24.1.2022   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/2


Διάταξη του Δικαστηρίου (ένατο τμήμα) της 17ης Νοεμβρίου 2021 [αίτηση του Juzgado de Primera Instancia no 38 de Barcelona (Ισπανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — Marc Gómez del Moral Guasch κατά Bankia SA

(Υπόθεση C-655/20) (1)

(Προδικαστική παραπομπή - Άρθρο 99 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου - Προστασία των καταναλωτών - Οδηγία 93/13/EOK - Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές - Σύμβαση ενυπόθηκου δανείου - Κυμαινόμενο επιτόκιο - Δείκτης αναφοράς των ενυπόθηκων δανείων (IRPH) - Έλεγχος διαφάνειας από το εθνικό δικαστήριο - Εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών - Συνέπειες της αναγνωρίσεως της ακυρότητας - Απόφαση της 3ης Μαρτίου 2020, Gómez del Moral Guasch (C-125/18, EU:C:2020:138) - Νέα προδικαστικά ερωτήματα)

(2022/C 37/02)

Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική

Αιτούν δικαστήριο

Juzgado de Primera Instancia no 38 de Barcelona

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Marc Gómez del Moral Guasch

κατά

Bankia SA

Διατακτικό

1)

Κατ’ ορθή ερμηνεία του άρθρου 5 της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, και της απαίτησης διαφάνειας των συμβατικών ρητρών, στο πλαίσιο ενυπόθηκου δανείου επιτρέπεται ο επαγγελματίας να μην ενσωματώσει στη σύμβαση τον πλήρη ορισμό του δείκτη αναφοράς με βάση τον οποίο υπολογίζεται το κυμαινόμενο επιτόκιο ή να μην παράσχει στον καταναλωτή, πριν από τη σύναψη της σύμβασης, ενημερωτικό έντυπο στο οποίο καταγράφεται η προηγούμενη εξέλιξη του δείκτη αυτού, για τον λόγο ότι οι πληροφορίες σχετικά με τον δείκτη δημοσιεύονται επίσημα, υπό τον όρο ότι, λαμβανομένων υπόψη των δημοσιοποιημένων και προσβάσιμων πληροφοριακών στοιχείων καθώς και των πληροφοριών που παρέσχε, κατά περίπτωση, ο επαγγελματίας, ο μέσος καταναλωτής, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως επιμελής και συνετός, δύναται να κατανοήσει τη συγκεκριμένη λειτουργία του τρόπου υπολογισμού του επιτοκίου και, συνεπώς, να αξιολογήσει, βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τις δυνητικά σημαντικές οικονομικές συνέπειες μιας τέτοιας ρήτρας για τις χρηματοπιστωτικές του υποχρεώσεις.

2)

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, το άρθρο 4, παράγραφος 2, και το άρθρο 5 της οδηγίας 93/13 έχουν την έννοια ότι το εθνικό δικαστήριο, όταν κρίνει ότι συμβατική ρήτρα για τον καθορισμό του τρόπου υπολογισμού κυμαινόμενου επιτοκίου στο πλαίσιο σύμβασης ενυπόθηκου δανείου δεν είναι διατυπωμένη κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, ή του άρθρου 5 της οδηγίας, οφείλει να εξετάσει αν η συγκεκριμένη ρήτρα είναι «καταχρηστική», κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας.

3)

Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι επιβάλλει στον εθνικό δικαστή να παράσχει στον καταναλωτή τη δυνατότητα επιλογής μεταξύ, αφενός, της συμπλήρωσης της σύμβασης μέσω της αντικατάστασης της κριθείσας ως καταχρηστικής συμβατικής ρήτρας καθορισμού κυμαινόμενου επιτοκίου με ρήτρα που παραπέμπει σε δείκτη ο οποίος εφαρμόζεται συμπληρωματικώς κατά τον νόμο και, αφετέρου, της ακύρωσης της σύμβασης ενυπόθηκου δανείου στο σύνολό της, εάν αυτή δεν μπορεί να εξακολουθήσει να ισχύει χωρίς την εν λόγω ρήτρα.

4)

Το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, σε συνδυασμό με το άρθρο της 1, παράγραφος 2, έχουν την έννοια ότι, σε περίπτωση ακυρότητας καταχρηστικής ρήτρας καθορισμού δείκτη αναφοράς για τον υπολογισμό του κυμαινόμενου επιτοκίου του δανείου, δεν αντιτίθεται στην εκ μέρους του εθνικού δικαστή, τηρουμένων των προϋποθέσεων που διαλαμβάνονται στη σκέψη 67 της απόφασης της 3ης Μαρτίου 2020, Gómez del Moral Guasch (C-125/18, EU:C:2020:138), υποκατάσταση του ως άνω δείκτη με δείκτη προβλεπόμενο στον νόμο και εφαρμοστέο ελλείψει αντίθετης συμφωνίας των συμβαλλομένων, εφόσον υπάρχει αντιστοιχία του επιπέδου περιπλοκότητας του τρόπου καθορισμού των δύο δεικτών και το εθνικό δίκαιο προβλέπει την υποκατάσταση αυτή σε περιπτώσεις στις οποίες δεν υφίσταται αντιδικία με σκοπό τη διατήρηση της ισορροπίας των εκατέρωθεν παροχών μεταξύ των συμβαλλομένων, υπό τον όρο ότι ο δείκτης απηχεί όντως εθνική διάταξη ενδοτικού δικαίου.

5)

Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση κατά την οποία σύμβαση συναφθείσα μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή δεν μπορεί να εξακολουθήσει να ισχύει μετά την κατάργηση καταχρηστικής ρήτρας και η ακύρωση της σύμβασης στο σύνολό της θα εξέθετε τον καταναλωτή σε ιδιαιτέρως επιζήμιες συνέπειες, ο εθνικός δικαστής μπορεί να θεραπεύσει την ακυρότητα της ρήτρας διά της εφαρμογής αντ’ αυτής εθνικής διάταξης ενδοτικού δικαίου, ενώ το επιτόκιο που υπολογίζεται με βάση τον δείκτη υποκατάστασης πρέπει να ισχύει από την ημερομηνία σύναψης της σύμβασης.


(1)  Ημερομηνία καταθέσεως: 2 Δεκεμβρίου 2020.