ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 22ας Ιουνίου 2021 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Ιθαγένεια της Ένωσης – Οδηγία 2004/38/ΕΚ – Δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών – Άρθρο 15 – Λήξη της προσωρινής διαμονής πολίτη της Ένωσης στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής – Απόφαση απομακρύνσεως – Αναχώρηση του εν λόγω πολίτη της Ένωσης από το έδαφος αυτό – Διαχρονικά αποτελέσματα της αποφάσεως απομακρύνσεως – Άρθρο 6 – Δυνατότητα του πολίτη της Ένωσης να αποκτήσει εκ νέου δικαίωμα διαμονής κατά την επανείσοδό του στο εν λόγω έδαφος»

Στην υπόθεση C‑719/19,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Raad van State (Συμβούλιο της Επικρατείας, Κάτω Χώρες) με απόφαση της 25ης Σεπτεμβρίου 2019, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 30 Σεπτεμβρίου 2019, στο πλαίσιο της δίκης

FS

κατά

Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο του Δικαστηρίου, R. Silva de Lapuerta, Αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, A. Prechal, Μ. Βηλαρά, E. Regan (εισηγητή) και N. Piçarra, προέδρους τμημάτων, M. Safjan, D. Šváby, S. Rodin, F. Biltgen, K. Jürimäe, Κ. Λυκούργο, P. G. Xuereb, L. S. Rossi και I. Jarukaitis, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Α. Ράντος

γραμματέας: M. Ferreira, κύρια διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 16ης Νοεμβρίου 2020,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

ο FS, εκπροσωπούμενος από τον V. Senczuk, advocaat,

η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την M. K. Bulterman και τον J. Langer,

η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. Van Regemorter και M. Jacobs,

η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Smolek και J. Vláčil και την A. Pagáčová,

η Δανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους J. Nymann-Lindegren και P. Jespersen και την M. S. Wolff,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον G. Wils και την E. Montaguti,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 10ης Φεβρουαρίου 2021,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 1, και του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (ΕΕ 2004, L 158, σ. 77, και διορθωτικό ΕΕ 2004, L 229, σ. 35).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του FS, πολίτη της Ένωσης που εγκατέλειψε την επικράτεια των Κάτω Χωρών κατόπιν εκδόσεως εις βάρος του αποφάσεως απομακρύνσεως, και του Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Υφυπουργού Δικαιοσύνης και Ασφάλειας, Κάτω Χώρες, στο εξής: Υφυπουργός), σχετικά με απόφαση με την οποία ο εν λόγω πολίτης της Ένωσης τέθηκε υπό διοικητική κράτηση κατόπιν επανεισόδου του στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

Ο κώδικας συνόρων του Σένγκεν

3

Ο κανονισμός (ΕΕ) 2016/399 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2016, περί κώδικα της Ένωσης σχετικά με το καθεστώς διέλευσης προσώπων από τα σύνορα (κώδικας συνόρων του Σένγκεν) (ΕΕ 2016, L 77, σ. 1), προβλέπει στο άρθρο 22, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διέλευση των εσωτερικών συνόρων», τα ακόλουθα:

«Επιτρέπεται η διέλευση των εσωτερικών συνόρων σε οποιοδήποτε σημείο χωρίς συνοριακούς ελέγχους, ανεξαρτήτως ιθαγενείας των προσώπων.»

Η οδηγία 2004/38

4

Οι αιτιολογικές σκέψεις 1 έως 3, 10 και 16 της οδηγίας 2004/38 έχουν ως εξής:

«(1)

Η ιθαγένεια της Ένωσης παρέχει σε κάθε πολίτη της Ένωσης το πρωτογενές και ατομικό δικαίωμα να κυκλοφορεί και να διαμένει ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, με την επιφύλαξη των περιορισμών και των όρων που ορίζονται στη [Συνθήκη ΛΕΕ] και των μέτρων που θεσπίζονται για την εφαρμογή [της].

(2)

Η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων αποτελεί μία από τις θεμελιώδεις ελευθερίες της εσωτερικής αγοράς, η οποία περιλαμβάνει ένα χώρο χωρίς εσωτερικά σύνορα, μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελευθερία σύμφωνα με τις διατάξεις της [Συνθήκης ΛΕΕ].

(3)

Ιθαγένεια της Ένωσης θα πρέπει να είναι το θεμελιώδες καθεστώς των υπηκόων των κρατών μελών όταν ασκούν το δικαίωμά τους της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής. Ωστόσο, είναι αναγκαίο να κωδικοποιηθούν και να επανεξετασθούν οι ισχύουσες κοινοτικές πράξεις που διέπουν χωριστά τους μισθωτούς, τους μη μισθωτούς, καθώς και τους φοιτητές και άλλα πρόσωπα άνευ επαγγέλματος, προκειμένου να απλοποιηθεί και να ενισχυθεί το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής όλων των πολιτών της Ένωσης.

[…]

(10)

Οι απολαύοντες του δικαιώματος διαμονής δεν θα πρέπει, ωστόσο, να καθίστανται υπέρμετρο βάρος για το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής κατά την αρχική περίοδο διαμονής τους. Για τον σκοπό αυτό, το δικαίωμα διαμονής των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους, για χρονικά διαστήματα μεγαλύτερα των τριών μηνών, θα πρέπει να υπόκειται σε όρους.

[…]

(16)

Ενόσω οι δικαιούχοι του δικαιώματος διαμονής δεν αποτελούν υπέρμετρο βάρος για το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής, δεν θα πρέπει να απελαύνονται. […]»

5

Το άρθρο 3 της ίδιας οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαιούχοι», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία ισχύει για όλους τους πολίτες της Ένωσης οι οποίοι μεταβαίνουν ή διαμένουν σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο του οποίου είναι υπήκοοι καθώς και τα μέλη των οικογενειών τους κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2 σημείο 2 που τους συνοδεύουν ή πηγαίνουν να τους συναντήσουν.»

6

Το άρθρο 5 της οδηγίας 2004/38, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα εισόδου», ορίζει τα ακόλουθα:

«1.   Με την επιφύλαξη των διατάξεων επί των ταξιδιωτικών εγγράφων που ισχύουν για τους εθνικούς συνοριακούς ελέγχους, τα κράτη μέλη επιτρέπουν την είσοδο στην επικράτειά τους σε κάθε πολίτη της Ένωσης ο οποίος φέρει ισχύον δελτίο ταυτότητας ή διαβατήριο, καθώς επίσης και στα μέλη της οικογένειας που δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους, εφόσον φέρουν ισχύον διαβατήριο.

[…]

5.   Το κράτος μέλος μπορεί να απαιτήσει από τον ενδιαφερόμενο να γνωστοποιήσει την παρουσία του στην επικράτειά του εντός εύλογης προθεσμίας η οποία δεν δημιουργεί διακρίσεις. Η μη συμμόρφωση με την απαίτηση αυτή είναι δυνατόν να επισύρει κυρώσεις για τον ενδιαφερόμενο, οι οποίες θα είναι αναλογικές και δεν θα εισάγουν διακρίσεις.»

7

Το άρθρο 6 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα διαμονής έως τρεις μήνες», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Οι πολίτες της Ένωσης έχουν δικαίωμα διαμονής στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους για χρονικό διάστημα έως τρεις μήνες χωρίς κανένα όρο ή διατύπωση πέραν της απαίτησης κατοχής ισχύοντος δελτίου ταυτότητας ή διαβατηρίου.»

8

Το άρθρο 7 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα διαμονής άνω των τριών μηνών», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Όλοι οι πολίτες της Ένωσης έχουν δικαίωμα διαμονής στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών, εφόσον:

α)

είναι μισθωτοί ή μη μισθωτοί στο κράτος μέλος υποδοχής, ή

β)

διαθέτουν επαρκείς πόρους για τον εαυτό τους και τα μέλη των οικογενειών τους, ούτως ώστε να μην επιβαρύνουν κατά τη διάρκεια της περιόδου παραμονής τους το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής, καθώς και πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας στο κράτος μέλος υποδοχής, ή

γ)

έχουν εγγραφεί σε ιδιωτικό ή δημόσιο ίδρυμα, εγκεκριμένο ή χρηματοδοτούμενο από το κράτος μέλος υποδοχής βάσει της νομοθεσίας ή της διοικητικής πρακτικής του, για να παρακολουθήσουν κατά κύριο λόγο σπουδές, συμπεριλαμβανομένων μαθημάτων επαγγελματικής κατάρτισης, και

δ)

διαθέτουν πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας στο κράτος μέλος υποδοχής και βεβαιώνουν την αρμόδια εθνική αρχή, με δήλωση ή με ισοδύναμο μέσο της επιλογής τους, ότι διαθέτουν επαρκείς πόρους για τον εαυτό τους και τα μέλη της οικογένειάς τους, ούτως ώστε να μην επιβαρύνουν το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής κατά τη διάρκεια της παραμονής τους, ή

[…]».

9

Το άρθρο 8 της ίδιας οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διοικητικές διατυπώσεις για τους πολίτες της Ένωσης», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Με την επιφύλαξη του άρθρου 5 παράγραφος 5 το κράτος μέλος υποδοχής μπορεί να απαιτεί από τους πολίτες της Ένωσης να εγγράφονται από τις αρμόδιες αρχές για τα διαστήματα παραμονής που υπερβαίνουν τους τρεις μήνες.»

10

Το άρθρο 14 της οδηγίας 2004/38, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διατήρηση του δικαιώματος διαμονής», έχει ως εξής:

«1.   Οι πολίτες της Ένωσης και τα μέλη της οικογένειάς τους έχουν το δικαίωμα διαμονής που προβλέπεται στο άρθρο 6, ενόσω δεν αποτελούν υπέρμετρο βάρος για το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής.

2.   Οι πολίτες της Ένωσης και τα μέλη της οικογένειάς τους έχουν το δικαίωμα διαμονής που προβλέπεται στα άρθρα 7, 12 και 13, ενόσω πληρούν τους όρους των άρθρων αυτών.

Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις όπου υπάρχει εύλογη αμφιβολία κατά πόσον ο πολίτης της Ένωσης ή τα μέλη της οικογένειάς του πληρούν τους όρους των άρθρων 7, 12 και 13, τα κράτη μέλη δύνανται να ελέγχουν εάν πληρούνται οι όροι αυτοί. Ο έλεγχος αυτός δεν διενεργείται συστηματικά.

3.   Η προσφυγή στο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής πολίτη της Ένωσης ή ενός μέλους της οικογένειάς του δεν συνεπάγεται αυτομάτως τη λήψη μέτρου απέλασης.

4.   Κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους 1 και 2 και με την επιφύλαξη των διατάξεων του κεφαλαίου VI, δεν λαμβάνεται επ’ ουδενί μέτρο απέλασης κατά πολιτών της Ένωσης ή μελών της οικογένειάς τους, εφόσον:

[…]

β)

οι πολίτες της Ένωσης εισήλθαν στην επικράτεια του κράτους μέλους υποδοχής προκειμένου να αναζητήσουν εργασία. Σε αυτή την περίπτωση, οι πολίτες της Ένωσης και τα μέλη των οικογενειών τους, δεν μπορούν να απελαθούν ενόσω οι πολίτες της Ένωσης δύνανται να παρέχουν αποδείξεις ότι συνεχίζουν να αναζητούν εργασία και ότι έχουν πραγματικές πιθανότητες να προσληφθούν.»

11

Το άρθρο 15 της οδηγίας αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διαδικαστικές εγγυήσεις», έχει ως εξής:

«1.   Οι διαδικασίες που προβλέπονται στα άρθρα 30 και 31 εφαρμόζονται κατ’ αναλογία για κάθε απόφαση περιοριστική της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους, για άλλους λόγους εκτός της δημόσιας τάξης, της δημόσιας ασφάλειας ή της δημόσιας υγείας.

[…]

3.   Το κράτος μέλος υποδοχής δεν δύναται να επιβάλλει απαγόρευση εισόδου σε συνδυασμό με απόφαση απέλασης για την οποία ισχύει η παράγραφος 1.»

12

Το άρθρο 16 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Γενικός κανόνας για τους πολίτες της Ένωσης και τα μέλη των οικογενειών τους», ορίζει στην παράγραφο 1 τα ακόλουθα:

«Οι πολίτες της Ένωσης οι οποίοι έχουν διαμείνει νομίμως για συνεχές χρονικό διάστημα πέντε ετών στο κράτος μέλος υποδοχής έχουν δικαίωμα μόνιμης διαμονής στην επικράτειά του. […]»

13

Το άρθρο 17 της οδηγίας 2004/38, τιτλοφορούμενο «Παρεκκλίσεις για τα πρόσωπα τα οποία δεν εργάζονται πλέον στο κράτος μέλος υποδοχής και για τα μέλη των οικογενειών τους», προβλέπει, μεταξύ άλλων, παρεκκλίσεις από τον γενικό κανόνα επιλεξιμότητας που προβλέπεται στο άρθρο 16 της οδηγίας σχετικά με την απόκτηση του δικαιώματος μόνιμης διαμονής.

14

Το άρθρο 21 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αδιάλειπτο της διαμονής», ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, το αδιάλειπτο της διαμονής μπορεί να πιστοποιείται με κάθε αποδεικτικό μέσο εν χρήσει στο κράτος μέλος υποδοχής. Το αδιάλειπτο της διαμονής διακόπτεται από κάθε απόφαση απέλασης η οποία εκτελείται νομοτύπως κατά του ενδιαφερομένου.»

15

Το άρθρο 24 της οδηγίας 2004/38, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ίση μεταχείριση», προβλέπει στην παράγραφο 2 τα ακόλουθα:

«Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, το κράτος μέλος υποδοχής δεν είναι υποχρεωμένο να χορηγεί δικαίωμα σε κοινωνικές παροχές κατά τους πρώτους τρεις μήνες της διαμονής, ή, κατά περίπτωση, κατά το μακρότερο χρονικό διάστημα που προβλέπεται στο άρθρο 14 παράγραφος 4 στοιχείο β), ούτε να δίνει, πριν από την απόκτηση του δικαιώματος μόνιμης διαμονής, σπουδαστική βοήθεια, συμπεριλαμβανομένης της επαγγελματικής κατάρτισης, αποτελούμενη από σπουδαστικές υποτροφίες ή σπουδαστικά δάνεια σε άλλα πρόσωπα εκτός από μισθωτούς, μη μισθωτούς, […] πρόσωπα που διατηρούν αυτή την ιδιότητα και […] μέλη των οικογενειών τους.»

16

Το άρθρο 27 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Γενικές αρχές», ορίζει στην παράγραφο 1 τα ακόλουθα:

«Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου, τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν περιορισμούς στην ελευθερία κυκλοφορίας και διαμονής των πολιτών της Ένωσης και των μελών της οικογένειάς τους, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας. Δεν μπορεί να γίνεται επίκληση των λόγων αυτών για την εξυπηρέτηση οικονομικών σκοπών.»

17

Το άρθρο 30 της οδηγίας 2004/38, το οποίο επιγράφεται «Κοινοποίηση των αποφάσεων», έχει ως εξής:

«1.   Κάθε απόφαση που λαμβάνεται δυνάμει του άρθρου 27 παράγραφος 1 πρέπει να κοινοποιείται εγγράφως στους ενδιαφερόμενους κατά τρόπο που να τους επιτρέπει να κατανοήσουν το περιεχόμενο και τις συνέπειες της απόφασης.

[…]

3.   Η κοινοποίηση περιέχει μνεία του δικαστηρίου ή της διοικητικής αρχής ενώπιον του οποίου ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ασκήσει προσφυγή, την προθεσμία της προσφυγής καθώς και, ενδεχομένως, την προθεσμία που τάσσεται στον ενδιαφερόμενο να εγκαταλείψει την επικράτεια του κράτους μέλους. Με εξαίρεση τις δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις κατεπείγοντος, η τασσόμενη προθεσμία για την εγκατάλειψη της επικράτειας δεν μπορεί να είναι μικρότερη του ενός μηνός από την ημερομηνία της κοινοποίησης.»

18

Το άρθρο 31 της οδηγίας αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διαδικαστικές εγγυήσεις», ορίζει στην παράγραφο 4 τα ακόλουθα:

«Τα κράτη μέλη μπορούν να απαγορεύσουν την είσοδο του ενδιαφερομένου στην επικράτειά τους κατά τη διάρκεια της διαδικασίας προσφυγής, αλλά δεν μπορούν να του απαγορεύσουν να υπερασπισθεί τον εαυτό του κατά τη δίκη, αυτοπροσώπως, εκτός αν η εμφάνισή του μπορεί να προκαλέσει σοβαρή διατάραξη της δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας ή αν η προσφυγή ή δικαστική αναθεώρηση αφορά άρνηση εισόδου στην επικράτεια.»

19

Το άρθρο 32 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διάρκεια των διαταγών απαγόρευσης εισόδου», προβλέπει τα εξής:

«1.   Τα πρόσωπα τα οποία αποτέλεσαν αντικείμενο απόφασης απαγόρευσης εισόδου για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας μπορούν να υποβάλλουν αίτηση, για την άρση της απόφασης απαγόρευσης εισόδου μετά από μία εύλογη, ανάλογα με τις περιστάσεις, προθεσμία, και, εν πάση περιπτώσει, μετά την πάροδο τριετίας από την εκτέλεση της οριστικής απόφασης απαγόρευσης εισόδου που έχει ληφθεί νομοτύπως σύμφωνα με το […] δίκαιο [της Ένωσης], επικαλούμενα στοιχεία τα οποία αποδεικνύουν ουσιαστική μεταβολή των περιστάσεων που είχαν δικαιολογήσει την απόφαση απαγόρευσης εισόδου.

Το οικείο κράτος μέλος αποφαίνεται επί της αιτήσεως αυτής εντός έξι μηνών από την υποβολή της.

2.   Τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 πρόσωπα δεν έχουν κανένα δικαίωμα εισόδου στην επικράτεια του οικείου κράτους μέλους όσο εξετάζεται η αίτησή τους.»

Το ολλανδικό δίκαιο

Ο Vw 2000

20

Το άρθρο 1 του Wet tot algehele herziening van de Vreemdelingenwet (Vreemdelingenwet 2000) (νόμου του 2000 περί αλλοδαπών), της 23ης Νοεμβρίου 2000 (Stb. 2000, αριθ. 495), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: Vw 2000), έχει ως εξής:

«Κατά τον παρόντα νόμο και τις διατάξεις που θεσπίζονται βάσει του νόμου αυτού, νοούνται ως:

[…]

[υπήκοοι της Ένωσης]:

1° [οι υπήκοοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης] οι οποίοι, βάσει της Συνθήκης ΛΕΕ, επιτρέπεται να εισέρχονται και να διαμένουν στο έδαφος άλλου κράτους μέλους·

[…]

αλλοδαπός: κάθε πρόσωπο που δεν έχει την ολλανδική ιθαγένεια και το οποίο δεν εξομοιούται με Ολλανδό υπήκοο δυνάμει νομικής διατάξεως».

21

Το άρθρο 8 του Vw 2000 ορίζει τα ακόλουθα:

«Οι αλλοδαποί έχουν δικαίωμα νόμιμης διαμονής στις Κάτω Χώρες μόνον στις κατωτέρω περιπτώσεις:

[…]

e.

ως υπήκοοι της Ένωσης, καθόσον διαμένουν στις Κάτω Χώρες δυνάμει νομοθεσίας θεσπισθείσας βάσει της Συνθήκης ΛΕΕ ή της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ)».

22

Το άρθρο 50 του Vw 2000 προβλέπει τα εξής:

«1.   Οι υπάλληλοι που είναι επιφορτισμένοι με την επιτήρηση των συνόρων και τον έλεγχο των αλλοδαπών έχουν την εξουσία είτε λόγω γεγονότων και περιστάσεων από τα οποία, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, τεκμαίρεται ευλόγως παράνομη διαμονή είτε στο πλαίσιο της καταπολέμησης της παράνομης διαμονής μετά τη διέλευση των συνόρων, να ελέγχουν πρόσωπα προς εξακρίβωση της ταυτότητάς τους, της ιθαγένειάς τους και των συνθηκών διαμονής τους. Σε βάρος προσώπου το οποίο δηλώνει ότι έχει την ολλανδική ιθαγένεια, χωρίς να είναι σε θέση να το αποδείξει, μπορεί να επιβληθεί κάποιο από τα μέτρα περιορισμού των παραγράφων 2 και 5. Τα έγγραφα τα οποία πρέπει να διαθέτει αλλοδαπός προκειμένου να εξακριβωθεί η ταυτότητά του, η ιθαγένειά του και οι συνθήκες διαμονής του καθορίζονται με απόφαση γενικής ισχύος.

[…]

3.   Αν η ταυτότητα του ελεγχόμενου προσώπου μπορεί να εξακριβωθεί αμέσως και εφόσον αποδειχθεί ότι το πρόσωπο αυτό δεν έχει δικαίωμα νόμιμης διαμονής ή εφόσον δεν αποδεικνύεται αμέσως ότι έχει δικαίωμα νόμιμης διαμονής, το εν λόγω πρόσωπο μπορεί να μεταφερθεί σε χώρο προβλεπόμενο για ακρόαση. Κρατείται εκεί για διάρκεια που δεν υπερβαίνει τις έξι ώρες, μη λαμβανομένου υπόψη του διαστήματος από τα μεσάνυχτα έως τις εννέα το πρωί.

[…]»

23

Το άρθρο 59 του Vw 2000 ορίζει τα ακόλουθα:

«1.   Εφόσον τούτο απαιτείται για λόγους δημόσιας τάξης ή εθνικής ασφάλειας, ο Υπουργός μπορεί να θέσει υπό κράτηση, με σκοπό την απομάκρυνσή του, τον αλλοδαπό ο οποίος

a. δεν διαμένει νόμιμα στη χώρα·

[…]».

24

Το άρθρο 61 του Vw 2000 έχει ως εξής:

«1.   Ο αλλοδαπός ο οποίος δεν διαμένει ή δεν διαμένει πλέον νόμιμα στη χώρα πρέπει να εγκαταλείψει οικειοθελώς την επικράτεια των Κάτω Χωρών εντός της προθεσμίας του άρθρου 62.

[…]»

25

Το άρθρο 62 του Vw 2000 ορίζει τα ακόλουθα:

«1.   Μετά την έκδοση αποφάσεως για την επιστροφή αλλοδαπού ή, αν πρόκειται για υπήκοο της Ένωσης, μετά τη λήξη της νόμιμης διαμονής του, το εν λόγω πρόσωπο οφείλει να εγκαταλείψει οικειοθελώς την επικράτεια των Κάτω Χωρών εντός τεσσάρων εβδομάδων.

[…]»

26

Το άρθρο 63 του Vw 2000 προβλέπει τα εξής:

«1.   Ο αλλοδαπός ο οποίος δεν διαμένει νόμιμα στη χώρα και δεν εγκατέλειψε οικειοθελώς την επικράτεια των Κάτω Χωρών εντός της προθεσμίας που τάσσεται από τον παρόντα νόμο δύναται να απελαθεί.

[…]»

27

Το άρθρο 72 του Vw 2000 ορίζει τα ακόλουθα:

«[…]

3.   Για τους σκοπούς του παρόντος τμήματος, εξομοιώνεται επίσης με απόφαση η πράξη διοικητικής αρχής που αφορά αλλοδαπό με την ιδιότητά του αυτή, […]

[…]».

28

Το άρθρο 106 του Vw 2000 έχει ως εξής:

«1.   Αν το rechtbank (πρωτοδικείο) διατάξει την άρση μέτρου στερητικού ή περιοριστικού της ελευθερίας ή αν η στέρηση ή ο περιορισμός της ελευθερίας έχει ήδη αρθεί πριν από την εξέταση της αιτήσεως για άρση του μέτρου αυτού, το εν λόγω δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει στον αλλοδαπό αποζημίωση εις βάρος του Δημοσίου. […]

2.   Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν, όταν το Afdeling bestuursrechtspraak van de Raad van State (τμήμα διοικητικών διαφορών του Συμβουλίου της Επικρατείας) διατάσσει την άρση μέτρου στερητικού ή περιοριστικού της ελευθερίας.»

29

Το άρθρο 112 του Vw 2000 ορίζει τα ακόλουθα:

«Κατ’ εφαρμογήν διεθνούς συνθήκης ή αποφάσεως διεθνούς οργανισμού που δεσμεύει το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, μπορούν, με απόφαση γενικής ισχύος ή δυνάμει τέτοιας αποφάσεως, να θεσπιστούν κανόνες σχετικά με τη νόμιμη διαμονή αλλοδαπών οι οποίοι μπορούν να εισάγουν, υπέρ των αλλοδαπών, παρέκκλιση από τον παρόντα νόμο.»

Το Vreemdelingenbesluit 2000

30

Το άρθρο 8.7 του Besluit tot uitvoering van de Vreemdelingenwet 2000 (Vreemdelingenbesluit 2000) (διατάγματος του 2000 περί αλλοδαπών), της 23ης Νοεμβρίου 2000 (Stb. 2000, αριθ. 497), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης της κύριας δίκης, περιλαμβάνεται στη δεύτερη ενότητα του δεύτερου τμήματος του κεφαλαίου 8 του διατάγματος αυτού, το οποίο περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τα άρθρα 8.8, 8.11, 8.12 και 8.16. Το άρθρο αυτό προβλέπει τα εξής:

«1.   Η παρούσα ενότητα έχει εφαρμογή επί αλλοδαπών που έχουν την ιθαγένεια κράτους μέλους της Ένωσης ή συμβαλλόμενου μέρους στη Συμφωνία για τον ΕΟΧ ή την ελβετική ιθαγένεια και μεταβαίνουν στις Κάτω Χώρες ή διαμένουν σε αυτές.

[…]»

31

Το άρθρο 8.11 του εν λόγω διατάγματος έχει ως εξής:

«1.   Ο αλλοδαπός του άρθρου 8.7, παράγραφος 1, διαμένει νόμιμα στη χώρα για διάστημα τριών μηνών από την είσοδό του εφόσον:

a.

είναι κάτοχος ισχύοντος δελτίου ταυτότητας ή διαβατηρίου· ή

b.

αποδεικνύει –χωρίς να γεννάται συναφώς καμία αμφιβολία–, με άλλα μέσα, την ταυτότητά του και την ιθαγένειά του.

[…]»

32

Το άρθρο 8.12 του ίδιου διατάγματος ορίζει τα ακόλουθα:

«1.   Ο κατά το άρθρο 8.7, παράγραφος 1, αλλοδαπός διαμένει νόμιμα στην επικράτεια των Κάτω Χωρών για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών από την είσοδό του εφόσον:

a.

είναι μισθωτός ή μη μισθωτός εργαζόμενος στις Κάτω Χώρες ή εισέρχεται στις Κάτω Χώρες προκειμένου να αναζητήσει εργασία στη χώρα αυτή και είναι σε θέση να αποδείξει ότι έχει πραγματικές πιθανότητες να προσληφθεί·

b.

διαθέτει, για τον εαυτό του και για τα μέλη της οικογένειάς του, επαρκείς πόρους και πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας στις Κάτω Χώρες·

c.

έχει εγγραφεί ώστε να λάβει κατάρτιση από το Centraal register opleidingen hoger onderwijs (Κεντρικό μητρώο προγραμμάτων κατάρτισης ανωτάτης εκπαίδευσης, Κάτω Χώρες) […]·

[…]

2.   Ο αλλοδαπός της παραγράφου 1, στοιχείο a, δεν παύει να διαμένει νόμιμα στη χώρα απλώς και μόνον επειδή δεν ασκεί πλέον μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα:

a.

στην περίπτωση που δεν δύναται προσωρινώς να εργαστεί λόγω ασθένειας ή ατυχήματος·

b.

στην περίπτωση που είναι ακουσίως άνεργος αφού έχει ασκήσει δραστηριότητα ως μισθωτός ή μη μισθωτός για τουλάχιστον ένα έτος και έχει εγγραφεί ως πρόσωπο που αναζητεί εργασία στον Uitvoeringsinstituut werknemersverzekeringen (Οργανισμό διαχειρίσεως των ασφαλίσεων για μισθωτούς, Κάτω Χώρες)·

c.

για χρονικό διάστημα τουλάχιστον έξι μηνών αφότου κατέστη ακουσίως άνεργος λόγω λήξεως συμβάσεως εργασίας διάρκειας μικρότερης του έτους ή αφότου κατέστη ακουσίως άνεργος κατά τη διάρκεια των πρώτων δώδεκα μηνών, εφόσον έχει εγγραφεί ως πρόσωπο το οποίο αναζητεί εργασία στον Οργανισμό διαχειρίσεως των ασφαλίσεων για μισθωτούς·

d.

αν παρακολουθεί πρόγραμμα επαγγελματικής κατάρτισης το οποίο, εκτός από την περίπτωση που ο αλλοδαπός κατέστη ακουσίως άνεργος, σχετίζεται με την προηγούμενη επαγγελματική δραστηριότητά του.

[…]»

33

Το άρθρο 8.16, παράγραφος 1, του διατάγματος του 2000 περί αλλοδαπών ορίζει τα εξής:

«Υπό την επιφύλαξη των άρθρων 8.22 και 8.23, ο αλλοδαπός διαμένει νόμιμα στη χώρα καθ’ όσο διάστημα πληροί τις προϋποθέσεις των άρθρων 8.12 έως 8.15. Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, εφόσον υφίστανται εύλογες αμφιβολίες σχετικά με το αν πληρούνται οι εν λόγω προϋποθέσεις, ο Υπουργός μπορεί να προβεί σε σχετικό έλεγχο. Ο έλεγχος αυτός δεν διενεργείται κατά τρόπο συστηματικό. Ο αλλοδαπός δεν παύει αυτομάτως να διαμένει νόμιμα στη χώρα στην περίπτωση που ζητήσει τη συνδρομή του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας.

[…]»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

34

Με απόφαση της 1ης Ιουνίου 2018, ο Υφυπουργός έκρινε ότι ο FS, πολωνικής ιθαγένειας, διέμενε παρανόμως στην επικράτεια των Κάτω Χωρών.

35

Ο Υφυπουργός στήριξε την απόφασή του στο γεγονός ότι από έρευνα προέκυψε ότι, ενώ ο FS είχε εργαστεί για διάστημα πέντε μηνών στις Κάτω Χώρες, δεν ασκούσε πλέον καμία μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα, δεν είχε αποδείξει ότι ήταν ακουσίως άνεργος ή ότι αναζητούσε εργασία και δεν φοιτούσε σε κάποια σχολή. Επιπλέον, με βάση την εν λόγω έρευνα, ο FS δεν είχε αποδείξει ότι διέθετε επαρκείς πόρους ώστε να είναι σε θέση να καλύψει τις ανάγκες του. Τέλος, ελήφθη υπόψη το γεγονός ότι ο FS είχε συλληφθεί επανειλημμένως από την αστυνομία ως ύποπτος διαπράξεως κλοπών από καταστήματα και κλοπών πορτοφολιών.

36

Κατά συνέπεια, ο Υφυπουργός έκρινε, με την εν λόγω απόφαση, ότι ο FS δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 7 της οδηγίας 2004/38.

37

Με απόφαση του Υφυπουργού της 25ης Σεπτεμβρίου 2018 (στο εξής: απόφαση απομακρύνσεως του FS) απορρίφθηκε ως αβάσιμη η διοικητική προσφυγή του FS κατά της αποφάσεως της 1ης Ιουνίου 2018.

38

Ο Υφυπουργός στήριξε την απόφαση απομακρύνσεως του FS στο γεγονός ότι από τα στοιχεία που επικαλέστηκε ο ενδιαφερόμενος στο πλαίσιο της διοικητικής προσφυγής του δεν προέκυπτε ότι έπρεπε να ληφθεί απόφαση διαφορετική από εκείνη που ελήφθη την 1η Ιουνίου 2018. Ο Υφυπουργός έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι ο FS δεν είχε αποδείξει, ούτε στο πλαίσιο της διοικητικής προσφυγής του, ότι ήταν ακουσίως άνεργος ή ότι αναζητούσε εργασία. Ο Υφυπουργός έκρινε επίσης ότι δεν είχε εξεταστεί αν η συμπεριφορά του FS συνιστούσε ενεστώσα, πραγματική και σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας. Επομένως, η έκδοση της αποφάσεως απομακρύνσεως κατά του FS δεν είχε στηριχθεί στο άρθρο 27 της οδηγίας 2004/38.

39

Με την απόφαση απομακρύνσεως του FS, τάχθηκε από τον Υφυπουργό προθεσμία τεσσάρων εβδομάδων από την ημερομηνία κοινοποιήσεως της αποφάσεως αυτής για οικειοθελή αναχώρησή του και επισημάνθηκε ότι ήταν δυνατό να διαταχθεί απέλασή του αν δεν τηρούσε την εν λόγω προθεσμία. Βάσει της ημερομηνίας κοινοποιήσεως της αποφάσεως αυτής, η εν λόγω προθεσμία έληγε στις 23 Οκτωβρίου 2018.

40

Ο FS δεν άσκησε ένδικη προσφυγή κατά της εν λόγω αποφάσεως απομακρύνσεως, με αποτέλεσμα αυτή να καταστεί απρόσβλητη.

41

Κατά το αιτούν δικαστήριο, ο FS εγκατέλειψε την επικράτεια των Κάτω Χωρών, εν πάσει περιπτώσει, το αργότερο στις 23 Οκτωβρίου 2018, δεδομένου ότι οι γερμανικές αστυνομικές αρχές τον συνέλαβαν κατά την ημερομηνία αυτή για φερόμενη κλοπή από κατάστημα.

42

Ο FS δήλωσε ότι διαμένει σε κατοικία φίλων του στο Kaldenkirchen (Γερμανία) αφότου εγκατέλειψε την επικράτεια των Κάτω Χωρών. Η τοποθεσία αυτή βρίσκεται ακριβώς μετά τα σύνορα που χωρίζουν τα δύο αυτά κράτη μέλη. Ο FS δήλωσε επίσης ότι είχε εξάρτηση από τη μαριχουάνα και μετέβαινε καθημερινώς στις Κάτω Χώρες προκειμένου να προμηθευτεί την εν λόγω ουσία.

43

Τέλος, ο FS δήλωσε ότι εισήλθε στην επικράτεια των Κάτω Χωρών στις 21 Νοεμβρίου 2018, διότι είχε κληθεί να παραστεί στις 23 Νοεμβρίου του ίδιου έτους ενώπιον δικαστηρίου. Στις 22 Νοεμβρίου 2018 ο FS συνελήφθη σε υπεραγορά στο Venlo (Κάτω Χώρες) για κλοπή. Συνελήφθη από τις ολλανδικές αστυνομικές υπηρεσίες επειδή δεν ήταν σε θέση να επιδείξει δελτίο ταυτότητας και τέθηκε υπό αστυνομική κράτηση ενόψει της ακροάσεώς του, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 50 του Vw 2000.

44

Ο Υφυπουργός αποφάσισε να θέσει τον FS υπό διοικητική κράτηση, δυνάμει του άρθρου 59, παράγραφος 1, εισαγωγική περίοδος και στοιχείο a, του Vw 2000. Τέτοια διοικητική κράτηση επιβάλλεται στους παρανόμως διαμένοντες στην επικράτεια των Κάτω Χωρών αλλοδαπούς, εν αναμονή της απομακρύνσεώς τους προς τη χώρα καταγωγής τους.

45

Ο Υφυπουργός στήριξε την απόφαση αυτή στο γεγονός ότι απαιτούνταν η λήψη μέτρου κράτησης προς το συμφέρον της δημόσιας τάξης, δεδομένου του κινδύνου να διαφύγει ο FS τον έλεγχο αλλοδαπών και να παρεμποδίσει την προετοιμασία της αναχώρησής του ή της διαδικασίας απομακρύνσεώς του. Ειδικότερα, πρώτον, ο FS, κατά παράβαση της ολλανδικής νομοθεσίας περί αλλοδαπών, είχε διαφύγει για ορισμένο χρονικό διάστημα τον έλεγχο αλλοδαπών, δεύτερον, του είχε κοινοποιηθεί προηγουμένως απόφαση από την οποία προκύπτει ότι υποχρεούνταν να εγκαταλείψει την επικράτεια των Κάτω Χωρών και δεν συμμορφώθηκε με αυτή εντός της ταχθείσας προς τούτο προθεσμίας, τρίτον, δεν είχε κατοικία ή σταθερή διαμονή, τέταρτον, δεν διέθετε επαρκείς πόρους και, πέμπτον, ήταν ύποπτος για την τέλεση κακουργήματος ή πλημμελήματος ή είχε ήδη καταδικαστεί για αυτό.

46

Με απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2018, το rechtbank Den Haag, zittingsplaats Groningen (πρωτοδικείο Χάγης, δικάζον στο Groningen, Κάτω Χώρες) απέρριψε ως αβάσιμη την προσφυγή που άσκησε ο FS κατά της αποφάσεως κράτησης, ιδίως δε το αίτημα για επιδίκαση αποζημίωσης που προέβαλε με αυτήν.

47

Κατά της ως άνω αποφάσεως ο FS άσκησε έφεση ενώπιον του Raad van State (Συμβουλίου της Επικρατείας, Κάτω Χώρες).

48

Στις 18 Δεκεμβρίου 2018, o FS άσκησε διοικητική προσφυγή, βάσει του άρθρου 72, παράγραφος 3, του Vw 2000, κατά της απομακρύνσεώς του προς την Πολωνία στις 21 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους. Υπέβαλε επίσης αίτηση προς τον voorzieningenrechter van de rechtbank Den Haag (δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων του πρωτοδικείου της Χάγης, Κάτω Χώρες) ζητώντας να διαταχθεί η αναστολή της απομακρύνσεώς του.

49

Με απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2018, ο voorzieningenrechter van de rechtbank Den Haag (δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων του πρωτοδικείου της Χάγης) έκανε δεκτή την αίτηση του FS για τη λήψη προσωρινών μέτρων και, συνακόλουθα, απαγόρευσε την απομάκρυνσή του προς την Πολωνία πριν από τη λήξη προθεσμίας τεσσάρων εβδομάδων από την ημερομηνία κοινοποιήσεως της αποφάσεως επί της διοικητικής προσφυγής του FS. Την ίδια ημέρα, δεδομένου ότι, βάσει της εν λόγω αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων, απαγορεύτηκε προσωρινώς η απομάκρυνση του FS προς την Πολωνία, ο Υφυπουργός ήρε το μέτρο διοικητικής κράτησης που είχε λάβει κατά του FS.

50

Κατά το αιτούν δικαστήριο, μολονότι ο Yφυπουργός ήρε το εν λόγω μέτρο κράτησης, o FS εξακολουθεί να έχει έννομο συμφέρον να εκδικαστεί η έφεση που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, δεδομένου ότι, δυνάμει του άρθρου 106 του Vw 2000, δικαιούται αποζημίωση αν αποδειχθεί ότι είχε παρανόμως τεθεί υπό κράτηση.

51

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η απόφαση απομακρύνσεως του FS, με την οποία ο Υφυπουργός έκρινε ότι αυτός δεν είχε δικαίωμα διαμονής στην επικράτεια των Κάτω Χωρών, καθόσον δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 7 της οδηγίας 2004/38, και με την οποία του επέβαλε την υποχρέωση να εγκαταλείψει την επικράτεια αυτή εντός προθεσμίας τεσσάρων εβδομάδων από την ημερομηνία κοινοποιήσεως της αποφάσεως σε αυτόν επί ποινή απομακρύνσεως, συνιστά απόφαση απομακρύνσεως κατά την έννοια του άρθρου 15 της οδηγίας. Το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι δεν αμφισβητείται πλέον στο πλαίσιο της εκκρεμούς ενώπιόν του διαφοράς ότι ο FS εγκατέλειψε οικειοθελώς την επικράτεια των Κάτω Χωρών εντός της ταχθείσας σε αυτόν προθεσμίας.

52

Κατά το δικαστήριο αυτό, το ζήτημα αν ορθώς τέθηκε υπό κράτηση ο FS, στις 23 Νοεμβρίου 2018, μετά την επανείσοδό του στην επικράτεια των Κάτω Χωρών, εξαρτάται από το αν ο FS είχε εκ νέου δικαίωμα διαμονής στην εν λόγω επικράτεια κατά την ημερομηνία αυτή, για να κριθεί δε αυτό απαιτείται να προσδιορισθούν τα έννομα αποτελέσματα που παρήγαγε η απόφαση απομακρύνσεώς του.

53

Ούτε όμως από το γράμμα του άρθρου 15 της οδηγίας 2004/38 ούτε και από την οικονομία της προκύπτει ότι μια απόφαση απομακρύνσεως εξακολουθεί να παράγει έννομα αποτελέσματα για ορισμένο χρονικό διάστημα αφότου εγκατέλειψε το έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής ο ενδιαφερόμενος ή, αντιθέτως, ότι μια τέτοια απόφαση πρέπει να θεωρείται ότι έχει εκτελεστεί πλήρως κατά τον χρόνο που ο ενδιαφερόμενος εγκατέλειψε το εν λόγω έδαφος.

54

Το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι, αφενός, από το άρθρο 15, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/38 προκύπτει ότι ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να υποχρεώσει, δυνάμει αποφάσεως απομακρύνσεως, πολίτη της Ένωσης να διαμείνει εκτός του εδάφους του για διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών από την αναχώρηση ή την απομάκρυνσή του από το εν λόγω έδαφος. Σε διαφορετική περίπτωση, απόφαση απομακρύνσεως θα ισοδυναμούσε, στην πράξη, με απαγόρευση εισόδου στο έδαφος του κράτους μέλους που εξέδωσε την απόφαση αυτή, απαγόρευση που αντιβαίνει προς την ως άνω διάταξη, όπως αυτή ερμηνεύθηκε από το Δικαστήριο στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2019, Chenchooliah (C‑94/18, EU:C:2019:693).

55

Αφετέρου, μια απόφαση απομακρύνσεως αποσκοπεί, γενικώς, στη μακροχρόνια διαμονή του πολίτη της Ένωσης κατά του οποίου εκδόθηκε η απόφαση αυτή εκτός του εδάφους του κράτους μέλους υποδοχής. Ο σκοπός αυτός δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί αν, την ίδια ημέρα κατά την οποία εγκαταλείπει την εν λόγω επικράτεια, ο πολίτης της Ένωσης μπορούσε να εισέλθει εκ νέου σε αυτή βάσει του άρθρου 5 της οδηγίας 2004/38 και να διαμείνει εκεί βάσει του άρθρου 6 της ίδιας οδηγίας. Σε μια τέτοια περίπτωση, θα δημιουργούνταν εύλογες αμφιβολίες ως προς την πρακτική αποτελεσματικότητα αποφάσεως απομακρύνσεως εκδοθείσας δυνάμει του άρθρου 15 της εν λόγω οδηγίας.

56

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Raad van State (Συμβούλιο της Επικρατείας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχει το άρθρο 15, παράγραφος 1, της [οδηγίας 2004/38] την έννοια ότι απόφαση απομάκρυνσης πολίτη της Ένωσης από το έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής, εκδοθείσα βάσει της ανωτέρω διατάξεως, έχει εκτελεστεί πλήρως και παύει να παράγει έννομα αποτελέσματα από τη στιγμή που ο πολίτης της Ένωσης έχει αποδεδειγμένα εγκαταλείψει το έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής εντός της προθεσμίας που τάχθηκε με την απόφαση αυτή για την οικειοθελή αναχώρησή του;

2)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα: έχει ο πολίτης της Ένωσης, σε περίπτωση άμεσης επανεισόδου του στο κράτος μέλος υποδοχής, το προβλεπόμενο στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της [οδηγίας 2004/38] δικαίωμα διαμονής για χρονικό διάστημα έως τριών μηνών ή δύναται το κράτος υποδοχής να εκδώσει νέα απόφαση απομάκρυνσης, με σκοπό να εμποδίσει τον πολίτη της Ένωσης να εισέρχεται επανειλημμένως στο έδαφός του για σύντομο κάθε φορά διάστημα;

3)

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα: υποχρεούται στην περίπτωση αυτή ο πολίτης της Ένωσης να διαμείνει για ορισμένο χρονικό διάστημα εκτός του εδάφους του κράτους μέλους υποδοχής και ποιο είναι το διάστημα αυτό;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

57

Με τα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία πρέπει να συνεξεταστούν, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38 έχει την έννοια ότι απόφαση απομακρύνσεως πολίτη της Ένωσης από το έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής, εκδοθείσα βάσει της διατάξεως αυτής, με την αιτιολογία ότι ο πολίτης της Ένωσης δεν έχει πλέον δικαίωμα προσωρινής διαμονής στο έδαφος του εν λόγω κράτους δυνάμει της ως άνω οδηγίας, έχει εκτελεστεί πλήρως εκ του γεγονότος και μόνον ότι ο πολίτης της Ένωσης εγκατέλειψε το εν λόγω έδαφος εντός της ταχθείσας με την απόφαση απομακρύνσεως προθεσμίας για την οικειοθελή αναχώρησή του, και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, αν, αφενός, στην περίπτωση άμεσης επανεισόδου του στο έδαφος αυτό, ο συγκεκριμένος πολίτης της Ένωσης απολαύει νέου δικαιώματος διαμονής δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας ή αν, αφετέρου, το κράτος μέλος υποδοχής μπορεί να λάβει νέα απόφαση απομακρύνσεως προκειμένου να τον εμποδίσει να εισέρχεται επανειλημμένως στο έδαφός του για σύντομο διάστημα. Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν ο εν λόγω πολίτης της Ένωσης πρέπει να διαμείνει για συγκεκριμένο ελάχιστο χρονικό διάστημα εκτός του εδάφους του κράτους μέλους υποδοχής, προκειμένου να μπορεί να επικαλεστεί νέο δικαίωμα διαμονής εντός του εδάφους του εν λόγω κράτους δυνάμει της τελευταίας αυτής διατάξεως και, εφόσον τούτο ισχύει, ποια είναι η διάρκεια του διαστήματος αυτού.

58

Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της και είναι δικαιούχοι των παρεχόμενων από αυτή δικαιωμάτων οι πολίτες της Ένωσης που μεταβαίνουν ή διαμένουν σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο του οποίου έχουν την ιθαγένεια, καθώς και τα μέλη των οικογενειών τους, όπως αυτά ορίζονται στο άρθρο 2, σημείο 2, της εν λόγω οδηγίας, που τους συνοδεύουν ή μεταβαίνουν στο κράτος αυτό για να εγκατασταθούν μαζί τους (απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2019, Chenchooliah, C‑94/18, EU:C:2019:693, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

59

Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι ο FS, ο οποίος είναι Πολωνός υπήκοος και, επομένως, πολίτης της Ένωσης, άσκησε το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας μεταβαίνοντας και διαμένοντας σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο του οποίου έχει την ιθαγένεια, ήτοι στις Κάτω Χώρες. Ειδικότερα, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι ο FS εργάστηκε επί πέντε μήνες στις Κάτω Χώρες πριν εκδοθεί σε βάρος του απόφαση απομακρύνσεως. Η απόφαση αυτή στηριζόταν στο γεγονός ότι, κατά τον χρόνο εκδόσεώς της, ο FS δεν πληρούσε πλέον τις προϋποθέσεις του άρθρου 7 της οδηγίας 2004/38 και, ως εκ τούτου, διέμενε παρανόμως στην επικράτεια των Κάτω Χωρών.

60

Από τα στοιχεία της δικογραφίας που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει όμως ότι, στο πλαίσιο της μοναδικής αιτιάσεως που προβάλλει ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ο FS υποστηρίζει πως, δεδομένου ότι απέδειξε ότι εγκατέλειψε οικειοθελώς την επικράτεια των Κάτω Χωρών εντός της προθεσμίας τεσσάρων εβδομάδων που του είχε ταχθεί προς τούτο και που έληξε στις 23 Οκτωβρίου 2018, μπορούσε να επικαλεστεί νέο δικαίωμα διαμονής δυνάμει του άρθρου 6 της οδηγίας 2004/38 από την επανείσοδό του στην εν λόγω επικράτεια. Συνεπώς, κατά τον FS, ο Υφυπουργός κακώς τον έθεσε υπό διοικητική κράτηση στις 23 Νοεμβρίου του ίδιου έτους με σκοπό την απομάκρυνσή του.

61

Επομένως, μολονότι τίθεται ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου το ζήτημα της νομιμότητας της εν λόγω διοικητικής κράτησης, από τα στοιχεία της δικογραφίας που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι ούτε η νομιμότητα της ίδιας της αποφάσεως απομακρύνσεως του FS, η οποία κατέστη απρόσβλητη, ούτε το γεγονός ότι ο FS συμμορφώθηκε οικειοθελώς προς την απόφαση αυτή εντός της ταχθείσας προθεσμίας αμφισβητούνται στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης.

62

Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί μόνον επί των περιστάσεων υπό τις οποίες πολίτης της Ένωσης σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί απόφαση απομακρύνσεως, δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38, μπορεί να επικαλεστεί νέο δικαίωμα διαμονής, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, εντός του κράτους μέλους υποδοχής.

63

Κατόπιν των προκαταρκτικών αυτών διευκρινίσεων, πρέπει να εξεταστεί, πρώτον, αν αρκεί απλώς και μόνον η αναχώρηση του πολίτη της Ένωσης από το κράτος μέλος υποδοχής προκειμένου να μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει εκτελεστεί πλήρως απόφαση απομακρύνσεως που ελήφθη σε βάρος του από το εν λόγω κράτος μέλος, με αποτέλεσμα να μην μπορεί πλέον να του αντιταχθεί η απόφαση αυτή στην περίπτωση άμεσης επανεισόδου του στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους. Αν μόνη η αναχώρηση του πολίτη της Ένωσης δεν αρκεί προς τούτο, θα πρέπει να εκτιμηθούν, δεύτερον, το κατά πόσον ασκεί επιρροή η διάρκεια της απουσίας του εν λόγω πολίτη της Ένωσης από το κράτος μέλος υποδοχής και τα λοιπά κριτήρια που ενδεχομένως είναι κρίσιμα στο πλαίσιο αυτό. Τρίτον και τελευταίον, πρέπει να εξεταστούν οι συνέπειες της μη εκτέλεσης αποφάσεως απομακρύνσεως.

Επί της αναχώρησης του πολίτη της Ένωσης από το έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής

64

Επισημαίνεται ότι η οδηγία 2004/38 δεν περιλαμβάνει μόνον κανόνες που διέπουν τις προϋποθέσεις για την απόκτηση ενός εκ των διαφόρων ειδών δικαιωμάτων διαμονής που προβλέπει καθώς και τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για να εξακολουθήσει ο ενδιαφερόμενος να απολαύει των σχετικών δικαιωμάτων. Εκτός αυτού, η οδηγία αυτή προβλέπει ένα σύνολο κανόνων που ρυθμίζουν την κατάσταση η οποία προκύπτει από την απώλεια κάποιου από τα δικαιώματα αυτά (απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2019, Chenchooliah, C‑94/18, EU:C:2019:693, σκέψη 70).

65

Συναφώς, το άρθρο 15 της οδηγίας 2004/38, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διαδικαστικές εγγυήσεις», έχει εφαρμογή επί αποφάσεως απομακρύνσεως που εκδίδεται, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, για λόγους μη σχετιζόμενους με οποιονδήποτε κίνδυνο για τη δημόσια τάξη, τη δημόσια ασφάλεια ή τη δημόσια υγεία (πρβλ. απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2019, Chenchooliah, C‑94/18, EU:C:2019:693, σκέψη 73).

66

Ειδικότερα, η διάταξη αυτή, η οποία περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο III της οδηγίας 2004/38, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα διαμονής», προβλέπει το καθεστώς που ισχύει όταν παύει να υφίσταται δικαίωμα προσωρινής διαμονής δυνάμει της ως άνω οδηγίας, ιδίως όταν πολίτης της Ένωσης ή μέλος της οικογένειάς του που, κατά το παρελθόν, είχε δικαίωμα διαμονής έως τρεις μήνες ή δικαίωμα διαμονής άνω των τριών μηνών, βάσει, αντιστοίχως, του άρθρου 6 ή του άρθρου 7 της ως άνω οδηγίας, δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις του εν λόγω δικαιώματος διαμονής και επομένως μπορεί, κατ’ αρχήν, να απομακρυνθεί από το κράτος μέλος υποδοχής (απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2019, Chenchooliah, C‑94/18, EU:C:2019:693, σκέψη 74).

67

Ειδικότερα, κατά το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38, οι διαδικασίες των άρθρων της 30 και 31 εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν επί τέτοιας αποφάσεως απομακρύνσεως.

68

Επιπλέον, το άρθρο 15, παράγραφος 3, της οδηγίας προβλέπει ότι το κράτος μέλος υποδοχής δεν δύναται να επιβάλει απαγόρευση εισόδου στο έδαφός του σε συνδυασμό με την κατά την παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου απόφαση απομακρύνσεως.

69

Εντούτοις, παρατηρείται ότι τα διαχρονικά αποτελέσματα αποφάσεως απομακρύνσεως εκδοθείσας δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας δεν προκύπτουν ούτε από το γράμμα της τελευταίας αυτής διατάξεως ούτε από το γράμμα των άλλων διατάξεων της ίδιας οδηγίας.

70

Δεδομένου ότι αυτό καθεαυτό το γράμμα της οδηγίας 2004/38 δεν καθιστά δυνατό να δοθεί απάντηση στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα, πρέπει, για την ερμηνεία του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, να ληφθούν υπόψη ο σκοπός της εν λόγω διατάξεως και το πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται, καθώς και ο σκοπός της ίδιας της οδηγίας (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2019, Haqbin, C‑233/18, EU:C:2019:956, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

71

Συναφώς, επισημαίνεται ότι το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38 παρέχει στο κράτος μέλος υποδοχής, μεταξύ άλλων, τη δυνατότητα να απομακρύνει από το έδαφός του πολίτη της Ένωσης που δεν έχει πλέον δικαίωμα διαμονής δυνάμει του άρθρου 6 ή του άρθρου 7 της οδηγίας. Συνεπώς, το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38 αποσκοπεί, ειδικότερα, στο να παράσχει στο κράτος μέλος υποδοχής τη δυνατότητα να μεριμνά ώστε η διαμονή στο έδαφός του πολιτών της Ένωσης που δεν έχουν δικαίωμα μόνιμης διαμονής σε αυτό να πραγματοποιείται χωρίς να θίγεται το περιεχόμενο των δικαιωμάτων προσωρινής διαμονής που προβλέπει η εν λόγω οδηγία.

72

Σημειώνεται ότι η δυνατότητα αυτή του κράτους μέλους υποδοχής να απομακρύνει πολίτη της Ένωσης ο οποίος δεν διαμένει πλέον νόμιμα στο έδαφός του εντάσσεται στον ειδικό σκοπό της οδηγίας 2004/38, ο οποίος διατυπώνεται στα άρθρα 6 και 7, σε συνδυασμό με το άρθρο 14, καθώς και στην αιτιολογική σκέψη 10, και ο οποίος συνίσταται στην αποτροπή του ενδεχομένου να καταστούν οι πολίτες της Ένωσης και τα μέλη των οικογενειών τους που διαμένουν στο εν λόγω κράτος μέλος ασκώντας δικαίωμα που τους παρέχει η οδηγία αυτή υπέρμετρο βάρος για το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής κατά τη διάρκεια της προσωρινής διαμονής τους σε αυτό.

73

Αν, όμως, το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38 ερμηνευόταν υπό την έννοια ότι απλώς και μόνον η αναχώρηση του πολίτη της Ένωσης αρκεί προς εκτέλεση αποφάσεως απομακρύνσεως εκδοθείσας σε βάρος του δυνάμει της διατάξεως αυτής, ο εν λόγω πολίτης της Ένωσης θα έπρεπε απλώς να διέλθει τα σύνορα του κράτους μέλους υποδοχής προκειμένου να μπορεί να επανεισέλθει άμεσα στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους και να επικαλεστεί νέο δικαίωμα διαμονής δυνάμει του άρθρου 6 της ως άνω οδηγίας. Αν ο εν λόγω πολίτης της Ένωσης έπραττε δε τούτο επανειλημμένα, θα μπορούσαν να αναγνωριστούν σε αυτόν πολλαπλά δικαιώματα διαμονής, το ένα μετά το άλλο, στο έδαφος ενός και του αυτού κράτους μέλους υποδοχής δυνάμει του συγκεκριμένου άρθρου, ενώ, στην πραγματικότητα, τα διάφορα αυτά δικαιώματα θα αναγνωρίζονταν για μία και την αυτή πραγματική διαμονή.

74

Μια τέτοια ερμηνεία θα καθιστούσε άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας τη δυνατότητα του κράτους μέλους υποδοχής να θέσει τέρμα στη διαμονή πολίτη της Ένωσης, δυνάμει του άρθρου 6 της οδηγίας 2004/38, κατά τη λήξη της τρίμηνης διαμονής του στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους, καθόσον θα του παρείχε στην πράξη τη δυνατότητα να παραμείνει για διάστημα άνω των τριών μηνών στην εν λόγω επικράτεια, παρά το γεγονός ότι εκδόθηκε σε βάρος του απόφαση απομακρύνσεως και ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 7 της οδηγίας. Ειδικότερα, κατά την ερμηνεία αυτή, με μόνη τη διέλευση των συνόρων του κράτους μέλους υποδοχής ανά τρεις μήνες, θα αναγνωριζόταν, στην πραγματικότητα, στον εν λόγω πολίτη της Ένωσης δικαίωμα διαμονής απεριόριστης διάρκειας, ενώ, αφενός, αυτός δεν θα πληρούσε ενδεχομένως τις προϋποθέσεις του άρθρου 7 της ως άνω οδηγίας και, αφετέρου, το άρθρο 6 της ίδιας οδηγίας, το οποίο ο πολίτης της Ένωσης θα επικαλούνταν σε σχέση με την εν λόγω διαμονή, η οποία δεν θα υπέκειτο στην πραγματικότητα σε κάποιο χρονικό περιορισμό, προβλέφθηκε αποκλειστικώς για περιπτώσεις διαμονής έως τριών μηνών, όπως προκύπτει από τον ίδιο τον τίτλο του άρθρου.

75

Η εν λόγω ερμηνεία, βάσει της οποίας δεν απαιτείται ο οικείος πολίτης της Ένωσης να θέσει όντως πραγματικό τέρμα στη διαμονή του εντός του κράτους μέλους υποδοχής, ενέχει επίσης τον κίνδυνο να διαταράξει την ισορροπία στην οποία προσβλέπει η οδηγία 2004/38 μεταξύ, αφενός, του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής των πολιτών της Ένωσης καθώς και των μελών των οικογενειών τους και, αφετέρου, της προστασίας του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής έναντι του υπέρμετρου βάρους που ενδέχεται να καταστούν τα οικεία πρόσωπα στο πλαίσιο προσωρινής διαμονής στο έδαφός του.

76

Παρατηρείται επιπλέον ότι, προκειμένου να αποκτήσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής, ο πολίτης της Ένωσης πρέπει, κατά το άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38, να έχει διαμείνει νομίμως στο έδαφος αυτό για συνεχές χρονικό διάστημα πέντε ετών, υπό την επιφύλαξη των παρεκκλίσεων που προβλέπονται στο άρθρο 17 της ίδιας οδηγίας για τους εργαζομένους που έχουν παύσει τη δραστηριότητά τους στο εν λόγω έδαφος. Από το άρθρο 21 της ως άνω οδηγίας προκύπτει όμως ότι το αδιάλειπτο της διαμονής διακόπτεται από κάθε απόφαση απομακρύνσεως η οποία εκτελείται νομοτύπως κατά του ενδιαφερομένου.

77

Συνεπώς, το να θεωρηθεί ότι μόνη η αναχώρηση του πολίτη της Ένωσης από το έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής αρκεί προς εκτέλεση αποφάσεως απομακρύνσεως ληφθείσας κατά του ενδιαφερομένου θα είχε επίσης ως συνέπεια να στερηθεί μέρος της πρακτικής αποτελεσματικότητάς της η διάκριση στην οποία σαφώς προβαίνει η οδηγία 2004/38 μεταξύ της προσωρινής και της μόνιμης διαμονής. Ειδικότερα, η ως άνω θεώρηση θα παρείχε σε έναν τέτοιο πολίτη της Ένωσης τη δυνατότητα να επικαλείται πολλαπλές διαδοχικές προσωρινές διαμονές εντός του εν λόγω κράτους μέλους προκειμένου να παραμείνει σε αυτό, στην πραγματικότητα, σε μόνιμη βάση, χωρίς να πληροί τις προϋποθέσεις δικαιώματος μόνιμης διαμονής που προβλέπει η οδηγία.

78

Η ερμηνεία που εκτίθεται στη σκέψη 73 της παρούσας αποφάσεως δεν συνάδει επομένως με το συνολικό πλαίσιο της οδηγίας 2004/38, η οποία, όπως έχει κρίνει επανειλημμένως το Δικαστήριο, προέβλεψε σύστημα περισσότερων βαθμίδων όσον αφορά το δικαίωμα διαμονής εντός του κράτους μέλους υποδοχής, το οποίο, επαναλαμβάνοντας κατ’ ουσίαν τα στάδια και τις προϋποθέσεις που προβλέπουν οι διάφορες νομοθετικές πράξεις της Ένωσης και η νομολογία που προηγήθηκαν της οδηγίας αυτής, καταλήγει στο δικαίωμα μόνιμης διαμονής [απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2020, Pensionsversicherungsanstalt (Παύση εργασίας μετά την ηλικία συνταξιοδότησης), C‑32/19, EU:C:2020:25, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

79

Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι, βάσει του άρθρου 30, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/38, η προθεσμία που τάσσεται για την εγκατάλειψη του εδάφους του κράτους μέλους υποδοχής δεν μπορεί να είναι μικρότερη του ενός μηνός από την ημερομηνία κοινοποιήσεως της αποφάσεως απομακρύνσεως στον ενδιαφερόμενο, εκτός αν συντρέχει δεόντως αιτιολογημένη περίπτωση κατεπείγοντος. Δεδομένου ότι η διάταξη αυτή, όπως προκύπτει από τη σκέψη 67 της παρούσας αποφάσεως, εφαρμόζεται «κατ’ αναλογίαν» επί αποφάσεως ληφθείσας βάσει του άρθρου 15 της ίδιας οδηγίας, η εν λόγω προθεσμία ισχύει επίσης επί αποφάσεων απομακρύνσεως, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, οι οποίες λαμβάνονται για άλλους λόγους εκτός της δημόσιας τάξης, της δημόσιας ασφάλειας ή της δημόσιας υγείας.

80

Όπως, όμως, υποστηρίζει η Ολλανδική Κυβέρνηση, η χορήγηση ελάχιστης προθεσμίας ενός μηνός από την κοινοποίηση της αποφάσεως απομακρύνσεως προς εκτέλεσή της, καθόσον παρέχει, μεταξύ άλλων, στον ενδιαφερόμενο τη δυνατότητα να προετοιμάσει την αναχώρησή του, συνηγορεί υπέρ της ερμηνείας κατά την οποία η εκτέλεση αποφάσεως απομακρύνσεως δεν πραγματοποιείται με μόνη την απλή αναχώρηση του ενδιαφερομένου από το έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής, αλλά με το να θέσει όντως το πρόσωπο αυτό πραγματικό τέρμα στη διαμονή του στο εν λόγω έδαφος.

81

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 77 των προτάσεών του, μόνη η αναχώρηση του πολίτη της Ένωσης από το έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής δεν αρκεί προς πλήρη εκτέλεση αποφάσεως απομακρύνσεως που ελήφθη σε βάρος του δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38. Προκειμένου να δύναται να επικαλεστεί νέο δικαίωμα διαμονής στην εν λόγω επικράτεια δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας, ο ως άνω πολίτης της Ένωσης πρέπει όχι μόνο να εγκαταλείψει το εν λόγω έδαφος, αλλά και να έχει επίσης όντως θέσει πραγματικό τέρμα στη διαμονή του σε αυτό, ούτως ώστε, σε περίπτωση επανεισόδου του στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής, να μην μπορεί να θεωρηθεί ότι η διαμονή του συνιστά, στην πραγματικότητα, συνέχεια της προηγούμενης διαμονής του σε αυτό.

82

Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει, βάσει σφαιρικής εκτιμήσεως του συνόλου των περιστάσεων της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί, αν ο εν λόγω πολίτης της Ένωσης έχει όντως θέσει πραγματικό τέρμα στη διαμονή του στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής, με αποτέλεσμα η απόφαση απομακρύνσεως που εκδόθηκε σε βάρος του να έχει εκτελεσθεί πλήρως. Εντούτοις, στο Δικαστήριο εναπόκειται να παράσχει συναφώς χρήσιμες ενδείξεις στο αιτούν δικαστήριο ώστε να είναι αυτό σε θέση να επιλύσει τη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 4ης Ιουλίου 2019, Kirschstein, C‑393/17, EU:C:2019:563, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

Επί των στοιχείων που ασκούν επιρροή προκειμένου να κριθεί αν έχει εκτελεστεί απόφαση απομακρύνσεως

83

Πρώτον, πρέπει να καθοριστεί κατά πόσον ο πολίτης της Ένωσης, για να θεωρηθεί ότι έχει όντως θέσει πραγματικό τέρμα στην προσωρινή διαμονή του στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής, πρέπει να διαμείνει εκτός της εν λόγω επικράτειας για συγκεκριμένο ελάχιστο χρονικό διάστημα, όπως, επί παραδείγματι, για χρονικό διάστημα τριών μηνών, κατά τα προτεινόμενα από την Ολλανδική Κυβέρνηση.

84

Είναι βεβαίως αληθές ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 66 και 74 της παρούσας αποφάσεως, το διάστημα των τριών μηνών είναι ήδη σημαντικό στο πλαίσιο της οδηγίας 2004/38, ιδίως καθόσον καθιστά δυνατή τη διάκριση μεταξύ των δύο ειδών δικαιώματος προσωρινής διαμονής που προβλέπονται στα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας.

85

Εντούτοις, το γεγονός αυτό δεν δικαιολογεί την ερμηνεία του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38 υπό την έννοια ότι η εν λόγω διάταξη θεσπίζει προϋπόθεση για την εκτέλεση αποφάσεως απομακρύνσεως, όπως η προϋπόθεση που εκτίθεται στη σκέψη 83 της παρούσας αποφάσεως.

86

Ειδικότερα, όπως έχει επανειλημμένως κρίνει το Δικαστήριο και όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 1 και 2 της οδηγίας 2004/38, η ιθαγένεια της Ένωσης παρέχει σε κάθε πολίτη της Ένωσης το θεμελιώδες και ατομικό δικαίωμα να κυκλοφορεί και να διαμένει ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, με την επιφύλαξη των περιορισμών και των όρων που ορίζονται στις Συνθήκες και των μέτρων που θεσπίζονται για την εφαρμογή τους, δεδομένου εξάλλου ότι η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων αποτελεί μία από τις θεμελιώδεις ελευθερίες της εσωτερικής αγοράς, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 45 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 5ης Μαΐου 2011, McCarthy, C‑434/09, EU:C:2011:277, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

87

Επιπλέον, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 3 της οδηγίας 2004/38, η εν λόγω οδηγία αποσκοπεί στη διευκόλυνση της ασκήσεως του θεμελιώδους και ατομικού δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών, το οποίο παρέχεται απευθείας στους πολίτες της Ένωσης από τη Συνθήκη ΛΕΕ και έχει κυρίως ως σκοπό να ενισχύσει το εν λόγω δικαίωμα (πρβλ. απόφαση της 5ης Μαΐου 2011, McCarthy, C‑434/09, EU:C:2011:277, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

88

Επίσης, δεδομένου ότι η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων αποτελεί μια από τις θεμελιώδεις αρχές της Ένωσης, οι διατάξεις που την καθιερώνουν πρέπει να ερμηνεύονται ευρέως, ενώ οι εξαιρέσεις και οι παρεκκλίσεις από αυτήν πρέπει, αντιθέτως, να ερμηνεύονται στενά (πρβλ. αποφάσεις της 3ης Ιουνίου 1986, Kempf, 139/85, EU:C:1986:223, σκέψη 13, και της 10ης Ιουλίου 2008, Jipa, C‑33/07, EU:C:2008:396, σκέψη 23).

89

Όπως όμως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 91 και 93 των προτάσεών του, η ερμηνεία του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38 υπό την έννοια ότι ο πολίτης της Ένωσης σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί απόφαση απομακρύνσεως ληφθείσα βάσει της διατάξεως αυτής υποχρεούται, σε κάθε περίπτωση, να απουσιάσει από το κράτος μέλος υποδοχής για ένα ελάχιστο χρονικό διάστημα, επί παραδείγματι τριών μηνών, προκειμένου να μπορεί να επικαλεστεί νέο δικαίωμα διαμονής στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας, θα είχε ως αποτέλεσμα να εξαρτάται η άσκηση του θεμελιώδους αυτού δικαιώματος από περιορισμό ο οποίος δεν προβλέπεται ούτε από τις Συνθήκες ούτε από την οδηγία 2004/38.

90

Εντούτοις, ακόμη και αν η διάρκεια του χρονικού διαστήματος κατά το οποίο ο πολίτης της Ένωσης βρισκόταν εκτός του εδάφους του κράτους μέλους υποδοχής κατόπιν της εκδόσεως σε βάρος του αποφάσεως απομακρύνσεως που ελήφθη δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38 δεν είναι, αυτή καθεαυτήν, καθοριστική για την εκτίμηση του αν ο ενδιαφερόμενος έθεσε όντως πραγματικό τέρμα στη διαμονή του στην εν λόγω επικράτεια, η διάρκεια αυτή μπορεί να έχει κάποια σημασία στο πλαίσιο της σφαιρικής εκτιμήσεως που μνημονεύεται στη σκέψη 82 της παρούσας αποφάσεως. Ειδικότερα, όσο μεγαλύτερη είναι η απουσία του ενδιαφερομένου από το έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής τόσο περισσότερο πιστοποιεί τον πραγματικό και ουσιαστικό χαρακτήρα του τέλους της διαμονής του. Αντιθέτως, μια πολύ σύντομη απουσία, διάρκειας λίγων ημερών ή ακόμη και λίγων ωρών, τείνει μάλλον να καταδείξει ότι η διαμονή την οποία επικαλείται ο πολίτης της Ένωσης δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1 της οδηγίας, στο πλαίσιο της επανεισόδου του στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής, εντάσσεται, στην πραγματικότητα, στο ίδιο χρονικό διάστημα διαμονής στο συγκεκριμένο έδαφος.

91

Δεύτερον, όπως υποστηρίζει και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, προκειμένου να κριθεί αν ένας πολίτης της Ένωσης έχει όντως θέσει πραγματικό τέρμα στη διαμονή του βάσει του άρθρου 7 της οδηγίας 2004/38, πρέπει να ληφθούν υπόψη, αφενός, το σύνολο των στοιχείων που πιστοποιούν διακοπή των δεσμών που συνδέουν τον ενδιαφερόμενο πολίτη της Ένωσης με το κράτος μέλος υποδοχής. Συναφώς, ενδέχεται να ασκούν επιρροή, μεταξύ άλλων, τυχόν αίτηση διαγραφής από το μητρώο πληθυσμού, η λύση σύμβασης μίσθωσης ή σύμβασης παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, όπως παροχής ύδατος ή ηλεκτρικού ρεύματος, τυχόν μετακόμιση, η αποεγγραφή από υπηρεσία επαγγελματικής επανένταξης ή η λήξη άλλων σχέσεων που προϋποθέτουν ορισμένου βαθμού ένταξη του πολίτη της Ένωσης στο εν λόγω κράτος μέλος.

92

Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι η επιρροή που ασκούν τέτοιου είδους στοιχεία, η οποία μπορεί να ποικίλλει αναλόγως των περιστάσεων, πρέπει να εκτιμάται από την αρμόδια εθνική αρχή βάσει του συνόλου των συγκεκριμένων περιστάσεων που χαρακτηρίζουν την ειδική περίπτωση του οικείου πολίτη της Ένωσης. Ειδικότερα, πρέπει να ληφθεί υπόψη ο βαθμός ένταξής του στο κράτος μέλος υποδοχής, η διάρκεια της διαμονής του στο έδαφος του κράτους αυτού αμέσως πριν από την έκδοση της αποφάσεως απομακρύνσεως σε βάρος του, καθώς και η οικογενειακή και οικονομική του κατάσταση.

93

Εκτός από τα ανωτέρω στοιχεία, σχετικά με ενδεχόμενη διακοπή των δεσμών που συνδέουν τον ενδιαφερόμενο πολίτη της Ένωσης με το κράτος μέλος υποδοχής, πρέπει, αφετέρου, να ληφθεί υπόψη κάθε στοιχείο που αφορά το διάστημα απουσίας του από το έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους μετά την έκδοση αποφάσεως απομακρύνσεως σε βάρος του, βάσει του οποίου μπορεί ενδεχομένως να αποσαφηνιστεί το κατά πόσον μπορεί να θεωρηθεί ότι ο εν λόγω πολίτης της Ένωσης διέμεινε πράγματι εκτός της εν λόγω επικράτειας κατά το συγκεκριμένο διάστημα. Συναφώς, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, τουλάχιστον εφόσον πρόκειται για πρόσωπο που διέμενε στο κράτος μέλος υποδοχής βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38, οι ενδείξεις που υποδηλώνουν ότι ο εν λόγω πολίτης της Ένωσης μετέφερε το κέντρο των προσωπικών, επαγγελματικών ή οικογενειακών συμφερόντων του σε άλλο κράτος κατά τη διάρκεια του εν λόγω διαστήματος.

Επί των συνεπειών της μη εκτελέσεως αποφάσεως απομακρύνσεως

94

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η απόφαση απομακρύνσεως πολίτη της Ένωσης δεν έχει εκτελεστεί εφόσον, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των περιστάσεων που χαρακτηρίζουν την περίπτωση του πολίτη αυτού, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο έχει όντως θέσει πραγματικό τέρμα στην προσωρινή διαμονή του στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής. Επομένως, ελλείψει εκτελέσεως της αποφάσεως απομακρύνσεώς του, ο εν λόγω πολίτης της Ένωσης εξακολουθεί να διαμένει παρανόμως την επικράτεια αυτή, ακόμη και όταν, μετά την προσωρινή αναχώρησή του, επανεισέλθει σε αυτή. Κατά συνέπεια, σε μια τέτοια περίπτωση, το εν λόγω κράτος μέλος δεν υποχρεούται να εκδώσει νέα απόφαση απομακρύνσεως βάσει των ίδιων πραγματικών περιστατικών στα οποία στηρίχθηκε η απόφαση απομακρύνσεως που εκδόθηκε ήδη σε βάρος του εν λόγω πολίτη της Ένωσης δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38, αλλά μπορεί να στηριχθεί στην τελευταία αυτή απόφαση προκειμένου να τον υποχρεώσει να εγκαταλείψει το έδαφός του.

95

Διευκρινίζεται πάντως ότι τυχόν ουσιώδης μεταβολή των περιστάσεων λόγω της οποίας ο πολίτης της Ένωσης θα πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 7 της εν λόγω οδηγίας θα καθιστούσε την απόφαση απομακρύνσεώς του ανίσχυρη και θα επέβαλλε, παρά τη μη εκτέλεση της αποφάσεως, να θεωρηθεί νόμιμη η διαμονή του στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους.

96

Βέβαια, το γεγονός ότι εντός του χώρου Σένγκεν απαγορεύονται, κατ’ αρχήν, οι έλεγχοι στα εσωτερικά σύνορα, βάσει του άρθρου 22 του κώδικα συνόρων του Σένγκεν, καθιστά δυσχερέστερη τη δυνατότητα των αρχών του κράτους μέλους υποδοχής να ελέγξουν αν ο πολίτης της Ένωσης σε βάρος του οποίου έχει ληφθεί απόφαση απομακρύνσεως εκδοθείσα βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38 έχει συμμορφωθεί πλήρως προς αυτή.

97

Είναι επίσης αληθές ότι, δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων που αφορούν τα ταξιδιωτικά έγγραφα και εφαρμόζονται στους εθνικούς συνοριακούς ελέγχους, τα κράτη μέλη επιτρέπουν την είσοδο στην επικράτειά τους σε πολίτη της Ένωσης ο οποίος φέρει ισχύον δελτίο ταυτότητας ή διαβατήριο. Ομοίως, το δικαίωμα του πολίτη της Ένωσης να διαμείνει στο έδαφος άλλου κράτους μέλους έως τρεις μήνες, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, δεν υπόκειται σε καμία προϋπόθεση ή διατύπωση πλην της απαιτήσεως κατοχής τέτοιου εγγράφου.

98

Εντούτοις, ορισμένες άλλες διατάξεις της οδηγίας 2004/38 έχουν ως σκοπό να παράσχουν στο κράτος μέλος υποδοχής τη δυνατότητα να μεριμνά ώστε η προσωρινή διαμονή των υπηκόων άλλων κρατών μελών στο έδαφός του να διεξάγεται κατά τρόπο σύμφωνο προς την οδηγία αυτή.

99

Ειδικότερα, όπως υποστήριξε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, μολονότι, δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38, η δυνατότητα του κράτους μέλους υποδοχής να επιβάλλει στους πολίτες της Ένωσης την υποχρέωση εγγραφής τους στα μητρώα των αρμοδίων αρχών υφίσταται, σύμφωνα με το γράμμα της διατάξεως αυτής, μόνο όσον αφορά διαμονή διάρκειας άνω των τριών μηνών, το άρθρο 5, παράγραφος 5, της οδηγίας ορίζει εντούτοις ότι το κράτος μέλος μπορεί να επιβάλει στον ενδιαφερόμενο την υποχρέωση να γνωστοποιήσει την παρουσία του στο έδαφός του εντός εύλογης προθεσμίας η οποία δεν δημιουργεί διακρίσεις και ότι η μη τήρηση της τελευταίας αυτής υποχρέωσης, όπως και της υποχρέωσης εγγραφής, μπορεί να επισύρει κυρώσεις οι οποίες θα είναι αναλογικές και δεν θα εισάγουν διακρίσεις.

100

Υπό το ίδιο πρίσμα, επισημαίνεται ότι, σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, στην οποία ο πολίτης της Ένωσης έρχεται σε επαφή με τις αρχές του κράτους μέλους υποδοχής λίγο χρόνο μετά την παρέλευση της προθεσμίας που προβλέφθηκε για την οικειοθελή αναχώρησή του από την εν λόγω επικράτεια, το ως άνω κράτος μέλος μπορεί να εξακριβώσει αν η παρουσία του συγκεκριμένου πολίτη της Ένωσης στο έδαφός του είναι δικαιολογημένη βάσει της οδηγίας αυτής.

101

Τέλος, επισημαίνεται επίσης ότι απόφαση απομακρύνσεως εκδοθείσα κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38, η οποία δεν έχει ακόμη εκτελεστεί, δεν θίγει το δικαίωμα του οικείου πολίτη της Ένωσης να εισέλθει στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής δυνάμει του άρθρου 5 της οδηγίας 2004/38.

102

Ειδικότερα, μολονότι το δικαίωμα εισόδου που προβλέπει το άρθρο 5 της οδηγίας 2004/38 παρέχει στον πολίτη της Ένωσης τη δυνατότητα να γίνει δεκτός στο έδαφος κράτους μέλους διαφορετικού από εκείνο του οποίου έχει την ιθαγένεια προκειμένου να διαμείνει σε αυτό δυνάμει άλλης διατάξεως της οδηγίας, το εν λόγω δικαίωμα εισόδου μπορεί επίσης να ασκηθεί και αυτοτελώς, όταν ο εν λόγω πολίτης της Ένωσης, ο οποίος δεν έχει δικαίωμα διαμονής στην επικράτεια αυτή δυνάμει της εν λόγω οδηγίας, επιθυμεί παρά ταύτα να μεταβεί περιστασιακά στην εν λόγω επικράτεια για σκοπούς άλλους πλην της διαμονής σε αυτή. Πάντως, όπως προκύπτει από τη σκέψη 68 της παρούσας αποφάσεως, το άρθρο 15, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/38 προβλέπει ότι το κράτος μέλος υποδοχής δεν δύναται να επιβάλει απαγόρευση εισόδου στο έδαφός του σε συνδυασμό με την, κατά την παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου, απόφαση απομακρύνσεως.

103

Επομένως, απόφαση απομακρύνσεως εκδοθείσα σε βάρος πολίτη της Ένωσης, δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38, δεν μπορεί να του αντιταχθεί εφόσον η παρουσία του στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής δικαιολογείται βάσει του άρθρου 5 της οδηγίας αυτής.

104

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38 έχει την έννοια ότι απόφαση απομακρύνσεως πολίτη της Ένωσης από το έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής εκδοθείσα βάσει της διατάξεως αυτής, με την αιτιολογία ότι ο πολίτης της Ένωσης δεν έχει πλέον δικαίωμα προσωρινής διαμονής στο έδαφος του εν λόγω κράτους δυνάμει της ως άνω οδηγίας, δεν έχει εκτελεστεί πλήρως εκ του γεγονότος και μόνον ότι ο πολίτης της Ένωσης εγκατέλειψε το εν λόγω έδαφος εντός της ταχθείσας με την απόφαση απομακρύνσεως προθεσμίας για την οικειοθελή αναχώρησή του. Προκειμένου να απολαύει νέου δικαιώματος διαμονής στην εν λόγω επικράτεια δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας, ο πολίτης της Ένωσης σε βάρος του οποίου εκδόθηκε τέτοια απόφαση απομακρύνσεως πρέπει όχι μόνο να έχει εγκαταλείψει το έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής, αλλά και να έχει επίσης όντως θέσει πραγματικό τέρμα στη διαμονή του στο συγκεκριμένο έδαφος, ούτως ώστε, σε περίπτωση επανεισόδου του σε αυτό, να μην μπορεί να θεωρηθεί ότι η διαμονή του συνιστά, στην πραγματικότητα, συνέχεια της προηγούμενης διαμονής του στο ίδιο έδαφος. Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εξακριβώσει αν τούτο συμβαίνει, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των συγκεκριμένων περιστάσεων που χαρακτηρίζουν την ειδική περίπτωση του οικείου πολίτη της Ένωσης. Αν από την εξακρίβωση αυτή προκύψει ότι ο πολίτης της Ένωσης δεν έχει όντως θέσει πραγματικό τέρμα στην προσωρινή διαμονή του στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής, το εν λόγω κράτος μέλος δεν υποχρεούται να εκδώσει νέα απόφαση απομακρύνσεως βάσει των ίδιων πραγματικών περιστατικών στα οποία στηρίχθηκε η απόφαση απομακρύνσεως που εκδόθηκε ήδη σε βάρος του εν λόγω πολίτη της Ένωσης, αλλά μπορεί να στηριχθεί στην τελευταία αυτή απόφαση προκειμένου να τον υποχρεώσει να εγκαταλείψει το έδαφός του.

Επί των δικαστικών εξόδων

105

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ, έχει την έννοια ότι απόφαση απομακρύνσεως πολίτη της Ένωσης από το έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής εκδοθείσα βάσει της διατάξεως αυτής, με την αιτιολογία ότι ο πολίτης της Ένωσης δεν έχει πλέον δικαίωμα προσωρινής διαμονής στο έδαφος του εν λόγω κράτους δυνάμει της ως άνω οδηγίας, δεν έχει εκτελεστεί πλήρως εκ του γεγονότος και μόνον ότι ο πολίτης της Ένωσης εγκατέλειψε το εν λόγω έδαφος εντός της ταχθείσας με την απόφαση απομακρύνσεως προθεσμίας για την οικειοθελή αναχώρησή του. Προκειμένου να απολαύει νέου δικαιώματος διαμονής στην εν λόγω επικράτεια δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας, ο πολίτης της Ένωσης σε βάρος του οποίου εκδόθηκε τέτοια απόφαση απομακρύνσεως πρέπει όχι μόνο να έχει εγκαταλείψει το έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής, αλλά και να έχει επίσης όντως θέσει πραγματικό τέρμα στη διαμονή του στο συγκεκριμένο έδαφος, ούτως ώστε, σε περίπτωση επανεισόδου του σε αυτό, να μην μπορεί να θεωρηθεί ότι η διαμονή του συνιστά, στην πραγματικότητα, συνέχεια της προηγούμενης διαμονής του στο ίδιο έδαφος. Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εξακριβώσει αν τούτο συμβαίνει, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των συγκεκριμένων περιστάσεων που χαρακτηρίζουν την ειδική περίπτωση του οικείου πολίτη της Ένωσης. Αν από την εξακρίβωση αυτή προκύψει ότι ο πολίτης της Ένωσης δεν έχει όντως θέσει πραγματικό τέρμα στην προσωρινή διαμονή του στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής, το εν λόγω κράτος μέλος δεν υποχρεούται να εκδώσει νέα απόφαση απομακρύνσεως βάσει των ίδιων πραγματικών περιστατικών στα οποία στηρίχθηκε η απόφαση απομακρύνσεως που εκδόθηκε ήδη σε βάρος του εν λόγω πολίτη της Ένωσης, αλλά μπορεί να στηριχθεί στην τελευταία αυτή απόφαση προκειμένου να τον υποχρεώσει να εγκαταλείψει το έδαφός του.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.