Υπόθεση T‑849/19

Leonardo SpA

κατά

Ευρωπαϊκού Οργανισμού Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής

Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (ένατο πενταμελές τμήμα)
της 26ης Ιανουαρίου 2022

«Δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών – Διαδικασία πρόσκλησης υποβολής προσφορών – Υπηρεσίες εναέριας επιτήρησης – Προσφυγή ακυρώσεως – Έλλειψη εννόμου συμφέροντος – Απαράδεκτο – Εξωσυμβατική ευθύνη»

  1. Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Έννομο συμφέρον – Διαδικασία πρόσκλησης προς υποβολή προσφορών – Υπηρεσίες εναέριας επιτήρησης – Τηλεκατευθυνόμενο αεροπορικό σύστημα – Προκήρυξη διαγωνισμού – Απόφαση της αναθέτουσας αρχής που απευθύνεται στους προσφέροντες – Προσφυγή εταιρίας η οποία δεν μετέσχε στη διαδικασία εξαιτίας τεχνικών προδιαγραφών που υποτίθεται ότι εισάγουν δυσμενή διάκριση – Μη απόδειξη του εισάγοντος δυσμενή διάκριση χαρακτήρα των προδιαγραφών αυτών – Έλλειψη εννόμου συμφέροντος – Απαράδεκτο

    (Άρθρο 263 ΣΛΕΕ· οδηγία 89/665 του Συμβουλίου, άρθρο 1 § 3)

    (βλ. σκέψεις 23-29, 31-39)

  2. Εξωσυμβατική ευθύνη – Προϋποθέσεις – Πραγματική και βεβαία ζημία που προκλήθηκε από παράνομη πράξη – Έννοια – Απώλεια ευκαιρίας – Εμπίπτει – Προϋποθέσεις

    (Άρθρο 340, εδ. 2, ΣΛΕΕ)

    (βλ. σκέψεις 46-52)

Σύνοψη

Με προκήρυξη διαγωνισμού ( 1 ), που δημοσιεύθηκε στις 18 Οκτωβρίου 2019, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής (Frontex) προκήρυξε διαδικασία διαγωνισμού ( 2 ) (στο εξής: προσβαλλόμενη προκήρυξη), προκειμένου να αποκτήσει υπηρεσίες εναέριας επιτήρησης του θαλάσσιου χώρου με τη χρήση του ευρωπαϊκού τηλεκατευθυνόμενου αεροπορικού συστήματος μεσαίου ύψους και μεγάλης εμβέλειας.

Η προσφεύγουσα-ενάγουσα, Leonardo SpA, εταιρία που δραστηριοποιείται στον τομέα της αεροδιαστημικής, δεν μετέσχε στον διαγωνισμό που προκηρύχθηκε με την προσβαλλόμενη προκήρυξη.

Στις 31 Μαΐου 2020, η επιτροπή αξιολόγησης των προσφορών υπέβαλε την έκθεση αξιολόγησης στον αρμόδιο διατάκτη, ο οποίος στη συνέχεια ενέκρινε την έκθεση αξιολόγησης των προσφορών και υπέγραψε την απόφαση περί αναθέσεως της συμβάσεως (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση περί αναθέσεως).

Κατόπιν αυτού, η προσφεύγουσα-ενάγουσα άσκησε προσφυγή-αγωγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, αφενός, με αίτημα την ακύρωση της προσβαλλόμενης προκήρυξης διαγωνισμού και των συνημμένων σε αυτήν ως παράρτημα πράξεων ( 3 ) καθώς και της προσβαλλόμενης αποφάσεως περί αναθέσεως και, αφετέρου, με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας που αυτή υποστηρίζει ότι υπέστη λόγω του παράνομου χαρακτήρα της επίμαχης προσκλήσεως προς υποβολή προσφορών ( 4 ).

Με την απόφαση που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο, σε πενταμελή σύνθεση, απορρίπτει την προσφυγή-αγωγή της προσφεύγουσας-ενάγουσας στο σύνολό της. Η βασική ιδιαιτερότητα της εν λόγω υποθέσεως έγκειται στο γεγονός ότι η προσφυγή ακυρώσεως στρέφεται κατά προκηρύξεως διαγωνισμού και των συνημμένων σε αυτήν ως παράρτημα πράξεων και ασκείται από επιχείρηση η οποία δεν μετέσχε στον διαγωνισμό που προκηρύχθηκε με την εν λόγω προκήρυξη. Το ζήτημα αν μια τέτοια προσφυγή είναι παραδεκτή είναι καινοφανές.

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Πρώτον, εξετάζοντας το παραδεκτό των αιτημάτων ακυρώσεως των προσβαλλομένων πράξεων, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι, λαμβανομένου υπόψη του ισχυρισμού της προσφεύγουσας-ενάγουσας ότι δεν μετέσχε στην επίμαχη διαδικασία διαγωνισμού διότι οι όροι της συγγραφής υποχρεώσεων την εμπόδισαν να υποβάλει προσφορά, το ζήτημα είναι αν, υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα-ενάγουσα δικαιολογεί έννομο συμφέρον, υπό την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, κατά της εν λόγω προκήρυξης διαγωνισμού. Στο πλαίσιο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει τη θέση που έχει διατυπώσει συναφώς το Δικαστήριο με προδικαστική απόφαση, κατά την οποία, στο μέτρο που μόνον κατ’ εξαίρεση είναι δυνατό να αναγνωριστεί δικαίωμα προσφυγής σε φορέα ο οποίος δεν υπέβαλε προσφορά, δεν μπορεί να θεωρηθεί υπερβολικό το να απαιτείται από τον φορέα αυτό να αποδείξει ότι οι ρήτρες της προκήρυξης του διαγωνισμού καθιστούν αδύνατη αυτή καθεαυτήν την υποβολή προσφοράς ( 5 ). Μολονότι η ανωτέρω απόφαση εκδόθηκε κατόπιν προδικαστικού ερωτήματος σχετικού με την ερμηνεία διατάξεων της οδηγίας 89/665 ( 6 ), η οποία δεσμεύει μόνον τα κράτη μέλη, εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι η λύση που απορρέει από αυτήν μπορεί, mutatis mutandis, να εφαρμοστεί σε περίπτωση όπως η προκείμενη, στην οποία η προσφεύγουσα-ενάγουσα υποστηρίζει ότι εμποδίστηκε να υποβάλει προσφορά λόγω των τεχνικών προδιαγραφών που προβλέπονται στα τεύχη του διαγωνισμού που προκήρυξε οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τις οποίες τεχνικές προδιαγραφές αυτή αμφισβητεί. Επομένως, κατά το Γενικό Δικαστήριο, πρέπει να εξεταστεί αν η προσφεύγουσα-ενάγουσα απέδειξε ότι εμποδίστηκε να υποβάλει προσφορά και, ως εκ τούτου, δικαιολογεί έννομο συμφέρον.

Συναφώς, πρώτον, όσον αφορά την επίμαχη διαδικασία διαγωνισμού, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, εν προκειμένω, της διαδικασίας αυτής προηγήθηκε η διαδικασία διαγωνισμού FRONTEX/OP/800/2017/JL, η οποία προκηρύχθηκε το 2017 και αφορούσε την πραγματοποίηση δοκιμών δύο ειδών τηλεκατευθυνόμενων αεροπορικών συστημάτων RPAS. Η σύμβαση αυτή υποδιαιρείτο σε δύο τμήματα και η σύμβαση για το δεύτερο τμήμα ανατέθηκε στην προσφεύγουσα-ενάγουσα. Μετά την εκτέλεση των συμβάσεων αυτών, ο Frontex προέβη σε λεπτομερείς αξιολογήσεις και, βάσει ακριβώς των εν λόγω εκθέσεων αξιολόγησης, προσδιόρισε τις απαιτήσεις που περιλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη προκήρυξη διαγωνισμού και τις συνημμένες σε αυτήν ως παράρτημα πράξεις, τις ερωτήσεις και απαντήσεις και τα πρακτικά της ενημερωτικής συνάντησης, που μνημονεύονται στο δικόγραφο της προσφυγής, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι απαιτήσεις εκείνες που η προσφεύγουσα θεωρεί ότι εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις. Επομένως, κατά το Γενικό Δικαστήριο, ο προσδιορισμός των απαιτήσεων αυτών διαμορφώθηκε κατά την ολοκλήρωση μιας διαδικασίας περισσοτέρων σταδίων, χαρακτηριζόμενης από μια ανατροφοδότηση βάσει της εμπειρίας, η οποία παρέσχε στον Frontex τη δυνατότητα να αξιολογήσει λεπτομερώς και επιμελώς την αναγκαιότητά τους.

Δεύτερον, όσον αφορά τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας-ενάγουσας ότι «οι όροι της προκήρυξης του διαγωνισμού περιέχουν ρήτρες contra legem και μη δικαιολογημένες, οι οποίες θέτουν για τους δυνητικούς ανταγωνιστές απαιτήσεις ανέφικτες από τεχνικής απόψεως», το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι τρεις επιχειρήσεις υπέβαλαν προσφορά και ότι τουλάχιστον δύο από αυτές πληρούσαν όλες τις τεχνικές προδιαγραφές, δεδομένου ότι τους ανατέθηκε η σύμβαση.

Τρίτον, όσον αφορά τη μεταχείριση της προσφεύγουσας-ενάγουσας σε σχέση με τους λοιπούς υποψηφίους, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι αυτή δεν αποδεικνύει ότι οι τεχνικές προδιαγραφές εφαρμόστηκαν στην περίπτωσή της διαφορετικά απ’ ό,τι στους λοιπούς υποψηφίους ή, γενικότερα, ότι έτυχε διαφορετικής μεταχείρισης, αν και βρισκόταν σε κατάσταση ανάλογη με εκείνη των λοιπών υποψηφίων.

Τέταρτον, όσον αφορά τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας-ενάγουσας ότι η συμμετοχή της κατέστη «αδύνατη» ή ότι εξαρτήθηκε από «τόσο υπερβολικές οικονομικές επιβαρύνσεις ώστε να τίθεται σε κίνδυνο η διαμόρφωση ανταγωνιστικής προσφοράς», το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι από το ανωτέρω επιχείρημα δεν αποδεικνύεται οιαδήποτε δυσμενής διάκριση εις βάρος της προσφεύγουσας-ενάγουσας.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα δεν απέδειξε ότι οι απαιτήσεις της επίμαχης πρόσκλησης υποβολής προσφορών εισήγαν δυσμενείς διακρίσεις εις βάρος της. Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα-ενάγουσα δεν απέδειξε ότι εμποδίστηκε να υποβάλει προσφορά και, ως εκ τούτου, δεν δικαιολογεί έννομο συμφέρον να ζητήσει την ακύρωση των προσβαλλομένων πράξεων. Κατόπιν τούτου, το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει ως απαράδεκτα τα αιτήματα ακυρώσεως των εν λόγω πράξεων, όπως, κατ’ ακολουθίαν, και τα αιτήματα που βάλλουν κατά της αποφάσεως περί αναθέσεως, χωρίς να χρειάζεται να αποφανθεί επί των προϋποθέσεων που αφορούν την ύπαρξη πράξεως δεκτικής προσφυγής και την ενεργητική νομιμοποίηση της προσφεύγουσας-ενάγουσας και χωρίς, ομοίως, να απαιτείται να αποφανθεί επί της χρησιμότητας των ζητηθέντων αποδεικτικών μέτρων.

Δεύτερον, εξετάζοντας το αίτημα αποζημιώσεως, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, όσον αφορά την προϋπόθεση σχετικά με το υποστατό της ζημίας, ευθύνη της Ένωσης θεμελιώνεται μόνον εφόσον ο ενάγων έχει πράγματι υποστεί «πραγματική και βέβαιη» ζημία. Κατά συνέπεια, στον ενάγοντα απόκειται να προσκομίσει στον δικαστή της Ένωσης αποδεικτικά στοιχεία προκειμένου να αποδείξει το υποστατό και την έκταση της σχετικής ζημίας. Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζητεί απλώς την αποκατάσταση του συνόλου της ζημίας που υπέστη ή θα υποστεί λόγω του παράνομου χαρακτήρα της επίμαχης πρόσκλησης υποβολής προσφορών, χωρίς να προσκομίζει αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την ύπαρξη και την έκταση της ζημίας αυτής. Επομένως, η προϋπόθεση σχετικά με το υποστατό της ζημίας, για τη στοιχειοθέτηση εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης, δεν πληρούται ( 7 ).

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να απορριφθεί το αίτημα της προσφεύγουσας-ενάγουσας για αποκατάσταση της ζημίας και, κατά συνέπεια, η προσφυγή-αγωγή στο σύνολό της.


( 1 ) Προκήρυξη διαγωνισμού που δημοσιεύθηκε στο Συμπλήρωμα της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2019/S 0202-490010).

( 2 ) Διαδικασία διαγωνισμού FRONTEX/OP/888/2019/JL/CG με τίτλο «Τηλεκατευθυνόμενα αεροπορικά συστήματα (RPAS) για μεσαίου ύψους και μεγάλης εμβέλειας εναέρια επιτήρηση θαλάσσιων περιοχών».

( 3 ) Άρθρο 263 ΣΛΕΕ.

( 4 ) Άρθρο 268 ΣΛΕΕ.

( 5 ) Απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2018, Amt Azienda Trasporti e Mobilità κ.λπ. (C‑328/17, EU:C:2018:958, σκέψη 53). Η απόφαση αυτή εκδόθηκε σε απάντηση προδικαστικού ερωτήματος σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 3, της οδηγίας 89/665/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων (ΕΕ 1989, L 395, σ. 33), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2007/66/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2007 (ΕΕ 2007, L 335, σ. 31).

( 6 ) Βλ. υποσημείωση 5 για τα πλήρη στοιχεία της οδηγίας 89/665.

( 7 ) Βάσει του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ.