ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 17ης Μαΐου 2022 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Αρχή της ισοδυναμίας – Αρχή της αποτελεσματικότητας – Διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως συμβάσεως χρηματοδοτικής μισθώσεως που συνιστά εκτελεστό τίτλο – Ανακοπή κατά της εκτελέσεως – Εθνική νομοθεσία η οποία απαγορεύει στο δικαστήριο που επιλαμβάνεται της εν λόγω ανακοπής να εξετάσει την καταχρηστικότητα των ρητρών εκτελεστού τίτλου – Εξουσία του δικαστή της αναγκαστικής εκτελέσεως να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας – Ύπαρξη ενδίκου βοηθήματος του κοινού δικαίου που καθιστά δυνατή την εξέταση της καταχρηστικότητας των επίμαχων ρητρών – Απαίτηση καταβολής εγγυήσεως προκειμένου να ανασταλεί η διαδικασία εκτελέσεως»

Στην υπόθεση C‑725/19,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Judecătoria Sectorului 2 Bucureşti (πρωτοδικείο του τομέα 2 του Βουκουρεστίου, Ρουμανία) με απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2019, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο την 1η Οκτωβρίου 2019, στο πλαίσιο της δίκης

IO

κατά

Impuls Leasing România IFN SA,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, A. Arabadjiev, K. Jürimäe, Κ. Λυκούργο, E. Regan, S. Rodin (εισηγητή) και I. Jarukaitis, προέδρους τμήματος, M. Ilešič, J.‑C. Bonichot, M. Safjan, F. Biltgen, P. G. Xuereb, N. Piçarra, L. S. Rossi και A. Kumin, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: E. Tanchev

γραμματέας: γραμματέας: R. Şereş, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 27ης Απριλίου 2021,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Impuls Leasing România IFN SA, εκπροσωπούμενη από την N. M. Ionescu, avocată,

η Ρουμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την E. Gane,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον N. Ruiz García, καθώς και από τις C. Gheorghiu και M. Carpus Carcea,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 15ης Ιουλίου 2021,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ 1993, L 95, σ. 29).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της IO και της Impuls Leasing România IFN SA (στο εξής: ILR), σχετικά με ανακοπή κατά της εκτελέσεως την οποία άσκησε η ανακόπτουσα της κύριας δίκης κατά πράξεων αναγκαστικής εκτελέσεως που αφορούσαν σύμβαση χρηματοδοτικής μισθώσεως.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Η εικοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/13 αναφέρει ότι «οι δικαστικές αρχές και τα διοικητικά όργανα [των κρατών μελών] πρέπει να διαθέτουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα ώστε να θέτουν τέρμα στην εφαρμογή των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται με τους καταναλωτές».

4

Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας ορίζει τα ακόλουθα:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες οι καταχρηστικές ρήτρες σύμβασης μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, τηρουμένων των σχετικών όρων της εθνικής νομοθεσίας, δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές, ενώ η σύμβαση εξακολουθεί να δεσμεύει τους συμβαλλόμενους, εάν μπορεί να υπάρξει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες.»

5

Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, προς το συμφέρον των καταναλωτών, καθώς και των ανταγωνιζόμενων επαγγελματιών, να υπάρχουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα, προκειμένου να πάψει η χρησιμοποίηση των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται από έναν επαγγελματία με καταναλωτές.»

Το ρουμανικό δίκαιο

6

Ο κώδικας πολιτικής δικονομίας τροποποιήθηκε με τον Legea nr. 310/2018 pentru modificarea și completarea Legii nr. 134/2010 privind Codul de procedură civilă, precum și pentru modificarea și completarea altor acte normative (νόμο 310/2018 για την τροποποίηση και συμπλήρωση του νόμου 134/2010 σχετικά με τον κώδικα πολιτικής δικονομίας καθώς και άλλες κανονιστικές πράξεις) (Monitorul Oficial al României, μέρος Ι, αριθ. 1074), της 18ης Δεκεμβρίου 2018, ο οποίος ετέθη σε ισχύ στις 21 Δεκεμβρίου 2018. Δεδομένου ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη αίτηση για την επίσπευση αναγκαστικής εκτελέσεως υποβλήθηκε στις 26 Μαρτίου 2019, διέπεται από τις διατάξεις του κώδικα πολιτικής δικονομίας, όπως τροποποιήθηκε με τον προαναφερθέντα νόμο (στο εξής: τροποποιημένος κώδικας πολιτικής δικονομίας).

7

Το άρθρο 24 του τροποποιημένου κώδικα πολιτικής δικονομίας προβλέπει τα εξής:

«Οι διατάξεις του νέου κώδικα πολιτικής δικονομίας εφαρμόζονται μόνο στη διαδικασίες αναγκαστικής εκτελέσεως που επισπεύσθηκαν μετά την έναρξη ισχύος του.»

8

Το άρθρο 632, παράγραφος 1, του τροποποιημένου κώδικα πολιτικής δικονομίας προβλέπει τα εξής:

«Αναγκαστική εκτέλεση χωρεί μόνο βάσει εκτελεστού τίτλου.»

9

Το άρθρο 638, παράγραφος 1, σημείο 4, του τροποποιημένου κώδικα πολιτικής δικονομίας προβλέπει τα εξής:

«Είναι εκτελεστοί τίτλοι και μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για αναγκαστική εκτέλεση και οι πιστωτικοί τίτλοι ή άλλα έγγραφα στα οποία ο νόμος προσδίδει εκτελεστότητα.»

10

Το άρθρο 638, παράγραφος 2, του τροποποιημένου κώδικα πολιτικής δικονομίας προβλέπει τα εξής:

«Η αναστολή εκτελέσεως των τίτλων που μνημονεύονται στην παράγραφο 1, σημεία 2 και 4, μπορεί επίσης να ζητηθεί στο πλαίσιο ένδικου βοηθήματος που συνεπάγεται την εξέταση της υποθέσεως επί της ουσίας και ασκείται με σκοπό την ακύρωσή τους. Εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν οι διατάξεις του άρθρου 719.»

11

Το άρθρο 713, παράγραφος 2, του τροποποιημένου κώδικα πολιτικής δικονομίας προβλέπει τα εξής:

«Στην περίπτωση που η αναγκαστική εκτέλεση επισπεύσθηκε βάσει εκτελεστού τίτλου ο οποίος δεν είναι δικαστική απόφαση, η προβολή πραγματικών ή νομικών λόγων σχετικά με το δικαίωμα το οποίο αφορά ο εκτελεστός τίτλος είναι δυνατή στο πλαίσιο της ανακοπής κατά της εκτελέσεως μόνον εάν δεν προβλέπεται στη νομοθεσία ειδικό ένδικο βοήθημα για την ακύρωση του εν λόγω εκτελεστού τίτλου, συμπεριλαμβανομένου και του ενδίκου βοηθήματος της αγωγής του κοινού δικαίου.»

12

Κατά το άρθρο 8 του Ordonanța Guvernului nr. 51/1997 privind operațiunile de leasing și societățile de leasing (κυβερνητικού διατάγματος 51/1997 για τις συμβάσεις χρηματοδοτικής μισθώσεως και για τις εταιρίες χρηματοδοτικής μισθώσεως):

«Οι συμβάσεις χρηματοδοτικής μισθώσεως, καθώς και οι εμπράγματες και προσωπικές ασφάλειες, οι οποίες συνιστώνται προς εξασφάλιση των υποχρεώσεων που απορρέουν από σύμβαση χρηματοδοτικής μισθώσεως, συνιστούν εκτελεστούς τίτλους.»

13

Το άρθρο 15 του κυβερνητικού διατάγματος 51/1997 προβλέπει τα εξής:

«Πλην αντίθετης διατάξεως της συμβάσεως, στην περίπτωση κατά την οποία ο μισθωτής/χρήστης δεν εκπληρώσει την υποχρέωσή του πλήρους καταβολής του μισθώματος επί δύο συναπτούς μήνες, υπολογιζόμενους από τη δήλη ημέρα που προβλέπεται στη σύμβαση χρηματοδοτικής μισθώσεως, ο εκμισθωτής/χρηματοδότης δικαιούται να καταγγείλει τη σύμβαση χρηματοδοτικής μισθώσεως και ο μισθωτής υποχρεούται να επιστρέψει το αγαθό και να καταβάλει το σύνολο των οφειλόμενων ποσών έως την ημερομηνία επιστροφής δυνάμει της συμβάσεως χρηματοδοτικής μισθώσεως.»

14

Το άρθρο 10, στοιχείο d, του κυβερνητικού διατάγματος 51/1997 προβλέπει τα εξής:

«Ο μισθωτής/χρήστης δεσμεύεται να καταβάλει το σύνολο των οφειλόμενων σύμφωνα με τη σύμβαση χρηματοδοτικής μισθώσεως ποσών –μισθωμάτων, ασφαλίστρων, φόρων, τελών– έως το ποσό και εντός των προθεσμιών που προβλέπει η σύμβαση.»

15

Η οδηγία 93/13 μεταφέρθηκε στο ρουμανικό δίκαιο με τον Legea nr. 193/2000 privind clauzele abuzive din contractele încheiate între profesioniști și consumatori (νόμο 193/2000 περί καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ επαγγελματιών και καταναλωτών).

16

Σύμφωνα με το άρθρο 1 του νόμου 193/2000:

«1.   Κάθε σύμβαση που συνάπτεται μεταξύ επαγγελματιών και καταναλωτών για την πώληση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών πρέπει να περιλαμβάνει συμβατικές ρήτρες διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή, εύληπτο και κατανοητό, ούτως ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να αντιληφθεί πλήρως το νόημά τους χωρίς την ανάγκη εξειδικευμένων γνώσεων.

2.   Σε περίπτωση αμφιβολίας ως προς την ερμηνεία των συμβατικών ρητρών, αυτές θα πρέπει να ερμηνεύονται υπέρ του καταναλωτή.

3.   Απαγορεύεται οι επαγγελματίες να περιλαμβάνουν καταχρηστικές ρήτρες στις συμβάσεις που συνάπτουν με τους καταναλωτές.»

17

Το άρθρο 2 του νόμου 193/2000 προβλέπει τα εξής:

«1.   Ως “καταναλωτής” νοείται κάθε φυσικό πρόσωπο ή ένωση φυσικών προσώπων που, στο πλαίσιο συμβάσεως εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου, ενεργεί για σκοπούς άσχετους προς τις εμπορικές, βιομηχανικές, παραγωγικές, βιοτεχνικές ή επαγγελματικές δραστηριότητές του/της.

2.   Ως “επαγγελματίας” νοείται κάθε αδειοδοτημένο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο, βάσει συμβάσεως εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου, ενεργεί για τους σκοπούς της εμπορικής, βιομηχανικής ή παραγωγικής, βιοτεχνικής ή ελευθέριας επαγγελματικής δραστηριότητάς του, καθώς και κάθε άλλος που ενεργεί για τέτοιο σκοπό επ’ ονόματι και για λογαριασμό του εν λόγω προσώπου.»

18

Το άρθρο 4 του νόμου 193/2000 προβλέπει τα εξής:

«1.   Συμβατική ρήτρα η οποία δεν αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγματεύσεως με τον καταναλωτή θεωρείται καταχρηστική σε περίπτωση κατά την οποία η ρήτρα αυτή, αφ’ εαυτής ή σε συνδυασμό με άλλες διατάξεις της συμβάσεως, δημιουργεί, σε βάρος του καταναλωτή και αντιθέτως προς ό,τι επιτάσσει η καλή πίστη, ουσιώδη ανισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών.

2.   Γίνεται δεκτό ότι συμβατική ρήτρα δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως με τον καταναλωτή οσάκις συνομολογήθηκε χωρίς ο καταναλωτής να είχε τη δυνατότητα να επηρεάσει το περιεχόμενό της, όπως στην περίπτωση των τυποποιημένων συμβάσεων ή των γενικών όρων πωλήσεως των οποίων κάνουν χρήση οι επαγγελματίες που δραστηριοποιούνται στην αγορά του οικείου προϊόντος ή της οικείας υπηρεσίας.

3.   Το γεγονός ότι ορισμένα στοιχεία των συμβατικών ρητρών ή μόνο μία από τις ρήτρες αυτές αποτέλεσαν το αντικείμενο απευθείας διαπραγματεύσεως με τον καταναλωτή δεν αποκλείει την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου στο υπόλοιπο μέρος της συμβάσεως, αν κατόπιν συνολικής εκτιμήσεως της συμβάσεως προκύπτει ότι αυτή είχε εκ των προτέρων καταρτιστεί μονομερώς από τον επαγγελματία. Αν ο επαγγελματίας ισχυρίζεται ότι τυποποιημένη ρήτρα αποτέλεσε αντικείμενο απευθείας διαπραγματεύσεως με τον καταναλωτή, φέρει το βάρος αποδείξεως του ισχυρισμού του.

4.   Το παράρτημα, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του παρόντος νόμου, περιέχει, χάριν παραδείγματος, κατάλογο ρητρών που χαρακτηρίζονται ως καταχρηστικές.

5.   Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος νόμου, η καταχρηστικότητα συμβατικής ρήτρας εκτιμάται με γνώμονα:

a)

το είδος των προϊόντων ή των υπηρεσιών που αποτελούν αντικείμενο της συμβάσεως κατά τον χρόνο της συνάψεώς της·

b)

όλους τους παράγοντες που συνετέλεσαν στη σύναψη της συμβάσεως·

c)

άλλες ρήτρες της συμβάσεως ή άλλες συμβάσεις από τις οποίες εξαρτάται η σύμβαση αυτή.

6.   Η εκτίμηση περί της καταχρηστικότητας των ρητρών δεν αφορά ούτε τον καθορισμό του κυρίου αντικειμένου της συμβάσεως ούτε το ανάλογο ή μη μεταξύ του τιμήματος και της αμοιβής, αφενός, και των αγαθών ή υπηρεσιών που θα παρασχεθούν ως αντιπαροχή, αφετέρου, εφόσον οι ρήτρες αυτές είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό.»

19

Σύμφωνα με το άρθρο 6 του νόμου 193/2000:

«Οι καταχρηστικές ρήτρες που περιλαμβάνονται στη σύμβαση και διαπιστώνονται είτε αυτοπροσώπως από τον ενδιαφερόμενο είτε μέσω των εξουσιοδοτημένων από τον νόμο οργανισμών και οργάνων δεν παράγουν αποτελέσματα έναντι του καταναλωτή, η δε σύμβαση εξακολουθεί να ισχύει με τη συγκατάθεση του καταναλωτή μόνον εφόσον τούτο είναι δυνατόν ακόμη και μετά την απαλοιφή των εν λόγω ρητρών.»

20

Το παράρτημα του νόμου 193/2000 προβλέπει στην παράγραφο 1, στοιχείο i, τα εξής:

«Ως καταχρηστικές ρήτρες νοούνται οι συμβατικές διατάξεις που υποχρεώνουν τον καταναλωτή ο οποίος δεν εκτελεί τις συμβατικές του υποχρεώσεις να καταβάλει αποζημίωση δυσανάλογα υψηλή σε σχέση με τη ζημία που υπέστη ο επαγγελματίας.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

21

Στις 20 Αυγούστου 2008 η IO συνήψε με την ILR σύμβαση χρηματοδοτικής μισθώσεως για περίοδο 48 μηνών, η οποία αφορούσε αυτοκίνητο όχημα αξίας 7810,94 ευρώ, άνευ φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ). Από τους όρους της οικείας συμβάσεως προκύπτει ότι η χρηματοδοτούμενη αξία ανερχόταν σε 6248,75 ευρώ, ότι το επιτόκιο είχε καθοριστεί σε 8,25 %, ότι ο φόρος επί της χορηγήσεως της πιστώσεως, καθορισθείς σε 4 %, ανερχόταν σε 312,44 ευρώ και ότι τα έξοδα διαχειρίσεως ανέρχονταν σε 5 ευρώ μηνιαίως. Η σύμβαση αυτή προέβλεπε ότι, σε περίπτωση μη τηρήσεως των συμβατικών υποχρεώσεων, ο εκμισθωτής μπορούσε είτε να ζητήσει την αναγκαστική εκτέλεση των υποχρεώσεων που υπέχει ο μισθωτής από τη σύμβαση, καθώς και την καταβολή αποζημιώσεως, είτε να λάβει, σωρευτικώς ή εναλλακτικώς, κάθε μέτρο που κρίνει αναγκαίο, είτε να καταγγείλει τη σύμβαση χωρίς προηγούμενη όχληση ή αναγκαίο πρόσθετο τύπο, χωρίς δικαστική ή διαιτητική παρέμβαση, και να ζητήσει την καταβολή αποζημιώσεως.

22

Δεδομένου ότι η IO δεν ήταν πλέον σε θέση να καταβάλει τα καθορισθέντα μισθώματα, η επίμαχη σύμβαση χρηματοδοτικής μισθώσεως καταγγέλθηκε στις 7 Δεκεμβρίου 2009. Στις 19 Μαρτίου 2010 το επίμαχο αυτοκίνητο όχημα επεστράφη, δυνάμει του εκτελεστού τίτλου που συνιστούσε η επίμαχη σύμβαση, στην ILR και στη συνέχεια πωλήθηκε στις 29 Ιουνίου 2010 για ποσό ύψους 5294,12 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ.

23

Κατόπιν της καταγγελίας της συμβάσεως, η ILR επέσπευσε στις 15 Οκτωβρίου 2010 διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως για ποσόν ύψους 12592,32 ρουμανικών λέι (RON) (περίπου 2547 ευρώ), προκειμένου να επιτύχει την είσπραξη των στηριζόμενων στον εκτελεστό τίτλο απαιτήσεών της, ήτοι μη εξοφληθέντων τιμολογίων για μισθώματα, ενταλμάτων πληρωμής, προστίμων, διαφορών συναλλαγματικών ισοτιμιών, ασφαλειών και εξόδων εισπράξεως.

24

Στις 28 Μαρτίου 2013 η ILR υπέβαλε αίτηση για τη συνέχιση της εκτελέσεως κατά της IO, για ποσό ύψους 70601,12 RON (περίπου 14280 ευρώ). Με την από 13 Νοεμβρίου 2015 απόφαση του Judecătoria Sectorului 1 București (πρωτοδικείου του τομέα 1 του Βουκουρεστίου, Ρουμανία), διατάχθηκε η επικύρωση της κατασχέσεως εις χείρας τρίτου.

25

Στις 16 Νοεμβρίου 2016 η αναγκαστική εκτέλεση περατώθηκε με έκθεση δικαστικού επιμελητή, για τον λόγο ότι η περιουσία της IO δεν περιελάμβανε περιουσιακά στοιχεία δεκτικά κατασχέσεως.

26

Στις 26 Μαρτίου 2019 η ILR υπέβαλε νέα αίτηση επισπεύσεως αναγκαστικής εκτελέσεως κατά της IO, ζητώντας την εκκαθάριση απαιτήσεως ύψους 137502,84 RON (περίπου 27900 ευρώ), η οποία αφορούσε το ποσό των εκδοθέντων και μη εξοφληθέντων τιμολογίων, τις ποινικές ρήτρες υπερημερίας, το υπόλοιπο χρηματοδοτηθέν και μη επιστραφέν κεφάλαιο, τις οφειλές που απέρρεαν από τη μη εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων, καθώς και τα έξοδα εισπράξεως.

27

Με διάταξη της 12ης Απριλίου 2019, το Judecătoria Sectorului 2 București (πρωτοδικείο του τομέα 2 του Βουκουρεστίου, Ρουμανία) έκανε δεκτή την αίτηση επισπεύσεως αναγκαστικής εκτελέσεως, έως το ποσό που είχε ζητηθεί, πλέον των εξόδων εκτελέσεως, τα οποία καθορίστηκαν μεταγενέστερα, με έκθεση δικαστικού επιμελητή, στο ποσό των 8719,29 RON (περίπου 1764 ευρώ).

28

Στις 24 Μαΐου 2019 η IO άσκησε ανακοπή κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως. Προς στήριξη της ανακοπής της, προέβαλε ότι η τριετής προθεσμία παραγραφής, κατά τη διάρκεια της οποίας η ILR μπορούσε να ζητήσει και να επιτύχει την αναγκαστική εκτέλεση δυνάμει του εκτελεστού τίτλου που συνιστά η σύμβαση χρηματοδοτικής μισθώσεως, είχε αρχίσει να τρέχει το 2010, όταν έπαυσε να καταβάλλει τα μισθώματα της χρηματοδοτικής μισθώσεως, και έληξε κατά την ημερομηνία υποβολής της δεύτερης αιτήσεως επισπεύσεως αναγκαστικής εκτελέσεως. Επίσης, η ΙΟ υπενθυμίζει ότι, για μια αρχική χρηματοδότηση ύψους 6248,75 ευρώ, την οποία εξόφλησε κατά μεγάλο μέρος κατά το διάστημα μεταξύ 2008 και 2010, η ILR επέσπευσε το 2019 δεύτερη διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως για ποσό ύψους περίπου 30000 ευρώ.

29

Η ILR αντιτείνει ότι έχει βεβαία, εκκαθαρισμένη και απαιτητή αξίωση κατά της IO, η οποία αποτελείται από το υπόλοιπο χρηματοδοτηθέν κεφάλαιο που οφειλόταν κατά την ημερομηνία καταγγελίας της συμβάσεως χρηματοδοτικής μισθώσεως, τους τόκους, τις ποινικές ρήτρες υπερημερίας, το ποσό των ασφαλίστρων που καταβλήθηκαν στον ασφαλιστή, την προμήθεια εισπράξεως και το ποσό των μη εξοφληθέντων τιμολογίων, απαίτηση από την οποία αφαιρέθηκε το τίμημα της πωλήσεως του οχήματος που αποτέλεσε αντικείμενο της συμβάσεως χρηματοδοτικής μισθώσεως.

30

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η σύμβαση χρηματοδοτικής μισθώσεως δυνάμει της οποίας επισπεύσθηκε η διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως κατά της IO περιλαμβάνει ορισμένες ρήτρες που θα μπορούσαν να κριθούν ως καταχρηστικές βάσει του νόμου 193/2000, με τον οποίο μεταφέρθηκε στη ρουμανική νομοθεσία η οδηγία 93/13. Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι, βάσει του άρθρου 713, παράγραφος 2, του κώδικα πολιτικής δικονομίας, ως είχε πριν την τροποποίησή του με τον νόμο 310/2018, το εθνικό δικαστήριο είχε τη δυνατότητα να εξετάσει την καταχρηστικότητα των συμβατικών ρητρών στο πλαίσιο ανακοπής κατά της εκτελέσεως δεδομένου ότι, όσον αφορά τη σύμβαση χρηματοδοτικής μισθώσεως, δεν υφίστατο ειδικό ένδικο βοήθημα για την ακύρωσή της κατά την έννοια της διατάξεως αυτής. Αντιθέτως, βάσει του άρθρου 713, παράγραφος 2, του ως άνω κώδικα, όπως τροποποιήθηκε και ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης, το εν λόγω δικαστήριο μπορεί πλέον να εξετάσει την καταχρηστικότητα των επίμαχων συμβατικών ρητρών μόνον αν δεν υφίσταται κανένα ένδικο βοήθημα για την ακύρωση των οικείων συμβάσεων, περιλαμβανομένης της αγωγής του κοινού δικαίου. Όπως σημειώνεται όμως, ο νόμος 193/2000 παρέχει πλέον στους καταναλωτές τη δυνατότητα να ασκήσουν αγωγή του κοινού δικαίου στο πλαίσιο της οποίας ο εθνικός δικαστής θα μπορούσε να ελέγξει τον τυχόν καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικών ρητρών.

31

Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, σύμφωνα με την αρχή της αποτελεσματικότητας, οι εθνικοί μηχανισμοί αναγκαστικής εκτελέσεως δεν πρέπει να καθιστούν πρακτικά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει στους καταναλωτές το δίκαιο της Ένωσης. Πλην όμως, η αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων αυτών μπορεί να διασφαλιστεί μόνον υπό την προϋπόθεση ότι το εθνικό δικονομικό σύστημα επιτρέπει τον αυτεπάγγελτο έλεγχο του τυχόν καταχρηστικού χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών στο πλαίσιο της ίδιας της διαδικασίας αναγκαστικής εκτελέσεως. Κατά συνέπεια, το αιτούν δικαστήριο τρέφει αμφιβολίες σχετικά με το κατά πόσον το άρθρο 713, παράγραφος 2, του κώδικα πολιτικής δικονομίας συνάδει με την οδηγία 93/13, δεδομένου ότι οι καταναλωτές υποχρεώνονται να ασκήσουν αγωγή του κοινού δικαίου χωρίς να μπορούν να ασκήσουν τα δικαιώματα που τους απονέμει η οδηγία αυτή στο πλαίσιο ανακοπής κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως.

32

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Judecătoria Sectorului 2 București (πρωτοδικείο του τομέα 2 του Βουκουρεστίου) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Λαμβανομένης υπόψη της αρχής της αποτελεσματικότητας, έχει η οδηγία 93/13/ΕΟΚ την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθετική ρύθμιση όπως η ισχύουσα διάταξη της ρουμανικής νομοθεσίας σχετικά με τις προϋποθέσεις παραδεκτού της ανακοπής κατά αναγκαστικής εκτελέσεως –ήτοι το άρθρο 713, παράγραφος 2, του [τροποποιημένου] κώδικα πολιτικής δικονομίας–, η οποία δεν παρέχει στον δικαστή τη δυνατότητα να εξετάσει, στο πλαίσιο ανακοπής κατά αναγκαστικής εκτελέσεως, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν σχετικού αιτήματος του καταναλωτή, εάν οι ρήτρες συμβάσεως χρηματοδοτικής μισθώσεως η οποία αποτελεί εκτελεστό τίτλο έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα, λόγω του ότι υφίσταται το ένδικο βοήθημα της αγωγής του κοινού δικαίου, στο πλαίσιο της οποίας είναι δυνατόν να εξεταστεί εάν οι συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ “καταναλωτή” και “επαγγελματία” περιλαμβάνουν καταχρηστικές ρήτρες υπό την έννοια της εν λόγω οδηγίας;»

Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου

33

Η ILR προβάλλει ένσταση περί αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου να αποφανθεί επί της υπό κρίση αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, για τον λόγο ότι η αίτηση αυτή αφορά την ερμηνεία του εθνικού δικαίου.

34

Συναφώς, υπενθυμίζεται καταρχάς ότι, κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, η οποία στηρίζεται σε σαφή διάκριση των αρμοδιοτήτων μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, η διαπίστωση και η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα του εθνικού δικαστή, όπως και η ερμηνεία και εφαρμογή του εθνικού δικαίου (απόφαση της 14ης Ιουνίου 2012, Banco Español de Crédito, C‑618/10, EU:C:2012:349, σκέψη 76 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου περιορίζεται, συνεπώς, στην εξέταση μόνον των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης (απόφαση της 11ης Ιουλίου 2018, Somoza Hermo και Ilunión Seguridad, C‑60/17, EU:C:2018:559, σκέψη 44).

35

Τούτο συμβαίνει εν προκειμένω.

36

Πράγματι, αρκεί η διαπίστωση ότι το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο διευκρινίσεις σχετικά με την ερμηνεία της οδηγίας 93/13 προκειμένου να είναι σε θέση να επιλύσει διαφορά σχετική με σύμβαση συναφθείσα μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή.

37

Επομένως, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί της υπό κρίση αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως.

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

38

Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν η οδηγία 93/13 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία δεν επιτρέπει στον δικαστή της αναγκαστικής εκτελέσεως που επιλαμβάνεται ανακοπής κατά της εκτελέσεως συμβάσεως χρηματοδοτικής μισθώσεως που έχει συναφθεί μεταξύ καταναλωτή και επαγγελματία και συνιστά εκτελεστό τίτλο να εκτιμήσει, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήσεως του καταναλωτή, τον καταχρηστικό χαρακτήρα των ρητρών της συγκεκριμένης συμβάσεως, για τον λόγο ότι υφίσταται ένδικο βοήθημα του κοινού δικαίου στο πλαίσιο του οποίου το επιληφθέν δικαστήριο δύναται να ελέγξει την καταχρηστικότητα των ρητρών μιας τέτοιας συμβάσεως.

39

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το σύστημα προστασίας που θεσπίζει η οδηγία 93/13 βασίζεται στην αντίληψη ότι ο καταναλωτής βρίσκεται σε ασθενέστερη θέση έναντι του επαγγελματία, τόσο ως προς τη δυνατότητα διαπραγματεύσεως όσο και ως προς το επίπεδο της πληροφορήσεως (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2017, Banco Primus, C‑421/14, EU:C:2017:60, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

40

Ακριβώς λόγω της ασθενέστερης θέσεως στην οποία βρίσκονται οι καταναλωτές, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ως άνω οδηγίας προβλέπει ότι αυτοί δεν δεσμεύονται από τις καταχρηστικές ρήτρες. Πρόκειται για διάταξη αναγκαστικού δικαίου η οποία έχει ως σκοπό να αντικαταστήσει την τυπική ισορροπία που εισάγει η σύμβαση μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων με μια ουσιαστική ισορροπία, ικανή να αποκαταστήσει τη μεταξύ τους ισότητα (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Gutiérrez Naranjo κ.λπ., C‑154/15, C‑307/15 και C‑308/15, EU:C:2016:980, σκέψεις 53 και 55, καθώς και της 26ης Ιανουαρίου 2017, Banco Primus, C‑421/14, EU:C:2017:60, σκέψη 41).

41

Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι ο εθνικός δικαστής οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/13 και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να επανορθώνει την υφιστάμενη μεταξύ του καταναλωτή και του επαγγελματία έλλειψη ισορροπίας, εφόσον έχει στη διάθεσή του τα απαραίτητα προς τούτο νομικά και πραγματικά στοιχεία (αποφάσεις της 14ης Μαρτίου 2013, Aziz, C‑415/11, EU:C:2013:164, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Gutiérrez Naranjo κ.λπ., C‑154/15, C‑307/15 και C‑308/15, EU:C:2016:980, σκέψη 58, καθώς και της 26ης Ιανουαρίου 2017, Banco Primus, C‑421/14, EU:C:2017:60, σκέψη 43).

42

Επιπλέον, η οδηγία 93/13 επιβάλλει στα κράτη μέλη, όπως προκύπτει από το άρθρο 7, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με την εικοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη της, να προβλέπουν κατάλληλα και αποτελεσματικά μέτρα προκειμένου να παύσει η χρησιμοποίηση των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται από επαγγελματία με καταναλωτές (απόφαση της 26ης Ιουνίου 2019, Addiko Bank, C‑407/18, EU:C:2019:537, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

43

Μολονότι το Δικαστήριο έχει κατά τα ως άνω προσδιορίσει, επανειλημμένως και λαμβάνοντας υπόψη τις επιταγές του άρθρου 6, παράγραφος 1, και του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 τον τρόπο με τον οποίο το εθνικό δικαστήριο οφείλει να διασφαλίζει την προστασία των δικαιωμάτων που οι καταναλωτές αντλούν από την οδηγία αυτή, εντούτοις το δίκαιο της Ένωσης δεν εναρμονίζει καταρχήν τις διαδικασίες εξετάσεως του τυχόν καταχρηστικού χαρακτήρα μιας συμβατικής ρήτρας και, κατά συνέπεια, οι διαδικασίες αυτές εμπίπτουν στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών μελών, υπό την προϋπόθεση πάντως ότι δεν είναι λιγότερο ευνοϊκές από εκείνες που διέπουν παρόμοιες καταστάσεις υποκείμενες στο εσωτερικό δίκαιο (αρχή της ισοδυναμίας) και δεν καθιστούν πρακτικά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από το δίκαιο της Ένωσης (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 26ης Ιουνίου 2019, Addiko Bank, C‑407/18, EU:C:2019:537, σκέψεις 45 και 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

44

Όσον αφορά την αρχή της ισοδυναμίας, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του κανένα στοιχείο ικανό να εγείρει αμφιβολίες ως προς τη συμφωνία της επίμαχης στην κύρια δίκη νομοθετικής ρυθμίσεως προς την αρχή αυτή.

45

Όσον αφορά την αρχή της αποτελεσματικότητας, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι κάθε περίπτωση στην οποία τίθεται το ζήτημα αν εθνική δικονομική διάταξη καθιστά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης πρέπει να εξετάζεται λαμβανομένης υπόψη της θέσης της διάταξης αυτής στην όλη διαδικασία, της εξελίξεως της διαδικασίας και των ιδιαιτεροτήτων της, καθώς και, ενδεχομένως, των αρχών που αποτελούν τη βάση του εθνικού δικαιοδοτικού συστήματος, όπως η προστασία των δικαιωμάτων άμυνας, η αρχή της ασφάλειας δικαίου και η ορθή διεξαγωγή της διαδικασίας (απόφαση της 22ας Απριλίου 2021, Profi Credit Slovakia, C‑485/19, EU:C:2021:313, σκέψη 53). Εντούτοις, τα ειδικά χαρακτηριστικά της διαδικασίας δεν μπορούν να αποτελούν στοιχείο δυνάμενο να θίξει την έννομη προστασία η οποία πρέπει να παρέχεται στον καταναλωτή δυνάμει των διατάξεων της οδηγίας 93/13 (πρβλ. απόφαση της 21ης Απριλίου 2016, Radlinger και Radlingerová, C‑377/14, EU:C:2016:283, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

46

Επιπροσθέτως, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι η υποχρέωση των κρατών μελών να διασφαλίσουν την αποτελεσματικότητα των δικαιωμάτων που οι ιδιώτες αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης ενέχει, ιδίως όσον αφορά τα δικαιώματα που απορρέουν από την οδηγία 93/13, απαίτηση περί αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, η οποία επιβεβαιώνεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής και κατοχυρώνεται επίσης στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ισχύει δε, μεταξύ άλλων, ως προς τον καθορισμό των δικονομικών προϋποθέσεων των ενδίκων βοηθημάτων που βασίζονται σε τέτοια δικαιώματα (πρβλ. απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, BNP Paribas Personal Finance, C‑776/19 έως C‑782/19, EU:C:2021:470, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

47

Συναφώς, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι, όταν δεν ασκείται αποτελεσματικός έλεγχος του δυνητικά καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών της οικείας συμβάσεως, δεν μπορεί να διασφαλιστεί ο σεβασμός των δικαιωμάτων που παρέχει η οδηγία 93/13 (απόφαση της 4ης Ιουνίου 2020, Kancelaria Medius, C‑495/19, EU:C:2020:431, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

48

Επομένως, οι σχετικοί όροι της εθνικής νομοθεσίας, στους οποίους παραπέμπει το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, δεν πρέπει να θίγουν την ουσία του δικαιώματος που αντλούν οι καταναλωτές από τη διάταξη αυτή και το οποίο συνίσταται στη μη δέσμευσή τους από ρήτρα θεωρούμενη ως καταχρηστική (αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Gutiérrez Naranjo κ.λπ., C‑154/15, C‑307/15 και C‑308/15, EU:C:2016:980, σκέψη 71, καθώς και της 26ης Ιανουαρίου 2017, Banco Primus, C‑421/14, EU:C:2017:60, σκέψη 51).

49

Ειδικότερα, το Δικαστήριο έχει υπενθυμίσει ότι η αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων που αναγνωρίζει στον καταναλωτή η ως άνω οδηγία κατοχυρώνεται μόνον εφόσον το εθνικό δικονομικό σύστημα επιτρέπει να διενεργηθεί, στο πλαίσιο της διαδικασίας εκδόσεως διαταγής πληρωμής ή της διαδικασίας εκτελέσεως της διαταγής πληρωμής, αυτεπάγγελτος έλεγχος του ενδεχομένως καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών της οικείας συμβάσεως (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 18ης Φεβρουαρίου 2016, Finanmadrid EFC, C‑49/14, EU:C:2016:98, σκέψη 46, και της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Profi Credit Polska, C‑176/17, EU:C:2018:711, σκέψη 44).

50

Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι σε περίπτωση που ο αυτεπάγγελτος έλεγχος, από εθνικό δικαστήριο, της ενδεχόμενης καταχρηστικότητας των ρητρών δεν προβλέπεται στο στάδιο της αναγκαστικής εκτελέσεως της διαταγής πληρωμής, πρέπει να γίνεται δεκτό ότι η εθνική νομοθεσία είναι ικανή να θίξει την αποτελεσματικότητα της προστασίας την οποία επιδιώκει η οδηγία 93/13 αν δεν προβλέπεται τέτοιος έλεγχος στο στάδιο της εκδόσεως της διαταγής πληρωμής ή, σε περίπτωση που τέτοιος έλεγχος προβλέπεται αποκλειστικώς στο στάδιο της ανακοπής κατά της ήδη εκδοθείσας διαταγής, αν συντρέχει μη αμελητέος κίνδυνος να μην ασκήσει ο καταναλωτής την απαιτούμενη ανακοπή είτε λόγω της ιδιαιτέρως σύντομης προθεσμίας που τάσσεται προς τούτο είτε λόγω της αναλογίας μεταξύ του κόστους το οποίο συνεπάγεται μια ένδικη διαδικασία και του ποσού της αμφισβητούμενης απαιτήσεως ή ακόμη επειδή η εθνική νομοθεσία δεν επιβάλλει να του κοινοποιούνται υποχρεωτικώς όλες οι πληροφορίες που του είναι αναγκαίες για να είναι σε θέση να αντιληφθεί την έκταση των δικαιωμάτων του (απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2018, EOS KSI Slovensko, C‑448/17, EU:C:2018:745, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

51

Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι είναι αντίθετη προς την οδηγία 93/13 κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους η οποία δεν παρέχει στον δικαστή της αναγκαστικής εκτελέσεως την εξουσία, στο πλαίσιο διαδικασίας εκτελέσεως για την ικανοποίηση ενυπόθηκης απαιτήσεως, ούτε να εξετάσει, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήσεως του καταναλωτή, τον καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας περιλαμβανόμενης στη σύμβαση από την οποία προκύπτει η οφειλή της οποίας ζητείται η εξόφληση και στην οποία στηρίζεται ο εκτελεστός τίτλος ούτε να λάβει προσωρινά μέτρα, όπως, μεταξύ άλλων, η αναστολή της εκτελέσεως, όταν η λήψη των μέτρων αυτών είναι αναγκαία για τη διασφάλιση της πλήρους αποτελεσματικότητας της οριστικής αποφάσεως του δικαστηρίου που επιλαμβάνεται της αντίστοιχης επί της ουσίας διαδικασίας και το οποίο είναι αρμόδιο να εξετάσει τον καταχρηστικό χαρακτήρα της ρήτρας αυτής (βλ. διάταξη της 14ης Νοεμβρίου 2013, Banco Popular Español και Banco de Valencia, C‑537/12 και C‑116/13, EU:C:2013:759, σκέψη 60, καθώς και απόφαση της 17ης Ιουλίου 2014, Sánchez Morcillo και Abril García, C‑169/14, EU:C:2014:2099, σκέψη 28).

52

Στην υπόθεση της κύριας δίκης, προκύπτει από τη δικογραφία ότι το αιτούν δικαστήριο, με διάταξη της 12ης Απριλίου 2019, έκανε δεκτή την αίτηση επισπεύσεως της αναγκαστικής εκτελέσεως της επίμαχης συμβάσεως. Επιπλέον, ο ενδεχομένως καταχρηστικός χαρακτήρας των ρητρών της συμβάσεως αυτής δεν φαίνεται να αποτέλεσε αντικείμενο προγενέστερου δικαστικού ελέγχου.

53

Πλην όμως, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το άρθρο 713, παράγραφος 2, του τροποποιημένου κώδικα πολιτικής δικονομίας δεν επιτρέπει πλέον στον δικαστή της αναγκαστικής εκτελέσεως να ελέγχει, στο πλαίσιο ανακοπής κατά της εκτελέσεως, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήσεως του καταναλωτή, τον καταχρηστικό χαρακτήρα των ρητρών συμβάσεως χρηματοδοτικής μισθώσεως που συνιστά εκτελεστό τίτλο, λόγω του ότι ο έλεγχος αυτός μπορεί να διενεργηθεί από τον δικαστή της ουσίας στο πλαίσιο ενδίκου βοηθήματος του κοινού δικαίου, το οποίο δεν υπόκειται σε καμία προθεσμία, ο δικαστής δε αυτός έχει την εξουσία να αναστείλει τη διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως δυνάμει του νόμου 193/2000.

54

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι στη σκέψη 61 της αποφάσεως της 26ης Ιουνίου 2019, Addiko Bank (C‑407/18, EU:C:2019:537), το Δικαστήριο έκρινε ότι το γεγονός ότι, κατά το εθνικό δίκαιο, ο έλεγχος του ενδεχομένως καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών που περιλαμβάνονται σε σύμβαση ενυπόθηκης πιστώσεως, συναφθείσα μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, μπορεί να διενεργηθεί όχι από τον δικαστή ο οποίος επιλαμβάνεται αιτήσεως για την επίσπευση αναγκαστικής εκτελέσεως μιας τέτοιας συμβάσεως, αλλά αποκλειστικώς, μεταγενέστερα και κατά περίπτωση, από τον δικαστή της ουσίας ενώπιον του οποίου ο καταναλωτής έχει ασκήσει αγωγή για την αναγνώριση της ακυρότητας των καταχρηστικών ρητρών, είναι προδήλως ανεπαρκές για τη διασφάλιση της πλήρους αποτελεσματικότητας της προστασίας των καταναλωτών την οποία επιδιώκει η οδηγία 93/13.

55

Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έκρινε ότι, σε περίπτωση που η διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως ολοκληρωθεί πριν από την έκδοση της αποφάσεως του δικαστή της ουσίας με την οποία κρίθηκε καταχρηστική η συμβατική ρήτρα στην οποία στηρίζεται η εν λόγω αναγκαστική εκτέλεση και, κατά συνέπεια, κηρύχθηκε άκυρη η διαδικασία αυτή, η απόφαση αυτή θα εξασφάλιζε στον εν λόγω καταναλωτή μόνον εκ των υστέρων προστασία συνιστάμενη στην καταβολή αποζημιώσεως, η οποία θα ήταν ελλιπής και ανεπαρκής και δεν θα αποτελούσε ούτε κατάλληλο ούτε αποτελεσματικό μέσο για την παύση της χρησιμοποιήσεως της ίδιας αυτής ρήτρας, αντιθέτως προς τα προβλεπόμενα στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 (διάταξη της 6ης Νοεμβρίου 2019, BNP Paribas Personal Finance SA Paris Sucursala Bucureşti και Secapital, C‑75/19, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:950, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

56

Βεβαίως, σε αντίθεση με τις πραγματικές και δικονομικές περιστάσεις των υποθέσεων Banco Popular Español και Banco de Valencia καθώς και Sánchez Morcillo και Abril García, επί των οποίων εκδόθηκαν αντιστοίχως η διάταξη της 14ης Νοεμβρίου 2013 (C‑537/12 και C‑116/13, EU:C:2013:759) και η απόφαση της 17ης Ιουλίου 2014 (C‑169/14, EU:C:2014:2099), στο πλαίσιο των οποίων το εθνικό δίκαιο δεν επέτρεπε στον δικαστή να διατάξει προσωρινά μέτρα εν αναμονή της επί της ουσίας εξετάσεως των συμβατικών ρητρών, στην υπό κρίση υπόθεση, το δικαστήριο της ουσίας που επιλαμβάνεται ενδίκου βοηθήματος αυτοτελούς προς εκείνο που αφορά τη διαδικασία εκτελέσεως έχει τη δυνατότητα να αναστείλει την εν λόγω διαδικασία.

57

Εντούτοις, από τις παρατηρήσεις της Επιτροπής, οι οποίες δεν αντικρούστηκαν από τη Ρουμανική Κυβέρνηση, προκύπτει ότι, κατά την άσκηση αυτού του αυτοτελούς ενδίκου βοηθήματος ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας, ο καταναλωτής που ζητεί την αναστολή της διαδικασίας εκτελέσεως υποχρεούται να καταβάλει εγγύηση υπολογιζόμενη βάσει της αξίας του αντικειμένου του ενδίκου βοηθήματος.

58

Συναφώς, από τη νομολογία που μνημονεύθηκε στη σκέψη 50 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι η αναλογία μεταξύ του κόστους το οποίο συνεπάγεται μια ένδικη διαδικασία και του ποσού της αμφισβητούμενης απαιτήσεως δεν πρέπει να είναι ικανή να αποτρέψει τον καταναλωτή από το να προσφύγει ενώπιον δικαστηρίου προκειμένου να εξεταστεί ο ενδεχομένως καταχρηστικός χαρακτήρας των συμβατικών ρητρών (πρβλ. αποφάσεις της 14ης Ιουνίου 2012, Banco Español de Crédito, C‑618/10, EU:C:2012:349, σκέψη 54, της 18ης Φεβρουαρίου 2016, Finanmadrid EFC, C‑49/14, EU:C:2016:98, σκέψεις 52 και 54, καθώς και της 20ής Σεπτεμβρίου 2018, EOS KSI Slovensko, C‑448/17, EU:C:2018:745, σκέψη 46).

59

Είναι, όμως, πιθανόν ένας υπερήμερος οφειλέτης να μη διαθέτει τους αναγκαίους οικονομικούς πόρους για τη σύσταση της απαιτούμενης εγγυήσεως (απόφαση της 26ης Ιουνίου 2019, Addiko Bank, C‑407/18, EU:C:2019:537, σκέψη 60). Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο όταν, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 58 των προτάσεών του, η αξία του αντικειμένου των ενδίκων βοηθημάτων που έχουν ασκηθεί υπερβαίνει σημαντικά, όπως φαίνεται να συμβαίνει στην υπό κρίση υπόθεση, τη συνολική αξία της συμβάσεως.

60

Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία η οποία δεν επιτρέπει στον δικαστή της αναγκαστικής εκτελέσεως που επιλαμβάνεται ανακοπής κατά της εκτελέσεως να εκτιμήσει, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήσεως του καταναλωτή, τον καταχρηστικό χαρακτήρα των ρητρών συμβάσεως που έχει συναφθεί μεταξύ καταναλωτή και επαγγελματία και συνιστά εκτελεστό τίτλο, εφόσον ο δικαστής της ουσίας, ο οποίος ενδέχεται να επιληφθεί αυτοτελούς αγωγής του κοινού δικαίου προκειμένου να εξετασθεί ο τυχόν καταχρηστικός χαρακτήρας των ρητρών τέτοιας συμβάσεως, μπορεί να αναστείλει τη διαδικασία εκτελέσεως έως ότου αποφανθεί επί της ουσίας μόνον εφόσον καταβληθεί εγγύηση τόσο μεγάλου ύψους ώστε να μπορεί να αποθαρρύνει τον καταναλωτή από το να ασκήσει τέτοιο ένδικο βοήθημα και να εμμείνει στην εκδίκασή του.

Επί των δικαστικών εξόδων

61

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία η οποία δεν επιτρέπει στον δικαστή της αναγκαστικής εκτελέσεως που επιλαμβάνεται ανακοπής κατά της εκτελέσεως να εκτιμήσει, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήσεως του καταναλωτή, τον καταχρηστικό χαρακτήρα των ρητρών συμβάσεως που έχει συναφθεί μεταξύ καταναλωτή και επαγγελματία και συνιστά εκτελεστό τίτλο, εφόσον ο δικαστής της ουσίας, ο οποίος ενδέχεται να επιληφθεί αυτοτελούς αγωγής του κοινού δικαίου προκειμένου να εξετασθεί ο τυχόν καταχρηστικός χαρακτήρας των ρητρών τέτοιας συμβάσεως, μπορεί να αναστείλει τη διαδικασία εκτελέσεως έως ότου αποφανθεί επί της ουσίας μόνον εφόσον καταβληθεί εγγύηση τόσο μεγάλου ύψους ώστε να μπορεί να αποθαρρύνει τον καταναλωτή από το να ασκήσει τέτοιο ένδικο βοήθημα και να εμμείνει στην εκδίκασή του.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ρουμανική.