Υπόθεση C‑725/19

IO

κατά

Impuls Leasing România IFN SA

(αίτηση του Judecătoria Sector 2 Bucureşti για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 17ης Μαΐου 2022

«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Αρχή της ισοδυναμίας – Αρχή της αποτελεσματικότητας – Διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως συμβάσεως χρηματοδοτικής μισθώσεως που συνιστά εκτελεστό τίτλο – Ανακοπή κατά της εκτελέσεως – Εθνική νομοθεσία η οποία απαγορεύει στο δικαστήριο που επιλαμβάνεται της εν λόγω ανακοπής να εξετάσει την καταχρηστικότητα των ρητρών εκτελεστού τίτλου – Εξουσία του δικαστή της αναγκαστικής εκτελέσεως να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας – Ύπαρξη ενδίκου βοηθήματος του κοινού δικαίου που καθιστά δυνατή την εξέταση της καταχρηστικότητας των επίμαχων ρητρών – Απαίτηση καταβολής εγγυήσεως προκειμένου να ανασταλεί η διαδικασία εκτελέσεως»

Προστασία των καταναλωτών – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Οδηγία 93/13 – Διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως συμβάσεως χρηματοδοτικής μισθώσεως που συνιστά εκτελεστό τίτλο – Έλλειψη δυνατότητας του εθνικού δικαστή ενώπιον του οποίου ασκήθηκε ανακοπή κατά της εν λόγω εκτελέσεως να εξετάσει την καταχρηστικότητα των ρητρών του οικείου εκτελεστού τίτλου – Δυνατότητα του δικαστή της ουσίας να εξετάσει την καταχρηστικότητα των επίμαχων ρητρών στο πλαίσιο ενδίκου βοηθήματος του κοινού δικαίου – Έλλειψη δυνατότητας του εν λόγω δικαστή να αναστείλει τη διαδικασία εκτελέσεως – Απαίτηση καταβολής εγγυήσεως από τον καταναλωτή – Δεν επιτρέπεται – Δεν συνάδει προς την αρχή της αποτελεσματικότητας

(Οδηγία 93/13 του Συμβουλίου, άρθρα 6 § 1 και 7 § 1)

(βλ. σκέψεις 39-45, 53-60 και διατακτ.)

Σύνοψη

Το Δικαστήριο επιλήφθηκε πέντε αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως οι οποίες υποβλήθηκαν, αντιστοίχως, από ισπανικά δικαστήρια (Ibercaja Banco, C‑600/19, και Unicaja Banco, C‑869/19), ιταλικά δικαστήρια (SPV Project 1503, C‑693/19 και C‑831/19) και ρουμανικό δικαστήριο (Impuls Leasing România, C‑725/19) και οι οποίες αφορούν όλες την ερμηνεία της οδηγίας για τις καταχρηστικές ρήτρες ( 1 ).

Οι αιτήσεις αυτές εντάσσονται στο πλαίσιο διαδικασιών διαφορετικής φύσης. Ειδικότερα, στην υπόθεση Ibercaja Banco η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά διαδικασία εκτέλεσης για την ικανοποίηση ενυπόθηκης απαίτησης στο πλαίσιο της οποίας ο καταναλωτής δεν έχει ασκήσει ανακοπή και η κυριότητα επί του ενυπόθηκου ακινήτου έχει μεταβιβαστεί σε τρίτο. Στην υπόθεση Unicaja Banco, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως έχει υποβληθεί στο πλαίσιο αναίρεσης ασκηθείσας κατόπιν της αποφάσεως Gutiérrez Naranjo κ.λπ. ( 2 ). Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις SPV Project 1503, οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης βάσει εκτελεστών τίτλων που έχουν αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου. Τέλος, στην υπόθεση Impuls Leasing România, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως εντάσσεται στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται βάσει σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης που συνιστά εκτελεστό τίτλο.

Με τις τέσσερις αποφάσεις του, το Δικαστήριο, τμήμα μείζονος συνθέσεως, αναπτύσσει τη νομολογία του σχετικά με την υποχρέωση και την εξουσία του εθνικού δικαστηρίου να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικών ρητρών δυνάμει της οδηγίας για τις καταχρηστικές ρήτρες. Συναφώς, το Δικαστήριο παρέχει διευκρινίσεις ως προς την αλληλεπίδραση μεταξύ της αρχής του δεδικασμένου και της αποκλειστικής προθεσμίας, αφενός, και του δικαστικού ελέγχου των καταχρηστικών ρητρών, αφετέρου. Το Δικαστήριο αποφαίνεται, εξάλλου, σχετικά με την έκταση του ελέγχου αυτού στο πλαίσιο ταχείας διαδικασίας εισπράξεως καταναλωτικών οφειλών καθώς και σχετικά με τη διάρθρωση μεταξύ ορισμένων δικονομικών αρχών που κατοχυρώνονται από τα εθνικά δίκαια όσον αφορά την έφεση και της εξουσίας του εθνικού δικαστηρίου να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικών ρητρών.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Πρώτον, το Δικαστήριο αποσαφηνίζει τη διάρθρωση μεταξύ της αρχής του δεδικασμένου και της εξουσίας του δικαστηρίου της εκτέλεσης να εξετάζει αυτεπαγγέλτως, στο πλαίσιο διαδικασίας εκδόσεως διαταγής πληρωμής, τον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας που αποτελεί τη βάση για τη διαταγή αυτή.

Συναφώς, το Δικαστήριο κρίνει ότι η οδηγία για τις καταχρηστικές ρήτρες ( 3 ) αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία κατά την οποία, όταν ο οφειλέτης δεν έχει ασκήσει ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, το δικαστήριο της εκτέλεσης δεν μπορεί να ελέγξει τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα των ρητρών που αποτελούν τη βάση της διαταγής πληρωμής, για τον λόγο ότι η ισχύς δεδικασμένου την οποία έχει περιβληθεί η διαταγή αυτή καλύπτει εμμέσως και το κύρος των ρητρών αυτών. Ειδικότερα, νομοθεσία κατά την οποία θεωρείται ότι έχει διενεργηθεί αυτεπάγγελτη εξέταση του καταχρηστικού χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών και ότι το ζήτημα αυτό καλύπτεται από το δεδικασμένο, ακόμη και ελλείψει οποιασδήποτε σχετικής αιτιολογίας στην απόφαση που διατάσσει την έκδοση διαταγής πληρωμής, είναι ικανή να καταστήσει κενή περιεχομένου την υποχρέωση του εθνικού δικαστηρίου να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα των εν λόγω ρητρών. Σε μια τέτοια περίπτωση, η απαίτηση αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας επιβάλλει να έχει τη δυνατότητα το δικαστήριο της εκτέλεσης να εκτιμήσει, ακόμη και για πρώτη φορά, τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών που αποτέλεσαν τη βάση για τη διαταγή πληρωμής. Το γεγονός ότι, κατά την ημερομηνία κατά την οποία η διαταγή πληρωμής κατέστη απρόσβλητη, ο οφειλέτης αγνοούσε ότι μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «καταναλωτής» κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας, δεν ασκεί επιρροή συναφώς.

Δεύτερον, το Δικαστήριο εξετάζει την αλληλεπίδραση μεταξύ της αρχής του δεδικασμένου, της παρέλευσης αποκλειστικής προθεσμίας και της εξουσίας του εθνικού δικαστηρίου να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας στο πλαίσιο διαδικασίας εκτέλεσης για την ικανοποίηση ενυπόθηκης απαίτησης.

Αφενός, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η οδηγία για τις καταχρηστικές ρήτρες ( 4 ) αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία, λόγω του δεδικασμένου και της παρέλευσης αποκλειστικής προθεσμίας, δεν επιτρέπει ούτε στο δικαστήριο να εξετάσει αυτεπαγγέλτως την ενδεχόμενη καταχρηστικότητα συμβατικών ρητρών στο πλαίσιο διαδικασίας εκτέλεσης για την ικανοποίηση ενυπόθηκης απαίτησης ούτε στον καταναλωτή, μετά τη λήξη της προθεσμίας για την άσκηση ανακοπής, να επικαλεστεί την καταχρηστικότητα των εν λόγω συμβατικών ρητρών στο πλαίσιο της διαδικασίας εκτέλεσης ή στο πλαίσιο επακόλουθης διαγνωστικής δίκης. Η ερμηνεία αυτή της οδηγίας έχει εφαρμογή σε περίπτωση που οι εν λόγω ρήτρες έχουν αποτελέσει αντικείμενο αυτεπάγγελτης εξέτασης κατά την κίνηση της διαδικασίας εκτέλεσης για την ικανοποίηση ενυπόθηκης απαίτησης χωρίς η εξέταση αυτή να μνημονεύεται ή να αιτιολογείται ρητώς στην απόφαση που επιτρέπει την εκτέλεση για την ικανοποίηση ενυπόθηκης απαίτησης και χωρίς η τελευταία αυτή απόφαση να αναφέρει ότι η ορθότητα της εν λόγω εξέτασης δεν θα μπορεί πλέον να αμφισβητηθεί εφόσον δεν ασκηθεί ανακοπή. Ειδικότερα, στο μέτρο που ο καταναλωτής δεν έχει ενημερωθεί για τη διενέργεια αυτεπάγγελτης εξέτασης του καταχρηστικού χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών στην απόφαση που επιτρέπει την εκτέλεση ενυπόθηκης απαίτησης, δεν του έχει παρασχεθεί η δυνατότητα να εκτιμήσει, έχοντας πλήρη επίγνωση της κατάστασης, αν πρέπει να ασκήσει ένδικο μέσο κατά της απόφασης αυτής. Πλην όμως ο αποτελεσματικός έλεγχος του ενδεχομένως καταχρηστικού χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών δεν διασφαλίζεται αν αποκτούν ισχύ δεδικασμένου και οι δικαστικές αποφάσεις από τις οποίες δεν προκύπτει η διενέργεια τέτοιου ελέγχου.

Αφετέρου, το Δικαστήριο κρίνει αντιθέτως συμβατή με την ίδια οδηγία ( 5 ) εθνική νομοθεσία η οποία δεν επιτρέπει σε εθνικό δικαστήριο να εξετάσει, ενεργώντας αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήσεως του καταναλωτή, τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικών ρητρών άπαξ και η ενυπόθηκη απαίτηση έχει ασκηθεί, το ενυπόθηκο ακίνητο έχει πωληθεί και η κυριότητα επί του ακινήτου αυτού έχει μεταβιβαστεί σε τρίτον. Το συμπέρασμα αυτό προϋποθέτει όμως ότι ο καταναλωτής του οποίου το ενυπόθηκο αγαθό πωλήθηκε έχει τη δυνατότητα να προβάλει τα δικαιώματά του στο πλαίσιο μεταγενέστερης διαδικασίας προκειμένου να επιτύχει την αποκατάσταση της οικονομικής ζημίας που προκλήθηκε από την εφαρμογή των καταχρηστικών ρητρών.

Τρίτον, το Δικαστήριο εξετάζει τη διάρθρωση μεταξύ ορισμένων εθνικών δικονομικών αρχών που διέπουν την κατ’ έφεση δίκη, όπως είναι η αρχή της ελεύθερης διαθέσεως του αντικειμένου της δίκης, η αρχή της αντιστοιχίας μεταξύ των αιτημάτων και της αποφάσεως και η αρχή της απαγορεύσεως της reformatio in peius, και της εξουσίας του εθνικού δικαστηρίου να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα μιας ρήτρας.

Συναφώς, το Δικαστήριο εκτιμά ότι η οδηγία για τις καταχρηστικές ρήτρες ( 6 ) αντιτίθεται στην εφαρμογή τέτοιων εθνικών δικονομικών αρχών, δυνάμει των οποίων εθνικό δικαστήριο, επιλαμβανόμενο εφέσεως που ασκείται κατά αποφάσεως με την οποία περιορίζεται χρονικώς η επιστροφή των ποσών τα οποία αχρεωστήτως κατέβαλε ο καταναλωτής βάσει ρήτρας που κηρύχθηκε καταχρηστική, δεν μπορεί να εξετάσει αυτεπαγγέλτως λόγο εφέσεως που αντλείται από παράβαση διατάξεως της εν λόγω οδηγίας και να διατάξει την πλήρη επιστροφή των εν λόγω ποσών, εφόσον η μη προσβολή του χρονικού περιορισμού από τον οικείο καταναλωτή δεν μπορεί να αποδοθεί σε πλήρη αδράνειά του. Όσον αφορά την υπόθεση της κύριας δίκης της οποίας έχει επιληφθεί το αιτούν δικαστήριο, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι η μη άσκηση εφέσεως εκ μέρους του καταναλωτή εντός της δέουσας προθεσμίας μπορούσε να αποδοθεί στο γεγονός ότι η προθεσμία που διέθετε για την άσκηση εφέσεως είχε λήξει κατά τη στιγμή της εκδόσεως της αποφάσεως Gutiérrez Naranjo κ.λπ., με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ασυμβίβαστη με την εν λόγω οδηγία την εθνική νομολογία που περιόριζε χρονικώς τα περί επιστροφής αποτελέσματα της κηρύξεως συμβατικής ρήτρας ως καταχρηστικής. Επομένως, στην υπόθεση της κύριας δίκης, ο καταναλωτής δεν είχε επιδείξει πλήρη αδράνεια μη ασκώντας έφεση. Υπό τις συνθήκες αυτές, η εφαρμογή των εθνικών δικονομικών αρχών που στερούν από τον καταναλωτή τα μέσα που του παρέχουν τη δυνατότητα να ασκήσει τα δικαιώματά του δυνάμει της οδηγίας για τις καταχρηστικές ρήτρες αντιβαίνει στην αρχή της αποτελεσματικότητας, στο μέτρο που είναι ικανή να καταστήσει αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την προστασία των εν λόγω δικαιωμάτων.

Τέλος, τέταρτον, το Δικαστήριο εξετάζει την εξουσία του εθνικού δικαστηρίου να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα των ρητρών εκτελεστού τίτλου όταν επιλαμβάνεται ανακοπής κατά της εκτέλεσης του τίτλου αυτού.

Συναφώς, το Δικαστήριο κρίνει ότι η οδηγία για τις καταχρηστικές ρήτρες ( 7 ) και η αρχή της αποτελεσματικότητας αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία η οποία δεν επιτρέπει στο δικαστήριο της εκτέλεσης, επιλαμβανόμενο ανακοπής κατά της εκτέλεσης, να εκτιμήσει, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήσεως του καταναλωτή, τον καταχρηστικό χαρακτήρα των ρητρών συμβάσεως που συνιστά εκτελεστό τίτλο, εφόσον το δικαστήριο της ουσίας, το οποίο ενδέχεται να επιληφθεί αυτοτελούς αγωγής του κοινού δικαίου με αντικείμενο την εξέταση του τυχόν καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών τέτοιας συμβάσεως, μπορεί να αναστείλει τη διαδικασία εκτέλεσης έως ότου αποφανθεί επί της ουσίας μόνον εφόσον καταβληθεί εγγύηση, υπολογιζόμενη παραδείγματος χάριν βάσει της αξίας του αντικειμένου της αγωγής, τόσο μεγάλου ύψους ώστε να μπορεί να αποθαρρύνει τον καταναλωτή από το να ασκήσει τέτοιο ένδικο βοήθημα και να εμμείνει στην εκδίκασή του. Ως προς την εγγύηση αυτή, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι η αναλογία μεταξύ του κόστους το οποίο συνεπάγεται μια ένδικη διαδικασία και του ποσού της αμφισβητούμενης απαιτήσεως δεν πρέπει να είναι ικανή να αποτρέψει τον καταναλωτή από το να προσφύγει ενώπιον δικαστηρίου. Είναι όμως πιθανόν ένας υπερήμερος οφειλέτης να μη διαθέτει τους αναγκαίους οικονομικούς πόρους για τη σύσταση της απαιτούμενης εγγυήσεως. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο αν η αξία του αντικειμένου των ενδίκων βοηθημάτων που έχουν ασκηθεί υπερβαίνει σημαντικά τη συνολική αξία της συμβάσεως, όπως φαίνεται να συμβαίνει στην περίπτωση του ενδίκου βοηθήματος της κύριας δίκης.


( 1 ) Οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ 1993, L 95, σ. 29, στο εξής: οδηγία για τις καταχρηστικές ρήτρες).

( 2 ) Απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Gutiérrez Naranjo κ.λπ. (C‑154/15, C‑307/15 και C‑308/15, EU:C:2016:980). Στην απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι η νομολογία του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Ισπανία) με την οποία επιβαλλόταν χρονικός περιορισμός όσον αφορά την επιστροφή των ποσών που είχαν αχρεωστήτως καταβληθεί από τους καταναλωτές στις τράπεζες βάσει καταχρηστικής ρήτρας, γνωστής ως ρήτρας κατωτάτου επιτοκίου, αντέβαινε στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας για τις καταχρηστικές ρήτρες και ότι, ως εκ τούτου, οι καταναλωτές δικαιούνται βάσει της διατάξεως αυτής την πλήρη επιστροφή των εν λόγω ποσών.

( 3 ) Ιδίως το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας.

( 4 ) Idem.

( 5 ) Idem.

( 6 ) Ιδίως το άρθρο 6, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας.

( 7 ) Ιδίως το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας.