ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 2ας Σεπτεμβρίου 2021 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Περιορισμοί – Οδηγία 2014/23/ΕΕ – Διαδικασίες ανάθεσης συμβάσεων παραχώρησης – Άρθρο 43 – Ουσιώδεις τροποποιήσεις – Στιγμιαία λαχεία – Εθνική νομοθεσία που προβλέπει την ανανέωση σύμβασης παραχώρησης χωρίς διεξαγωγή νέου διαγωνισμού – Οδηγία 89/665/ΕΟΚ – Άρθρο 1, παράγραφος 3 – Έννομο συμφέρον»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑721/19 και C‑722/19,

με αντικείμενο δύο αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας, Ιταλία) με αποφάσεις της 20ής Ιουνίου 2019, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 23 Σεπτεμβρίου 2019, στο πλαίσιο των δικών

Sisal SpA (C-721/19),

Stanleybet Malta Ltd (C-722/19),

Magellan Robotech Ltd (C-722/19)

κατά

Agenzia delle Dogane e dei Monopoli,

Ministero dell’Economia e delle Finanze,

παρισταμένων των:

Lotterie Nazionali Srl,

Lottomatica Holding Srl, πρώην Lottomatica SpA (C-722/19),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους E. Regan, πρόεδρο τμήματος, M. Ilešič, E. Juhász (εισηγητή), Κ. Λυκούργο και I. Jarukaitis, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Campos Sánchez-Bordona

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Sisal SpA, εκπροσωπούμενη από τους L. Medugno, F. Cintioli και S. Sticchi Damiani και την A. Lauteri, avvocati,

η Stanleybet Malta Ltd και Magellan Robotech Ltd, εκπροσωπούμενες από τον R. A. Jacchia, την A. Terranova, τον F. Ferraro και την D. Agnello, avvocati,

η Lotterie Nazionali Srl, εκπροσωπούμενη από τους V. Fortunato, R. Baratta και A. Botto, avvocati,

η Lottomatica Holding Srl, πρώην Lottomatica SpA, εκπροσωπούμενη από τους S. Fidanzia και A. Gigliola, avvocati,

η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τους P. G. Marrone και S. Fiorentino, avvocati dello Stato,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τη L. Armati καθώς και από τους G. Gattinara και L. Malferrari,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 21ης Ιανουαρίου 2021,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία των άρθρων 49 και 56 ΣΛΕΕ καθώς και των άρθρων 3 και 43 της οδηγίας 2014/23/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με την ανάθεση συμβάσεων παραχώρησης (ΕΕ 2014, L 94, σ. 1), ερμηνευόμενων υπό το πρίσμα των αρχών της ασφάλειας δικαίου, της απαγορεύσεως των διακρίσεων, της διαφάνειας, της αμεροληψίας, του ελεύθερου ανταγωνισμού, της αναλογικότητας, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της συνοχής.

2

Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο δύο διαφορών μεταξύ, αφενός, Sisal SpA (υπόθεση C-721/19) και Stanleybet Malta Ltd καθώς και Magellan Robotech Ltd (στο εξής, από κοινού: Stanleybet) (υπόθεση C-722/19) και, αφετέρου, Agenzia delle Dogane e dei Monopoli (Υπηρεσίας Τελωνείων και Μονοπωλίων, Ιταλία) (στο εξής: ADM), Ministero dell’Economia e delle Finanze (Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Ιταλία) καθώς και Lotterie Nazionali Srl και Lottomatica Holding Srl, πρώην Lottomatica SpA (στο εξής: Lottomatica) (υπόθεση C-722/19), σχετικά με τη συμβατότητα προς το δίκαιο της Ένωσης του μέτρου με το οποίο η ADM ανανέωσε, κατά το έτος 2017, τη σύμβαση παραχώρησης που είχε συναφθεί το 2010 με τη Lotterie Nazionali για τη διαχείριση των στιγμιαίων λαχείων.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

H οδηγία 2014/23

3

Το άρθρο 3 της οδηγίας 2014/23, που φέρει τον τίτλο «Αρχή της ίσης μεταχείρισης, μη διάκριση και διαφάνεια», ορίζει στην παράγραφο 1, πρώτο εδάφιο, τα εξής:

«Οι αναθέτουσες αρχές και οι αναθέτοντες φορείς αντιμετωπίζουν τους οικονομικούς φορείς ισότιμα και χωρίς διακρίσεις και ενεργούν με διαφανή και αναλογικό τρόπο.»

4

Το άρθρο 43 της ως άνω οδηγίας, που φέρει τον τίτλο «Τροποποίηση συμβάσεων κατά τη διάρκειά τους», προβλέπει τα εξής:

«1.   Οι συμβάσεις παραχώρησης δύνανται να τροποποιούνται άνευ διεξαγωγής νέας διαδικασίας ανάθεσης σύμβασης παραχώρησης δυνάμει της παρούσας οδηγίας σε οποιαδήποτε από τις κατωτέρω περιπτώσεις:

α)

εφόσον οι τροποποιήσεις, ανεξαρτήτως της χρηματικής τους αξίας, έχουν προβλεφθεί στα αρχικά έγγραφα της παραχώρησης με τη μορφή σαφών, ακριβών και ρητών ρητρών αναθεώρησης, στις οποίες μπορεί να περιλαμβάνονται ρήτρες αναθεώρησης της αξίας ή επιλογές. Οι εν λόγω ρήτρες ορίζουν το πεδίο εφαρμογής και τη φύση των ενδεχόμενων τροποποιήσεων ή [επιλογών], καθώς και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Δεν προβλέπουν τροποποιήσεις ή [επιλογές] που θα μπορούσαν να μεταβάλουν τη συνολική φύση της σύμβασης παραχώρησης·

[…]

ε)

εφόσον οι τροποποιήσεις, ανεξαρτήτως της αξίας τους, δεν είναι ουσιώδεις κατά την έννοια της παραγράφου 4.

[…]

4.   Τυχόν τροποποίηση μιας σύμβασης παραχώρησης κατά τη διάρκεια ισχύος της θεωρείται ουσιώδης κατά την έννοια του στοιχείου ε) της παραγράφου 1, εάν τροποποιεί ουσιωδώς τη σύμβαση σε σχέση με εκείνη που είχε αρχικά συναφθεί. Σε κάθε περίπτωση, με την επιφύλαξη των παραγράφων 1 και 2, μια τροποποίηση θεωρείται ουσιώδης εάν πληρούται μία ή περισσότερες από τις κατωτέρω προϋποθέσεις:

α)

η τροποποίηση εισάγει όρους οι οποίοι, εάν αποτελούσαν μέρος της αρχικής διαδικασίας ανάθεσης της σύμβασης παραχώρησης, θα είχαν επιτρέψει την αποδοχή άλλων υποψηφίων από αυτούς που επιλέχθηκαν αρχικά ή την αποδοχή προσφοράς διαφορετικής από εκείνη που επιλέχθηκε αρχικά ή θα προσέλκυαν επιπλέον συμμετέχοντες στη διαδικασία ανάθεσης της σύμβασης παραχώρησης,

β)

η τροποποίηση μεταβάλλει την οικονομική ισορροπία της σύμβασης παραχώρησης υπέρ του παραχωρησιούχου κατά τρόπο ο οποίος δεν προβλεπόταν στην αρχική σύμβαση παραχώρηση[ς],

γ)

η τροποποίηση επεκτείνει σημαντικά το πεδίο της παραχώρησης,

δ)

όταν ένας νέος παραχωρησιούχος αντικαθιστά εκείνον στον οποίο η αναθέτουσα αρχή ή ο αναθέτων φορέας είχαν αρχικά αναθέσει τη σύμβαση παραχώρησης σε περιπτώσεις άλλες από εκείνες που προβλέπονται στο στοιχείο δ) της παραγράφου 1.

5.   [Α]παιτείται νέα διαδικασία ανάθεσης σύμβασης παραχώρησης [βάσει της παρούσας οδηγίας] για άλλες τροποποιήσεις των διατάξεων [σύμβασης παραχώρησης] κατά τη διάρκεια αυτής πλην εκείνων που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2.»

5

Το άρθρο 46 της εν λόγω οδηγίας, που φέρει τον τίτλο «Τροποποιήσεις της οδηγίας 89/665/ΕΟΚ», ορίζει τα εξής:

«Η οδηγία 89/665/ΕΟΚ [του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων (ΕΕ 1989, L 395, σ. 33),] τροποποιείται ως ακολούθως:

Το άρθρο 1 παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

“[…]

Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται επίσης σε συμβάσεις παραχώρησης που ανατίθενται από αναθέτουσες αρχές οι οποίες αναφέρονται στην οδηγία [2014/23] εκτός εάν οι παραχωρήσεις αυτές εξαιρούνται σύμφωνα με τα άρθρα 10, 11, 12, 17 και 25 της εν λόγω οδηγίας.”

[…]»

6

Κατά το τιτλοφορούμενο «Μεταφορά» άρθρο 51, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/23, τα κράτη μέλη όφειλαν να θέσουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την οδηγία μέχρι τις 18 Απριλίου 2016.

7

Το άρθρο 54 της οδηγίας 2014/23, που φέρει τον τίτλο «Έναρξη ισχύος», προβλέπει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται σε συμβάσεις παραχώρησης που προκηρύχθηκαν ή ανατέθηκαν πριν από τις 17 Απριλίου 2014.»

Η οδηγία 89/665

8

Το άρθρο 1, παράγραφος 3, της οδηγίας 89/665, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2014/23 (στο εξής: οδηγία 89/665), ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι διαδικασίες προσφυγής να είναι διαθέσιμες, σύμφωνα με τους κανόνες που είναι δυνατό να θεσπίζουν τα κράτη μέλη, τουλάχιστον σε οιοδήποτε πρόσωπο έχει ή είχε συμφέρον να του ανατεθεί συγκεκριμένη σύμβαση και το οποίο υπέστη ή ενδέχεται να υποστεί ζημία από εικαζόμενη παράβαση.»

Το ιταλικό δίκαιο

9

Το τιτλοφορούμενο «Παραχώρηση αδειών στον τομέα των τυχηρών παιγνίων» άρθρο 21 της decreto legge n. 78 – Provvedimenti anticrisi, nonché proroga di termini (πράξεως νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 78 περί μέτρων για την καταπολέμηση της κρίσης και παράτασης προθεσμιών), της 1ης Ιουλίου 2009 (GURI αριθ. 150, της 1ης Ιουλίου 2009), που κυρώθηκε, κατόπιν τροποποιήσεων, με τον νόμο 102, της 3ης Αυγούστου 2009 (τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 179, της 4ης Αυγούστου 2009) (στο εξής: πράξη νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 78/2009), προβλέπει τα εξής:

«1.   Προκειμένου να εξασφαλιστεί η προστασία υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος όσον αφορά τη συλλογή των εισπράξεων του παιγνίου, εφόσον αυτή ανατίθεται σε μη δημόσιους φορείς, η διαχείριση της εν λόγω δραστηριότητας ανατίθεται πάντα με σύμβαση παραχωρήσεως συναπτόμενη, κατά κανόνα, με πλείονες του ενός φορείς, οι οποίοι επιλέγονται μέσω ανοικτής, ανταγωνιστικής και χωρίς διακρίσεις διαδικασίας, σύμφωνα με τις αρχές και τους κανόνες του εθνικού και του ενωσιακού δικαίου. Συνεπώς, […] το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών – [Amministrazione Autonoma Monopoli di Stato (Αυτόνομη Διοικητική Αρχή Κρατικών Μονοπωλίων, Ιταλία)] κινεί τις δέουσες διαδικασίες για την ταχεία ανάθεση της συμβάσεως παραχωρήσεως, η οποία συμπεριλαμβάνει και την εξ αποστάσεως συλλογή των εν λόγω εισπράξεων, στους πλέον κατάλληλους φορείς εκμεταλλεύσεως παιγνίων τόσο σε εθνικό όσο και σε ενωσιακό επίπεδο, οι οποίοι δεν μπορούν να υπερβαίνουν τους τέσσερις σε αριθμό και οι οποίοι οφείλουν να πληρούν τα απαιτούμενα κριτήρια αξιοπιστίας από ηθική, τεχνική και οικονομική άποψη.

2.   Στο πλαίσιο της κατά την παράγραφο 1 σύμβασης παραχώρησης προβλέπεται τέλος το οποίο περιλαμβάνει την αμοιβή 8 τοις εκατό που οφείλεται στα σημεία πώλησης των στιγμιαίων λαχείων, ίσο με το 11,90 τοις εκατό του ποσού που προκύπτει βάσει των εισπράξεων και του μέσου όρου των διανεμόμενων κερδών, για τον κάθε ανάδοχο, ο οποίος δεν υπερβαίνει το 75 τοις εκατό.

3.   Η επιλογή μέσω διαγωνισμού για την ανάθεση της συμβάσεως παραχωρήσεως βασίζεται στο κριτήριο της πλέον συμφέρουσας από οικονομικής απόψεως προσφοράς με προτεραιότητα στα εξής κριτήρια: a) την αύξηση του ποσού των υποβαλλόμενων προσφορών σε σχέση με μια προκαθορισμένη τιμή βάσεως που θα εξασφαλίζει, σε κάθε περίπτωση, συνολικές εισροές τουλάχιστον 500 εκατομμυρίων ευρώ για το έτος 2009 και 300 εκατομμυρίων ευρώ για το έτος 2010, ανεξαρτήτως του τελικού αριθμού των αναδόχων· b) την πρόβλεψη ποιοτικών προδιαγραφών που να εγγυώνται την πλέον απόλυτη ασφάλεια των καταναλωτών όσον αφορά την αδυναμία αλλοίωσης και παραχάραξης των λαχνών, καθώς και την ασφάλεια του συστήματος καταβολής των κερδών· c) τη διακλαδωμένη τελική διανομή, μέσω δικτύου που εκτείνεται στο σύνολο της εθνικής επικράτειας, έχει αποκλειστικό χαρακτήρα για τον κάθε παραχωρησιούχο, αποτελείται από τουλάχιστον 10000 σημεία πώλησης, τα οποία πρέπει να τεθούν σε λειτουργία έως τις 31 Δεκεμβρίου 2010, υπό την επιφύλαξη της απαγορεύσεως, επί ποινή ακυρότητας, των συμβατικών ρητρών που περιορίζουν τη συμβατική ελευθερία των προμηθευτών αγαθών ή υπηρεσιών.

4.   Οι συμβάσεις παραχωρήσεως της παραγράφου 1, οι οποίες μπορούν να ανανεωθούν άπαξ, έχουν ανώτατη διάρκεια εννέα ετών, χρονικό διάστημα που υποδιαιρείται σε δύο περιόδους αντιστοίχως των πέντε και τεσσάρων ετών. Η συνέχιση της συμβάσεως παραχωρήσεως για τη δεύτερη χρονική περίοδο εξαρτάται από τη θετική αξιολόγηση όσον αφορά τη διαχείριση εκ μέρους της αναθέτουσας αρχής, η οποία οφείλει να αποφανθεί σχετικά εντός του πρώτου εξαμήνου του πέμπτου έτους της συμβάσεως παραχωρήσεως.»

10

Το άρθρο 20, παράγραφος 1, της decreto legge n. 148 – Disposizioni urgenti in materia finanziaria e per esigenze indifferibili (πράξεως νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 148 για τη θέσπιση επειγουσών διατάξεων περί δημοσιονομικών ζητημάτων και περί επιτακτικών αναγκών), της 16ης Οκτωβρίου 2017 (GURI αριθ. 242, της 16ης Οκτωβρίου 2017), που κυρώθηκε, κατόπιν τροποποιήσεων, με τον νόμο 172, της 4ης Δεκεμβρίου 2017 (GURI αριθ. 284, της 5ης Δεκεμβρίου 2017) (στο εξής: πράξη νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 148/2017), προβλέπει τα εξής:

«Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 21, παράγραφοι 3 και 4, της [πράξεως νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 78/2009], η [ADM] εγκρίνει τη συνέχιση της υφιστάμενης σχέσης παραχώρησης, όσον αφορά τη συλλογή, (συμπεριλαμβανομένης της εξ αποστάσεως συλλογής) των [εισπράξεων των] εθνικών στιγμιαίων λαχείων, έως την ημερομηνία λήξεως που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της σύμβασης παραχώρησης, προκειμένου να διασφαλιστούν νέες και μεγαλύτερες εισροές στον κρατικό προϋπολογισμό, ανερχόμενες στο ποσό των 50 εκατομμυρίων ευρώ για το έτος 2017 και των 750 εκατομμυρίων ευρώ για το έτος 2018.»

Οι διαφορές των κύριων δικών και τα προδικαστικά ερωτήματα

11

Με προκηρύξεις που δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 15ης Αυγούστου 2009 και της 2ας Απριλίου 2010, η Αυτόνομη Διοικητική Αρχή Κρατικών Μονοπωλίων, την οποία διαδέχθηκε βάσει νόμου η ADM, κίνησε διαδικασία διαγωνισμού για την ανάθεση συμβάσεων παραχωρήσεως της εκμετάλλευσης, σε εθνικό επίπεδο, στιγμιαίων λαχείων, ήτοι των καλούμενων λαχείων «σκρατς».

12

Στις 5 Αυγούστου 2010, κατόπιν του εν λόγω διαγωνισμού, ανατέθηκε μία μόνο σύμβαση παραχώρησης, όσον αφορά το διάστημα από 1ης Οκτωβρίου 2010 έως 30 Σεπτεμβρίου 2019, και συγκεκριμένα στη Lottomatica, τη μόνη επιχείρηση που είχε υποβάλει προσφορά, την οποία διαδέχθηκε βάσει νόμου η Lotterie Nazionali.

13

Η επιλογή του παραχωρησιούχου έγινε κατ’ εφαρμογήν της πράξεως νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 78/2009, κατά την οποία η διαχείριση της συλλογής των εισπράξεων των λαχείων έπρεπε να αποτελέσει αντικείμενο σύμβασης παραχώρησης, συναπτόμενης κατά κανόνα με πλείονες του ενός φορείς που θα επιλέγονταν μέσω ανοικτής, ανταγωνιστικής και χωρίς διακρίσεις διαδικασίας, προκειμένου να εξασφαλιστούν συνολικά έσοδα ύψους τουλάχιστον 500 εκατομμυρίων ευρώ για το έτος 2009 και 300 εκατομμυρίων ευρώ για το έτος 2010, ανεξαρτήτως του τελικού αριθμού αναδόχων. Λόγω της παράτασης της προθεσμίας σύναψης της σύμβασης παραχώρησης, το χρονοδιάγραμμα καταβολής του τέλους τροποποιήθηκε και επομένως η πρώτη δόση, ύψους 520 εκατομμυρίων ευρώ, έπρεπε να καταβληθεί έως τις 28 Μαΐου 2010 και η δεύτερη δόση, ύψους 280 εκατομμυρίων ευρώ, έπρεπε να καταβληθεί έως τις 30 Νοεμβρίου 2010.

14

Η σύμβαση παραχώρησης που συνήφθη μεταξύ της Αυτόνομης Διοικητικής Αρχής Κρατικών Μονοπωλίων και του παραχωρησιούχου (στο εξής: επίμαχη σύμβαση παραχώρησης) όριζε, στο άρθρο 4, παράγραφος 1, ότι «[η] σύμβαση παραχώρησης, η οποία μπορεί να ανανεωθεί μία μόνο φορά, διαρκεί για διάστημα εννέα ετών, το οποίο υποδιαιρείται σε δύο περιόδους πέντε και τεσσάρων ετών αντιστοίχως και άρχεται από 1ης Οκτωβρίου 2010. Η συνέχιση της σύμβασης παραχώρησης για τη δεύτερη χρονική περίοδο εξαρτάται από τη θετική αξιολόγηση της Αυτόνομης Διοικητικής Αρχής Κρατικών Μονοπωλίων, η οποία οφείλει να αποφανθεί σχετικά εντός του πρώτου εξαμήνου του πέμπτου έτους της παραχώρησης».

15

Μετά την πάροδο της αρχικής πενταετίας εκμετάλλευσης της παραχώρησης, εγκρίθηκε η συνέχισή της για τη δεύτερη υποπερίοδο, σύμφωνα με την ως άνω συμβατική διάταξη.

16

Στις 26 Ιουλίου 2017, η Lotterie Nazionali υπέβαλε στην ADM, η οποία διαδέχθηκε βάσει νόμου την Αυτόνομη Διοικητική Αρχή Κρατικών Μονοπωλίων, αίτηση ανανέωσης της σύμβασης παραχώρησης που της είχε ανατεθεί, βάσει της ρήτρας ανανέωσης που επίσης προέβλεπε η εν λόγω συμβατική διάταξη. Οι δε Sisal και Stanleybet εκδήλωσαν το ενδιαφέρον τους να διοργανωθεί νέα διαδικασία για την ανάθεση σύμβασης παραχώρησης.

17

Με ανακοίνωση της 19ης Σεπτεμβρίου 2017, η ADM έκρινε ότι η ανανέωση της επίμαχης σύμβασης παραχώρησης ήταν σύμφωνη προς το δημόσιο συμφέρον.

18

Συναφώς, η πράξη νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 148/2017, που τέθηκε σε ισχύ στις 16 Οκτωβρίου 2017, προβλέπει, στο άρθρο 20, παράγραφος 1, ότι η ADM, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 21, παράγραφοι 3 και 4, της πράξεως νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 78/2009, οφείλει να εγκρίνει τη συνέχιση της επίμαχης σύμβασης παραχώρησης έως την ημερομηνία λήξεώς της, που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της σύμβασης παραχώρησης, προκειμένου να διασφαλιστούν νέες και μεγαλύτερες εισροές στον κρατικό προϋπολογισμό.

19

Με ανακοίνωση της 1ης Δεκεμβρίου 2017, η ADM ανανέωσε, υπέρ της Lotterie Nazionali, τη σύμβαση παραχώρησης έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2028, υπό την προϋπόθεση ότι, βάσει του άρθρου 20, παράγραφος 1, της πράξεως νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 148/2017, ο παραχωρησιούχος θα προέβαινε στην προκαταβολή του τέλους ύψους 800 εκατομμυρίων ευρώ υπέρ του κρατικού προϋπολογισμού, καταβάλλοντας 50 εκατομμύρια ευρώ έως τις 15 Δεκεμβρίου 2017, 300 εκατομμύρια ευρώ έως τις 30 Απριλίου 2018 και 450 εκατομμύρια ευρώ έως τις 31 Οκτωβρίου 2018, αντί για δύο δόσεις 500 εκατομμυρίων ευρώ και 300 εκατομμυρίων ευρώ, πριν από την κανονική λήξη της σύμβασης παραχώρησης, στις 30 Σεπτεμβρίου 2019.

20

Οι Sisal και Stanleybet προσέβαλαν την απόφαση αυτή ενώπιον του Tribunale amministrativo regionale per il Lazio (διοικητικού πρωτοδικείου της περιφέρειας του Λατίου, Ιταλία). Κατά τις ως άνω εταιρίες, το άρθρο 20, παράγραφος 1, της πράξεως νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 148/2017 αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης στο μέτρο που εισάγει σύστημα μονοπωλίου υπέρ ενός μόνον επιχειρηματία, προβλέποντας τη συνέχιση, υπέρ της Lotterie Nazionali, της επίμαχης σύμβασης παραχώρησης, ενώ το καθεστώς της πράξεως νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 78/2009 προέβλεπε δυνατότητα της Διοίκησης να επιλέξει, κατά τη λήξη της αρχικής περιόδου παραχώρησης, είτε την ανανέωση είτε την κίνηση νέας διαδικασίας διαγωνισμού. Επιπλέον, δεν πρόκειται απλώς για συνέχιση της επίμαχης σύμβασης παραχώρησης, αλλά για αντικατάσταση με νέα συμβατική σχέση και μάλιστα δύο έτη πριν από την κανονική λήξη της αρχικής σύμβασης παραχώρησης, στο μέτρο που μεταξύ των μερών συνομολογήθηκαν όροι πληρωμής του τέλους διαφορετικοί από εκείνους που είχαν αρχικώς προβλεφθεί στη σύμβαση. Τέλος, η ανάγκη εξασφαλίσεως νέων σημαντικών εσόδων για τον κρατικό προϋπολογισμό δεν συνιστά επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος που να δικαιολογεί διαφορετικό καθεστώς αποκλειστικώς για τα στιγμιαία λαχεία.

21

Κατόπιν της απορρίψεως των προσφυγών τους από το Tribunale amministrativo regionale per il Lazio (διοικητικό πρωτοδικείο της περιφέρειας του Λατίου), οι Sisal και Stanleybet εφεσίβαλαν την απόφαση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, Consiglio di Stato (Συμβουλίου της Επικρατείας, Ιταλία). Όπως και οι εκκαλούσες των κύριων δικών, το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας) αμφιβάλλει για τη συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης του νέου καθεστώτος που εισήχθη με το άρθρο 20, παράγραφος 1, της πράξεως νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 148/2017. Εξάλλου, κατά το αιτούν δικαστήριο, το καθεστώς αυτό ενδέχεται να αντιβαίνει στην αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, στο μέτρο που οι Sisal και Stanleybet, μολονότι δεν έλαβαν μέρος στον αρχικό διαγωνισμό του έτους 2010, θα μπορούσαν να είχαν συμμετάσχει σε νέα διαδικασία διαγωνισμού κατά τη λήξη της αρχικής περιόδου παραχώρησης το 2019, δεδομένου ότι, μέχρι την έναρξη ισχύος της ως άνω πράξεως νομοθετικού περιεχομένου, η ανανέωση της σύμβασης παραχώρησης ήταν απλώς μια δυνατότητα που επαφίετο στη διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης. Πλην όμως, στο πλαίσιο της νέας ρυθμίσεως, η Διοίκηση έπαυσε να έχει δυνατότητα επιλογής μεταξύ κίνησης νέας διαδικασίας και αυτόματης ανανέωσης, καθόσον το άρθρο 20, παράγραφος 1, της πράξεως νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 148/2017 επέβαλε υποχρεωτικώς τη δεύτερη επιλογή.

22

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα, που είναι πανομοιότυπα σε αμφότερες τις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις:

«1)

Έχει το δίκαιο της Ένωσης, και ιδίως το δικαίωμα εγκαταστάσεως και η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών (άρθρα 49 επ. και 56 επ. ΣΛΕΕ), καθώς και οι αρχές της ασφάλειας δικαίου, της απαγορεύσεως των διακρίσεων, της διαφάνειας, της αμεροληψίας, της ελευθερίας του ανταγωνισμού, της αναλογικότητας, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της συνοχής [οι οποίες κατοχυρώνονται στο δίκαιο της Ένωσης], καθώς και, εφόσον τυγχάνουν εφαρμογής, τα άρθρα 3 και 43 της οδηγίας [2014/23], την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση όπως αυτή του άρθρου 20, παράγραφος 1, της [πράξεως νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 148/2017] καθώς και των εκτελεστικών του διατάξεων, που προβλέπει ότι “[κ]ατ’ εφαρμογήν του άρθρου 21, παράγραφοι 3 και 4, της [πράξεως νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 78/2009], η [ADM] εγκρίνει τη συνέχιση της υφιστάμενης σχέσεως παραχωρήσεως, όσον αφορά τη συλλογή, (συμπεριλαμβανομένης της εξ αποστάσεως συλλογής) των [εισπράξεων των] εθνικών στιγμιαίων λαχείων, έως την ημερομηνία λήξεως που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της σύμβασης παραχώρησης, προκειμένου να διασφαλιστούν νέες και μεγαλύτερες εισροές στον κρατικό προϋπολογισμό, ανερχόμενες στο ποσό των 50 εκατομμυρίων ευρώ για το έτος 2017 και των 750 εκατομμυρίων ευρώ για το έτος 2018”, λαμβανομένου υπόψη ότι:

το άρθρο 21, παράγραφος 1, της [πράξεως νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 78/2009] προβλέπει, ως γενικό κανόνα, τη σύναψη των υπό κρίση συμβάσεων παραχωρήσεως με πλείονες φορείς οι οποίοι επιλέγονται μέσω ανοικτών, ανταγωνιστικών και χωρίς διακρίσεις διαδικασιών,

το άρθρο 21, παράγραφος 4, της ως άνω πράξεως νομοθετικού περιεχομένου προβλέπει ότι οι συμβάσεις παραχωρήσεως της παραγράφου 1 δύνανται να ανανεωθούν άπαξ,

στον διαγωνισμό που προκηρύχθηκε το 2010 δεν μετέσχαν οι εκκαλούσες [των κύριων δικών],

η υφιστάμενη σχέση παραχωρήσεως συνήφθη εξαρχής με έναν και μόνον παραχωρησιούχο, κατόπιν δημόσιου διαγωνισμού στον οποίο υποβλήθηκε μία και μόνη προσφορά,

η συνέχιση της υφιστάμενης σχέσεως παραχωρήσεως συνεπάγεται, εν προκειμένω, ότι η εν λόγω συμβατική σχέση συνεχίζεται αποκλειστικά με τον εν λόγω μοναδικό παραχωρησιούχο, αντί να προβλέπεται η ανανέωσή της με πλείονες οικονομικούς φορείς, χωρίς προκήρυξη σχετικού διαγωνισμού;

2)

Έχει το δίκαιο της Ένωσης, και ιδίως το δικαίωμα εγκαταστάσεως και η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών (άρθρα 49 επ. και 56 επ. ΣΛΕΕ), καθώς και οι αρχές της ασφάλειας δικαίου, της απαγορεύσεως των διακρίσεων, της διαφάνειας και της αμεροληψίας, της ελευθερίας του ανταγωνισμού, της αναλογικότητας, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της συνοχής [οι οποίες κατοχυρώνονται στο δίκαιο της Ένωσης], καθώς και, εφόσον τυγχάνουν εφαρμογής, τα άρθρα 3 και 43 της οδηγίας [2014/23] την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση όπως αυτή του άρθρου 20, παράγραφος 1, της [πράξεως νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 148/2017], η οποία, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 21, παράγραφοι 3 και 4, της [πράξεως νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 78/2009] προβλέπει ότι “η [ADM] εγκρίνει τη συνέχιση της υφιστάμενης σχέσεως παραχωρήσεως, όσον αφορά τη συλλογή, (συμπεριλαμβανομένης της εξ αποστάσεως συλλογής) των [εισπράξεων των] εθνικών στιγμιαίων λαχείων, έως την ημερομηνία λήξεως που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της σύμβασης παραχώρησης, προκειμένου να διασφαλιστούν νέες και μεγαλύτερες εισροές στον κρατικό προϋπολογισμό, ανερχόμενες στο ποσό των 50 εκατομμυρίων ευρώ για το έτος 2017 και των 750 εκατομμυρίων ευρώ για το έτος 2018”, και τούτο:

μέσω της συνεχίσεως της μοναδικής υφιστάμενης σχέσεως παραχωρήσεως, αντί της ενδεχόμενης ανανεώσεως πολλαπλών συμβάσεων παραχωρήσεως όπως προβλέπεται στο άρθρο 21, παράγραφος 4, της [πράξεως νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 78/2009], και άνευ προκηρύξεως νέου διαγωνισμού,

πριν από τη λήξη της συμβάσεως παραχωρήσεως: η πράξη νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 148/2017 τέθηκε σε ισχύ στις 16 Οκτωβρίου 2017, ήτοι την ημέρα της δημοσιεύσεώς της στην Gazzetta ufficiale della Repubblica italiana [Επίσημη Εφημερίδα της Ιταλικής Κυβερνήσεως], ενώ η σύμβαση παραχωρήσεως έληγε στις 30 Σεπτεμβρίου 2019,

με σκοπό τη διασφάλιση νέων και μεγαλύτερων εισροών στον κρατικό προϋπολογισμό, ανερχομένων στο ποσό των 50 εκατομμυρίων ευρώ για το έτος 2017 και το ποσό των 750 εκατομμυρίων ευρώ για το έτος 2018, τροποποιώντας ορισμένες πτυχές σχετικές με τον τρόπο και την προθεσμία πληρωμής του ανταλλάγματος που καταβάλλεται έναντι της παραχωρήσεως καθώς και, ενδεχομένως, το συνολικό ποσό που οφείλεται [από τον παραχωρησιούχο] δυνάμει της εν λόγω συμβάσεως εξ επαχθούς αιτίας, και συγκεκριμένα με τη μεταβολή των προθεσμιών πληρωμής διά της συντμήσεώς τους σε σχέση με τις ταχθείσες στην αρχική σύμβαση παραχωρήσεως, δεδομένου –κατά τις εκκαλούσες [των κύριων δικών]– του αντικειμενικού και πασίγνωστου γεγονότος της οικονομικής αξίας του χρόνου;

3)

Έχει το δίκαιο της Ένωσης, και ιδίως το δικαίωμα εγκαταστάσεως και η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών (άρθρα 49 επ. και 56 επ. ΣΛΕΕ), καθώς και οι αρχές της ασφάλειας δικαίου, της απαγορεύσεως των διακρίσεων, της διαφάνειας και της αμεροληψίας, της ελευθερίας του ανταγωνισμού, της αναλογικότητας, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της συνοχής [οι οποίες κατοχυρώνονται στο δίκαιο της Ένωσης], καθώς και, εφόσον τυγχάνουν εφαρμογής, τα άρθρα 3 και 43 της οδηγίας [2014/23] την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση όπως η περιεχόμενη στις εκτελεστικές πράξεις της [πράξεως νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 148/2017] και συγκεκριμένα στην ανακοίνωση της [ADM] [αριθ.] 0133677 της 1ης Δεκεμβρίου 2017, η οποία μεταθέτει την ημερομηνία λήξεως της συμβάσεως παραχωρήσεως στις 30 Σεπτεμβρίου 2028 κατά ρητή εφαρμογή των προβλεπομένων στο άρθρο 20, παράγραφος 1, [της ως άνω] πράξεως νομοθετικού περιεχομένου και με βάση το άρθρο 4, πρώτο εδάφιο, [της επίμαχης σύμβασης παραχώρησης], σύμφωνα με το οποίο η εν λόγω σύμβαση δύναται να ανανεωθεί άπαξ, τούτο δε και σε κάθε περίπτωση με την επιφύλαξη όσων προβλέπονται στο άρθρο 4 όσον αφορά την κατάτμηση της περιόδου παραχωρήσεως σε δύο περιόδους διάρκειας 5 και 4 ετών αντιστοίχως (ως εκ τούτου, μετά την παρέλευση της πρώτης περιόδου των 5 ετών από την 1η Οκτωβρίου 2019, η συνέχιση για άλλα 4 έτη έως και την ημερομηνία λήξεως που ορίζεται στις 30 Σεπτεμβρίου 2028 εξαρτάται από την παροχή θετικής αξιολογήσεως της διαχειρίσεως, έως τις 30 Μαρτίου 2024, από την [ADM]), ενώ επίσης προβλέπει ότι η εταιρία θα καταβάλει το ποσό των 50 εκατομμυρίων ευρώ έως και τις 15 Δεκεμβρίου 2017, το ποσό των 300 εκατομμυρίων ευρώ έως τις 30 Απριλίου 2018, καθώς και το ποσό των 450 εκατομμυρίων ευρώ έως τις 31 Οκτωβρίου 2018,

καθόσον τα ως άνω προβλέπονται πριν από την αρχική ημερομηνία λήξεως της ως άνω συμβάσεως παραχωρήσεως (η ανακοίνωση της [ADM] [αριθ.] 0133677 εκδόθηκε την 1η Δεκεμβρίου 2017, ενώ η σύμβαση παραχωρήσεως έληγε στις 30 Σεπτεμβρίου 2019),

καθόσον διασφαλίζεται η προκαταβολή 800 εκατομμυρίων ευρώ εντός βραχύτερων προθεσμιών (50 εκατομμύρια ευρώ έως τις 15 Δεκεμβρίου 2017, 300 εκατομμύρια ευρώ έως τις 30 Απριλίου 2018, 450 εκατομμύρια ευρώ έως τις 31 Οκτωβρίου 2018) σε σχέση με την αρχική ημερομηνία λήξεως (30 Σεπτεμβρίου 2019),

καθόσον τούτο ενδέχεται να έχει ως συνέπεια τη μεταβολή του συνολικού ποσού που οφείλεται [από τον παραχωρησιούχο] δυνάμει συμβάσεως εξ επαχθούς αιτίας, λαμβανομένου υπόψη –κατά τις εκκαλούσες [των κύριων δικών]– του αντικειμενικού και πασίγνωστου γεγονότος της οικονομικής αξίας του χρόνου;

4)

Έχει το δίκαιο της Ένωσης, και ιδίως το δικαίωμα εγκαταστάσεως και η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών (άρθρα 49 επ. και 56 επ. ΣΛΕΕ), καθώς και οι αρχές της ασφάλειας δικαίου, της απαγορεύσεως των διακρίσεων, της διαφάνειας, της αμεροληψίας, της ελευθερίας του ανταγωνισμού, της αναλογικότητας, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της συνοχής [οι οποίες κατοχυρώνονται στο δίκαιο της Ένωσης], καθώς και, εφόσον τυγχάνουν εφαρμογής, τα άρθρα 3 και 43 της οδηγίας [2014/23], την έννοια ότι αντιτίθεται σε τέτοιου είδους εθνική ρύθμιση ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία οι επιχειρήσεις του οικείου τομέα που ενδιαφέρονται τώρα να εισέλθουν στην αγορά δεν συμμετείχαν στον αρχικώς προκηρυχθέντα διαγωνισμό για την ανάθεση της συμβάσεως παραχωρήσεως η οποία έληξε και τελικώς συνεχίστηκε με τον απερχόμενο παραχωρησιούχο υπό τους ως άνω περιγραφόμενους νέους συμβατικούς όρους, ή στοιχειοθετείται τυχόν περιορισμός της προσβάσεως στην αγορά μόνον εάν οι επιχειρήσεις αυτές είχαν πράγματι μετάσχει στον αρχικό διαγωνισμό;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

23

Τα προδικαστικά ερωτήματα εντάσσονται στο πλαίσιο της ανανέωσης μιας σύμβασης για την παραχώρηση της διαχείρισης των στιγμιαίων λαχείων στην Ιταλία, ήτοι των καλούμενων λαχείων «σκρατς», η οποία είχε συναφθεί το 2010 με τη Lotterie Nazionali και της οποίας η ανανέωση έγινε το 2017. Πέραν των άρθρων 49 και 56 ΣΛΕΕ καθώς και ορισμένων αρχών του δικαίου της Ένωσης, το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει με τα ερωτήματά του στα άρθρα 3 και 43 της οδηγίας 2014/23. Δεδομένου ότι η οδηγία αυτή τέθηκε σε ισχύ στις 17 Απριλίου 2014, ήτοι μετά την αρχική απόφαση για την ανάθεση της σύμβασης παραχώρησης αλλά πριν από την ανανέωσή της, πρέπει καταρχάς να κριθεί αν η εν λόγω οδηγία έχει εφαρμογή ratione temporis στις διαφορές των κύριων δικών.

24

Συναφώς, σύμφωνα με πάγια νομολογία, διαμορφωθείσα στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων και εφαρμοζόμενη κατ’ αναλογίαν στον τομέα της παραχώρησης υπηρεσιών, εφαρμοστέα σε σύμβαση παραχώρησης είναι, καταρχήν, η νομοθεσία της Ένωσης που ισχύει κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο η αναθέτουσα αρχή επιλέγει το είδος διαδικασίας που θα εφαρμόσει και δίνει οριστική απάντηση στο ζήτημα αν υπάρχει υποχρέωση διεξαγωγής διαγωνισμού για τη σύναψη δημοσίας σύμβασης. Αντιθέτως, δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις οδηγίας της οποίας η προθεσμία για τη μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη έληξε μετά το χρονικό αυτό σημείο (πρβλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Stanley International Betting και Stanleybet Malta, C‑375/17, EU:C:2018:1026, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

25

Εν προκειμένω, η προκήρυξη του διαγωνισμού δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 15 Αυγούστου 2009 και στις 2 Απριλίου 2010, ήτοι πριν από τη λήξη, στις 18 Απριλίου 2016, της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας 2014/23 στην εσωτερική έννομη τάξη.

26

Εξάλλου, η σύμβαση παραχώρησης ανατέθηκε, κατόπιν του εν λόγω διαγωνισμού, πριν από τις 17 Απριλίου 2014, οπότε σε κάθε περίπτωση η αρχική αυτή ανάθεση εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 2014/23, σύμφωνα με το άρθρο της 54, δεύτερο εδάφιο.

27

Εφόσον η σύμβαση παραχώρησης περιέχει ρήτρα ανανέωσης η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της εν λόγω αρχικής σύμβασης, η ρήτρα αυτή επίσης διέπεται από τη νομοθεσία περί δημοσίων συμβάσεων που εφαρμόζεται στη σύμβαση παραχώρησης.

28

Πλην όμως από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει επίσης ότι, σε περίπτωση ουσιώδους τροποποίησης μιας σύμβασης παραχώρησης, η νομοθεσία της Ένωσης βάσει της οποίας πρέπει να εκτιμηθεί η τροποποίηση είναι η ισχύουσα κατά τον χρόνο της εν λόγω τροποποίησης. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι το γεγονός ότι η σύναψη της αρχικής σύμβασης παραχώρησης είναι προγενέστερη της θέσπισης των σχετικών κανόνων της Ένωσης δεν έχει συνέπειες συναφώς (πρβλ. απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2019, Επιτροπή κατά Ιταλίας, C-526/17, EU:C:2019:756, σκέψη 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

29

Εν προκειμένω, οι διαφορές των κύριων δικών έχουν ως αντικείμενο την απόφαση με την οποία επελέγη, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 20, παράγραφος 1, της πράξεως νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 148/2017, να ανανεωθεί η υφιστάμενη σύμβαση παραχώρησης και να παραταθεί κατά εννέα έτη, λαμβανομένου υπόψη ότι μια τέτοια δυνατότητα είχε προβλεφθεί στο άρθρο 21, παράγραφος 4, της πράξεως νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 78/2009. Συναφώς, οι εκκαλούσες των κύριων δικών υποστηρίζουν ότι η ανανέωση αυτή επιφέρει ουσιώδεις τροποποιήσεις σε σχέση με την επίμαχη σύμβαση παραχώρησης.

30

Συνεπώς, στις υποθέσεις των κύριων δικών, το ζήτημα αν η σύμβαση παραχώρησης υπέστη τέτοιες τροποποιήσεις κατά την ανανέωσή της πρέπει να εκτιμηθεί βάσει των διατάξεων της οδηγίας 2014/23, δεδομένου ότι η ανανέωση εχώρησε μετά την έναρξη ισχύος της οδηγίας αυτής.

31

Συναφώς, επισημαίνεται ότι από το γράμμα του άρθρου της 43 προκύπτει ότι η οδηγία έχει προβεί σε πλήρη εναρμόνιση όσον αφορά, αφενός, τις περιπτώσεις στις οποίες οι συμβάσεις παραχώρησης δύνανται να τροποποιούνται χωρίς να απαιτείται προς τούτο διεξαγωγή νέας διαδικασίας ανάθεσης σύμβασης σύμφωνα με τους κανόνες της οδηγίας και, αφετέρου, τις περιπτώσεις στις οποίες απαιτείται μια τέτοια διαδικασία ανάθεσης σε περίπτωση τροποποίησης των όρων της σύμβασης παραχώρησης.

32

Κάθε όμως εθνικό μέτρο σε τομέα ο οποίος αποτέλεσε το αντικείμενο πλήρους εναρμονίσεως στο επίπεδο της Ένωσης πρέπει να αξιολογείται με γνώμονα όχι τις διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου αλλά αυτές του εν λόγω μέτρου εναρμονίσεως (απόφαση της 14ης Ιουλίου 2016, Promoimpresa κ.λπ., C-458/14 και C-67/15, EU:C:2016:558, σκέψη 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

33

Συνεπώς, το ζήτημα αν η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση επέφερε τροποποιήσεις που να επιβάλλουν την κίνηση νέας διαδικασίας ανάθεσης πρέπει να εκτιμηθεί αποκλειστικώς υπό το πρίσμα των διατάξεων της οδηγίας 2014/23.

Επί του πρώτου ερωτήματος

34

Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το δίκαιο της Ένωσης και, ιδίως, το άρθρο 43 της οδηγίας 2014/23 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία που επιβάλλει την ανανέωση σύμβασης παραχώρησης χωρίς διεξαγωγή νέας διαδικασίας ανάθεσης, σε περίπτωση στην οποία η σύμβαση αυτή έχει ανατεθεί σε έναν και μόνον παραχωρησιούχο, ενώ το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο προέβλεπε ότι μια τέτοια σύμβαση παραχώρησης έπρεπε καταρχήν να ανατίθεται σε περισσότερους και κατ’ ανώτατο όριο τέσσερις επιχειρηματίες.

35

Το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι ρύθμιση κράτους μέλους η οποία εξαρτά την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, όπως η διαχείριση ορισμένων τυχηρών παιγνίων, από τη σύναψη σύμβασης παραχώρησης παρακωλύει την άσκηση των ελευθεριών τις οποίες κατοχυρώνουν τα άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ, ανεξαρτήτως του αν η αναθέτουσα αρχή χρησιμοποιεί το μοντέλο του μοναδικού παραχωρησιούχου ή το μοντέλο των περισσότερων του ενός παραχωρησιούχων (πρβλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Stanley International Betting και Stanleybet Malta, C-375/17, EU:C:2018:1026, σκέψεις 38 και 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

36

Όπως επίσης έχει υπενθυμίσει το Δικαστήριο με τη νομολογία του περί τυχηρών παιγνίων, η προστασία των καταναλωτών και η αποτροπή της απάτης και της παρότρυνσης των πολιτών σε υπερβολική δαπάνη συνδεόμενη με τα τυχηρά παίγνια μπορούν να χαρακτηριστούν ως επιτακτικοί λόγοι γενικού συμφέροντος ικανοί να δικαιολογήσουν περιορισμούς των θεμελιωδών ελευθεριών που απορρέουν από τα άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ (απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Stanley International Betting και Stanleybet Malta, C-375/17, EU:C:2018:1026, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

37

Επισημαίνεται πάντως ότι, με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο δεν μνημονεύει τους λόγους που οδήγησαν το οικείο κράτος μέλος στην εισαγωγή και διατήρηση τέτοιων περιορισμών στον εν λόγω τομέα.

38

Εν προκειμένω, οι εκκαλούσες των κύριων δικών δεν έχουν σκοπό να αμφισβητήσουν αυτό καθεαυτό το μοντέλο παραχώρησης που έχει επιλεγεί για τη διαχείριση των στιγμιαίων λαχείων, αλλά υποστηρίζουν ότι, λόγω των χαρακτηριστικών της ανανέωσης της σύμβασης παραχώρησης και των προβλεπόμενων συναφώς προϋποθέσεων, το άρθρο 20, παράγραφος 1, της πράξεως νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 148/2017 εγκατέλειψε το μοντέλο των πλειόνων του ενός παραχωρησιούχων που προβλεπόταν στο άρθρο 21, παράγραφος 1, της πράξεως νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 78/2009 και επέστρεψε στο μοντέλο του ενός μοναδικού παραχωρησιούχου, γεγονός που συνιστά ουσιώδη τροποποίηση της επίμαχης σύμβασης παραχώρησης.

39

Συναφώς, επισημαίνεται ότι, βάσει του γράμματος του άρθρου 43, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2014/23, ο νομοθέτης της Ένωσης προέβλεψε ότι οι συμβάσεις παραχώρησης δύνανται να τροποποιούνται άνευ διεξαγωγής νέας διαδικασίας ανάθεσης σύμβασης παραχώρησης, εφόσον οι τροποποιήσεις, ανεξαρτήτως της χρηματικής τους αξίας, έχουν προβλεφθεί στα αρχικά έγγραφα της παραχώρησης με τη μορφή σαφών, ακριβών και ρητών ρητρών αναθεώρησης, στις οποίες μπορεί να περιλαμβάνονται ρήτρες αναθεώρησης της αξίας ή επιλογές. Οι εν λόγω ρήτρες ορίζουν το πεδίο εφαρμογής και τη φύση των ενδεχόμενων τροποποιήσεων ή επιλογών, καθώς και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Δεν προβλέπουν τροποποιήσεις ή επιλογές που θα μπορούσαν να μεταβάλουν τη συνολική φύση της σύμβασης παραχώρησης.

40

Δεν αμφισβητείται όμως ότι η επίμαχη σύμβαση παραχώρησης περιείχε ρήτρα που προέβλεπε δυνητική επιλογή βάσει της οποίας οι αρχικώς συναφθείσες συμβάσεις παραχώρησης μπορούσαν να ανανεωθούν για διάστημα εννέα ετών.

41

Εξάλλου, το ότι, στις υποθέσεις των κύριων δικών, η αναθέτουσα αρχή όρισε εκ νέου έναν και μόνον παραχωρησιούχο για νέο διάστημα εννέα ετών δεν απορρέει από την τροποποίηση της εθνικής ρύθμισης σχετικά με τη μέθοδο ανάθεσης, δεδομένου ότι η πράξη νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 78/2009 προέβλεπε, στο άρθρο 21, παράγραφος 1, ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη σύμβαση παραχώρησης έπρεπε καταρχήν να ανατεθεί σε «πλείονες του ενός φορείς, οι οποίοι επιλέγονται μέσω ανοικτής, ανταγωνιστικής και χωρίς διακρίσεις διαδικασίας». Ο ως άνω ορισμός παραχωρησιούχου αποτελεί τη συνέπεια της ενεργοποίησης της επιλογής περί ανανέωσης της παραχώρησης, η οποία προβλεπόταν από την πράξη νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 78/2009 καθώς και από την επίμαχη σύμβαση παραχώρησης και της οποίας το ενδεχόμενο ενεργοποίησης δεν μπορούσε να αποκλειστεί, δεδομένου του αποτελέσματος της αρχικής διαδικασίας διαγωνισμού, στην οποία, όπως επισήμανε το αιτούν δικαστήριο, μετέσχε μόνον η Lottomatica, την οποία διαδέχθηκε βάσει νόμου η Lotterie Nazionali, χωρίς συμμετοχή των εκκαλουσών των κύριων δικών ή άλλων επιχειρηματιών.

42

Πλην όμως μια τέτοια ανανέωση χωρίς τη διεξαγωγή νέας διαδικασίας ανάθεσης είναι δυνατή, σύμφωνα με το άρθρο 43, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2014/23, μόνον εφόσον έχουν τηρηθεί οι προϋποθέσεις ενεργοποίησης της προβλεπόμενης για τον σκοπό αυτό ρήτρας.

43

Υπογραμμίζεται συναφώς, όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 52 και 53 των προτάσεών του, ότι, υπό την επιφύλαξη της επαλήθευσης από το αιτούν δικαστήριο, η επίμαχη στην κύρια δίκη ανανέωση επιβλήθηκε μεν επισήμως με την πράξη νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 148/2017, πλην όμως η ανανέωση ανταποκρινόταν στην προηγουμένως εκφρασθείσα βούληση της ADM, ιδίως λαμβανομένης υπόψη της από 19 Σεπτεμβρίου 2017 ανακοίνωσής της.

44

Βάσει των ανωτέρω, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το δίκαιο της Ένωσης και, ιδίως, το άρθρο 43, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2014/23 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία που επιβάλλει την ανανέωση σύμβασης παραχώρησης χωρίς διεξαγωγή νέας διαδικασίας ανάθεσης, σε περίπτωση στην οποία η σύμβαση αυτή έχει ανατεθεί σε έναν και μόνον παραχωρησιούχο, ενώ το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο προέβλεπε ότι μια τέτοια σύμβαση παραχώρησης έπρεπε καταρχήν να ανατίθεται σε περισσότερους και κατ’ ανώτατο όριο τέσσερις επιχειρηματίες, όταν η εν λόγω εθνική νομοθεσία συνιστά ενεργοποίηση ρήτρας της αρχικής σύμβασης παραχώρησης στην οποία προβλεπόταν μια τέτοια ανανέωση ως δυνητική επιλογή.

Επί του δευτέρου και του τρίτου ερωτήματος

45

Με το δεύτερο και το τρίτο ερώτημά του, τα οποία πρέπει να συνεξεταστούν, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το δίκαιο της Ένωσης και, ιδίως, το άρθρο 43 της οδηγίας 2014/23 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία, αφενός, προβλέπει ότι η ανανέωση μιας σύμβασης παραχώρησης θα αποφασιστεί δύο έτη πριν από τη λήξη της και, αφετέρου, τροποποιεί τους όρους πληρωμής του χρηματικού ανταλλάγματος που οφείλεται από τον παραχωρησιούχο, όπως οι όροι αυτοί προβλέπονταν στην αρχική σύμβαση παραχώρησης, προκειμένου να διασφαλιστούν νέες και μεγαλύτερες εισροές στον κρατικό προϋπολογισμό.

46

Καταρχάς, υπογραμμίζεται, αφενός, ότι αυτό καθεαυτό το γεγονός ότι, εν προκειμένω, η ανανέωση εχώρησε δύο έτη πριν από την ημερομηνία λήξεως της επίμαχης σύμβασης παραχώρησης δεν συνιστά τροποποίηση των διατάξεων της σύμβασης αυτής, ενώ, υπό την επιφύλαξη επαλήθευσης από το αιτούν δικαστήριο, από την υποβληθείσα στο Δικαστήριο δικογραφία προκύπτει ότι το δίκαιο που διείπε την εν λόγω σύμβαση δεν προέβλεπε ημερομηνία κατά την οποία μπορούσε να ληφθεί η απόφαση περί τυχόν ανανέωσης.

47

Αφετέρου, οι λόγοι που δικαιολόγησαν την ανανέωση αυτή, ιδίως ο σκοπός να διασφαλιστούν νέες και μεγαλύτερες εισροές στον κρατικό προϋπολογισμό, δεν έχουν καθοριστική σημασία προκειμένου να εκτιμηθεί αν οι όροι της εν λόγω ανανέωσης ενέχουν ουσιώδεις τροποποιήσεις.

48

Όσον αφορά την τροποποίηση των όρων πληρωμής του οφειλόμενου από τον παραχωρησιούχο χρηματικού ανταλλάγματος, όπως προβλέπονταν στην επίμαχη σύμβαση παραχώρησης, δεν μπορεί να συναχθεί από το άρθρο 43, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2014/23 ότι, στο πλαίσιο της ενεργοποίησης μιας εμπίπτουσας στη διάταξη αυτή ρήτρας ή επιλογής, οποιαδήποτε τροποποίηση μη προβλεπόμενη ρητώς από την εν λόγω ρήτρα ή επιλογή θα συνεπαγόταν ότι, βάσει της παραγράφου 5 της εν λόγω διατάξεως, θα απαιτούνταν νέα διαδικασία ανάθεσης της σύμβασης παραχώρησης.

49

Ειδικότερα, στο πλαίσιο των διαφορών των κύριων δικών, βάσει της παραγράφου 1, στοιχείο εʹ, του ως άνω άρθρου 43, τέτοιες τροποποιήσεις μπορούν να επέλθουν σε σύμβαση παραχώρησης χωρίς να απαιτείται προς τούτο η διεξαγωγή νέας διαδικασίας ανάθεσης, εφόσον οι τροποποιήσεις αυτές δεν είναι ουσιώδεις κατά την έννοια της παραγράφου 4 του εν λόγω άρθρου 43.

50

Η τελευταία αυτή διάταξη προβλέπει γενικό κανόνα κατά τον οποίο η τροποποίηση μιας σύμβασης παραχώρησης κατά τη διάρκεια ισχύος της θεωρείται ουσιώδης εάν τροποποιεί ουσιωδώς τη σύμβαση σε σχέση με εκείνη που είχε αρχικώς συναφθεί. Η διάταξη αυτή διευκρινίζει εξάλλου ότι, «σε κάθε περίπτωση», μια τροποποίηση θεωρείται ουσιώδης, μεταξύ άλλων, όταν εισάγει όρους οι οποίοι, αν είχαν ισχύσει στο πλαίσιο της αρχικής διαδικασίας ανάθεσης της σύμβασης παραχώρησης, θα είχαν επιτρέψει την αποδοχή άλλων υποψηφίων από αυτούς που επιλέχθηκαν αρχικά ή την αποδοχή προσφοράς διαφορετικής από εκείνη που επιλέχθηκε αρχικά ή θα προσέλκυαν επιπλέον συμμετέχοντες στη διαδικασία ανάθεσης της σύμβασης παραχώρησης, ή όταν μεταβάλλει την οικονομική ισορροπία της σύμβασης παραχώρησης υπέρ του παραχωρησιούχου κατά τρόπο ο οποίος δεν προβλεπόταν στην αρχική σύμβαση παραχώρησης.

51

Συναφώς, επισημαίνεται ότι, εν προκειμένω, η αντιπαροχή που πρέπει να καταβληθεί από τον παραχωρησιούχο για την ανάθεση της επίμαχης στην κύρια δίκη σύμβασης παραχώρησης υπηρεσιών παραμένει αμετάβλητη, ενώ έχουν τροποποιηθεί μόνον οι όροι διεκπεραίωσης της καταβολής της αντιπαροχής αυτής, σχετικά με τους οποίους διερωτάται το αιτούν δικαστήριο.

52

Ειδικότερα, από την ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία προκύπτει ότι, κατά την επίμαχη σύμβαση παραχώρησης, το συνομολογηθέν ποσό καθίστατο ληξιπρόθεσμο, εν μέρει, κατά το έτος ενάρξεως ισχύος της σύμβασης παραχώρησης και, εν μέρει, κατά το επόμενο έτος. Αντιθέτως, στο πλαίσιο της ανανέωσης, η πρώτη δόση του οφειλόμενου ποσού θα ήταν καταβλητέα δύο έτη πριν από την έναρξη ισχύος της ανανεωθείσας σύμβασης παραχώρησης, ενώ το υπόλοιπο ποσό θα ήταν καταβλητέο κατά το έτος πριν από την εν λόγω έναρξη ισχύος.

53

Υπό την επιφύλαξη επαληθεύσεως από το αιτούν δικαστήριο, προκύπτει ότι η εν λόγω τροποποίηση δεν μπορεί να θεωρηθεί ουσιώδης, κατά την έννοια του άρθρου 43, παράγραφος 4, της οδηγίας 2014/23. Συναφώς, επισημαίνεται ότι, στο μέτρο που η κατά τα ανωτέρω προκαταβολή θα μπορούσε να συνεπάγεται αύξηση του καταβλητέου ποσού, μια τέτοια τροποποίηση δεν φαίνεται να μεταβάλλει την οικονομική ισορροπία της σύμβασης παραχώρησης υπέρ του παραχωρησιούχου, κατά την έννοια του στοιχείου βʹ του ως άνω άρθρου 43, παράγραφος 4.

54

Όσον αφορά το ζήτημα αν, εν προκειμένω, η εφαρμογή στην επίμαχη σύμβαση παραχώρησης των κατά τα ανωτέρω τροποποιηθέντων όρων πληρωμής θα είχε επιτρέψει την αποδοχή άλλων υποψηφίων από αυτούς που πράγματι συμμετείχαν ή τη συμμετοχή επιπλέον υποψηφίων, κατά την έννοια του άρθρου 43, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2014/23, διαπιστώνεται ότι καμία από τις εκκαλούσες των κύριων δικών δεν υποστήριξε τούτο και ότι η ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία δεν περιέχει κανένα στοιχείο ικανό να στηρίξει μια τέτοια διαπίστωση.

55

Βάσει του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο δεύτερο και στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το δίκαιο της Ένωσης και, ιδίως, το άρθρο 43, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2014/23 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία, αφενός, προβλέπει ότι η ανανέωση μιας σύμβασης παραχώρησης θα αποφασιστεί δύο έτη πριν από τη λήξη της και, αφετέρου, τροποποιεί τους όρους πληρωμής του χρηματικού ανταλλάγματος που οφείλεται από τον παραχωρησιούχο, όπως οι όροι αυτοί προβλέπονταν στην αρχική σύμβαση παραχώρησης, προκειμένου να διασφαλιστούν νέες και μεγαλύτερες εισροές στον κρατικό προϋπολογισμό, εφόσον η τροποποίηση αυτή δεν είναι ουσιώδης, κατά την έννοια του άρθρου 43, παράγραφος 4, της ως άνω οδηγίας.

Επί του τετάρτου ερωτήματος

56

Υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι, μολονότι τυπικώς τα υποβληθέντα ερωτήματα δεν αφορούν την ερμηνεία κάποιας συγκεκριμένης διατάξεως της οδηγίας 89/665, το γεγονός αυτό δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να παράσχει όλα τα στοιχεία ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης που μπορεί να είναι χρήσιμα για την εκδίκαση της υποθέσεως της κύριας δίκης. Στο πλαίσιο αυτό, στο Δικαστήριο απόκειται να συναγάγει, από το σύνολο των στοιχείων που του παρέχει το εθνικό δικαστήριο και ιδίως από το σκεπτικό της αποφάσεως περί παραπομπής, εκείνα τα στοιχεία του δικαίου της Ένωσης που χρήζουν ερμηνείας, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της διαφοράς της κύριας δίκης (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 6ης Μαΐου 2021, Analisi G. Caracciolo, C-142/20, EU:C:2021:368, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

57

Στο πλαίσιο αυτό, στο μέτρο που η πρόσβαση στις διαδικασίες προσφυγής στον τομέα της σύναψης δημοσίων συμβάσεων διέπεται από την οδηγία 89/665, που έχει εφαρμογή επίσης στις συμβάσεις παραχώρησης που συνάπτονται σύμφωνα με την οδηγία 2014/23, το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να αναδιατυπωθεί υπό την έννοια ότι με το ερώτημα αυτό το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 43, παράγραφος 4, της οδηγίας 2014/23 και το άρθρο 1, παράγραφος 3, της οδηγίας 89/665 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι ένας επιχειρηματίας δύναται να προσφύγει κατά αποφάσεως περί ανανέωσης μιας σύμβασης παραχώρησης για τον λόγο ότι οι όροι εκτέλεσης της αρχικής σύμβασης παραχώρησης τροποποιήθηκαν λόγω της ανανέωσης αυτής, ενώ δεν έχει συμμετάσχει στην αρχική διαδικασία ανάθεσης της εν λόγω σύμβασης παραχώρησης.

58

Ειδικότερα, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 3, της οδηγίας 89/665, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι διαδικασίες προσφυγής να είναι διαθέσιμες, σύμφωνα με τους κανόνες που τα ίδια θεσπίζουν, τουλάχιστον σε οιοδήποτε πρόσωπο έχει ή είχε συμφέρον να του ανατεθεί συγκεκριμένη σύμβαση και το οποίο υπέστη ή ενδέχεται να υποστεί ζημία από εικαζόμενη παράβαση.

59

Συνεπώς, το δικαίωμα της επιχείρησης να ασκήσει προσφυγή προϋποθέτει την εκ μέρους της απόδειξη του συμφέροντός της να της ανατεθεί η επίμαχη σύμβαση παραχώρησης στο πλαίσιο νέας διαδικασίας ανάθεσης της εν λόγω σύμβασης.

60

Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου περί δημοσίων συμβάσεων, η συμμετοχή σε διαδικασία συνάψεως συμβάσεως μπορεί καταρχήν να αποτελέσει εγκύρως προϋπόθεση η οποία πρέπει να συντρέχει ώστε να μπορεί το συγκεκριμένο πρόσωπο να δικαιολογήσει συμφέρον να του ανατεθεί η επίμαχη σύμβαση ή κίνδυνο να υποστεί ζημία λόγω του παράνομου χαρακτήρα της αποφάσεως περί ανάθεσης της εν λόγω συμβάσεως. Αν δεν έχει υποβάλει προσφορά, δύσκολα το πρόσωπο αυτό μπορεί να αποδείξει ότι έχει συμφέρον να προσβάλει την απόφαση αυτή ή ότι ζημιώνεται ή κινδυνεύει να ζημιωθεί από την ως άνω ανάθεση (πρβλ. αποφάσεις της 12ης Φεβρουαρίου 2004, Grossmann Air Service, C-230/02, EU:C:2004:93, σκέψη 27, και της 28ης Νοεμβρίου 2018, Amt Azienda Trasporti e Mobilità κ.λπ., C-328/17, EU:C:2018:958, σκέψη 46).

61

Η νομολογία όμως αυτή δεν έχει εφαρμογή στις υποθέσεις των κύριων δικών, στις οποίες επίμαχο ζήτημα δεν είναι το αν οι επιχειρηματίες οι οποίοι δεν είχαν συμμετάσχει στην αρχική διαδικασία ανάθεσης της σύμβασης παραχώρησης νομιμοποιούνται να αμφισβητήσουν το αποτέλεσμα της διαδικασίας αυτής. Όπως εξέθεσε το αιτούν δικαστήριο, κρίσιμο στις υποθέσεις αυτές είναι το συμφέρον που έχουν οι εν λόγω επιχειρηματίες να μεριμνήσει η αναθέτουσα αρχή ώστε να εφαρμόσει τη ρήτρα ανανέωσης της σύμβασης παραχώρησης κατά τρόπο σύμφωνο με τη σχετική νομοθεσία.

62

Συναφώς, ελάχιστη σημασία έχει το κατά πόσον ο επιχειρηματίας μετέσχε στην αρχική διαδικασία ανάθεσης της σύμβασης παραχώρησης, εφόσον, κατά τη στιγμή που πρόκειται να χωρήσει η ανανέωση της σύμβασης παραχώρησης, έχει συμφέρον να του ανατεθεί η σύμβαση αυτή.

63

Στο πλαίσιο αυτό, ο επιχειρηματίας δεν υποχρεούται να αποδείξει ότι όντως θα συμμετείχε στη νέα αυτή διαδικασία ανάθεσης. Πρέπει να γίνει δεκτό ότι αρκεί προς τούτο η ύπαρξη τέτοιας πιθανότητας (πρβλ. απόφαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2019, Lombardi, C-333/18, EU:C:2019:675, σκέψη 29).

64

Ειδικότερα, ο επιχειρηματίας που πληροί τις εν λόγω προϋποθέσεις δύναται βασίμως, εφόσον παρίσταται ανάγκη, να αμφισβητήσει την απόφαση της αναθέτουσας αρχής να ανανεώσει τη σύμβαση παραχώρησης υπέρ του αρχικού παραχωρησιούχου για τον λόγο ότι οι όροι εκτέλεσης της αρχικής σύμβασης παραχώρησης τροποποιήθηκαν λόγω της ανανέωσης αυτής. Συναφώς, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 94 των προτάσεών του, προκειμένου να αποδείξει ότι οι τροποποιήσεις αυτές είναι ουσιώδεις, ο επιχειρηματίας αυτός πρέπει να είναι σε θέση να ασκήσει προσφυγή με την οποία θα ζητεί τη διεξαγωγή τέτοιου ελέγχου.

65

Επομένως, στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 43, παράγραφος 4, της οδηγίας 2014/23 και το άρθρο 1, παράγραφος 3, της οδηγίας 89/665 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι ένας επιχειρηματίας δύναται να προσφύγει κατά αποφάσεως περί ανανέωσης μιας σύμβασης παραχώρησης για τον λόγο ότι οι όροι εκτέλεσης της αρχικής σύμβασης παραχώρησης τροποποιήθηκαν ουσιωδώς, ενώ δεν έχει συμμετάσχει στην αρχική διαδικασία ανάθεσης της εν λόγω σύμβασης παραχώρησης, εφόσον, κατά τη στιγμή που πρόκειται να χωρήσει η ανανέωση της σύμβασης παραχώρησης, έχει συμφέρον να του ανατεθεί η σύμβαση.

Επί των δικαστικών εξόδων

66

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους των κύριων δικών τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Το δίκαιο της Ένωσης και, ιδίως, το άρθρο 43, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2014/23/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με την ανάθεση συμβάσεων παραχώρησης, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία που επιβάλλει την ανανέωση σύμβασης παραχώρησης χωρίς διεξαγωγή νέας διαδικασίας ανάθεσης, σε περίπτωση στην οποία η σύμβαση αυτή έχει ανατεθεί σε έναν και μόνον παραχωρησιούχο, ενώ το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο προέβλεπε ότι μια τέτοια σύμβαση παραχώρησης έπρεπε καταρχήν να ανατίθεται σε περισσότερους και κατ’ ανώτατο όριο τέσσερις επιχειρηματίες, όταν η εν λόγω εθνική νομοθεσία συνιστά ενεργοποίηση ρήτρας της αρχικής σύμβασης παραχώρησης στην οποία προβλεπόταν μια τέτοια ανανέωση ως δυνητική επιλογή.

 

2)

Το δίκαιο της Ένωσης και, ιδίως, το άρθρο 43, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2014/23 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία, αφενός, προβλέπει ότι η ανανέωση μιας σύμβασης παραχώρησης θα αποφασιστεί δύο έτη πριν από τη λήξη της και, αφετέρου, τροποποιεί τους όρους πληρωμής του χρηματικού ανταλλάγματος που οφείλεται από τον παραχωρησιούχο, όπως οι όροι αυτοί προβλέπονταν στην αρχική σύμβαση παραχώρησης, προκειμένου να διασφαλιστούν νέες και μεγαλύτερες εισροές στον κρατικό προϋπολογισμό, εφόσον η τροποποίηση αυτή δεν είναι ουσιώδης, κατά την έννοια του άρθρου 43, παράγραφος 4, της ως άνω οδηγίας.

 

3)

Το άρθρο 43, παράγραφος 4, της οδηγίας 2014/23 και το άρθρο 1, παράγραφος 3, της οδηγίας 89/665/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2014/23, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι ένας επιχειρηματίας δύναται να προσφύγει κατά αποφάσεως περί ανανέωσης μιας σύμβασης παραχώρησης για τον λόγο ότι οι όροι εκτέλεσης της αρχικής σύμβασης παραχώρησης τροποποιήθηκαν ουσιωδώς, ενώ δεν έχει συμμετάσχει στην αρχική διαδικασία ανάθεσης της εν λόγω σύμβασης παραχώρησης, εφόσον, κατά τη στιγμή που πρόκειται να χωρήσει η ανανέωση της σύμβασης παραχώρησης, έχει συμφέρον να του ανατεθεί η σύμβαση.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.