ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 8ης Νοεμβρίου 2022 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Περιβάλλον – Σύμβαση του Aarhus – Πρόσβαση στη δικαιοσύνη – Άρθρο 9, παράγραφος 3 – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 47, πρώτο εδάφιο – Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας – Ένωση για την προστασία του περιβάλλοντος – Ενεργητική νομιμοποίηση τέτοιας ενώσεως ενώπιον εθνικού δικαστηρίου για την προσβολή της αποφάσεως να χορηγηθεί έγκριση ΕΚ τύπου σε μηχανοκίνητα οχήματα – Κανονισμός (ΕΚ) 715/2007 – Άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ – Μηχανοκίνητα οχήματα – Πετρελαιοκινητήρας – Εκπομπές ρύπων – Βαλβίδα για την ανακυκλοφορία των καυσαερίων (βαλβίδα EGR) – Περιορισμένη μείωση των εκπομπών οξειδίων του αζώτου (NOx), λόγω της υπάρξεως “θερμοκρασιακού παραθύρου” – Σύστημα αναστολής – Έγκριση τέτοιου συστήματος όταν συντρέχει ανάγκη χρήσεως αυτού για λόγους προστασίας του κινητήρα από ζημία ή ατύχημα και για την ασφαλή λειτουργία του οχήματος – Στάδιο εξελίξεως της τεχνολογίας»

Στην υπόθεση C‑873/19,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Schleswig-Holsteinisches Verwaltungsgericht (διοικητικό πρωτοδικείο Schleswig-Holstein, Γερμανία) με απόφαση της 20ής Νοεμβρίου 2019, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 29 Νοεμβρίου 2019, στο πλαίσιο της δίκης

Deutsche Umwelthilfe eV

κατά

Bundesrepublik Deutschland,

παρισταμένης της:

Volkswagen AG,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, L. Bay Larsen, Αντιπρόεδρο, A. Prechal, K. Jürimäe, Κ. Λυκούργο, E. Regan, P. G. Xuereb (εισηγητή), προέδρους τμήματος, M. Ilešič, J.‑C. Bonichot, A. Kumin, N. Jääskinen, N. Wahl και I. Ziemele, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Α. Ράντος

γραμματέας: Α. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Deutsche Umwelthilfe eV, εκπροσωπούμενη από τον R. Klinger, Rechtsanwalt,

η Bundesrepublik Deutschland, εκπροσωπούμενη από τον F. Liebhart,

η Volkswagen AG, εκπροσωπούμενη από τους B. Wolfers και R. B. A. Wollenschläger, Rechtsanwälte,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την A. C. Becker και τους G. Gattinara και M. Huttunen,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 3ης Μαρτίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 9, παράγραφος 3, της Συμβάσεως για την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα, η οποία υπογράφηκε στο Aarhus (Δανία) στις 25 Ιουνίου 1998 και εγκρίθηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με την απόφαση 2005/370/ΕΚ του Συμβουλίου, της 17ης Φεβρουαρίου 2005 (ΕΕ 2005, L 124, σ. 1) (στο εξής: σύμβαση του Aarhus), και του άρθρου 47, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), καθώς και του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 715/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2007, που αφορά την έγκριση τύπου μηχανοκινήτων οχημάτων όσον αφορά εκπομπές από ελαφρά επιβατηγά και εμπορικά οχήματα (Euro 5 και Euro 6) και σχετικά με την πρόσβαση σε πληροφορίες επισκευής και συντήρησης οχημάτων (ΕΕ 2007, L 171, σ. 1).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Deutsche Umwelthilfe eV, ενώσεως προστασίας του περιβάλλοντος, και της Bundesrepublik Deutschland (Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας), εκπροσωπούμενης από την Kraftfahrt-Bundesamt (ομοσπονδιακή υπηρεσία μηχανοκίνητων οχημάτων, Γερμανία, στο εξής: KBA), σχετικά με απόφαση της τελευταίας να επιτρέψει, για ορισμένα οχήματα τα οποία κατασκευάζει η Volkswagen AG, τη χρήση λογισμικού που μειώνει την ανακυκλοφορία των ρυπογόνων αερίων ανάλογα με την εξωτερική θερμοκρασία.

Το νομικό πλαίσιο

Το διεθνές δίκαιο

3

Στη δέκατη όγδοη αιτιολογική σκέψη της συμβάσεως του Aarhus αναφέρονται τα εξής:

«Μεριμνώντας να είναι προσιτοί στο κοινό, συμπεριλαμβανομένων των οργανισμών, αποτελεσματικοί δικαστικοί μηχανισμοί, ούτως ώστε να προστατεύονται τα νόμιμα συμφέροντά του και να εφαρμόζεται ο νόμος».

4

Το άρθρο 2 της εν λόγω συμβάσεως, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», προβλέπει στα σημεία 4 και 5 τα εξής:

«4.   [νοείται ως] “[τ]ο κοινό”, ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, και, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή πρακτική, οι ενώσεις, οργανισμοί ή ομάδες τους.

5.   [νοείται ως] “[τ]ο ενδιαφερόμενο κοινό”, το κοινό που επηρεάζεται ή ενδέχεται να επηρεασθεί από τη λήψη αποφάσεων για το περιβάλλον, ή έχει συμφέρον από αυτές· για τους σκοπούς του παρόντος ορισμού, οι μη κυβερνητικοί οργανισμοί που προωθούν την περιβαλλοντική προστασία και πληρούν οποιεσδήποτε προϋποθέσεις κατά το εθνικό δίκαιο θεωρείται ότι έχουν συμφέρον.»

5

Το άρθρο 9 της συμβάσεως του Aarhus, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πρόσβαση στη δικαιοσύνη», προβλέπει στις παραγράφους 3 και 4 τα εξής:

«3.   Επιπλέον, και υπό την επιφύλαξη των διαδικασιών επανεξέτασης που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 [του άρθρου αυτού], κάθε μέρος εξασφαλίζει ότι, σε περίπτωση που πληροί τα τυχόν κριτήρια που καθορίζονται στο εθνικό του δίκαιο, το κοινό διαθέτει πρόσβαση σε διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες, προκειμένου να προσβάλει πράξεις και παραλείψεις από ιδιώτες και δημόσιες αρχές, οι οποίες συνιστούν παράβαση διατάξεων του εθνικού του δικαίου σχετικά με το περιβάλλον.

4.   Επιπλέον, και υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 1, οι διαδικασίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 2 και 3, προβλέπουν κατάλληλη και αποτελεσματική επανόρθωση, συμπεριλαμβανομένων προσωρινών μέτρων, όπως ενδείκνυται, και είναι αμερόληπτες, δίκαιες, έγκαιρες και μη απαγορευτικά δαπανηρές. Οι αποφάσεις κατά το παρόν άρθρο δίδονται εγγράφως ή καταγράφονται. Στις αποφάσεις των δικαστηρίων, και όποτε είναι δυνατόν των άλλων φορέων, έχει πρόσβαση το κοινό.»

Το δίκαιο της Ένωσης

Ο κανονισμός (ΕΚ) 1367/2006

6

Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 1367/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, για την εφαρμογή στα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας των διατάξεων της σύμβασης του Århus σχετικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα (ΕΕ 2006, L 264, σ. 13), προβλέπει τα εξής:

«Στόχος του παρόντος κανονισμού είναι να συμβάλλει στην εφαρμογή των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη [σύμβαση του Aarhus], θεσπίζοντας κανόνες για την εφαρμογή των διατάξεων της σύμβασης στα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας, ιδίως:

[…]

δ)

επιτρέποντας την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα σε κοινοτικό επίπεδο υπό τους όρους που καθορίζει ο παρών κανονισμός.»

7

Το άρθρο 2 του κανονισμού αυτού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», προβλέπει στην παράγραφο 1, στοιχείο στʹ, τα εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:

στ)

“περιβαλλοντικό δίκαιο”: νομοθεσία της Κοινότητας η οποία, ανεξάρτητα από τη νομική της βάση, συμβάλλει στην επιδίωξη των στόχων της κοινοτικής πολιτικής για το περιβάλλον κατά τα οριζόμενα στη συνθήκη, ήτοι τη διαφύλαξη, την προστασία και τη βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος, την προστασία της ανθρώπινης υγείας, τη συνετή και ορθολογική χρησιμοποίηση των φυσικών πόρων και την προαγωγή μέτρων σε διεθνές επίπεδο για την αντιμετώπιση περιφερειακών ή παγκόσμιων περιβαλλοντικών προβλημάτων».

Η οδηγία‑πλαίσιο

8

Η οδηγία 2007/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Σεπτεμβρίου 2007, για τη θέσπιση πλαισίου για την έγκριση των μηχανοκίνητων οχημάτων και των ρυμουλκουμένων τους, και των συστημάτων, κατασκευαστικών στοιχείων και χωριστών τεχνικών μονάδων που προορίζονται για τα οχήματα αυτά (ΕΕ 2007, L 263, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1060/2008 της Επιτροπής, της 7ης Οκτωβρίου 2008 (ΕΕ 2008, L 292, σ. 1) (στο εξής: οδηγία-πλαίσιο), καταργήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/858 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2018, για την έγκριση και την εποπτεία της αγοράς μηχανοκίνητων οχημάτων και των ρυμουλκουμένων τους και των συστημάτων, κατασκευαστικών στοιχείων και χωριστών τεχνικών μονάδων που προορίζονται για τα οχήματα αυτά, για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 715/2007 και (ΕΚ) αριθ. 595/2009 και για την κατάργηση της οδηγίας 2007/46/ΕΚ (ΕΕ 2018, L 151, σ. 1), από 1ης Σεπτεμβρίου 2020. Ωστόσο, λαμβανομένου υπόψη του χρόνου των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης, η οδηγία-πλαίσιο εξακολουθεί να έχει εφαρμογή στην επίδικη διαφορά.

9

Το άρθρο 1 της οδηγίας-πλαισίου προέβλεπε τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία θεσπίζει εναρμονισμένο πλαίσιο με τις διοικητικές διατάξεις και τις γενικές τεχνικές απαιτήσεις για την έγκριση όλων των νέων οχημάτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της καθώς και των συστημάτων, κατασκευαστικών στοιχείων και χωριστών τεχνικών μονάδων που προορίζονται για τα οχήματα αυτά, με σκοπό να διευκολύνει την έκδοση άδειας κυκλοφορίας, την πώληση και τη θέση σε κυκλοφορία των οχημάτων αυτών εντός της Κοινότητας.

[…]

Δια κανονιστικών πράξεων, των οποίων ο εξαντλητικός κατάλογος παρατίθεται στο παράρτημα IV, θεσπίζονται, κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, ειδικές τεχνικές απαιτήσεις για την κατασκευή και τη λειτουργία των οχημάτων.»

10

Το άρθρο 3, σημείο 5, της οδηγίας-πλαισίου προέβλεπε τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας και των κανονιστικών πράξεων του παραρτήματος IV ισχύουν, εκτός αντίθετων διατάξεών τους, οι ακόλουθοι ορισμοί:

[…]

5.

“έγκριση ΕΚ τύπου”: η διαδικασία με την οποία κράτος μέλος πιστοποιεί ότι τύπος οχήματος, συστήματος, κατασκευαστικού στοιχείου ή χωριστής τεχνικής μονάδας τηρεί τις σχετικές διοικητικές διατάξεις και τεχνικές απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας και των κανονιστικών πράξεων του παραρτήματος IV ή ΧΙ.»

11

Το παράρτημα IV της εν λόγω οδηγίας-πλαισίου, το οποίο φέρει τον τίτλο «Απαιτήσεις για τον σκοπό της έγκρισης ΕΚ τύπου οχημάτων», μνημόνευε στο μέρος I, υπό τον τίτλο «Κανονιστικές πράξεις που ορίζουν τις απαιτήσεις για την έγκριση τύπου ΕΚ οχημάτων που παράγονται σε απεριόριστες σειρές», τον κανονισμό 715/2007 όσον αφορά τις «[ε]κπομπές (Euro 5 και 6) από ελαφριά εμπορικά οχήματα/πρόσβαση σε πληροφορίες».

Ο κανονισμός 715/2007

12

Οι αιτιολογικές σκέψεις 1, 6, 7 και 12 του κανονισμού 715/2007 έχουν ως εξής:

«(1)

[…] Οι τεχνικές απαιτήσεις για την έγκριση τύπου των μηχανοκίνητων οχημάτων όσον αφορά τις εκπομπές θα πρέπει […] να εναρμονισθούν ώστε να αποφεύγονται απαιτήσεις που διαφέρουν από το ένα κράτος μέλος στο άλλο και να εξασφαλισθεί υψηλό επίπεδο περιβαλλοντικής προστασίας.

[…]

(6)

Ειδικότερα, είναι απαραίτητη η σημαντική μείωση των εκπομπών [NOx] από το πετρέλαιο κίνησης για τη βελτίωση της ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα και τη συμμόρφωση με τις οριακές τιμές για τη ρύπανση. […]

(7)

Κατά τον καθορισμό προτύπων για τις εκπομπές είναι σημαντικό να ληφθούν υπόψη οι επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα των αγορών και των κατασκευαστών, το άμεσο και έμμεσο κόστος που επιβάλλονται στις επιχειρήσεις και τα οφέλη που σωρεύονται όσον αφορά την ενθάρρυνση της καινοτομίας, τη βελτίωση της ποιότητας του αέρα, τη μείωση των δαπανών για την υγεία και την αύξηση του προσδόκιμου ζωής, καθώς και [οι] επιπτώσεις για τον συνολικό αντίκτυπο των εκπομπών [διοξειδίου του άνθρακα (CO2)].»

[…]

(12)

Θα πρέπει να συνεχισθούν οι προσπάθειες για την επιβολή αυστηρότερων ορίων εκπομπών, συμπεριλαμβανομένης της μείωσης των εκπομπών [CO2], και για να εξασφαλισθεί ότι τα εν λόγω όρια θα σχετίζονται με τις πραγματικές επιδόσεις των οχημάτων κατά τη χρήση τους.»

13

Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«Ο παρών κανονισμός θεσπίζει κοινές τεχνικές απαιτήσεις για την έγκριση τύπου μηχανοκίνητων οχημάτων (“οχήματα”) και ανταλλακτικών, όπως διατάξεων αντικατάστασης για τον έλεγχο της ρύπανσης, όσον αφορά τις εκπομπές τους.»

14

Το άρθρο 3, σημείο 10, του εν λόγω κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού και των εκτελεστικών του μέτρων, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

[…]

10)

“σύστημα αναστολής”: κάθε στοιχείο σχεδιασμού το οποίο αισθάνεται τη θερμοκρασία, την ταχύτητα του οχήματος, τις στροφές του κινητήρα (RPM), τη σχέση μετάδοσης του κιβωτίου ταχυτήτων, την υποπίεση της πολλαπλής εισαγωγής ή οποιαδήποτε άλλη παράμετρο με στόχο την ενεργοποίηση, την αυξομείωση, την καθυστέρηση ή την απενεργοποίηση της λειτουργίας οιουδήποτε μέρους του συστήματος ελέγχου των εκπομπών, που μειώνει την αποτελεσματικότητα του συστήματος ελέγχου των εκπομπών υπό συνθήκες που είναι εύλογα αναμενόμενες κατά την κανονική χρήση και λειτουργία του οχήματος.»

15

Το άρθρο 4 του ίδιου κανονισμού προβλέπει στις παραγράφους 1 και 2 τα εξής:

«1.   Οι κατασκευαστές αποδεικνύουν ότι όλα τα νέα οχήματα τα οποία πωλούνται, ταξινομούνται ή τίθενται σε λειτουργία στην Κοινότητα, έχουν λάβει έγκριση τύπου σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και τα μέτρα εφαρμογής του. Οι κατασκευαστές αποδεικνύουν επίσης ότι όλες οι νέες διατάξεις αντικατάστασης για έλεγχο της ρύπανσης, οι οποίες απαιτούν έγκριση τύπου και πωλούνται ή τίθενται σε λειτουργία στην Κοινότητα, έχουν λάβει έγκριση τύπου σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και τα μέτρα εφαρμογής του.

Οι υποχρεώσεις αυτές περιλαμβάνουν τη συμμόρφωση με τα όρια εκπομπών που καθορίζονται στο παράρτημα Ι και με τα μέτρα εφαρμογής που αναφέρονται στο άρθρο 5.

2.   Οι κατασκευαστές εξασφαλίζουν την τήρηση των διαδικασιών έγκρισης τύπου για την επαλήθευση της συμμόρφωσης της παραγωγής, της αντοχής των συστημάτων ελέγχου της ρύπανσης και της συμμόρφωσης εν χρήσει.

Επιπλέον, τα τεχνικά μέτρα που λαμβάνει ο κατασκευαστής πρέπει να είναι τέτοια ώστε να διασφαλίζεται ότι οι εκπομπές εξάτμισης και οι εξαερώσεις περιορίζονται αποτελεσματικά, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, καθ’ όλη τη διάρκεια της κανονικής ζωής των οχημάτων και υπό ομαλές συνθήκες λειτουργίας. […]

[…]»

16

Το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 715/2007 προβλέπει τα εξής:

«1.   Ο κατασκευαστής εξοπλίζει τα οχήματα κατά τρόπο ώστε τα κατασκευαστικά στοιχεία που ενδέχεται να επηρεάσουν τις εκπομπές να σχεδιάζονται, να κατασκευάζονται και να συναρμολογούνται έτσι ώστε το όχημα υπό κανονικές συνθήκες χρήσης, να συμμορφώνεται με τον παρόντα κανονισμό και τα μέτρα εφαρμογής του.

2.   Η χρήση συστημάτων αναστολής που μειώνουν την αποτελεσματικότητα των συστημάτων ελέγχου των εκπομπών απαγορεύεται. Η απαγόρευση δεν ισχύει:

α)

όταν η ανάγκη χρήσης των συστημάτων αιτιολογείται για λόγους προστασίας του κινητήρα από ζημία ή ατύχημα και για την ασφαλή λειτουργία του οχήματος·

[…]».

17

Το παράρτημα I του οικείου κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Όρια εκπομπών», προβλέπει, μεταξύ άλλων, τις οριακές τιμές εκπομπών NOx.

Το γερμανικό δίκαιο

18

Το άρθρο 42 του Verwaltungsgerichtsordnung (κώδικα διοικητικής δικονομίας), της 21ης Ιανουαρίου 1960 (BGBl. 1960 I, σ. 17), ως είχε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης (BGBl. 1991 Ι, σ. 686) (στο εξής: VwGO), προβλέπει τις προϋποθέσεις παραδεκτού των ένδικων προσφυγών ως εξής:

«1.   Προσφυγή μπορεί να ασκηθεί προκειμένου να ακυρωθεί διοικητική πράξη (προσφυγή ακυρώσεως) ή να υποχρεωθεί η Διοίκηση να προβεί σε πράξη στην οποία αρνήθηκε ή παρέλειψε να προβεί (προσφυγή κατά παραλείψεως).

2.   Με την επιφύλαξη αντίθετων διατάξεων του νόμου, η προσφυγή ασκείται παραδεκτώς μόνον εάν ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι η επίδικη διοικητική πράξη ή η άρνηση ή παράλειψη εκδόσεως τέτοιας πράξεως προσέβαλε τα δικαιώματά του.»

19

Το άρθρο 113, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του VwGO προβλέπει τα εξής:

«Το δικαστήριο ακυρώνει τη διοικητική πράξη, καθώς και την απόφαση η οποία εκδόθηκε ενδεχομένως επί διοικητικής προσφυγής, κατά το μέρος που η διοικητική πράξη είναι παράνομη και συνεπάγεται προσβολή των δικαιωμάτων του προσφεύγοντος.»

20

Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του Gesetz über ergänzende Vorschriften zu Rechtsbehelfen in Umweltangelegenheiten nach der EG-Richtlinie 2003/35/EG (Umwelt-Rechtsbehelfsgesetz – UmwRG) (νόμου περί θεσπίσεως συμπληρωματικών διατάξεων για τις προσφυγές που προβλέπονται από την οδηγία 2003/35/ΕΚ σε υποθέσεις σχετικές με το περιβάλλον), της 7ης Δεκεμβρίου 2006 (BGBl. 2006 I, σ. 2816), ως είχε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης (BGBl. 2017 I, σ. 3290) (στο εξής: UmwRG), προβλέπει τα εξής:

«Ο παρών νόμος εφαρμόζεται στις προσφυγές κατά των ακόλουθων αποφάσεων:

[…]

5)

διοικητικών πράξεων ή συμβάσεων δημοσίου δικαίου, με τις οποίες εγκρίνονται άλλα έργα πλην των προβλεπόμενων στα σημεία 1 έως 2b κατ’ εφαρμογήν περιβαλλοντικών διατάξεων του ομοσπονδιακού δικαίου, του δικαίου των ομόσπονδων κρατών ή των πράξεων του δικαίου της Ένωσης που έχουν άμεση ισχύ, […]

Ο παρών νόμος εφαρμόζεται επίσης εάν, κατά παράβαση των ισχυουσών διατάξεων, δεν έχει ληφθεί η απόφαση που προβλέπεται στην πρώτη περίοδο. […]

[…]»

21

Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του UmwRG προβλέπει τα εξής:

«Ημεδαπή ή αλλοδαπή ένωση, αναγνωρισμένη σύμφωνα με το άρθρο 3, μπορεί, χωρίς να υποχρεούται να επικαλεστεί προσβολή των δικαιωμάτων της, να ασκήσει προσφυγή δυνάμει του VwGO για να προσβάλει μια απόφαση κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, ή την παράλειψη εκδόσεως τέτοιας αποφάσεως, αν η ένωση αυτή:

1)

ισχυρίζεται ότι μια απόφαση κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, ή η παράλειψη εκδόσεως τέτοιας αποφάσεως, είναι αντίθετη προς διατάξεις που ενδέχεται να έχουν εφαρμογή για τους σκοπούς της αποφάσεως·

2)

ισχυρίζεται ότι θίγεται από μια απόφαση κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, ή από την παράλειψη εκδόσεως τέτοιας αποφάσεως, ως προς την καταστατική της δραστηριότητα για την προώθηση των σκοπών της προστασίας του περιβάλλοντος, […]

[…]

Σε περίπτωση ένδικου βοηθήματος κατά αποφάσεως κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, σημεία 2a έως 6, ή κατά της παράλειψης εκδόσεως τέτοιας αποφάσεως, η ένωση πρέπει επιπλέον να επικαλεστεί παράβαση των περιβαλλοντικών διατάξεων.»

22

Το άρθρο 3 του UmwRG ορίζει τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν οι εθνικές ή αλλοδαπές ενώσεις προκειμένου να τύχουν αναγνωρίσεως και να ασκούν ένδικα βοηθήματα κατ’ εφαρμογήν του εν λόγω νόμου, καθώς και τη διαδικασία αναγνωρίσεως. Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, του UmwRG μια τέτοια ένωση αναγνωρίζεται κατόπιν αιτήσεως όταν, κατ’ ουσίαν, προωθεί, σύμφωνα με το καταστατικό της, με ιδεολογικό έρεισμα και όχι προσωρινά, κυρίως τους σκοπούς προστασίας του περιβάλλοντος, υφίσταται τουλάχιστον τρία έτη κατά την ημερομηνία της αναγνωρίσεως και δραστηριοποιήθηκε κατά την περίοδο αυτή, παρέχει τα εχέγγυα για την προσήκουσα εκτέλεση των καθηκόντων της, ιδίως δε για την προσήκουσα συμμετοχή στις διαδικασίες λήψεως αποφάσεων των αρχών, επιδιώκει σκοπούς γενικού συμφέροντος και παρέχει σε κάθε πρόσωπο που υποστηρίζει τους σκοπούς της τη δυνατότητα να γίνει μέλος της.

23

Το άρθρο 25, παράγραφος 2, της Verordnung über die EG-Genehmigung für Kraftfahrzeuge und ihre Anhänger sowie für Systeme, Bauteile und selbstständige technische Einheiten für die Fahrzeuge (EG-Fahrzeuggenehmigungsverordnung – EG-FGV) [κανονιστικής πράξεως για την έγκριση ΕΚ των μηχανοκίνητων οχημάτων και των ρυμουλκουμένων τους, καθώς και των συστημάτων, κατασκευαστικών στοιχείων και χωριστών τεχνικών μονάδων που προορίζονται για τα οχήματα αυτά (κανονιστική πράξη για την έγκριση ΕΚ τύπου των μηχανοκίνητων οχημάτων)], της 3ης Φεβρουαρίου 2011 (BGBl. 2011 I, σ. 126), ως είχε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης, προέβλεπε τα εξής:

«1.   Εάν διαπιστώσει ότι οχήματα, συστήματα, κατασκευαστικά στοιχεία ή χωριστές τεχνικές μονάδες δεν συμμορφώνονται προς τον εγκεκριμένο τύπο, η [KBA] δύναται να λάβει τα αναγκαία μέτρα, βάσει οποιασδήποτε από τις οδηγίες [2007/46], 2002/24/ΕΚ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Μαρτίου 2002, για την έγκριση τύπου δικύκλων ή τρικύκλων οχημάτων με κινητήρα και την κατάργηση της οδηγίας 92/61/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2002, L 124, σ. 1)] και 2003/37/ΕΚ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Μαΐου 2003, σχετικά με την έγκριση τύπου γεωργικών ή δασικών ελκυστήρων, των ρυμουλκουμένων και των εναλλάξιμων ρυμουλκούμενων μηχανημάτων τους, καθώς και των συστημάτων, κατασκευαστικών στοιχείων και χωριστών τεχνικών ενοτήτων των οχημάτων αυτών και για την κατάργηση της οδηγίας 74/150/ΕΟΚ (ΕΕ 2003, L 171, σ. 1)] ισχύει για τον εν λόγω τύπο, ώστε να διασφαλίζεται η συμμόρφωση της παραγωγής προς τον εγκεκριμένο τύπο.

2.   Για την άρση πλημμελειών που έχουν ανακύψει και για τη διασφάλιση της συμμορφώσεως οχημάτων που έχουν ήδη τεθεί σε κυκλοφορία, κατασκευαστικών στοιχείων ή χωριστών τεχνικών μονάδων, η [ΚΒΑ] δύναται να θεσπίζει εκ των υστέρων διατάξεις συμπληρωματικού χαρακτήρα.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

24

Η Volkswagen είναι κατασκευάστρια οχημάτων η οποία πωλούσε μηχανοκίνητα οχήματα, μεταξύ δε άλλων οχήματα μοντέλου VW Golf Plus TDI, εξοπλισμένα με πετρελαιοκινητήρα τύπου EA 189 γενιάς Euro 5. Τα εν λόγω οχήματα διέθεταν βαλβίδα για την ανακυκλοφορία των καυσαερίων (στο εξής: βαλβίδα EGR), η οποία αποτελεί μία από τις τεχνολογίες που χρησιμοποιούν οι κατασκευαστές αυτοκινήτων, μεταξύ των οποίων και η Volkswagen, για τον έλεγχο και τη μείωση των εκπομπών ΝΟx.

25

Σύμφωνα με τις πληροφορίες που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, τα επίμαχα οχήματα περιελάμβαναν, αρχικά, λογισμικό ενσωματωμένο στη μονάδα ελέγχου κινητήρα, βάσει του οποίου το σύστημα ανακυκλοφορίας καυσαερίων λειτουργούσε με δύο τρόπους, ήτοι σε θέση λειτουργίας 0, η οποία ενεργοποιούνταν κατά την κυκλοφορία του οχήματος στον δρόμο, και σε θέση λειτουργίας 1, η οποία χρησιμοποιούνταν κατά τη σχετική με τις εκπομπές ρύπων εργαστηριακή δοκιμή έγκρισης τύπου, με την ονομασία «New European Driving Cycle» (NEDC). Όταν εφαρμοζόταν η θέση λειτουργίας 0, ο συντελεστής ανακυκλοφορίας καυσαερίων μειωνόταν. Υπό κανονικές συνθήκες χρήσεως, το όχημα βρισκόταν σχεδόν αποκλειστικά στη θέση λειτουργίας 0 και δεν ανταποκρινόταν στις προβλεπόμενες από τον κανονισμό 715/2007 οριακές τιμές εκπομπών NOx.

26

Στο πλαίσιο της διαδικασίας εγκρίσεως ΕΚ τύπου για τα εν λόγω οχήματα, η Volkswagen δεν δήλωσε στην KBA την ύπαρξη του ανωτέρω λογισμικού.

27

Στις 15 Οκτωβρίου 2015, η KBA εξέδωσε απόφαση, δυνάμει του άρθρου 25, παράγραφος 2, της κανονιστικής πράξεως για την έγκριση ΕΚ των μηχανοκίνητων οχημάτων και των ρυμουλκουμένων τους, καθώς και των συστημάτων, κατασκευαστικών στοιχείων και χωριστών τεχνικών μονάδων που προορίζονται για τα οχήματα αυτά (κανονιστική πράξη για την έγκριση ΕΚ τύπου των μηχανοκίνητων οχημάτων), ως είχε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης, με την οποία έκρινε ότι το ανωτέρω λογισμικό συνιστούσε «σύστημα αναστολής» κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 10, του κανονισμού 715/2007, το οποίο δεν ήταν σύμφωνο με το άρθρο 5 του οικείου κανονισμού, και υποχρέωσε τη Volkswagen να αφαιρέσει το επίμαχο σύστημα και να λάβει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίσει τη συμμόρφωση των εν λόγω οχημάτων με την οικεία εθνική ρύθμιση και με τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

28

Κατόπιν της αποφάσεως αυτής, η Volkswagen επικαιροποίησε το επίμαχο λογισμικό. Η επικαιροποίηση είχε ως αποτέλεσμα την παραμετροποίηση της βαλβίδας EGR για να ρυθμιστεί το ποσοστό ανακυκλοφορίας των καυσαερίων, κατά τρόπον ώστε το ποσοστό ανακυκλοφορίας ανερχόταν σε 0 % όταν η εξωτερική θερμοκρασία ήταν χαμηλότερη των -9 βαθμών Κελσίου, σε 85 % όταν η εξωτερική θερμοκρασία κυμαινόταν μεταξύ -9 και 11 βαθμών Κελσίου, και αυξανόταν πέραν των 11 βαθμών Κελσίου φθάνοντας στο 100 % πλήρους λειτουργίας μόνο όταν η εξωτερική θερμοκρασία ήταν ανώτερη των 15 βαθμών Κελσίου. Επομένως, ο καθαρισμός των καυσαερίων από το συγκεκριμένο σύστημα ανακυκλοφορίας ήταν πλήρως αποτελεσματικός μόνον αν η εξωτερική θερμοκρασία υπερέβαινε τους 15 βαθμούς Κελσίου (στο εξής: θερμοκρασιακό παράθυρο).

29

Με την απόφαση της 20ής Ιουνίου 2016 (στο εξής: επίδικη απόφαση), η KBA ενέκρινε το επίμαχο στην κύρια δίκη λογισμικό. Συναφώς, έκρινε ότι τα συστήματα αναστολής που εξακολουθούσαν να υπάρχουν στα οικεία οχήματα (στο εξής: επίμαχα στην κύρια δίκη οχήματα) ήταν νόμιμα.

30

Στις 15 Νοεμβρίου 2016, η Deutsche Umwelthilfe, ένωση με ικανότητα διαδίκου σύμφωνα με το άρθρο 3 του UmwRG, άσκησε διοικητική προσφυγή κατά της επίδικης αποφάσεως, χωρίς όμως να εκδοθεί απόφαση επ’ αυτής.

31

Στις 24 Απριλίου 2018, η Deutsche Umwelthilfe άσκησε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ήτοι του Schleswig-Holsteinisches Verwaltungsgericht (διοικητικού πρωτοδικείου Schleswig-Holstein), ένδικη προσφυγή ακυρώσεως κατά της επίδικης αποφάσεως. Συναφώς, προβάλλει ότι τα επίμαχα στην κύρια δίκη οχήματα εξακολουθούσαν να είναι εξοπλισμένα με παράνομο σύστημα αναστολής, κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 715/2007, δεδομένου ότι το σύστημα αυτό ενεργοποιείται όταν σημειώνονται οι μέσες θερμοκρασίες που παρατηρούνται στη Γερμανία. Επιπλέον, η προσφεύγουσα εκτιμά ότι οι κατασκευαστές αυτοκινήτων έχουν τη δυνατότητα να σχεδιάζουν κινητήρες οι οποίοι να μην καθιστούν, από τεχνικής απόψεως, αναγκαία τη μείωση της απόδοσης των συστημάτων ελέγχου των εκπομπών σε μέσες θερμοκρασίες και οι οποίοι θα λειτουργούσαν, επομένως, υπό κανονικές συνθήκες χρήσεως.

32

Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, ήτοι η καθής στην υπόθεση της κύριας δίκης, αφενός, υποστηρίζει ότι η Deutsche Umwelthilfe δεν νομιμοποιείται ενεργητικώς να προσβάλει την επίδικη απόφαση και ότι, κατά συνέπεια, η προσφυγή της είναι απαράδεκτη. Αφετέρου, υποστηρίζει ότι το θερμοκρασιακό παράθυρο που διαθέτουν τα επίμαχα στην κύρια δίκη οχήματα μετά την επικαιροποίηση του οικείου λογισμικού συνάδει προς το δίκαιο της Ένωσης.

33

Όσον αφορά το παραδεκτό της προσφυγής της κύριας δίκης, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά, πρώτον, ότι η Deutsche Umwelthilfe δεν νομιμοποιείται ενεργητικώς δυνάμει του άρθρου 42, παράγραφος 2, του VwGO, κατά το οποίο, εκτός αν ο νόμος ορίζει άλλως, η προσφυγή ασκείται παραδεκτώς μόνον αν ο προσφεύγων προβάλλει ότι η επίμαχη διοικητική πράξη προσέβαλε τα δικαιώματά του. Επομένως, η διάταξη αυτή απηχεί το γεγονός ότι το προβλεπόμενο από τον VwGO σύστημα ατομικών προσφυγών στηρίζεται σε δικαιώματα των υποκειμένων δικαίου. Πλην όμως, η διαφορά της κύριας δίκης δεν φαίνεται να αφορά δικαίωμα το οποίο να έθιξε η επίδικη απόφαση. Συγκεκριμένα, η απαγόρευση χρήσεως συστημάτων αναστολής τα οποία μειώνουν την αποτελεσματικότητα των συστημάτων ελέγχου των εκπομπών, την οποία επιβάλλει το άρθρο 5, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 715/2007 και την οποία επικαλείται η Deutsche Umwelthilfe, δεν παρέχει, κατά το αιτούν δικαστήριο, δικαίωμα σε φυσικό πρόσωπο, διότι η διάταξη αυτή δεν αποσκοπεί στην προστασία μεμονωμένων πολιτών.

34

Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η ως άνω ένωση δεν μπορεί να θεμελιώσει ενεργητική νομιμοποίηση στο άρθρο 2, παράγραφος 1, του UmwRG, σε συνδυασμό με το άρθρο 1, παράγραφος 1, του UmwRG, το οποίο προβλέπει εκ του νόμου παρέκκλιση από την απαίτηση περί υπάρξεως δικαιώματος, κατά την έννοια του άρθρου 42, παράγραφος 2, πρώτο σκέλος περιόδου, του VwGO. Συναφώς, το εν λόγω δικαστήριο εκθέτει ότι μόνον οι αποφάσεις που απαριθμούνται στο προαναφερθέν άρθρο 1, παράγραφος 1, μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής ενώσεως για την προστασία του περιβάλλοντος κατ’ εφαρμογήν του UmwRG. Κατά το αιτούν δικαστήριο, μεταξύ των αποφάσεων αυτών ασκούν επιρροή, εν προκειμένω, μόνον εκείνες που μνημονεύονται στο πρώτο εδάφιο, σημείο 5, της διατάξεως αυτής, ήτοι «διοικητικ[ές] πράξε[ις] ή συμβάσε[ις] δημοσίου δικαίου, με τις οποίες εγκρίνονται άλλα έργα […] κατ’ εφαρμογήν περιβαλλοντικών διατάξεων του ομοσπονδιακού δικαίου, του δικαίου των ομόσπονδων κρατών ή των πράξεων του δικαίου της Ένωσης που έχουν άμεση ισχύ».

35

Πλην όμως, η επίδικη απόφαση δεν συνιστά, κατά το αιτούν δικαστήριο, απόφαση κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, σημείο 5, του UmwRG, δεδομένου ότι, με την επίδικη απόφαση, δεν εγκρίθηκε σχέδιο «έργου», αλλά «προϊόν». Συγκεκριμένα, η έννοια του σχεδίου «έργου» κατά την οικεία διάταξη αντλείται από το δίκαιο του πολεοδομικού σχεδιασμού και της χωροταξίας και ορίστηκε βάσει της οδηγίας 85/337/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1985, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (ΕΕ 1985, L 175, σ. 40), η οποία προβλέπει, στο άρθρο 1, παράγραφος 2, ότι ως «σχέδιο» νοείται η «υλοποίηση κατασκευαστικών εργασιών ή άλλων εγκαταστάσεων ή έργων» και «άλλες επεμβάσεις στο φυσικό περιβάλλον ή το τοπίο, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι επεμβάσεις που αφορούν τη εκμετάλλευση των πόρων του εδάφους». Συναφώς, από την επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση προκύπτει ότι η εν λόγω έννοια αφορά μόνον σταθερές εγκαταστάσεις ή μέτρα που συνιστούν άμεση επέμβαση στο φυσικό περιβάλλον ή το τοπίο. Κατά συνέπεια, η έγκριση ΕΚ τύπου των ελαφρών επιβατηγών οχημάτων καθώς και η τροποποίηση μιας τέτοιας εγκρίσεως ΕΚ, που αποτελούν το αντικείμενο της επίδικης αποφάσεως, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως έγκριση σχεδίου «έργου» κατά την έννοια του εθνικού δικαίου, δεδομένου ότι δεν αφορούν σταθερή εγκατάσταση και δεν συνεπάγονται καμία άμεση παρέμβαση στο φυσικό περιβάλλον ή το τοπίο.

36

Επιπροσθέτως, οι διατάξεις του UmwRG δεν μπορούν, κατά το αιτούν δικαστήριο, να εφαρμοστούν κατ’ αναλογίαν, δεδομένου ότι, κατά τις συζητήσεις που οδήγησαν στην τροποποίηση του UmwRG, η οποία επήλθε το 2017, διευκρινίστηκε ρητώς ότι η τροποποίηση δεν αφορά τον τομέα των προϊόντων, συμπεριλαμβανομένων των μηχανοκίνητων αυτοκινήτων.

37

Τρίτον, κατά το αιτούν δικαστήριο, η Deutsche Umwelthilfe δεν μπορεί να θεμελιώσει ενεργητική νομιμοποίηση ούτε στο άρθρο 9, παράγραφος 3, της συμβάσεως του Aarhus, καθότι, όπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Protect Natur-, Arten- und Landschaftsschutz Umweltorganisation (C‑664/15, EU:C:2017:987, σκέψη 45), η συγκεκριμένη διάταξη, αυτή καθεαυτήν, στερείται αμέσου αποτελέσματος. Ως εκ τούτου, το προαναφερθέν άρθρο 9 δεν συνιστά, όπως σημειώνει το αιτούν δικαστήριο, εκ του νόμου παρέκκλιση από την απαίτηση περί υπάρξεως δικαιώματος, κατά την έννοια του άρθρου 42, παράγραφος 2, πρώτο σκέλος περιόδου, του VwGO.

38

Υπό τις συνθήκες αυτές, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι το παραδεκτό της προσφυγής της κύριας δίκης εξαρτάται από το αν η Deutsche Umwelthilfe μπορεί να θεμελιώσει ενεργητική νομιμοποίηση απευθείας στο δίκαιο της Ένωσης. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, υπό το πρίσμα της αποφάσεως της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Protect Natur-, Arten- und Landschaftsschutz Umweltorganisation (C‑664/15, EU:C:2017:987, σκέψη 45), η ενεργητική νομιμοποίηση της Deutsche Umwelthilfe θα μπορούσε να απορρέει από τη συνδυασμένη εφαρμογή του άρθρου 9, παράγραφος 3, της συμβάσεως του Aarhus και του άρθρου 47, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη.

39

Το εν λόγω δικαστήριο επισημαίνει ότι, λαμβανομένων υπόψη των αποκλίσεων που υφίστανται στη νομολογία των εθνικών δικαστηρίων ως προς τις συνέπειες που πρέπει να συναχθούν από την απόφαση αυτή, του είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί αν το άρθρο 9, παράγραφος 3, της συμβάσεως του Aarhus, σε συνδυασμό με το άρθρο 47, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη, έχει την έννοια ότι μια ένωση για την προστασία του περιβάλλοντος μπορεί, πέραν των δυνατοτήτων προσφυγής που έχει ήδη προβλέψει ο UmwRG, να ασκήσει προσφυγή κατά της διοικητικής άδειας που αφορά προϊόν, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, εφόσον η ασκηθείσα από την ένωση προσφυγή αποσκοπεί στο να διασφαλίσει την τήρηση διατάξεων της περιβαλλοντικής νομοθεσίας της Ένωσης βάσει των οποίων δεν γεννάται κανένα δικαίωμα.

40

Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι οι αμφιβολίες του αφορούν την ερμηνεία της έννοιας των «κριτ[ηρίων] που καθορίζονται στο εθνικό […] δίκαιο», κατά το άρθρο 9, παράγραφος 3, της συμβάσεως του Aarhus. Συγκεκριμένα, αφενός, η έννοια αυτή θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως καλύπτουσα αποκλειστικώς κριτήρια που χρησιμεύουν για την οριοθέτηση του κύκλου των εχόντων δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής, με αποτέλεσμα το περιθώριο εκτιμήσεως των κρατών μελών να περιορίζεται μόνο στο ζήτημα καθορισμού των ενώσεων προστασίας του περιβάλλοντος στις οποίες επιθυμούν να παράσχουν το δικαίωμα προασπίσεως του γενικού συμφέροντος σε θέματα περιβάλλοντος. Αν γίνει δεκτή η ερμηνεία αυτή, η Deutsche Umwelthilfe θα έχει, στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης, ενεργητική νομιμοποίηση, δεδομένου ότι ο Γερμανός νομοθέτης καθόρισε τα σχετικά κριτήρια στο άρθρο 3 του UmwRG και ότι η Deutsche Umwelthilfe έχει τύχει αναγνωρίσεως σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη.

41

Αφετέρου, η εν λόγω έννοια θα μπορούσε να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να καθορίζουν κριτήρια και σε σχέση με το αντικείμενο της προσφυγής και, επομένως, να εξαιρούν ορισμένες διοικητικές αποφάσεις από κάθε δικαστικό έλεγχο διενεργούμενο κατόπιν πρωτοβουλίας ενώσεων για την προστασία του περιβάλλοντος. Κατά το αιτούν δικαστήριο, ένας τέτοιος περιορισμός της ενεργητικής νομιμοποιήσεως των εν λόγω ενώσεων όσον αφορά ορισμένες μόνον αποφάσεις, ιδίως δε εκείνες που έχουν σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις, θα μπορούσε να δικαιολογηθεί λόγω του μεγάλου αριθμού διοικητικών αποφάσεων που έχουν σχέση με το περιβάλλον. Όσον αφορά, ειδικότερα, τις άδειες για ένα προϊόν, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι δεν μπορεί βεβαίως να θεωρηθεί ότι οι άδειες αυτές ουδέποτε έχουν μείζονα σημασία για το περιβάλλον. Εντούτοις, λαμβανομένου υπόψη του μεγάλου αριθμού ατομικών αδειών που χορηγούνται για προϊόντα, πρακτικής φύσεως λόγοι συνηγορούν υπέρ του να πρέπει τα κράτη μέλη να έχουν τη δυνατότητα, μέσω μιας αναλύσεως που τυποποιεί γενικές κατηγορίες, να αποκλείουν ορισμένες ατομικές αποφάσεις από την αβεβαιότητα που συνεπάγεται η δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής από τρίτους, όπως είναι οι ενώσεις προστασίας του περιβάλλοντος.

42

Σε περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι μια ένωση για την προστασία του περιβάλλοντος νομιμοποιείται ενεργητικώς να προσβάλει την επίδικη απόφαση, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς την ερμηνεία που πρέπει να δοθεί στο άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 715/2007.

43

Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι το επίμαχο στην κύρια δίκη θερμοκρασιακό παράθυρο συνιστά σύστημα αναστολής, κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 10, του κανονισμού 715/2007. Θεωρεί ότι, καίτοι η έννοια των «συνθ[ηκών] που είναι εύλογα αναμενόμενες κατά την κανονική χρήση και λειτουργία του οχήματος», η οποία διαλαμβάνεται στη διάταξη αυτή, δεν ορίζεται από τον κανονισμό 715/2007, πρέπει να γίνει δεκτό, λαμβανομένων υπόψη των σκοπών του κανονισμού και ιδίως των αιτιολογικών σκέψεων 4 και 6 αυτού, ότι ως κανονικές συνθήκες λειτουργίας μπορούν να θεωρηθούν μόνον οι συνθήκες πραγματικής κυκλοφορίας στο οδικό δίκτυο. Συναφώς, εκτιμά ότι ο σκοπός της μειώσεως των εκπομπών NOx μπορεί να επιτευχθεί μόνον αν οι εκπομπές αυτές όντως μειώνονται κατά την πραγματική χρήση του οχήματος και όχι μόνον υπό τεχνητές συνθήκες. Υπενθυμίζει ότι, στην Ευρώπη, θερμοκρασίες κάτω των 15 βαθμών Κελσίου ανήκουν στις «κανονικές συνθήκες» που «είναι εύλογα αναμενόμενες», κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως. Συγκεκριμένα, για το έτος 2018, η μέση ετήσια θερμοκρασία στη Γερμανία ανερχόταν σε 10,4 βαθμούς Κελσίου. Επομένως, το ποσοστό ανακυκλοφορίας των καυσαερίων των επίμαχων στην κύρια δίκη οχημάτων είχε ήδη μειωθεί και το σύστημα ελέγχου των εκπομπών είχε μερικώς απενεργοποιηθεί ενώ οι θερμοκρασίες κυμάνθηκαν απολύτως στον μέσο όρο.

44

Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η έννοια της «ανάγκης» χρήσης του συστήματος αναστολής, κατά το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 715/2007, πρέπει να ερμηνευθεί βάσει του παρόντος σταδίου εξελίξεως της τεχνολογίας προκειμένου να κριθεί αν ένα σύστημα αναστολής είναι όντως αναγκαίο για λόγους προστασίας του κινητήρα από ζημίες ή ατύχημα και για την ασφαλή λειτουργία του επίμαχου οχήματος. Επιπλέον, διερωτάται αν πρέπει να ληφθούν υπόψη και άλλες περιστάσεις, όπως το κόστος για τους κατασκευαστές και οι επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητά τους.

45

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Schleswig-Holsteinisches Verwaltungsgericht (διοικητικό πρωτοδικείο Schleswig-Holstein) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχει το άρθρο 9, παράγραφος 3, της [συμβάσεως του Aarhus], σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του [Χάρτη], την έννοια ότι οι περιβαλλοντικές οργανώσεις πρέπει να έχουν, κατ’ αρχήν, τη δυνατότητα να ζητούν ενώπιον δικαστηρίου την ακύρωση αποφάσεως με την οποία εγκρίνεται η κατασκευή επιβατηγών οχημάτων ντίζελ με συστήματα αναστολής, ενδεχομένως κατά παράβαση του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού [715/2007];

2)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως επί του πρώτου ερωτήματος:

α)

Έχει το άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 715/2007 την έννοια ότι το κριτήριο για την ανάγκη χρήσεως συστημάτων αναστολής για λόγους προστασίας του κινητήρα από ζημία ή ατύχημα και για την ασφαλή λειτουργία του οχήματος είναι, κατ’ αρχήν, το παρόν στάδιο εξελίξεως της τεχνολογίας υπό την έννοια του τεχνικώς εφικτού κατά τον χρόνο χορηγήσεως της εγκρίσεως τύπου ΕΚ;

β)

Πρέπει, εκτός από το παρόν στάδιο εξελίξεως της τεχνικής, να λαμβάνονται υπόψη και άλλες περιστάσεις, οι οποίες ενδέχεται να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι επιτρέπεται η χρήση συστήματος αναστολής, έστω και αν, λαμβανομένου υπόψη μόνον του εκάστοτε σταδίου εξελίξεως της τεχνολογίας, η “ανάγκη” χρήσης του συστήματος αυτού δεν θα “αιτιολογ[ούνταν]” υπό την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 715/2007;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

46

Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 9, παράγραφος 3, της συμβάσεως του Aarhus, σε συνδυασμό με το άρθρο 47, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη, έχει την έννοια ότι σε ένωση για την προστασία του περιβάλλοντος η οποία έχει ικανότητα διαδίκου σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο πρέπει να αναγνωρίζεται δυνατότητα να προσβάλει ενώπιον εθνικού δικαστηρίου απόφαση της διοικήσεως για τη χορήγηση ή την τροποποίηση εγκρίσεως ΕΚ τύπου η οποία ενδέχεται να αντιβαίνει στο άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 715/2007.

47

Από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι το πρώτο ερώτημα αιτιολογείται από το γεγονός ότι, κατά το αιτούν δικαστήριο, η εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία δεν παρέχει στην Deutsche Umwelthilfe ενεργητική νομιμοποίηση για την άσκηση προσφυγής κατά αποφάσεως της διοικήσεως με την οποία χορηγείται ή τροποποιείται έγκριση ΕΚ τύπου, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης.

48

Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται προδικαστικώς επί της ερμηνείας της συμβάσεως του Aarhus, η οποία υπογράφηκε από την Κοινότητα και στη συνέχεια εγκρίθηκε με την απόφαση 2005/370, και της οποίας οι διατάξεις αποτελούν, ως εκ τούτου, αναπόσπαστο μέρος της έννομης τάξεως της Ένωσης (αποφάσεις της 8ης Μαρτίου 2011, Lesoochranárske zoskupenie, C‑240/09, EU:C:2011:125, σκέψη 30, και της 15ης Μαρτίου 2018, North East Pylon Pressure Campaign και Sheehy, C‑470/16, EU:C:2018:185, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

49

Κατά το άρθρο 9, παράγραφος 3, της συμβάσεως του Aarhus, υπό την επιφύλαξη των διαδικασιών προσφυγής στις οποίες αναφέρονται οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου αυτού, κάθε συμβαλλόμενο μέρος εξασφαλίζει ότι τα μέλη του κοινού που πληρούν τα κριτήρια τα οποία τυχόν καθορίζονται στο εσωτερικό του δίκαιο, μπορούν να κινήσουν διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες προκειμένου να προσβάλουν πράξεις ή παραλείψεις ιδιωτών ή δημοσίων αρχών οι οποίες αντιβαίνουν στις διατάξεις του εθνικού του δικαίου για το περιβάλλον.

50

Κατά πρώτον, διαπιστώνεται ότι απόφαση της διοικήσεως για τη χορήγηση ή τροποποίηση εγκρίσεως ΕΚ τύπου η οποία ενδέχεται να αντιβαίνει στο άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 715/2007 εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του άρθρου 9, παράγραφος 3, της συμβάσεως του Aarhus, καθόσον συνιστά «πράξη» δημόσιας αρχής για την οποία προβάλλεται ότι αντιβαίνει στις διατάξεις του «εθνικού […]δικαίου σχετικά με το περιβάλλον».

51

Συγκεκριμένα, αφενός, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο έκρινε, με τις αποφάσεις της 17ης Δεκεμβρίου 2020, CLCV κ.λπ. (Σύστημα αναστολής σε πετρελαιοκινητήρες) (C‑693/18, EU:C:2020:1040, σκέψεις 67, 86 και 87), της 14ης Ιουλίου 2022, GSMB Invest (C‑128/20, EU:C:2022:570, σκέψη 43), και της 14ης Ιουλίου 2022Volkswagen (C‑134/20, EU:C:2022:571, σκέψη 50), ότι ο σκοπός που επιδιώκεται με τον κανονισμό 715/2007 συνίσταται, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές του σκέψεις 1 και 6, στη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας του περιβάλλοντος και, ειδικότερα, στη σημαντική μείωση των εκπομπών NOx από τα πετρελαιοκίνητα οχήματα για τη βελτίωση της ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα και τη συμμόρφωση με τις οριακές τιμές για τη ρύπανση.

52

Πλην όμως, η διαπίστωση ότι ο κανονισμός 715/2007, και ιδίως το άρθρο 5, παράγραφος 2, αυτού, έχει τέτοιο περιβαλλοντικό σκοπό και, επομένως, αποτελεί μέρος του «δικαίου σχετικά με το περιβάλλον» κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 3, της συμβάσεως του Aarhus, ουδόλως αναιρείται, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η KBA, από το γεγονός ότι ο οικείος κανονισμός εκδόθηκε βάσει του άρθρου 95 ΕΚ, νυν άρθρου 114 ΣΛΕΕ, το οποίο αφορά τα μέτρα σχετικά με την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που έχουν ως αντικείμενο την εγκαθίδρυση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

53

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 114, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ προβλέπει ότι η Επιτροπή, στις προτάσεις της για τη λήψη μέτρων για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος, λαμβάνει ως βάση ένα υψηλό επίπεδο προστασίας, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη όσες νέες εξελίξεις βασίζονται σε επιστημονικά δεδομένα. Κατά συνέπεια, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 50 των προτάσεών του, το γεγονός ότι ο κανονισμός 715/2007 δεν εκδόθηκε βάσει ειδικής νομικής βάσεως για το περιβάλλον, όπως είναι το άρθρο 175 ΕΚ, νυν άρθρο 192 ΣΛΕΕ, δεν σημαίνει ότι αποκλείεται να έχει ο συγκεκριμένος κανονισμός περιβαλλοντικό σκοπό και να ανήκει στο «δίκαιο σχετικά με το περιβάλλον».

54

Η διαπίστωση αυτή επιρρωννύεται, πρώτον, από τον κανονισμό 1367/2006, ο οποίος, κατά το άρθρο του 1, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, έχει ως σκοπό να συμβάλει στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη σύμβαση του Aarhus, θεσπίζοντας διατάξεις για την εφαρμογή της στα όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και, ιδίως, διασφαλίζοντας την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα σε επίπεδο Ένωσης. Συγκεκριμένα, το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κανονισμού αυτού προβλέπει ότι το περιβαλλοντικό δίκαιο για τους σκοπούς του εν λόγω κανονισμού ορίζεται ως νομοθεσία της Ένωσης η οποία, «ανεξάρτητα από τη νομική της βάση», συμβάλλει στην επιδίωξη των στόχων της πολιτικής της Ένωσης για το περιβάλλον κατά τα οριζόμενα στη Συνθήκη ΛΕΕ, συμπεριλαμβανομένων της διαφυλάξεως, της προστασίας και της βελτιώσεως της ποιότητας του περιβάλλοντος, καθώς και της προστασίας της ανθρώπινης υγείας.

55

Δεύτερον, η ανωτέρω διαπίστωση ενισχύεται από τον οδηγό εφαρμογής της συμβάσεως του Aarhus, ήτοι από το έγγραφο που δημοσιεύθηκε από την Οικονομική Επιτροπή για την Ευρώπη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, με τίτλο «Η Σύμβαση του Aarhus, οδηγός εφαρμογής» (δεύτερη έκδοση, 2014), το οποίο, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, μπορεί να θεωρηθεί ως επεξηγηματικό έγγραφο δυνάμενο, κατά περίπτωση, να ληφθεί υπόψη, μαζί με άλλα σχετικά στοιχεία, για την ερμηνεία της οικείας συμβάσεως, έστω και αν οι αναλύσεις τις οποίες περιέχει δεν είναι δεσμευτικές και δεν χαρακτηρίζονται από την κανονιστική ισχύ των διατάξεων της σύμβασης [απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2021, Land Baden-Württemberg (Εσωτερικές επικοινωνίες), C‑619/19, EU:C:2021:35, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

56

Πράγματι, ο οδηγός αυτός επιβεβαιώνει την ευρεία ερμηνεία που πρέπει να δοθεί στη φράση «διατάξε[ις] του εθνικού […]δικαίου σχετικά με το περιβάλλον» που διαλαμβάνεται στο άρθρο 9, παράγραφος 3, της συμβάσεως του Aarhus, καθόσον στη σελίδα 197 του εν λόγω οδηγού αναφέρεται ότι «οι εθνικές νομοθεσίες σε θέματα περιβάλλοντος δεν περιορίζονται ούτε στα δικαιώματα πληροφορήσεως ή στη συμμετοχή του κοινού τα οποία διασφαλίζονται από τη Σύμβαση ούτε στα νομοθετικά κείμενα που μνημονεύουν το περιβάλλον στον γενικό τους τίτλο ή τον τίτλο του σχετικού κεφαλαίου τους. Το καθοριστικό ζήτημα είναι μάλλον το κατά πόσον η επίμαχη διάταξη αφορά καθ’ οιονδήποτε τρόπο το περιβάλλον. Συνακόλουθα, οι πράξεις και οι παραλείψεις που ενδέχεται να αντιβαίνουν προς τις διατάξεις που αφορούν, μεταξύ άλλων, την πολεοδομία, τις περιβαλλοντικές επιβαρύνσεις, τον έλεγχο των χημικών προϊόντων ή των αποβλήτων, την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων και τη ρύπανση από πλοία εμπίπτουν επίσης στο πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 3, ανεξαρτήτως του αν οι διατάξεις περιλαμβάνονται στη χωροταξική νομοθεσία, τους φορολογικούς νόμους ή το ναυτικό δίκαιο».

57

Εξάλλου, ο προβαλλόμενος τεχνικός χαρακτήρας του άρθρου 5, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 715/2007, το οποίο προβλέπει ότι απαγορεύεται η χρήση συστημάτων αναστολής που μειώνουν την αποτελεσματικότητα των συστημάτων ελέγχου των εκπομπών, ουδόλως μεταβάλλει το γεγονός ότι η διάταξη αυτή αποσκοπεί, με τη συγκεκριμένη απαγόρευση, ακριβώς στον περιορισμό των εκπομπών ρυπογόνων αερίων και στην κατ’ αυτόν τον τρόπο συμβολή στην επίτευξη του σκοπού της προστασίας του περιβάλλοντος, τον οποίο επιδιώκει ο κανονισμός.

58

Αφετέρου, το άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 715/2007, ως διάταξη του δικαίου του περιβάλλοντος η οποία, εξάλλου, ισχύει άμεσα σε όλα τα κράτη μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 288, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, πρέπει να θεωρηθεί ότι αποτελεί μέρος του «εθνικού δικαίου», κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 3, της συμβάσεως του Aarhus.

59

Κατά δεύτερον, διαπιστώνεται ότι ένωση για την προστασία του περιβάλλοντος η οποία έχει ικανότητα διαδίκου εμπίπτει στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής του άρθρου 9, παράγραφος 3, της συμβάσεως του Aarhus. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, για να είναι δικαιούχος των δικαιωμάτων που προβλέπει η διάταξη αυτή, ο προσφεύγων πρέπει, μεταξύ άλλων, να είναι μέλος του «κοινού» και να πληροί «τα τυχόν κριτήρια που καθορίζονται στο εθνικό του δίκαιο».

60

Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 4, της συμβάσεως του Aarhus, ως «κοινό» νοείται ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, και, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή πρακτική, οι ενώσεις, οι οργανισμοί ή οι ομάδες τους. Επομένως, από το άρθρο 2, παράγραφος 4, και από το άρθρο 9, παράγραφος 3, της συμβάσεως αυτής προκύπτει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να προβλέπουν στο εσωτερικό τους δίκαιο κριτήρια τα οποία πρέπει να πληροί μια ένωση για την προστασία του περιβάλλοντος προκειμένου να μπορεί να απολαύει των δικαιωμάτων που προβλέπει η τελευταία αυτή διάταξη.

61

Από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι, στο γερμανικό δίκαιο, τα κριτήρια αυτά καθορίζονται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, του UmwRG και ότι η Deutsche Umwelthilfe, σκοπός της οποίας είναι, κατά το καταστατικό της, να συμβάλει στην προστασία της φύσεως και του περιβάλλοντος καθώς και στην προστασία των καταναλωτών όσον αφορά το περιβάλλον και την υγεία, πληροί τα εν λόγω κριτήρια και, πράγματι, έχει αναγνωρισθεί ως ένωση για την προστασία του περιβάλλοντος η οποία έχει ικανότητα διαδίκου, σύμφωνα με το άρθρο 3 του UmwRG.

62

Εξάλλου, διαπιστώνεται ότι μια τέτοια ένωση ανήκει επίσης στο «ενδιαφερόμενο κοινό», το οποίο, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 5, της συμβάσεως του Aarhus, είναι εκείνο που επηρεάζεται ή ενδέχεται να επηρεασθεί από τη λήψη αποφάσεων για το περιβάλλον, ή έχει συμφέρον από αυτές. Σύμφωνα με την τελευταία ως άνω διάταξη, οι μη κυβερνητικοί οργανισμοί που προωθούν την περιβαλλοντική προστασία και πληρούν οποιεσδήποτε προϋποθέσεις απαιτούνται κατά το εθνικό δίκαιο θεωρείται ότι έχουν τέτοιο συμφέρον.

63

Κατά τρίτον, όσον αφορά τους προβληματισμούς βάσει των οποίων το αιτούν δικαστήριο ζητεί, ειδικότερα, να κριθεί εάν η έννοια των «τυχόν κριτ[ηρίων] που καθορίζονται στο εθνικό […] δίκαιο», κατά το άρθρο 9, παράγραφος 3, της συμβάσεως του Aarhus, επιτρέπει στα συμβαλλόμενα μέρη της εν λόγω συμβάσεως να προβλέπουν τέτοια κριτήρια όχι μόνον όσον αφορά τον κύκλο των δικαιούχων ενδίκου βοηθήματος αλλά και όσον αφορά το αντικείμενο του ενδίκου βοηθήματος, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι από τη διάταξη αυτή και ιδίως από το γεγονός ότι, κατά το γράμμα της, τα ένδικα βοηθήματα που προβλέπει μπορούν να υπόκεινται σε «κριτήρια» προκύπτει ότι επιτρέπεται κατ’ αρχήν στα κράτη μέλη, στο πλαίσιο της εξουσίας εκτιμήσεως που τους καταλείπεται συναφώς, να θεσπίζουν δικονομικούς κανόνες σχετικά με τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται προκειμένου να ασκηθούν τα αντίστοιχα ένδικα βοηθήματα (αποφάσεις της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Protect Natur-, Arten- und Landschaftsschutz Umweltorganisation, C‑664/15, EU:C:2017:987, σκέψη 86, και της 14ης Ιανουαρίου 2021, Stichting Varkens in Nood κ.λπ., C‑826/18, EU:C:2021:7, σκέψη 49).

64

Εντούτοις, πρώτον, επισημαίνεται ότι, κατά το ίδιο το γράμμα του άρθρου 9, παράγραφος 3, της συμβάσεως του Aarhus, τα εν λόγω κριτήρια αφορούν τον καθορισμό του κύκλου των προσώπων που έχουν δικαίωμα προσφυγής και όχι τον καθορισμό του αντικειμένου της προσφυγής, στο μέτρο που αυτή αφορά την παράβαση διατάξεων του εθνικού δικαίου σχετικά με το περιβάλλον. Επομένως, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να περιορίζουν το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του προαναφερθέντος άρθρου 9, παράγραφος 3, αποκλείοντας από το αντικείμενο της προσφυγής ορισμένες κατηγορίες διατάξεων του εθνικού δικαίου σχετικά με το περιβάλλον.

65

Δεύτερον, όταν κράτος μέλος θεσπίζει κανόνες δικονομικού δικαίου εφαρμοστέους στα ένδικα βοηθήματα του άρθρου 9, παράγραφος 3, της συμβάσεως του Aarhus σχετικά με την άσκηση των δικαιωμάτων που οι ενώσεις για την προστασία του περιβάλλοντος αντλούν από το άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 715/2007, προκειμένου οι αποφάσεις των αρμόδιων εθνικών αρχών να υπόκεινται σε έλεγχο υπό το πρίσμα των υποχρεώσεων που υπέχουν από το άρθρο αυτό, το εν λόγω κράτος μέλος εφαρμόζει το δίκαιο της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη, και επομένως πρέπει να διασφαλίζει, μεταξύ άλλων, τον σεβασμό του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη (πρβλ. απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Protect Natur-, Arten- und Landschaftsschutz Umweltorganisation, C‑664/15, EU:C:2017:987, σκέψεις 44 και 87 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

66

Ως εκ τούτου, καίτοι αληθεύει ότι το άρθρο 9, παράγραφος 3, της συμβάσεως του Aarhus στερείται αμέσου αποτελέσματος στο δίκαιο της Ένωσης και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να γίνει επίκληση του εν λόγω άρθρου, αυτού καθεαυτό, στο πλαίσιο διαφοράς που εμπίπτει στο δίκαιο της Ένωσης για να αποκλειστεί η εφαρμογή διατάξεως του εθνικού δικαίου αντίθετης προς αυτό, γεγονός παραμένει ότι, αφενός, η υπεροχή των διεθνών συμφωνιών που συνάπτει η Ένωση επιτάσσει να ερμηνεύεται, στο μέτρο του δυνατού, το εθνικό δίκαιο κατά τρόπο συνάδοντα προς τις απαιτήσεις τους και ότι, αφετέρου, η διάταξη αυτή, εξεταζόμενη σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη, επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να διασφαλίζουν αποτελεσματική δικαστική προστασία των δικαιωμάτων που αντλούνται από το δίκαιο της Ένωσης, περιλαμβανομένων των διατάξεων του δικαίου του περιβάλλοντος (απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Protect Natur-, Arten- und Landschaftsschutz Umweltorganisation, C‑664/15, EU:C:2017:987, σκέψη 45).

67

Πλην όμως, το δικαίωμα προσφυγής που προβλέπεται στο άρθρο 9, παράγραφος 3, της συμβάσεως του Aarhus, το οποίο έχει ως σκοπό να καταστήσει δυνατή την αποτελεσματική προστασία του περιβάλλοντος (απόφαση της 8ης Μαρτίου 2011, Lesoochranárske zoskupenie, C‑240/09, EU:C:2011:125, σκέψη 46), θα στερούνταν κάθε πρακτικής αποτελεσματικότητας, ή ακόμη και της ίδιας της ουσίας του, αν γινόταν δεκτό ότι, με την επιβολή κριτηρίων προβλεπόμενων από το εθνικό δίκαιο, ορισμένες κατηγορίες «του κοινού», και κατά μείζονα λόγο «του ενδιαφερόμενου κοινού», όπως είναι οι ενώσεις προστασίας του περιβάλλοντος που ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του άρθρου 2, παράγραφος 5, της συμβάσεως του Aarhus, μπορούν να στερηθούν εντελώς του δικαιώματος προσφυγής κατά των πράξεων ή των παραλείψεων ιδιωτών ή δημοσίων αρχών που είναι αντίθετες σε ορισμένες κατηγορίες διατάξεων του εθνικού δικαίου περιβάλλοντος (πρβλ. απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Protect Natur-, Arten- und Landschaftsschutz Umweltorganisation, C‑664/15, EU:C:2017:987, σκέψη 46).

68

Ειδικότερα, η επιβολή των κριτηρίων αυτών δεν πρέπει να στερεί από τις ενώσεις για την προστασία του περιβάλλοντος τη δυνατότητα να ζητούν και να εξασφαλίζουν τον έλεγχο της τηρήσεως των κανόνων που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης για το περιβάλλον, αφού μάλιστα οι κανόνες αυτοί κατατείνουν, συνηθέστατα, προς το γενικό συμφέρον και όχι μόνον προς την προστασία των συμφερόντων μεμονωμένων ιδιωτών, οι δε περιβαλλοντικές οργανώσεις έχουν ως αποστολή να προασπίζονται το γενικό συμφέρον (απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Protect Natur-, Arten- und Landschaftsschutz Umweltorganisation, C‑664/15, EU:C:2017:987, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

69

Πράγματι, η φράση «τυχόν κριτήρια που καθορίζονται στο εθνικό του δίκαιο», η οποία χρησιμοποιείται στο άρθρο 9, παράγραφος 3, της συμβάσεως του Aarhus, υποδηλώνει μεν ότι τα συμβαλλόμενα κράτη διατηρούν κάποια διακριτική ευχέρεια κατά την εφαρμογή της συγκεκριμένης διάταξης, πλην όμως δεν σημαίνει ότι αυτά μπορούν να επιβάλλουν κριτήρια τόσο αυστηρά ώστε να καθίσταται στην πράξη αδύνατο στις οργανώσεις για την προστασία του περιβάλλοντος να προσβάλλουν τις πράξεις ή τις παραλείψεις στις οποίες αναφέρεται η ως άνω διάταξη (απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Protect Natur-, Arten- und Landschaftsschutz, C‑664/15, EU:C:2017:987, σκέψη 48).

70

Εν προκειμένω, από τα στοιχεία τα οποία εξέθεσε το αιτούν δικαστήριο και τα οποία υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 33 έως 35 της παρούσας αποφάσεως φαίνεται να προκύπτει ότι, κατά το γερμανικό δίκαιο, ελλείψει ενεργητικής νομιμοποιήσεως για την άσκηση προσφυγής κατά αποφάσεως περί χορηγήσεως αδείας για «ένα προϊόν», μια ένωση για την προστασία του περιβάλλοντος, ακόμη και αν πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 3, παράγραφος 1, του UmwRG, δεν μπορεί να ασκήσει προσφυγή ενώπιον εθνικού δικαστηρίου προκειμένου να προσβάλει απόφαση περί χορηγήσεως ή τροποποιήσεως της εγκρίσεως ΕΚ τύπου, η οποία ενδέχεται να είναι αντίθετη προς την απαγόρευση χρήσεως συστημάτων αναστολής που μειώνουν την αποτελεσματικότητα των συστημάτων ελέγχου των εκπομπών, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 715/2007.

71

Επομένως, στον βαθμό που στερεί από τις ενώσεις για την προστασία του περιβάλλοντος κάθε δικαίωμα προσφυγής κατά τέτοιας απόφασης περί χορηγήσεως ή τροποποιήσεως της εγκρίσεως ΕΚ τύπου, το οικείο εθνικό δικονομικό δίκαιο είναι αντίθετο προς τις απαιτήσεις οι οποίες απορρέουν από τον συνδυασμό του άρθρου 9, παράγραφος 3, της συμβάσεως του Aarhus και του άρθρου 47 του Χάρτη (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Protect Natur-, Arten- und Landschaftsschutz Umweltorganisation, C‑664/15, EU:C:2017:987, σκέψη 52).

72

Ειδικότερα, η αδυναμία μιας ενώσεως για την προστασία του περιβάλλοντος, στην οποία έχει ωστόσο αναγνωριστεί η απαιτούμενη για την κίνηση των δικαστικών διαδικασιών του άρθρου 9, παράγραφος 3, της συμβάσεως του Aarhus ικανότητα διαδίκου, να προσφύγει στη δικαιοσύνη προκειμένου να προσβάλει απόφαση περί χορηγήσεως ή τροποποιήσεως της εγκρίσεως ΕΚ τύπου η οποία ενδέχεται να αντιβαίνει στο άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 715/2007 και, επομένως, σε «διάταξη του εθνικού […] δικαίου σχετικά με το περιβάλλον», κατά την έννοια του προαναφερθέντος άρθρου 9, παράγραφος 3, συνιστά περιορισμό του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη. Ένας τέτοιος περιορισμός δεν μπορεί να θεωρηθεί δικαιολογημένος.

73

Συναφώς, όσον αφορά το επιχείρημα ότι ένας τέτοιος περιορισμός της ενεργητικής νομιμοποιήσεως των ενώσεων προστασίας του περιβάλλοντος σε ορισμένες μόνον αποφάσεις, ιδίως αυτές που έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, θα μπορούσε να δικαιολογηθεί λόγω του μεγάλου αριθμού διοικητικών αποφάσεων που έχουν σχέση με το περιβάλλον, διαπιστώνεται ότι, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 71 των προτάσεών του, αφενός, από το άρθρο 9, παράγραφος 3, της συμβάσεως του Aarhus δεν προκύπτει ότι το δικαίωμα προσφυγής που προβλέπει θα μπορούσε να περιοριστεί μόνο στις αποφάσεις που έχουν σημαντικές επιπτώσεις για το περιβάλλον. Αφετέρου, οι αποφάσεις που χορηγούν ή τροποποιούν έγκριση ΕΚ τύπου μπορούν να αφορούν μεγάλο αριθμό οχημάτων και, επομένως, δεν μπορούν, εν πάση περιπτώσει, να θεωρηθούν ως ήσσονος μόνο σημασίας για το περιβάλλον. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι από την αιτιολογική σκέψη 6 του κανονισμού 715/2007 προκύπτει ότι είναι, μεταξύ άλλων, απαραίτητη η σημαντική μείωση των εκπομπών NOx από το πετρέλαιο κίνησης για τη βελτίωση της ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα και τη συμμόρφωση με τις οριακές τιμές για τη ρύπανση. Αποφάσεις όμως με τις οποίες χορηγείται ή τροποποιείται έγκριση ΕΚ τύπου κατά παράβαση της απαγορεύσεως χρήσεως συστημάτων αναστολής που μειώνουν την αποτελεσματικότητα των συστημάτων ελέγχου των εκπομπών, την οποία προβλέπει το άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού, είναι δυνατόν να εμποδίσουν την επίτευξη των προαναφερθέντων σκοπών προστασίας του περιβάλλοντος.

74

Επιπλέον, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η KBA, η αδυναμία μιας ενώσεως για την προστασία του περιβάλλοντος, όπως η Deutsche Umwelthilfe, να ασκήσει προσφυγή κατά αποφάσεων περί χορηγήσεως ή τροποποιήσεως εγκρίσεως ΕΚ τύπου ουδόλως είναι αναγκαία για την αποφυγή της actio popularis. Πράγματι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 73 των προτάσεών του, εφόσον μια ένωση έχει τύχει αναγνωρίσεως σύμφωνα με τα κριτήρια που προβλέπει το εθνικό δίκαιο και, ως εκ τούτου, έχει ικανότητα διαδίκου σε θέματα περιβάλλοντος, πρέπει να θεωρείται ότι η παράβαση των διατάξεων του δικαίου περιβάλλοντος της Ένωσης την αφορά αρκούντως ώστε να μπορεί να προβάλει την παράβαση αυτή ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

75

Κατά συνέπεια, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να ερμηνεύσει, στο μέτρο του δυνατού, το δικονομικό δίκαιο σχετικά με τις προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται η άσκηση προσφυγής σύμφωνα τόσο με τους σκοπούς του άρθρου 9, παράγραφος 3, της συμβάσεως του Aarhus όσο και με τον σκοπό της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των δικαιωμάτων που παρέχονται από το δίκαιο της Ένωσης, προκειμένου να είναι δυνατό σε μια περιβαλλοντική οργάνωση όπως η Deutsche Umwelthilfe να προσβάλει ενώπιον δικαστηρίου απόφαση για τη χορήγηση ή την τροποποίηση εγκρίσεως ΕΚ τύπου η οποία είναι, ενδεχομένως, αντίθετη προς το άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 715/2007 (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Protect Natur-, Arten- und Landschaftsschutz Umweltorganisation, C‑664/15, EU:C:2017:987, σκέψη 54).

76

Συναφώς, επισημαίνεται ότι το αιτούν δικαστήριο μνημόνευσε, στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, απόφαση εκδοθείσα στη Γερμανία κατόπιν της αποφάσεως της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Protect Natur-, Arten- und Landschaftsschutz Umweltorganisation (C‑664/15, EU:C:2017:987), η οποία, με μια τέτοια σύμφωνη ερμηνεία του άρθρου 42, παράγραφος 2, δεύτερο σκέλος της περιόδου, του VwGO, αναγνώρισε την ενεργητική νομιμοποίηση αντίστοιχης ενώσεως όταν αυτή επιδιώκει να εξασφαλίσει την τήρηση διατάξεων που στηρίζονται στο δίκαιο περιβάλλοντος της Ένωσης. Επομένως, δεν αποκλείεται a priori αυτή η ενεργητική νομιμοποίηση να μπορεί να αναγνωριστεί σε ένωση για την προστασία του περιβάλλοντος, όπως η Deutsche Umwelthilfe, βάσει ερμηνείας του γερμανικού δικαίου η οποία σέβεται τις απαιτήσεις που απορρέουν από το άρθρο 9, παράγραφος 3, της συμβάσεως του Aarhus, σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη.

77

Εάν τέτοια σύμφωνη ερμηνεία αποδειχθεί αδύνατη, υπενθυμίζεται ότι κάθε αρμοδίως επιληφθέν υποθέσεως εθνικό δικαστήριο έχει την υποχρέωση, ως όργανο κράτους μέλους, να αφήνει ανεφάρμοστη κάθε εθνική διάταξη που αντιβαίνει σε διάταξη του δικαίου της Ένωσης η οποία έχει άμεσο αποτέλεσμα στη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί [απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, Α. Κ. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου), C‑585/18, C‑624/18 και C‑625/18, EU:C:2019:982, σκέψη 161 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

78

Όπως προκύπτει από τη σκέψη 66 της παρούσας αποφάσεως, το άρθρο 9, παράγραφος 3, της συμβάσεως του Aarhus στερείται, αυτό καθεαυτό, αμέσου αποτελέσματος, οπότε η διάταξη αυτή δεν μπορεί να υποχρεώσει το αιτούν δικαστήριο να αφήσει ανεφάρμοστη εθνική διάταξη που αντίκειται σε αυτήν.

79

Εντούτοις, το περιθώριο εκτιμήσεως που παρέχεται στα κράτη μέλη για τη θέσπιση κανόνων που διέπουν το δικαίωμα προσφυγής το οποίο προβλέπει η εν λόγω διάταξη δεν επηρεάζει την υποχρέωσή τους να διασφαλίζουν δικαίωμα πραγματικής προσφυγής το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη, όπως υπενθυμίζει, εξάλλου, και το άρθρο 9, παράγραφος 4, της συμβάσεως του Aarhus. Πλην όμως, η διάταξη του άρθρου 47 αρκεί αφ’ εαυτής και δεν χρήζει διευκρινίσεων από διατάξεις του δικαίου της Ένωσης ή του εθνικού δικαίου προκειμένου να απονείμει στους ιδιώτες δικαίωμα δυνάμενο να προβληθεί αυτό καθεαυτό [απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, Α. Κ. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου), C‑585/18, C‑624/18 και C‑625/18, EU:C:2019:982, σκέψη 162 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία]. Επομένως, μπορεί να γίνει επίκληση του άρθρου αυτού ως περιορισμού στην εξουσία εκτιμήσεως που παρέχεται στα κράτη μέλη δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 3, της συμβάσεως του Aarhus.

80

Ως εκ τούτου, στην περίπτωση για την οποία έγινε λόγος στη σκέψη 77 της παρούσας αποφάσεως, θα εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να αφήσει ανεφάρμοστες τις διατάξεις του εθνικού δικαίου οι οποίες αντιτίθενται στη δυνατότητα ενώσεως για την προστασία του περιβάλλοντος, όπως η Deutsche Umwelthilfe, να προσβάλει απόφαση περί χορηγήσεως ή τροποποιήσεως της εγκρίσεως ΕΚ τύπου η οποία ενδέχεται να αντιβαίνει στο άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 715/2007.

81

Κατόπιν όλων των ανωτέρω, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 9, παράγραφος 3, της συμβάσεως του Aarhus, σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι σε ένωση για την προστασία του περιβάλλοντος η οποία έχει ικανότητα διαδίκου σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο πρέπει να αναγνωρίζεται δυνατότητα να προσβάλει ενώπιον εθνικού δικαστηρίου απόφαση της διοικήσεως για τη χορήγηση ή την τροποποίηση εγκρίσεως ΕΚ τύπου που ενδέχεται να αντιβαίνει στο άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 715/2007.

Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

82

Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, στοιχεία αʹ και βʹ, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 715/2007 έχει την έννοια ότι η «ανάγκη» χρήσεως συστήματος αναστολής, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, πρέπει να εκτιμάται υπό το πρίσμα του επιπέδου τεχνολογίας που υφίσταται κατά την ημερομηνία της εγκρίσεως ΕΚ τύπου, και αν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη άλλες περιστάσεις πέραν αυτής της «ανάγκης» προκειμένου να εξεταστεί η νομιμότητα του συστήματος αναστολής.

83

Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 3, σημείο 10, του κανονισμού 715/2007 ορίζει ως «σύστημα αναστολής»«κάθε στοιχείο σχεδιασμού το οποίο αισθάνεται τη θερμοκρασία, την ταχύτητα του οχήματος, τις στροφές του κινητήρα (RPM), τη σχέση μετάδοσης του κιβωτίου ταχυτήτων, την υποπίεση της πολλαπλής εισαγωγής ή οποιαδήποτε άλλη παράμετρο με στόχο την ενεργοποίηση, την αυξομείωση, την καθυστέρηση ή την απενεργοποίηση της λειτουργίας οιουδήποτε μέρους του συστήματος ελέγχου των εκπομπών, που μειώνει την αποτελεσματικότητα του συστήματος ελέγχου των εκπομπών υπό συνθήκες που είναι εύλογα αναμενόμενες κατά την κανονική χρήση και λειτουργία του οχήματος».

84

Εν προκειμένω, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης λογισμικό καθιέρωσε ένα θερμοκρασιακό παράθυρο βάσει του οποίου το ποσοστό ανακυκλοφορίας των καυσαερίων είναι 0 % όταν η εξωτερική θερμοκρασία είναι χαμηλότερη από -9 βαθμούς Κελσίου, 85 % όταν κυμαίνεται μεταξύ -9 και 11 βαθμών Κελσίου, και αυξάνεται πέραν των 11 βαθμών Κελσίου για να φθάσει στο 100 % πλήρους λειτουργίας μόνον όταν η εξωτερική θερμοκρασία είναι ανώτερη των 15 βαθμών Κελσίου. Όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, το ποσοστό ανακυκλοφορίας των καυσαερίων είναι, συνεπώς, μειωμένο στο 85 % όταν σημειώνονται οι μέσες θερμοκρασίες που παρατηρούνται στη Γερμανία, οι οποίες για το 2018 ανέρχονταν στους 10,4 βαθμούς Κελσίου.

85

Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει, όσον αφορά ένα θερμοκρασιακό παράθυρο πανομοιότυπο με το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης, ότι το άρθρο 3, σημείο 10, του κανονισμού 715/2007, σε συνδυασμό με το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού, έχει την έννοια ότι ένα σύστημα που διασφαλίζει την τήρηση των οριακών τιμών εκπομπών που προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός μόνον όταν η εξωτερική θερμοκρασία κυμαίνεται μεταξύ 15 και 33 βαθμών Κελσίου και το υψόμετρο κυκλοφορίας είναι μικρότερο των 1000 μέτρων, συνιστά «σύστημα αναστολής», κατά την έννοια του προαναφερθέντος άρθρου 3, σημείο 10 (αποφάσεις της 14ης Ιουλίου 2022, GSMB Invest, C‑128/20, EU:C:2022:570, σκέψη 47, και της 14ης Ιουλίου 2022, Volkswagen, C‑134/20, EU:C:2022:571, σκέψη 54).

86

Το άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 715/2007 προβλέπει ότι απαγορεύεται η χρήση συστημάτων αναστολής που μειώνουν την αποτελεσματικότητα των συστημάτων ελέγχου των εκπομπών. Ωστόσο, υπάρχουν τρεις εξαιρέσεις από την απαγόρευση αυτή, μεταξύ των οποίων και η προβλεπόμενη στο άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού, κατά την οποία η απαγόρευση δεν ισχύει όταν «η ανάγκη χρήσης των συστημάτων αιτιολογείται για λόγους προστασίας του κινητήρα από ζημία ή ατύχημα και για την ασφαλή λειτουργία του οχήματος».

87

Καθόσον εισάγει εξαίρεση από την απαγόρευση χρήσεως συστημάτων αναστολής τα οποία μειώνουν την αποτελεσματικότητα των συστημάτων ελέγχου των εκπομπών, η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνεύεται στενά (αποφάσεις της 14ης Ιουλίου 2022, GSMB Invest, C‑128/20, EU:C:2022:570, σκέψη 50, της 14ης Ιουλίου 2022, Volkswagen, C‑134/20, EU:C:2022:571, σκέψη 63, και της 14ης Ιουλίου 2022, Porsche Inter Auto και Volkswagen, C‑145/20, EU:C:2022:572, σκέψη 61).

88

Από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 715/2007 προκύπτει ότι, για να εμπίπτει στην εξαίρεση που προβλέπει η διάταξη αυτή, η ανάγκη χρήσης συστήματος αναστολής πρέπει να δικαιολογείται όχι μόνο για λόγους προστασίας του κινητήρα από ζημία ή ατύχημα, αλλά και για την ασφαλή λειτουργία του οχήματος. Πράγματι, λαμβανομένης υπόψη της χρήσεως, στην εν λόγω διάταξη, του παρατακτικού συνδέσμου «και», η διάταξη αυτή έχει την έννοια ότι οι προϋποθέσεις που προβλέπει είναι σωρευτικές (αποφάσεις της 14 Ιουλίου 2022, GSMB Invest, C‑128/20, EU:C:2022:570, σκέψη 61, της 14ης Ιουλίου 2022, Volkswagen, C‑134/20, EU:C:2022:571, σκέψη 73, και της 14ης Ιουλίου 2022, Porsche Inter Auto και Volkswagen, C‑145/20, EU:C:2022:572, σκέψη 72).

89

Ως εκ τούτου, και λαμβανομένης υπόψη της στενής ερμηνείας της οποίας χρήζει η εν λόγω εξαίρεση, ένα σύστημα αναστολής όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει της εν λόγω εξαιρέσεως μόνον εφόσον αποδεικνύεται ότι ανταποκρίνεται αυστηρώς στην ανάγκη αποφυγής των άμεσων κινδύνων ζημιών ή ατυχήματος στον κινητήρα που προκαλούνται από δυσλειτουργία κατασκευαστικού στοιχείου του συστήματος ανακυκλοφορίας των καυσαερίων, οι οποίοι είναι τόσο σοβαροί ώστε να δημιουργούν συγκεκριμένο κίνδυνο κατά την οδήγηση του οχήματος που είναι εξοπλισμένο με το εν λόγω σύστημα αναστολής. Εντούτοις, η εξακρίβωση αυτή εμπίπτει, στη διαφορά της κύριας δίκης, στην εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που εναπόκειται αποκλειστικώς στο αιτούν δικαστήριο (αποφάσεις της 14ης Ιουλίου 2022, GSMB Invest, C‑128/20, EU:C:2022:570, σκέψη 62, της 14ης Ιουλίου 2022, Volkswagen, C‑134/20, EU:C:2022:571, σκέψη 74, και της 14ης Ιουλίου 2022, Porsche Inter Auto και Volkswagen, C‑145/20, EU:C:2022:572, σκέψη 73).

90

Επιπλέον, όσον αφορά ένα θερμοκρασιακό παράθυρο πανομοιότυπο με το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, μολονότι είναι αληθές ότι το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 715/2007 δεν επιβάλλει τυπικώς άλλες προϋποθέσεις για την εφαρμογή της εξαίρεσης που προβλέπεται στη διάταξη αυτή, εντούτοις ένα σύστημα αναστολής το οποίο θα έπρεπε, υπό κανονικές συνθήκες οδήγησης, να λειτουργεί κατά το μεγαλύτερο μέρος του έτους, προκειμένου ο κινητήρας να προστατεύεται από ζημία ή ατύχημα και το όχημα να λειτουργεί με ασφάλεια, θα αντέβαινε προδήλως στον σκοπό του κανονισμού, από τον οποίο η εν λόγω διάταξη επιτρέπει παρέκκλιση μόνο σε πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις, και θα είχε ως αποτέλεσμα να θιγεί δυσανάλογα η ίδια η αρχή του περιορισμού των εκπομπών NOx από τα οχήματα (αποφάσεις της 14ης Ιουλίου 2022, GSMB Invest, C‑128/20, EU:C:2022:570, σκέψη 63, της 14ης Ιουλίου 2022, Volkswagen, C‑134/20, EU:C:2022:571, σκέψη 75, και της 14ης Ιουλίου 2022, Porsche Inter Auto και Volkswagen, C‑145/20, EU:C:2022:572, σκέψη 74).

91

Επομένως, το Δικαστήριο έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, λαμβανομένης υπόψη της στενής ερμηνείας της οποίας χρήζει το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, ένα τέτοιο σύστημα αναστολής δεν μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει της εν λόγω διατάξεως. Πράγματι, αν γινόταν δεκτό ότι ένα τέτοιο σύστημα αναστολής μπορεί να εμπίπτει στην εξαίρεση που προβλέπει η διάταξη αυτή, τούτο θα είχε ως συνέπεια η εν λόγω εξαίρεση να εφαρμόζεται κατά το μεγαλύτερο μέρος του έτους υπό τις πραγματικές συνθήκες οδηγήσεως που επικρατούν στην Ένωση, με αποτέλεσμα η αρχή της απαγόρευσης τέτοιων συστημάτων αναστολής, την οποία καθιερώνει το άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 715/2007, να εφαρμόζεται στην πράξη λιγότερο συχνά απ’ ό,τι η εν λόγω εξαίρεση (αποφάσεις της 14ης Ιουλίου 2022, GSMB Invest, C‑128/20, EU:C:2022:570, σκέψεις 64 και 65, της 14ης Ιουλίου 2022, Volkswagen, C‑134/20, EU:C:2022:571, σκέψεις 76 και 77, και της 14ης Ιουλίου 2022, Porsche Inter Auto και Volkswagen, C‑145/20, EU:C:2022:572, σκέψεις 75 και 76).

92

Επιπροσθέτως, το Δικαστήριο έχει υπογραμμίσει, αφενός, ότι από την αιτιολογική σκέψη 7 του κανονισμού 715/2007 προκύπτει ότι, όταν ο νομοθέτης της Ένωσης καθόρισε τις οριακές τιμές εκπομπής ρύπων, έλαβε υπόψη τα οικονομικά συμφέροντα των κατασκευαστών και, ιδίως, το κόστος που επιβάλλεται στις επιχειρήσεις λόγω της ανάγκης τηρήσεως των τιμών αυτών. Επομένως, οι κατασκευαστές οφείλουν να προσαρμόζονται και να εφαρμόζουν τεχνικά μέσα κατάλληλα για την τήρηση των εν λόγω τιμών, δεδομένου ότι ο κανονισμός ουδόλως επιβάλλει τη χρήση συγκεκριμένης τεχνολογίας (αποφάσεις της 14ης Ιουλίου 2022, GSMB Invest, C‑128/20, EU:C:2022:570, σκέψη 67, της 14ης Ιουλίου 2022, Volkswagen, C‑134/20, EU:C:2022:571, σκέψη 79, και της 14ης Ιουλίου 2022, Porsche Inter Auto και Volkswagen, C‑145/20, EU:C:2022:572, σκέψη 78).

93

Αφετέρου, ο σκοπός του κανονισμού 715/2007, ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση υψηλού επιπέδου περιβαλλοντικής προστασίας και στη βελτίωση της ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα εντός της Ένωσης, προϋποθέτει την αποτελεσματική μείωση των εκπομπών NOx καθ’ όλη τη διάρκεια της κανονικής ζωής των οχημάτων. Πλην όμως, εάν επιτρεπόταν η χρήση συστήματος αναστολής δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού αυτού για τον λόγο και μόνον ότι, για παράδειγμα, τα έξοδα έρευνας είναι υψηλά, ότι το τεχνικό σύστημα είναι δαπανηρό ή ότι οι εργασίες συντηρήσεως του οχήματος είναι συχνότερες και ακριβότερες για τον χρήστη θα διακυβευόταν ο ως άνω σκοπός (αποφάσεις της 14ης Ιουλίου 2022, GSMB Invest, C‑128/20, EU:C:2022:570, σκέψη 68, της 14ης Ιουλίου 2022, Volkswagen, C‑134/20, EU:C:2022:571, σκέψη 80, και της 14ης Ιουλίου 2022, Porsche Inter Auto και Volkswagen, C‑145/20, EU:C:2022:572, σκέψη 79).

94

Υπό τις συνθήκες αυτές, και λαμβανομένου υπόψη ότι η διάταξη αυτή χρήζει στενής ερμηνείας, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η «ανάγκη» χρήσεως συστήματος αναστολής, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, υφίσταται μόνον όταν, κατά τον χρόνο της εγκρίσεως ΕΚ τύπου του εν λόγω συστήματος ή του οχήματος που είναι εξοπλισμένο με αυτό, καμία άλλη τεχνική λύση δεν καθιστά δυνατή την αποτροπή άμεσων κινδύνων ζημιών ή ατυχήματος στον κινητήρα που δημιουργούν συγκεκριμένο κίνδυνο κατά την οδήγηση του οχήματος (αποφάσεις της 14ης Ιουλίου 2022, GSMB Invest, C‑128/20, EU:C:2022:570, σκέψη 69, της 14ης Ιουλίου 2022, Volkswagen, C‑134/20, EU:C:2022:571, σκέψη 81, και της 14ης Ιουλίου 2022, Porsche Inter Auto και Volkswagen, C‑145/20, EU:C:2022:572, σκέψη 80).

95

Κατά συνέπεια, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 715/2007 έχει την έννοια ότι ένα σύστημα αναστολής μπορεί να δικαιολογηθεί δυνάμει της ως άνω διατάξεως μόνον εφόσον αποδεικνύεται ότι ανταποκρίνεται αυστηρώς στην ανάγκη αποφυγής των άμεσων κινδύνων ζημιών ή ατυχήματος στον κινητήρα που προκαλούνται από δυσλειτουργία κατασκευαστικού στοιχείου του συστήματος ανακυκλοφορίας των καυσαερίων, οι οποίοι είναι τόσο σοβαροί ώστε να δημιουργούν συγκεκριμένο κίνδυνο κατά την οδήγηση του οχήματος που είναι εξοπλισμένο με το εν λόγω σύστημα. Επιπλέον, η «ανάγκη» χρήσεως συστήματος αναστολής, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, υφίσταται μόνον όταν, κατά τον χρόνο της εγκρίσεως ΕΚ τύπου του εν λόγω συστήματος ή του οχήματος που είναι εξοπλισμένο με αυτό, καμία άλλη τεχνική λύση δεν καθιστά δυνατή την αποτροπή άμεσων κινδύνων ζημιών ή ατυχήματος στον κινητήρα που δημιουργούν συγκεκριμένο κίνδυνο κατά την οδήγηση του οχήματος.

Επί των δικαστικών εξόδων

96

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σε αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφασίζει:

 

1)

Το άρθρο 9, παράγραφος 3, της Συμβάσεως για την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα, η οποία υπογράφηκε στο Aarhus στις 25 Ιουνίου 1998 και εγκρίθηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με την απόφαση 2005/370/ΕΚ του Συμβουλίου, της 17ης Φεβρουαρίου 2005, σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει την έννοια ότι σε ένωση για την προστασία του περιβάλλοντος η οποία έχει ικανότητα διαδίκου σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο πρέπει να αναγνωρίζεται δυνατότητα να προσβάλει ενώπιον εθνικού δικαστηρίου απόφαση της διοικήσεως για τη χορήγηση ή την τροποποίηση εγκρίσεως ΕΚ τύπου που ενδέχεται να αντιβαίνει στο άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 715/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2007, που αφορά την έγκριση τύπου μηχανοκινήτων οχημάτων όσον αφορά εκπομπές από ελαφρά επιβατηγά και εμπορικά οχήματα (Euro 5 και Euro 6) και σχετικά με την πρόσβαση σε πληροφορίες επισκευής και συντήρησης οχημάτων.

 

2)

Το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 715/2007 έχει την έννοια ότι ένα σύστημα αναστολής μπορεί να δικαιολογηθεί δυνάμει της ως άνω διατάξεως μόνον εφόσον αποδεικνύεται ότι ανταποκρίνεται αυστηρώς στην ανάγκη αποφυγής των άμεσων κινδύνων ζημιών ή ατυχήματος στον κινητήρα που προκαλούνται από δυσλειτουργία κατασκευαστικού στοιχείου του συστήματος ανακυκλοφορίας των καυσαερίων, οι οποίοι είναι τόσο σοβαροί ώστε να δημιουργούν συγκεκριμένο κίνδυνο κατά την οδήγηση του οχήματος που είναι εξοπλισμένο με το εν λόγω σύστημα. Επιπλέον, η «ανάγκη» χρήσεως συστήματος αναστολής, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, υφίσταται μόνον όταν, κατά τον χρόνο της εγκρίσεως ΕΚ τύπου του εν λόγω συστήματος ή του οχήματος που είναι εξοπλισμένο με αυτό, καμία άλλη τεχνική λύση δεν καθιστά δυνατή την αποτροπή άμεσων κινδύνων ζημιών ή ατυχήματος στον κινητήρα που δημιουργούν συγκεκριμένο κίνδυνο κατά την οδήγηση του οχήματος.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.