηγοριών κινδύνου, οι οποίες εξειδικεύονται, τηρουμένων των συνταγματικού χαρακτήρα απαιτήσεων κάθε κράτους μέλους, και με μεταγενέστερες πράξεις οι οποίες δεν έχουν κατ’ ανάγκην τυπική ισχύ νόμου ( 31 ). Εξάλλου, οι εν λόγω πράξεις πρέπει να δημοσιοποιούνται δεόντως, καθόσον πρέπει να είναι γνωστές στο κοινό και, ειδικότερα, στις υπόχρεες οντότητες, οι οποίες καλούνται να διενεργήσουν τις εκτιμήσεις κινδύνων εφαρμόζοντας στην πράξη τέτοια κριτήρια.

57.

Επομένως, ο καθορισμός των εν λόγω στοιχείων κινδύνου, καθώς και των κατάλληλων μέτρων για τον μετριασμό των κινδύνων, πρέπει να συνάδει με τις λοιπές γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης. Σε αυτές καταλέγονται η αρχή της αναλογικότητας, η οποία μνημονεύεται στο πλαίσιο του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος, και η αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων, η οποία κατοχυρώνεται, ειδικότερα, στο άρθρο 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης, που απαγορεύει κάθε διάκριση ιδίως λόγω ιδιότητας μέλους εθνικής μειονότητας. Επομένως, η άσκηση από τα κράτη μέλη της διακριτικής ευχέρειας που τους αναγνωρίζει η οδηγία 2015/849 δεν πρέπει να βαίνει πέραν των ορίων του αναγκαίου για την επίτευξη των σκοπών της πρόληψης και της καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και δεν πρέπει να συνεπάγεται δυσμενείς διακρίσεις.

γ)   Επί του ρόλου των υπόχρεων οντοτήτων στην προσέγγιση βάσει κινδύνου της οδηγίας 2015/849

58.

Όπως εξέθεσα στο σημείο 35 των παρουσών προτάσεων, και όπως προκύπτει από τα άρθρα 8 και 11 έως 18 της οδηγίας 2015/849, στο σύστημα πρόληψης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που θέσπισε η εν λόγω οδηγία εφαρμόζοντας προσέγγιση βάσει κινδύνου, οι υπόχρεες οντότητες διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο κατά την εκτίμηση των κινδύνων των εν λόγω δραστηριοτήτων. Όπως επισήμανε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο εν λόγω θεμελιώδης ρόλος οφείλεται στην εγγύτητα των υπόχρεων οντοτήτων με την άσκηση των οικονομικών δραστηριοτήτων και, επομένως, των δυνητικώς παράνομων δραστηριοτήτων, η οποία έχει ως αποτέλεσμα οι εν λόγω οντότητες να μπορούν να εντοπίσουν καλύτερα ενδεχόμενες ύποπτες πράξεις.

59.

Στο πλαίσιο αυτό, η οδηγία 2015/849 επιβάλλει στις υπόχρεες οντότητες την υποχρέωση να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για τον εντοπισμό και την εκτίμηση των κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, λαμβάνοντας υπόψη τους σχετικούς παράγοντες κινδύνου, καθώς και την υποχρέωση να εφαρμόζουν τα κατάλληλα μέτρα δέουσας επιμέλειας.

60.

Η εκτίμηση κινδύνων και η συνακόλουθη εφαρμογή μέτρων δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη από τις υπόχρεες οντότητες προϋποθέτουν διαδικασίες λήψης αποφάσεων βάσει τεκμηρίων, ούτως ώστε να υπάρχει αποτελεσματικότερη εστίαση στους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας ( 32 ). Η εν λόγω εκτίμηση αφορά συγκεκριμένες καταστάσεις και, επομένως, δεν πρέπει να διενεργείται in abstracto. Βάσει της προμνησθείσας ολιστικής προσέγγισης, η εκτίμηση πρέπει να λαμβάνει υπόψη όλους τους παράγοντες που μπορούν να ασκούν επιρροή στον εντοπισμό του κινδύνου.

61.

Συναφώς, από το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2015/849 προκύπτει σαφώς ότι οι εκτιμήσεις περί των κινδύνων που διενεργούν οι υπόχρεες οντότητες πρέπει να τεκμηριώνονται, να επικαιροποιούνται και να τίθενται στη διάθεση των ενδιαφερόμενων αρμόδιων αρχών και των σχετικών αυτορρυθμιζόμενων φορέων.

62.

Η απαίτηση τεκμηρίωσης και απόδειξης έναντι των αρχών σε σχέση με τις εκτιμήσεις που διενήργησαν οι υπόχρεες οντότητες και τις συνακόλουθες αποφάσεις που έλαβαν όσον αφορά τα μέτρα δέουσας επιμέλειας προβλέπεται επίσης στο άρθρο 13, παράγραφος 4, της οδηγίας 2015/849. Η εν λόγω διάταξη προβλέπει ότι οι υπόχρεες οντότητες πρέπει να είναι σε θέση να αποδείξουν στις αρμόδιες αρχές ή τους αυτορρυθμιζόμενους φορείς ότι τα εφαρμοζόμενα μέτρα δέουσας επιμέλειας είναι ενδεδειγμένα για την αντιμετώπιση των εντοπισθέντων κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας ( 33 ).

63.

Επιπλέον, η εκτίμηση κινδύνων είναι δυναμική και, στο μέτρο του ευλόγου, συνεχής διαδικασία. Τούτο συνάγεται, αφενός, από την υποχρέωση, που απορρέει από το προμνησθέν άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2015/849, περί επικαιροποίησης των εκτιμήσεων των κινδύνων και, αφετέρου, από την υποχρέωση, που προβλέπεται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2015/849, περί άσκησης συνεχούς εποπτείας όσον αφορά την επιχειρηματική σχέση και γνώσης του προφίλ κινδύνου του πελάτη μέσω της τήρησης ενημερωμένων εγγράφων, δεδομένων ή πληροφοριών.

64.

Επισημαίνεται επίσης ότι, βάσει της αρχής της αναλογικότητας, οι υποχρεώσεις που επιβάλλονται στις υπόχρεες οντότητες δεν πρέπει να είναι υπέρμετρες. Η απαίτηση αυτή προβλέπεται ρητώς στο άρθρο 8, παράγραφος 1, τελευταία περίοδος, της οδηγίας 2015/849, κατά το οποίο τα μέτρα που υποχρεούνται να λαμβάνουν οι υπόχρεες οντότητες βάσει της εν λόγω οδηγίας πρέπει να είναι ανάλογα προς τη φύση και το μέγεθός τους. Η εν λόγω απαίτηση συνάγεται επίσης από τη διατύπωση της αιτιολογικής σκέψης 2 της ίδιας οδηγίας, στην οποία υπογραμμίζεται η απαίτηση ισορροπημένης προσέγγισης και τονίζεται η «[ανάγκη] για δημιουργία ενός ρυθμιστικού περιβάλλοντος που θα επιτρέπει στις επιχειρήσεις να αναπτύσσονται χωρίς να υφίστανται δυσανάλογο κόστος συμμόρφωσης».

65.

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει, κατά τη γνώμη μου, ότι, στο πλαίσιο του συστήματος πρόληψης που θεσπίστηκε με την οδηγία 2015/849, η υπόχρεη οντότητα πρέπει να είναι σε θέση να αποδείξει στις αρχές, αφενός, ότι διενήργησε όσο το δυνατόν πληρέστερη ανάλυση των κινδύνων, εντός εύλογων ορίων και αναλογικά προς τη φύση και το μέγεθός της, όσον αφορά τους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, λαμβάνοντας υπόψη όλους τους σχετικούς παράγοντες και τις σχετικές πηγές, και, αφετέρου, ότι εφάρμοσε ενδεδειγμένου επιπέδου μέτρα εποπτείας ως προς τον πελάτη κατάλληλο, κατά περίπτωση, για το επίπεδο του εντοπισθέντος κινδύνου.

66.

Θα εξετάσω εν συνεχεία τα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο υπό το πρίσμα όλων των ανωτέρω παρατηρήσεων.

Β. Επί του πρώτου και του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

67.

Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν το άρθρο 18, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 2015/849, σε συνδυασμό με το σημείο 3, στοιχείο βʹ, του παραρτήματος III της ίδιας οδηγίας, έχει την έννοια ότι οι εν λόγω διατάξεις επιβάλλουν αυτομάτως σε υπόχρεη οντότητα να χαρακτηρίσει έναν πελάτη ως πελάτη αυξημένου κινδύνου και, επομένως, να λάβει έναντι αυτού ενισχυμένα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη λόγω του ότι ο πελάτης είναι ΜΚΟ, το δε πρόσωπο το οποίο έχει εξουσιοδοτηθεί από τον συγκεκριμένο πελάτη και εργάζεται σε αυτόν ως υπάλληλός του, είναι υπήκοος τρίτης χώρας υψηλού κινδύνου δωροδοκίας.

68.

Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί, σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, αν οι ως άνω διατάξεις, ερμηνευόμενες τοιουτοτρόπως, συνάδουν με την αρχή της αναλογικότητας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 5, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, ΣΕΕ.

69.

Όπως εξέθεσα στο σημείο 41 των παρουσών προτάσεων, το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/849 προβλέπει ότι ενισχυμένα μέτρα δέουσας επιμέλειας εφαρμόζονται σε δύο περιπτώσεις: αφενός, στις περιπτώσεις που μνημονεύονται στα άρθρα 18α έως 24 της ίδιας οδηγίας και, αφετέρου, σε άλλες περιπτώσεις υψηλότερου κινδύνου που προσδιορίζονται από τα κράτη μέλη ή τις υπόχρεες οντότητες. Δεδομένου ότι από την απόφαση περί παραπομπής δεν προκύπτει ότι η υπό κρίση υπόθεση εμπίπτει σε οποιαδήποτε από τις περιπτώσεις των άρθρων 18α έως 24 της οδηγίας 2015/849, πρέπει να θεωρηθεί ότι το πρώτο προδικαστικό ερώτημα αφορά τη δεύτερη περίπτωση.

70.

Συναφώς, από τη συνδυασμένη ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 18, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 2015/849 προκύπτει ότι, προκειμένου να προσδιοριστούν περιπτώσεις αυξημένου κινδύνου, τα κράτη μέλη και οι υπόχρεες οντότητες πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τουλάχιστον τους παράγοντες καταστάσεων δυνητικά αυξημένου κινδύνου, οι οποίοι παρατίθενται ενδεικτικώς στο παράρτημα III της ίδιας οδηγίας.

71.

Όπως προκύπτει από τα σημεία 42 και 43 των παρουσών προτάσεων, εκτός των περιπτώσεων των άρθρων 18α έως 24 της οδηγίας 2015/849, κατ’ εφαρμογήν της προσέγγισης βάσει κινδύνου στην οποία στηρίζεται ολόκληρο το σύστημα πρόληψης που θεσπίζεται με την εν λόγω οδηγία, ενδεχόμενη χαρακτηρισμός πελάτη ως πελάτη αυξημένου κινδύνου και, συνακόλουθα, η λήψη ως προς αυτόν ενισχυμένων μέτρων δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, πρέπει να βασίζονται σε τεκμηριωμένη εκτίμηση του κινδύνου ως προς τον συγκεκριμένο πελάτη. Από το σημείο 60 των παρουσών προτάσεων συνάγεται επίσης ότι η εν λόγω εκτίμηση πρέπει να λαμβάνει υπόψη όλους τους παράγοντες που μπορούν να ασκούν επιρροή στον προσδιορισμό του επιπέδου κινδύνου ως προς τον εν λόγω πελάτη.

72.

Ως εκ τούτου, εκτός των προμνησθεισών περιπτώσεων των άρθρων 18α έως 24 της οδηγίας 2015/849, ο χαρακτηρισμός ενός πελάτη ως πελάτη αυξημένου κινδύνου και, συνακόλουθα, η λήψη ως προς αυτόν ενισχυμένων μέτρων δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη δεν πραγματοποιούνται αυτομάτως. Αντιθέτως, η λήψη ενισχυμένων μέτρων δέουσας επιμέλειας πρέπει να είναι αποτέλεσμα κατά περίπτωση εκτίμησης του συγκεκριμένου κινδύνου που ενέχει ο πελάτης, η οποία διενεργείται από την υπόχρεη οντότητα βάσει των κριτηρίων που προσδιόρισε το οικείο κράτος μέλος ή η ίδια η υπόχρεη οντότητα σε σχέση με όλους τους κρίσιμους παράγοντες κινδύνου.

73.

Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα το αιτούν δικαστήριο μνημονεύει δύο συγκεκριμένους παράγοντες κινδύνου: αφενός, το γεγονός ότι ο πελάτης είναι ΜΚΟ και, αφετέρου, το γεγονός ότι το πρόσωπο που έχει εξουσιοδοτηθεί από τον πελάτη και εργάζεται σε αυτόν ως υπάλληλός του είναι υπήκοος τρίτης χώρας υψηλού κινδύνου δωροδοκίας, και συγκεκριμένα της Ρωσικής Ομοσπονδίας.

74.

Όσον αφορά τον πρώτο από τους ως άνω παράγοντες, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι ούτε η οδηγία 2015/849 ούτε ο λεττονικός νόμος περί πρόληψης προβλέπουν ότι οι ΜΚΟ, καθεαυτές, απλώς και μόνον λόγω της νομικής μορφής τους, συνιστούν περίπτωση υψηλότερου κινδύνου.

75.

Συναφώς, όπως προκύπτει από τα σημεία 44 επ. των παρουσών προτάσεων, στο σύστημα που προβλέπεται από την οδηγία 2015/849, τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τον καθορισμό των κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που αντιμετωπίζουν. Επομένως, τα κράτη μέλη μπορούν να προσδιορίζουν διαφορετικές περιπτώσεις ενέχουσες υψηλότερο κίνδυνο ( 34 ).

76.

Συναφώς, επισημαίνεται ότι από το άρθρο 6, παράγραφος 12, σημείο 1, του λεττονικού νόμου περί πρόληψης προκύπτει σαφώς ότι, όταν προβαίνει σε εκτίμηση των κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, η υπόχρεη οντότητα οφείλει να λαμβάνει υπόψη, μεταξύ των περιστάσεων που ασκούν επιρροή στον κίνδυνο, τον κίνδυνο που είναι εγγενής στη νομική μορφή του πελάτη. Επομένως, με την επιφύλαξη της σχετικής εξακρίβωσης από το αιτούν δικαστήριο, μόνο αρμόδιο να εφαρμόσει το εθνικό δίκαιο, φαίνεται ότι ο λεττονικός νόμος περί πρόληψης προβλέπει ρητώς ότι η νομική μορφή του πελάτη συνιστά παράγοντα κινδύνου που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ανάλυση του κινδύνου που διενεργεί η υπόχρεη οντότητα.

77.

Επιπλέον, η Λεττονική Κυβέρνηση επισήμανε με τις παρατηρήσεις ότι σε έκθεση του 2019 του γραφείου για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες της VID ( 35 ) υπογραμμίζεται ότι οι ΜΚΟ είναι ιδιαιτέρως ευάλωτες στη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, ιδίως δε οι ΜΚΟ που δεν είναι εγγεγραμμένες ως οργανώσεις δημοσίου συμφέροντος. Η Λεττονική Κυβέρνηση μνημόνευσε επίσης άλλες πηγές πληροφοριών, οι οποίες αφορούν ειδικά τη Λεττονία ( 36 ), από τις οποίες φαίνεται να προκύπτει ότι η νομική μορφή ιδρύματος ή ΜΚΟ συνιστά στοιχείο το οποίο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ως δυνητικός παράγοντας υψηλού κινδύνου, στο πλαίσιο της εκτίμησης των κινδύνων.

78.

Συναφώς, στο σημείο 56 των παρουσών προτάσεων, εξέθεσα ότι, κατά τη γνώμη μου, δεν αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης να μνημονεύονται στον νόμο γενικές κατηγορίες κινδύνου (όπως, για παράδειγμα, εν προκειμένω, η νομική μορφή του πελάτη) οι οποίες εξειδικεύονται εν συνεχεία (εν προκειμένω, συγκεκριμένα, η νομική μορφή ΜΚΟ ή ιδρύματος) και με μεταγενέστερες πράξεις που δεν έχουν κατ’ ανάγκην τυπική ισχύ νόμου. Εντούτοις, απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, in concreto, αν στο λεττονικό δικαιικό σύστημα πρέπει όντως να θεωρείται ότι το γεγονός ότι ο πελάτης έχει νομική μορφή ιδρύματος ή ΜΚΟ συνιστά δυνητικώς παράγοντα αυξημένου κινδύνου τον οποίο η υπόχρεη οντότητα οφείλει, δυνάμει του εθνικού δικαίου, να λαμβάνει υπόψη κατά την ανάλυση των κινδύνων που πρέπει να διενεργήσει σε σχέση με τον πελάτη της.

79.

Σε τέτοια περίπτωση, θα πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι, καίτοι το γεγονός ότι ο πελάτης έχει νομική μορφή ΜΚΟ δεν συνεπάγεται αυτομάτως ότι του αποδίδεται προφίλ υψηλού κινδύνου –με επακόλουθη αυτόματη εφαρμογή ενισχυμένων μέτρων δέουσας επιμέλειας–, η ενδεχόμενη μη συνεκτίμηση του εν λόγω στοιχείου συνιστά παράλειψη κατά την εκτίμηση των κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που διενεργήθηκε σε σχέση με τον πελάτη. Επιπλέον, όπως προκύπτει από τα σημεία 61 και 62 των παρουσών προτάσεων, η υπόχρεη οντότητα πρέπει να είναι σε θέση να αποδείξει στις αρμόδιες αρχές την καταλληλότητα της ανάλυσης των κινδύνων που διενήργησε και, επομένως, ότι έλαβε υπόψη όλους τους κρίσιμους παράγοντες κατά την εν λόγω ανάλυση.

80.

Όσον αφορά τον δεύτερο από τους παράγοντες που μνημονεύθηκαν στο σημείο 73 των παρουσών προτάσεων –ήτοι το γεγονός ότι το πρόσωπο που έχει εξουσιοδοτηθεί από τον πελάτη και εργάζεται σε αυτόν ως υπάλληλός του είναι υπήκοος τρίτης χώρας υψηλού κινδύνου δωροδοκίας–, επισημαίνεται ότι, όπως παρατήρησε το αιτούν δικαστήριο, η Ρωσική Ομοσπονδία δεν περιλαμβάνεται, ούτε περιλαμβανόταν κατά τον χρόνο των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών, στον κατάλογο των χωρών υψηλού κινδύνου που δημοσίευσε η FATF ( 37 ) ούτε στον κατάλογο τρίτων χωρών υψηλού κινδύνου που κατάρτισε η Επιτροπή ( 38 ).

81.

Εντούτοις, από το σημείο 3, στοιχείο βʹ, του παραρτήματος III της οδηγίας 2015/849, που μνημονεύεται στο άρθρο 18, παράγραφος 3, της ίδιας οδηγίας, προκύπτει ότι στους γεωγραφικούς παράγοντες που είναι ενδεικτικοί καταστάσεων δυνητικά υψηλού κινδύνου καταλέγεται και ο σχετικός με «χώρες στις οποίες έχουν διαπιστωθεί, σύμφωνα με αξιόπιστες πηγές, υψηλά επίπεδα δωροδοκίας ή άλλων εγκληματικών δραστηριοτήτων».

82.

Επιπλέον, επισημαίνεται ότι το άρθρο 111, παράγραφος 3, του λεττονικού νόμου περί πρόληψης προβλέπει ότι, στο πλαίσιο της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, οι υπόχρεες οντότητες οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τουλάχιστον ορισμένους παράγοντες αύξησης του κινδύνου, στους οποίους καταλέγεται, στην παράγραφο 2, στοιχείο b, η περίσταση ότι ο πελάτης ή ο πραγματικός δικαιούχος συνδέεται με χώρα ή περιοχή υψηλού κινδύνου δωροδοκίας.

83.

Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η Ρωσική Ομοσπονδία μπορεί να θεωρηθεί χώρα ή περιοχή υψηλού κινδύνου δωροδοκίας ( 39 ). Επιπλέον, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Λεττονική Κυβέρνηση παρέπεμψε σε κατευθυντήριες γραμμές και άλλο ενημερωτικό υλικό δημοσιευμένο στον ιστότοπο της VID, από το οποίο προκύπτει ειδικώς ότι, στην πράξη, στη Λεττονία, η ύπαρξη συνδέσμου με τη Ρωσική Ομοσπονδία θεωρείται παράγοντας ο οποίος μπορεί να αυξάνει τον κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Κατά τα λοιπά, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στο σημείο 44 των παρουσών προτάσεων, μπορεί ευλόγως να θεωρηθεί ότι παράγοντες σχετικοί με τη γεωγραφική θέση και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση της Δημοκρατίας της Λεττονίας μπορούν να δικαιολογούν, κατ’ εφαρμογήν της προμνησθείσας διακριτικής ευχέρειας που η οδηγία 2015/849 αναγνωρίζει στα κράτη μέλη, ειδική προσέγγιση της Ρωσικής Ομοσπονδίας από το εν λόγω κράτος μέλος. Επομένως, με την επιφύλαξη της ανάλυσης του αιτούντος δικαστηρίου, μόνου αρμόδιου να εφαρμόσει το εθνικό δίκαιο, φαίνεται ότι η ύπαρξη «σχέσης» του πελάτη ή του πραγματικού δικαιούχου με τη Ρωσική Ομοσπονδία θεωρείται, στο λεττονικό δίκαιο, δυνητικός παράγοντας αυξημένου κινδύνου τον οποίο η υπόχρεη οντότητα οφείλει, δυνάμει του εθνικού δικαίου, να λάβει υπόψη κατά την ανάλυση του κινδύνου που πρέπει να διενεργήσει σε σχέση με πελάτη της.

84.

Σε τέτοια περίπτωση, θα πρέπει να συναχθεί –κατ’ αναλογίαν προς το συμπέρασμα σχετικά με τον παράγοντα που ανάγεται στη νομική μορφή ΜΚΟ– ότι, καίτοι δεν συνεπάγεται αυτομάτως την απόδοση προφίλ υψηλού κινδύνου στον πελάτη –με συνακόλουθη αυτόματη εφαρμογή ενισχυμένων μέτρων δέουσας επιμέλειας–, το γεγονός ότι ο εν λόγω πελάτης έχει σχέση με τη Ρωσική Ομοσπονδία συνιστά παράγοντα κινδύνου τον οποίο η υπόχρεη οντότητα πρέπει οπωσδήποτε να λάβει υπόψη κατά την εκτίμηση των κινδύνων που διενεργεί. Ως εκ τούτου, η ενδεχόμενη μη συνεκτίμηση του εν λόγω στοιχείου θα συνιστά επίσης παράλειψη κατά την εκτίμηση των κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που διενεργήθηκε σε σχέση με τον πελάτη.

85.

Εντούτοις, με την επιφύλαξη των εκτιμήσεων που πρέπει να διενεργήσει το αιτούν δικαστήριο βάσει του λεττονικού δικαίου, πρέπει να διατυπωθούν ορισμένες παρατηρήσεις όσον αφορά την έννοια της «σχέσης». Συγκεκριμένα, προκειμένου να συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας, η εν λόγω σχέση πρέπει να έχει κάποια συνάφεια με τον κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και να παραπέμπει κατά κάποιον τρόπο σε αυτόν.

86.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το γεγονός ότι ένας απλός υπάλληλος του πελάτη έχει την ιθαγένεια χώρας κινδύνου νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητας δεν συνιστά επαρκή σχέση ώστε να θεωρηθεί ότι πρόκειται για παράγοντα αυξημένου κινδύνου. Τέτοια προσέγγιση θα μπορούσε, δυνητικώς, να συνιστά επίσης δυσμενή διάκριση η οποία παραβιάζει την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων που μνημονεύθηκε στο σημείο 57 των παρουσών προτάσεων. Η κατάσταση θα μπορούσε να είναι διαφορετική αν, αντιθέτως, η σχέση αφορούσε, για παράδειγμα, τον πραγματικό δικαιούχο του πελάτη ή υπάλληλο με καθήκοντα που του παρέχουν τη δυνατότητα να ασκεί δραστηριότητες που μπορούν δυνητικώς να συνδέονται με νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

87.

Η απόφαση περί παραπομπής δεν περιέχει επαρκή στοιχεία, ιδίως όσον αφορά τον ρόλο του VR, υπηκόου Ρωσικής Ομοσπονδίας, στο ίδρυμα, προκειμένου να μπορώ να εκφέρω γνώμη επί του συγκεκριμένου ζητήματος. Εντούτοις, οφείλω να επισημάνω ότι, όπως συνάγεται από την εν λόγω απόφαση, ως πραγματικός δικαιούχος του ιδρύματος προσδιορίζεται η λεττονική κοινωνία στο σύνολό της, κάτι το οποίο αντιβαίνει προδήλως στην έννοια του πραγματικού δικαιούχου που χρησιμοποιείται στην οδηγία 2015/849 ( 40 ). Εν πάση περιπτώσει, απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει τα προεκτεθέντα στοιχεία.

88.

Τέλος, προκειμένου να δοθεί στο αιτούν δικαστήριο όσο το δυνατόν πληρέστερη απάντηση, εκτιμώ ότι είναι αναγκαίο να υπογραμμίσω επίσης, κατά πρώτον, όπως συνάγεται από τα σημεία 61 και 62 των παρουσών προτάσεων, και όπως επισήμανε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι απόκειται στην Rodl & Partner να αποδείξει τον λόγο για τον οποίο, υπό το πρίσμα των περιστάσεων του πελάτη και λαμβανομένων υπόψη συγκεκριμένων παραγόντων, δυνητικώς ενδεικτικών υψηλού κινδύνου, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο επίμαχος πελάτης εμφάνιζε μόνον χαμηλό κίνδυνο και ότι, επομένως, αρκούσε η εφαρμογή απλουστευμένων μέτρων.

89.

Κατά δεύτερον, από τα έγγραφα του φακέλου φαίνεται ότι προκύπτει ότι η VID δεν επέβαλε κυρώσεις στην Rodl & Partner λόγω της μη εφαρμογής ενισχυμένων μέτρων ως προς τον πελάτη της βάσει εθνικής πρακτικής της VID, κατά την οποία η υπόχρεη οντότητα οφείλει να εφαρμόζει ενισχυμένα μέτρα δέουσας επιμέλειας σε σχέση με πελάτη οσάκις ο εν λόγω πελάτης έχει τη νομική μορφή ΜΚΟ ή ένας εκ των υπαλλήλων του είναι υπήκοος τρίτης χώρας υψηλού κινδύνου δωροδοκίας ( 41 ). Η Λεττονική Κυβέρνηση αμφισβητεί την ύπαρξη τέτοιας πρακτικής. Από τα έγγραφα του φακέλου προκύπτει μάλλον ότι η VID επέβαλε κυρώσεις στην Rodl & Partner λόγω ανεπαρκούς ανάλυσης του κινδύνου και παράλειψης συνεκτίμησης, στην εν λόγω ανάλυση, παραγόντων που μπορούσαν δυνητικώς να μεταβάλουν την εκτίμηση κινδύνων σε σχέση με τους δύο επίμαχους πελάτες της. Είναι πρόδηλο ότι απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να αποσαφηνίσει το εν λόγω ζήτημα.

90.

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα όπως εκτίθεται στο σημείο 1 του τμήματος IV των παρουσών προτάσεων. Κατά συνέπεια, εκτιμώ ότι παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το οποίο υποβλήθηκε αποκλειστικώς για την περίπτωση καταφατικής απάντησης στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα.

Γ. Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

91.

Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν το άρθρο 18 της οδηγίας 2015/849, σε συνδυασμό με το σημείο 3, στοιχείο βʹ, του παραρτήματος III της ίδιας οδηγίας, έχει την έννοια ότι επιβάλλει αυτομάτως υποχρέωση λήψης ενισχυμένων μέτρων δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη σε κάθε περίπτωση κατά την οποία εμπορικός εταίρος του πελάτη, αλλά όχι ο ίδιος ο πελάτης, συνδέεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο με τρίτη χώρα υψηλού κινδύνου δωροδοκίας.

92.

Από τις παρατηρήσεις που διατυπώθηκαν σχετικά με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, ειδικότερα στα σημεία 69 έως 72 των παρουσών προτάσεων, προκύπτει ότι, εκτός των περιπτώσεων των άρθρων 18α έως 24 της οδηγίας 2015/849, η απόδοση σε πελάτη επιπέδου υψηλότερου κινδύνου και, συνακόλουθα, η λήψη ως προς αυτόν ενισχυμένων μέτρων δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη δεν πραγματοποιούνται αυτομάτως, αλλά πρέπει να είναι αποτέλεσμα κατά περίπτωση εκτίμησης του συγκεκριμένου κινδύνου που ενέχει ο πελάτης, η οποία διενεργείται από την υπόχρεη οντότητα βάσει των κριτηρίων που προσδιόρισε το οικείο κράτος μέλος ή η ίδια η υπόχρεη οντότητα σε σχέση με όλους τους κρίσιμους παράγοντες κινδύνου.

93.

Από τις ως άνω παρατηρήσεις, οι οποίες έχουν εφαρμογή mutatis mutandis στο υπό κρίση προδικαστικό ερώτημα σε σχέση με την ενδεχόμενη αυτόματη εφαρμογή ενισχυμένων μέτρων δέουσας επιμέλειας, προκύπτει ότι η απάντηση στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να είναι επίσης αρνητική.

94.

Τούτου λεχθέντος, όμως, προκειμένου να δοθεί στο αιτούν δικαστήριο όσο το δυνατόν πιο χρήσιμη απάντηση, πρέπει να εξεταστεί διεξοδικότερα το ζήτημα της σημασίας, στο πλαίσιο του συστήματος πρόληψης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που προβλέπεται από την οδηγία 2015/849, περιπτώσεων στις οποίες εμπορικός εταίρος του πελάτη, και όχι ο ίδιος ο πελάτης, συνδέεται κατά κάποιον τρόπο με τρίτη χώρα υψηλού κινδύνου δωροδοκίας.

95.

Συναφώς επισημαίνεται ότι, όπως προεκτέθηκε, στο παράρτημα III της οδηγίας 2015/849 απαριθμούνται οι γεωγραφικοί παράγοντες που είναι ενδεικτικοί δυνητικών καταστάσεων υψηλού κινδύνου, στους οποίους καταλέγονται «χώρες στις οποίες έχουν διαπιστωθεί, σύμφωνα με αξιόπιστες πηγές, υψηλά επίπεδα δωροδοκίας ή άλλων εγκληματικών δραστηριοτήτων». Στο εν λόγω παράρτημα δεν γίνεται οποιαδήποτε διάκριση ανάλογα με το αν οι γεωγραφικοί παράγοντες αφορούν τον πελάτη ή τους εμπορικούς εταίρους του. Επομένως, από το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/849 προκύπτει ότι, κατά την εκτίμηση των κινδύνων που οφείλουν να διενεργούν, οι υπόχρεες οντότητες πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους παράγοντες κινδύνου που αφορούν όχι μόνο τους πελάτες τους, αλλά επίσης, μεταξύ άλλων, τις «συναλλαγές». Κατά τα λοιπά, η προσέγγιση κατά την οποία η ανάλυση των παραγόντων κινδύνου δεν περιορίζεται στον πελάτη, ως υποκείμενο, αλλά εκτείνεται στις εμπορικές συναλλαγές του, επιρρωννύεται από τη διάταξη του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2015/849, σχετικά με τα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη. Συγκεκριμένα, η εν λόγω διάταξη προβλέπει ότι η υποχρέωση συνεχούς εποπτείας της επιχειρηματικής σχέσης αφορά και την επιχείρηση του πελάτη.

96.

Εξάλλου, ο βασικός σκοπός της οδηγίας 2015/849, ο οποίος υπομνήσθηκε στο σημείο 31 των παρουσών προτάσεων, συνηγορεί υπέρ ευρείας ερμηνείας της έννοιας του γεωγραφικού κινδύνου, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο την προέλευση του πελάτη από «χώρες στις οποίες έχουν διαπιστωθεί, σύμφωνα με αξιόπιστες πηγές, υψηλά επίπεδα δωροδοκίας ή άλλων εγκληματικών δραστηριοτήτων», αλλά και άλλες ενδεχόμενες σχέσεις με τέτοιες χώρες, όπως εμπορικές δραστηριότητες ή σημαντικά εμπορικά έσοδα που συνδέονται με αυτές. Συναφώς, παρατηρώ ότι από την καθοδήγηση για προσέγγιση βάσει κινδύνου της FATF για τους φορείς παροχής λογιστικών υπηρεσιών ( 42 ) –η οποία μπορεί να είναι χρήσιμη για την ερμηνεία της οδηγίας 2015/849 ( 43 )– προκύπτει ότι συνιστά παράγοντα κινδύνου, τον οποίο πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα πρόσωπα που παρέχουν λογιστικές υπηρεσίες, το γεγονός ότι οι πηγές πλούτου (source of wealth) του πελάτη –οι οποίες περιλαμβάνουν τα εμπορικά έσοδα– προέρχονται από χώρα υψηλότερου κινδύνου ( 44 ).

97.

Τούτου λεχθέντος, όπως προεξέθεσα στο σημείο 29 των παρουσών προτάσεων, οι υποχρεώσεις των υπόχρεων οντοτήτων απορρέουν, κατ’ αρχήν, από τον εθνικό νόμο περί μεταφοράς της οδηγίας στην εθνική έννομη τάξη και όχι άμεσα από την οδηγία 2015/849. Στο άρθρο του 111, παράγραφος 3, που μνημονεύθηκε στο σημείο 82 των παρουσών προτάσεων, ο λεττονικός νόμος περί πρόληψης προβλέπει ως παράγοντα κινδύνου, που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την εκτίμηση των κινδύνων, το γεγονός ότι ο πελάτης ή ο πραγματικός δικαιούχος του έχουν σχέση με χώρα ή περιοχή υψηλού κινδύνου δωροδοκίας. Επομένως, εν αντιθέσει προς το παράρτημα III της οδηγίας 2015/849, η εν λόγω διάταξη περιορίζει τη σημασία του γεωγραφικού παράγοντα, με υποκειμενικό τρόπο, στον ίδιο τον πελάτη ή στον πραγματικό δικαιούχο του.

98.

Εντούτοις, η ως άνω διάταξη πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο σύμφωνο με την οδηγία 2015/849, κάτι το οποίο απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να πράξει. Συναφώς, παρατηρώ, εξάλλου, ότι από τις προεκτεθείσες παρατηρήσεις προκύπτει ότι ερμηνεία σύμφωνη με την εν λόγω οδηγία θα απαιτεί να ερμηνευθεί η εν λόγω διάταξη υπό την έννοια ότι περιλαμβάνει ως παράγοντα γεωγραφικού κινδύνου και τη σχέση του πελάτη με χώρα ή περιοχή υψηλού κινδύνου δωροδοκίας σε σχέση με εμπορικά έσοδα του πελάτη και, επομένως, με τις συναλλαγές που εκτελεί ο πελάτης σε σχέση με την εν λόγω χώρα, περιλαμβανομένων των εσόδων από εμπορικές δραστηριότητες που ασκούνται με εμπορικούς εταίρους που συνδέονται με τρίτη χώρα υψηλού επιπέδου δωροδοκίας.

99.

Τούτου λεχθέντος, η απαίτηση περί αναλογικότητας που μνημονεύθηκε στο σημείο 64 των παρουσών προτάσεων επιβάλλει να λαμβάνονται υπόψη το μέγεθος και η σημασία της συναλλαγής ή των εμπορικών εσόδων που συνδέονται με τη χώρα υψηλότερου κινδύνου, και τούτο προϋποθέτει κατ’ ανάγκην κατά περίπτωση ανάλυση. Επομένως, δεν θα συνιστά κάθε έσοδο που απορρέει από εμπορικές δραστηριότητες που ασκούνται με εμπορικούς εταίρους που συνδέονται με τρίτη χώρα υψηλού επιπέδου δωροδοκίας παράγοντα κινδύνου ο οποίος πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την αξιολόγηση των κινδύνων ως προς τον πελάτη. Μόνο συναλλαγές και εμπορικά έσοδα μεγάλου μεγέθους θα έχουν σημασία για τον σκοπό αυτό και θα μπορούν να θεωρηθούν στοιχείο σύνδεσης με την εν λόγω χώρα. Τούτο μπορεί να συμβαίνει, για παράδειγμα, όταν ο πελάτης αποκτά μέρος των εσόδων του –το οποίο μπορεί να θεωρηθεί σημαντικό σε σχέση με τον συνολικό κύκλο εργασιών του– από τέτοιο εμπορικό εταίρο ο οποίος συνδέεται με την τρίτη χώρα υψηλού κινδύνου δωροδοκίας ή στην περίπτωση που οι εμπορικές συναλλαγές είναι τέτοιες ώστε να συνεπάγονται κατά κάποιον τρόπο εξάρτηση του πελάτη από τον εν λόγω εμπορικό εταίρο.

100.

Εν πάση περιπτώσει, απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει, in concreto, αν τούτο συμβαίνει εν προκειμένω όσον αφορά τη σχέση της RBA Consulting και του εμπορικού εταίρου της που συνδέεται με την τρίτη χώρα υψηλού επιπέδου δωροδοκίας και αν, επομένως, η Rodl & Partner όφειλε να είχε λάβει υπόψη τις εν λόγω εμπορικές συναλλαγές κατά την εκτίμηση των κινδύνων ως προς τον πελάτη της. Συναφώς, οι παρατηρήσεις που διατύπωσα στα σημεία 88 και 89 των παρουσών προτάσεων ισχύουν mutatis mutandis για την εκτίμηση των κινδύνων ως προς την RBA Consulting.

101.

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα όπως εκτίθεται στο σημείο 2 του τμήματος IV των παρουσών προτάσεων.

Δ. Επί του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος

102.

Με το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχεία γʹ και δʹ, της οδηγίας 2015/849 έχει την έννοια ότι επιβάλλει στην υπόχρεη οντότητα, όταν λαμβάνει ενισχυμένα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, να λαμβάνει από αυτόν αντίγραφο της σύμβασης που έχει συναφθεί μεταξύ του εν λόγω πελάτη και τρίτου ή αν η επιτόπια εξέταση της εν λόγω σύμβασης μπορεί να θεωρηθεί επαρκής.

103.

Το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα εμπίπτει, όπως και το τρίτο, στο πλαίσιο των αιτιάσεων που προέβαλε η VID όσον αφορά την εκτίμηση από την Rodl & Partner του επιπέδου κινδύνου του δεύτερου πελάτη της, της RBA Consulting.

104.

Όπως προεκτέθηκε στο σημείο 39 των παρουσών προτάσεων, το άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/849 καθορίζει τα (συνήθη) μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη τα οποία οφείλουν να εφαρμόζουν οι υπόχρεες οντότητες σε περίπτωση εντοπισμού κανονικού επιπέδου κινδύνου. Στα εν λόγω μέτρα περιλαμβάνονται τα προβλεπόμενα στα στοιχεία γʹ και δʹ της προμνησθείσας διάταξης.

105.

Όπως προκύπτει από τα σημεία 61 και 62 των παρουσών προτάσεων καθώς και από το άρθρο 8, παράγραφος 2, και το άρθρο 13, παράγραφος 4, της οδηγίας 2015/849, που μνημονεύονται σε αυτά, οι υπόχρεες οντότητες οφείλουν να συμμορφώνονται προς απαιτήσεις απόδειξης και τεκμηρίωσης έναντι των ενδιαφερόμενων αρμόδιων αρχών όσον αφορά τόσο τις εκτιμήσεις των κινδύνων που διενεργούν ως προς τους πελάτες τους όσο και την καταλληλότητα των μέτρων δέουσας επιμέλειας που εφαρμόζουν ως προς τους πελάτες τους σε σχέση με το προσδιορισθέν επίπεδο κινδύνου ( 45 ).

106.

Επιπλέον, το άρθρο 40, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2015/849 επιβάλλει στις υπόχρεες οντότητες να διατηρούν αντίγραφο των εγγράφων και των πληροφοριών που απαιτούνται για τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη που προβλέπονται στην εν λόγω οδηγία.

107.

Εξάλλου, οι προμνησθείσες διατάξεις της οδηγίας 2015/849 δεν καθορίζουν επακριβώς τον τρόπο με τον οποίο οι υπόχρεες οντότητες μπορούν να συμμορφωθούν προς τις προμνησθείσες απαιτήσεις απόδειξης και τεκμηρίωσης έναντι των αρμόδιων αρχών. Στο πλαίσιο αυτό, το ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο αφορά ακριβώς τον εν λόγω τρόπο συμμόρφωσης.

108.

Επ’ αυτού, επισημαίνω ότι κατά τον χρόνο ελέγχου όπως αυτός που διενήργησε η VID, η υπόχρεη οντότητα, όπως η Rodl & Partner εν προκειμένω, οφείλει να τεκμηριώνει με κατάλληλο τρόπο και να παρέχει αποδείξεις για την εκτίμηση των κινδύνων που διενήργησε σε σχέση με τον πελάτη της, το γεγονός ότι κατά την εν λόγω εκτίμηση έλαβε υπόψη όλους τους κρίσιμους παράγοντες κινδύνου, καθώς και το γεγονός ότι η εν λόγω εκτίμηση θεμελιώνει με εύλογο τρόπο το συμπέρασμα σχετικά με το επίπεδο των μέτρων δέουσας επιμέλειας που εφαρμόζονται σε σχέση με τον εν λόγω πελάτη.

109.

Σε περίπτωση που, στο πλαίσιο της εν λόγω εκτίμησης των κινδύνων, πρέπει να ληφθεί υπόψη σχέση ή εμπορική συναλλαγή με συνεργάτη που συνδέεται με τρίτη χώρα υψηλού βαθμού δωροδοκίας, η υπόχρεη οντότητα οφείλει να παράσχει την κατάλληλη τεκμηρίωση στην αρμόδια αρχή η οποία αποδεικνύει ότι ανέλυσε την εν λόγω συναλλαγή ή εμπορική σχέση και την έλαβε δεόντως υπόψη προκειμένου να καταλήξει στα συμπεράσματά της όσον αφορά το επίπεδο κινδύνου του πελάτη.

110.

Τούτου λεχθέντος, κατά τη γνώμη μου, η υποχρέωση απόδειξης και τεκμηρίωσης που υπέχει η υπόχρεη οντότητα δεν συνεπάγεται πάντοτε υποχρεωτικώς την υλική προσκόμιση του αντιγράφου σύμβασης. Ανάλογα με την περίπτωση, η απόδειξη μπορεί να προσκομιστεί με άλλους τρόπους οι οποίοι πρέπει, εντούτοις, να είναι κατάλληλοι για τον σκοπό αυτό. Τούτο θα μπορούσε να συμβεί, για παράδειγμα, όπως επισημαίνει κατ’ ουσίαν η Επιτροπή, με την προσκόμιση εκθέσεων αξιολόγησης της σύμβασης που περιέχουν τις αναγκαίες πληροφορίες για την πραγματική εκτίμηση του κινδύνου που συνδέεται με τέτοια εμπορική σχέση και που είναι ικανές να αποδείξουν ότι η υπόχρεη οντότητα ανέλυσε όντως και έλαβε υπόψη την εν λόγω σύμβαση κατά την εκτίμηση των κινδύνων ως προς τον πελάτη.

111.

Εντούτοις, κατά τη γνώμη μου, η υπόχρεη οντότητα δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη μη συνεκτίμηση της εν λόγω εμπορικής σχέσης κατά την ανάλυση των κινδύνων ως προς τον πελάτη επικαλούμενη την αδυναμία προσκόμισης της επίμαχης σύμβασης. Η παντελής έλλειψη απόδειξης και τεκμηρίωσης όσον αφορά εμπορική σχέση κρίσιμη για την ανάλυση των κινδύνων ως προς τον πελάτη συνιστά παράβαση των υποχρεώσεων που μνημονεύθηκαν στο σημείο 105 των παρουσών προτάσεων. Απόκειται, βεβαίως, στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει in concreto αν συμβαίνει κάτι τέτοιο στην υπό κρίση υπόθεση.

112.

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα όπως εκτίθεται στο σημείο 3 του τμήματος IV των παρουσών προτάσεων.

Ε. Επί του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος

113.

Με το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν το άρθρο 14, παράγραφος 5, της οδηγίας 2015/849 έχει την έννοια ότι η υπόχρεη οντότητα οφείλει να εφαρμόσει μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τους υπάρχοντες εμπορικούς πελάτες, ακόμη και όταν δεν εντοπίζονται σημαντικές μεταβολές στις περιστάσεις του πελάτη και δεν έχει παρέλθει η προθεσμία που τάσσεται από την αρμόδια αρχή των κρατών μελών για την εκ νέου άσκηση εποπτείας, περαιτέρω δε, αν η εν λόγω υποχρέωση ισχύει μόνο για πελάτες υψηλού κινδύνου.

114.

Το ζήτημα εγείρεται καθότι, στην κύρια δίκη, η VID διαπίστωσε παράβαση, εκ μέρους της Rodl & Partner, του λεττονικού νόμου περί πρόληψης, ο οποίος προβλέπει ότι η υπόχρεη οντότητα επικαιροποιεί περιοδικά, και εν πάση περιπτώσει τουλάχιστον μία φορά κάθε 18 μήνες, τις πληροφορίες που αφορούν τους πελάτες της ( 46 ). Εντούτοις, όταν η VID προέβη στον έλεγχο της Rodl & Partner, δεν είχαν παρέλθει 18 μήνες από την ημερομηνία κατά την οποία η RBA Consulting έγινε πελάτης της.

115.

Το άρθρο 14, παράγραφος 5, της οδηγίας 2015/849 προβλέπει ότι οι υπόχρεες οντότητες οφείλουν να εφαρμόζουν τα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη όχι μόνον σε όλους τους νέους πελάτες, αλλά και στους υφιστάμενους πελάτες την κατάλληλη χρονική στιγμή, ανάλογα με τον βαθμό κινδύνου, ιδίως όταν μεταβάλλονται οι σχετικές περιστάσεις του πελάτη (ή σε άλλες περιπτώσεις οι οποίες προστέθηκαν με τις τροποποιήσεις που επέφερε η οδηγία 2018/843).

116.

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά την ερμηνεία διάταξης του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται, καθώς και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος ( 47 ).

117.

Από τη γραμματική ερμηνεία του άρθρου 14, παράγραφος 5, της οδηγίας 2015/849 προκύπτει ότι οι υπόχρεες οντότητες οφείλουν να εφαρμόζουν τα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τους υφιστάμενους πελάτες «την κατάλληλη χρονική στιγμή, ανάλογα με τον βαθμό κινδύνου». Προκύπτει επίσης ότι μια, πλην όμως όχι η μόνη, περίπτωση στην οποία τούτο είναι σκόπιμο συντρέχει όταν «μεταβάλλονται οι σχετικές περιστάσεις του πελάτη». Εξάλλου, η οδηγία 2015/849 δεν αποσαφηνίζει την έννοια της φράσης «την κατάλληλη χρονική στιγμή». Εντούτοις, από το γράμμα της διάταξης συνάγεται ότι η υπόχρεη οντότητα οφείλει να εφαρμόζει ή να επικαιροποιεί τα μέτρα δέουσας επιμέλειας όταν τούτο όχι μόνο είναι αναγκαίο αλλά απλώς και μόνο σκόπιμο, σε σχέση με την εκτίμηση των κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες που συνδέονται με τον πελάτη, η οποία, όπως προεκτέθηκε, προϋποθέτει ανάλυση όλων των κρίσιμων παραγόντων. Επιπλέον, από γραμματικής πάντοτε απόψεως, παρατηρώ ότι η επίμαχη διάταξη δεν περιορίζει την εν λόγω υποχρέωση μόνον όσον αφορά τους πελάτες στους οποίους αποδίδεται επίπεδο υψηλού κινδύνου.

118.

Η ως άνω ερμηνεία της επίμαχης διάταξης επιρρωννύεται από τη συστηματική ερμηνεία. Αφενός, επισημαίνεται ότι το άρθρο 14, παράγραφος 5, της οδηγίας 2015/849 περιλαμβάνεται στο τμήμα 1, με τίτλο «Γενικές διατάξεις», του κεφαλαίου II, που αφορά τις υποχρεώσεις δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, της οδηγίας 2015/849. Επομένως, η υποχρέωση των υπόχρεων οντοτήτων δυνάμει της εν λόγω διάταξης ισχύει για όλους τους πελάτες ανεξαρτήτως του αν είναι κανονικού, χαμηλού ή υψηλού επιπέδου.

119.

Αφετέρου, όπως προεκτέθηκε στο σημείο 63 των παρουσών προτάσεων, στο σύστημα της οδηγίας 2015/849, η αξιολόγηση των κινδύνων είναι δυναμική και, στο μέτρο του ευλόγου, συνεχής διαδικασία. Επομένως, οι υπόχρεες οντότητες οφείλουν κατ’ αρχήν να ασκούν συνεχή εποπτεία, εντός εύλογων ορίων, επί των συναλλαγών των πελατών τους. Ως εκ τούτου, σε περίπτωση που περιέλθουν σε γνώση τους στοιχεία, όπως εμπορικές συναλλαγές, που μπορούν δυνητικώς να ασκούν επιρροή στην εκτίμηση των κινδύνων ως προς τον πελάτη, οι υπόχρεες οντότητες οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τα εν λόγω στοιχεία και, όταν είναι σκόπιμο, να επανεξετάζουν την ανάλυση των κινδύνων και, ενδεχομένως, το επίπεδο των μέτρων δέουσας επιμέλειας που εφαρμόζονται στον συγκεκριμένο πελάτη.

120.

Κατά τα λοιπά, φρονώ ότι διασταλτική ερμηνεία, εντός εύλογων ορίων, της επίμαχης διάταξης συνάδει με τον βασικό σκοπό της οδηγίας 2015/849, ο οποίος υπομνήσθηκε στο σημείο 31 των παρουσών προτάσεων.

121.

Στην υπό κρίση υπόθεση, επισημαίνω, κατ’ αρχάς, ότι, όπως υπογράμμισαν η Λεττονική Κυβέρνηση και το ίδιο το αιτούν δικαστήριο, το λεττονικό δίκαιο προβλέπει την υποχρέωση της υπόχρεης οντότητας να επικαιροποιεί περιοδικά τις πληροφορίες που αφορούν τους πελάτες της, πλην όμως το χρονικό διάστημα των 18 μηνών είναι απλώς και μόνο το μέγιστο χρονικό διάστημα εντός του οποίου πρέπει να πραγματοποιηθεί τέτοια επικαιροποίηση. Κατά τη γνώμη μου, ερμηνεία της εν λόγω διάταξης σύμφωνη με το άρθρο 14, παράγραφος 5, της οδηγίας 2015/849 συνεπάγεται ότι δεν μπορεί να έχει την έννοια ότι δεν υφίσταται υποχρέωση της υπόχρεης οντότητας να επανεξετάζει και, ενδεχομένως, να τροποποιεί την ανάλυση κινδύνου που διενήργησε σε σχέση με πελάτη –και, επομένως, όταν είναι σκόπιμο, να προσαρμόζει τα μέτρα που εφαρμόζονται στον εν λόγω πελάτη– οσάκις περιέρχονται σε γνώση της στοιχεία που μπορούν δυνητικώς να ασκούν επιρροή στην εκτίμηση των κινδύνων.

122.

Απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει αν οι συναλλαγές μεταξύ της RBA Consulting και της εταιρίας που συνδέεται με τη χώρα υψηλού κινδύνου δωροδοκίας, τις οποίες δεν αμφισβητείται ότι η Rodl & Partner γνώριζε, συνιστούν συναλλαγές λόγω των οποίων μπορεί να θεωρηθεί, σε σχέση με την εκτίμηση των κινδύνων ως προς την RBA Consulting, –επίσης υπό το πρίσμα των εν λόγω συναλλαγών–, ότι η Rodl & Partner έπρεπε να επικαιροποιήσει την εν λόγω εκτίμηση και ενδεχομένως να τροποποιήσει τα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη της, ανεξαρτήτως της μη παρέλευσης του μέγιστου χρονικού διαστήματος των 18 μηνών που προβλέπεται στη λεττονική νομοθεσία για την εν λόγω επικαιροποίηση.

123.

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα όπως εκτίθεται στο σημείο 4 του τμήματος IV των παρουσών προτάσεων.

ΣΤ. Επί του έκτου προδικαστικού ερωτήματος

124.

Με το έκτο προδικαστικό ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν το άρθρο 60, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2015/849 έχει την έννοια ότι, οσάκις δημοσιεύει πληροφορίες σχετικά με απόφαση περί επιβολής διοικητικής κύρωσης ή μέτρου για παράβαση των εθνικών διατάξεων για τη μεταφορά της εν λόγω οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη, η αρμόδια αρχή οφείλει να διασφαλίζει την απόλυτη συμφωνία των δημοσιευόμενων πληροφοριών με τις πληροφορίες που εκτίθενται στην απόφαση.

125.

Συναφώς, πρέπει, κατ’ αρχάς, να απορριφθούν τα επιχειρήματα της Λεττονικής Κυβέρνησης ότι το υπό κρίση προδικαστικό ερώτημα είναι υποθετικό και, επομένως, απαράδεκτο ( 48 ). Συγκεκριμένα, αφενός, το γεγονός και μόνο ότι υποβάλλεται στο Δικαστήριο ερώτημα για την ερμηνεία τόσο της παραγράφου 1 όσο και της παραγράφου 2 του άρθρου 60 της οδηγίας 2015/849, οι οποίες συνδέονται μεταξύ τους λαμβανομένου υπόψη του γράμματος της δεύτερης παραγράφου, δεν καθιστά το εν λόγω προδικαστικό ερώτημα υποθετικό. Αφετέρου, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει σαφώς ότι ακόμη και κατά τον χρόνο έκδοσης των εν λόγω αποφάσεων υφίσταντο ανακρίβειες στη δημοσίευση που αφορούσε την προσβαλλόμενη απόφαση.

126.

Συναφώς, από το γράμμα του άρθρου 60, παράγραφος 2, προκύπτει ότι στο διαδίκτυο δημοσιεύονται οι πληροφορίες που περιέχονται στις αποφάσεις κατά των οποίων έχει ασκηθεί προσφυγή. Επομένως, οι εν λόγω πληροφορίες πρέπει να αντιστοιχούν σε εκείνες που περιέχονται στις ως άνω αποφάσεις. Ως εκ τούτου, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο έκτο προδικαστικό ερώτημα όπως εκτίθεται στο σημείο 5 του τμήματος IV των παρουσών προτάσεων.

IV. Πρόταση

127.

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Administratīvā rajona tiesa (διοικητικό πρωτοδικείο, Λεττονία) ως εξής:

1)

Το άρθρο 18, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής, σε συνδυασμό με το σημείο 3, στοιχείο βʹ, του παραρτήματος III της ίδιας οδηγίας, έχει την έννοια ότι οι εν λόγω διατάξεις δεν επιβάλλουν αυτομάτως σε υπόχρεη οντότητα να χαρακτηρίζει έναν πελάτη ως πελάτη αυξημένου κινδύνου και, επομένως, να λάβει έναντι αυτού ενισχυμένα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη λόγω του ότι πρόκειται για μη κυβερνητική οργάνωση και το πρόσωπο το οποίο έχει εξουσιοδοτηθεί από τον πελάτη και εργάζεται σε αυτόν ως υπάλληλός του είναι υπήκοος τρίτης χώρας υψηλού κινδύνου δωροδοκίας. Εντούτοις, κατ’ εφαρμογήν της διακριτικής ευχέρειας που καταλείπει στα κράτη μέλη η οδηγία 2015/849, το κράτος μέλος μπορεί να καθορίζει στο εθνικό δίκαιο ότι τέτοιες περιστάσεις συνιστούν παράγοντες αυξημένου κινδύνου τους οποίους η υπόχρεη οντότητα οφείλει να λαμβάνει υπόψη κατά την ανάλυση των κινδύνων που πρέπει να διενεργεί σε σχέση με τον πελάτη της.

2)

Το άρθρο 18 της οδηγίας 2015/849, σε συνδυασμό με το σημείο 3, στοιχείο βʹ, του παραρτήματος III της ίδιας οδηγίας, έχει την έννοια ότι οι εν λόγω διατάξεις δεν επιβάλλουν αυτομάτως υποχρέωση λήψης ενισχυμένων μέτρων δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη σε κάθε περίπτωση κατά την οποία εμπορικός εταίρος του εν λόγω πελάτη, αλλά όχι ο ίδιος ο πελάτης, συνδέεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο με τρίτη χώρα υψηλού κινδύνου δωροδοκίας. Εντούτοις, το γεγονός ότι ο πελάτης αποκτά σημαντικό μέρος των εσόδων του ή πραγματοποιεί σημαντικές εμπορικές συναλλαγές σε σχέση με τέτοια χώρα συνιστά παράγοντα υψηλότερου κινδύνου τον οποίο η υπόχρεη οντότητα οφείλει να λαμβάνει υπόψη κατά την ανάλυση των κινδύνων ως προς τον πελάτη.

3)

Το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχεία γʹ και δʹ, της οδηγίας 2015/849 έχει την έννοια ότι δεν επιβάλλει στην υπόχρεη οντότητα, όταν λαμβάνει ενισχυμένα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, να λαμβάνει υποχρεωτικώς από αυτόν αντίγραφο της σύμβασης που έχει συναφθεί μεταξύ του εν λόγω πελάτη και τρίτου. Εντούτοις, η υπόχρεη οντότητα οφείλει, όταν είναι αναγκαίο, να παρέχει στην αρμόδια αρχή την κατάλληλη τεκμηρίωση η οποία αποδεικνύει ότι ανέλυσε την εν λόγω συναλλαγή ή εμπορική σχέση και ότι την έλαβε δεόντως υπόψη προκειμένου να καταλήξει στα συμπεράσματά της όσον αφορά το επίπεδο κινδύνου ως προς τον πελάτη.

4)

Το άρθρο 14, παράγραφος 5, της οδηγίας 2015/849 έχει την έννοια ότι η υπόχρεη οντότητα οφείλει, εντός εύλογων ορίων, να ασκεί συνεχή εποπτεία επί των συναλλαγών και των επιχειρηματικών σχέσεων των πελατών της, ακόμη και όταν το χρονικό διάστημα που προβλέπεται στο δίκαιο των κρατών μελών για την επανεξέταση των περιστάσεων του πελάτη δεν έχει παρέλθει ή δεν εντοπίζονται σημαντικές μεταβολές στις περιστάσεις του πελάτη. Σε περίπτωση που περιέλθουν σε γνώση της στοιχεία που μπορούν δυνητικώς να ασκούν επιρροή στην εκτίμηση των κινδύνων ως προς τον πελάτη, η υπόχρεη οντότητα οφείλει να λαμβάνει υπόψη τα εν λόγω στοιχεία και, όταν είναι σκόπιμο, να επανεξετάζει την ανάλυση των κινδύνων και, ενδεχομένως, το επίπεδο των μέτρων δέουσας επιμέλειας που εφαρμόζονται στον συγκεκριμένο πελάτη. Η εν λόγω υποχρέωση δεν ισχύει αποκλειστικώς για τους πελάτες υψηλού κινδύνου.

5)

Το άρθρο 60, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2015/849 έχει την έννοια ότι, οσάκις δημοσιεύει πληροφορίες σχετικά με απόφαση περί επιβολής διοικητικής κύρωσης ή μέτρου για παράβαση των εθνικών διατάξεων για τη μεταφορά της εν λόγω οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη, η αρμόδια αρχή οφείλει να διασφαλίζει την απόλυτη συμφωνία των δημοσιευόμενων πληροφοριών με εκείνες που περιέχει η εν λόγω απόφαση.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ιταλική.

( 2 ) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ 2015, L 141, σ. 73, και διορθωτικό ΕΕ 2019, L 148, σ. 37). Η οδηγία 2015/849 τροποποιήθηκε με την οδηγία (ΕΕ) 2018/843 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2018, για την τροποποίηση της οδηγίας 2015/849 και για την τροποποίηση των οδηγιών 2009/138/ΕΚ και 2013/36/ΕΕ (ΕΕ 2018, L 156, σ. 43).

( 3 ) Latvijas Vēstnesis, 2008, αριθ. 116.

( 4 ) Το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει στην εκτίμηση των κινδύνων της εν λόγω χώρας που διενήργησε η Transparency International (www.transparency.org/en/countries/russia).

( 5 ) Βλ. άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2015/849 και σημείο 63 των παρουσών προτάσεων.

( 6 ) Βλ., εν προκειμένω, άρθρο 6 της οδηγίας 2018/843.

( 7 ) Βλ. υποσημείωση 3 της αποφάσεως περί παραπομπής.

( 8 ) Συγκεκριμένα, οι τροποποιήσεις που επέφερε η οδηγία 2018/843 στο άρθρο 18 της οδηγίας 2015/849 (αντικείμενο των τριών πρώτων προδικαστικών ερωτημάτων) δεν ενδιαφέρουν την υπό κρίση υπόθεση. Το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχεία γʹ και δʹ, και το άρθρο 60, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2015/849 (που μνημονεύονται στο τέταρτο και στο έκτο προδικαστικό ερώτημα) δεν τροποποιήθηκαν με την οδηγία 2018/843. Το άρθρο 14, παράγραφος 5, της οδηγίας 2015/849 (που μνημονεύεται στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα) τροποποιήθηκε με την οδηγία 2018/843, πλην όμως οι τροποποιήσεις δεν ασκούν επιρροή στην απάντηση που πρέπει να δοθεί στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα.

( 9 ) Απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, ECOTEX BULGARIA (C-544/19, EU:C:2021:803, σκέψη 44).

( 10 ) Βλ., σε σχέση με την οδηγία 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (ΕΕ 2005, L 309, σ. 15), η οποία καταργήθηκε μεταγενέστερα με την οδηγία 2015/849, απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, LG και MH (Αυτονομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες) (C-790/19, EU:C:2021:661, σκέψη 68 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 11 ) Τα εν λόγω μέτρα προορίζονται να αποτρέψουν ή, τουλάχιστον, να παρακωλύσουν κατά το δυνατόν τις ανωτέρω δραστηριότητες, θέτοντας προς τούτο εμπόδια, καθ’ όλα τα στάδια που ενδέχεται να περιλαμβάνουν οι εν λόγω δραστηριότητες, σε όσους νομιμοποιούν έσοδα από παράνομες δραστηριότητες και σε όσους χρηματοδοτούν την τρομοκρατία [βλ. συναφώς, σε σχέση με την οδηγία 2005/60, απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, LG και MH (Αυτονομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες) (C-790/19, EU:C:2021:661, σκέψη 69 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία)].

( 12 ) Η προσέγγιση βάσει κινδύνου μνημονεύεται επίσης ρητώς στο άρθρο 4, παράγραφος 1, το άρθρο 18, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, το άρθρο 30, παράγραφος 8, το άρθρο 31, παράγραφος 6, και το άρθρο 48, παράγραφοι 6 και 10, της οδηγίας 2015/849.

( 13 ) Βλ., ειδικότερα, κεφάλαιο Ι, τμήμα 2, της οδηγίας 2015/849.

( 14 ) Κατά το άρθρο 6 της οδηγίας 2015/849, η Επιτροπή προβαίνει σε εκτίμηση των κινδύνων που συνεπάγονται για την εσωτερική αγορά η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και η χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και σχετίζονται με διασυνοριακές δραστηριότητες.

( 15 ) Βλ. κεφάλαιο II («Δέουσα επιμέλεια ως προς τον πελάτη»), τμήματα 1 έως 3, της οδηγίας 2015/849.

( 16 ) Βλ. συναφώς, σε σχέση με την οδηγία 2005/60, απόφαση της 10ης Μαρτίου 2016, Safe Interenvios (C-235/14, EU:C:2016:154, σκέψη 107· στο εξής: απόφαση Safe Interenvios).

( 17 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 30 της οδηγίας 2015/849.

( 18 ) Πρβλ. απόφαση Safe Interenvios (σκέψεις 64 και 107).

( 19 ) Βλ., σε σχέση με την οδηγία 2005/60, απόφαση Safe Interenvios (σκέψη 87).

( 20 ) Βλ., σε σχέση με την οδηγία 2005/60, απόφαση Safe Interenvios (σκέψη 59).

( 21 ) Πρβλ., σε σχέση με την οδηγία 2005/60, απόφαση Safe Interenvios (σκέψη 107).

( 22 ) Βλ., σε σχέση με την οδηγία 2005/60, αποφάσεις της 25ης Απριλίου 2013, Jyske Bank Gibraltar (C-212/11, EU:C:2013:270, σκέψη 61), και Safe Interenvios (σκέψη 76).

( 23 ) Συγκεκριμένα, από το γράμμα του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/849 προκύπτει ότι κάθε κράτος μέλος εντοπίζει και μετριάζει τους κινδύνους που αντιμετωπίζει όσον αφορά τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (η υπογράμμιση δική μου).

( 24 ) Βλ., σε σχέση με την οδηγία 2005/60, απόφαση Safe Interenvios (σκέψη 105).

( 25 ) Βλ., σε σχέση με την οδηγία 2005/60, απόφαση Safe Interenvios (σκέψη 73).

( 26 ) Συγκεκριμένα, η εν λόγω διάταξη παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να αναγνωρίζουν, στο εθνικό δίκαιο, εφαρμόζοντας προσέγγιση βάσει κινδύνου, και άλλες περιπτώσεις οι οποίες ενέχουν υψηλότερο κίνδυνο και, συνεπώς, δικαιολογούν ή ακόμη και επιβάλλουν την εφαρμογή ενισχυμένων μέτρων δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, πέραν των συνήθων μέτρων δέουσας επιμέλειας. Βλ., σε σχέση με την οδηγία 2005/60, απόφαση Safe Interenvios (σκέψη 74).

( 27 ) Συναφώς, βλ., σε σχέση με το άρθρο 5 της οδηγίας 2005/60, αποφάσεις της 25ης Απριλίου 2013, Jyske Bank Gibraltar (C-212/11, EU:C:2013:270, σκέψη 61), και Safe Interenvios (σκέψη 76).

( 28 ) Βλ., σε σχέση με την οδηγία 2005/60, απόφαση Safe Interenvios (σκέψη 77).

( 29 ) Συγκεκριμένα, περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο I της οδηγίας 2015/849, το οποίο επιγράφεται «Αντικείμενο, πεδίο εφαρμογής και ορισμοί». Βλ., σε σχέση με την οδηγία 2005/60, απόφαση Safe Interenvios (σκέψη 78).

( 30 ) Βλ., σε σχέση με την οδηγία 2005/60, απόφαση Safe Interenvios (σκέψη 106).

( 31 ) Στο πλαίσιο αυτό, είναι χρήσιμο να υπομνησθεί η διάκριση που υφίσταται σε ορισμένες συνταγματικές τάξεις μεταξύ απόλυτης επιφύλαξης νόμου (κατά την οποία ο νόμος πρέπει να περιέχει εξαντλητική ρύθμιση όλων των πτυχών του ζητήματος) και σχετικής επιφύλαξης νόμου (κατά την οποία ο νόμος μπορεί να περιορίζεται στον καθορισμό των γενικών στοιχείων της ρύθμισης που θα εξειδικευθούν εν συνεχεία με μεταγενέστερες πράξεις που δεν έχουν κατ’ ανάγκην νομοθετική ισχύ).

( 32 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 22 της οδηγίας 2015/849.

( 33 ) Συναφώς, βλ., σε σχέση με την οδηγία 2005/60, απόφαση Safe Interenvios (σκέψη 86).

( 34 ) Βλ. σημείο 50 των παρουσών προτάσεων και απόφαση Safe Interenvios (σκέψη 106).

( 35 ) Πρόκειται για την έκθεση με τίτλο «Juridisko personu un nevalstisko organizāciju noziedzīgi iegūtu līdzekļu legalizācijas un terorisma finansēšanas riski» (Κίνδυνοι νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας από τα νομικά πρόσωπα και τις μη κυβερνητικές οργανώσεις). Όπως εξέθεσα στο σημείο 12 των παρουσών προτάσεων, με την έκθεση των πραγματικών περιστατικών, στην απόφαση περί παραπομπής, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, εξάλλου, ότι η VID παρέπεμψε σε έκθεση η οποία δημοσιεύθηκε στις 22 Ιουνίου 2018. Δεν είναι σαφές εάν πρόκειται για το ίδιο έγγραφο ή για διαφορετικά έγγραφα.

( 36 ) Η Λεττονική Κυβέρνηση παρέπεμψε στην έκθεση της επιτροπής εμπειρογνωμόνων του Συμβουλίου της Ευρώπης (Moneyval) με τίτλο «Anti-money laundering and counter-terrorist financing measures Latvia Fifth Round Mutual Evaluation Report».

( 37 ) www.fatf-gafi.org/countries/#high-risk

( 38 ) Βλ. άρθρο 9, παράγραφος 2, της οδηγίας 2015/849 και κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2016/1675 της Επιτροπής, της 14ης Ιουλίου 2016, για τη συμπλήρωση της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου με την επισήμανση των τρίτων χωρών υψηλού κινδύνου που χαρακτηρίζονται από στρατηγικές ανεπάρκειες (ΕΕ 2016, L 254, σ. 1).

( 39 ) Το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει στην ανάλυση της Transparency International ως «αξιόπιστη πηγή». Βλ. www.transparency.org/en/countries/russia

( 40 ) Βλ. άρθρο 3, σημείο 6, της οδηγίας 2015/849.

( 41 ) Όπως προκύπτει από το σημείο 16 των παρουσών προτάσεων, με την απόφαση περί παραπομπής, το αιτούν δικαστήριο επαναλαμβάνει επιχείρημα που προέβαλε η Rodl & Partner το οποίο αφορά απλή υπόθεση ύπαρξης τέτοιας πρακτικής. Ως εκ τούτου, δεν θεωρώ αναγκαίο να αναλυθεί το ζήτημα, που ήγειρε η Rodl & Partner, σχετικά με τη συμβατότητα τέτοιας εθνικής πρακτικής με το άρθρο 56 ΣΛΕΕ.

( 42 ) Guidance for a risk-based approach – Accounting Profession, Ιούνιος 2019, διατίθεται στη διεύθυνση https://www.fatf-gafi.org/media/fatf/documents/reports/RBA-Accounting-Profession.pdf (βλ. σ. 22 επ., ιδίως σ. 27).

( 43 ) Όσον αφορά την αναγκαιότητα ευθυγράμμισης της ερμηνείας των πράξεων της Ένωσης στον τομέα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες με τις συστάσεις της FATF, βλ. αιτιολογική σκέψη 4 της οδηγίας 2015/849 in fine.

( 44 ) Βλ. σημείο 71, στοιχείο a, και πλαίσιο 2 στη σ. 26 της προμνησθείσας καθοδήγησης της FATF.

( 45 ) Βλ., σε σχέση με την οδηγία 2005/60, απόφαση Safe Interenvios (σκέψη 86).

( 46 ) Βλ. άρθρο 8, παράγραφος 2, του λεττονικού νόμου περί πρόληψης.

( 47 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 24ης Μαρτίου 2021, MCP (C-603/20 PPU, EU:C:2021:231, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 48 ) Η Λεττονική Κυβέρνηση υποστηρίζει, αφενός, ότι, καθόσον παραπέμπει στο άρθρο 60, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2015/849, το προδικαστικό ερώτημα αφορά δύο καταστάσεις που δεν μπορούν να συντρέχουν συγχρόνως, ήτοι κατάσταση στην οποία δημοσιεύεται μη προσβαλλόμενη απόφαση και κατάσταση στην οποία δημοσιεύεται προσβαλλόμενη απόφαση. Αφετέρου, η έκβαση της υπόθεσης της κύριας δίκης δεν εξαρτάται από την αξιολόγηση ενδεχόμενης προγενέστερης ανακρίβειας όσον αφορά τη δημοσίευση.