ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 21ης Οκτωβρίου 2021 ( *1 )

«Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Πειθαρχική διαδικασία – Πειθαρχική ποινή – Διοικητική έρευνα – Άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Απαίτηση αντικειμενικής αμεροληψίας – Ανταναίρεση – Απόρριψη αιτήσεως αρωγής – Άρθρο 41, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων – Δικαίωμα ακροάσεως»

Στην υπόθεση C‑894/19 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 3 Δεκεμβρίου 2019,

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από την V. Montebello-Demogeot και τον I. Lázaro Betancor,

αναιρεσείον,

όπου ο έτερος διάδικος είναι η:

UZ, εκπροσωπούμενη από τον J.‑N. Louis, δικηγόρο,

προσφεύγουσα πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Arabadjiev, πρόεδρο του πρώτου τμήματος, ασκούντα καθήκοντα προέδρου του δευτέρου τμήματος, I. Ziemele, T. von Danwitz, P. G. Xuereb και A. Kumin (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Pikamäe

γραμματέας: Α. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 17ης Ιουνίου 2021,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την αίτηση αναιρέσεως, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 20ής Σεπτεμβρίου 2019, UZ κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (T‑47/18, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2019:650), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο, αφενός, ακύρωσε την από 27 Φεβρουαρίου 2017 απόφαση του Γενικού Γραμματέα του Κοινοβουλίου περί επιβολής στην UZ της πειθαρχικής κυρώσεως του υποβιβασμού από τον βαθμό AD 13, κλιμάκιο 3, στον βαθμό AD 12, κλιμάκιο 3, με μηδενισμό των μορίων αξιολογήσεως που αποκτήθηκαν στον βαθμό AD 13 (στο εξής: απόφαση περί υποβιβασμού και μηδενισμού των μορίων αξιολογήσεως) και, αφετέρου, απέρριψε την προσφυγή κατά τα λοιπά.

2

Με την ανταναίρεσή της, η UZ ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος με το οποίο το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή της για παροχή αρωγής.

Το νομικό πλαίσιο

3

Το άρθρο 24 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση διαφοράς (στο εξής: ΚΥΚ), προβλέπει τα εξής:

«Η Ένωση παρέχει βοήθεια στον υπάλληλο, ιδίως σε περίπτωση διώξεως των δραστών απειλών, προσβολών, εξυβρίσεων ή αποπειρών εναντίον του προσώπου και της περιουσίας είτε του ιδίου είτε των μελών της οικογενείας του, λόγω της ιδιότητάς του ή των καθηκόντων του.

Η Ένωση επανορθώνει αλληλεγγύως τις ζημίες που έχουν προκληθεί στην περίπτωση αυτή στον υπάλληλο στο μέτρο που ο τελευταίος δεν είναι, εκ δόλου ή βαρείας αμελείας, υπαίτιος των ζημιών αυτών και εφόσον δεν έχει δυνηθεί να επιτύχει επανόρθωση από το δράστη.»

4

Το άρθρο 86 του ΚΥΚ ορίζει τα εξής:

«1.   «Κάθε παράλειψη των υποχρεώσεων που έχει αναλάβει υπάλληλος ή τέως υπάλληλος δυνάμει του παρόντος κανονισμού η οποία γίνεται εκουσίως ή εξ αμελείας, αποτελεί λόγο πειθαρχικής κυρώσεως.

2.   Όταν η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή ή η [Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF)] λαμβάνουν γνώση αποδεικτικών στοιχείων για παράλειψη υποχρεώσεων κατά την έννοια της παραγράφου 1, μπορούν να κινούν διαδικασία διοικητικής έρευνας με σκοπό να εξακριβωθεί η ύπαρξη της παράληψης αυτής.

3.   Οι πειθαρχικοί κανόνες, διαδικασίες και μέτρα, καθώς και οι κανόνες και διαδικασίες που αφορούν τις διοικητικές έρευνες, καθορίζονται στο Παράρτημα IX.»

5

Το άρθρο 16, παράγραφοι 1 και 2, του παραρτήματος IX του ΚΥΚ ορίζει τα εξής:

«1.   Ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος ακούεται από το [πειθαρχικό] συμβούλιο· στην ακρόαση, μπορεί να αναπτύξει έγγραφες ή προφορικές παρατηρήσεις, αυτοπροσώπως ή μέσω αντιπροσώπου. Μπορεί να καλεί μάρτυρες.

2.   Το όργανο εκπροσωπείται ενώπιον του συμβουλίου από υπάλληλο ειδικά εξουσιοδοτημένο από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, ο οποίος διαθέτει τα ίδια δικαιώματα με τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο.»

6

Το άρθρο 22 του παραρτήματος IX έχει ως εξής:

«1.   Μετά από ακρόαση του υπαλλήλου, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή λαμβάνει απόφαση κατά τα προβλεπόμενα στα άρθρα 9 και 10, του παρόντος Παραρτήματος, εντός δύο μηνών από τη λήψη της γνώμης του συμβουλίου. Η απόφαση πρέπει να αιτιολογείται.

2.   Εάν η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή αποφασίσει να περατώσει την υπόθεση χωρίς να επιβάλλει πειθαρχική κύρωση, ενημερώνει αμελλητί τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο γραπτώς. Ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος μπορεί να ζητήσει να συμπεριληφθεί η απόφαση αυτή στον ατομικό του φάκελο.»

Το ιστορικό της διαφοράς

7

Το ιστορικό της διαφοράς εκτίθεται στις σκέψεις 1 έως 27 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και μπορεί, για τις ανάγκες της παρούσας διαδικασίας, να συνοψισθεί ως ακολούθως.

8

H UZ κατείχε θέση προϊσταμένης μονάδας στο Κοινοβούλιο από την 1η Ιανουαρίου 2009. Η τελευταία της κατάταξη ήταν στον βαθμό AD 13, κλιμάκιο 3.

9

Στις 24 Ιανουαρίου 2014, δεκατέσσερα από τα δεκαπέντε μέλη της μονάδας της (στο εξής: καταγγέλλοντες) υπέβαλαν στον Γενικό Γραμματέα του Κοινοβουλίου αίτηση αρωγής, δυνάμει του άρθρου 24 του ΚΥΚ, υποστηρίζοντας ότι υπέστησαν ηθική παρενόχληση εκ μέρους της UZ.

10

Σε συνέχεια της αιτήσεως αυτής, με έγγραφο της 17ης Φεβρουαρίου 2014, ο γενικός διευθυντής της Γενικής Διευθύνσεως Προσωπικού (στο εξής: ΓΔ Προσωπικού) γνωστοποίησε στους καταγγέλλοντες ότι είχε αποφασιστεί η λήψη προσωρινών μέτρων. Τα μέτρα αυτά περιελάμβαναν, μεταξύ άλλων, την ανάθεση της διαχειρίσεως του προσωπικού της οικείας μονάδας σε άλλο πρόσωπο και την κίνηση διοικητικής έρευνας.

11

Με έγγραφο της 19ης Μαρτίου 2014, ο Γενικός Γραμματέας του Κοινοβουλίου ενημέρωσε την UZ για την κίνηση διοικητικής έρευνας. Η UZ έτυχε ακροάσεως στις 20 Νοεμβρίου 2014 από τον γενικό διευθυντή της ΓΔ Προσωπικού.

12

Συντάχθηκαν δύο αναφορές, με ημερομηνίες 3 Μαρτίου και 17 Νοεμβρίου 2015, από δύο διενεργήσαντες την έρευνα υπαλλήλους, εκ των οποίων ο πρώτος αντικαταστάθηκε λόγω συνταξιοδοτήσεως από τον δεύτερο. Σε συνέχεια των ως άνω αναφορών, η προσφεύγουσα έτυχε ακροάσεως, αντιστοίχως, στις 17 Ιουνίου και στις 2 Δεκεμβρίου 2015 από τον γενικό διευθυντή της ΓΔ Προσωπικού.

13

Με έγγραφο της 6ης Ιανουαρίου 2016, η UZ ενημερώθηκε από τον Γενικό Γραμματέα του Κοινοβουλίου σχετικά με την παραπομπή της υποθέσεως στο πειθαρχικό συμβούλιο λόγω παραβάσεως των εκ του ΚΥΚ υποχρεώσεών της. Η UZ έτυχε ακροάσεως ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου στις 17 Φεβρουαρίου, 9 Μαρτίου, 8 Απριλίου και 26 Μαΐου 2016.

14

Στις 25 Ιουλίου 2016, το πειθαρχικό συμβούλιο εξέδωσε ομοφώνως τη γνώμη του, τα συμπεράσματα της οποίας έχουν ως εξής:

«28.

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, το πειθαρχικό συμβούλιο προτείνει στην [αρμόδια για τους διορισμούς αρχή] να επιβάλει κυρώσεις για το σύνολο των παραπτωμάτων της [UZ] με συνολική ποινή συνιστάμενη σε υποβιβασμό κατά έναν βαθμό στην ίδια ομάδα καθηκόντων.

29.

Λόγω των σοβαρών πλημμελειών εκ μέρους της [UZ] στη διαχείριση του προσωπικού και λαμβανομένου υπόψη του καθήκοντος αρωγής που το θεσμικό όργανο υπέχει έναντι της [UZ] και έναντι άλλων προσώπων τα οποία ενδέχεται να έχουν θιγεί από τη συμπεριφορά της, το πειθαρχικό συμβούλιο εκτιμά ότι η [αρμόδια για τους διορισμούς αρχή] οφείλει, στο μέτρο των δυνατοτήτων που της παρέχει ο ΚΥΚ, να εξετάσει σοβαρά το ενδεχόμενο τοποθετήσεώς της σε άλλη θέση εντός της γενικής γραμματείας, εν πάση δε περιπτώσει, όπως ζητήθηκε από την ίδια, σε έτερη [γενική διεύθυνση] […]».

15

Με έγγραφο της 7ης Σεπτεμβρίου 2016, το πειθαρχικό συμβούλιο διαβίβασε στην UZ τη γνώμη του.

16

Με απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2016, ο Γενικός Γραμματέας του Κοινοβουλίου εξουσιοδότησε τον γενικό διευθυντή της ΓΔ Προσωπικού να τον εκπροσωπήσει κατά την προβλεπόμενη στο άρθρο 22 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ ακρόαση της UZ και του ανέθεσε να του διαβιβάσει τις τυχόν παρατηρήσεις της επί της γνώμης του πειθαρχικού συμβουλίου.

17

Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 4ης Οκτωβρίου 2016, ο γενικός διευθυντής της ΓΔ Προσωπικού κάλεσε την UZ να προσέλθει σε ακρόαση στις 20 Οκτωβρίου 2016, σύμφωνα με το άρθρο 22, παράγραφος 1, του παραρτήματος ΙΧ του ΚΥΚ, προκειμένου να της παρασχεθεί η δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις της επί της γνώμης του πειθαρχικού συμβουλίου. Με επιστολή της 11ης Νοεμβρίου 2016, η UZ υπέβαλε τις παρατηρήσεις της στον γενικό διευθυντή της ΓΔ Προσωπικού.

18

Στις 14 Νοεμβρίου 2016 έλαβε χώρα ακρόαση της UZ από τον γενικό διευθυντή της ΓΔ Προσωπικού. Κατά την ακρόαση αυτή, η προσφεύγουσα υπέβαλε υπόμνημα και ζήτησε την αρωγή του Κοινοβουλίου λόγω προβαλλόμενων απειλών εναντίον της από μέλη της μονάδας της. Κατόπιν προτάσεως του γενικού διευθυντή της ΓΔ Προσωπικού, η UZ τοποθετήθηκε, προσωρινώς, σε άλλη μονάδα.

19

Στις 27 Φεβρουαρίου 2017, ο Γενικός Γραμματέας του Κοινοβουλίου εξέδωσε την απόφαση περί υποβιβασμού και μηδενισμού των μορίων αξιολογήσεως. Με έγγραφο της 2ας Μαρτίου 2017, ενημέρωσε την UZ για την απόφαση αυτή και της πρότεινε να τοποθετηθεί σε άλλη μονάδα, σε θέση υπαλλήλου διοικήσεως.

20

Με έγγραφο της 6ης Ιουνίου 2017, η UZ υπέβαλε ενώπιον της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής (στο εξής: ΑΔΑ) του Κοινοβουλίου, διοικητική ένσταση κατά της εν λόγω αποφάσεως.

21

Με έγγραφο της 14ης Ιουνίου 2017, η UZ υπέβαλε ένσταση ενώπιον του Γενικού Γραμματέα του Κοινοβουλίου κατά της σιωπηρής απορρίψεως της μνημονευόμενης στη σκέψη 18 της παρούσας αποφάσεως αιτήσεώς της για παροχή αρωγής. Με έγγραφο της 20ής Ιουλίου 2017, ο γενικός διευθυντής της ΓΔ Προσωπικού απέρριψε την εν λόγω αίτηση αρωγής.

22

Με έγγραφο της 6ης Οκτωβρίου 2017, ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου απέρριψε τις ενστάσεις που άσκησε η UZ με τα από 6 και 14 Ιουνίου 2017 έγγραφα.

Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

23

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 29 Ιανουαρίου 2018, η UZ άσκησε προσφυγή ζητώντας, αφενός, την ακύρωση της αποφάσεως περί υποβιβασμού και μηδενισμού των μορίων αξιολογήσεως και, αφετέρου, την ακύρωση της αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή της για παροχή αρωγής.

24

Προς στήριξη των αιτημάτων της για την ακύρωση της αποφάσεως περί υποβιβασμού και μηδενισμού των μορίων αξιολογήσεως, η UZ προέβαλε δύο λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούν, ο μεν πρώτος, έλλειψη νομιμότητας της διοικητικής έρευνας, ο δε δεύτερος, πλημμελή διεξαγωγή των εργασιών του πειθαρχικού συμβουλίου και μη διοργάνωση ακροάσεως εκ μέρους της αρμόδιας αρχής πριν από την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως.

25

Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η UZ υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι δύο εκ των επιφορτισμένων με τη διοικητική έρευνα υπαλλήλων, ήτοι ο υπεύθυνος για το «πειθαρχικό» σκέλος και ο υπεύθυνος για το σκέλος που αφορούσε την «παρενόχληση», δεν διέθεταν τα αναγκαία εχέγγυα αμεροληψίας ώστε να λάβουν μέρος στην επίμαχη έρευνα.

26

Στη σκέψη 65 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε την επιχειρηματολογία της UZ σχετικά με την έλλειψη αμεροληψίας των δύο επίμαχων υπευθύνων για την έρευνα υπαλλήλων και, ως εκ τούτου, δέχθηκε το αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως περί υποβιβασμού και μηδενισμού των μορίων αξιολογήσεως. Ωστόσο, για λόγους ορθής απονομής της δικαιοσύνης, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε σκόπιμο να εξετάσει και τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως.

27

Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η UZ υποστήριξε, ειδικότερα, πρώτον, ότι σε μία από τις έξι συνεδριάσεις του πειθαρχικού συμβουλίου το Κοινοβούλιο εκπροσωπήθηκε από δύο υπαλλήλους και ότι, κατά το πέρας της συνεδριάσεως αυτής, ο δικηγόρος της και η ίδια κλήθηκαν να εγκαταλείψουν την αίθουσα, ενώ οι δύο εκπρόσωποι του Κοινοβουλίου παρέμειναν στην αίθουσα για να συζητήσουν με τα μέλη του πειθαρχικού συμβουλίου. Εντεύθεν προκύπτει παράβαση του άρθρου 16, παράγραφος 2, του παραρτήματος IX του ΚΥΚ.

28

Δεύτερον, κατά την UZ, μόνον ο Γενικός Γραμματέας του Κοινοβουλίου, υπό την ιδιότητά του ως ΑΔΑ, ήταν αρμόδιος για τη διεξαγωγή της ακροάσεως που προβλέπεται στο άρθρο 22, παράγραφος 1, του παραρτήματος IX του ΚΥΚ. Η ακρόασή της, όμως, έλαβε χώρα ενώπιον του γενικού διευθυντή της ΓΔ Προσωπικού και όχι ενώπιον του Γενικού Γραμματέα του Κοινοβουλίου.

29

Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 16, παράγραφος 2, του παραρτήματος IX του ΚΥΚ, το Κοινοβούλιο δεν μπορούσε νομίμως να εκπροσωπηθεί, σε μία από τις έξι συνεδριάσεις του πειθαρχικού συμβουλίου, από δύο υπαλλήλους, δεδομένου ότι, κατά τη συνεδρίαση αυτή, μόνον ένας εκπρόσωπος υπερασπίσθηκε την UZ, η οποία, ως εκ τούτου, περιήλθε κατ’ αρχήν σε δυσμενή θέση. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι εκπρόσωποι του Κοινοβουλίου δεν έπρεπε να παραμείνουν στην αίθουσα συνεδριάσεων για να συζητήσουν με τα μέλη του πειθαρχικού συμβουλίου ενώ η νυν αναιρεσείουσα και ο δικηγόρος της είχαν κληθεί να εγκαταλείψουν την εν λόγω αίθουσα. Το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε εξ αυτού, στη σκέψη 72 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η διαδικασία έπασχε διαδικαστική πλημμέλεια και ως προς το σημείο αυτό.

30

Επιπροσθέτως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 89 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η απόφαση περί υποβιβασμού και μηδενισμού των μορίων αξιολογήσεως είχε ληφθεί χωρίς να τηρηθεί η προϋπόθεση του άρθρου 22, παράγραφος 1, του παραρτήματος IX του ΚΥΚ, κατά την οποία η ΑΔΑ οφείλει να προβαίνει η ίδια στην ακρόαση του υπαλλήλου. Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 102 της αποφάσεως αυτής, δέχθηκε τον λόγο ακυρώσεως που προέβαλε η UZ όσον αφορά τη μη διοργάνωση ακροάσεως εκ μέρους της αρμόδιας αρχής κατά το πέρας των εργασιών του πειθαρχικού συμβουλίου.

31

Όσον αφορά τα αιτήματα ακυρώσεως της αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση αρωγής, το Γενικό Δικαστήριο, αφού υπενθύμισε ότι η διοίκηση δεν μπορεί να υποχρεωθεί να παράσχει αρωγή σε υπάλληλο για τον οποίο υπάρχουν υπόνοιες, βάσει συγκεκριμένων και κρίσιμων στοιχείων, ότι υπέπεσε σε σοβαρή παράβαση των επαγγελματικών υποχρεώσεών του και υπόκειται για τον λόγο αυτό σε πειθαρχικές διώξεις, έστω και αν διέπραξε την παράβαση αυτή υπό το κάλυμμα παράτυπων ενεργειών τρίτων, έκρινε, στη σκέψη 109 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι κατά τον χρόνο υποβολής από την UZ της αιτήσεως αρωγής είχε ήδη κινηθεί σε βάρος της διοικητική έρευνα για πραγματικά περιστατικά τα οποία, εάν αποδεικνύονταν, θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην άσκηση πειθαρχικής διώξεως. Ως εκ τούτου, κατά την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου, το Κοινοβούλιο ορθώς απέρριψε την αίτηση αρωγής χωρίς προηγούμενη ακρόαση.

32

Κατά συνέπεια, με τη σκέψη 111 της εν λόγω αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση αρωγής που είχε υποβάλει η UZ.

33

Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, αφενός, ακύρωσε την απόφαση περί υποβιβασμού και μηδενισμού των μορίων αξιολογήσεως και, αφετέρου, απέρριψε την προσφυγή κατά τα λοιπά.

Τα αιτήματα των διαδίκων

Τα αιτήματα της αιτήσεως αναιρέσεως

34

Με την αναίρεση, το Κοινοβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση,

να απορρίψει την σε πρώτο βαθμό ασκηθείσα προσφυγή,

να κρίνει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του όσον αφορά την παρούσα διαδικασία, και

να καταδικάσει την UZ στα δικαστικά έξοδα της πρωτοβάθμιας διαδικασίας.

35

Η UZ ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και

να καταδικάσει το Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Τα αιτήματα της ανταναιρέσεως

36

Με την ανταναίρεση, η UZ ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος με το οποίο απορρίφθηκε το αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή της αρωγής,

να ακυρώσει την απόφαση του Κοινοβουλίου με την οποία απορρίφθηκε η εν λόγω αίτηση αρωγής, και

να καταδικάσει το Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

37

Το Κοινοβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την ανταναίρεση ως εν μέρει απαράδεκτη, κατά το μέρος που αφορά τον δεύτερο λόγο ανταναιρέσεως, και ως αβάσιμη στο σύνολό της, καθώς και

να καταδικάσει την UZ στα δικαστικά έξοδα.

Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

38

Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, το Κοινοβούλιο προβάλλει τρεις λόγους. Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, προβάλλεται πλάνη περί το δίκαιο, παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών και έλλειψη αιτιολογίας, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η διοικητική έρευνα έπασχε έλλειψη αντικειμενικής αμεροληψίας. Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, προβάλλεται πλάνη περί το δίκαιο, παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών και έλλειψη αιτιολογίας, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων κατά τη διάρκεια των εργασιών του πειθαρχικού συμβουλίου. Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, προβάλλεται πλάνη περί το δίκαιο, παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών και έλλειψη αιτιολογίας, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως της UZ.

Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

39

Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως αποτελείται από τέσσερα σκέλη.

Επί του πρώτου, του δεύτερου και του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως

– Επιχειρήματα των διαδίκων

40

Με το πρώτο, το δεύτερο και το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας, στις σκέψεις 52, 58 και 59 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το Κοινοβούλιο δεν παρέσχε επαρκή εχέγγυα για τον αποκλεισμό κάθε εύλογης αμφιβολίας σχετικά με την αμεροληψία των δύο επίμαχων υπαλλήλων που ήταν επιφορτισμένοι με τη διεξαγωγή της διοικητικής έρευνας, παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά στοιχεία και στηρίχθηκε σε εσφαλμένα νομικά κριτήρια κατά την εκτίμηση της έννοιας «αντικειμενική αμεροληψία», κατά παράβαση του άρθρου 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

41

Ειδικότερα, το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι το γεγονός και μόνον ότι ένας από τους δύο διενεργήσαντες την έρευνα υπαλλήλους, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για το «πειθαρχικό» σκέλος της διοικητικής έρευνας, είχε λάβει γνώση, πριν του ανατεθούν τα εν λόγω καθήκοντα, των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως –γνώση η οποία κατά τα λοιπά ήταν περιορισμένη και στιγμιαία, ή ακόμη και ελλιπής–, δεν ήταν ικανό, αυτό καθεαυτό, να δημιουργήσει άνευ ετέρου «εύλογη» αμφιβολία, η οποία να δικαιολογεί τον ορισμό άλλου προσώπου από το Κοινοβούλιο, μη έχοντος προηγούμενη γνώση των πραγματικών περιστατικών.

42

Επιπλέον, κατά το Κοινοβούλιο, το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε επαρκώς εάν οι ισχυρισμοί της UZ ήταν πράγματι ικανοί να εγείρουν εύλογες αμφιβολίες όσον αφορά την αντικειμενική αμεροληψία των υπευθύνων της έρευνας. Κατά το Κοινοβούλιο, στην προκειμένη περίπτωση, οι ισχυρισμοί αυτοί δεν δικαιολογούσαν την ανάγκη ορισμού άλλων υπευθύνων για τη διεξαγωγή της έρευνας, λαμβανομένων ιδίως υπόψη, πρώτον, της μη υπάρξεως συγκρούσεως συμφερόντων μεταξύ των εν λόγω υπευθύνων της έρευνας και της νυν αναιρεσείουσας, καθώς και, δεύτερον, του γεγονότος ότι και άλλα πρόσωπα συνέδραμαν τους εν λόγω υπευθύνους της έρευνας στο πλαίσιο των καθηκόντων τους. Συναφώς, το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι είχε επικαλεστεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου το πλήθος των υπευθύνων της έρευνας, διευκρινίζοντας ότι είχαν διοριστεί δύο υπάλληλοι για τη διεξαγωγή του «πειθαρχικού» σκέλους της έρευνας. Ομοίως, από τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει επαρκώς ότι το σχετικό με την «παρενόχληση» σκέλος της έρευνας είχε ανατεθεί σε πλείονα πρόσωπα.

43

Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο, στον βαθμό που αγνόησε το ότι τα δύο σκέλη της επίμαχης έρευνας είχαν ανατεθεί σε πλείονες υπευθύνους, στηρίχθηκε σε ελλιπή στοιχεία και υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καθόσον έκρινε ότι η έλλειψη αμεροληψίας των δύο υπαλλήλων στους οποίους ανατέθηκε η διενέργεια της έρευνας μπορούσε να επισύρει την ακύρωση ολόκληρης της πειθαρχικής διαδικασίας. Συγκεκριμένα, κατά το Κοινοβούλιο, το πλήθος των υπαλλήλων που ήταν υπεύθυνοι για τη διενέργεια της έρευνας κατέστησε δυνατή την άρση των αμφιβολιών σχετικά με την αμεροληψία ενός εξ αυτών.

44

Επιπλέον, το Κοινοβούλιο προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι παραμόρφωσε τα αποδεικτικά στοιχεία επισημαίνοντας, στις σκέψεις 57 και 58 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο επιφορτισμένος με το σκέλος της έρευνας που αφορούσε την «παρενόχληση» υπάλληλος, πριν από τον διορισμό του στη θέση αυτή και ενόσω προήδρευε της συμβουλευτικής επιτροπής για την παρενόχληση και την πρόληψή της στον χώρο εργασίας, είχε καταλήξει στο πόρισμα να ανατεθεί σε άλλο πρόσωπο η διαχείριση της μονάδας της οποίας προΐστατο η UZ. Όμως, κατά το Κοινοβούλιο, από την απόφαση του γενικού διευθυντή της ΓΔ Προσωπικού της17ης Φεβρουαρίου 2014, έγγραφο το οποίο το εν λόγω θεσμικό όργανο είχε προσκομίσει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, προκύπτει ότι η λήψη των μέτρων απομακρύνσεως αποφασίστηκε από τον εν λόγω διευθυντή, ο οποίος, υπό την ιδιότητά του ως ΑΔΑ, ήταν αρμόδιος να αποφανθεί επί της αιτήσεως αρωγής δυνάμει του άρθρου 24 του ΚΥΚ, και όχι από τον πρόεδρο της προαναφερθείσας συμβουλευτικής επιτροπής.

45

Η UZ ζητεί να απορριφθεί η επιχειρηματολογία του Κοινοβουλίου ως αβάσιμη.

– Εκτίμηση του Δικαστηρίου

46

Όσον αφορά την προβαλλόμενη παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών, από το άρθρο 256 ΣΛΕΕ καθώς και από το άρθρο 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως περιορίζεται σε νομικά ζητήματα. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να διαπιστώνει και να εκτιμά τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά καθώς και τα αποδεικτικά στοιχεία. Επομένως, η εκτίμηση των εν λόγω πραγματικών περιστατικών και αποδεικτικών στοιχείων δεν αποτελεί, υπό την επιφύλαξη της ενδεχόμενης παραμορφώσεώς τους, νομικό ζήτημα υποκείμενο, αυτό καθεαυτό, στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου. Μια τέτοια παραμόρφωση πρέπει να προκύπτει προδήλως από τα στοιχεία της δικογραφίας, χωρίς να απαιτείται εκ νέου εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων (απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2020, CC κατά Κοινοβουλίου, C‑612/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:776, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

47

Εν προκειμένω, το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε πρόδηλη παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών καθόσον διαπίστωσε ότι το εν λόγω θεσμικό όργανο δεν παρέσχε επαρκή εχέγγυα για τον αποκλεισμό κάθε εύλογης αμφιβολίας σχετικά με την αμεροληψία των διενεργησάντων την έρευνα υπαλλήλων. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο αγνόησε το γεγονός ότι η διοικητική έρευνα είχε διεξαχθεί από πλείονες επιφορτισμένους με την έρευνα υπαλλήλους.

48

Ωστόσο, το επιχείρημα που αντλείται από την προβαλλόμενη παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών απορρέει από ελλιπή ανάγνωση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Πράγματι, από τις σκέψεις 41 έως 47 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει σαφώς ότι το Γενικό Δικαστήριο έλαβε δεόντως υπόψη το ότι η διοικητική έρευνα διεξήχθη από περισσότερους του ενός επιφορτισμένους με την έρευνα υπαλλήλους, πλην όμως τούτο δεν άσκησε επιρροή στη διαπίστωσή του όσον αφορά την ύπαρξη εύλογης αμφιβολίας σχετικά με την αμεροληψία ορισμένων εκ των υπαλλήλων αυτών.

49

Επιπλέον, από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει προδήλως ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά κρίνοντας ότι το σχετικό με την «παρενόχληση» σκέλος της έρευνας είχε διεξαχθεί από έναν μόνον υπεύθυνο για την έρευνα υπάλληλο. Πράγματι, η διαπίστωση αυτή δεν αποκλείει το ενδεχόμενο άλλα πρόσωπα να συνέδραμαν τον εν λόγω υπεύθυνο στο πλαίσιο της έρευνας που διεξήγαγε. Επομένως, η επιχειρηματολογία αυτή δεν προβάλλεται παραδεκτώς, στο μέτρο που το Κοινοβούλιο επιδιώκει στην πραγματικότητα νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών από το Δικαστήριο, χωρίς ωστόσο να αποδεικνύει παραμόρφωσή τους. Όπως, όμως, προκύπτει από τη μνημονευθείσα στη σκέψη 46 της παρούσας αποφάσεως νομολογία, μια τέτοια εκτίμηση εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου του Δικαστηρίου.

50

Ως εκ τούτου, η σχετική με την προβαλλόμενη παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών επιχειρηματολογία πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτη και εν μέρει αβάσιμη.

51

Όσον αφορά την προβαλλόμενη εσφαλμένη εκτίμηση της έννοιας «αντικειμενική αμεροληψία» εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, υπενθυμίζεται ότι τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης οφείλουν να σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στο δίκαιο της Ένωσης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται το δικαίωμα χρηστής διοικήσεως, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη (απόφαση της 27ης Μαρτίου 2019, August Wolff και Remedia κατά Επιτροπής, C‑680/16 P, EU:C:2019:257, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

52

Το άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην αμερόληπτη εξέταση των υποθέσεών του από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης.

53

Συναφώς, η υποχρέωση αμεροληψίας, η οποία βαρύνει τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς [της Ένωσης] κατά την εκτέλεση του έργου τους, αποσκοπεί στη διασφάλιση της ισότητας μεταχείρισης, στην οποία στηρίζεται η Ένωση. Με την επιβολή της υποχρεώσεως αυτής σκοπείται κυρίως η αποφυγή ενδεχομένων καταστάσεων συγκρούσεως συμφερόντων στο πρόσωπο των υπαλλήλων και των μελών του λοιπού προσωπικού που ενεργούν για λογαριασμό των θεσμικών και λοιπών οργάνων και των οργανισμών της Ένωσης. Με δεδομένη τη θεμελιώδη σημασία της εγγυήσεως της ανεξαρτησίας και της ακεραιότητας τόσο για την εσωτερική λειτουργία των θεσμικών και λοιπών οργάνων και των οργανισμών της Ένωσης όσο και για την εικόνα τους προς τα έξω, η υποχρέωση αμεροληψίας καλύπτει όλες τις περιστάσεις για τις οποίες ο μόνιμος υπάλληλος ή το μέλος του λοιπού προσωπικού που καλείται να αποφανθεί επί μιας υποθέσεως μπορεί ευλόγως να αντιληφθεί ότι θα μπορούσαν να δημιουργήσουν στους τρίτους την εντύπωση ότι είναι πιθανό να επηρεάσουν την ανεξαρτησία του στον οικείο τομέα (απόφαση της 27ης Μαρτίου 2019, August Wolff και Remedia κατά Επιτροπής, C‑680/16 P, EU:C:2019:257, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

54

Επιπλέον, όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 38 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα ως άνω θεσμικά και λοιπά όργανα και οι οργανισμοί οφείλουν να συμμορφώνονται προς την επιταγή της αμεροληψίας, ως προς αμφότερες τις πτυχές της, οι οποίες είναι, αφενός, η υποκειμενική αμεροληψία, κατά την οποία κανένα μέλος του οικείου θεσμικού οργάνου δεν πρέπει να εκδηλώνει μεροληψία ή προσωπικές προκαταλήψεις, και, αφετέρου, η αντικειμενική αμεροληψία, κατά την οποία το θεσμικό αυτό όργανο πρέπει να παρέχει επαρκή εχέγγυα για τον αποκλεισμό κάθε εύλογης αμφιβολίας σχετικά με ενδεχόμενη προκατάληψη (απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 2021, Dalli κατά Επιτροπής, C‑615/19 P, EU:C:2021:133, σκέψη 112 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Το Δικαστήριο διευκρίνισε συναφώς ότι, προκειμένου να αποδειχθεί ότι η οργάνωση της διοικητικής διαδικασίας δεν παρέχει επαρκή εχέγγυα για τον αποκλεισμό κάθε εύλογης αμφιβολίας σχετικά με ενδεχόμενη προκατάληψη, δεν απαιτείται να αποδεικνύεται η έλλειψη αμεροληψίας. Αρκεί να υφίσταται εύλογη αμφιβολία επ’ αυτού, η οποία να μην μπορεί να αρθεί (πρβλ. απόφαση της 27ης Μαρτίου 2019, August Wolff και Remedia κατά Επιτροπής, C‑680/16 P, EU:C:2019:257, σκέψη 37).

55

Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει επίσης ότι η προηγούμενη γνώση των πραγματικών περιστατικών εκ μέρους όσων καλούνται να μετάσχουν στην έκδοση δικαστικής ή διοικητικής αποφάσεως δεν αποτελεί, αφ’ εαυτής, περίσταση ικανή να καταστήσει ελαττωματική την απόφαση αυτή λόγω διαδικαστικής πλημμέλειας υπό τη μορφή ελλείψεως αμεροληψίας. Πράγματι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 106 των προτάσεών του, η γνώση αυτή είναι συχνά αναπόφευκτη, λαμβανομένης υπόψη της προγενέστερης ή παράλληλης επαγγελματικής δραστηριότητας των οικείων υπαλλήλων. Επομένως, απαιτείται να αποδεικνύεται εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση υφίσταται αντικειμενικό στοιχείο, όπως σύγκρουση συμφερόντων στο πρόσωπο των υπαλλήλων και μελών του λοιπού προσωπικού που ενεργούν για λογαριασμό των θεσμικών και λοιπών οργάνων και των οργανισμών της Ένωσης, ικανό να δημιουργήσει στους τρίτους εύλογη αμφιβολία ως προς την αμεροληψία της επίμαχης διαδικασίας.

56

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω σκέψεων πρέπει να εκτιμηθεί αν, όπως υποστηρίζει το Κοινοβούλιο, το Γενικό Δικαστήριο παρερμήνευσε την έννοια της «αντικειμενικής αμεροληψίας» κρίνοντας ότι το γεγονός ότι ένας από τους δύο επιφορτισμένους με το «πειθαρχικό» σκέλος της διοικητικής έρευνας υπαλλήλους είχε προηγούμενη γνώση των πραγματικών περιστατικών αρκούσε για να θεωρηθεί ότι το Κοινοβούλιο δεν παρέσχε επαρκή εχέγγυα για τον αποκλεισμό κάθε εύλογης αμφιβολίας σχετικά με την αμεροληψία του εν λόγω υπαλλήλου.

57

Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο παρατήρησε, στη σκέψη 51 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι υπάλληλος της ΓΔ Προσωπικού είχε συναντηθεί με έναν από τους καταγγέλλοντες πριν από την έναρξη της έρευνας και ότι, κατά τη συνάντηση αυτή, ο εν λόγω καταγγέλλων ανέφερε στον συγκεκριμένο υπάλληλο, στον οποίο στη συνέχεια ανατέθηκε η διεξαγωγή της έρευνας, ότι η UZ, ειδικότερα μέσω του συζύγου της, είχε υποβάλει καταγγελία στην OLAF εις βάρος του καταγγέλλοντος «για λόγους εκδίκησης» σχετικά με φερόμενες παρατυπίες.

58

Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 52 της αποφάσεως αυτής, ότι τούτο ήταν ικανό να δημιουργήσει εύλογες αμφιβολίες στην UZ ως προς την αμεροληψία του υπευθύνου της έρευνας, ο οποίος θα μπορούσε να έχει επηρεαστεί από τον ιδιαιτέρως κακόβουλο, όπως του είχε μεταφερθεί, χαρακτήρα της συμπεριφοράς της.

59

Στο πλαίσιο αυτό, κατ’ αρχάς, αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα από το Κοινοβούλιο, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε την ύπαρξη εύλογης αμφιβολίας σχετικά με την αμεροληψία του επίμαχου επιφορτισμένου με το «πειθαρχικό» σκέλος της έρευνας υπαλλήλου στηριζόμενο όχι μόνο στο ότι ο εν λόγω υπάλληλος είχε λάβει προηγουμένως γνώση των πραγματικών περιστατικών της προκειμένης υποθέσεως, αλλά και στο ότι, εξαιτίας της γνώσεως αυτής, ο συγκεκριμένος υπάλληλος ήταν δυνατό να διάκειται αρνητικά έναντι της συμπεριφοράς της UZ. Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 54 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, μια τέτοια περίσταση ήταν ικανή να δημιουργήσει εύλογη αμφιβολία σχετικά με την αμεροληψία του εν λόγω υπευθύνου της έρευνας, πράγμα που εξάλλου δεν αμφισβητείται από το Κοινοβούλιο.

60

Ακολούθως, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 54, το Γενικό Δικαστήριο δεν όφειλε να εξακριβώσει αν ο επιφορτισμένος με τη διενέργεια της έρευνας υπάλληλος ήταν πράγματι προκατειλημμένος έναντι της UZ. Αρκούσε η ύπαρξη εύλογης αμφιβολίας επ’ αυτού, η οποία δεν μπορούσε να αρθεί.

61

Τέλος, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 130 των προτάσεών του, στον βαθμό που το Κοινοβούλιο όφειλε να παράσχει επαρκή εχέγγυα για τον αποκλεισμό κάθε εύλογης αμφιβολίας, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε, στη σκέψη 54 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι από κανένα στοιχείο δεν προέκυπτε ότι θα ήταν δύσκολο για το Κοινοβούλιο να επιλέξει, μεταξύ των υπαλλήλων του, ένα πρόσωπο που να μην έχει καμία προηγούμενη γνώση των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως και, ως εκ τούτου, να μη δημιουργεί καμία εύλογη αμφιβολία στην UZ σχετικά με την αμεροληψία του.

62

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στη σκέψη 59 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το Κοινοβούλιο, αναθέτοντας το «πειθαρχικό» σκέλος της διοικητικής έρευνας σε μέλος της ΓΔ Προσωπικού που είχε προηγουμένως συναντηθεί με έναν από τους καταγγέλλοντες, παρέβη την υποχρέωσή του περί αντικειμενικής αμεροληψίας.

63

Όσον αφορά την επιχειρηματολογία του Κοινοβουλίου ότι η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου διαπίστωση της μεροληψίας του υπαλλήλου που ήταν επιφορτισμένος με το σκέλος «παρενόχληση» της διοικητικής έρευνας στηρίζεται σε παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων, γίνεται δεκτό ότι η επιχειρηματολογία αυτή στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, στη σκέψη 57 της αποφάσεως αυτής, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι ο επιφορτισμένος με το σκέλος «παρενόχληση» της διοικητικής έρευνας υπάλληλος, πριν αναλάβει τα καθήκοντα αυτά, προήδρευε της συμβουλευτικής επιτροπής η οποία είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η διαχείριση του τμήματος της UZ έπρεπε να ανατεθεί σε άλλο πρόσωπο. Αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει το Κοινοβούλιο, το Γενικό Δικαστήριο ουδόλως ανέφερε ότι τα προσωρινά μέτρα απομακρύνσεως της UZ από τα καθήκοντά της ως προϊσταμένης μονάδας αποφασίστηκαν από τον συγκεκριμένο υπεύθυνο για την έρευνα υπάλληλο. Αντιθέτως, το Γενικό Δικαστήριο παρατήρησε, στη σκέψη 3 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ήταν ο γενικός διευθυντής της ΓΔ Προσωπικού εκείνος ο οποίος είχε επισημάνει στους καταγγέλλοντες ότι είχαν αποφασιστεί προσωρινά μέτρα και, στη σκέψη 57 της αποφάσεως αυτής, ότι η εν λόγω συμβουλευτική επιτροπή στο σύνολό της, και όχι μόνον ο πρόεδρός της, ήταν εκείνη που είχε συστήσει, κατόπιν της αιτήσεως αρωγής των καταγγελλόντων, να ανατεθεί η διαχείριση της μονάδας της οποίας προΐστατο η UZ σε άλλο πρόσωπο. Συναφώς, από τη δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο προκύπτει ότι μια τέτοια σύσταση περιλαμβάνεται στις συστάσεις τις οποίες η εν λόγω συμβουλευτική επιτροπή, συμπεριλαμβανομένου του προέδρου της, μπορεί να κληθεί να διατυπώσει όσον αφορά την επιλογή των προς λήψη προσωρινών μέτρων δυνάμει του άρθρου 24 του ΚΥΚ.

64

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι δεν αποδείχθηκε η προβαλλόμενη παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων.

65

Κατά συνέπεια, το πρώτο, το δεύτερο και το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως εν μέρει απαράδεκτα και εν μέρει αβάσιμα.

Επί του τέταρτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως

– Επιχειρήματα των διαδίκων

66

Με το τέταρτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, ακόμη και στην περίπτωση που διαπίστωνε διαδικαστικές πλημμέλειες, όφειλε να λάβει υπόψη όλες τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, περιλαμβανομένου του σημαντικού αριθμού των καταγγελλόντων, της σοβαρότητας των παραβάσεων που διέπραξε η UZ και του γεγονότος ότι είχαν παρασχεθεί διάφορα εχέγγυα στην UZ, όπως η παρουσία του δικηγόρου της σε όλα τα στάδια της διαδικασίας. Επομένως, κατά το Κοινοβούλιο, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πάσχει έλλειψη αιτιολογίας στον βαθμό που το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 64 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αν η έρευνα είχε διεξαχθεί με επιμέλεια και αμεροληψία θα μπορούσε να είχε οδηγήσει σε διαφορετική αρχική εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και να καταλήξει σε διαφορετικές συνέπειες.

67

Επιπροσθέτως, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πάσχει επίσης αντιφατική αιτιολογία, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο, αφενός, έκρινε ότι ήταν δυνατή μια άλλη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και, ως εκ τούτου, ότι ήταν δυνατό να υπάρξει άλλο αποτέλεσμα από εκείνο που υιοθέτησε η ΑΔΑ και, αφετέρου, διαπίστωσε, στις σκέψεις 106 έως 109 της αποφάσεως αυτής, ότι οι προσαπτόμενες στην UZ παραβάσεις εμφανίζονταν αρκούντως σοβαρές και βάσιμες ώστε να οδηγήσουν στην απόρριψη της αιτήσεώς της αρωγής και να δικαιολογήσουν την καταδίκη της στα δικαστικά έξοδα.

68

Κατά την UZ, η επιχειρηματολογία του Κοινοβουλίου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

– Εκτίμηση του Δικαστηρίου

69

Πρώτον, όσον αφορά το επιχείρημα του Κοινοβουλίου ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πάσχει έλλειψη αιτιολογίας, στον βαθμό που το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη τις πραγματικές περιστάσεις της υποθέσεως, περιλαμβανομένης της σοβαρότητας των παραβάσεων που καταλογίζονται στην UZ και του αριθμού των καταγγελλόντων, καθώς και των εχεγγύων που παρασχέθηκαν στην UZ κατά τη διάρκεια της πειθαρχικής διαδικασίας, όπως η παρουσία του δικηγόρου της σε όλα τα στάδια της διαδικασίας αυτής, υπενθυμίζεται ότι η κατά το άρθρο 296 ΣΛΕΕ υποχρέωση αιτιολογήσεως αποτελεί ουσιώδη τύπο ο οποίος πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, δεδομένου ότι αυτό αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίδικης πράξεως. Συγκεκριμένα, η αιτιολογία μιας αποφάσεως συνίσταται στη ρητή παράθεση του σκεπτικού στο οποίο στηρίζεται η απόφαση αυτή. Εάν το σκεπτικό εμπεριέχει σφάλματα, αυτά πλήττουν την ουσιαστική νομιμότητα της αποφάσεως, αλλά όχι την αιτιολογία της, η οποία μπορεί να είναι επαρκής έστω και αν παραθέτει εσφαλμένο σκεπτικό. Συνεπώς, οι αιτιάσεις και τα επιχειρήματα που σκοπούν στην αμφισβήτηση του βασίμου πράξεως είναι αλυσιτελή στο πλαίσιο λόγου αντλούμενου από έλλειψη αιτιολογίας ή από ανεπαρκή αιτιολογία (απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2020, EKETA κατά Επιτροπής, C‑274/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:853, σκέψη 79 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και διάταξη της 14ης Ιανουαρίου 2021, Manea κατά CdT, C‑892/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2021:30, σκέψη 91).

70

Επομένως, πρέπει να διαπιστωθεί εάν η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πάσχει έλλειψη αιτιολογίας πριν εξεταστεί η πλάνη περί το δίκαιο στην οποία προβάλλεται ότι υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο διότι δεν έλαβε υπόψη όλες τις κρίσιμες πραγματικές περιστάσεις.

71

Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 60 και 61 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, υπενθύμισε, κατ’ αρχάς, την πάγια νομολογία του κατά την οποία, αφενός, διαδικαστική πλημμέλεια μπορεί να δικαιολογήσει την ακύρωση πράξεως μόνον εάν, ελλείψει της πλημμέλειας αυτής, η διαδικασία θα μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα και, αφετέρου, στο πλαίσιο μιας τέτοιας εξετάσεως, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως και, ιδίως, η φύση των αιτιάσεων και το εύρος των διαδικαστικών πλημμελειών που έχουν διαπραχθεί σε σχέση με τα εχέγγυα που παρέχονται στον υπάλληλο.

72

Ακολούθως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 62 και 63 της αποφάσεως αυτής, ότι η αμερόληπτη διοικητική έρευνα, η οποία συνιστά το πρώτο στάδιο της πειθαρχικής διαδικασίας, συνιστά προϋπόθεση για να ασκήσει η ΑΔΑ τη διακριτική της ευχέρεια ως προς τη συνέχεια που πρέπει να δοθεί, η δε συνέχεια αυτή μπορεί να καταλήξει, εν τέλει, στην επιβολή πειθαρχικής ποινής. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, βάσει της έρευνας αυτής και της ακροάσεως του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου, η ΑΔΑ εκτιμά, πρώτον, αν πρέπει ή όχι να κινήσει πειθαρχική διαδικασία, δεύτερον, αν πρέπει, ενδεχομένως, η διαδικασία αυτή να διενεργηθεί ή όχι ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου και, τρίτον, όταν κινείται η διαδικασία ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου, τα πραγματικά περιστατικά των οποίων επιλαμβάνεται το εν λόγω συμβούλιο.

73

Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 64 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, δεδομένου ότι η αρμοδιότητα της ΑΔΑ δεν είναι δέσμια, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι η διοικητική έρευνα θα μπορούσε να οδηγήσει σε διαφορετική αρχική εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και, ως εκ τούτου, να καταλήξει σε διαφορετικές συνέπειες αν είχε διεξαχθεί με επιμέλεια και αμεροληψία.

74

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 62 και 63 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αιτιολόγησε επαρκώς κατά νόμο το περιλαμβανόμενο στη σκέψη 64 της αποφάσεως αυτής συμπέρασμα. Ως εκ τούτου, η επιχειρηματολογία που αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

75

Δεύτερον, όσον αφορά την επιχειρηματολογία του Κοινοβουλίου ότι, κατά την εκτίμηση των συνεπειών που επιφέρουν οι πλημμέλειες της πειθαρχικής διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να είχε λάβει υπόψη πραγματικά περιστατικά όπως είναι η σοβαρότητα των καταλογιστέων στην UZ παραβάσεων, ο αριθμός των καταγγελλόντων και το γεγονός ότι η UZ είχε τη δυνατότητα να παραστεί με δικηγόρο σε κάθε στάδιο της εν λόγω διαδικασίας, επισημαίνεται ότι η επιχειρηματολογία αυτή είναι απαράδεκτη στον βαθμό που, στην πραγματικότητα, το Κοινοβούλιο επιδιώκει νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών από το Δικαστήριο, χωρίς να προβάλλει, ωστόσο, παραμόρφωσή τους από το Γενικό Δικαστήριο. Όπως όμως προκύπτει από τη μνημονευθείσα στη σκέψη 46 της παρούσας αποφάσεως νομολογία, η εκτίμηση αυτή εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου του Δικαστηρίου.

76

Τρίτον, όσον αφορά την επιχειρηματολογία του Κοινοβουλίου ότι το εκτιθέμενο στη σκέψη 64 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως συμπέρασμα του Γενικού Δικαστηρίου αντιφάσκει προς τις εκτιμήσεις του στις σκέψεις 106 έως 109 της αποφάσεως αυτής, αρκεί να σημειωθεί ότι στις εν λόγω τελευταίες σκέψεις δεν εξετάζεται η πειθαρχική διαδικασία, αλλά διαφορετική διαδικασία και συγκεκριμένα εκείνη της αιτήσεως αρωγής που υπέβαλε η UZ δυνάμει του άρθρου 24 του ΚΥΚ, οπότε δεν μπορεί να γίνει δεκτή οποιαδήποτε αντίφαση.

77

Κατόπιν των προεκτεθέντων, το τέταρτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτο και εν μέρει αβάσιμο.

78

Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του ως εν μέρει απαράδεκτος και εν μέρει αβάσιμος.

Επί του δεύτερου και του τρίτου λόγου αναιρέσεως

79

Ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως βάλλουν κατά των αιτιολογιών της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως με τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε εν μέρει τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως που προέβαλε η UZ, ο οποίος αφορούσε πλημμελή διεξαγωγή των εργασιών του πειθαρχικού συμβουλίου και έλλειψη ακροάσεως εκ μέρους της αρμόδιας αρχής κατά το πέρας των εργασιών αυτών.

80

Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο αναιρέσεως, οι αιτιάσεις οι οποίες βάλλουν κατά των αιτιολογιών που παρατίθενται ως εκ περισσού σε απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου είναι απορριπτέες ως αλυσιτελείς, καθόσον δεν μπορούν να προκαλέσουν την αναίρεση της αποφάσεως αυτής (απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2020, Gollnisch κατά Κοινοβουλίου, C‑676/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:916, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

81

Οι επικρινόμενες αιτιολογίες της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως στο πλαίσιο του δεύτερου και του τρίτου λόγου αναιρέσεως παρατίθενται ως εκ περισσού. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο, αφού δέχθηκε τον πρώτο λόγο ακυρώσεως ο οποίος στηριζόταν σε έλλειψη νομιμότητας της διοικητικής έρευνας και έκρινε ότι έπρεπε να γίνουν δεκτά τα αιτήματα της UZ για την ακύρωση της αποφάσεως περί υποβιβασμού και μηδενισμού των μορίων αξιολογήσεως, έκρινε σκόπιμο, όπως προκύπτει από τη σκέψη 66 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, για λόγους ορθής απονομής της δικαιοσύνης, να εξετάσει και τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως που προέβαλε η UZ.

82

Ως εκ τούτου, ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελείς.

83

Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί της ανταναιρέσεως

84

Προς στήριξη της ανταναιρέσεως, η UZ προβάλλει δύο λόγους, εκ των οποίων ο πρώτος αφορά παράβαση του άρθρου 41, παράγραφος 2, του Χάρτη και ο δεύτερος παράβαση του άρθρου 48 του Χάρτη.

Επί του πρώτου λόγου ανταναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

85

Με τον πρώτο λόγο ανταναιρέσεως, η UZ προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι παρέβη το άρθρο 41, παράγραφος 2, του Χάρτη. Κατά την UZ, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, έπρεπε να τύχει ακροάσεως από το Κοινοβούλιο πριν αυτό απορρίψει την δυνάμει του άρθρου 24 του ΚΥΚ αίτησή της αρωγής.

86

Κατά το Κοινοβούλιο, η επιχειρηματολογία της UZ πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

87

Η UZ υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 41, παράγραφος 2, του Χάρτη, έπρεπε να τύχει ακροάσεως από το Κοινοβούλιο προτού αυτό αποφασίσει να απορρίψει την αίτησή της αρωγής.

88

Συναφώς υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του Χάρτη, το δικαίωμα της χρηστής διοικήσεως περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα κάθε προσώπου σε προηγούμενη ακρόαση προτού ληφθεί ατομικό μέτρο εις βάρος του.

89

Συνεπώς, το δικαίωμα ακροάσεως εγγυάται σε όλους τη δυνατότητα να καθιστούν γνωστή, λυσιτελώς και ουσιαστικώς, την άποψή τους κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας και πριν από την έκδοση οποιασδήποτε αποφάσεως που θα μπορούσε να επηρεάσει δυσμενώς τα συμφέροντά τους (αποφάσεις της 4ης Ιουνίου 2020, ΕΥΕΔ κατά De Loecker, C‑187/19 P, EU:C:2020:444, σκέψη 68, και της 25ης Ιουνίου 2020, HF κατά Κοινοβουλίου, C‑570/18 P, EU:C:2020:490, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

90

Επιπροσθέτως, κατά πάγια νομολογία, το δικαίωμα ακροάσεως επιδιώκει διττό σκοπό. Αφενός, συμβάλλει στην κατά το δυνατόν ακριβέστερη και ορθότερη εξέταση του φακέλου και εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών και, αφετέρου, διασφαλίζει την αποτελεσματική προστασία του ενδιαφερομένου. Ειδικότερα, το δικαίωμα ακροάσεως σκοπεί να διασφαλίσει ότι κάθε βλαπτική απόφαση λαμβάνεται εν πλήρη γνώσει της καταστάσεως και επιδιώκει, μεταξύ άλλων, να παράσχει τη δυνατότητα στην αρμόδια αρχή να διορθώσει ένα λάθος ή στον ενδιαφερόμενο να προβάλει στοιχεία της προσωπικής του καταστάσεως που συνηγορούν υπέρ του να ληφθεί η απόφαση, να μη ληφθεί ή να έχει το τάδε ή το δείνα περιεχόμενο (απόφαση της 4ης Ιουνίου 2020, ΕΥΕΔ κατά De Loecker, C‑187/19 P, EU:C:2020:444, σκέψη 69 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

91

Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι όποιος καταθέτει, βάσει του άρθρου 24 του ΚΥΚ, αίτηση αρωγής επειδή δέχεται απειλές, μπορεί να επικαλεστεί το δικαίωμα προηγούμενης ακροάσεως σχετικά με τα περιστατικά που τον αφορούν, στο πλαίσιο της αρχής της χρηστής διοικήσεως (πρβλ. απόφαση της 4ης Ιουνίου 2020, ΕΥΕΔ κατά De Loecker, C‑187/19 P, EU:C:2020:444, σκέψη 66 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

92

Εν προκειμένω, η απόφαση με την οποία ο γενικός διευθυντής της ΓΔ Προσωπικού απέρριψε την αίτηση αρωγής την οποία υπέβαλε η UZ βάσει του άρθρου 24 του ΚΥΚ συνιστά ατομικό μέτρο εις βάρος της UZ, κατά την έννοια του άρθρου 41, παράγραφος 2, του Χάρτη.

93

Το Γενικό Δικαστήριο δεν έκανε δεκτό το αίτημα για την ακύρωση της αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση αρωγής της UZ στηριζόμενο, αφενός, στη μνημονευθείσα στη σκέψη 107 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως νομολογία, κατά την οποία η διοίκηση δεν μπορεί να υποχρεωθεί να παράσχει αρωγή σε υπάλληλο για τον οποίο υπάρχουν υπόνοιες, βάσει συγκεκριμένων και κρίσιμων στοιχείων, ότι υπέπεσε σε σοβαρή παράβαση των επαγγελματικών υποχρεώσεών του και υπόκειται για τον λόγο αυτό σε πειθαρχικές διώξεις, έστω και αν διέπραξε την παράβαση αυτή υπό το κάλυμμα παράτυπων ενεργειών τρίτων, και, αφετέρου, στα πραγματικά περιστατικά που μνημονεύονται στις σκέψεις 108 και 109 της αποφάσεως αυτής.

94

Συναφώς υπενθυμίζεται ότι από το άρθρο 177, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, και το άρθρο 178, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η ανταναίρεση πρέπει να παραθέτει επακριβώς τα επικρινόμενα στοιχεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν συγκεκριμένα το αναιρετικό αίτημα (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 6ης Μαΐου 2021, Gollnisch κατά Κοινοβουλίου, C‑122/20 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2021:370, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

95

Εν προκειμένω, όμως, η UZ δεν αναφέρει τους λόγους για τους οποίους η παράβαση του άρθρου 41, παράγραφος 2, του Χάρτη καθιστά ανίσχυρη τη μνημονευθείσα στις σκέψεις 106 έως 109 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως αιτιολογία του Γενικού Δικαστηρίου βάσει της οποίας δεν έγινε δεκτό το αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή της αρωγής.

96

Ειδικότερα, η UZ δεν εξειδικεύει, προβάλλοντας επαρκή νομικά επιχειρήματα, τους λόγους για τους οποίους η μνημονευθείσα στη σκέψη 107 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως νομολογία δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην προκειμένη περίπτωση. Ομοίως, η UZ δεν επικαλείται παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών που παρατίθενται στις σκέψεις 108 και 109 της αποφάσεως αυτής.

97

Επομένως, η ανταναίρεση την οποία άσκησε η UZ δεν πληροί τις απαιτήσεις που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 94 της παρούσας αποφάσεως.

98

Επομένως, ο πρώτος λόγος ανταναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής.

Επί του δεύτερου λόγου ανταναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

99

Με τον δεύτερο λόγο ανταναιρέσεως, η UZ υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, καθόσον δεν έκανε δεκτό το αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως του γενικού διευθυντή της ΓΔ Προσωπικού με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή της αρωγής, δεν έλαβε υπόψη τον Χάρτη, και δη το άρθρο 48 αυτού. Συγκεκριμένα, το Κοινοβούλιο θεώρησε δεδομένη την ενοχή της και, ως εκ τούτου, παραβίασε την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας που διαλαμβάνεται στο εν λόγω άρθρο.

100

Κατά το Κοινοβούλιο, η επιχειρηματολογία της UZ πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και, εν πάση περιπτώσει, ως αβάσιμη.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

101

Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, από το άρθρο 256 ΣΛΕΕ, το άρθρο 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το άρθρο 178, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να παραθέτει επακριβώς τα επικρινόμενα στοιχεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο το αίτημα αυτό (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 25ης Ιουνίου 2020, Schneider κατά EUIPO, C‑116/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:501, σκέψη 71 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

102

Όμως, περιοριζόμενη σε μια γενική διαπίστωση χωρίς να εκθέσει επαρκώς κατά νόμο τους λόγους για τους οποίους, κατά την άποψή της, το Γενικό Δικαστήριο παρέβη το άρθρο 48 του Χάρτη, η επιχειρηματολογία που προέβαλε η UZ δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις που μνημονεύθηκαν στην προηγούμενη σκέψη.

103

Επομένως, ο δεύτερος λόγος ανταναιρέσεως είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος.

104

Κατόπιν των προεκτεθέντων, η ανταναίρεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

Επί των δικαστικών εξόδων

105

Δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων. Το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, αυτού, ορίζει ότι ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

106

Δεδομένου ότι το Κοινοβούλιο ηττήθηκε όσον αφορά την αίτησή του αναιρέσεως, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα της αναιρετικής διαδικασίας, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της UZ.

107

Δεδομένου ότι η UZ ηττήθηκε όσον αφορά την ανταναίρεσή της, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα της ανταναιρέσεως, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του Κοινοβουλίου.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως και την ανταναίρεση.

 

2)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα της αναιρετικής διαδικασίας.

 

3)

Η UZ καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα της ανταναιρέσεως.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.