ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 2ας Σεπτεμβρίου 2021 ( *1 )

«Αίτηση αναιρέσεως – Κρατικές ενισχύσεις – Ενισχύσεις υπέρ του συγκροτήματος Nürburgring (Γερμανία) – Απόφαση που κηρύσσει τις ενισχύσεις εν μέρει ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά – Πώληση των περιουσιακών στοιχείων των δικαιούχων της κρατικής ενίσχυσης η οποία κρίθηκε ασυμβίβαστη – Ανοιχτή, διαφανής, αμερόληπτη και άνευ όρων διαδικασία διαγωνισμού – Απόφαση που κρίνει ότι η επιστροφή των ενισχύσεων αυτών δεν αφορά τον νέο ιδιοκτήτη του συγκροτήματος Nürburgring και ότι αυτός δεν έλαβε νέα ενίσχυση για την εξαγορά του συγκροτήματος αυτού – Παραδεκτό – Ενδιαφερόμενο μέρος – Πρόσωπο το οποίο η πράξη αφορά ατομικά – Προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων των ενδιαφερόμενων μερών – Δυσχέρειες που απαιτούν την κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας – Αιτιολόγηση – Παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων»

Στην υπόθεση C‑647/19 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 30 Αυγούστου 2019,

Ja zum Nürburgring eV, με έδρα το Nürburg (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους D. Frey και M. Rudolph, Rechtsanwälte,

αναιρεσείουσα,

όπου ο έτερος διάδικος είναι:

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους L. Flynn, B. Stromsky και T. Maxian Rusche,

καθής πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Μ. Βηλαρά (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, N. Piçarra, D. Šváby, S. Rodin και K. Jürimäe, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: G. Pitruzzella

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 29ης Απριλίου 2021,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την αίτηση αναιρέσεως, η Ja zum Nürburgring eV ζητεί την αναίρεση της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 19ης Ιουνίου 2019, Ja zum Nürburgring κατά Επιτροπής (T‑373/15, EU:T:2019:432, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της με αίτημα την μερική ακύρωση της απόφασης (ΕΕ) 2016/151 της Επιτροπής, της 1ης Οκτωβρίου 2014, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.31550 (2012/C) (πρώην 2012/NN), που χορηγήθηκε από τη Γερμανία προς όφελος της πίστας αγώνων Nürburgring (ΕΕ 2016, L 34, σ. 1, στο εξής: τελική απόφαση).

Το νομικό πλαίσιο

2

Ο κανονισμός (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 [ΣΛΕΕ] (ΕΕ 1999, L 83, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 734/2013 του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2013 (ΕΕ 2013, L 204, σ. 15) (στο εξής: κανονισμός 659/1999), ο οποίος καταργήθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 [ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2015, L 248, σ. 9), έχει εφαρμογή στα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως.

3

Το άρθρο 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 659/1999 ορίζει, για τους σκοπούς του κανονισμού αυτού, ότι ως «ενδιαφερόμενο μέρος» θεωρείται «κάθε κράτος μέλος και κάθε πρόσωπο, επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων των οποίων τα συμφέροντα μπορεί να θιγούν από τη χορήγηση μιας ενίσχυσης, και ιδίως ο δικαιούχος της ενίσχυσης, οι ανταγωνιστικές επιχειρήσεις και οι επαγγελματικές ενώσεις».

4

Το άρθρο 4 του κανονισμού, με τίτλο «Προκαταρκτική εξέταση της κοινοποίησης και αποφάσεις της Επιτροπής», ορίζει στις παραγράφους 2 έως 4 τα εξής:

«2.   Εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει, μετά από προκαταρκτική εξέταση, ότι το κοινοποιηθέν μέτρο δεν αποτελεί ενίσχυση, σημειώνει τη διαπίστωση αυτή με σχετική απόφαση.

3.   Εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει, μετά από προκαταρκτική εξέταση, ότι το κοινοποιηθέν μέτρο, ενώ εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου [107], παράγραφος 1, [ΣΛΕΕ], δεν δημιουργεί αμφιβολίες κατά πόσο συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, το κηρύσσει συμβιβάσιμο με την κοινή αγορά (εφεξής αποκαλούμενη “απόφαση για τη μη διατύπωση αντιρρήσεων”). Στην απόφαση αυτή, αναφέρεται η συγκεκριμένη εξαίρεση της συνθήκης που εφαρμόσθηκε.

4.   Εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει, μετά από προκαταρκτική εξέταση, ότι το κοινοποιηθέν μέτρο δημιουργεί αμφιβολίες κατά πόσον συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, αποφασίζει να κινήσει τη διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο [108], παράγραφος 2, [ΣΛΕΕ] (εφεξής αποκαλούμενη “απόφαση για κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας”).»

5

Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού:

«Στην απόφαση για κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Επιτροπή αναφέρει συνοπτικά τα σημαντικότερα πραγματικά και νομικά ζητήματα, προβαίνει σε προσωρινή εκτίμηση σχετικά με το χαρακτήρα του σχεδιαζόμενου μέτρου ως ενίσχυσης και εκθέτει τις αμφιβολίες της για το συμβατό του μέτρου με την κοινή αγορά. Η απόφαση καλεί το οικείο κράτος μέλος και τα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν παρατηρήσεις εντός ορισμένης προθεσμίας, η οποία συνήθως δεν υπερβαίνει τον ένα μήνα. Σε δεόντως δικαιολογημένες περιπτώσεις, η Επιτροπή μπορεί να παρατείνει την ταχθείσα προθεσμία.»

6

Κατά το άρθρο 13, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 659/1999, μετά την εξέταση της ενδεχόμενης ύπαρξης παράνομων ενισχύσεων, εκδίδεται απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφοι 2, 3 ή 4 του κανονισμού αυτού.

Το ιστορικό της διαφοράς και οι επίμαχες αποφάσεις

7

Το ιστορικό της διαφοράς εκτίθεται στις σκέψεις 1 έως 16 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και, για τους σκοπούς της παρούσας δίκης, μπορεί να συνοψιστεί ως ακολούθως.

8

Το συγκρότημα του Nürburgring (στο εξής: Nürburgring), το οποίο βρίσκεται στο ομόσπονδο κράτος της Ρηνανίας-Παλατινάτου (Γερμανία), περιλαμβάνει πίστα αγώνων αυτοκινήτων (στο εξής: πίστα αγώνων του Nürburgring), πάρκο ψυχαγωγίας, ξενοδοχεία και εστιατόρια.

9

Μεταξύ των ετών 2002 και 2012 οι δημόσιες επιχειρήσεις στις οποίες ανήκε το Nürburgring (στο εξής: πωλητές) έλαβαν κρατικές ενισχύσεις ιδίως από το ομόσπονδο κράτος της Ρηνανίας-Παλατινάτου. Το 2011, η αναιρεσείουσα Ja zum Nürburgring eV, γερμανικό σωματείο μηχανοκίνητου αθλητισμού, υπέβαλε μια πρώτη καταγγελία στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχετικά με τις ως άνω ενισχύσεις. Για τις ενισχύσεις αυτές διεξήχθη επίσημη διαδικασία έρευνας, δυνάμει του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, η οποία κινήθηκε από την Επιτροπή εντός του 2012. Το ίδιο έτος, το Amtsgericht Bad Neuenahr-Ahrweiler (πρωτοδικείο Bad Neuenahr-Ahrweiler, Γερμανία) κήρυξε τους πωλητές σε πτώχευση και αποφασίσθηκε η εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων τους. Προκηρύχθηκε διαδικασία διαγωνισμού (στο εξής: διαδικασία του διαγωνισμού), η οποία ολοκληρώθηκε με την πώληση των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων στην Capricorn Nürburgring Besitzgesellschaft GmbH (στο εξής: Capricorn).

10

Το 2013 η αναιρεσείουσα υπέβαλε δεύτερη καταγγελία στην Επιτροπή, υποστηρίζοντας ότι η διαδικασία του διαγωνισμού δεν θα ήταν ανοιχτή, διαφανής, αμερόληπτη και άνευ όρων. Κατά την αναιρεσείουσα, o αγοραστής που θα επιλεγόταν θα λάμβανε συνεπώς νέες ενισχύσεις και θα συνέχιζε τις οικονομικές δραστηριότητες των πωλητών, με αποτέλεσμα η διαταγή ανάκτησης των κρατικών ενισχύσεων να πρέπει να καταλαμβάνει και αυτόν.

11

Στο άρθρο 2 της τελικής απόφασης η Επιτροπή έκρινε ότι ορισμένα από τα μέτρα στήριξης υπέρ των πωλητών ήταν παράνομα και ασυμβίβαστα με την εσωτερική αγορά (στο εξής: ενισχύσεις προς τους πωλητές). Στο άρθρο 3, παράγραφος 2, της τελικής απόφασης η Επιτροπή έκρινε ότι η Capricorn και οι θυγατρικές της δεν επηρεάζονται από την πιθανή ανάκτηση των ενισχύσεων προς τους πωλητές (στο εξής: πρώτη επίδικη απόφαση).

12

Στο άρθρο 1, τελευταία περίπτωση, της εν λόγω απόφασης η Επιτροπή απεφάνθη ότι η πώληση των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring στην Capricorn δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση (στο εξής: δεύτερη επίδικη απόφαση). Η Επιτροπή έκρινε, ως προς το σημείο αυτό, ότι ο διαγωνισμός είχε διεξαχθεί κατά τρόπο ανοικτό, διαφανή και αμερόληπτο, ότι η διαδικασία αυτή είχε οδηγήσει σε τίμημα σύμφωνο με την αγορά και ότι δεν υπήρχε οικονομική συνέχεια μεταξύ των πωλητών και του αγοραστή.

Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

13

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 10 Ιουλίου 2015, η αναιρεσείουσα άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της πρώτης και της δεύτερης επίδικης απόφασης.

14

Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε ως απαράδεκτη την προσφυγή καθόσον είχε ως αίτημα την ακύρωση της πρώτης επίδικης απόφασης, κρίνοντας ότι η αναιρεσείουσα δεν είχε αποδείξει ότι η απόφαση εκείνη την αφορούσε ατομικά. Για τους λόγους που εξέθεσε στις σκέψεις 48 έως 69 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, πρώτον, ότι η αναιρεσείουσα δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμον ότι η πρώτη επίδικη απόφαση επηρέασε ουσιωδώς ανταγωνιστική θέση που αυτή είχε στις σχετικές αγορές, δεύτερον, ότι δεν μπορούσε να επικαλεσθεί, ως επαγγελματική οργάνωση, την ατομική ενεργητική νομιμοποίηση ενός από τα μέλη της και, τρίτον, ότι δεν απέδειξε ότι στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας έρευνας που προηγήθηκε της έκδοσης της πρώτης επίδικης απόφασης είχε θέση διαπραγματευτή, σαφώς καθορισμένη και στενά συνδεδεμένη με το ίδιο το αντικείμενο της πρώτης επίδικης απόφασης.

15

Όσον αφορά το αίτημα ακύρωσης της δεύτερης επίδικης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στη σκέψη 83 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι οι διάδικοι συμφωνούν ότι η δεύτερη επίδικη απόφαση αποτελεί απόφαση που έχει εκδοθεί κατά το πέρας του σταδίου της προκαταρκτικής εξέτασης των ενισχύσεων, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, και όχι κατόπιν επίσημης διαδικασίας έρευνας.

16

Το Γενικό Δικαστήριο εξέθεσε στη σκέψη 88 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ότι η αναιρεσείουσα, υπό το πρίσμα του σκοπού της, ο οποίος συνίσταται στην αποκατάσταση και την προώθηση της πίστας αγώνων αυτοκινήτου στο Nürburgring, και λόγω του ότι είχε συμμετάσχει στο πρώτο στάδιο της διαδικασίας του διαγωνισμού για την πώληση των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring και έλαβε, στο πλαίσιο αυτό, πολλές πληροφορίες σχετικά με αυτά, δεν αποκλείεται να ήταν σε θέση να υποβάλει στην Επιτροπή, στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας έρευνας του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, παρατηρήσεις τις οποίες η Επιτροπή θα μπορούσε να περιλάβει στην εκτίμησή της περί του ανοιχτού, διαφανούς, αμερόληπτου και άνευ όρων χαρακτήρα της διαδικασίας του διαγωνισμού και περί του ζητήματος κατά πόσον τα περιουσιακά στοιχεία του Nürburgring μεταβιβάστηκαν εντός του πλαισίου αυτού σε μια αγοραία τιμή. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 89 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι πρέπει να αναγνωρισθεί στην αναιρεσείουσα η ιδιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους σε σχέση με τη δεύτερη επίδικη απόφαση και, κατά συνέπεια, επισήμανε, στη σκέψη 93 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι όσον αφορά τη δεύτερη επίδικη απόφαση η αναιρεσείουσα είχε ενεργητική νομιμοποίηση για την προστασία των διαδικαστικών δικαιωμάτων που έχει βάσει του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ

17

Στη σκέψη 129 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι, προκειμένου να κρίνει επί της ουσίας της προσφυγής, όσον αφορά την ακύρωση της δεύτερης επίδικης απόφασης και, ειδικότερα, επί του πέμπτου και όγδοου λόγου ακυρώσεως με τους οποίους προβαλλόταν παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και του άρθρου 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 659/1999, καθώς και προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων της αναιρεσείουσας, έπρεπε να εξετάσει αν ο πρώτος, ο δεύτερος, ο τρίτος και ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως επέτρεπαν να αποδειχθεί ότι κατά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης η Επιτροπή αντιμετώπιζε δυσχέρειες που επέβαλλαν την κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας.

18

Κατόπιν αυτής της εξέτασης, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στη σκέψη 176 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι ο πέμπτος και ο όγδοος λόγος ακυρώσεως, εξεταζόμενοι σε συνδυασμό με τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν από την αναιρεσείουσα στο πλαίσιο του πρώτου, του δεύτερου, του τρίτου και του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, δεν επέτρεπαν να αποδειχθεί ότι κατά το πέρας του σταδίου της προκαταρκτικής εξέτασης η Επιτροπή αντιμετώπιζε δυσχέρειες που επέβαλλαν την κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας και ότι, συνεπώς, έπρεπε να απορριφθούν.

19

Το Γενικό Δικαστήριο επίσης εξέτασε και απέρριψε, στις σκέψεις 182 έως 190 και 193 έως 197 αντιστοίχως, τον έκτο και τον ένατο λόγο ακυρώσεως, με τους οποίους προβαλλόταν παράβαση εκ μέρους της Επιτροπής της υποχρέωσης αιτιολόγησης και προσβολή του δικαιώματος χρηστής διοίκησης, αντιστοίχως.

20

Κατά συνέπεια, στη σκέψη 198 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή ως εν μέρει απαράδεκτη και εν μέρει αβάσιμη.

Τα αιτήματα των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου

21

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

να ακυρώσει την πρώτη και τη δεύτερη επίδικη απόφαση·

επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο, και

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα της πρωτοβάθμιας και της κατ’ αναίρεση δίκης.

22

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει τις σκέψεις 73 έως 94 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, με τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο έκρινε παραδεκτό το αίτημα ακυρώσεως της δεύτερης επίδικης απόφασης·

να απορρίψει το αίτημα αυτό ως απαράδεκτο·

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως, και

να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα της κατ’ αναίρεση δίκης.

Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

23

Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει πέντε λόγους αναιρέσεως, υποστηρίζοντας, στο πλαίσιο του πρώτου λόγου, ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η πρώτη επίδικη απόφαση δεν την αφορούσε ατομικά ως ανταγωνίστρια του αποδέκτη των επίμαχων ενισχύσεων, στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η πρώτη επίδικη απόφαση δεν την αφορούσε ατομικά, ως επαγγελματική ένωση, στο πλαίσιο του τρίτου λόγου αναιρέσεως, ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η ίδια δεν νομιμοποιούνταν ενεργητικά να ασκήσει προσφυγή κατά της πρώτης επίδικης απόφασης, στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου αναιρέσεως, ότι το Γενικό Δικαστήριο αιτιολόγησε ανεπαρκώς την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά στοιχεία και υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την εξέταση των λόγων ακυρώσεως που έβαλλαν κατά της σιωπηρής άρνησης της Επιτροπής να κινήσει επίσημη διαδικασία έρευνας και, στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου αναιρέσεως, ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την εκτίμηση του ζητήματος της επάρκειας της αιτιολογίας της δεύτερης επίδικης απόφασης.

24

Ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως βάλλουν κατά της απόρριψης εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου του αιτήματος ακύρωσης της πρώτης επίδικης απόφασης, ενώ ο τρίτος, ο τέταρτος και ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως βάλλουν κατά της απόρριψης του αιτήματος ακύρωσης της δεύτερης επίδικης απόφασης.

Επί των λόγων αναιρέσεως που αφορούν το αίτημα ακύρωσης της πρώτης επίδικης απόφασης

Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

25

Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως βάλλει κατά της σκέψης 56 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, η οποία έχει ως εξής:

«Επιπλέον, στο μέτρο που η [αναιρεσείουσα] υποστηρίζει ότι η θέση της στην αγορά επηρεάστηκε ουσιωδώς λόγω των επενδύσεων που είχε κάνει κατά το παρελθόν στην πίστα αγώνων του Nürburgring, επισημαίνεται ότι το γεγονός ότι είχε επενδύσει, με όποια βάση και αν έγινε κάτι τέτοιο, στο Nürburgring δεν επαρκεί αφ’ εαυτού για να διαπιστωθεί ότι η [αναιρεσείουσα] δραστηριοποιούνταν ως οικονομικός φορέας στις σχετικές αγορές, κάτι που άλλωστε δεν έχει υποστηριχθεί από την ίδια, ούτε κατά μείζονα λόγο για να διαπιστωθεί ότι η θέση της στις αγορές αυτές, ως οικονομικού φορέα, επηρεάστηκε ουσιωδώς από τις ενισχύσεις προς τους πωλητές οι οποίοι, κατά την άποψή της, αχρήστευσαν τις επενδύσεις της. Εν πάση περιπτώσει, η [αναιρεσείουσα] δεν εξηγεί με ποιον τρόπο η πρώτη [επίδικη] απόφαση, κατά την οποία ο αγοραστής των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring δεν υποχρεούνταν να επιστρέψει τις ενισχύσεις που είχαν δοθεί προς τους πωλητές, επηρέασε τη χρησιμότητα των επενδύσεων που είχε πραγματοποιήσει στο Nürburgring.»

– Επιχειρήματα των διαδίκων

26

Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν απάντησε επαρκώς κατά νόμο στην επιχειρηματολογία της σχετικά με τον ουσιώδη επηρεασμό της θέσης της στην αγορά, όπερ, κατά την άποψή της, συνιστά παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης και προσβολή του δικαιώματός της σε αποτελεσματική δικαστική προστασία.

27

Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ειδικότερα ότι το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας, στη δεύτερη περίοδο της σκέψης 56 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η ίδια δεν εξήγησε με ποιον τρόπο η πρώτη επίδικη απόφαση επηρέασε τη χρησιμότητα των επενδύσεων που είχε πραγματοποιήσει στο Nürburgring, αγνόησε την επιχειρηματολογία της, που είχε εκθέσει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στο σημείο 32 του υπομνήματος απαντήσεως, κατά την οποία, κατ’ ουσίαν, οι επενδύσεις αυτές παρακωλύθηκαν και εκτράπηκαν από τον σκοπό τους, ο οποίος ήταν η προώθηση της εκμετάλλευσης της παραδοσιακής πίστας αγώνων του Nürburgring και η διασφάλιση της πρόσβασης σε αυτήν των οργανωτών αθλητικών εκδηλώσεων υπό όρους που υπηρετούν το γενικό συμφέρον, προκειμένου να χρηματοδοτηθούν, μέσω διεπιδότησης, άσχετες με τον μηχανοκίνητο αθλητισμό ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις και εγκαταστάσεις ψυχαγωγίας οι οποίες κατασκευάστηκαν με τις ενισχύσεις προς τους πωλητές. Η αναιρεσείουσα είχε προσθέσει ότι η πώληση των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring στην Capricorn συνιστούσε, ως άμεση παράνομη συνέπεια, εξακολούθηση του επηρεασμού της θέσης της στην αγορά που προέκυψε από τις παράνομες ενισχύσεις.

28

Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι, λαμβανομένου υπόψη του στενού συνδέσμου μεταξύ των επενδύσεών της στην πίστα αγώνων του Nürburgring και της εκμετάλλευσής της υπό όρους που υπηρετούν το γενικό συμφέρον, συνδέεται τόσο στενά με την εκμετάλλευση της πίστας αγώνων ώστε να έχει αποκτήσει θέση στη σχετική αγορά της εκμετάλλευσης πίστας αγώνων αυτοκινήτων. Υπενθυμίζει, ως προς το ζήτημα αυτό, ότι, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, είχε επιστήσει την προσοχή στο γεγονός ότι η πίστα αγώνων του Nürburgring αποτελεί φυσικό μονοπώλιο. Το Γενικό Δικαστήριο, όμως, δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι ο ανταγωνισμός για την εκμετάλλευση φυσικού μονοπωλίου μπορεί να είναι μόνο δυνητικός. Επομένως, οι επενδύσεις που πραγματοποίησε η αναιρεσείουσα είναι ο πλέον άμεσος τρόπος για την απόκτηση θέσης στην αγορά. Για τους ίδιους λόγους, είναι, κατά την άποψή της, επίσης ανακριβής η διαπίστωση, στην πρώτη περίοδο της σκέψης 56 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η αναιρεσείουσα δεν είχε υποστηρίξει ότι η θέση της στην αγορά επηρεάστηκε ουσιωδώς από τις ενισχύσεις προς τους πωλητές.

29

Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε σε εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, προκειμένου να κρίνει, στη σκέψη 56 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι επένδυση πραγματοποιούμενη για έναν ή περισσότερους σκοπούς δεν αρκεί για να διαπιστωθεί ότι ο επενδυτής δραστηριοποιείται, ως επιχειρηματίας, στην αγορά στην οποία πραγματοποιήθηκαν οι επενδύσεις.

30

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι αλυσιτελής ή, σε κάθε περίπτωση, αβάσιμος.

– Εκτίμηση του Δικαστηρίου

31

Για την από κοινού εξέταση των δύο σκελών του πρώτου λόγου αναιρέσεως, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, άλλα υποκείμενα δικαίου πλην των αποδεκτών μιας αποφάσεως μπορούν να ισχυρίζονται ότι η απόφαση τα αφορά ατομικά μόνον αν αυτή τα επηρεάζει λόγω ορισμένων ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών τους ή λόγω μιας πραγματικής καταστάσεως η οποία τα διακρίνει έναντι κάθε άλλου προσώπου και, ως εκ τούτου, τα εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο προς τον αποδέκτη (αποφάσεις της 15ης Ιουλίου 1963, Plaumann κατά Επιτροπής, 25/62, EU:C:1963:17, σ. 940, της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Mory κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑33/14 P, EU:C:2015:609, σκέψη 93, και της 15ης Ιουλίου 2021, Deutsche Lufthansa κατά Επιτροπής, C‑453/19 P, EU:C:2021:608, σκέψη 33).

32

Στην περίπτωση που, όπως εν προκειμένω, ο προσφεύγων αμφισβητεί το βάσιμο απόφασης περί εκτιμήσεως της ενίσχυσης η οποία ελήφθη κατόπιν επίσημης διαδικασίας έρευνας, το γεγονός και μόνον ότι αυτός μπορεί να θεωρηθεί ενδιαφερόμενος κατά την έννοια του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ δεν αρκεί για να κριθεί παραδεκτή η προσφυγή. Οφείλει, επομένως, να αποδείξει ότι η περίπτωσή του είναι ιδιαίτερη, κατά την έννοια της νομολογίας που υπενθυμίζεται στην προηγούμενη σκέψη. Τούτο ισχύει ιδιαιτέρως όταν η θέση του προσφεύγοντος στην αγορά επηρεάζεται ουσιωδώς από την ενίσχυση που αποτελεί αντικείμενο της επίμαχης απόφασης (αποφάσεις της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Mory κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑33/14 P, EU:C:2015:609, σκέψη 97, και της 15ης Ιουλίου 2021, Deutsche Lufthansa κατά Επιτροπής, C‑453/19 P, EU:C:2021:608, σκέψη 37).

33

Όπως υπενθύμισε το ίδιο το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 48 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, έχει αναγνωρισθεί ότι η απόφαση της Επιτροπής για την περάτωση της επίσημης διαδικασίας έρευνας αφορά ατομικώς, εκτός από την επιχείρηση που ωφελήθηκε από την οικεία ενίσχυση, και τις ανταγωνίστριες επιχειρήσεις οι οποίες έχουν μετάσχει ενεργώς στην ως άνω διαδικασία, εφόσον η θέση τους στην αγορά επηρεάζεται ουσιωδώς από το μέτρο ενίσχυσης που αποτελεί αντικείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης (αποφάσεις της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Mory κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑33/14 P, EU:C:2015:609, σκέψη 98, και της 15ης Ιουλίου 2021, Deutsche Lufthansa κατά Επιτροπής, C‑453/19 P, EU:C:2021:608, σκέψη 38).

34

Πάντως, απλώς και μόνον η πραγματοποίηση επενδύσεων σε ορισμένο στοιχείο υποδομής δεν σημαίνει ότι ο συγκεκριμένος επενδυτής δραστηριοποιείται σε οποιαδήποτε αγορά που συνδέεται με την εκμετάλλευση της υποδομής αυτής. Αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο όταν οι επενδύσεις αυτές αποσκοπούν στην προώθηση της εκμετάλλευσης της εν λόγω υποδομής από διάφορους φορείς υπό όρους που υπηρετούν το γενικό συμφέρον, όπως συνέβαινε, κατά τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας, με τις επενδύσεις τις οποίες υποστηρίζει ότι πραγματοποίησε στην πίστα αγώνων του Nürburgring.

35

Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, κατ’ ουσίαν, στη σκέψη 56 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η επιχειρηματολογία της αναιρεσείουσας σχετικά με τις επενδύσεις που πραγματοποίησε στην πίστα αγώνων του Nürburgring δεν αρκούσαν για να αποδειχθεί ότι η πρώτη επίδικη απόφαση την αφορούσε ατομικά, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 31 της παρούσας απόφασης. Κατά συνέπεια, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

36

Όσον αφορά το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, με το οποίο προβάλλεται, κατ’ ουσίαν, παράβαση εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου της υποχρέωσης αιτιολόγησης, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η υποχρέωση αιτιολόγησης των αποφάσεών του, την οποία υπέχει το Γενικό Δικαστήριο από το άρθρο 36 και το άρθρο 53, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν του επιβάλλει να παραθέτει σκεπτικό το οποίο να ακολουθεί αναλυτικά και έναν προς έναν όλους τους λόγους που προβάλλουν οι διάδικοι. Επομένως, η αιτιολογία μπορεί να συνάγεται εμμέσως, υπό την προϋπόθεση ότι παρέχει στους μεν ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους το Γενικό Δικαστήριο δεν δέχθηκε τα επιχειρήματά τους, στο δε Δικαστήριο επαρκή στοιχεία ώστε να ασκήσει τον έλεγχό του (απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2008, FIAMM κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑120/06 P και C‑121/06 P, EU:C:2008:476, σκέψη 96 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

37

Πάντως, από τη σκέψη 56 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προκύπτει τουλάχιστον εμμέσως, πλην σαφώς, ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η επιχειρηματολογία της αναιρεσείουσας, η οποία στηρίζεται στις επενδύσεις που πραγματοποίησε στην πίστα αγώνων του Nürburgring, δεν αρκούσε για να αποδειχθεί ούτε ότι δραστηριοποιούνταν στη σχετική αγορά ούτε, κατά μείζονα λόγο, ότι η ανταγωνιστική θέση της στην αγορά αυτή επηρεάστηκε ουσιωδώς από το μέτρο που αποτελεί αντικείμενο της πρώτης επίδικης απόφασης.

38

Συνεπώς, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο, όπως και ο πρώτος λόγος αναιρέσεως στο σύνολό του.

Επί του δεύτερου λόγου αναιρέσεως

39

Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως βάλλει κατά της σκέψης 69 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, στην οποία το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι υπό το πρίσμα των αυστηρών προϋποθέσεων που τέθηκαν στην απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2005, Επιτροπή κατά Aktionsgemeinschaft Recht und Eigentum (C‑78/03 P, EU:C:2005:761, σκέψεις 53 έως 59), επιβαλλόταν η διαπίστωση ότι η αναιρεσείουσα δεν απέδειξε ότι στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας έρευνας που προηγήθηκε της έκδοσης της πρώτης επίδικης απόφασης είχε θέση διαπραγματευτή, σαφώς καθορισμένη και στενά συνδεδεμένη με το ίδιο το αντικείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, που θα μπορούσε να θεμελιώσει ότι θίγεται ατομικά από αυτή.

– Επιχειρήματα των διαδίκων

40

Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη την υποχρέωση αιτιολόγησης και παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά στοιχεία που υποβλήθηκαν στην κρίση του. Υποστηρίζει ότι απέδειξε, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ότι κατά τη διοικητική διαδικασία που κατέληξε στην έκδοση της πρώτης επίδικης απόφασης είχε διαδραματίσει ενεργό και μοναδικό ρόλο όσον αφορά την εκμετάλλευση της πίστας αγώνων του Nürburgring με σκοπό την εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος. Η θέση της ως διαπραγματευτή, σαφώς οριοθετημένη και στενά συνδεδεμένη με το αντικείμενο της πρώτης επίδικης απόφασης, είναι συγκρίσιμη με εκείνη του Landbouwschap (οργανισμού δημοσίου δικαίου που ιδρύθηκε με σκοπό την προάσπιση των κοινών συμφερόντων των επιχειρηματιών, στον τομέα της γεωργίας, στο πλαίσιο της εξυπηρέτησης του γενικού συμφέροντος, Κάτω Χώρες) στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 1988, Kwekerij van der Kooy κ.λπ. κατά Επιτροπής (67/85, 68/85 και 70/85, EU:C:1988:38, σκέψεις 20 έως 24), καθώς και της Comité international de la rayonne et des fibres synthétiques (CIRFS) στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 24ης Μαρτίου 1993, CIRFS κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑313/90, EU:C:1993:111, σκέψεις 29 και 30).

41

Συγκεκριμένα, η αναιρεσείουσα διαπραγματεύθηκε με την Επιτροπή τις ενισχύσεις που αποτελούν αντικείμενο της πρώτης επίδικης απόφασης, προκειμένου να διασφαλίσει υπέρ των μελών της, κατά τρόπο σύμφωνο προς το δίκαιο των ενισχύσεων και προς εξυπηρέτηση σκοπού γενικού συμφέροντος, την εκμετάλλευση της εν λόγω πίστας αγώνων και να βεβαιωθεί ότι οι επενδύσεις της θα εξακολουθούν να συμβάλλουν στην εξυπηρέτηση του σκοπού αυτού. Οι ουσιαστικές αυτές περιστάσεις χαρακτηρίζουν την προσφεύγουσα σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο και, επομένως, της παρέχουν ενεργητική νομιμοποίηση για να προσβάλει την πρώτη επίδικη απόφαση.

42

Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορούσε να αρνηθεί την ενεργητική νομιμοποίηση της αναιρεσείουσας χωρίς να εξηγήσει γιατί, υπό το πρίσμα των λόγων ακυρώσεως, των λεπτομερών αποδείξεων και επιχειρημάτων που αυτή προέβαλε, δεν πληρούνταν οι αναγκαίες προϋποθέσεις για να της αναγνωριστεί η ενεργητική αυτή νομιμοποίηση. Από την αναφορά του Γενικού Δικαστηρίου, στη σκέψη 69 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, στις «αυστηρ[ές] προϋποθέσε[ις] που τέθηκαν στην απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2005, Επιτροπή κατά Aktionsgemeinschaft Recht und Eigentum (C‑78/03 P, EU:C:2005:761, σκέψεις 53 έως 59)», δεν μπορεί να γίνει κατανοητό ποιες είναι οι προϋποθέσεις τις οποίες εξέτασε το Γενικό Δικαστήριο. Συνεπώς, είναι ελλιπής ή ανεπαρκής η αιτιολογία της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου, όπερ συνιστά επίσης προσβολή του δικαιώματος ακρόασης και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Επιπλέον, κρίνοντας ότι η αναιρεσείουσα «δεν απέδειξε» ότι κατείχε, στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας έρευνας που προηγήθηκε της έκδοσης της πρώτης επίδικης απόφασης, θέση διαπραγματευτή, χωρίς ωστόσο να διευκρινίσει ποια ήταν τα προσκομισθέντα από την αναιρεσείουσα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία εξέτασε, το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά στοιχεία.

43

Η Επιτροπή εκτιμά ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος και ότι πρέπει να απορριφθεί.

– Εκτίμηση του Δικαστηρίου

44

Από τη σκέψη 58 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα υποστήριξε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, μεταξύ άλλων, ότι διεξήγαγε διαπραγματεύσεις προκειμένου να προασπιστεί τα συμφέροντα του γερμανικού μηχανοκίνητου αθλητισμού, ιδίως όσον αφορά την αποκατάσταση και την προώθηση μιας πίστας αγώνων αυτοκινήτου στο Nürburgring, και ότι είχε λάβει μέρος στη διοικητική διαδικασία η οποία προηγήθηκε της έκδοσης της πρώτης επίδικης απόφασης, υποβάλλοντας καταγγελία καθώς και γραπτές παρατηρήσεις και αποδεικτικά στοιχεία.

45

Στις σκέψεις 66 και 67 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο συνόψισε τις εκτιμήσεις βάσει των οποίων το Δικαστήριο έκρινε παραδεκτές τις προσφυγές στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις της 2ας Φεβρουαρίου 1988, Kwekerij van der Kooy κ.λπ. κατά Επιτροπής (67/85, 68/85 και 70/85, EU:C:1988:38), και της 24ης Μαρτίου 1993, CIRFS κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑313/90, EU:C:1993:111). Περαιτέρω, στη σκέψη 68 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, παραπέμποντας στη δική του νομολογία και στη νομολογία του Δικαστηρίου, ότι δεν επαρκεί για να αναγνωριστεί ιδιαίτερο καθεστώς διαπραγματευτή σε προσφεύγουσα επαγγελματική ένωση το γεγονός ότι αυτή υπέβαλε καταγγελία η οποία ήταν η αφορμή να κινηθεί η επίσημη διαδικασία έρευνας ή ότι υπέβαλε παρατηρήσεις κατά τη διαδικασία αυτή.

46

Τέλος, στη σκέψη 69 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο αναφέρθηκε στις «αυστηρ[ές] προϋποθέσε[ις] που τέθηκαν στην απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2005, Επιτροπή κατά Aktionsgemeinschaft Recht und Eigentum (C‑78/03 P, EU:C:2005:761, σκέψεις 53 έως 59)», στην οποία το Δικαστήριο είχε υπενθυμίσει τις ιδιαίτερες περιστάσεις των υποθέσεων επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις της 2ας Φεβρουαρίου 1988, Kwekerij van der Kooy κ.λπ. κατά Επιτροπής (67/85, 68/85 και 70/85, EU:C:1988:38), και της 24ης Μαρτίου 1993, CIRFS κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑313/90, EU:C:1993:111), και διευκρίνισε ως προς τι οι περιστάσεις αυτές διέφεραν από την περίπτωση ενός απλού ενδιαφερομένου ο οποίος είχε συμμετάσχει ενεργά στη διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση απόφασης σχετικά με ορισμένη κρατική ενίσχυση.

47

Η υπόμνηση των ανωτέρω αποφάσεων καθιστά κατανοητό γιατί η επιχειρηματολογία της αναιρεσείουσας, η οποία συνοψίζεται στη σκέψη 58 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, δεν αρκούσε για να της προσδώσει την ιδιότητα του διαπραγματευτή, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στις σκέψεις 66 έως 69 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

48

Επομένως, η αιτιολογία που παρέθεσε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 65 έως 69 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, αν και σχετικά συνοπτική, αρκεί για να παράσχει στην αναιρεσείουσα τη δυνατότητα να κατανοήσει τους λόγους απόρριψης της επιχειρηματολογίας που προέβαλε προς στήριξη του παραδεκτού του αιτήματος ακύρωσης της πρώτης επίδικης απόφασης, επικαλούμενη τη νομολογία που διαμορφώθηκε με τις αποφάσεις της 2ας Φεβρουαρίου 1988, Kwekerij van der Kooy κ.λπ. κατά Επιτροπής (67/85, 68/85 και 70/85, EU:C:1988:38), και της 24ης Μαρτίου 1993, CIRFS κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑313/90, EU:C:1993:111).

49

Ο ισχυρισμός περί παραμόρφωσης, εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, κατά το μέτρο που η αναιρεσείουσα δεν προσδιόρισε ούτε τα συγκεκριμένα στοιχεία τα οποία παραμόρφωσε το Γενικό Δικαστήριο ούτε σε τι συνίστατο η παραμόρφωση (πρβλ. διάταξη της 1ης Φεβρουαρίου 2017, Vidmar κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑240/16 P, EU:C:2017:89, σκέψεις 26 και 27).

50

Κατόπιν των ανωτέρω εκτιμήσεων, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτος και εν μέρει αβάσιμος.

51

Δεδομένου ότι ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης κατά το μέρος που αυτή βάλλει κατά της απόρριψης εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου του αιτήματος ακύρωσης της πρώτης επίδικης απόφασης.

Επί των λόγων αναιρέσεως που αφορούν το αίτημα ακύρωσης της δεύτερης επίδικης απόφασης

Επί του παραδεκτού της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

52

Η Επιτροπή, χωρίς να έχει ασκήσει ανταναίρεση, ζητεί από το Δικαστήριο να εξετάσει το παραδεκτό της προσφυγής, κατά το μέρος που με αυτή ζητήθηκε η ακύρωση της δεύτερης επίδικης απόφασης, διότι, κατά την άποψή της, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή της έννοιας του «ενδιαφερόμενου μέρους», κατά το άρθρο 108, παράγραφοι 2 και 3, ΣΛΕΕ, και το άρθρο 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 659/1999 και έκρινε εσφαλμένως ότι η ιδιότητα αυτή μπορούσε να αναγνωριστεί στην αναιρεσείουσα.

53

Υπενθυμίζεται, ως προς το ζήτημα αυτό, ότι το Δικαστήριο, όταν επιλαμβάνεται αιτήσεως αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οφείλει να αποφαίνεται, εν ανάγκη αυτεπαγγέλτως, επί του λόγου δημοσίας τάξεως που αντλείται από τη μη τήρηση των προϋποθέσεων παραδεκτού της προσφυγής ακυρώσεως που ασκείται από ιδιώτη δυνάμει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 29ης Ιουλίου 2019, Bayerische Motoren Werke και Freistaat Sachsen κατά Επιτροπής, C‑654/17 P, EU:C:2019:634, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

54

Από τις σκέψεις 84 έως 89 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι η αναιρεσείουσα μπορούσε παραδεκτώς να ζητήσει την ακύρωση της δεύτερης επίδικης απόφασης ως ενδιαφερόμενο μέρος και προς προστασία των διαδικαστικών δικαιωμάτων που έχει βάσει του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999.

55

Πρώτον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε αποσπασματική ερμηνεία της συναφούς νομολογίας του Δικαστηρίου και δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η ιδιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους προϋποθέτει την ύπαρξη σχέσης ανταγωνισμού.

56

Το επιχείρημα αυτό πρέπει εντούτοις να απορριφθεί. Πράγματι, κατά το άρθρο 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 659/1999, ως «ενδιαφερόμενο μέρος» νοείται «κάθε κράτος μέλος και κάθε πρόσωπο, επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων των οποίων τα συμφέροντα μπορεί να θιγούν από τη χορήγηση μιας ενίσχυσης, και ιδίως ο δικαιούχος της ενίσχυσης, οι ανταγωνιστικές επιχειρήσεις και οι επαγγελματικές ενώσεις». Η διάταξη αυτή επαναλαμβάνει τον ορισμό της έννοιας των «ενδιαφερομένων», κατά το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, όπως αυτός προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου (απόφαση της 2ας Απριλίου 1998, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, C‑367/95 P, EU:C:1998:154, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

57

Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 30 των προτάσεών του, μολονότι η ανταγωνίστρια επιχείρηση του δικαιούχου μέτρου ενίσχυσης έχει αναμφίβολα την ιδιότητα του «ενδιαφερομένου» κατά την έννοια του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, μπορεί εντούτοις να αναγνωριστεί η ιδιότητα αυτή και σε οργανισμό ο οποίος δεν είναι ανταγωνιστής του δικαιούχου της επίμαχης ενίσχυσης, εφόσον αποδείξει ότι τα συμφέροντα μπορούν να θιγούν από τη χορήγηση της ενίσχυσης αυτής. Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, προς τούτο πρέπει να αποδείξει ότι υπάρχει κίνδυνος η εν λόγω ενίσχυση να έχει συγκεκριμένη επίπτωση επί της καταστάσεώς του (πρβλ. αποφάσεις της 24ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex, C‑83/09 P, EU:C:2011:341, σκέψη 65, και της 27ης Οκτωβρίου 2011, Αυστρία κατά Scheucher-Fleisch κ.λπ., C‑47/10 P, EU:C:2011:698, σκέψη 132).

58

Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της Επιτροπής ότι από τις αποφάσεις της 9ης Ιουλίου 2009, 3F κατά Επιτροπής (C‑319/07 P, EU:C:2009:435), της 24ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex (C‑83/09 P, EU:C:2011:341), και της 6ης Νοεμβρίου 2018, Scuola Elementare Maria Montessori κατά Επιτροπής, Επιτροπή κατά Scuola Elementare Maria Montessori και Επιτροπή κατά Ferracci (C‑622/16 P έως C‑624/16 P, EU:C:2018:873), προκύπτει ότι η ιδιότητα του ενδιαφερομένου προϋποθέτει σχέση ανταγωνισμού.

59

Πράγματι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 104 της απόφασης της 9ης Ιουλίου 2009, 3F κατά Επιτροπής (C‑319/07 P, EU:C:2009:435), το Δικαστήριο αναγνώρισε σε συνδικαλιστική οργάνωση εργαζομένων την ιδιότητα του ενδιαφερομένου μέρους στηριζόμενο στον τυχόν επηρεασμό των συμφερόντων της καθώς και εκείνων των μελών της από τα επίμαχα μέτρα στην υπόθεση εκείνη, στο πλαίσιο συλλογικών διαπραγματεύσεων.

60

Όσον αφορά την απόφαση της 24ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex (C‑83/09 P, EU:C:2011:341, σκέψη 64), το Δικαστήριο δεν στήριξε την ανάλυσή του σε σχέση ανταγωνισμού μεταξύ του δικαιούχου της ενίσχυσης και της προσφεύγουσας επιχείρησης στην υπόθεση εκείνη, αλλά στηρίχθηκε στο γεγονός ότι η τελευταία αυτή επιχείρηση χρειαζόταν την ίδια πρώτη ύλη με τον δικαιούχο για τη διαδικασία παραγωγής.

61

Τέλος, δεν είναι κρίσιμη εν προκειμένω η απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2018, Scuola Elementare Maria Montessori κατά Επιτροπής, Επιτροπή κατά Scuola Elementare Maria Montessori και Επιτροπή κατά Ferracci (C‑622/16 P έως C‑624/16 P, EU:C:2018:873, σκέψη 43), την οποία επικαλείται η Επιτροπή. Συγκεκριμένα, στη σκέψη 43 της απόφασης αυτής δεν επρόκειτο για την ιδιότητα ενός προσώπου ή μιας επιχείρησης ως ενδιαφερόμενου μέρους, αλλά για το ενδεχόμενο η απόφαση της Επιτροπής που αφήνει ανέπαφες τις συνέπειες των επίμαχων εθνικών μέτρων τα οποία καθιέρωναν καθεστώς ενισχύσεων να επηρεάζει άμεσα τη νομική κατάσταση καταγγέλλοντος ο οποίος υποστηρίζει ότι τα μέτρα αυτά τον θέτουν σε μειονεκτική θέση από απόψεως ανταγωνισμού.

62

Δεύτερον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η αναγνώριση στην αναιρεσείουσα, εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, της ιδιότητας του ενδιαφερόμενου μέρους στηρίζεται, όπως προκύπτει από τη σκέψη 88 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, στο γεγονός ότι η αναιρεσείουσα έχει στη διάθεσή της δυνητικά κρίσιμες πληροφορίες. Πλην όμως, το γεγονός και μόνον ότι ορισμένο πρόσωπο έχει στη διάθεσή του πληροφορίες οι οποίες θα μπορούσαν να είναι κρίσιμες στο πλαίσιο επίσημης διαδικασίας έρευνας όσον αφορά ένα μέτρο, προκειμένου να διαπιστωθεί αν αυτό συνιστά παράνομη κρατική ενίσχυση, δεν αρκεί, κατά την άποψή της, για να του αναγνωριστεί η ιδιότητα αυτή.

63

Βεβαίως, στη σκέψη 86 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης το Γενικό Δικαστήριο αναφέρθηκε στην ιδιότητα της αναιρεσείουσας «ως ένωσης της οποίας ο σκοπός, ο οποίος είναι μη κερδοσκοπικός, συνίσταται στην αποκατάσταση και την προώθηση πίστας αγώνων αυτοκινήτων στο Nürburgring καθώς και την προώθηση των συλλογικών συμφερόντων των μελών της, εκ των οποίων ορισμένα οργανώνουν αθλητικές εκδηλώσεις στην πίστα αυτή», καθώς και στο ότι το γεγονός ότι τα συμφέροντά της «μπορούσαν να θιγούν με συγκεκριμένο τρόπο από τη χορήγηση της ενίσχυσης η οποία, κατά την [αναιρεσείουσα], έπρεπε να έχει διαπιστωθεί με τη δεύτερη [επίδικη] απόφαση, λόγω του ότι η διαδικασία του διαγωνισμού δεν ήταν ανοιχτή, διαφανής, αμερόληπτη και άνευ όρων και δεν οδήγησε στην πώληση των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring στην Capricorn σε αγοραία τιμή».

64

Εντούτοις, από τη σκέψη 88 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο, προκειμένου να αναγνωρίσει στην αναιρεσείουσα την ιδιότητα του «ενδιαφερόμενου μέρους», κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 659/1999, στηρίχθηκε εν τέλει στο ότι δεν μπορούσε «να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο η [αναιρεσείουσα], υπό το πρίσμα του σκοπού της, ο οποίος συνίσταται στην αποκατάσταση και την προώθηση της πίστας αγώνων αυτοκινήτου στο Nürburgring, και λόγω του ότι είχε συμμετάσχει στο πρώτο στάδιο της διαδικασίας του διαγωνισμού και έλαβε, στο πλαίσιο αυτό, πολλές πληροφορίες σχετικά με τα περιουσιακά στοιχεία του Nürburgring, να ήταν σε θέση να υποβάλει στην Επιτροπή, στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας έρευνας του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, παρατηρήσεις τις οποίες η Επιτροπή θα μπορούσε να περιλάβει στην εκτίμησή της περί του ανοιχτού, διαφανούς, αμερόληπτου και άνευ όρων χαρακτήρα της διαδικασίας του διαγωνισμού και περί του ζητήματος κατά πόσον τα περιουσιακά στοιχεία του Nürburgring μεταβιβάστηκαν εντός του πλαισίου αυτού σε αγοραία τιμή».

65

Όπως, όμως, επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 33 και 34 των προτάσεών του, το γεγονός και μόνον ότι ένα πρόσωπο διαθέτει πληροφορίες οι οποίες θα μπορούσαν να είναι κρίσιμες στο πλαίσιο επίσημης διαδικασίας έρευνας όσον αφορά ορισμένη ενίσχυση δεν σημαίνει ότι τα συμφέροντά του θα μπορούσαν να θιγούν από τη χορήγηση της ενίσχυσης και ότι η ενίσχυση ενδέχεται να έχει συγκεκριμένη επίπτωση επί της καταστάσεώς του, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 57 της παρούσας απόφασης. Επομένως, η απλή κατοχή κρίσιμων πληροφοριών δεν αρκεί για να χαρακτηριστεί το συγκεκριμένο πρόσωπο ως ενδιαφερόμενο μέρος.

66

Εντούτοις, από τη δικογραφία της πρωτοβάθμιας δίκης, η οποία διαβιβάστηκε στο Δικαστήριο κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 167, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, προκύπτει ότι, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η αναιρεσείουσα είχε υποστηρίξει, μεταξύ άλλων, ότι είναι ένωση που προασπίζει τα συμφέροντα ολόκληρου του γερμανικού μηχανοκίνητου αθλητισμού σε σχέση με την πίστα αγώνων του Nürburgring, ότι κύριος σκοπός της είναι η διασφάλιση της εκμετάλλευσης της εν λόγω πίστας υπό οικονομικούς όρους προσανατολισμένους προς το γενικό συμφέρον, ώστε να εξασφαλίζεται η πρόσβαση στην εν λόγω πίστα αγώνων και στους ερασιτέχνες αθλητές και ότι η Capricorn επιδιώκει τον σκοπό της μεγιστοποίησης των κερδών της, ο οποίος είναι ασύμβατος με τους σκοπούς της αναιρεσείουσας.

67

Υπό το πρίσμα των επιχειρημάτων αυτών, τα οποία δεν αμφισβητούνται από την Επιτροπή, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η προβαλλόμενη χορήγηση ενίσχυσης στην Capricorn σε σχέση με την απόκτηση του Nürburgring θα μπορούσε να θίξει τα συμφέροντα της αναιρεσείουσας και των μελών της και επομένως η αναιρεσείουσα πρέπει να χαρακτηριστεί ως «ενδιαφερόμενο μέρος», κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 659/1999.

68

Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το αίτημα ακύρωσης της δεύτερης επίδικης απόφασης είναι παραδεκτό.

Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως

69

Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα βάλλει κατά της σκέψης 83 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης με την οποία το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η δεύτερη επίδικη απόφαση δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι αφορούσε ατομικά την ίδια ή και κάποιο από τα μέλη της, για τους ίδιους λόγους με εκείνους που είχε εκθέσει όσον αφορά την πρώτη επίδικη απόφαση.

70

Ο λόγος αυτός αναιρέσεως αφορά σημεία του σκεπτικού της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης τα οποία δεν αποτελούν έρεισμα του διατακτικού της. Πράγματι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 93 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η αναιρεσείουσα μπορούσε παραδεκτώς να ζητήσει την ακύρωση της δεύτερης επίδικης απόφασης και, όπως προκύπτει από τη σκέψη 68 της παρούσας απόφασης, δεν συντρέχει λόγος να τεθεί υπό αμφισβήτηση το συμπέρασμα αυτό.

71

Συνεπώς, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

Επί του τέταρτου λόγου αναιρέσεως

72

Ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως διαιρείται σε πέντε σκέλη. Πρέπει να εξεταστούν, κατ’ αρχάς, το δεύτερο, το τέταρτο και το πέμπτο σκέλος.

– Επιχειρήματα των διαδίκων

73

Με το δεύτερο σκέλος του τέταρτου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι, στις σκέψεις 152 έως 156 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε μια επιστολή της Deutsche Bank AG με ημερομηνία 10 Μαρτίου 2014, η οποία στήριζε την προσφορά της Capricorn, κρίνοντας ότι δεν προέκυπτε ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να διατηρεί αμφιβολίες ως προς τον δεσμευτικό χαρακτήρα της επιστολής αυτής. Η αναιρεσείουσα υπενθυμίζει ότι, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, είχε επιστήσει την προσοχή στο γεγονός ότι η εν λόγω επιστολή περιείχε, στην τελευταία σελίδα, «σημαντική ειδοποίηση», από την οποία προέκυπτε ότι οι όροι και οι προϋποθέσεις που περιλαμβάνονταν σε αυτή δεν μπορούσαν να θεμελιώσουν νομικώς δεσμευτικές υποχρεώσεις. Κατά την άποψή της, η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται από άλλα σημεία της ειδοποίησης αυτής. Κατά την αναιρεσείουσα, αν το Γενικό Δικαστήριο δεν είχε παραμορφώσει την από 10ης Μαρτίου 2014 επιστολή της Deutsche Bank, θα έπρεπε να είχε διαπιστώσει ότι η Deutsche Bank δεν θεωρούσε ότι δεσμευόταν από την εν λόγω επιστολή.

74

Στο πλαίσιο του τέταρτου σκέλους του τέταρτου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η κρίση του Γενικού Δικαστηρίου, στη σκέψη 166 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι τα πραγματικά περιστατικά που είναι μεταγενέστερα της 11ης Μαρτίου 2014 δεν ασκούσαν επιρροή στην εξέταση του ζητήματος αν είχε χορηγηθεί ενίσχυση στην Capricorn στο πλαίσιο της διαδικασίας του διαγωνισμού, ενέχει πλάνη περί το δίκαιο και παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου και, επιπλέον, είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη.

75

Κατά την αναιρεσείουσα, η Επιτροπή είχε στη διάθεσή της, κατά την έκδοση της δεύτερης επίδικης απόφασης, λεπτομερείς πληροφορίες και ενδείξεις από τις οποίες προέκυπτε ότι η Capricorn είχε τύχει αδικαιολόγητου πλεονεκτήματος, στο πλαίσιο αδιαφανούς και μεροληπτικής διαδικασίας διαγωνισμού, η οποία οδήγησε στην κατακύρωση σε αυτήν των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring, παρά την αφερεγγυότητά της. Οι πληροφορίες αυτές θα έπρεπε να οδηγήσουν την Επιτροπή στην κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας, τούτο δε, αντιθέτως προς όσα έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 167 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ακόμη και ελλείψει νέας καταγγελίας της αναιρεσείουσας.

76

Τέλος, το πέμπτο σκέλος του τέταρτου λόγου αναιρέσεως βάλλει κατά των σκέψεων 173 έως 176 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, με τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τα επιχειρήματα της αναιρεσείουσας που συνοψίζονται στις σκέψεις 170 και 171. Κατά την αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο περιορίστηκε στο να συνοψίσει τα επιχειρήματά της στη σκέψη 170, χωρίς να τα εξετάσει ή να αιτιολογήσει την απόρριψή τους. Το αυτό ισχύει και για την επιχειρηματολογία σχετικά με τη σύμβαση μίσθωσης που αφορούσε τα περιουσιακά στοιχεία του Nürburgring, για την οποία γίνεται λόγος στη σκέψη 171. Το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε απλώς ότι το μίσθωμα καταβλήθηκε σε εταιρία ανεξάρτητη από τους πωλητές και ότι το τίμημα για την πώληση των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring μειώθηκε κατά το ποσό των μισθωμάτων, τα οποία θα καταλογίζονταν στο τίμημα μέχρι τον χρόνο οριστικοποίησης της πώλησης. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε απλώς, χωρίς να παράσχει εξηγήσεις, ότι η Επιτροπή δεν έπρεπε να έχει αμφιβολίες ως προς την ύπαρξη αδικαιολόγητου πλεονεκτήματος, όπερ συνιστά παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε η αναιρεσείουσα και πλάνη περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή του άρθρου 107 και του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

77

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το δεύτερο σκέλος του τέταρτου λόγου αναιρέσεως είναι αλυσιτελές. Κατά την άποψή της, οι διαπιστώσεις που περιλαμβάνονται στις σκέψεις 152, 154 και 155 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, τις οποίες δεν αμφισβητεί η αναιρεσείουσα, αρκούν για να στηρίξουν τις εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με το γεγονός ότι δεν προέκυπτε ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να διατηρεί αμφιβολίες ως προς τον δεσμευτικό χαρακτήρα της από 10ης Μαρτίου 2014 επιστολής της Deutsche Bank, ακόμη και αν υποτεθεί ότι, στη σκέψη 153, το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά.

78

Σε κάθε περίπτωση, το δεύτερο σκέλος του τέταρτου λόγου αναιρέσεως είναι, κατά την άποψή της, αβάσιμο. Στην από 10ης Μαρτίου 2014 επιστολή της Deutsche Bank χρησιμοποιείται επανειλημμένως ο όρος «δέσμευση». Στην πραγματικότητα, η αναιρεσείουσα αμφισβητεί μόνον την ερμηνεία του όρου αυτού από το Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο άλλων δηλώσεων που περιλαμβάνονται στο ίδιο έγγραφο. Πλην όμως, αυτή εμπίπτει στην κυριαρχική εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών από το Γενικό Δικαστήριο, η οποία περιλαμβάνει επίσης την ερμηνεία συμβάσεων που έχουν συναφθεί δυνάμει του εθνικού δικαίου.

79

Όσον αφορά το τέταρτο σκέλος του τέταρτου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι αυτό στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία των σκέψεων 165 έως 169 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Στις σκέψεις αυτές το Γενικό Δικαστήριο έδωσε αρνητική απάντηση στο ερώτημα αν έπρεπε να εξεταστεί στη δεύτερη επίδικη απόφαση το επιχείρημα της αναιρεσείουσας, το οποίο συνοψίζεται στη σκέψη 163, ότι στις 13 Αυγούστου 2014 η Capricorn υποκαταστάθηκε από μεταγοραστή στο πλαίσιο μη διαφανούς διαδικασίας μεταπώλησης των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring. Κατά την Επιτροπή, η απάντηση αυτή είναι ορθή, στο μέτρο που περιστάσεις μεταγενέστερες της πώλησης των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring δεν ασκούν επιρροή για την εκτίμηση του ζητήματος αν ο σύνδικος της πτώχευσης του Nürburgring ενήργησε, κατά την πώληση αυτή, ως επενδυτής σε οικονομία της αγοράς. Όμως, ένας τέτοιος επενδυτής δεν θα μπορούσε να λάβει υπόψη πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά που προβάλλει η αναιρεσείουσα, τα οποία έλαβαν χώρα μετά τη σύναψη της πώλησης. Ακόμη και αν η Επιτροπή διέθετε, κατά την έκδοση της δεύτερης επίδικης απόφασης, τις πληροφορίες που επικαλέστηκε η αναιρεσείουσα με την επιχειρηματολογία της, αυτές δεν θα ασκούσαν επιρροή για την εφαρμογή της αρχής του πωλητή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς επί της από 11ης Μαρτίου 2014 σύμβασης πώλησης που συνήφθη μεταξύ του συνδίκου της πτώχευσης του Nürburgring και της Capricorn.

80

Τέλος, απαντώντας στο πέμπτο σκέλος του τέταρτου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η επιχειρηματολογία της αναιρεσείουσας, η οποία συνοψίζεται στις σκέψεις 170 και 171 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, δεν έθετε εν αμφιβόλω την τήρηση του κριτηρίου του πωλητή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς. Ειδικότερα, τα επιχειρήματα που συνοψίζονται στη σκέψη 170 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης αφορούν γεγονότα μεταγενέστερα της σύναψης της σύμβασης πώλησης. Το αυτό ισχύει και για τη σύναψη σύμβασης μίσθωσης, για την οποία γίνεται λόγος στη σκέψη 171. Κατά την Επιτροπή, στις σκέψεις 173 έως 174 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης το Γενικό Δικαστήριο παρέθεσε συνοπτική μεν αλλά σαφή αιτιολογία προς δικαιολόγηση της απόρριψης των επιχειρημάτων αυτών. Η παραπομπή εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου στις σκέψεις 138 έως 158 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης είναι εύλογη, δεδομένου ότι σε αυτές είχε εκθέσει ότι η τιμή πώλησης των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring καθορίστηκε στο πλαίσιο διαφανούς και ανοικτής διαδικασίας διαγωνισμού και ότι δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ως προς τη χρηματοδότηση της επιλεγείσας προσφοράς. Όσον αφορά το επιχείρημα της αναιρεσείουσας περί παραμόρφωσης των αποδεικτικών στοιχείων, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι είναι αδύνατο να γίνει αντιληπτό ποια είναι η βάση του ισχυρισμού αυτού, τούτο δε κατά μείζονα λόγο καθόσον η ίδια η αναιρεσείουσα αναγνωρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο συνόψισε ορθώς την επιχειρηματολογία της στις σκέψεις 170 και 171 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

– Εκτίμηση του Δικαστηρίου

81

Πρέπει να διευκρινιστεί ευθύς εξαρχής ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, το δεύτερο σκέλος του τέταρτου λόγου αναιρέσεως βάλλει όχι μόνον κατά της σκέψης 153, αλλά και κατά των σκέψεων 152 και 154 έως 156 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να απορριφθεί ως αλυσιτελές.

82

Για την εξέταση του δεύτερου σκέλους του τέταρτου λόγου αναιρέσεως, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 151 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, είχε διευκρινιστεί στους επενδυτές που ενδιαφέρονταν για την απόκτηση των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring ότι θα επιλέγονταν ιδίως υπό το πρίσμα της πιθανότητας κλεισίματος της συναλλαγής. Ένας από τους παράγοντες που έπρεπε να ληφθούν υπόψη ως προς το σημείο αυτό ήταν η ασφάλεια της χρηματοδότησης της προσφοράς τους, η οποία θα πιστοποιούνταν από την επιβεβαίωση χρηματοδότησης των εταίρων χρηματοδότησης.

83

Από τις αιτιολογικές σκέψεις 50, 273 και 278 της τελικής απόφασης προκύπτει ότι η Επιτροπή έκρινε ότι η χρηματοδότηση της προσφοράς της Capricorn ήταν εξασφαλισμένη, δεδομένου ότι αυτή είχε προσκομίσει την από 10ης Μαρτίου 2014 επιστολή της Deutsche Bank, η οποία είχε, κατά την άποψή της, δεσμευτικό χαρακτήρα.

84

Στις σκέψεις 152 έως 155 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο έλεγξε αν η εξέταση που πραγματοποιήθηκε από την Επιτροπή, η οποία υιοθετούσε την ανάλυση των γερμανικών αρχών, ήταν ικανή να άρει τις αμφιβολίες περί του δεσμευτικού χαρακτήρα της επιστολής αυτής και κατέληξε στο συμπέρασμα, στη σκέψη 156, ότι αυτό όντως συνέβαινε.

85

Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν, όπως υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, στο πλαίσιο της ελέγχου αυτού, το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο του συγκεκριμένου εγγράφου.

86

Υπενθυμίζεται, ως προς το ζήτημα αυτό, ότι παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων υφίσταται όταν η εκτίμηση των υφισταμένων αποδεικτικών στοιχείων είναι προδήλως εσφαλμένη, χωρίς να χρειάζεται η προσφυγή σε νέα αποδεικτικά στοιχεία (αποφάσεις της 18ης Ιανουαρίου 2007, PKK και KNK κατά Συμβουλίου, C‑229/05 P, EU:C:2007:32, σκέψη 37, και της 18ης Ιουλίου 2007, Industrias Químicas del Vallés κατά Επιτροπής, C‑326/05 P, EU:C:2007:443, σκέψη 60).

87

Εν προκειμένω, από την ανάγνωση της από 10ης Μαρτίου 2014 επιστολής της Deutsche Bank, όπως προσκομίστηκε από την Επιτροπή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και περιλαμβάνεται στη δικογραφία της πρωτοβάθμιας δίκης, προκύπτει ότι η επιστολή αυτή περιέχει, στην πρώτη σελίδα, σαφή ένδειξη ότι η περιλαμβανόμενη στην επιστολή αυτή «δέσμευση» υπόκειται στους όρους που εκτίθενται, μεταξύ άλλων, στο «φυλλάδιο όρων» που επισυνάπτεται στην εν λόγω επιστολή ως Παράρτημα Α.

88

Όπως όμως ορθώς υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, στο τέλος του παραρτήματος αυτού υπάρχει μια «σημαντική ειδοποίηση», στην οποία διαλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, ότι «το παρόν φυλλάδιο όρων εξυπηρετεί μόνο σκοπούς συζήτησης και δεν αποσκοπεί στη δημιουργία δεσμευτικών νομικών υποχρεώσεων μεταξύ μας […] Ως εκ τούτου, δεν αναλαμβάνουμε καμία ευθύνη για οποιαδήποτε άμεση, επακόλουθη ή άλλη ζημία από τη χρήση της επιστολής αυτής».

89

Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει προδήλως ότι η από 10ης Μαρτίου 2014 επιστολή της Deutsche Bank δεν αποσκοπούσε στο να δημιουργήσει δεσμευτική υποχρέωση χρηματοδότησης εις βάρος της τράπεζας που τη συνέταξε και υπέρ της Capricorn.

90

Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται, κατά τα λοιπά, από την ένδειξη που περιλαμβάνεται στην παράγραφο 9 της σελίδας 5 της εν λόγω επιστολής, όπου υπό τον τίτλο «Εφαρμοστέο δίκαιο και αρμοδιότητα», γίνεται λόγος για «κάθε ενδεχόμενη εξωσυμβατική υποχρέωση» από την εν λόγω επιστολή, χωρίς να γίνεται λόγος για συμβατικές υποχρεώσεις, ακριβώς επειδή η επιστολή αυτή δεν αποσκοπούσε στη δημιουργία τέτοιων υποχρεώσεων.

91

Ως προς το ζήτημα αυτό, είναι άνευ σημασίας ότι, όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 152 και 153 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, στην ως άνω επιστολή αναφέρεται ότι η Deutsche Bank είναι «διατεθειμένη να χορηγήσει» στην Capricorn δάνειο ύψους 45 εκατομμυρίων ευρώ και γίνεται επανειλημμένως αναφορά στη «δέσμευση» που αναλαμβάνει η Deutsche Bank έναντι της Capricorn, στο μέτρο που από τις ενδείξεις που εκτίθενται στη σκέψη 88 της παρούσας απόφασης προκύπτει σαφώς ότι η εν λόγω «δέσμευση» δεν δημιουργούσε νομικώς δεσμευτικές υποχρεώσεις χρηματοδότησης, όπως άλλωστε και οι προγενέστερες επιστολές της Deutsche Bank των οποίων κάνει μνεία το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 154 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το γεγονός ότι η έλλειψη δεσμευτικότητας της από 10ης Μαρτίου 2014 επιστολής της Deutsche Bank εκφράστηκε με διαφορετικό τρόπο σε σχέση με τις προγενέστερες επιστολές.

92

Κατά συνέπεια, όπως υποστηρίζει η αναιρεσείουσα με το δεύτερο σκέλος του τέταρτου λόγου αναιρέσεως, το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο της από 10ης Μαρτίου 2014 επιστολής της Deutsche Bank και, ως εκ τούτου, το σκέλος αυτό είναι βάσιμο.

93

Στο πλαίσιο του τέταρτου σκέλους του τέταρτου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο απορρίπτοντας, στη σκέψη 166 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, τα επιχειρήματά της που συνοψίζονται στις σκέψεις 162 και 163.

94

Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 108 των προτάσεών του, η αναιρεσείουσα προέβαλε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, κατ’ ουσίαν, ότι, μετά την ολοκλήρωση στις 11 Μαρτίου 2014 της πώλησης των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring στην Capricorn, η τελευταία και οι πωλητές συνήψαν συμφωνία εγγύησης για την πληρωμή των δόσεων του τιμήματος της πώλησης η οποία προέβλεπε τη δυνατότητα, σε περίπτωση κατά την οποία εξακολουθούσε να μην έχει καταβληθεί η δεύτερη δόση του τιμήματος της πώλησης, να μεταπωληθούν τα στοιχεία του ενεργητικού, πράγμα το οποίο όντως συνέβη.

95

Στη σκέψη 166 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε ότι η ενίσχυση που, κατά την αναιρεσείουσα, θα έπρεπε να έχει διαπιστωθεί από την Επιτροπή με τη δεύτερη επίδικη απόφαση, χορηγήθηκε στην Capricorn στις 11 Μαρτίου 2014, ημερομηνία πώλησης των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων σε τιμή που φερόταν να είναι κατώτερη από εκείνη της αγοράς. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι τα πραγματικά περιστατικά που είναι μεταγενέστερα της ημερομηνίας αυτής δεν ασκούσαν επιρροή στην εξέταση του ζητήματος αν είχε χορηγηθεί ενίσχυση στην Capricorn στο πλαίσιο της διαδικασίας του διαγωνισμού. Το Γενικό Δικαστήριο προσέθεσε, στη σκέψη 167 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι, αν η αναιρεσείουσα επιθυμούσε να εξεταστεί από την Επιτροπή και η ύπαρξη νέας ενίσχυσης που σχετιζόταν με την προβαλλόμενη συνέχιση της διαδικασίας πώλησης, θα έπρεπε να είχε υποβάλει νέα σχετική καταγγελία.

96

Ως προς το ζήτημα αυτό, είναι ακριβές ότι, αν γινόταν δεκτό ότι στην Capricorn χορηγήθηκε ενίσχυση η οποία αντιστοιχούσε στη διαφορά μεταξύ της αγοραίας τιμής των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring και της τιμής κτήσεώς τους από την Capricorn, στο πλαίσιο διαγωνισμού που δεν πληρούσε τις απαιτήσεις όσον αφορά τον ανοικτό, διαφανή, άνευ όρων και αμερόληπτο χαρακτήρα της διαδικασίας, ημερομηνία χορήγησης της ενίσχυσης θα ήταν κατ’ ανάγκην η 11η Μαρτίου 2014, ημέρα κατά την οποία κατακυρώθηκαν τα περιουσιακά στοιχεία στην Capricorn και υπογράφηκε η σχετική με αυτά σύμβαση πώλησης.

97

Εντούτοις, αντιθέτως προς όσα έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 166 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, αυτό δεν σημαίνει ότι πραγματικά περιστατικά μεταγενέστερα της ημερομηνίας αυτής δεν ασκούσαν εξ ορισμού καμία επιρροή για την εκτίμηση του ζητήματος αν μια τέτοια ενίσχυση είχε πράγματι χορηγηθεί.

98

Πράγματι, υπενθυμίζεται ότι η νομιμότητα αποφάσεως στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων πρέπει να εκτιμάται από τον δικαστή της Ένωσης βάσει των πληροφοριακών στοιχείων που είχε στη διάθεσή της η Επιτροπή όταν έλαβε την απόφαση αυτή (πρβλ. απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2017, Επιτροπή κατά Frucona Košice, C‑300/16 P, EU:C:2017:706, σκέψη 70 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 102 και 103 των προτάσεών του, το προκαταρκτικό στάδιο της διαδικασίας εξέτασης στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων περατώνεται κατά τον χρόνο έκδοσης εκ μέρους της Επιτροπής μιας εκ των αποφάσεων του άρθρου 4 του κανονισμού 659/1999 και, επομένως, δεν αποκλείεται, μετά το πέρας της διαδικασίας του διαγωνισμού, αλλά πριν από την έκδοση της σχετικής απόφασης της Επιτροπής, να προκύψουν νέα στοιχεία για ανάλυση.

99

Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 82 και 83 της παρούσας απόφασης, το γεγονός ότι η χρηματοδότηση της προσφοράς της Capricorn ήταν εξασφαλισμένη ήταν τουλάχιστον ένας από τους παράγοντες που δικαιολόγησαν την κατακύρωση των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring σε αυτή.

100

Πλην όμως, τα πραγματικά περιστατικά που επικαλείται η αναιρεσείουσα, όπως συνοψίζονται στη σκέψη 94 της παρούσας απόφασης, μολονότι μεταγενέστερα της κατακύρωσης των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring στην Capricorn, θα μπορούσαν να δημιουργήσουν, αν αποδεικνύονταν, αμφιβολίες ως προς την ορθότητα της διαπίστωσης των υπευθύνων για τη διαδικασία του διαγωνισμού κατά την οποία η χρηματοδότηση της προσφοράς της Capricorn ήταν εξασφαλισμένη και, κατά συνέπεια, ως προς τον διαφανή και αμερόληπτο χαρακτήρα της εν λόγω διαδικασίας, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 157 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, μία άλλη προσφορά απορρίφθηκε λόγω μη προσκόμισης αποδεικτικών στοιχείων για τη χρηματοδότησή της.

101

Πράγματι, τίθεται το ερώτημα γιατί η Capricorn, μολονότι είχε εξασφαλίσει τη χρηματοδότηση της προσφοράς της, χρειάστηκε να επαναδιαπραγματευθεί την καταβολή του τιμήματος της πώλησης σε δόσεις και, εν τέλει, δεν μπόρεσε να καταβάλει τη δεύτερη δόση, πράγμα που οδήγησε στη μεταπώληση των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring.

102

Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι δεν ήταν κρίσιμα τα πραγματικά περιστατικά που επικαλέστηκε η αναιρεσείουσα και συνοψίζονται στη σκέψη 94 της παρούσας απόφασης αποκλειστικά και μόνο επειδή ήταν μεταγενέστερα της πώλησης των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring στην Capricorn. Ως εκ τούτου, το τέταρτο σκέλος του τέταρτου λόγου αναιρέσεως είναι βάσιμο.

103

Τέλος, με το πέμπτο σκέλος του τέταρτου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι είναι ελλιπής ή ανεπαρκής η αιτιολογία που παρέθεσε το Γενικό Δικαστήριο για να απορρίψει, στις σκέψεις 173 έως 176 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, τα επιχειρήματά της που συνοψίζονται στις σκέψεις 170 και 171.

104

Επισημαίνεται, ως προς το ζήτημα αυτό, ότι, στη σκέψη 170 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο συνόψισε τέσσερα επιχειρήματα που προέβαλε η αναιρεσείουσα στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, με τα επιχειρήματα αυτά η αναιρεσείουσα επιδίωκε να αποδείξει ότι τόσο το τίμημα της πώλησης των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring στην Capricorn όσο και οι όροι πληρωμής του τιμήματος περιλάμβαναν στοιχεία ενίσχυσης, δεδομένου ότι, πρώτον, 6 εκατομμύρια ευρώ που προέρχονταν από τα ακαθάριστα κέρδη της εκμετάλλευσης του διαχειριστή του Nürburgring θα έπρεπε να προσμετρηθούν στο τίμημα της πώλησης, ενώ ο διαχειριστής αυτός είχε δηλώσει, το 2013, μηδενικά προσδοκώμενα κέρδη από τα περιουσιακά στοιχεία του Nürburgring, δεύτερον, δόθηκε παράταση της προθεσμίας καταβολής της δεύτερης δόσης του τιμήματος, τρίτον, δεν εισπράχθηκε η ποινική ρήτρα ύψους 25 εκατομμυρίων ευρώ που είχε προβλεφθεί στη σύμβαση πώλησης για την περίπτωση αδυναμίας πληρωμής και, τέταρτον, τα περιουσιακά στοιχεία του Nürburgring μεταβιβάστηκαν σε μεταγοραστή στο πλαίσιο αδιαφανούς διαδικασίας.

105

Στη σκέψη 171 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο συνόψισε ένα πρόσθετο επιχείρημα που προέβαλε η αναιρεσείουσα στο ίδιο πλαίσιο κατά το οποίο δεν είχε ακολουθηθεί ανοιχτή, διαφανής, αμερόληπτη και άνευ όρων διαδικασία διαγωνισμού για τη σύμβαση βάσει της οποίας τα περιουσιακά στοιχεία του Nürburgring εκμισθώθηκαν για χρονικό διάστημα που θα ξεκινούσε την 1η Ιανουαρίου 2015, προκειμένου να αντιμετωπισθεί μια μεταβατική κατάσταση που σχετιζόταν με την πιθανή εκπλήρωση του όρου από τον οποίο εξαρτήθηκε η πώληση των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring προς την Capricorn, ήτοι της έκδοσης απόφασης της Επιτροπής με την οποία θα εξέλιπε κάθε κίνδυνος να κληθεί ο αγοραστής των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων να επιστρέψει τις ενισχύσεις που είχαν χορηγηθεί στους πωλητές και, επομένως, τα μισθώματα από τη μίσθωση αυτή δεν αντιστοιχούσαν στην αγοραία τιμή και περιελάμβαναν νέα στοιχεία ενίσχυσης. Κατά την αναιρεσείουσα, μεταξύ των πωλητών και της Capricorn είχε συμφωνηθεί ότι τα μισθώματα από τη μίσθωση αυτή θα αφαιρούνταν από το τίμημα της πώλησης των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring μέχρι τον χρόνο οριστικοποίησης της πώλησης.

106

Απαντώντας στα επιχειρήματα αυτά, το Γενικό Δικαστήριο περιορίστηκε να επισημάνει, στη σκέψη 173 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι «[γ]ια τους λόγους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 138 έως 158 [της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης], δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή έπρεπε να έχει αμφιβολίες ως προς τον διαφανή και αμερόληπτο χαρακτήρα της διαδικασίας του διαγωνισμού». Το Γενικό Δικαστήριο προσέθεσε, στη σκέψη 174, ότι για τους ίδιους λόγους «η εξέταση που πραγματοποιήθηκε από την Επιτροπή και οδήγησε στη δεύτερη [επίδικη] απόφαση ήταν ικανή να εξαλείψει τυχόν αμφιβολίες ως προς τη μεταβίβαση πλεονεκτήματος προς τον αγοραστή στο πλαίσιο της σύμβασης μίσθωσης για τα περιουσιακά στοιχεία του Nürburgring ή των λοιπών όρων καταβολής του τιμήματος πώλησης των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων».

107

Πλην όμως, και όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 115 των προτάσεών του, αντιθέτως προς όσα επιτάσσει η νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 36 της παρούσας απόφασης, η αιτιολογία αυτή δεν απαντά, ούτε καν εμμέσως, στα επιχειρήματα της αναιρεσείουσας που συνοψίζονται στις σκέψεις 170 και 171 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και δεν καθιστά δυνατή την κατανόηση της συλλογιστικής του Γενικού Δικαστηρίου, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερόμενους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους εκδόθηκε η σχετική απόφαση, στο δε Δικαστήριο να ασκήσει τον δικαστικό του έλεγχο.

108

Πράγματι, το σκεπτικό που παρατίθεται στις σκέψεις 138 έως 158 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, στο οποίο παραπέμπει το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 173, αφορά, αφενός, τον αδιαφανή και μεροληπτικό χαρακτήρα της διαδικασίας του διαγωνισμού, σε σχέση ιδίως με την έλλειψη διαφάνειας των οικονομικών δεδομένων, την έλλειψη διαφάνειας και τον μεροληπτικό χαρακτήρα των κριτηρίων αξιολόγησης και της εφαρμογής τους καθώς και τη συνέχιση της διαδικασίας πώλησης μετά τη μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring στην Capricorn και, αφετέρου, το ζήτημα της χρηματοδότησης της προσφοράς της τελευταίας. Ως εκ τούτου, το σκεπτικό αυτό δεν καθιστά δυνατή την κατανόηση του λόγου για τον οποίο απορρίφθηκαν τα επιχειρήματα της αναιρεσείουσας που συνοψίζονται στις σκέψεις 170 και 171 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

109

Ως εκ τούτου, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι είναι ελλιπής η αιτιολογία της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης όσον αφορά την απόρριψη από το Γενικό Δικαστήριο των επιχειρημάτων αυτών. Επομένως, το πέμπτο σκέλος του τέταρτου λόγου αναιρέσεως είναι βάσιμο.

110

Υπό τις συνθήκες αυτές, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστούν το πρώτο και το τρίτο σκέλος του τέταρτου λόγου αναιρέσεως, καθώς και ο πέμπτος λόγος, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αναιρέσεως και να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση καθόσον με αυτήν το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα ακύρωσης της δεύτερης επίδικης απόφασης.

Επί της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

111

Κατά το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Δικαστήριο δύναται, σε περίπτωση αναιρέσεως της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση.

112

Εν προκειμένω, λαμβανομένου υπόψη ιδίως του γεγονότος ότι η προσφυγή ακυρώσεως που άσκησε η αναιρεσείουσα στην υπόθεση T‑373/15 στηρίζεται σε λόγους οι οποίοι αποτέλεσαν το αντικείμενο κατ’ αντιμωλία συζητήσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και των οποίων η εξέταση δεν απαιτεί τη λήψη κανενός συμπληρωματικού μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας ή τη διεξαγωγή αποδείξεων, το Δικαστήριο κρίνει ότι η προσφυγή αυτή είναι ώριμη προς εκδίκαση και ότι πρέπει να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επ’ αυτής (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2020, Επιτροπή και Συμβούλιο κατά Carreras Sequeros κ.λπ., C‑119/19 P και C‑126/19 P, EU:C:2020:676, σκέψη 130), εντός των ορίων της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί, ήτοι του αιτήματος ακυρώσεως της δεύτερης επίδικης απόφασης (πρβλ. απόφαση της 1ης Ιουλίου 2008, Chronopost και La Poste κατά UFEX κ.λπ., C‑341/06 P και C‑342/06 P, EU:C:2008:375, σκέψη 134).

113

Υπενθυμίζεται ότι η δεύτερη επίδικη απόφαση είναι απόφαση για τη μη διατύπωση αντιρρήσεων βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 659/1999, της οποίας η νομιμότητα εξαρτάται από το κατά πόσον υπάρχουν αμφιβολίες όσον αφορά τη συμβατότητα της ενίσχυσης με την κοινή αγορά.

114

Εφόσον τέτοιες αμφιβολίες πρέπει να οδηγούν στην κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας, στην οποία μπορούν να μετάσχουν τα κατά το άρθρο 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 659/1999 ενδιαφερόμενα μέρη, πρέπει να γίνει δεκτό ότι μια τέτοια απόφαση αφορά άμεσα και ατομικά κάθε ενδιαφερόμενο μέρος υπό την έννοια της διάταξης αυτής. Συγκεκριμένα, εκείνοι υπέρ των οποίων έχουν τεθεί οι διαδικαστικές εγγυήσεις του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999 μπορούν να διασφαλίσουν την τήρησή τους μόνον αν έχουν τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν την απόφαση για τη μη διατύπωση αντιρρήσεων ενώπιον του δικαστή της Ένωσης (απόφαση της 24ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex, C‑83/09 P, EU:C:2011:341, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

115

Ως προς το ζήτημα αυτό, επισημαίνεται ότι δεν εναπόκειται στον δικαστή της Ένωσης να ερμηνεύσει προσφυγή με την οποία ο προσφεύγων αμφισβητεί αποκλειστικά το βάσιμο αποφάσεως περί εκτιμήσεως ορισμένης ενισχύσεως υπό την έννοια ότι αυτή αποσκοπεί στην πραγματικότητα στην προάσπιση διαδικαστικών δικαιωμάτων που αυτός αντλεί από το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, στην περίπτωση που ο προσφεύγων δεν έχει ρητώς προβάλει σχετικό λόγο ακυρώσεως, διότι άλλως ο δικαστής της Ένωσης θα μετέβαλλε το αντικείμενο της προσφυγής (πρβλ. απόφαση της 24ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex, C‑83/09 P, EU:C:2011:341, σκέψη 55). Εντούτοις, όταν ο προσφεύγων ζητεί την ακύρωση απόφασης για τη μη διατύπωση αντιρρήσεων, αμφισβητεί κυρίως το γεγονός ότι η απόφαση της Επιτροπής για την επίμαχη ενίσχυση εκδόθηκε χωρίς το εν λόγω θεσμικό όργανο να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, προσβάλλοντας με τον τρόπο αυτό τα διαδικαστικά δικαιώματά του, ενώ λόγω της ύπαρξης αμφιβολιών σχετικά με τη συμβατότητα της ενίσχυσης αυτής με την εσωτερική αγορά θα όφειλε να έχει κινήσει τη διαδικασία αυτή. Προκειμένου να γίνει δεκτό το αίτημα ακύρωσης, ο προσφεύγων μπορεί συνεπώς να προβάλει οποιονδήποτε λόγο ακυρώσεως ικανό να αποδείξει ότι η εκτίμηση των πληροφοριών και των στοιχείων που διέθετε η Επιτροπή, στο πλαίσιο του προκαταρκτικού σταδίου εξετάσεως, θα έπρεπε να δημιουργήσει τέτοιες αμφιβολίες, χωρίς η προβολή των επιχειρημάτων αυτών να μεταβάλλει το αντικείμενο της προσφυγής. Κατά συνέπεια, ο δικαστής της Ένωσης μπορεί να εξετάσει τα ουσιαστικά επιχειρήματα που προβάλλει ο προσφεύγων, προκειμένου να εξακριβώσει αν αυτά περιέχουν στοιχεία που στηρίζουν λόγο ακυρώσεως τον οποίο ομοίως προβάλλει ο προσφεύγων και με τον οποίο ρητώς επικαλείται την ύπαρξη αμφιβολιών που θα είχαν δικαιολογήσει την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας (πρβλ. απόφαση της 24ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex, C‑83/09 P, EU:C:2011:341, σκέψεις 56 και 59).

116

Εν προκειμένω, έγινε δεκτό, στη σκέψη 67 της παρούσας απόφασης, ότι η αναιρεσείουσα έχει την ιδιότητα του «ενδιαφερόμενου μέρους», κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 659/1999. Η αναιρεσείουσα προέβαλε εννέα λόγους ακυρώσεως προς στήριξη της προσφυγής της. Με εξαίρεση τον έβδομο λόγο ακυρώσεως, που προβάλλεται προς στήριξη του αιτήματος ακύρωσης της πρώτης επίδικης απόφασης, οι λοιποί λόγοι προβάλλονται προς στήριξη του αιτήματος ακύρωσης της δεύτερης επίδικης απόφασης.

117

Ο πέμπτος και ο όγδοος λόγος ακυρώσεως στηρίζονται ρητώς στην προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων της αναιρεσείουσας, στο μέτρο που, κατά την αναιρεσείουσα, η Επιτροπή παρέλειψε να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας που προβλέπεται στο άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, παρά το γεγονός ότι η πώληση των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring σε τιμή κατώτερη της αγοραίας θα έπρεπε να οδηγήσει την Επιτροπή στο συμπέρασμα ότι είχε χορηγηθεί ενίσχυση στον αγοραστή.

118

Το Δικαστήριο, προκειμένου να αποφανθεί επί των λόγων αυτών ακυρώσεως, πρέπει πρώτα να εξετάσει, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 115 της παρούσας απόφασης, από κοινού το πρώτο και το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, καθώς και τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, με τους οποίους προβάλλεται, κατ’ ουσίαν, εσφαλμένη εκτίμηση της Επιτροπής όσον αφορά την επιβεβαίωση της χρηματοδότησης της προσφοράς της Capricorn.

Επιχειρήματα των διαδίκων

119

Με το πρώτο και το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, καθώς και με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η διαπίστωση της Επιτροπής, στις αιτιολογικές σκέψεις 50, 51, 266, 271 και 273 της τελικής απόφασης, ότι η Capricorn είχε προσκομίσει χρηματοδοτική δέσμευση της Deutsche Bank για δάνειο ύψους 45 εκατομμυρίων ευρώ είναι προδήλως εσφαλμένη, στο μέτρο που από το περιεχόμενο της από 10ης Μαρτίου 2014 επιστολής της Deutsche Bank προκύπτει ότι η εν λόγω επιστολή δεν ήταν δεσμευτική.

120

Η αναιρεσείουσα προσθέτει ότι η υποσημείωση 79 της τελικής απόφασης καταδεικνύει ότι η Επιτροπή γνώριζε τη συμφωνία που μνημονεύεται στη σκέψη 94 της παρούσας απόφασης, η οποία συνήφθη στις 13 Αυγούστου 2014 μεταξύ του συνδίκου της πτώχευσης του Nürburgring, των πωλητών και της Capricorn και προέβλεπε, μεταξύ άλλων, την παράταση της προθεσμίας καταβολής της δεύτερης δόσης του τιμήματος πώλησης από την Capricorn. Πλην όμως, κατά την άποψη της αναιρεσείουσας, η συμφωνία αυτή αποδεικνύει ότι η χρηματοδότηση της προσφοράς της Capricorn δεν ήταν επιβεβαιωμένη.

121

Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα αυτά. Επικαλείται το κείμενο της από 10ης Μαρτίου 2014 επιστολής της Deutsche Bank, στην οποία γίνεται μεταξύ άλλων επανειλημμένα λόγος για «δέσμευση» εκ μέρους της Deutsche Bank και υποστηρίζει ότι, ως εκ τούτου, δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως της επιστολής αυτή.

122

Όσον αφορά τη συμφωνία της 13ης Αυγούστου 2014, διευκρινίζει ότι, κατά την έκδοση της τελικής απόφασης, δεν είχε στην κατοχή της το κείμενο της συμφωνίας αυτής, το οποίο δεν της διαβιβάστηκε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας. Οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται στην υποσημείωση 79 της τελικής απόφασης προέρχονται από κοινοποίηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Σε κάθε περίπτωση, υπογραμμίζει ότι δεν στήριξε τη δεύτερη επίδικη απόφαση στο γεγονός ότι η απόδειξη της χρηματοδότησης που παρέσχε η Deutsche Bank εξακολουθούσε να υφίσταται κατά τον χρόνο έκδοσης της τελικής απόφασης.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

123

Επισημαίνεται ότι η Επιτροπή, προκειμένου να κρίνει ότι δεν υπήρξε παράνομη ενίσχυση χορηγηθείσα στην Capricorn κατά την εκ μέρους της εξαγορά των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring, έπρεπε να βεβαιωθεί ότι η εξαγορά αυτή έγινε με τιμή αντίστοιχη προς την αγοραία, πράγμα που θα ίσχυε αν επιβεβαιωνόταν ότι η διαδικασία του διαγωνισμού ήταν ανοικτή, διαφανής, αμερόληπτη και άνευ όρων.

124

Όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 82 της παρούσας απόφασης, ένας από τους παράγοντες που ελήφθησαν υπόψη για την επιλογή του αγοραστή των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring ήταν η επιβεβαίωση της χρηματοδότησης της προσφοράς του.

125

Πράγματι, από την αιτιολογική σκέψη 116 της τελικής απόφασης προκύπτει ότι ένας από τους λοιπούς προσφέροντες, ο οποίος υπέβαλε καταγγελία ενώπιον της Επιτροπής, είχε προτείνει στο πλαίσιο της διαδικασίας του διαγωνισμού τίμημα για την αγορά του συνόλου των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring υψηλότερο από εκείνο που πρότεινε η Capricorn. Πλην όμως, από την αιτιολογική σκέψη 272 της τελικής απόφασης προκύπτει ότι η προσφορά αυτή απορρίφθηκε λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων για τη χρηματοδότησή της.

126

Κατά την αιτιολογική σκέψη 273 της τελικής απόφασης, μόνο δύο προσφορές κρίθηκε ότι διαθέτουν εξασφαλισμένη χρηματοδότηση, ήτοι η προσφορά της Capricorn και η προσφορά ενός άλλου προσφέροντος. Καθόσον τόσο το ποσό της εξασφαλισμένης χρηματοδότησης που διέθετε ο άλλος προσφέρων όσο και το τίμημα που πρότεινε ήταν χαμηλότερα από εκείνα της Capricorn, έγινε τελικά δεκτή η προσφορά της Capricorn.

127

Επομένως, αν αποδεικνυόταν ότι κακώς κρίθηκε ότι η Capricorn διέθετε επιβεβαιωμένη χρηματοδότηση για την προσφορά της, ενώ στην πραγματικότητα αυτό δεν ίσχυε, το γεγονός αυτό θα ήταν ικανό να θέσει υπό αμφισβήτηση, μεταξύ άλλων, τον αμερόληπτο χαρακτήρα της διαδικασίας του διαγωνισμού, στο μέτρο που θα κατέτεινε στο ότι η Capricorn έτυχε προνομιακής μεταχείρισης λόγω μη απόρριψης της προσφοράς της, σε αντίθεση με τουλάχιστον έναν από τους λοιπούς προσφέροντες, ο οποίος δεν ήταν σε θέση να υποβάλει αποδεικτικά στοιχεία για την επιβεβαιωμένη χρηματοδότηση της προσφοράς του.

128

Ως εκ τούτου, λόγω αμφιβολιών ως προς το κατά πόσον η χρηματοδότηση της προσφοράς της Capricorn ήταν εξασφαλισμένη, οι οποίες δεν μπορούσαν να αρθούν, η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας και δεν μπορούσε να εκδώσει απόφαση για τη μη διατύπωση αντιρρήσεων, όπως η δεύτερη επίδικη απόφαση.

129

Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα στοιχεία που επικαλείται η αναιρεσείουσα αποδεικνύουν την ύπαρξη τέτοιων αμφιβολιών.

130

Αφενός, για τους λόγους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 87 έως 91 της παρούσας απόφασης, η Επιτροπή κακώς εκτίμησε ότι η από 10ης Μαρτίου 2014 επιστολή της Deutsche Bank περιείχε δεσμευτική υπόσχεση χρηματοδότησης.

131

Αφετέρου, όπως υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, από την υποσημείωση 79 της τελικής απόφασης προκύπτει ότι η Capricorn δεν κατέβαλε τη δεύτερη δόση του τιμήματος της πώλησης εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας και ότι, με συμφωνία που συνήφθη στις 13 Αυγούστου 2014 μεταξύ του συνδίκου του Nürburgring, των πωλητών και της Capricorn η καταβολή της δόσης αυτής αναβλήθηκε για μεταγενέστερη ημερομηνία, έναντι καταβολής τόκων υπερημερίας από την Capricorn και παροχής συμπληρωματικών εγγυήσεων. Αν όμως ήταν πράγματι εξασφαλισμένη η χρηματοδότηση της προσφοράς της Capricorn, η Capricorn θα ήταν λογικά σε θέση να καταβάλει τη δεύτερη δόση του τιμήματος της πώλησης εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας και δεν θα ήταν ανάγκη να διαπραγματευθεί την αναβολή της καταβολής της.

132

Ως εκ τούτου, χωρίς να απαιτείται να εξεταστεί η υπόλοιπη επιχειρηματολογία που προέβαλε η αναιρεσείουσα προς στήριξη της προσφυγής της, στο μέτρο που με αυτή ζητείται η ακύρωση της δεύτερης επίδικης απόφασης, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η εκτίμηση του κατά πόσον η πώληση των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring στην Capricorn συνεπαγόταν τη χορήγηση στην Capricorn ενίσχυσης μη συμβατής με την εσωτερική αγορά ήγειρε αμφιβολίες, κατά την έννοια του άρθρου 4 του κανονισμού 659/1999, οι οποίες έπρεπε να οδηγήσουν την Επιτροπή στην κίνηση της διαδικασίας του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

133

Επομένως, η προσφυγή πρέπει να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί η δεύτερη επίδικη απόφαση.

Επί των δικαστικών εξόδων

134

Κατά το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως αβάσιμη ή όταν γίνεται δεκτή και το Δικαστήριο κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αυτό αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων.

135

Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο έχει εφαρμογή στην αναιρετική δίκη δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

136

Εν προκειμένω, πρέπει να εφαρμοστεί η τελευταία αυτή διάταξη, στο μέτρο που η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται καθόσον στρέφεται κατά του μέρους της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης με το οποίο το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα ακύρωσης της πρώτης επίδικης απόφασης, αλλά γίνεται δεκτή καθόσον στρέφεται κατά του μέρους της με το οποίο το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα ακύρωσης της δεύτερης επίδικης απόφασης και το Δικαστήριο ακυρώνει τη δεύτερη επίδικη απόφαση.

137

Κατά συνέπεια, κάθε διάδικος πρέπει να φέρει τα δικά του έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 19ης Ιουνίου 2019, Ja zum Nürburgring κατά Επιτροπής (T‑373/15, EU:T:2019:432) καθόσον, με την απόφαση αυτή, το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέρριψε το αίτημα ακύρωσης του άρθρου 1, τελευταία περίπτωση, της απόφασης (ΕΕ) 2016/151 της Επιτροπής, της 1ης Οκτωβρίου 2014, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.31550 (2012/C) (πρώην 2012/NN) που χορηγήθηκε από τη Γερμανία προς όφελος της πίστας αγώνων Nürburgring.

 

2)

Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως κατά τα λοιπά.

 

3)

Ακυρώνει το άρθρο 1, τελευταία περίπτωση, της απόφασης (ΕΕ) 2016/151 της Επιτροπής, της 1ης Οκτωβρίου 2014, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.31550 (2012/C) (πρώην 2012/NN) που χορηγήθηκε από τη Γερμανία προς όφελος της πίστας αγώνων Nürburgring.

 

4)

Η Ja zum Nürburgring eV και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.