ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο πενταμελές τμήμα)

της 22ας Μαρτίου 2023 ( *1 )

«Περιβάλλον – Κανονισμός (ΕΕ) 517/2014 – Φθοριούχα αέρια του θερμοκηπίου – Ηλεκτρονικό μητρώο για τις ποσοστώσεις που αφορούν τη διάθεση υδροφθορανθράκων στην αγορά – Επιχειρήσεις με τον ίδιο πραγματικό δικαιούχο – Μοναδικός εισαγωγέας ή παραγωγός – Βλαπτική πράξη – Έννομο συμφέρον – Παραδεκτό – Αίτημα περί προσαρμογής της προσφυγής – Απαράδεκτο – Ένσταση έλλειψης νομιμότητας – Ερμηνεία εκτελεστικού κανονισμού σύμφωνα με τον βασικό κανονισμό – Εκτελεστικές εξουσίες της Επιτροπής»

Στις υποθέσεις T‑825/19 και T‑826/19,

Tazzetti SpA, με έδρα το Volpiano (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τους M. Condinanzi, E. Ferrero και C. Vivani, δικηγόρους,

προσφεύγουσα στην υπόθεση T‑825/19,

Tazzetti SA, με έδρα τη Μαδρίτη (Ισπανία), εκπροσωπούμενη από τους M. Condinanzi, E. Ferrero και C. Vivani, δικηγόρους,

προσφεύγουσα στην υπόθεση T‑826/19,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον G. Gattinara και την E. Sanfrutos Cano,

καθής,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο, κατά τις διασκέψεις, από τους M. van der Woude, πρόεδρο, H. Kanninen (εισηγητή), N. Półtorak, O. Porchia και M. Stancu, δικαστές,

γραμματέας: P. Nuñez Ruiz, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία σε καθεμιά από τις διαδικασίες,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 10ης Μαΐου 2022 προς διευκόλυνση της οποίας συνενώθηκαν οι υποθέσεις T‑825/19 και T‑826/19,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση ( 1 )

1

Με τις προσφυγές που άσκησαν στις 4 Δεκεμβρίου 2019 βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ η Tazzetti SpA, προσφεύγουσα στην υπόθεση T‑825/19, και η Tazzetti SA, προσφεύγουσα στην υπόθεση T‑826/19, ζητούν την ακύρωση, αφενός, αποφάσεων που περιέχονται σε τρεις επιστολές της 27ης και της 30ής Σεπτεμβρίου 2019 και σε δύο ηλεκτρονικά μηνύματα της 6ης και της 20ής Νοεμβρίου 2019 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αποφάσεων οι οποίες ελήφθησαν κατ’ εφαρμογήν του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2019/661 της Επιτροπής, της 25ης Απριλίου 2019, για την εξασφάλιση της ομαλής λειτουργίας του ηλεκτρονικού μητρώου για τις ποσοστώσεις που αφορούν τη διάθεση υδροφθορανθράκων στην αγορά (ΕΕ 2019, L 112, σ. 11) και, αφετέρου, της εκτελεστικής απόφασης (ΕΕ) 2020/1604 της Επιτροπής, της 23ης Οκτωβρίου 2020, για τον καθορισμό, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 517/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τα φθοριούχα αέρια του θερμοκηπίου, των τιμών αναφοράς για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2021 έως την 31η Δεκεμβρίου 2023 για κάθε παραγωγό ή εισαγωγέα που έχει νομίμως διαθέσει υδροφθοράνθρακες στην αγορά της Ένωσης από την 1η Ιανουαρίου 2015 όπως δηλώθηκαν βάσει του εν λόγω κανονισμού (ΕΕ 2020, L 364, σ. 1).

[παραλειπόμενα]

III. Διαδικασίες και αιτήματα των διαδίκων

33

Στην υπόθεση T‑825/19, η ιταλική εταιρία ζητεί κατ’ ουσίαν με το δικόγραφο της προσφυγής της από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση που περιέχεται στην πρώτη επιστολή της 27ης Σεπτεμβρίου 2019·

να ακυρώσει την απόφαση που περιέχεται στη δεύτερη επιστολή της 27ης Σεπτεμβρίου 2019·

να ακυρώσει την απόφαση που περιέχεται στην επιστολή της 30ής Σεπτεμβρίου 2019·

να ακυρώσει την απόφαση που περιέχεται στο ηλεκτρονικό μήνυμα της 6ης Νοεμβρίου 2019, ιδίως όσον αφορά τον χαρακτηρισμό της Tazzetti SARL ως μοναδικού δηλούντος·

να ακυρώσει την απόφαση που περιέχεται στο ηλεκτρονικό μήνυμα της 20ής Νοεμβρίου 2019·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

34

Με το υπόμνημα προσαρμογής της προσφυγής που κατέθεσε στις 18 Ιανουαρίου 2021, η ιταλική εταιρία ζητεί επιπλέον από το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει την εκτελεστική απόφαση 2020/1604.

35

Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη·

επικουρικώς, να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

36

Με διάταξη της 17ης Δεκεμβρίου 2020, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να εξετάσει μαζί με την ουσία της υπόθεσης την ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή βάσει του άρθρου 130, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

37

Στην υπόθεση T‑826/19, η ισπανική εταιρία ζητεί κατ’ ουσίαν με το δικόγραφο της προσφυγής της από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση που περιέχεται στην πρώτη επιστολή της 27ης Σεπτεμβρίου 2019·

να ακυρώσει την απόφαση που περιέχεται στη δεύτερη επιστολή της 27ης Σεπτεμβρίου 2019·

να ακυρώσει την απόφαση που περιέχεται στην επιστολή της 30ής Σεπτεμβρίου 2019·

να ακυρώσει την απόφαση που περιέχεται στο ηλεκτρονικό μήνυμα της 6ης Νοεμβρίου 2019·

να ακυρώσει την απόφαση που περιέχεται στο ηλεκτρονικό μήνυμα της 20ής Νοεμβρίου 2019·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

38

Με το υπόμνημα προσαρμογής της προσφυγής που κατέθεσε στις 6 Ιανουαρίου 2021, η ισπανική εταιρία ζητεί επιπλέον από το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει την εκτελεστική απόφαση 2020/1604.

39

Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη·

επικουρικώς, να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

40

Με διάταξη της 17ης Δεκεμβρίου 2020, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να εξετάσει μαζί με την ουσία της υπόθεσης την ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή βάσει του άρθρου 130, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας.

IV. Σκεπτικό

[παραλειπόμενα]

Α. Επί των προσφυγών κατά της δεύτερης επιστολής της 27ης Σεπτεμβρίου 2019, της επιστολής της 30ής Σεπτεμβρίου 2019 και του ηλεκτρονικού μηνύματος της 20ής Νοεμβρίου 2019

[παραλειπόμενα]

1.   Επί της ουσίας

129

Προς στήριξη των αιτημάτων τους περί ακυρώσεως των προσβαλλόμενων πράξεων, οι προσφεύγουσες προβάλλουν οκτώ λόγους ακυρώσεως. Οι λόγοι αυτοί είναι κατ’ ουσίαν ταυτόσημοι και στις δύο προσφυγές.

[παραλειπόμενα]

131

Είναι σκόπιμο να εξεταστούν κατ’ αρχάς από κοινού ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως σε καθεμιά από τις δύο υποθέσεις.

132

Πρώτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν κατ’ ουσίαν ότι, εφόσον το άρθρο 7, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2019/661 ερμηνευθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού 517/2014, οι ίδιες δεν εμπίπτουν στον κανόνα του μοναδικού παραγωγού ή εισαγωγέα και, ως εκ τούτου, οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι παράνομες.

133

Δεύτερον, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι, ακόμη και αν το Γενικό Δικαστήριο απορρίψει την αιτίαση περί μη σύμφωνης ερμηνείας, θα πρέπει να γίνουν δεκτές οι ενστάσεις έλλειψης νομιμότητας του άρθρου 7, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2019/661, όπως προβάλλονται με τις δύο προσφυγές, να μην εφαρμοστεί το άρθρο αυτό και, κατά συνέπεια, να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες πράξεις.

α)   Επί της αιτιάσεως με την οποία προβάλλεται ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2019/661 δεν ερμηνεύεται, ως όφειλε, σύμφωνα με τον κανονισμό 517/2014

134

Κατά πρώτον, επισημαίνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, καίτοι, κατά πάγια νομολογία, ο εκτελεστικός κανονισμός πρέπει να ερμηνεύεται, στο μέτρο του δυνατού, κατά τρόπο σύμφωνο προς τις διατάξεις του βασικού κανονισμού, η νομολογία αυτή δεν έχει εφαρμογή όταν πρόκειται για διάταξη εκτελεστικού κανονισμού της οποίας η έννοια είναι σαφής και όχι διφορούμενη και, επομένως, δεν χρήζει ερμηνείας. Σε αντίθετη περίπτωση, η αρχή της σύμφωνης με τις διατάξεις του παράγωγου δικαίου της Ένωσης ερμηνείας θα παρείχε έρεισμα για ερμηνεία contra legem της διάταξης αυτής, όπερ δεν θα μπορούσε να γίνει δεκτό (βλ. απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2021, Daimler κατά Επιτροπής, T‑359/19, EU:T:2021:568, σκέψη 92 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

135

Ο εκτελεστικός κανονισμός 2019/661, ο οποίος, σύμφωνα με τον τίτλο του, είναι εκτελεστικός κανονισμός, στηρίζεται, σύμφωνα με το προοίμιό του, στον κανονισμό 517/2014 και ιδίως στο άρθρο 17, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού. Επομένως, ο εκτελεστικός κανονισμός 2019/661 εκδόθηκε προς εκτέλεση του κανονισμού 517/2014. Ως εκ τούτου, η προπαρατεθείσα νομολογία έχει εφαρμογή στις σχέσεις μεταξύ των δύο αυτών κανονισμών.

136

Κατά δεύτερον, αφενός, βάσει του άρθρου 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 517/2014, για τους παραγωγούς και εισαγωγείς που δήλωσαν ότι είχαν διαθέσει στην αγορά HFC μεταξύ 2009 και 2012 (στο εξής: ήδη δραστηριοποιούμενες επιχειρήσεις) επρόκειτο να καθοριστεί τιμή αναφοράς με εκτελεστική πράξη που έπρεπε να εκδοθεί το αργότερο στις 31 Οκτωβρίου 2014.

137

Κατά το άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 517/2014, οι παραγωγοί και οι εισαγωγείς που δεν δήλωσαν ότι είχαν διαθέσει στην αγορά HFC μεταξύ 2009 και 2012 (στο εξής: νεοεισερχόμενες επιχειρήσεις) μπορούν να δηλώσουν την πρόθεσή τους να διαθέσουν HFC στην αγορά το επόμενο έτος.

138

Από το άρθρο 16, παράγραφος 3, του κανονισμού 517/2014 προκύπτει ότι, το αργότερο στις 31 Οκτωβρίου 2017 και εν συνεχεία κάθε τρία έτη, η Επιτροπή υπολογίζει εκ νέου τις τιμές αναφοράς για τους παραγωγούς και εισαγωγείς στους οποίους αναφέρονται οι παράγραφοι 1 και 2 του εν λόγω άρθρου και οι οποίοι δήλωσαν ότι είχαν διαθέσει HFC στην αγορά από 1ης Ιανουαρίου 2015. Επομένως, από το 2017 και έπειτα, καθορίζεται τιμή αναφοράς τόσο για τις ήδη δραστηριοποιούμενες επιχειρήσεις όσο και για τις νεοεισερχόμενες επιχειρήσεις που διέθεσαν HFC στην αγορά κατά το σχετικό χρονικό διάστημα (πρβλ. απόφαση της 16ης Ιουνίου 2021, Krajowa Izba Gospodarcza Chłodnictwa i Klimatyzacji κατά Επιτροπής, T‑126/19, EU:T:2021:360, σκέψη 62).

139

Αφετέρου, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2019/661, οι παραγωγοί και οι εισαγωγείς που εμπίπτουν στο άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 517/2014, καθώς και εκείνοι που εμπίπτουν στο άρθρο 16, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού, υπόκεινται σε ορισμένους κανόνες εφόσον έχουν τον ίδιο πραγματικό δικαιούχο. Ειδικότερα, οι πρώτοι θεωρούνται ως ένας και μοναδικός δηλών και οι δεύτεροι ως ένας και μοναδικός παραγωγός ή εισαγωγέας.

140

Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι οι προσφεύγουσες δήλωσαν ότι είχαν διαθέσει HFC στην αγορά από 1ης Ιανουαρίου 2015 και ότι υπόκεινται, επομένως, στη διαδικασία εκ νέου υπολογισμού των τιμών αναφοράς που προβλέπεται από το άρθρο 16, παράγραφος 3, του κανονισμού 517/2014. Υποστηρίζουν δε ότι δεν έπρεπε να τους αντιταχθεί το άρθρο 7, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2019/661, ερμηνευόμενο σύμφωνα με τον κανονισμό 517/2014, διότι αποτελούν ήδη δραστηριοποιούμενες επιχειρήσεις, η δε διάταξη αυτή εφαρμόζεται μόνον στις νεοεισερχόμενες επιχειρήσεις.

141

Όπως επισημαίνει η Επιτροπή, από το γράμμα του άρθρου 7, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2019/661 προκύπτει σαφώς και χωρίς αμφισημία ότι η διάταξη αυτή εφαρμόζεται τόσο στις νεοεισερχόμενες επιχειρήσεις που προβαίνουν σε δηλώσεις σύμφωνα με το άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 517/2014 όσο και σε όλους τους παραγωγούς και εισαγωγείς που υπόκεινται στη διαδικασία εκ νέου υπολογισμού των τιμών αναφοράς η οποία προβλέπεται από το άρθρο 16, παράγραφος 3, του κανονισμού 517/2014, καθώς και ότι, όσον αφορά τους τελευταίους, δεν προβλέπεται καμία παρέκκλιση υπέρ των ήδη δραστηριοποιούμενων επιχειρήσεων.

142

Κατά συνέπεια, η σύμφωνη προς τον κανονισμό 517/2014 ερμηνεία που υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, αν γινόταν δεκτή, θα χρησίμευε ως έρεισμα για contra legem ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2019/661, όπερ δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

143

Ως εκ τούτου, κατά την Επιτροπή, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα με το οποίο οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2019/661 πρέπει να ερμηνευθεί σύμφωνα με τον κανονισμό 517/2014.

144

Επομένως, πρέπει να εξεταστούν οι ενστάσεις έλλειψης νομιμότητας του εκτελεστικού κανονισμού 2019/661 που προβλήθηκαν με τις δύο προσφυγές.

β)   Επί των ενστάσεων έλλειψης νομιμότητας

145

Παρατηρείται εκ προοιμίου ότι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγουσες υποστήριξαν ότι οι ενστάσεις έλλειψης νομιμότητας τις οποίες προέβαλαν με τις δύο προσφυγές στηρίζονταν σε παράβαση του άρθρου 16, παράγραφος 5, και του άρθρου 17, παράγραφος 2, του κανονισμού 517/2014, του άρθρου 291 ΣΛΕΕ και σε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

146

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι προσφεύγουσες δεν επικαλέστηκαν στα δικόγραφά τους την αρχή της αναλογικότητας προκειμένου να στηρίξουν τις ενστάσεις τους περί έλλειψης νομιμότητας.

147

Πρέπει να εξεταστούν κατ’ αρχάς τα επιχειρήματα με τα οποία οι προσφεύγουσες προβάλλουν παράβαση του άρθρου 17, παράγραφος 2, του κανονισμού 517/2014 και του άρθρου 291 ΣΛΕΕ και τα οποία η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ότι περιέχονται στα δικόγραφα των προσφευγουσών.

148

Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, ενώ, βάσει του άρθρου 17 του κανονισμού 517/2014, η εκτελεστική αρμοδιότητα της Επιτροπής περιορίζεται στη λειτουργία του μητρώου HFC, το άρθρο 7, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2019/661 τροποποίησε την ίδια τη λειτουργία του μηχανισμού ποσοστώσεων HFC που είχε θεσπιστεί με τον κανονισμό 517/2014, και τούτο κατά παράβαση του άρθρου 291 ΣΛΕΕ.

149

Αφενός, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2019/661 είναι παράνομο, διότι τροποποιεί τους κανόνες περί «κατανομής» ποσοστώσεων HFC, δηλαδή θίγει το δικαίωμα των επιχειρήσεων να λαμβάνουν κατανομή ποσοστώσεων ιδίω ονόματι.

150

Αφετέρου, οι προσφεύγουσες διατείνονται ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2019/661 έχει ως αποτέλεσμα να απαγορεύεται στις επιχειρήσεις που δεν θεωρούνται μοναδικός παραγωγός ή εισαγωγέας να μεταφέρουν ποσοστώσεις HFC.

151

Κατά την Επιτροπή, ο κανόνας του άρθρου 7, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2019/661 δεν τροποποίησε τον μηχανισμό κατανομής δικαιωμάτων HFC. Απλώς ορίζει, για τις επιχειρήσεις που έχουν τον ίδιο πραγματικό δικαιούχο, έναν επιχειρηματία ως ενιαίο παραγωγό ή εισαγωγέα στον οποίον αναγνωρίζεται ενιαία τιμή αναφοράς και οι αντίστοιχες ποσοστώσεις HFC, εξυπακουομένου ότι το ύψος της ενιαίας τιμής αναφοράς καθορίζεται πάντοτε σε συνάρτηση με τις ποσότητες HFC που έχουν προηγουμένως διατεθεί στην αγορά. Επομένως, με τον κανόνα αυτόν αποτρέπεται η καταστρατήγηση του συστήματος ποσοστώσεων, καθώς και το φαινόμενο ο ίδιος πραγματικός δικαιούχος να καταχωρίζει περισσότερες επιχειρήσεις στο μητρώο προκειμένου να λαμβάνει επιπλέον ποσοστώσεις HFC, ενώ συγχρόνως διασφαλίζεται η ίση μεταχείριση των φορέων εκμετάλλευσης στην αγορά.

152

Εξάλλου, από την αιτιολογική σκέψη 19 του κανονισμού 517/2014 προκύπτει ότι η μεταβίβαση ποσοστώσεων HFC δεν έχει ως σκοπό το κέρδος, αλλά τη διατήρηση της ευελιξίας της αγοράς, η δε στέρηση της δυνατότητας μεταβίβασης ποσοστώσεων από μια επιχείρηση συνδεόμενη με έναν μοναδικό παραγωγό ή εισαγωγέα συνάδει προς τον σκοπό που επιδιώκει ο νομοθέτης της Ένωσης.

153

Επομένως, κατά την Επιτροπή, οι προσφεύγουσες δεν εξηγούν για ποιον λόγο ο εκτελεστικός κανονισμός 2019/661 είναι αντίθετος προς το άρθρο 291, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Επιπλέον, από την αιτιολογική σκέψη 18 και από το άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 517/2014 προκύπτει ότι το μητρώο HFC πρέπει να εξυπηρετεί την αποτελεσματική εφαρμογή του μηχανισμού ποσοστώσεων HFC, ενώ από το άρθρο 17, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού προκύπτει ότι η Επιτροπή έχει την αποστολή να διασφαλίζει την ομαλή λειτουργία του μητρώου.

154

Κατά το άρθρο 291, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, όταν απαιτούνται ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση των νομικά δεσμευτικών πράξεων της Ένωσης, οι πράξεις αυτές αναθέτουν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή ή, σε ειδικές περιπτώσεις δεόντως αιτιολογημένες και στις περιπτώσεις των άρθρων 24 και 26 ΣΕΕ, στο Συμβούλιο. Κατά δε το άρθρο 291, παράγραφος 4, ΣΛΕΕ, το επίθετο «εκτελεστικός» ή «εκτελεστική» παρεμβάλλεται στον τίτλο των εκτελεστικών πράξεων.

155

Από τον εκτελεστικό κανονισμό 2019/661 προκύπτει ότι ο κανονισμός αυτός στηρίζεται στο άρθρο 17, παράγραφος 2, του κανονισμού 517/2014, σύμφωνα με το οποίο η Επιτροπή μπορεί, μέσω εκτελεστικών πράξεων, να διασφαλίζει στον βαθμό που απαιτείται την ομαλή λειτουργία του μητρώου HFC. Κατά συνέπεια, η διάταξη αυτή αποτελεί εφαρμογή του άρθρου 291, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Επομένως, οι εκτελεστικές εξουσίες που απονέμονται στην Επιτροπή οριοθετούνται τόσο από το άρθρο 291, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ όσο και από το άρθρο 17, παράγραφος 2, του κανονισμού 517/2014.

156

Όταν ανατίθεται στην Επιτροπή εκτελεστική αρμοδιότητα βάσει του άρθρου 291, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, η Επιτροπή υποχρεούται να προσδιορίζει το περιεχόμενο της νομοθετικής πράξης (πρβλ. απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2014, Κοινοβούλιο κατά Επιτροπής, C‑65/13, EU:C:2014:2289, σκέψη 43).

157

Η Επιτροπή διευκρινίζει τη νομοθετική πράξη αν οι διατάξεις της εκτελεστικής πράξης που εκδίδει, αφενός, συνάδουν προς τους βασικούς γενικούς σκοπούς που επιδιώκει η νομοθετική πράξη και, αφετέρου, είναι αναγκαίες ή χρήσιμες για την εφαρμογή της, χωρίς να τη συμπληρώνουν ούτε να την τροποποιούν, ακόμη και ως προς τα μη ουσιώδη στοιχεία της (πρβλ. απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2014, Κοινοβούλιο κατά Επιτροπής, C‑65/13, EU:C:2014:2289, σκέψεις 45 και 46).

158

Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 517/2014, το αργότερο την 1η Ιανουαρίου 2015, η Επιτροπή υποχρεούται να καταρτίσει το μητρώο HFC και να διασφαλίσει τη λειτουργία του.

159

Κατά την αιτιολογική σκέψη 18 του κανονισμού 517/2014, η Επιτροπή όφειλε να διασφαλίσει την κατάρτιση του μητρώου HFC για τη διαχείριση των ποσοστώσεων για τη διάθεση HFC στην αγορά και την υποβολή εκθέσεων, συμπεριλαμβανομένης της σχετικής με τον εξοπλισμό που διατίθεται στην αγορά.

160

Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι η εκτελεστική αρμοδιότητα της Επιτροπής που προβλέπεται από το άρθρο 17, παράγραφος 2, του κανονισμού 517/2014 περιορίζεται στην ομαλή λειτουργία του μητρώου HFC, το οποίο αποτελεί ένα εργαλείο για τη διαχείριση των ποσοστώσεων, τη διάθεση HFC στην αγορά και την υποβολή εκθέσεων, συμπεριλαμβανομένης της σχετικής με τον εξοπλισμό που διατίθεται στην αγορά.

161

Επομένως, πρέπει εν προκειμένω να εξεταστεί αν, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, το άρθρο 7, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2019/661 εισάγει υπέρβαση των ορίων της αρμοδιότητας που προβλέπεται στο άρθρο 17, παράγραφος 2, του κανονισμού 517/2014, λαμβανομένων υπόψη των ορίων που θέτει σε κάθε εκτελεστική αρμοδιότητα το άρθρο 291, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Ειδικότερα, πρέπει να εξεταστεί αν, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η Επιτροπή συμπλήρωσε ή τροποποίησε τον κανονισμό 517/2014 όσον αφορά, αφενός, τα δικαιώματα των επιχειρήσεων να λάβουν ποσοστώσεις HFC και, αφετέρου, τα δικαιώματα των επιχειρήσεων να μεταφέρουν ποσοστώσεις HFC.

1) Επί του ζητήματος αν το άρθρο 7, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2019/661 συμπλήρωσε ή τροποποίησε τον κανονισμό 517/2014 όσον αφορά τα δικαιώματα των επιχειρήσεων να λαμβάνουν ποσοστώσεις HFC

162

Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2019/661 είναι παράνομο, διότι στερεί από ορισμένες επιχειρήσεις τις ποσοστώσεις HFC τις οποίες διέθεταν ιδίω ονόματι προτού τεθεί σε ισχύ η διάταξη αυτή.

163

Βεβαίως, το άρθρο 7, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2019/661 παρήγαγε εν προκειμένω τα άμεσα αποτελέσματά του στο πλαίσιο της διαδικασίας εκ νέου υπολογισμού των τιμών αναφοράς (βλ. ανωτέρω, σκέψεις 80 έως 86).

164

Ωστόσο, από το παράρτημα VI, σημείο 1, του κανονισμού 517/2014 για τη θέσπιση του μηχανισμού κατανομής προκύπτει ότι ο καθορισμός τιμής αναφοράς για μια επιχείρηση οδηγεί στο να της χορηγηθούν ποσοστώσεις HFC.

165

Επομένως, πρέπει να εξεταστούν οι κανόνες που προβλέπει ο κανονισμός 517/2014 σχετικά με τα δικαιώματα των επιχειρήσεων σε τιμή αναφοράς και, ως εκ τούτου, σε ποσοστώσεις HFC, προκειμένου να διαπιστωθεί αν οι κανόνες αυτοί τροποποιήθηκαν ή συμπληρώθηκαν με το άρθρο 7, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2019/661.

166

Κατά το άρθρο 16, παράγραφος 3, του κανονισμού 517/2014, έως τις 31 Οκτωβρίου 2017 και εν συνεχεία κάθε τρία έτη, η Επιτροπή υπολογίζει εκ νέου τις τιμές αναφοράς για τους παραγωγούς και εισαγωγείς στους οποίους αναφέρονται οι παράγραφοι 1 και 2 του ίδιου άρθρου βάσει των ετήσιων μέσων όρων των ποσοτήτων HFC που νομίμως διατίθενται στην αγορά από την 1η Ιανουαρίου 2015, όπως αυτές γνωστοποιήθηκαν δυνάμει του άρθρου 19 για τα έτη που είναι διαθέσιμα.

167

Ο κανονισμός 517/2014 δεν παρέχει ορισμό της έννοιας «παραγωγοί και εισαγωγείς» κατά την προαναφερθείσα διάταξη.

168

Επομένως, προτού εξεταστεί το περιεχόμενο του άρθρου 7, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2019/661, πρέπει να οριστεί η έννοια των «παραγωγών και εισαγωγέων» κατά το άρθρο 16, παράγραφος 3, του κανονισμού 517/2014.

i) Επί της έννοιας των «παραγωγών και εισαγωγέων» κατά το άρθρο 16, παράγραφος 3, του κανονισμού 517/2014

169

Ο ορισμός της έννοιας των «παραγωγών και εισαγωγέων» κατά το άρθρο 16, παράγραφος 3, του κανονισμού 517/2014 προϋποθέτει να ληφθεί υπόψη, για την ερμηνεία της διάταξης αυτής του δικαίου της Ένωσης, όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (βλ. απόφαση της 7ης Μαΐου 2019, Γερμανία κατά Επιτροπής, T‑239/17, EU:T:2019:289, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

170

Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή ισχυρίστηκε ότι η έννοια αυτή πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα της έννοιας της «επιχείρησης», όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 2, σημείο 30, του εν λόγω κανονισμού.

171

Από το άρθρο 2, σημείο 30, στοιχεία αʹ έως γʹ, του κανονισμού 517/2014 προκύπτει, όσον αφορά την υπό κρίση υπόθεση, ένας ορισμός της έννοιας της επιχείρησης ως κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου το οποίο, μεταξύ άλλων, παράγει ή διαθέτει στην αγορά φθοριούχα αέρια θερμοκηπίου, οι δε HFC αποτελούν τέτοια αέρια βάσει του σημείου 2 του εν λόγω άρθρου.

172

Επομένως, σύμφωνα με την ερμηνεία που υποστηρίζει η Επιτροπή, η αναφορά στους «παραγωγούς και εισαγωγείς» του άρθρου 16, παράγραφος 3, του κανονισμού 517/2014 αφορά κάθε επιχείρηση, κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 30, του εν λόγω κανονισμού, ήτοι, ιδίως, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που παράγει ή εισάγει ή διαθέτει στην αγορά HFC.

173

Κατά πρώτον, επισημαίνεται υπέρ της άποψης της Επιτροπής ότι ο νομοθέτης της Ένωσης χρησιμοποίησε αδιακρίτως τις έννοιες της επιχείρησης και του παραγωγού ή του εισαγωγέα.

174

Κατ’ αρχάς, το άρθρο 16, παράγραφος 3, του κανονισμού 517/2014 προβλέπει ότι η διαδικασία εκ νέου υπολογισμού των τιμών αναφοράς αφορά τους παραγωγούς και εισαγωγείς που μνημονεύονται στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου αυτού.

175

Το άρθρο 16, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 517/2014 αναφέρεται στην έννοια του παραγωγού ή του εισαγωγέα. Εντούτοις, στο τρίτο του εδάφιο, το άρθρο αυτό προβλέπει ότι, πριν από την υποβολή δήλωσης βάσει των παραγράφων 2 και 4 του εν λόγω άρθρου, οι «επιχειρήσεις» εγγράφονται στο μητρώο HFC. Έτσι, οι παραγωγοί ή οι εισαγωγείς που μνημονεύονται στο πρώτο εδάφιο είναι επιχειρήσεις κατά το τρίτο εδάφιο.

176

Εν συνεχεία, στην αιτιολογική σκέψη 16 του κανονισμού 517/2014 αναφέρεται ότι η Επιτροπή θα πρέπει να διασφαλίζει με τον τακτικό εκ νέου υπολογισμό των τιμών αναφοράς και των ποσοστώσεων ότι οι «επιχειρήσεις» θα έχουν τη δυνατότητα να συνεχίζουν τις δραστηριότητές τους με βάση τις μέσες ποσότητες που διέθεσαν στην αγορά τα τελευταία χρόνια.

177

Τέλος, η έκφραση «κάθε επιχείρηση» απαντά στο άρθρο 19, παράγραφος 6, του κανονισμού 517/2014 για την επιβολή ειδικών υποχρεώσεων σε «κάθε παραγωγ[ό] [και] εισαγωγέ[α]», όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 της ίδιας διάταξης, ο οποίος δηλώνει τη διάθεση στην αγορά ποσότητας HFC 10000 τόνων ισοδυνάμου CO2 ή μεγαλύτερης κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος.

178

Κατά δεύτερον, από τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 16, παράγραφοι 1 και 3, του κανονισμού 517/2014 προκύπτει επίσης ότι οι παραγωγοί και οι εισαγωγείς που μνημονεύονται στην παράγραφο 3 του εν λόγω άρθρου είναι μεμονωμένα φυσικά ή νομικά πρόσωπα.

179

Πράγματι, το άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 517/2014, στο οποίο παραπέμπει η παράγραφος 3 του άρθρου αυτού, προβλέπει ότι η Επιτροπή καθορίζει για κάθε παραγωγό ή εισαγωγέα που έχει γνωστοποιήσει δεδομένα δυνάμει του άρθρου 6 του κανονισμού 842/2006 τιμή αναφοράς με βάση τις δηλώσεις ποσοτήτων HFC που διέθεσε στην αγορά μεταξύ 2009 και 2012.

180

Το άρθρο 6 του κανονισμού 842/2006 όριζε, στην παράγραφο 1, στοιχεία αʹ και βʹ, ότι, το αργότερο έως τις 31 Μαρτίου 2008 και στη συνέχεια κάθε χρόνο, κάθε παραγωγός, εισαγωγέας και εξαγωγέας φθοριούχων αερίων θερμοκηπίου γνωστοποιεί στην Επιτροπή και στο οικείο κράτος μέλος ορισμένα στοιχεία. Η υποχρέωση αυτή αφορούσε, μεταξύ άλλων, «κάθε παραγωγ[ό] ο οποίος παράγει ποσότητα φθοριούχων αερίων θερμοκηπίου άνω του ενός τόνου ετησίως» και «κάθε εισαγωγέ[α], ο οποίος εισάγει ποσότητα φθοριούχων αερίων θερμοκηπίου άνω του ενός τόνου ετησίως».

181

Μολονότι ο κανονισμός 842/2006 δεν παρείχε ορισμό των εννοιών του παραγωγού ή του εισαγωγέα, από τη γραμματική ερμηνεία των διατάξεών του, και ειδικότερα από την αναφορά σε «κάθε παραγωγό» ή «κάθε εισαγωγέα», προκύπτει ότι αναφέρεται σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που παράγει ή εισάγει τουλάχιστον έναν τόνο φθοριούχων αερίων θερμοκηπίου ετησίως.

182

Εξάλλου, επισημαίνεται ότι η αιτιολογική σκέψη 15 του κανονισμού 517/2014, η οποία αφορά τα ποσοτικά όρια που ισχύουν για τους επιχειρηματίες που διέθεσαν HFC στην αγορά κατά την περίοδο αναφοράς μεταξύ 2009 και 2012, αναφέρεται στον υπολογισμό των τιμών αναφοράς και στην κατανομή ποσοστώσεων «σε επιμέρους παραγωγούς και εισαγωγείς».

183

Τρίτον, η ερμηνεία κατά την οποία οι παραγωγοί και οι εισαγωγείς στους οποίους αναφέρεται το άρθρο 16, παράγραφος 3, του κανονισμού 517/2014 είναι μεμονωμένα φυσικά ή νομικά πρόσωπα επιρρωννύεται από τις αναφορές σε «μεμονωμένους παραγωγούς και εισαγωγείς» της αιτιολογικής σκέψης 14 και σε «κάθε παραγωγό ή εισαγωγέα» του άρθρου 16, παράγραφοι 1 και 5, του κανονισμού 517/2014.

184

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, το άρθρο 16, παράγραφος 3, του κανονισμού 517/2014 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι κάθε επιχείρηση, νοούμενη ως μεμονωμένο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η οποία διέθεσε νομίμως HFC στην αγορά από 1ης Ιανουαρίου 2015 και υπέβαλε έκθεση του άρθρου 19 του κανονισμού 517/2014 δικαιούται τιμή αναφοράς επ’ ευκαιρία του εκ νέου υπολογισμού των τιμών αναφοράς κάθε τριετία.

ii) Επί του περιεχομένου του άρθρου 7, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2019/661

185

Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2019/661, για τον εκ νέου υπολογισμό των τιμών αναφοράς σύμφωνα με το άρθρο 16, παράγραφος 3, του κανονισμού 517/2014, όλες οι επιχειρήσεις με τον ίδιο ή τους ίδιους πραγματικούς δικαιούχους θεωρούνται μοναδικός εισαγωγέας ή παραγωγός, ο δε μοναδικός παραγωγός ή εισαγωγέας είναι η επιχείρηση που έχει καταχωριστεί πρώτη ή, κατά περίπτωση, άλλη καταχωρισμένη επιχείρηση που υποδεικνύεται από τον πραγματικό δικαιούχο.

186

Κατά πρώτον, από την αιτιολογική σκέψη 5 του εκτελεστικού κανονισμού 2019/661 προκύπτει ότι σκοπός των διατάξεων του άρθρου 7 είναι να αποφευχθούν τυχόν καταστρατηγήσεις ή καταχρήσεις κατά την κατανομή των ποσοστώσεων. Ειδικότερα, όταν ένας ή περισσότεροι από τους ίδιους πραγματικούς δικαιούχους καταχωρίζουν περισσότερες από μία επιχειρήσεις με σκοπό να τους χορηγηθεί μεγαλύτερο μερίδιο ποσοστώσεων HFC, επί της μέγιστης ποσότητας HFC που μπορεί να διατεθεί στην αγορά της Ένωσης, από εκείνο που αναλογεί σε μεμονωμένη επιχείρηση, οι εν λόγω επιχειρήσεις που έχουν καταχωριστεί από τον ίδιο ή τους ίδιους πραγματικούς δικαιούχους θα πρέπει να θεωρούνται ως μία επιχείρηση.

187

Όπως διευκρίνισε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο εκτελεστικός κανονισμός 2019/661 εισάγει έτσι νέον κανόνα, ο οποίος επιτρέπει στην ίδια να αντιμετωπίζει ως μία και μόνη οντότητα περισσότερα διακριτά νομικά πρόσωπα που έχουν τον ίδιο πραγματικό δικαιούχο, προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο ο πραγματικός δικαιούχος επιχείρησης ήδη καταχωρισμένης στο μητρώο HFC να συστήσει νομικά πρόσωπα που θα έχουν ως μόνο σκοπό να δηλώνουν ότι προτίθενται να διαθέσουν HFC στην αγορά κατά το επόμενο έτος, δυνάμει του άρθρου 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 517/2014, επιτυγχάνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο να λαμβάνουν νομίμως ποσοστώσεις HFC και, μακροπρόθεσμα, βάσει του άρθρου 16, παράγραφος 3, να επωφελούνται από τιμές αναφοράς λόγω των ποσοτήτων HFC που υποτίθεται ότι έχουν διαθέσει νομίμως στην αγορά.

188

Επομένως, η έννοια της επιχείρησης κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2019/661 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, όπως και η έννοια της επιχείρησης κατά τον κανονισμό 517/2014, αναφέρεται σε μεμονωμένο φυσικό ή νομικό πρόσωπο.

189

Κατά δεύτερον, παρατηρείται ότι με το άρθρο 7, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2019/661, η Επιτροπή πρόσθεσε προϋποθέσεις οι οποίες δεν προβλέπονται στο άρθρο 16, παράγραφος 3, του κανονισμού 517/2014, όσον αφορά την εξακρίβωση του δικαιώματος των επιχειρήσεων που έχουν τον ίδιο πραγματικό δικαιούχο να επωφελούνται από τιμές αναφοράς.

190

Δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2019/661, ορισμένες επιχειρήσεις δικαιούνται, ως μοναδικοί παραγωγοί ή εισαγωγείς, ενιαία τιμή αναφοράς καθοριζόμενη βάσει των δηλώσεων στις οποίες προέβησαν οι ίδιες σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού 517/2014, καθώς και των ίδιων δηλώσεων που υποβλήθηκαν από άλλες επιχειρήσεις με τον ίδιο πραγματικό δικαιούχο.

191

Αντιστρόφως, άλλες επιχειρήσεις, μολονότι διέθεσαν HFC στην αγορά και υπέβαλαν δηλώσεις σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού 517/2014, δεν δικαιούνται τιμή αναφοράς ιδίω ονόματι, διότι αυτή αποδίδεται σε άλλη επιχείρηση που έχει τον ίδιο πραγματικό δικαιούχο και πληροί τις προϋποθέσεις για να θεωρηθεί ως μοναδικός παραγωγός ή εισαγωγέας.

192

Οι ως άνω προϋποθέσεις καταλήγουν έτσι στην τροποποίηση του καθεστώτος που θεσπίζει το άρθρο 16, παράγραφος 3, του κανονισμού 517/2014, καθόσον, βάσει του κανονισμού αυτού, κάθε επιχείρηση που διέθεσε νομίμως HFC στην αγορά από 1ης Ιανουαρίου 2015 και υπέβαλε την έκθεση του άρθρου 19 του κανονισμού 517/2014 δικαιούται τιμή αναφοράς επ’ ευκαιρία του εκ νέου υπολογισμού των τιμών αναφοράς ανά τριετία, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ταυτότητα του πραγματικού δικαιούχου της.

193

Κατά τρίτον, ορθώς οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2019/661 τροποποιεί και το σύστημα κατανομής ποσοστώσεων HFC που θεσπίστηκε με τον κανονισμό 517/2014.

194

Κατ’ εφαρμογήν του παραρτήματος VI, σημείο 1, του κανονισμού 517/2014, στον μοναδικό παραγωγό ή εισαγωγέα, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2019/661, στον οποίον έχει αναγνωριστεί ενιαία τιμή αναφοράς, χορηγούνται όχι μόνον οι ποσοστώσεις HFC που αντιστοιχούν στις ποσότητες HFC που διέθεσε στην αγορά από 1ης Ιανουαρίου 2015, αλλά και οι ποσοστώσεις που αντιστοιχούν στις ποσότητες HFC που διέθεσαν στην αγορά από 1ης Ιανουαρίου 2015 οι επιχειρήσεις που έχουν τον ίδιο πραγματικό δικαιούχο. Αν δεν είχε θεσπιστεί το άρθρο 7, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2019/661, η ίδια αυτή επιχείρηση δεν θα είχε οριστεί ως μοναδικός παραγωγός ή εισαγωγέας και θα είχε, επομένως, λάβει μόνον τις ποσοστώσεις που θα αντιστοιχούσαν σε τιμή αναφοράς καθοριζόμενη αποκλειστικά βάσει των ποσοτήτων HFC που η επιχείρηση αυτή διέθεσε στην αγορά από 1ης Ιανουαρίου 2015.

195

Αντιθέτως, οι επιχειρήσεις που έχουν τον ίδιο πραγματικό δικαιούχο με έναν μοναδικό παραγωγό ή εισαγωγέα χάνουν το δικαίωμα να καθοριστεί για αυτές τιμή αναφοράς ιδίω ονόματι και, συνεπώς, και το δικαίωμα να τους χορηγούνται ποσοστώσεις HFC εξ αυτού του λόγου, τις οποίες, ωστόσο, θα δικαιούνταν αν δεν είχε θεσπιστεί το άρθρο 7, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2019/661.

196

Από όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2019/661 τροποποίησε τα δικαιώματα που αντλούσαν οι οικείες επιχειρήσεις από τον κανονισμό 517/2014 όσον αφορά το ευεργέτημα της τιμής αναφοράς και τη δυνατότητα να τους χορηγούνται ποσοστώσεις HFC ιδίω ονόματι.

2) Επί του ζητήματος αν το άρθρο 7, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2019/661 συμπλήρωσε ή τροποποίησε τον κανονισμό 517/2014 όσον αφορά το δικαίωμα των επιχειρήσεων να μεταβιβάζουν ποσοστώσεις HFC

197

Κατά το άρθρο 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 517/2014, κάθε παραγωγός ή εισαγωγέας για τον οποίον έχει καθοριστεί τιμή αναφοράς δυνάμει του άρθρου 16, παράγραφος 1 ή 3, του εν λόγω κανονισμού και στον οποίον έχει χορηγηθεί ποσόστωση σύμφωνα με το άρθρο 16, παράγραφος 5, του ίδιου κανονισμού μπορεί να προβεί σε μεταφορά ποσοστώσεων HFC.

198

Επομένως, δικαίωμα μεταβίβασης ποσόστωσης HFC έχουν μόνον οι επιχειρήσεις στις οποίες χορηγήθηκε ποσόστωση επειδή καθορίστηκε για αυτές τιμή αναφοράς.

199

Από τις σκέψεις 189 έως 192 ανωτέρω προκύπτει ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 7, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2019/661, οι επιχειρήσεις που έχουν τον ίδιο πραγματικό δικαιούχο με μοναδικό παραγωγό ή εισαγωγέα απώλεσαν το δικαίωμα σε τιμή αναφοράς ιδίω ονόματι, το οποίο, προτού τεθεί σε ισχύ η διάταξη αυτή, αντλούσαν απευθείας από το άρθρο 16, παράγραφος 3, του κανονισμού 517/2014.

200

Κατά συνέπεια, οι ίδιες αυτές επιχειρήσεις, ενώ θα μπορούσαν να έχουν δικαίωμα μεταφοράς ποσοστώσεων HFC, δεν πληρούν πλέον, από της θέσεως σε ισχύ του εκτελεστικού κανονισμού 2019/661, τις προϋποθέσεις του άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 517/2014 για να προβούν οι ίδιες σε τέτοια μεταφορά.

201

Επομένως, καθόσον αποδείχθηκε ότι υφίσταται αγορά ανταλλαγής ποσοστώσεων HFC (βλ. σκέψη 100 ανωτέρω), οι ως άνω επιχειρήσεις απώλεσαν το δικαίωμα διάθεσης ποσοστώσεων HFC στην αγορά.

202

Πρέπει να προστεθεί ότι η απώλεια αυτή του δικαιώματος μεταφοράς ποσοστώσεων HFC θίγει επιχειρήσεις όπως η ισπανική εταιρία οι οποίες διαθέτουν HFC στην αγορά από της θέσεως σε ισχύ του κανονισμού 517/2014, ενώ από την έκθεση της Επιτροπής της 13ης Ιουλίου 2017, για την αξιολόγηση της μεθόδου κατανομής ποσοστώσεων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 517/2014 [COM(2017) 377 final], προκύπτει ότι ο περιορισμός του δικαιώματος μεταφοράς των δικαιωμάτων HFC προβλέφθηκε προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο οι επιχειρήσεις που δεν συμμετέχουν στην εμπορία των HFC να ζητούν δωρεάν ποσοστώσεις με μοναδικό σκοπό την πώληση των δικαιωμάτων αυτών.

203

Ως εκ τούτου, ορθώς οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2019/661 τροποποίησε τον κανονισμό 517/2014 όσον αφορά το δικαίωμα των επιχειρήσεων να μεταβιβάζουν ποσοστώσεις HFC.

3) Συμπεράσματα

204

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η Επιτροπή, θεσπίζοντας το άρθρο 7, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2019/661, τροποποίησε τα δικαιώματα που αντλούσαν οι οικείες επιχειρήσεις από τον κανονισμό 517/2014 όσον αφορά το ευεργέτημα της τιμής αναφοράς, τη δυνατότητα να τους χορηγούνται ποσοστώσεις HFC ιδίω ονόματι και τη δυνατότητα μεταφοράς των ποσοστώσεων αυτών.

205

Επομένως, ορθώς οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή υπερέβη τα όρια της εκτελεστικής αρμοδιότητας που της απονέμει το άρθρο 17, παράγραφος 2, του κανονισμού 517/2014.

206

Πράγματι, βάσει της διάταξης αυτής, η εν λόγω αρμοδιότητα περιορίζεται στην ομαλή λειτουργία του μητρώου HFC, το οποίο αποτελεί εργαλείο για τη διαχείριση των ποσοστώσεων, τη διάθεση HFC στην αγορά και την υποβολή έκθεσης, συμπεριλαμβανομένης και εκείνης σχετικά με τον εξοπλισμό που διατίθεται στην αγορά (βλ. σκέψη 160 ανωτέρω). Ωστόσο, ο κανόνας του άρθρου 7, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2019/661 δεν πραγματεύεται τη διαχείριση των ποσοστώσεων, τη διάθεση HFC στην αγορά ή διάφορες δηλώσεις προκειμένου να διασφαλίσει την ομαλή λειτουργία του μητρώου HFC. Η διάταξη αυτή, στο μέτρο που επηρεάζει άμεσα τα δικαιώματα των οικείων επιχειρήσεων σε τιμή αναφοράς, κατανομή ποσοστώσεων HFC και μεταβίβαση ποσοστώσεων, μεταρρυθμίζει την ίδια τη λειτουργία του συστήματος ποσοστώσεων HFC.

207

Επιπλέον, όπως επισημαίνουν οι προσφεύγουσες, η Επιτροπή, μεταρρυθμίζοντας, με το άρθρο 7, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2019/661, την ίδια τη λειτουργία του συστήματος ποσοστώσεων HFC, δεν περιορίστηκε να διευκρινίσει τις διατάξεις του κανονισμού 517/2014 προκειμένου να εξασφαλίσει ενιαίες προϋποθέσεις εκτέλεσης, αλλά τον τροποποίησε, κατά παράβαση των ορίων που επιβάλλονται σε κάθε εκτελεστική αρμοδιότητα βάσει του άρθρου 291, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

208

Το γεγονός που επισήμανε η Επιτροπή ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2019/661 δεν επηρεάζει, εν προκειμένω, το ύψος των ποσοστώσεων HFC που χορηγούνται συνολικά σε όλες τις επιχειρήσεις που έχουν τον ίδιο πραγματικό δικαιούχο ουδόλως αναιρεί τις προηγούμενες διαπιστώσεις, κατά τις οποίες η Επιτροπή τροποποίησε τα δικαιώματα των οικείων επιχειρήσεων όσον αφορά το πλεονέκτημα της τιμής αναφοράς, τη δυνατότητα να τους χορηγούνται ποσοστώσεις HFC ιδίω ονόματι και τη δυνατότητα να μεταφέρουν τις ποσοστώσεις αυτές.

209

Όσον αφορά το επιχείρημα της Επιτροπής ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2019/661 αποσκοπεί στη διασφάλιση της ίσης μεταχείρισης των επιχειρήσεων ή στην αποτροπή του ενδεχομένου να υπερβαίνουν οι επιχειρήσεις την ποσόστωση HFC που τους έχει χορηγηθεί, το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να δικαιολογήσει παρέκκλιση από τους κανόνες του άρθρου 17, παράγραφος 2, του κανονισμού 517/2014 και του άρθρου 291 ΣΛΕΕ όσον αφορά την έκταση της αρμοδιότητας του φορέα των εκτελεστικών εξουσιών.

210

Κατόπιν όλων των ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή δεν ήταν αρμόδια να θεσπίσει το άρθρο 7, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2019/661.

211

Επομένως, το άρθρο 7, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2019/661 αποτελεί παράνομη διάταξη η οποία δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην επίδικη υπόθεση.

212

Κατά συνέπεια, οι περιεχόμενες στις προσβαλλόμενες πράξεις αποφάσεις που ελήφθησαν βάσει της προαναφερθείσας παράνομης διάταξης πρέπει να ακυρωθούν, ενώ παρέλκει η εξέταση των λοιπών αιτιάσεων που προβλήθηκαν προς στήριξη των ενστάσεων έλλειψης νομιμότητας και των λοιπών λόγων ακυρώσεως που προέβαλαν οι προσφεύγουσες.

213

Για τους ίδιους λόγους, πρέπει να ακυρωθεί το ηλεκτρονικό μήνυμα της 20ής Νοεμβρίου 2019, καθόσον απευθύνεται στις προσφεύγουσες και αποτελεί, ως εκ τούτου, πράξη επιβεβαιωτική των προσβαλλόμενων πράξεων (βλ. σκέψη 127 ανωτέρω).

[παραλειπόμενα]

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

 

1)

Συνεκδικάζει τις υποθέσεις T‑825/19 και T‑826/19 προς έκδοση κοινής απόφασης.

 

2)

Ακυρώνει τις αποφάσεις που περιέχονται στη δεύτερη από τις επιστολές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 27ης Σεπτεμβρίου 2019 και στην επιστολή της Επιτροπής της 30ής Σεπτεμβρίου 2019, καθώς και στο ηλεκτρονικό μήνυμα της Επιτροπής της 20ής Νοεμβρίου 2019 κατά το μέρος που απευθύνεται στις Tazzetti SpA και Tazzetti SA.

 

3)

Απορρίπτει τις προσφυγές κατά τα λοιπά.

 

4)

Καταδικάζει την Επιτροπή, εκτός από τα δικαστικά έξοδά της, και στα δικαστικά έξοδα των Tazzetti SpA και Tazzetti SA.

 

van der Woude

Kanninen

Półtorak

Porchia

Stancu

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο, στις 22 Μαρτίου 2023.

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.

( 1 ) Παρατίθενται μόνον οι σκέψεις της παρούσας αποφάσεως των οποίων η δημοσίευση κρίνεται σκόπιμη από το Γενικό Δικαστήριο.