Υπόθεση C‑790/19
Parchetul de pe lângă Tribunalul Braşov
κατά
LG
και
MH
(αίτηση του Curtea de Apel Braşov για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)
Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 2ας Σεπτεμβρίου 2021
«Προδικαστική παραπομπή – Πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας – Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 – Οδηγία 2005/60/ΕΚ – Αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες – Νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες τελούμενη από τον αυτουργό του κύριου αδικήματος (“αυτονομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες”)»
Προσέγγιση των νομοθεσιών – Πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας – Οδηγία 2005/60 – Αντικείμενο – Αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες αυτοτελές σε σχέση με το κύριο αδίκημα εκ της τελέσεως του οποίου προήλθαν τα νομιμοποιηθέντα κεφάλαια – Ταυτότητα αυτουργού των δύο αδικημάτων – Επιτρέπεται
(Οδηγία 2005/60 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 1 § 2, στοιχείο αʹ)
(βλ. σκέψεις 48-54, 86 και διατακτ.)
Προσέγγιση των νομοθεσιών – Πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας – Οδηγίες 2005/60 και 2015/849 – Αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες το οποίο διαπράττει ο αυτουργός του κύριου αδικήματος εκ της τελέσεως του οποίου προήλθαν τα νομιμοποιηθέντα κεφάλαια – Δυνατότητα των κρατών μελών να προβλέπουν την ποινικοποίηση του αδικήματος της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες όσον αφορά τον αυτουργό του κύριου αδικήματος – Επιτρέπεται
(Οδηγία 2005/60 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 1 § 2, στοιχείο αʹ· οδηγία 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 1 § 3, στοιχείο αʹ)
(βλ. σκέψεις 58-61, 65, 70-72)
Θεμελιώδη δικαιώματα – Αρχή ne bis in idem – Προϋποθέσεις εφαρμογής – Ύπαρξη μίας και της αυτής παράβασης – Κριτήριο εκτιμήσεως – Ταυτότητα των πραγματικών περιστατικών
(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 50)
(βλ. σκέψεις 77-80)
Προσέγγιση των νομοθεσιών – Πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας – Οδηγία 2005/60 – Αντικείμενο – Αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες αυτοτελές σε σχέση με το κύριο αδίκημα εκ της τελέσεως του οποίου προήλθαν τα νομιμοποιηθέντα κεφάλαια – Αυτοτελείς υλικές πράξεις – Αυτουργός του κύριου αδικήματος ο οποίος είναι δυνατό να διωχθεί για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες –Επιτρεπτό υπό το πρίσμα της αρχής ne bis in idem – Έλεγχος που εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο – Περιεχόμενο
(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 50· οδηγία 2005/60 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 1 § 2, στοιχείο αʹ)
(βλ. σκέψεις 81-85)
Σύνοψη
Ο LG, διαχειριστής εταιρίας, καταδικάστηκε από το Tribunalul Brașov (πλημμελειοδικείο Brașov, Ρουμανία) σε ποινή φυλάκισης, με αναστολή εκτέλεσης της ποινής, για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, στοιχειοθετούμενο από 80 υλικές πράξεις τελεσθείσες μεταξύ των ετών 2009 και 2013. Τα οικεία ποσά προέρχονταν από διάπραξη του αδικήματος της φοροδιαφυγής από το ίδιο πρόσωπο (στο εξής: κύριο αδίκημα).
Επιληφθέν των εφέσεων που ασκήθηκαν κατά της αποφάσεως αυτής, το αιτούν δικαστήριο, Curtea de apel Brașov (εφετείο Brașov, Ρουμανία), είχε αμφιβολίες ως προς το αν το πρόσωπο του αυτουργού του κύριου αδικήματος μπορεί να συμπίπτει με εκείνο του αυτουργού της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Με την απόφασή του, το Δικαστήριο έκρινε ότι η οδηγία 2005/60 ( 1 ) δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες μπορεί να διαπραχθεί από τον αυτουργό του κύριου αδικήματος.
Εκτίμηση του Δικαστηρίου
Το Δικαστήριο υπενθυμίζει, κατ’ αρχάς, ότι η μετατροπή ή η μεταβίβαση περιουσίας, εν γνώσει του γεγονότος ότι προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα ή από πράξη συμμετοχής σε εγκληματική δραστηριότητα, με σκοπό την απόκρυψη ή τη συγκάλυψη της παράνομης προέλευσής της ή την παροχή συνδρομής σε οποιονδήποτε ενέχεται στη δραστηριότητα αυτή, προκειμένου να αποφύγει τις έννομες συνέπειες της δραστηριότητάς του, συνιστά νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ( 2 ). Κατά συνέπεια, προκειμένου ένα πρόσωπο να μπορεί να θεωρηθεί αυτουργός του συγκεκριμένου αδικήματος, πρέπει να γνωρίζει ότι η εν λόγω περιουσία προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοια δραστηριότητα. Δεδομένου ότι η προϋπόθεση αυτή πληρούται κατ’ ανάγκην όσον αφορά τον αυτουργό του κύριου αδικήματος, δεν αποκλείεται, βάσει της οδηγίας 2005/60, το τελευταίο αυτό πρόσωπο να είναι και ο αυτουργός της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Επιπλέον, στο μέτρο που μια τέτοια συμπεριφορά συνιστά ενδεχόμενη υλική πράξη, η οποία δεν απορρέει αυτομάτως από το κύριο αδίκημα, μπορεί να τελεστεί τόσο από τον αυτουργό του κύριου αδικήματος όσο και από τρίτο πρόσωπο.
Εν συνεχεία, το Δικαστήριο αναλύει το κανονιστικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η οδηγία 2005/60 και συγκεκριμένα τις διεθνείς δεσμεύσεις των κρατών μελών ( 3 ), καθώς και τις νομικές πράξεις της Ένωσης ( 4 ) που ήταν σε ισχύ κατά τον χρόνο έκδοσης της οδηγίας αυτής. Συναφώς, διευκρινίζει ότι, κατά τον χρόνο εκείνο, τα κράτη μέλη είχαν τη δυνατότητα να μην προβλέπουν, στο ποινικό τους δίκαιο, την ποινικοποίηση των ενεργειών που συνιστούσαν νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες όσον αφορά τον αυτουργό του κύριου αδικήματος. Πράγματι, η υποχρέωση των κρατών μελών να απαγορεύουν ορισμένες ενέργειες που συνιστούν νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες χωρίς να προβλέπονται τα μέσα για την εφαρμογή της απαγόρευσης αυτής, αφενός, και ο ορισμός της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες κατά τρόπο που επιτρέπει –χωρίς να επιβάλλει– την ποινικοποίηση, όσον αφορά τον αυτουργό του κύριου αδικήματος, των εν λόγω ενεργειών, αφετέρου, άφηναν στα κράτη μέλη την εν λόγω επιλογή ( 5 ), συμφώνως προς τις διεθνείς δεσμεύσεις τους και τις θεμελιώδεις αρχές του εσωτερικού τους δικαίου. Επιπλέον, η υποχρέωση των κρατών μελών να προβλέψουν μια τέτοια ποινικοποίηση θεσπίστηκε μόνο με την οδηγία 2018/1673 ( 6 ).
Τέλος, το Δικαστήριο εξηγεί ότι μια τέτοια ποινικοποίηση είναι σύμφωνη με τους σκοπούς της οδηγίας 2005/60, στο μέτρο που μπορεί να καταστήσει δυσχερέστερη την εισαγωγή κεφαλαίων εγκληματικής προέλευσης στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και συμβάλλει έτσι στη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς. Κατά συνέπεια, ένα κράτος μέλος μπορεί να προβλέψει την ποινικοποίηση, όσον αφορά τον αυτουργό του κύριου αδικήματος, του αδικήματος της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Επιπλέον, όσον αφορά την αρχή ne bis in idem ( 7 ), συγκεκριμένα δε την απαγόρευση της ποινικής δίωξης ή τιμωρίας ενός προσώπου για την αυτή παράβαση, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι το κριτήριο που έχει σημασία είναι η ταυτότητα των πραγματικών περιστατικών, υπό την έννοια της ύπαρξης ενός συνόλου συγκεκριμένων περιστάσεων οι οποίες συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους και οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα την απαλλαγή ή την αμετάκλητη καταδίκη του προσώπου το οποίο αφορούν. Συνεπώς, απαγορεύεται η επιβολή, βάσει των αυτών πραγματικών περιστατικών, πλειόνων κυρώσεων ποινικού χαρακτήρα κατά το πέρας των διαφόρων διαδικασιών οι οποίες κινούνται προς τούτο. Εν προκειμένω, η αρχή ne bis in idem δεν αντιτίθεται στη δίωξη του αυτουργού του κύριου αδικήματος για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες όταν τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων ασκήθηκε η δίωξη δεν ταυτίζονται με εκείνα που συνιστούν το κύριο αδίκημα. Συναφώς, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες αποτελεί πράξη αυτοτελή σε σχέση με εκείνη που συνιστά το κύριο αδίκημα, ακόμη και αν η εν λόγω νομιμοποίηση γίνεται από τον αυτουργό του κύριου αδικήματος.
Το Δικαστήριο διευκρινίζει το περιεχόμενο των υποχρεώσεων ελέγχου που υπέχει το εθνικό δικαστήριο. Συγκεκριμένα, στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να εξακριβώσει αν για το κύριο αδίκημα έχει εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου με την οποία αθωώθηκε ή καταδικάστηκε ο αυτουργός του και αν τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν το κύριο αδίκημα δεν ταυτίζονται με εκείνα για τα οποία διώκεται ο αυτουργός στο πλαίσιο της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
( 1 ) Οδηγία 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (ΕΕ 2005, L 309, σ. 15), άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ.
( 2 ) Άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2005/60.
( 3 ) Τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για το ξέπλυμα, την έρευνα, την κατάσχεση και τη δήμευση των προϊόντων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες, η οποία υπογράφηκε στο Στρασβούργο στις 8 Νοεμβρίου 1990 (Σειρά Ευρωπαϊκών Συνθηκών, αριθ. 141).
( 4 ) Απόφαση-πλαίσιο 2001/500/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2001, για το ξέπλυμα χρήματος, τον προσδιορισμό, τον εντοπισμό, τη δέσμευση, την κατάσχεση και τη δήμευση των οργάνων και των προϊόντων του εγκλήματος (ΕΕ 2001, L 182, σ. 1)
( 5 ) Άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2005/60.
( 6 ) Οδηγία (ΕΕ) 2018/1673 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, σχετικά με την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες μέσω του ποινικού δικαίου (ΕΕ 2018, L 284, σ. 22)
( 7 ) Άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.