ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΡΑΝΤΟΥ

της 11ης Νοεμβρίου 2021 ( 1 )

Υπόθεση C‑485/20

ΧΧΧΧ

κατά

HR Rail SA

[αίτηση του Conseil d’État
(Συμβουλίου της Επικρατείας, Βέλγιο)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Οδηγία 2000/78/ΕΚ – Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία – Απαγόρευση δυσμενών διακρίσεων λόγω αναπηρίας – Πρόσωπο που διανύει δοκιμαστική περίοδο υπηρεσίας στο πλαίσιο της πρόσληψής του – Οριστική ακαταλληλότητα του εργαζομένου να απασχοληθεί στη θέση εργασίας στην οποία τοποθετήθηκε – Άρθρο 5 – Εύλογες προσαρμογές – Υποχρέωση του εργοδότη να ανατοποθετήσει τον εργαζόμενο αυτόν σε άλλη θέση εργασίας για την οποία είναι κατάλληλος, ικανός και πρόθυμος – Δυσανάλογη επιβάρυνση»

I. Εισαγωγή

1.

Εργαζόμενος, ο XXXX (στο εξής: προσφεύγων), προσληφθείς από την εταιρία HR Rail SA, καθίσταται, κατά τη διάρκεια της δοκιμαστικής περιόδου υπηρεσίας του, οριστικώς ακατάλληλος να απασχοληθεί στη θέση εργασίας στην οποία έχει τοποθετηθεί συνεπεία επελθούσας αναπηρίας. Κατόπιν τούτου, απολύεται λόγω ακαταλληλότητας. Ο προσφεύγων προσβάλλει την απόφαση αυτή υποστηρίζοντας ότι υπέστη δυσμενή διάκριση λόγω αναπηρίας.

2.

Σε μια τέτοια περίπτωση, αντί να προβεί σε απόλυση, είχε ο εργοδότης την υποχρέωση, σύμφωνα με την οδηγία 2000/78/ΕΚ ( 2 ) και για να αποφευχθεί κάθε δυσμενής διάκριση λόγω αναπηρίας, να τοποθετήσει τον προσφεύγοντα σε άλλη θέση εργασίας για την οποία ήταν κατάλληλος, ικανός και πρόθυμος; Αυτό είναι, κατ’ ουσίαν, το προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας, Βέλγιο).

3.

Το ερώτημα αυτό παρέχει την ευκαιρία στο Δικαστήριο να εξετάσει, μεταξύ άλλων, την εφαρμογή της ως άνω οδηγίας στα πρόσωπα που διανύουν δοκιμαστική περίοδο υπηρεσίας στο πλαίσιο της πρόσληψής τους και το περιεχόμενο της έννοιας των «εύλογων προσαρμογών» κατά το άρθρο 5 της εν λόγω οδηγίας, ερμηνευόμενης υπό το πρίσμα της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία, η οποία συνήφθη στη Νέα Υόρκη στις 13 Δεκεμβρίου 2006 ( 3 ) και τέθηκε σε ισχύ στις 3 Μαΐου 2008 (στο εξής: Σύμβαση του ΟΗΕ), και του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

II. Το νομικό πλαίσιο

Α.   Το διεθνές δίκαιο

4.

Το άρθρο 1 της Σύμβασης του ΟΗΕ, το οποίο φέρει τον τίτλο «Σκοπός», ορίζει τα εξής:

«Ο σκοπός της παρούσας σύμβασης είναι η προώθηση, προστασία και διασφάλιση της πλήρους και ισότιμης απόλαυσης όλων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών από όλα τα άτομα με αναπηρία και η προάσπιση του σεβασμού της έμφυτης αξιοπρέπειάς τους.

Στα άτομα με αναπηρία περιλαμβάνονται τα άτομα με μακροχρόνιες σωματικές, ψυχικές, νοητικές ή αισθητηριακές αναπηρίες, οι οποίες, σε συνδυασμό με διάφορα εμπόδια, μπορεί να δυσχεραίνουν την πλήρη και αποτελεσματική συμμετοχή τους στην κοινωνία σε ισότιμη βάση με τα άλλα άτομα.»

5.

Το άρθρο 2 της Σύμβασης αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», ορίζει στο τρίτο και στο τέταρτο εδάφιό του τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας σύμβασης:

[…]

ο όρος “διάκριση λόγω αναπηρίας” δηλώνει κάθε διάκριση, αποκλεισμό ή περιορισμό λόγω αναπηρίας, που έχει ως στόχο ή αποτέλεσμα να ελαττώνει ή να ακυρώνει την αναγνώριση, την απόλαυση ή την άσκηση, σε ισότιμη βάση με τα άλλα άτομα, όλων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών στον πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό, πολιτισμικό ή κάθε άλλο τομέα. Περιλαμβάνει όλες τις μορφές διακρίσεων, ακόμη και την άρνηση εύλογης διευκόλυνσης·

ο όρος “εύλογη διευκόλυνση” σημαίνει την απαραίτητη και κατάλληλη τροποποίηση και προσαρμογή, η οποία δεν επιφέρει δυσανάλογο ή περιττό φόρτο εργασίας, όταν αυτό είναι απαραίτητο σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, προκειμένου να μπορέσουν άτομα με αναπηρία να απολαύσουν ή να ασκήσουν όλα τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες τους σε ισότιμη βάση με τα άλλα άτομα».

6.

Το άρθρο 5 της εν λόγω Σύμβασης, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ισότητα και απαγόρευση διακρίσεων», προβλέπει στην παράγραφο 3 τα ακόλουθα:

«Για την προάσπιση της ισότητας και την εξάλειψη των διακρίσεων, τα συμβαλλόμενα κράτη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν την παροχή εύλογων διευκολύνσεων.»

7.

Το άρθρο 27 της ίδιας Σύμβασης, το οποίο φέρει τον τίτλο «Εργασία και απασχόληση», έχει στην παράγραφο 1 ως εξής:

«Τα συμβαλλόμενα κράτη αναγνωρίζουν το δικαίωμα των ατόμων με αναπηρία να εργάζονται σε ισότιμη βάση με τα άλλα άτομα. Αυτό περιλαμβάνει και το δικαίωμα να κερδίζουν τα προς το ζην με εργασία την οποία επιλέγουν ή αποδέχονται ελεύθερα στην αγορά εργασίας και σε εργασιακό περιβάλλον ανοικτό, δεκτικό και προσβάσιμο στα άτομα με αναπηρία. Τα συμβαλλόμενα κράτη διασφαλίζουν και προωθούν την άσκηση του δικαιώματος στην εργασία και για τα άτομα που αποκτούν αναπηρία κατά τη διάρκεια της απασχόλησής τους, λαμβάνοντας τα αναγκαία μέτρα, περιλαμβανομένων των νομοθετικών, που μεταξύ άλλων έχουν ως στόχο:

α)

να απαγορεύσουν τις διακρίσεις λόγω αναπηρίας όσον αφορά τα ζητήματα που σχετίζονται με όλες τις μορφές απασχόλησης, περιλαμβανομένων των όρων πρόσληψης και απασχόλησης, διατήρησης της απασχόλησης, επαγγελματικής ανέλιξης και συνθηκών ασφαλούς και υγιεινής εργασίας·

[…]

η)

να ευνοούν την απασχόληση ατόμων με αναπηρία στον ιδιωτικό τομέα, εφαρμόζοντας κατάλληλες πολιτικές και μέτρα, όπως προγράμματα θετικής δράσης, παροχή κινήτρων και άλλα μέτρα·

θ)

να διασφαλίζουν την παροχή εύλογων διευκολύνσεων στα άτομα με αναπηρία στον χώρο εργασίας·

[…]».

8.

Η Σύμβαση του ΟΗΕ εγκρίθηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με την απόφαση 2010/48/ΕΚ ( 4 ).

Β.   Το δίκαιο της Ένωσης

9.

Οι αιτιολογικές σκέψεις 16, 17, 20 και 21 της οδηγίας 2000/78 έχουν ως εξής:

«(16)

Η θέσπιση μέτρων για την αντιμετώπιση των αναγκών των ατόμων με ειδικές ανάγκες στον εργασιακό χώρο διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω ειδικών αναγκών.

(17)

Η παρούσα οδηγία δεν απαιτεί την πρόσληψη, προαγωγή ή διατήρηση στη θέση απασχόλησης ή την παροχή εκπαίδευσης σε άτομο που δεν είναι κατάλληλο, ικανό και πρόθυμο να εκτελεί τα βασικά καθήκοντα της εν λόγω θέσης απασχόλησης, ή να παρακολουθήσει έναν δεδομένο κύκλο εκπαίδευσης, με την επιφύλαξη της υποχρέωσης να προβλέπονται εύλογες προσαρμογές για τα πρόσωπα με ειδικές ανάγκες.

[…]

(20)

Πρέπει να προβλέπονται κατάλληλα μέτρα, δηλαδή μέτρα αποτελεσματικά και πρακτικά για τη διαμόρφωση της θέσης εργασίας ανάλογα με τις ειδικές ανάγκες, παραδείγματος χάριν με τη διαμόρφωση του χώρου ή με προσαρμογή του εξοπλισμού, του ρυθμού εργασίας, της κατανομής καθηκόντων ή της παροχής μέσων κατάρτισης ή πλαισίωσης.

(21)

Για να διαπιστώνεται αν τα εν λόγω μέτρα συνεπάγονται δυσανάλογη επιβάρυνση, πρέπει να λαμβάνεται ιδίως υπόψη το οικονομικό και άλλο κόστος που επιφέρουν, το μέγεθος και οι οικονομικοί πόροι του οργανισμού ή της επιχείρησης και η διαθεσιμότητα δημοσίων πόρων ή οιασδήποτε άλλης ενίσχυσης.»

10.

Το άρθρο 1 της ως άνω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Σκοπός», ορίζει τα εξής:

«Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι η θέσπιση γενικού πλαισίου για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, ειδικών αναγκών, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας, προκειμένου να υλοποιηθεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης στα κράτη μέλη.»

11.

Το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Η έννοια των διακρίσεων», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα ακόλουθα:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η αρχή της ίσης μεταχείρισης σημαίνει την απουσία άμεσης ή έμμεσης διάκρισης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1.»

12.

Το άρθρο 3 της ίδιας οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Εντός των ορίων των εξουσιών που απονέμονται στην Κοινότητα, η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα, στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων, όσον αφορά:

α)

τους όρους πρόσβασης στην απασχόληση, την αυτοαπασχόληση και την εργασία, συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων επιλογής και των όρων πρόσληψης, ανεξάρτητα από τον κλάδο δραστηριότητας και σε όλα τα επίπεδα της επαγγελματικής ιεραρχίας, συμπεριλαμβανομένων των προαγωγών,

β)

την πρόσβαση σε όλα τα είδη και όλα τα επίπεδα επαγγελματικού προσανατολισμού, επαγγελματικής κατάρτισης, επιμόρφωσης και επαγγελματικού αναπροσανατολισμού, συμπεριλαμβανομένης της απόκτησης πρακτικής επαγγελματικής πείρας,

γ)

τις εργασιακές συνθήκες και τους όρους απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των απολύσεων και των αμοιβών,

[…]».

13.

Το άρθρο 5 της οδηγίας 2000/78, το οποίο φέρει τον τίτλο «Εύλογες προσαρμογές για τα πρόσωπα με ειδικές ανάγκες», ορίζει τα ακόλουθα:

«Για να εξασφαλισθεί η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης έναντι προσώπων με ειδικές ανάγκες, προβλέπονται εύλογες προσαρμογές. Αυτό σημαίνει ότι ο εργοδότης λαμβάνει τα ενδεδειγμένα μέτρα, ανάλογα με τις ανάγκες που παρουσιάζονται σε μια συγκεκριμένη κατάσταση, ώστε το πρόσωπο με ειδικές ανάγκες να μπορεί να έχει πρόσβαση σε θέση εργασίας, να ασκεί ή να προάγεται στο επάγγελμά του, ή προκειμένου να του παρέχεται εκπαίδευση, αρκεί τα μέτρα αυτά να μη συνεπάγονται δυσανάλογη επιβάρυνση για τον εργοδότη. Η επιβάρυνση δεν είναι δυσανάλογη όταν αντισταθμίζεται επαρκώς με μέτρα λαμβανόμενα στο πλαίσιο της πολιτικής ενός κράτους μέλους υπέρ των ατόμων με ειδικές ανάγκες.»

14.

Το άρθρο 7 της ως άνω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Θετική δράση και ειδικά μέτρα», έχει ως εξής:

«1.   Προκειμένου να πραγματωθεί η πλήρης ισότητα στην επαγγελματική ζωή, η αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να διατηρήσουν ή να θεσπίσουν ειδικά μέτρα με σκοπό την πρόληψη ή την αντιστάθμιση μειονεκτημάτων για ένα[ν] από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1.

2.   Όσον αφορά τα πρόσωπα με ειδικές ανάγκες, η αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να διατηρήσουν ή να εισάγουν διατάξεις προστασίας της υγείας και της ασφαλείας στο χώρο εργασίας, ούτε μέτρα που στοχεύουν στη δημιουργία ή τη διατήρηση προϋποθέσεων ή διευκολύνσεων με σκοπό τη διαφύλαξη ή την ενθάρρυνση της ένταξής τους στον κόσμο της εργασίας.»

Γ.   Το βελγικό δίκαιο

15.

Το άρθρο 3 του loi tendant à lutter contre certaines formes de discrimination (νόμου για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών διακρίσεων), της 10ης Μαΐου 2007 ( 5 ), ως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: νόμος της 10ης Μαΐου 2007), ορίζει τα εξής:

«Σκοπός του παρόντος νόμου είναι να δημιουργήσει, στους τομείς που αναφέρονται στο άρθρο 5, ένα γενικό πλαίσιο για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω ηλικίας, γενετήσιου προσανατολισμού, οικογενειακής κατάστασης, γέννησης, περιουσίας, θρησκευτικών ή φιλοσοφικών πεποιθήσεων, πολιτικών πεποιθήσεων, συνδικαλιστικών πεποιθήσεων, γλώσσας, νυν ή μελλοντικής κατάστασης της υγείας, αναπηρίας, σωματικού ή γενετικού χαρακτηριστικού ή κοινωνικής προέλευσης.»

16.

Το άρθρο 4 του ως άνω νόμου προβλέπει τα ακόλουθα:

«Για την εφαρμογή του παρόντος νόμου:

[…]

ως “προστατευόμενα κριτήρια” νοούνται η ηλικία, ο γενετήσιος προσανατολισμός, η οικογενειακή κατάσταση, η γέννηση, η περιουσία, οι θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, οι πολιτικές πεποιθήσεις, οι συνδικαλιστικές πεποιθήσεις, η γλώσσα, η νυν ή μελλοντική κατάσταση της υγείας, η αναπηρία, φυσικό ή γενετικό χαρακτηριστικό, η κοινωνική προέλευση·

[…]

12°

ως “εύλογες προσαρμογές” νοούνται τα ενδεδειγμένα μέτρα, τα οποία λαμβάνονται ανάλογα με τις ανάγκες που παρουσιάζονται σε μια συγκεκριμένη κατάσταση, ώστε το πρόσωπο με αναπηρία να μπορεί να έχει πρόσβαση, να συμμετέχει και να προάγεται στους τομείς στους οποίους έχει εφαρμογή ο παρών νόμος, αρκεί τα μέτρα αυτά να μη συνεπάγονται δυσανάλογη επιβάρυνση για το πρόσωπο που καλείται να τα λάβει. Η επιβάρυνση δεν είναι δυσανάλογη όταν αντισταθμίζεται επαρκώς με μέτρα λαμβανόμενα στο πλαίσιο της δημόσιας πολιτικής για τα άτομα με αναπηρία.»

17.

Το άρθρο 14 του εν λόγω νόμου έχει ως εξής:

«Σε θέματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου, απαγορεύονται οι διακρίσεις κάθε μορφής. Ως διάκριση κατά την έννοια του παρόντος τίτλου νοείται:

[…]

η άρνηση εφαρμογής εύλογων προσαρμογών υπέρ ατόμου με αναπηρία.»

III. Η διαφορά της κύριας δίκης, το προδικαστικό ερώτημα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

18.

Ο προσφεύγων προσελήφθη από την HR Rail ( 6 ) ως υπάλληλος συντήρησης ειδικευμένος στη συντήρηση σιδηροδρομικών γραμμών. Στις 21 Νοεμβρίου 2016 άρχισε τη δοκιμαστική περίοδο υπηρεσίας του στην εταιρία Infrabel.

19.

Τον Δεκέμβριο του 2017 διαγνώστηκε με καρδιακή πάθηση λόγω της οποίας χρειάστηκε να του τοποθετηθεί βηματοδότης, συσκευή ευαίσθητη στα ηλεκτρομαγνητικά πεδία που εκπέμπονται, μεταξύ άλλων, από τις σιδηροδρομικές γραμμές. Στις 12 Ιουνίου 2018 ο προσφεύγων αναγνωρίστηκε ως άτομο με αναπηρία από τη Service public fédéral Sécurité sociale (Ομοσπονδιακή Δημόσια Υπηρεσία Κοινωνικής Ασφάλισης, Βέλγιο).

20.

Στις 28 Ιουνίου 2018 υπεβλήθη σε εξέταση στο Centre régional de la médecine de l’administration (περιφερειακό ιατρικό κέντρο της διοίκησης, Βέλγιο), κατόπιν της οποίας η HR Rail τον χαρακτήρισε οριστικώς ακατάλληλο για την άσκηση των καθηκόντων για τα οποία είχε προσληφθεί. Στον προσφεύγοντα διευκρινίστηκε ότι, μέχρι την έκδοση της απόφασης για την απόλυσή του, μπορούσε να απασχοληθεί σε θέση κατάλληλη για την κατάσταση της υγείας του, ανταποκρινόμενη στις ακόλουθες απαιτήσεις: «μέτρια δραστηριότητα, μη έκθεση σε μαγνητικά πεδία, όχι σε ύψη ή έκθεση σε δονήσεις». Κατόπιν της απόφασης αυτής, ο προσφεύγων τοποθετήθηκε σε θέση αποθηκάριου στην Infrabel. Την 1η Ιουλίου 2018 άσκησε διοικητική ένσταση κατά της εν λόγω απόφασης ενώπιον της commission d’appel de la médecine de l’administration (δευτεροβάθμιας ιατρικής επιτροπής της διοίκησης, Βέλγιο).

21.

Με έγγραφο της 19ης Ιουλίου 2018 η HR Rail πληροφόρησε τον προσφεύγοντα ότι επρόκειτο να του παρασχεθεί «εξατομικευμένη υποστήριξη για την εξεύρεση νέας θέσης απασχόλησης» και ότι προς τον σκοπό αυτόν επρόκειτο να κληθεί προσεχώς σε συνέντευξη. Με έγγραφο της 29ης Αυγούστου 2018 ο προσφεύγων ενημερώθηκε ότι ως ημερομηνία της συνέντευξης αυτής είχε οριστεί η 18η Σεπτεμβρίου 2018.

22.

Στις 3 Σεπτεμβρίου 2018 η commission d’appel de la médecine de l’administration (δευτεροβάθμια ιατρική επιτροπή της διοίκησης) επικύρωσε την εκδοθείσα απόφαση περί ακαταλληλότητας του προσφεύγοντος για ιατρικούς λόγους.

23.

Με έγγραφο της 26ης Σεπτεμβρίου 2018 ο επικεφαλής σύμβουλος –προϊστάμενος της αρμόδιας υπηρεσίας της HR Rail– ενημέρωσε τον προσφεύγοντα για την απόλυσή του με ισχύ από την 30ή Σεπτεμβρίου 2018, με πενταετή απαγόρευση επαναπρόσληψης στον βαθμό της αρχικής πρόσληψής του.

24.

Στις 26 Οκτωβρίου 2018 ο γενικός διευθυντής της HR Rail πληροφόρησε τον προσφεύγοντα ότι το καταστατικό της εταιρίας και ο γενικός κανονισμός για την κατανομή των θέσεων απασχόλησης σε αυτήν προβλέπουν ότι «η δοκιμαστική περίοδος υπηρεσίας παύει για μέλος του προσωπικού το οποίο χαρακτηρίζεται πλήρως και οριστικώς ακατάλληλο, όταν δεν είναι πλέον σε θέση να ασκεί τα καθήκοντα που συνδέονται με τον βαθμό του» και ότι, κατά συνέπεια, «το έγγραφο που [του] διαβιβάσθηκε σχετικά με την εξατομικευμένη υποστήριξη για προσωπικό ακατάλληλο για ιατρικούς λόγους [είναι] άνευ αντικειμένου».

25.

Στις 26 Νοεμβρίου 2018 ο προσφεύγων άσκησε προσφυγή ενώπιον του Conseil d’État (Συμβουλίου της Επικρατείας), αιτούντος δικαστηρίου, με αίτημα την ακύρωση της απόφασης του επικεφαλής συμβούλου –προϊσταμένου της αρμόδιας υπηρεσίας– περί απόλυσής του με ισχύ από την 30ή Σεπτεμβρίου 2018.

26.

Το δικαστήριο αυτό επισημαίνει ότι ο νόμος της 10ης Μαΐου 2007, ο οποίος συνιστά μεταφορά στο βελγικό δίκαιο της οδηγίας 2000/78, απαγορεύει τις άμεσες και έμμεσες διακρίσεις, μεταξύ άλλων, λόγω της νυν ή της μελλοντικής κατάστασης της υγείας καθώς και λόγω αναπηρίας.

27.

Εν προκειμένω, κατά το εν λόγω δικαστήριο, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, ούτε αμφισβητείται, ότι η απόφαση περί ακαταλληλότητας του προσφεύγοντος ανάγεται σε αιτία η οποία πρέπει να χαρακτηριστεί ως «αναπηρία», κατά την έννοια του νόμου της 10ης Μαΐου 2007. Συγκεκριμένα, ο προσφεύγων, λόγω της πάθησής του που κατέστησε αναγκαία την τοποθέτηση βηματοδότη, δεν πληροί πλέον μια ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση για τα καθήκοντά του ως ειδικευμένου υπαλλήλου συντήρησης, τα οποία συνεπάγονται την έκθεσή του στα ηλεκτρομαγνητικά πεδία των σιδηροδρομικών γραμμών. Το αιτούν δικαστήριο συνάγει εξ αυτού το συμπέρασμα ότι η απόφαση απόλυσης του προσφεύγοντος μπορεί να συνιστά δυσμενή διάκριση απαγορευόμενη από τον ως άνω νόμο μόνον εάν αποδειχθεί ότι η HR Rail αρνήθηκε να προβεί στις απαιτούμενες εύλογες προσαρμογές.

28.

Συναφώς, ο προσφεύγων προβάλλει ότι θα μπορούσε να ανατοποθετηθεί σε άλλη θέση, μεταξύ άλλων σε θέση αποθηκάριου, στην οποία είχε τοποθετηθεί προσωρινώς μέχρι τη λήψη της απόφασης απόλυσής του, και ότι μια τέτοια ανατοποθέτηση συνιστούσε εύλογη προσαρμογή την οποία ο εργοδότης του ήταν υποχρεωμένος να προβλέψει δυνάμει του νόμου της 10ης Μαΐου 2007. Από την πλευρά της, η HR Rail υποστηρίζει ότι δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν εύλογες προσαρμογές ώστε να μπορεί ο προσφεύγων να συνεχίσει να ασκεί τα καθήκοντα του ειδικευμένου υπαλλήλου συντήρησης.

29.

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι δεν επικρατεί ομοφωνία στην εθνική νομολογία ως προς το ζήτημα αν, στο πλαίσιο των «εύλογων προσαρμογών» κατά την έννοια του νόμου της 10ης Μαΐου 2007, πρέπει να ερευνάται η δυνατότητα τοποθέτησης σε άλλη θέση εργασίας του προσώπου το οποίο, λόγω επελθούσας αναπηρίας, δεν μπορεί πλέον να απασχοληθεί στη θέση στην οποία είχε τοποθετηθεί.

30.

Επιπλέον, από τις αιτιολογικές σκέψεις 17, 20 και 21 της οδηγίας 2000/78 δεν μπορεί να συναχθεί με βεβαιότητα αν η υποχρέωση πρόβλεψης εύλογων προσαρμογών για τα άτομα με αναπηρία συνεπάγεται υποχρέωση τοποθέτησης του οικείου προσώπου σε άλλη θέση εργασίας στην επιχείρηση.

31.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχει το άρθρο 5 της οδηγίας [2000/78] την έννοια ότι ο εργοδότης έχει την υποχρέωση, έναντι ενός προσώπου το οποίο, λόγω των ειδικών αναγκών του, δεν είναι πλέον ικανό να εκτελεί τα βασικά καθήκοντα της θέσης στην οποία είχε τοποθετηθεί, να το τοποθετήσει σε άλλη θέση εργασίας για την οποία διαθέτει την απαιτούμενη καταλληλότητα και ικανότητα και το οποίο είναι πρόθυμο να αναλάβει τη σχετική θέση, οσάκις ένα τέτοιο μέτρο δεν συνεπάγεται για τον εργοδότη δυσανάλογη επιβάρυνση;»

32.

Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν ο προσφεύγων, η HR Rail, η Βελγική, η Ελληνική και η Πορτογαλική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

IV. Ανάλυση

33.

Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 5 της οδηγίας 2000/78 έχει την έννοια ότι, όταν εργαζόμενος, στην έννοια του οποίου περιλαμβάνεται και ο διανύων δοκιμαστική περίοδο υπηρεσίας στο πλαίσιο της πρόσληψής του, καθίσταται οριστικώς ακατάλληλος, λόγω επελθούσας αναπηρίας, να απασχοληθεί στη θέση εργασίας στην οποία έχει τοποθετηθεί, ο εργοδότης του υποχρεούται, στο πλαίσιο των «εύλογων προσαρμογών» που προβλέπονται στο ως άνω άρθρο, να τον ανατοποθετήσει σε άλλη θέση εργασίας, εφόσον ο εργαζόμενος διαθέτει την απαιτούμενη καταλληλότητα, ικανότητα και προθυμία και εφόσον ένα τέτοιο μέτρο δεν συνεπάγεται δυσανάλογη επιβάρυνση για τον εν λόγω εργοδότη.

34.

Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι τόσο από τον τίτλο και το προοίμιο όσο και από το περιεχόμενο και τον σκοπό της οδηγίας 2000/78 προκύπτει ότι η οδηγία αυτή αποσκοπεί στη θέσπιση ενός γενικού πλαισίου για να διασφαλιστεί σε όλους ίση μεταχείριση «στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας», προσφέροντάς τους αποτελεσματική προστασία από τις δυσμενείς διακρίσεις που βασίζονται σε οποιονδήποτε από τους λόγους που απαριθμούνται στο άρθρο 1, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η αναπηρία ( 7 ). Επομένως, η οδηγία αυτή αποσκοπεί, όσον αφορά την απασχόληση και την εργασία, στην καταπολέμηση κάθε μορφής διάκρισης λόγω αναπηρίας ( 8 ).

35.

Πρέπει, αρχικώς, να εξακριβωθεί αν πρόσωπο όπως ο προσφεύγων εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78 (A) και, σε δεύτερο στάδιο, να προσδιοριστεί το περιεχόμενο της έννοιας των «εύλογων προσαρμογών» κατά το άρθρο 5 της οδηγίας αυτής, όσον αφορά την ανατοποθέτηση ατόμου με αναπηρία σε άλλη θέση εργασίας εντός της επιχείρησης (Β).

Α.   Επί του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 2000/78

36.

Επισημαίνω, κατ’ αρχάς, ότι από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι ο προσφεύγων προσελήφθη από την HR Rail, ανώνυμη εταιρία δημοσίου δικαίου, οπότε είναι εργαζόμενος του δημόσιου τομέα. Απολύθηκε λόγω του γεγονότος ότι κατέστη οριστικώς ακατάλληλος να απασχοληθεί στη θέση εργασίας για την οποία προσελήφθη.

37.

Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, βάσει των στοιχείων αυτών, ο προσφεύγων εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78. Πράγματι, η οδηγία αυτή, όπως προκύπτει από το άρθρο της 3, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, εφαρμόζεται, στο πλαίσιο των εξουσιών που απονέμονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση, «σε όλα τα πρόσωπα, στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων», όσον αφορά, μεταξύ άλλων, «τις εργασιακές συνθήκες και τους όρους απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των απολύσεων και των αμοιβών» ( 9 ).

38.

Εν συνεχεία, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι ο προσφεύγων έχει «αναπηρία» κατά την έννοια του νόμου της 10ης Μαΐου 2007. Συναφώς, το γεγονός ότι ο προσφεύγων έχει αναγνωριστεί ως άτομο με αναπηρία κατά το εθνικό δίκαιο δεν προδικάζει ότι έχει «ειδικές ανάγκες» κατά την οδηγία 2000/78 ( 10 ), οι οποίες συνιστούν αυτοτελή έννοια του δικαίου της Ένωσης που πρέπει να ερμηνεύεται ομοιόμορφα στο έδαφός της.

39.

Όσον αφορά την ως άνω οδηγία, υπενθυμίζεται ότι η Ένωση ενέκρινε τη Σύμβαση του ΟΗΕ με την απόφαση 2010/48. Ως εκ τούτου, οι διατάξεις της Σύμβασης του ΟΗΕ αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της έννομης τάξης της Ένωσης από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της απόφασης αυτής. Εξάλλου, από το προσάρτημα του παραρτήματος II της εν λόγω απόφασης προκύπτει ότι, όσον αφορά τον τομέα της ανεξάρτητης διαβίωσης και κοινωνικής ένταξης, της εργασίας και της απασχόλησης, η οδηγία 2000/78 περιλαμβάνεται στις πράξεις της Ένωσης που αναφέρονται σε ζητήματα διεπόμενα από την εν λόγω Σύμβαση. Συνεπώς, χωρεί επίκληση της Σύμβασης του ΟΗΕ για την ερμηνεία της οδηγίας, η οποία πρέπει, στο μέτρο του δυνατού, να ερμηνευθεί κατά τρόπο σύμφωνο με την ως άνω Σύμβαση ( 11 ).

40.

Εξ αυτού δε του λόγου, κατόπιν της έγκρισης από την Ένωση της Σύμβασης του ΟΗΕ, το Δικαστήριο έκρινε ότι η κατά την οδηγία 2000/78 έννοια των «ειδικών αναγκών» υποδηλώνει περιορισμό της ικανότητας οφειλόμενο ιδίως σε χρόνιες σωματικές, διανοητικές ή ψυχικές παθήσεις, ο οποίος, σε συνδυασμό με διάφορα εμπόδια, μπορεί να δυσχεραίνει την πλήρη και αποτελεσματική συμμετοχή του ενδιαφερομένου στον επαγγελματικό βίο σε ισότιμη βάση με τους υπόλοιπους εργαζομένους ( 12 ).

41.

Στο πλαίσιο της ερμηνείας της οδηγίας 2000/78, το Δικαστήριο υιοθέτησε, επομένως, όπως και η Σύμβαση του ΟΗΕ, την κοινωνική έννοια της αναπηρίας, η οποία βασίζεται σε μια κατά περίπτωση προσέγγιση, με γνώμονα την αλληλεπίδραση μεταξύ της μειονεκτικότητας του ατόμου και της αντίδρασης της κοινωνίας ή την οργάνωση της κοινωνίας με αντικείμενο τη μέριμνα για τα άτομα με μειονεκτικότητες, έναντι της ιατρικής έννοιας της αναπηρίας, η οποία δίνει ιδιαίτερη έμφαση στο ίδιο το άτομο και στη μειονεκτικότητά του που καθιστά δυσχερή για αυτό την προσαρμογή ή την ένταξη στο άμεσο κοινωνικό περιβάλλον ( 13 ).

42.

Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι ο προσφεύγων προσελήφθη ως υπάλληλος συντήρησης ειδικευμένος στη συντήρηση σιδηροδρομικών γραμμών. Μετά την πρόσληψή του αντιμετώπισε πρόβλημα υγείας το οποίο κατέστησε αναγκαία την τοποθέτηση βηματοδότη, συσκευής ευαίσθητης στα ηλεκτρομαγνητικά πεδία που εκπέμπονται, μεταξύ άλλων, από τις σιδηροδρομικές γραμμές. Κατά συνέπεια, κατέστη οριστικώς ακατάλληλος για την άσκηση των βασικών καθηκόντων της οικείας θέσης εργασίας.

43.

Υπό την επιφύλαξη της εξακρίβωσης από το αιτούν δικαστήριο, φρονώ ότι, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, ο προσφεύγων υπόκειται σε διαρκή περιορισμό της ικανότητάς του οφειλόμενο σε σωματικές παθήσεις, ο οποίος, σε συνδυασμό με διάφορα εμπόδια, μπορεί να δυσχεραίνει την πλήρη και αποτελεσματική συμμετοχή του στον επαγγελματικό βίο σε ισότιμη βάση με τους υπόλοιπους εργαζομένους, και ότι πρέπει να χαρακτηριστεί ως «πρόσωπο με ειδικές ανάγκες» κατά την έννοια της οδηγίας 2000/78.

44.

Τέλος, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, κατά την ημερομηνία της απόλυσής του, ο προσφεύγων διένυε δοκιμαστική περίοδο υπηρεσίας στο πλαίσιο της πρόσληψής του. Πρέπει να εξακριβωθεί αν, υπό την ιδιότητα αυτή του δοκίμου υπαλλήλου, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78.

45.

Συναφώς, επισημαίνω ότι, με βάση το γράμμα της, η οδηγία αυτή δεν αφορά μόνον τα πρόσωπα που έχουν προσληφθεί οριστικώς. Ειδικότερα, η οδηγία 2000/78, κατά το άρθρο της 3, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, εφαρμόζεται στους όρους πρόσβασης στην απασχόληση, στην αυτοαπασχόληση και στην εργασία, καθώς και στην πρόσβαση σε όλα τα είδη και όλα τα επίπεδα επαγγελματικού προσανατολισμού, επαγγελματικής κατάρτισης, επιμόρφωσης και επαγγελματικού αναπροσανατολισμού. Εν προκειμένω, η κατάσταση του προσφεύγοντος, υπό την ιδιότητά του ως δοκίμου υπαλλήλου, αφορά το ζήτημα της πρόσβασής του στην απασχόληση και την εργασία.

46.

Προσθέτω ότι, από τελολογικής απόψεως, ένα πρόσωπο που διανύει δοκιμαστική περίοδο υπηρεσίας στο πλαίσιο της πρόσληψής του βρίσκεται, εξ ορισμού, σε πιο ευάλωτη θέση σε σχέση με πρόσωπο που διαθέτει σταθερή εργασία. Για έναν τέτοιο δόκιμο υπάλληλο είναι δυσχερέστερη η εξεύρεση άλλης θέσης απασχόλησης σε περίπτωση επέλευσης αναπηρίας που τον καθιστά ακατάλληλο να απασχοληθεί στη θέση εργασίας για την οποία προσελήφθη, κατά μείζονα δε λόγο αν βρίσκεται στην αρχή της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας. Υπό τις συνθήκες αυτές, φρονώ ότι είναι δικαιολογημένη η διασφάλιση της προστασίας ενός τέτοιου δοκίμου υπαλλήλου έναντι δυσμενών διακρίσεων.

47.

Συνεπώς, είμαι της γνώμης ότι πρόσωπο που διανύει δοκιμαστική περίοδο υπηρεσίας στο πλαίσιο της πρόσληψής του εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78, εν προκειμένω όσον αφορά τις διατάξεις περί αναπηρίας.

48.

Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου. Ειδικότερα, όπως έχει επισημανθεί από το Δικαστήριο, η έννοια του «εργαζομένου» κατά την οδηγία 2000/78 συμπίπτει με τη διαλαμβανόμενη στο άρθρο 45 ΣΛΕΕ πανομοιότυπη έννοια ( 14 ). Όσον αφορά τον χαρακτηρισμό προσώπου ως «εργαζομένου» κατά την έννοια του ως άνω άρθρου, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η έννοια αυτή έχει αυτοτελές περιεχόμενο και δεν πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά ( 15 ). Επομένως, η έννοια του «εργαζομένου» στο δίκαιο της Ένωσης καταλαμβάνει τα πρόσωπα που πραγματοποιούν προπαρασκευαστική πρακτική άσκηση ή διανύουν περιόδους μαθητείας σε ένα επάγγελμα, οι οποίες μπορούν να θεωρηθούν ως πρακτική προετοιμασία συνδεόμενη με την καθαυτό άσκηση του οικείου επαγγέλματος, εφόσον οι εν λόγω περίοδοι διανύονται υπό συνθήκες μισθωτής και πραγματικής δραστηριότητας, υπέρ και υπό τη διεύθυνση του εργοδότη ( 16 ).

49.

Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι ο προσφεύγων, στο πλαίσιο της δοκιμαστικής περιόδου υπηρεσίας του, ασκούσε μισθωτή και πραγματική δραστηριότητα, υπέρ και υπό τη διεύθυνση του εργοδότη, και ότι πρέπει, συνεπώς, να χαρακτηριστεί ως «εργαζόμενος» κατά την έννοια της οδηγίας 2000/78.

50.

Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί ότι το πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης του ΟΗΕ γίνεται αντιληπτό υπό ευρεία έννοια. Συγκεκριμένα, το άρθρο 27, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της Σύμβασης αυτής ορίζει ότι τα συμβαλλόμενα κράτη διασφαλίζουν και προωθούν την άσκηση του δικαιώματος στην εργασία και για τα άτομα που αποκτούν αναπηρία κατά τη διάρκεια της απασχόλησής τους, λαμβάνοντας τα αναγκαία μέτρα, περιλαμβανομένων των νομοθετικών, που μεταξύ άλλων έχουν ως στόχο να απαγορεύσουν τις διακρίσεις λόγω αναπηρίας όσον αφορά τα ζητήματα που σχετίζονται με όλες τις μορφές απασχόλησης, περιλαμβανομένων των όρων πρόσληψης και απασχόλησης, διατήρησης της απασχόλησης, επαγγελματικής ανέλιξης και συνθηκών ασφαλούς και υγιεινής εργασίας. Όμως, όπως επισημάνθηκε στο σημείο 39 των παρουσών προτάσεων, η οδηγία 2000/78 πρέπει, στο μέτρο του δυνατού, να ερμηνευθεί κατά τρόπο σύμφωνο με τη Σύμβαση του ΟΗΕ.

51.

Κατά συνέπεια, πέραν του ότι ο προσφεύγων απολύθηκε, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας αυτής, εμπίπτει επίσης, κατ’ εμέ, υπό την ιδιότητά του ως προσώπου που διανύει δοκιμαστική περίοδο υπηρεσίας στο πλαίσιο της πρόσληψής του, στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας.

52.

Ως εκ τούτου, είμαι της γνώμης ότι πρόσωπο όπως ο προσφεύγων εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78.

Β.   Επί του περιεχομένου της έννοιας των «εύλογων προσαρμογών» του άρθρου 5 της οδηγίας 2000/78

53.

Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η έννοια των «εύλογων προσαρμογών» του άρθρου 5 της οδηγίας 2000/78 περιλαμβάνει την υποχρέωση ανατοποθέτησης ατόμου το οποίο κατέστη οριστικώς ακατάλληλο να απασχοληθεί στη θέση εργασίας του λόγω επελθούσας αναπηρίας σε άλλη θέση εντός της επιχείρησης.

54.

Κατά το άρθρο 5 της ως άνω οδηγίας, «[γ]ια να εξασφαλισθεί η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης έναντι προσώπων με ειδικές ανάγκες, προβλέπονται εύλογες προσαρμογές. Αυτό σημαίνει ότι ο εργοδότης λαμβάνει τα ενδεδειγμένα μέτρα, ανάλογα με τις ανάγκες που παρουσιάζονται σε μια συγκεκριμένη κατάσταση, ώστε το πρόσωπο με ειδικές ανάγκες να μπορεί να έχει πρόσβαση σε θέση εργασίας, να ασκεί ή να προάγεται στο επάγγελμά του, ή προκειμένου να του παρέχεται εκπαίδευση, αρκεί τα μέτρα αυτά να μη συνεπάγονται δυσανάλογη επιβάρυνση για τον εργοδότη. Η επιβάρυνση δεν είναι δυσανάλογη όταν αντισταθμίζεται επαρκώς με μέτρα λαμβανόμενα στο πλαίσιο της πολιτικής ενός κράτους μέλους υπέρ των ατόμων με ειδικές ανάγκες».

55.

Προκαταρκτικώς, επισημαίνω ότι, κατά το άρθρο 2, τρίτο εδάφιο, της Σύμβασης του ΟΗΕ, η διάκριση λόγω αναπηρίας περιλαμβάνει όλες τις μορφές διακρίσεων, ακόμη και την άρνηση εύλογης διευκόλυνσης. Κατά συνέπεια, εάν υποτεθεί ότι η HR Rail όφειλε να ανατοποθετήσει τον προσφεύγοντα σε άλλη θέση εργασίας, ο προσφεύγων υπέστη δυσμενή διάκριση λόγω αναπηρίας, κατά την έννοια της εν λόγω Σύμβασης και της οδηγίας 2000/78, όταν απολύθηκε λόγω ακαταλληλότητας προς άσκηση των καθηκόντων για τα οποία είχε προσληφθεί ( 17 ).

56.

Όπως επισήμαναν η γενική εισαγγελέας J. Kokott ( 18 ) και ο γενικός εισαγγελέας N. Wahl ( 19 ), το σκεπτικό στο οποίο βασίζεται η απαίτηση περί εύλογων προσαρμογών είναι να επιτευχθεί δίκαιη ισορροπία μεταξύ των αναγκών του ατόμου με αναπηρία και αυτών του εργοδότη.

57.

Από την αιτιολογική σκέψη 20 της οδηγίας 2000/78, σχετικά με τις εύλογες προσαρμογές, προκύπτει ότι «[π]ρέπει να προβλέπονται κατάλληλα μέτρα, δηλαδή μέτρα αποτελεσματικά και πρακτικά για τη διαμόρφωση της θέσης εργασίας ανάλογα με τις ειδικές ανάγκες, παραδείγματος χάριν με τη διαμόρφωση του χώρου ή με προσαρμογή του εξοπλισμού, του ρυθμού εργασίας, της κατανομής καθηκόντων ή της παροχής μέσων κατάρτισης ή πλαισίωσης».

58.

Ασφαλώς, όπως υπογραμμίζει η HR Rail στις γραπτές παρατηρήσεις της, η ως άνω αιτιολογική σκέψη κάνει μνεία «της θέσης εργασίας». Εξ αυτού συνάγει το συμπέρασμα ότι οι εύλογες προσαρμογές γίνονται εντός των ορίων της θέσης απασχόλησης στην οποία έγινε η τοποθέτηση και δεν μπορούν να χρησιμεύσουν για να προσφερθεί στον εργαζόμενο με αναπηρία άλλη θέση εργασίας.

59.

Ωστόσο, κατ’ εμέ, το άρθρο 5 της οδηγίας 2000/78, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των αιτιολογικών της σκέψεων 17 και 20, έχει την έννοια ότι, κατά προτεραιότητα και στο μέτρο του δυνατού, ο εργοδότης οφείλει να προσαρμόσει τη θέση εργασίας που κατείχε ο εργαζόμενος πριν από την επέλευση της αναπηρίας του. Στόχος είναι, ειδικότερα, στο πλαίσιο μιας προσέγγισης βασιζόμενης στην κοινωνική έννοια της αναπηρίας, η προσαρμογή του εργασιακού περιβάλλοντος του ατόμου με αναπηρία ώστε να του παρέχεται η δυνατότητα πλήρους και ουσιαστικής συμμετοχής στον επαγγελματικό βίο σε ισότιμη βάση με τους υπόλοιπους εργαζομένους. Η προσαρμογή αυτή προϋποθέτει ότι, όταν είναι εφικτό, ο εργοδότης λαμβάνει πρακτικά μέτρα ώστε το άτομο με αναπηρία να διατηρήσει την απασχόλησή του.

60.

Με την απόφαση της 11ης Απριλίου 2013, HK Danmark (C‑335/11 και C‑337/11, στο εξής: απόφαση HK Danmark, EU:C:2013:222), το Δικαστήριο έκρινε ότι στην αιτιολογική σκέψη 20 της οδηγίας 2000/78 γίνεται ενδεικτική απαρίθμηση των ενδεδειγμένων μέτρων, τα οποία μπορεί να είναι πρακτικής, οργανωτικής και/ή εκπαιδευτικής φύσεως ( 20 ).

61.

Όσον αφορά την υπόθεση της κύριας δίκης, όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, λαμβανομένης υπόψη της φύσεως της αναπηρίας του προσφεύγοντος, δεν μπορούν να ληφθούν μέτρα πρακτικής, οργανωτικής και/ή εκπαιδευτικής φύσεως ούτως ώστε ο προσφεύγων να μπορέσει να διατηρήσει τη θέση του ως υπαλλήλου συντήρησης ειδικευμένου στη συντήρηση σιδηροδρομικών γραμμών. Πράγματι, η τοποθέτηση βηματοδότη, συσκευής ευαίσθητης στα ηλεκτρομαγνητικά πεδία που εκπέμπονται από τις σιδηροδρομικές γραμμές, καθιστά αδύνατη τη διατήρηση του προσφεύγοντος στη θέση εργασίας του. Επομένως, η διαμόρφωση του χώρου ή η προσαρμογή του εξοπλισμού, του ρυθμού εργασίας, της κατανομής καθηκόντων ή της παροχής μέσων κατάρτισης ή πλαισίωσης δεν μπορούν να συνιστούν ενδεδειγμένα μέτρα, κατά την έννοια του άρθρου 5 της οδηγίας 2000/78, στη συγκεκριμένη περίπτωση του προσφεύγοντος.

62.

Εντούτοις, η αναπηρία του προσφεύγοντος δεν είναι τέτοιας φύσεως ώστε να τον αποκλείσει από τον επαγγελματικό βίο. Τίθεται, συνεπώς, το ζήτημα αν, σε μια τέτοια περίπτωση, ο εργοδότης υπέχει υποχρέωση, στο μέτρο του δυνατού, να ανατοποθετήσει έναν τέτοιο εργαζόμενο με αναπηρία σε άλλη θέση εργασίας εντός της επιχείρησης. Εξ όσων γνωρίζω, το Δικαστήριο δεν έχει ακόμη αποφανθεί επί του ζητήματος αυτού, το οποίο έχει μεγάλη πρακτική σημασία ( 21 ).

63.

Είμαι της γνώμης ότι στο ερώτημα αυτό πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση. Ειδικότερα, το άρθρο 5 της οδηγίας 2000/78 ορίζει απλώς ότι προβλέπονται εύλογες προσαρμογές ώστε το πρόσωπο με ειδικές ανάγκες να μπορεί να έχει πρόσβαση σε θέση εργασίας, να ασκεί ή να προάγεται στο επάγγελμά του ή προκειμένου να του παρέχεται εκπαίδευση. Κατά συνέπεια, το άρθρο αυτό δεν περιορίζει τη λήψη μέτρων μόνο στη θέση εργασίας στην οποία απασχολείται ο εργαζόμενος με αναπηρία. Αντιθέτως, η πρόσβαση σε θέση εργασίας και η παροχή εκπαίδευσης αφήνουν ανοικτή τη δυνατότητα τοποθέτησης σε άλλη θέση εργασίας. Επιπλέον, όπως διαλαμβάνει η αιτιολογική σκέψη 16 της οδηγίας αυτής, η θέσπιση μέτρων για την αντιμετώπιση των αναγκών των ατόμων με ειδικές ανάγκες στον εργασιακό χώρο διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω ειδικών αναγκών.

64.

Υπό την έννοια αυτή, με την απόφαση ΗΚ Danmark, το Δικαστήριο επισήμανε ότι, κατά το άρθρο 2, τέταρτο εδάφιο, της Σύμβασης του ΟΗΕ, ως «εύλογη διευκόλυνση» νοείται η «απαραίτητη και κατάλληλη τροποποίηση και προσαρμογή, η οποία δεν επιφέρει δυσανάλογο ή περιττό φόρτο εργασίας, όταν αυτό είναι απαραίτητο σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, προκειμένου να μπορέσουν άτομα με αναπηρία να απολαύσουν ή να ασκήσουν όλα τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες τους σε ισότιμη βάση με τα άλλα άτομα». Το Δικαστήριο συνήγαγε εξ αυτού το συμπέρασμα ότι η εν λόγω διάταξη προβλέπει ευρύ ορισμό της έννοιας της «εύλογης διευκόλυνσης» ( 22 ). Συνεπώς, όσον αφορά την οδηγία 2000/78, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η έννοια αυτή αφορά την άρση των διαφόρων περιορισμών που παρακωλύουν την πλήρη και αποτελεσματική συμμετοχή των ατόμων με αναπηρία στον επαγγελματικό βίο σε ισότιμη βάση με τους υπόλοιπους εργαζομένους ( 23 ).

65.

Ειδικότερα, με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο έκρινε ότι η μείωση του ωραρίου εργασίας, ακόμη και αν δεν ενέπιπτε στην έννοια του «ρυθμού εργασίας», θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μέτρο προσαρμογής κατά την έννοια του άρθρου 5 της οδηγίας αυτής στις περιπτώσεις όπου η μείωση του ωραρίου εργασίας καθιστά δυνατή για τον εργαζόμενο τη συνέχιση της άσκησης του επαγγέλματός του, σύμφωνα με τον αναφερόμενο στο εν λόγω άρθρο σκοπό ( 24 ). Επομένως, το Δικαστήριο καθιέρωσε ως εύλογη προσαρμογή ένα μέτρο το οποίο δεν μνημονεύεται ρητώς στην αιτιολογική σκέψη 20 της εν λόγω οδηγίας ( 25 ).

66.

Εξάλλου, το προπαρατεθέν άρθρο 27, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της Σύμβασης του ΟΗΕ ορίζει ότι τα συμβαλλόμενα κράτη διασφαλίζουν και προωθούν την άσκηση του δικαιώματος στην εργασία, λαμβάνοντας τα αναγκαία μέτρα, περιλαμβανομένων των νομοθετικών, που έχουν ως στόχο να απαγορεύσουν τις διακρίσεις λόγω αναπηρίας όσον αφορά τα ζητήματα που σχετίζονται με όλες τις μορφές απασχόλησης, περιλαμβανομένης της διατήρησης της απασχόλησης.

67.

Επιπλέον, πέραν του άρθρου 21 του Χάρτη, το οποίο απαγορεύει κάθε διάκριση λόγω αναπηρίας ( 26 ), το άρθρο 26 του Χάρτη ορίζει ότι η Ένωση αναγνωρίζει και σέβεται το δικαίωμα των ατόμων με αναπηρίες να επωφελούνται μέτρων που θα τους εξασφαλίζουν την αυτονομία, την κοινωνική και επαγγελματική ένταξη και τη συμμετοχή στον κοινοτικό βίο ( 27 ).

68.

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, στο μέτρο του δυνατού, τα πρόσωπα που πάσχουν από αναπηρία πρέπει να διατηρούνται σε κατάσταση απασχόλησης και να μη λαμβάνει χώρα απόλυσή τους λόγω ακαταλληλότητας, η οποία πρέπει να αποτελεί την ύστατη λύση ( 28 ). Γενικότερα, πρέπει, νομίζω, να τονισθεί ότι η κοινωνία δεν μπορεί να προοδεύσει αν παραμερίζει τα πρόσωπα με αναπηρία, μεταξύ άλλων, όσον αφορά τον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας. Υπό την έννοια αυτή, οι εύλογες προσαρμογές συνιστούν προληπτικό μέτρο για τη διατήρηση της απασχόλησης των ατόμων με αναπηρία ( 29 ).

69.

Υπό τις συνθήκες αυτές, εκτιμώ ότι από το γράμμα της οδηγίας 2000/78, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με τη Σύμβαση του ΟΗΕ και τον Χάρτη, καθώς και τη νομολογία του Δικαστηρίου, προκύπτει ότι, όταν εργαζόμενος καθίσταται οριστικώς ακατάλληλος να απασχοληθεί στη θέση εργασίας του λόγω επελθούσας αναπηρίας, η ανατοποθέτησή του σε άλλη θέση εργασίας μπορεί να αποτελεί ενδεδειγμένο μέτρο στο πλαίσιο των εύλογων προσαρμογών κατά την έννοια του άρθρου 5 της οδηγίας αυτής ( 30 ).

70.

Από την πλευρά της, η επιτροπή για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία, η οποία συστάθηκε στο πλαίσιο της Σύμβασης του ΟΗΕ ( 31 ), ακολουθεί επίσης ευρεία ερμηνεία της έννοιας των «εύλογων διευκολύνσεων», κατά το άρθρο 5 της Σύμβασης αυτής, η οποία περιλαμβάνει την ανατοποθέτηση του ατόμου με αναπηρία σε άλλη θέση εργασίας.

71.

Ειδικότερα, με το πόρισμα που ενέκρινε δυνάμει του άρθρου 5 του προαιρετικού πρωτοκόλλου στη Σύμβαση του ΟΗΕ, σχετικά με την ανακοίνωση αριθ. 34/2015, της 29ης Απριλίου 2019 ( 32 ), η ως άνω επιτροπή εκτίμησε ότι οι κανόνες που στέρησαν από το οικείο πρόσωπο με αναπηρία την τοποθέτηση σε θέση με εναλλακτικά καθήκοντα δεν καθιστούσαν δυνατή τη διασφάλιση των δικαιωμάτων που έλκει το πρόσωπο αυτό από τη Σύμβαση του ΟΗΕ, ιδίως δε τη δυνατότητα να αξιολογηθεί η συγκεκριμένη αναπηρία του υπό το πρίσμα της ενίσχυσης της καταλληλότητάς του προς άσκηση εναλλακτικών καθηκόντων ή άλλων συμπληρωματικών καθηκόντων ( 33 ).

72.

Ασφαλώς, η Ένωση δεν έχει εγκρίνει το προαιρετικό πρωτόκολλο της Σύμβασης του ΟΗΕ και η επιτροπή για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία δεν αποτελεί δικαιοδοτικό όργανο. Εντούτοις, φρονώ ότι παρουσιάζει ενδιαφέρον η διαπίστωση ότι η επιτροπή αυτή ακολουθεί την ίδια ερμηνεία με αυτήν που προτείνω, ώστε τα άτομα με αναπηρία να προστατεύονται στον τομέα της εργασίας ( 34 ).

73.

Στην περίπτωση κατά την οποία κανένα μέτρο εύλογης προσαρμογής δεν παρέχει τη δυνατότητα στο άτομο με αναπηρία να διατηρήσει τη θέση εργασίας στην οποία τοποθετήθηκε, από το γράμμα της οδηγίας 2000/78 απορρέει ότι η ανατοποθέτηση του εργαζομένου αυτού σε άλλη θέση προϋποθέτει τη συνδρομή δύο σωρευτικών προϋποθέσεων.

74.

Συναφώς, αφενός, κατά την αιτιολογική σκέψη 17 της ως άνω οδηγίας, η οδηγία αυτή δεν απαιτεί την πρόσληψη, προαγωγή ή διατήρηση στη θέση απασχόλησης ή την παροχή εκπαίδευσης σε άτομο που δεν είναι κατάλληλο, ικανό και πρόθυμο να εκτελεί τα βασικά καθήκοντα της εν λόγω θέσης απασχόλησης ή να παρακολουθήσει έναν δεδομένο κύκλο εκπαίδευσης, με την επιφύλαξη της υποχρέωσης να προβλέπονται εύλογες προσαρμογές για τα πρόσωπα με ειδικές ανάγκες. Από την αιτιολογική αυτή σκέψη, ερμηνευόμενη διασταλτικά, συνάγω ότι η υποχρέωση ανατοποθέτησης εργαζομένου με αναπηρία σε άλλη θέση εργασίας εντός της επιχείρησης προϋποθέτει ότι είναι κατάλληλος, ικανός και πρόθυμος να εκτελεί τα βασικά καθήκοντα της νέας αυτής θέσης απασχόλησης. Πέραν της εν λόγω αιτιολογικής σκέψης, πρόκειται για κανόνα που υπαγορεύεται από την κοινή λογική.

75.

Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι ο προσφεύγων είχε ανατοποθετηθεί σε θέση αποθηκάριου πριν από την απόλυσή του η οποία έλαβε χώρα στις 30 Σεπτεμβρίου 2018. Εξάλλου, όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, ο προσφεύγων υποστήριξε ενώπιόν του ότι διέθετε μακρά επαγγελματική πείρα ως αποθηκάριος. Ως εκ τούτου, εναπόκειται στο δικαστήριο αυτό να εξακριβώσει ότι ο προσφεύγων ήταν κατάλληλος, ικανός και πρόθυμος να απασχοληθεί στη θέση στην οποία ανατοποθετήθηκε. Λαμβανομένης υπόψη της διατύπωσης του προδικαστικού ερωτήματος, το εν λόγω δικαστήριο φαίνεται να εκτιμά ότι τούτο συμβαίνει στην υπόθεση της κύριας δίκης.

76.

Αφετέρου, όπως ορίζει το άρθρο 5 της οδηγίας 2000/78, τα μέτρα εύλογων προσαρμογών δεν πρέπει να συνεπάγονται δυσανάλογη επιβάρυνση για τον εργοδότη. Η αιτιολογική σκέψη 21 της οδηγίας αυτής διευκρινίζει ότι, για να διαπιστώνεται αν τα εν λόγω μέτρα συνεπάγονται δυσανάλογη επιβάρυνση, πρέπει να λαμβάνεται ιδίως υπόψη το οικονομικό και άλλο κόστος που επιφέρουν, το μέγεθος και οι οικονομικοί πόροι του οργανισμού ή της επιχείρησης και η διαθεσιμότητα δημοσίων πόρων ή οιασδήποτε άλλης ενίσχυσης.

77.

Η υποχρέωση που επιβάλλεται με το άρθρο 5 της οδηγίας 2000/78 για τη λήψη, κατά περίπτωση, των ενδεδειγμένων μέτρων αφορά το σύνολο των εργοδοτών ( 35 ). Εντούτοις, είμαι της γνώμης ότι η δυνατότητα τοποθέτησης ατόμου με αναπηρία σε άλλη θέση εργασίας αφορά την περίπτωση κατά την οποία υφίσταται τουλάχιστον μία κενή θέση στην οποία μπορεί να απασχοληθεί ο οικείος εργαζόμενος, ώστε να μην επιβαρυνθεί δυσανάλογα ο εργοδότης ( 36 ). Πράγματι, όπως υπογράμμισε η Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η ανατοποθέτηση εργαζομένου με αναπηρία δεν πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα να στερηθεί άλλος εργαζόμενος την απασχόλησή του ή να υποχρεώσει τον τελευταίο σε ανταλλαγή της θέσης εργασίας του. Επομένως, η ανατοποθέτηση αυτή φαίνεται ευχερέστερη σε μια μεγάλου μεγέθους επιχείρηση στην οποία ο αριθμός των διαθέσιμων θέσεων απασχόλησης είναι, κατ’ αρχήν, μεγαλύτερος. Ομοίως, η ανατοποθέτηση εργαζομένου σε άλλη θέση θα είναι ευχερέστερο να πραγματοποιηθεί αναλόγως της μεγαλύτερης ή μικρότερης ικανότητας προσαρμογής του στις θέσεις εργασίας της επιχείρησης.

78.

Και στην περίπτωση αυτή, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να διαπιστώσει αν η ανατοποθέτηση του προσφεύγοντος σε άλλη θέση εργασίας θα συνιστούσε δυσανάλογη επιβάρυνση, κατά την έννοια του άρθρου 5 της οδηγίας 2000/78, ερμηνευόμενου υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 21 της οδηγίας αυτής, για τον εργοδότη του. Βάσει της διατύπωσης του προδικαστικού ερωτήματος, το αιτούν δικαστήριο φαίνεται να δέχεται ότι στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν υφίσταται τέτοια δυσανάλογη επιβάρυνση. Συναφώς, επισημαίνω ότι η ίδια η HR Rail, αρχικώς, ανατοποθέτησε τον προσφεύγοντα στη θέση του αποθηκάριου εντός της επιχείρησης, χωρίς να υποστηρίξει ότι η νέα αυτή τοποθέτηση συνιστούσε δυσανάλογη επιβάρυνσή της.

79.

Με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η HR Rail υποστηρίζει ότι απόλυση η οποία στηρίζεται στη διαπίστωση ότι ο εργαζόμενος δεν πληροί πλέον ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78 ( 37 ), δεν συνιστά δυσμενή διάκριση εφόσον ο εργοδότης είχε προηγουμένως προβλέψει εύλογες προσαρμογές όσον αφορά την καλυπτόμενη θέση εργασίας. Οι προσαρμογές αυτές, όμως, δεν δύνανται να εφαρμοστούν στην οικεία θέση εργασίας.

80.

Ωστόσο, όπως επισήμανα, το άρθρο 5 της οδηγίας αυτής έχει την έννοια ότι οι εύλογες προσαρμογές μπορούν να περιλαμβάνουν την ανατοποθέτηση του ατόμου με αναπηρία σε άλλη θέση εργασίας εντός της επιχείρησης. Επομένως, το γεγονός και μόνον ότι ο προσφεύγων είναι οριστικώς ακατάλληλος να απασχοληθεί στη θέση εργασίας στην οποία είχε τοποθετηθεί δεν σημαίνει ότι ο εργοδότης του έχει το δικαίωμα να τον απολύσει λόγω του ότι δεν πληροί πλέον ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση σχετικά με τη θέση αυτή ( 38 ).

81.

Η HR Rail υποστηρίζει επίσης ότι πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των «εύλογων προσαρμογών», κατά την έννοια του άρθρου 5 της οδηγίας 2000/78, και της «θετικής δράσης», κατά την έννοια του άρθρου 7 της οδηγίας αυτής. Η ερμηνεία της έννοιας των «εύλογων προσαρμογών» ως περιλαμβάνουσας την υποχρέωση του εργοδότη να αναζητήσει άλλη θέση εργασίας εντός της επιχείρησης θα έθετε υπό αμφισβήτηση τη διάκριση αυτή, στον βαθμό που ο εργοδότης αυτός θα έπρεπε να προσφέρει άλλη απασχόληση σε εργαζόμενο ο οποίος δεν εκτελεί τα βασικά καθήκοντα της οικείας θέσης εργασίας, εκτός του ειδικού πλαισίου της «θετικής δράσης». Πλην όμως, κατά την άποψη αυτή, αφενός, ο εργαζόμενος με αναπηρία ο οποίος δεν εκτελεί τα βασικά καθήκοντα της θέσης εργασίας στην οποία τοποθετήθηκε θα είχε το ευεργέτημα άλλης θέσης εργασίας, ενώ οι υπόλοιποι εργαζόμενοι οι οποίοι δεν μπορούν πλέον να εκτελέσουν τα καθήκοντα αυτά θα έπρεπε να απολυθούν. Αφετέρου, ο εργαζόμενος με αναπηρία θα καταλάμβανε κατά προτεραιότητα κενή θέση εργασίας για την οποία δεν συναγωνίστηκε άλλους δυνητικώς ενδιαφερόμενους υποψηφίους, ενώ δεν είναι κατ’ ανάγκην ο πλέον κατάλληλος να την καλύψει, ιδίως αν διανύει ακόμη δοκιμαστική περίοδο υπηρεσίας.

82.

Δεν συμμερίζομαι την ερμηνεία αυτή. Συναφώς, σημειώνω ότι το Δικαστήριο διευκρίνισε την έννοια της «θετικής δράσης» επισημαίνοντας ότι το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78 επιτρέπει διαφοροποίηση επί τη βάσει της αναπηρίας, υπό τον όρο ότι η διαφοροποίηση αυτή αποτελεί μέρος διατάξεων σχετικών με την προστασία της υγείας και της ασφάλειας στον χώρο εργασίας ή μέτρων που σκοπούν στη δημιουργία ή τη διατήρηση όρων ή διευκολύνσεων με σκοπό τη διαφύλαξη ή την ενθάρρυνση της εισόδου των ατόμων με αναπηρία στην αγορά εργασίας ( 39 ). Η διάταξη αυτή επιτρέπει τη θέσπιση ειδικών μέτρων που σκοπούν πράγματι στην εξάλειψη ή τον περιορισμό των ανισοτήτων στην πράξη οι οποίες θίγουν τα άτομα με αναπηρία, ανισοτήτων που ενδέχεται να καταγράφονται στην κοινωνική και, ειδικότερα, στην επαγγελματική τους ζωή, καθώς και στην επίτευξη ουσιαστικής και όχι τυπικής ισότητας, μέσω του περιορισμού των εν λόγω ανισοτήτων ( 40 ).

83.

Κατά συνέπεια, το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78 αφορά μέτρα για τα άτομα με αναπηρία, λαμβανόμενα ως ομάδα ( 41 ), και όχι τη συγκεκριμένη κατάσταση εργαζομένου που πάσχει από ειδική αναπηρία, η οποία εμπίπτει στο άρθρο 5 της οδηγίας αυτής ( 42 ). Όμως, εν προκειμένω, αντικείμενο της υπόθεσης της κύριας δίκης είναι η τελευταία αυτή περίπτωση.

84.

Εξάλλου, ο νομοθέτης της Ένωσης επέλεξε να παράσχει ειδική προστασία στα άτομα με αναπηρία, με την οδηγία 2000/78 ( 43 ), μεταξύ άλλων, υπό τη μορφή εύλογων προσαρμογών, από τις οποίες, εξ ορισμού, δεν μπορούν να επωφεληθούν τα άτομα χωρίς αναπηρία. Οι προσαρμογές αυτές, οι οποίες συνιστούν τη νομική έκφανση της κοινωνικής έννοιας της αναπηρίας, αποτελούν το μέσο για την πραγματοποίηση της ουσιαστικής ισότητας σε μια συγκεκριμένη και εξατομικευμένη κατάσταση δυσμενούς διάκρισης ( 44 ). Επομένως, δεν συνιστούν παρέκκλιση από την αρχή της ισότητας, αλλά εγγύηση της αποτελεσματικότητάς της ( 45 ).

85.

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, είμαι της γνώμης ότι οι «εύλογες προσαρμογές», κατά την έννοια του άρθρου 5 της οδηγίας 2000/78, ερμηνευόμενου υπό το πρίσμα της Σύμβασης του ΟΗΕ και του Χάρτη, περιλαμβάνουν την υποχρέωση ανατοποθέτησης του οικείου εργαζομένου σε άλλη θέση εργασίας εντός της επιχείρησης όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις της οδηγίας αυτής.

V. Πρόταση

86.

Βάσει των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας, Βέλγιο) ως εξής:

Το άρθρο 5 της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, έχει την έννοια ότι, όταν εργαζόμενος, στην έννοια του οποίου περιλαμβάνεται και ο διανύων δοκιμαστική περίοδο υπηρεσίας στο πλαίσιο της πρόσληψής του, καθίσταται οριστικώς ακατάλληλος, λόγω επελθούσας αναπηρίας, να απασχοληθεί στη θέση εργασίας στην οποία είχε τοποθετηθεί εντός της επιχείρησης, ο εργοδότης του υποχρεούται, στο πλαίσιο των «εύλογων προσαρμογών» που προβλέπονται στο ως άνω άρθρο, να τον ανατοποθετήσει σε άλλη θέση εργασίας, εφόσον ο εργαζόμενος διαθέτει την απαιτούμενη καταλληλότητα, ικανότητα και προθυμία και εφόσον ένα τέτοιο μέτρο δεν συνεπάγεται δυσανάλογη επιβάρυνση για τον εν λόγω εργοδότη.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) Οδηγία του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (ΕΕ 2000, L 303, σ. 16).

( 3 ) Recueil des traités des Nations unies, τόμος 2515, σ. 3.

( 4 ) Απόφαση του Συμβουλίου, της 26ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με τη σύναψη, από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία (ΕΕ 2010, L 23, σ. 35).

( 5 ) Moniteur belge της 30ής Μαΐου 2007, σ. 29016.

( 6 ) Όπως αναφέρεται στην απόφαση περί παραπομπής, η HR Rail έχει ως αντικείμενο την επιλογή και πρόσληψη του απαιτούμενου μόνιμου και έκτακτου προσωπικού για την εκπλήρωση των σκοπών της εταιρίας Infrabel SA και της Société nationale des chemins de fer belge (Βελγικής εθνικής εταιρίας σιδηροδρόμων, SNCB).

( 7 ) Απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Tartu Vangla (C-795/19, EU:C:2021:606, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 8 ) Απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2021, Szpital Kliniczny im. dra J. Babińskiego Samodzielny Publiczny Zakład Opieki Zdrowotnej w Krakowie (C-16/19, EU:C:2021:64, σκέψη 34).

( 9 ) Πρβλ. απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, Comune di Gesturi (C-670/18, EU:C:2020:272, σκέψη 21 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 10 ) Πρβλ. απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2018, Ruiz Conejero (C-270/16, EU:C:2018:17, σκέψη 32).

( 11 ) Απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2019, Nobel Plastiques Ibérica (C-397/18, EU:C:2019:703, σκέψεις 39 και 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 12 ) Απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2019, Nobel Plastiques Ibérica (C-397/18, EU:C:2019:703, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 13 ) Βλ., συναφώς, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα N. Wahl στην υπόθεση Ζ. (C‑363/12, EU:C:2013:604, σημεία 83 έως 85).

( 14 ) Βλ. απόφαση της 19ης Ιουλίου 2017, Abercrombie & Fitch Italia (C-143/16, EU:C:2017:566, σκέψεις 18 και 19).

( 15 ) Βλ. απόφαση της 19ης Ιουλίου 2017, Abercrombie & Fitch Italia (C-143/16, EU:C:2017:566, σκέψη 19 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 16 ) Απόφαση της 9ης Ιουλίου 2015, Balkaya (C-229/14, EU:C:2015:455, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 17 ) Ορισμένοι συγγραφείς τονίζουν ότι, αντιθέτως προς τη Σύμβαση του ΟΗΕ, η οδηγία 2000/78 δεν προβλέπει την άρνηση εύλογης προσαρμογής ως μορφή δυσμενούς διάκρισης. Βλ., μεταξύ άλλων, Waddington, L., «Equal to the Task? Re-Examining EU Equality Law in the Light of the United Nations Convention on the Rights of Persons with disabilities», European Yearbook of Disability Law, τ. 4, υπό τη διεύθυνση των Quinn, G., Waddington, L., και Flynn, E., Intersentia, Cambridge, 2013, σ. 169 έως 200, ιδίως σ. 190. Ωστόσο, δεδομένου ότι η οδηγία αυτή πρέπει, στο μέτρο του δυνατού, να ερμηνεύεται κατά τρόπο σύμφωνο με τη Σύμβαση του ΟΗΕ, είμαι της γνώμης ότι η εν λόγω οδηγία έχει την έννοια ότι απαγορεύει τη δυσμενή διάκριση που συνίσταται σε άρνηση εύλογης προσαρμογής. Πράγματι, στην απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2019, Nobel Plastiques Ibérica (C-397/18, EU:C:2019:703, σκέψη 72), το Δικαστήριο παρέπεμψε ρητώς στη διάταξη της Σύμβασης του ΟΗΕ περί άρνησης εύλογης προσαρμογής.

( 18 ) Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις HK Danmark (C‑335/11 και C-337/11, EU:C:2012:775, σημείο 59).

( 19 ) Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα N. Wahl στην υπόθεση Ζ. (C-363/12, EU:C:2013:604, σημείο 105).

( 20 ) Απόφαση HK Danmark (σκέψη 49).

( 21 ) Η HR Rail παραπέμπει στην απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2019, Nobel Plastiques Ibérica (C‑397/18, EU:C:2019:703), η οποία, κατά την άποψή της, επιβεβαιώνει την ερμηνεία ότι οι εύλογες προσαρμογές πρέπει να περιορίζονται στην καλυπτόμενη θέση εργασίας. Ωστόσο, με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο επισήμανε μόνον ότι εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει αν οι πραγματοποιηθείσες προσαρμογές ήταν επαρκείς ώστε να θεωρηθούν εύλογες. Το Δικαστήριο, επομένως, δεν αποφάνθηκε επί του περιεχομένου της έννοιας των «εύλογων προσαρμογών» του άρθρου 5 της οδηγίας 2000/78 (βλ. σκέψεις 68 και 69 της ως άνω απόφασης). Άλλωστε, η σκέψη 65 της εν λόγω απόφασης επαναλαμβάνει αυτούσιες τις αιτιολογικές σκέψεις 20 και 21 της οδηγίας.

( 22 ) Απόφαση HK Danmark (σκέψη 53).

( 23 ) Απόφαση HK Danmark (σκέψη 54).

( 24 ) Απόφαση HK Danmark (σκέψη 56).

( 25 ) Βλ., επίσης, προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις HK Danmark (C-335/11 και C-337/11, EU:C:2012:775, σημεία 54 έως 58).

( 26 ) Η οδηγία 2000/78 εξειδικεύει, στον τομέα τον οποίο καλύπτει, τη γενική αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων η οποία κατοχυρώνεται με το άρθρο 21 του Χάρτη. Βλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, WABE (C-804/18 και C-341/19, EU:C:2021:594, σκέψη 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 27 ) Βλ. απόφαση της 22ας Μαΐου 2014, Glatzel (C-356/12, EU:C:2014:350, σκέψη 78), κατά την οποία το άρθρο 26 του Χάρτη επιβάλλει στην Ένωση να αναγνωρίζει και να σέβεται το δικαίωμα των ατόμων με ειδικές ανάγκες να επωφελούνται μέτρων ένταξης.

( 28 ) Πρβλ. απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2019, Nobel Plastiques Ibérica (C-397/18, EU:C:2019:703, σκέψη 73). Η ερμηνεία αυτή προκύπτει επίσης από την αιτιολογική σκέψη 17 της οδηγίας 2000/78.

( 29 ) Βλ. Gutiérrez Colomidas, D., «Can Reasonable Accommodation Safeguard the Employment of People with Disabilities?», European Yearbook on Human Rights, Intersentia, Cambridge, 2019, σ. 63 έως 89, ιδίως σ. 83.

( 30 ) Η Επιτροπή υπογραμμίζει, με τις γραπτές παρατηρήσεις της, ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, η ανατοποθέτηση εργαζομένου με αναπηρία σε άλλη θέση εργασίας ενδέχεται να συνεπάγεται για τον εργοδότη οικονομική επιβάρυνση λιγότερο επαχθή ή ευχερέστερη να εφαρμοστεί από οργανωτικής απόψεως σε σχέση με άλλη εύλογη προσαρμογή, όπως η ελάφρυνση του ρυθμού εργασίας ή η προσαρμογή του εξοπλισμού που είναι αναγκαίος για την εκπλήρωση των απαιτούμενων για την οικεία θέση εργασίας καθηκόντων. Στην υπό κρίση υπόθεση, φρονώ ότι παρέλκει η εξέταση του ζητήματος αυτού στον βαθμό που, εν προκειμένω, καμία εύλογη προσαρμογή δεν παρείχε τη δυνατότητα στον προσφεύγοντα να διατηρήσει τη θέση εργασίας στην οποία είχε τοποθετηθεί.

( 31 ) Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, του προαιρετικού πρωτοκόλλου στη Σύμβαση του ΟΗΕ, ένα συμβαλλόμενο κράτος στο πρωτόκολλο αυτό αναγνωρίζει την αρμοδιότητα της επιτροπής για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία να δέχεται και να εξετάζει αναφορές από ή για λογαριασμό ατόμων ή ομάδων ατόμων που υπόκεινται στη δικαιοδοσία του, τα οποία ισχυρίζονται ότι είναι θύματα παραβίασης των διατάξεων της Σύμβασης του ΟΗΕ από αυτό το συμβαλλόμενο κράτος.

( 32 ) Βλ. CRDP/C/21/D/34/2015, διαθέσιμο μέσω του ακόλουθου διαδικτυακού συνδέσμου: https://tbinternet.ohchr.org/_layouts/15/treatybodyexternal/Download.aspx?symbolno=CRPD%2FC%2F21%2FD%2F34%2F2015&Lang=en.

( 33 ) Η υπόθεση αυτή αφορούσε πρόσωπο ισπανικής ιθαγένειας το οποίο είχε τροχαίο ατύχημα που του προκάλεσε μόνιμη κινητική αναπηρία. Ευρισκόμενο σε μόνιμη αδυναμία άσκησης του επαγγέλματος του αστυνομικού, υποχρεώθηκε να συνταξιοδοτηθεί και απολύθηκε από τις τοπικές αστυνομικές δυνάμεις. Το πρόσωπο αυτό ζήτησε από το δημοτικό συμβούλιο της Βαρκελώνης (Ισπανία) να τοποθετηθεί σε θέση εργασίας κατάλληλη για την αναπηρία του, αίτηση η οποία απορρίφθηκε. Κατόπιν της ένδικης διαδικασίας στην Ισπανία και ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το πρόσωπο αυτό υπέβαλε αναφορά ενώπιον της επιτροπής για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία.

( 34 ) Βλ., επίσης, πόρισμα της επιτροπής για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία όσον αφορά την ανακοίνωση αριθ. 37/2016, της 29ης Σεπτεμβρίου 2020. CRPD/C/23/D/37/2016, διαθέσιμο μέσω του ακόλουθου διαδικτυακού συνδέσμου: https://tbinternet.ohchr.org/_layouts/15/treatybodyexternal/Download.aspx?symbolno=CRPD%2fC%2f23%2fD%2f37%2f2016&Lang=fr.

( 35 ) Απόφαση της 4ης Ιουλίου 2013, Επιτροπή κατά Ιταλίας (C-312/11, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:446, σκέψη 61).

( 36 ) Στην αιτιολογική σκέψη 21 της οδηγίας 2000/78 χρησιμοποιείται ο όρος «ιδίως», πράγμα που σημαίνει ότι και άλλα στοιχεία πέραν των αναφερομένων θα μπορούσαν να συνεπάγονται δυσανάλογη επιβάρυνση για τον εργοδότη.

( 37 ) Κατά τη διάταξη αυτή, «[κ]ατά παρέκκλιση του άρθρου 2 παράγραφοι 1 και 2, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η διαφορετική μεταχείριση που βασίζεται σε ένα[ν] από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1, δεν συνιστά διάκριση όταν, λόγω της φύσης των συγκεκριμένων επαγγελματικών δραστηριοτήτων ή του πλαισίου εντός του οποίου διεξάγονται αυτές, ένα τέτοιο χαρακτηριστικό αποτελεί ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση, εφόσον ο στόχος είναι θεμιτός και η προϋπόθεση είναι ανάλογη».

( 38 ) Πρβλ. Hendrickx, F., «Disability and reintegration in Work: Interplay between EU Non-discrimination Law and Labour Law», Reasonable Accommodation in the Modern Workplace, Potential and Limits of the Integrative Logics of Labour Law, Bulletin of comparative labour relations αριθ. 93, 2016, σ. 61 έως 72, ιδίως σ. 62.

( 39 ) Απόφαση της 9ης Μαρτίου 2017, Milkova (C-406/15, EU:C:2017:198, σκέψη 46).

( 40 ) Απόφαση της 9ης Μαρτίου 2017, Milkova (C-406/15, EU:C:2017:198, σκέψη 47).

( 41 ) Στο ίδιο πνεύμα, το άρθρο 27, παράγραφος 1, στοιχείο ηʹ, της Σύμβασης του ΟΗΕ ορίζει ότι τα συμβαλλόμενα κράτη διασφαλίζουν και προωθούν την άσκηση του δικαιώματος στην εργασία, λαμβάνοντας τα αναγκαία μέτρα που μεταξύ άλλων έχουν ως στόχο να ευνοούν την απασχόληση ατόμων με αναπηρία στον ιδιωτικό τομέα, εφαρμόζοντας κατάλληλες πολιτικές και μέτρα, όπως προγράμματα θετικής δράσης, παροχή κινήτρων και άλλα μέτρα.

( 42 ) Πρβλ. Dubout, Ε., «Article 7. Action positive et mesures spécifiques», Directive 2000/78 portant création d’un cadre général en faveur de l’égalité de traitement en matière d’emploi et de travail, Commentaire article par article, Larcier, Βρυξέλλες, 1η έκδ., 2020, ιδίως αριθ. 48, σ. 207, κατά τον οποίο «τα μέτρα εύλογων προσαρμογών πρέπει να θεωρηθούν ως εξατομικευμένου χαρακτήρα εκεί όπου οι θετικές δράσεις, όπως η προτιμησιακή πρόσβαση, εντάσσονται σε ένα πιο συλλογικό πνεύμα».

( 43 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, FOA (C-354/13, EU:C:2014:2463, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), κατά την οποία το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78 δεν πρέπει να επεκτείνεται κατ’ αναλογίαν πέραν των περιπτώσεων δυσμενούς διάκρισης για τους λόγους που εξαντλητικώς απαριθμούνται στο άρθρο 1 αυτής.

( 44 ) Βλ. Joly, L., L’emploi des personnes handicapées entre discrimination et égalité, Dalloz, Παρίσι, 2015, ιδίως αριθ. 327, σ. 239.

( 45 ) Βλ. Joly, L., όπ.π., αριθ. 316, σ. 232.