Υπόθεση C‑401/19

Δημοκρατία της Πολωνίας

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
και
Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 26ης Απριλίου 2022

«Προσφυγή ακυρώσεως – Οδηγία (ΕΕ) 2019/790 – Άρθρο 17, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ και στοιχείο γʹ, in fine – Άρθρο 11 και άρθρο 17, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Ελευθερία έκφρασης και πληροφόρησης – Προστασία της διανοητικής ιδιοκτησίας – Υποχρεώσεις που επιβάλλονται στους παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών ανταλλαγής περιεχομένου – Εκ των προτέρων αυτόματος έλεγχος (φιλτράρισμα) του περιεχομένου που αναφορτώνεται από τους χρήστες»

  1. Προσφυγή ακυρώσεως – Αντικείμενο – Μερική ακύρωση – Προϋπόθεση – Δυνατότητα διαχωρισμού των προσβαλλομένων διατάξεων – Αντικειμενικό κριτήριο – Προϋπόθεση η οποία δεν πληρούται – Απαράδεκτο

    (Άρθρο 263 ΣΛΕΕ· οδηγία 2019/790 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 17)

    (βλ. σκέψεις 17-21)

  2. Προσέγγιση των νομοθεσιών – Δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικά δικαιώματα – Οδηγία 2019/790 – Εναρμόνιση των δικαιωμάτων στην ψηφιακή ενιαία αγορά – Χρήση προστατευόμενου περιεχομένου από παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών ανταλλαγής περιεχομένου – Ειδικό καθεστώς ευθύνης των παρόχων αυτών – Περιεχόμενο

    (Οδηγία 2019/790 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, αιτιολογικές σκέψεις 61 και 66 και άρθρα 2, σημείο 6, και 17)

    (βλ. σκέψεις 29-31, 35)

  3. Προσέγγιση των νομοθεσιών – Δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικά δικαιώματα – Οδηγία 2019/790 – Εναρμόνιση των δικαιωμάτων στην ενιαία ψηφιακή αγορά – Χρήση προστατευόμενου περιεχομένου από παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών ανταλλαγής περιεχομένου – Ειδικό καθεστώς ευθύνης των παρόχων αυτών – Υποχρέωση που επιβάλλεται στους εν λόγω παρόχους να ελέγχουν εκ των προτέρων το περιεχόμενο που αναφορτώνεται από τους χρήστες – Δικαιολογημένος περιορισμός της άσκησης του δικαιώματος στην ελευθερία έκφρασης και πληροφόρησης

    (Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρα 11, 17 § 2 και 52 § 1· οδηγία 2019/790 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 17 §§ 4 έως 10)

    (βλ. σκέψεις 45, 48-58, 72, 76, 80-99)

Σύνοψη

Η οδηγία 2019/790 για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας και τα συγγενικά δικαιώματα στην ψηφιακή ενιαία αγορά ( 1 ) θέσπισε νέο ειδικό μηχανισμό ευθύνης για τους παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών ανταλλαγής περιεχομένου (στο εξής: πάροχοι). Το άρθρο 17 της οδηγίας αυτής καθιερώνει την αρχή κατά την οποία οι πάροχοι είναι άμεσα υπεύθυνοι όταν έργα και άλλα προστατευόμενα αντικείμενα αναφορτώνονται παρανόμως από τους χρήστες των υπηρεσιών τους. Οι οικείοι πάροχοι δύνανται, ωστόσο, να απαλλαγούν από την ευθύνη αυτή. Προς τούτο, υποχρεούνται ιδίως, σύμφωνα με τις διατάξεις του ως άνω άρθρου ( 2 ), να παρακολουθούν ενεργά το περιεχόμενο που αναφορτώνουν οι χρήστες, προκειμένου να παρεμποδίζεται η διάθεση των προστατευόμενων αντικειμένων στο διαδίκτυο, τα οποία οι δικαιούχοι δεν επιθυμούν να καταστήσουν προσβάσιμα μέσω των υπηρεσιών αυτών.

Η Δημοκρατία της Πολωνίας άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση του άρθρου 17, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ και στοιχείο γʹ, in fine, της οδηγίας 2019/790 και, επικουρικώς, την ακύρωση του άρθρου αυτού στο σύνολό του. Υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι οι εν λόγω διατάξεις επιβάλλουν στους παρόχους την υποχρέωση να προβαίνουν σε προληπτική παρακολούθηση όλου του περιεχομένου που οι χρήστες τους σκοπεύουν να αναφορτώσουν, μέσω εργαλείων πληροφορικής αυτόματου φιλτραρίσματος, χωρίς να προβλέπονται εγγυήσεις που διασφαλίζουν τον σεβασμό του δικαιώματος στην ελευθερία έκφρασης και πληροφόρησης ( 3 ).

Το τμήμα μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου αποφαίνεται για πρώτη φορά επί της ερμηνείας της οδηγίας 2019/790. Απορρίπτει την προσφυγή της Πολωνίας, κρίνοντας ότι η προβλεπόμενη από την οδηγία αυτή υποχρέωση των παρόχων, η οποία συνίσταται σε εκ των προτέρων αυτόματο έλεγχο του περιεχομένου που διατίθεται στο διαδίκτυο από τους χρήστες, περιβάλλεται από κατάλληλες εγγυήσεις για τη διασφάλιση του δικαιώματος στην ελευθερία έκφρασης και πληροφόρησης των χρηστών και για τη διασφάλιση της δίκαιης εξισορρόπησης μεταξύ του δικαιώματος αυτού, αφενός, και των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, αφετέρου.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Εξετάζοντας, κατ’ αρχάς, το παραδεκτό της προσφυγής, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι το στοιχείο βʹ και το στοιχείο γʹ, in fine, του άρθρου 17, παράγραφος 4, της οδηγίας 2019/790 δεν μπορούν να διαχωριστούν από το υπόλοιπο άρθρο και ότι το αίτημα με το οποίο ζητείται η ακύρωση μόνον των ως άνω διατάξεων είναι απαράδεκτο. Πράγματι, το άρθρο 17 καθιερώνει, όσον αφορά τους παρόχους, νέο καθεστώς ευθύνης, του οποίου οι διάφορες διατάξεις αποτελούν ένα σύνολο και αποσκοπούν στην επίτευξη ισορροπίας μεταξύ των δικαιωμάτων και των συμφερόντων των εν λόγω παρόχων, των χρηστών των υπηρεσιών τους και των δικαιούχων. Κατά συνέπεια, μια τέτοια μερική ακύρωση θα μετέβαλλε την ουσία του άρθρου αυτού.

Εν συνεχεία, επί της ουσίας, το Δικαστήριο εξετάζει τον μόνο λόγο ακυρώσεως που προβάλλει η Πολωνία, ο οποίος αφορά τον περιορισμό της άσκησης του δικαιώματος στην ελευθερία έκφρασης και πληροφόρησης και απορρέει από το καθεστώς ευθύνης που θεσπίζει το άρθρο 17 της οδηγίας 2019/790. Προκαταρκτικώς, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η ανταλλαγή πληροφοριών μέσω πλατφόρμας επιγραμμικής ανταλλαγής περιεχομένου εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και του άρθρου 11 του Χάρτη. Διαπιστώνει ότι, προκειμένου να μη θεωρηθούν υπεύθυνοι σε περίπτωση που χρήστες αναφορτώνουν παράνομο περιεχόμενο στις πλατφόρμες τους, για το οποίο οι πάροχοι δεν έχουν λάβει άδεια από τους δικαιούχους, οι πάροχοι πρέπει να αποδείξουν ότι πληρούν το σύνολο των προϋποθέσεων απαλλαγής που προβλέπει το άρθρο 17, παράγραφος 4, στοιχεία αʹ, βʹ και γʹ, της οδηγίας 2019/790, ήτοι ότι:

έχουν καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την απόκτηση τέτοιας άδειας (στοιχείο αʹ)· και

έχουν ενεργήσει με ταχύτητα προκειμένου να τερματίσουν, στις πλατφόρμες τους, τις προσβολές των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, μετά την πραγματοποίησή τους και αφού έχουν λάβει επαρκώς τεκμηριωμένη ειδοποίηση από τους δικαιούχους (στοιχείο γʹ)· και

έχουν καταβάλει, μετά τη λήψη της ειδοποίησης αυτής ή όταν οι δικαιούχοι τούς έχουν παράσχει τις σχετικές και αναγκαίες πληροφορίες πριν λάβει χώρα η προσβολή των δικαιωμάτων, «κάθε δυνατή προσπάθεια σύμφωνα με τα υψηλά πρότυπα επαγγελματικής ευσυνειδησίας του κλάδου» για να αποτρέψουν την πραγματοποίηση ή την επανάληψη τέτοιων προσβολών (στοιχεία βʹ και γʹ).

Επομένως, οι τελευταίες αυτές υποχρεώσεις επιβάλλουν de facto στους παρόχους να προβαίνουν σε εκ των προτέρων έλεγχο του περιεχομένου το οποίο οι χρήστες επιθυμούν να αναφορτώσουν στις πλατφόρμες τους, εφόσον έχουν λάβει από τους δικαιούχους τις πληροφορίες ή τις ειδοποιήσεις που προβλέπει το άρθρο 17, παράγραφος 4, στοιχεία βʹ και γʹ, της οδηγίας. Προς τούτο, οι πάροχοι υποχρεούνται να χρησιμοποιούν εργαλεία αυτόματης αναγνώρισης και αυτόματου φιλτραρίσματος. Πλην όμως, ένας τέτοιος έλεγχος και ένα τέτοιο φιλτράρισμα εκ των προτέρων είναι ικανά να επιφέρουν περιορισμούς σε ένα σημαντικό επιγραμμικό μέσο διάδοσης περιεχομένου και, ως εκ τούτου, να περιορίσουν το δικαίωμα στην ελευθερία έκφρασης και πληροφόρησης που κατοχυρώνεται στο άρθρο 11 του Χάρτη. Επιπλέον, ο περιορισμός αυτός μπορεί να καταλογιστεί στον νομοθέτη της Ένωσης, δεδομένου ότι αποτελεί άμεση συνέπεια του ως άνω ειδικού καθεστώτος ευθύνης. Συνεπώς, το Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το εν λόγω καθεστώς ενέχει περιορισμό της άσκησης του δικαιώματος στην ελευθερία έκφρασης και πληροφόρησης των οικείων χρηστών.

Τέλος, όσον αφορά το ζήτημα αν ο επίμαχος περιορισμός δικαιολογείται υπό το πρίσμα του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, το Δικαστήριο επισημαίνει, αφενός, ότι ο περιορισμός αυτός προβλέπεται από τον νόμο, δεδομένου ότι απορρέει από τις υποχρεώσεις που επιβάλλει στους παρόχους των υπηρεσιών αυτών διάταξη πράξης της Ένωσης, ήτοι το άρθρο 17, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ και στοιχείο γʹ, in fine, της οδηγίας 2019/790, και σέβεται το βασικό περιεχόμενο του δικαιώματος στην ελευθερία έκφρασης και πληροφόρησης των χρηστών του διαδικτύου. Αφετέρου, στο πλαίσιο του ελέγχου αναλογικότητας, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι ο εν λόγω περιορισμός ανταποκρίνεται στην ανάγκη προστασίας της διανοητικής ιδιοκτησίας την οποία εγγυάται το άρθρο 17, παράγραφος 2, του Χάρτη, ότι είναι απαραίτητος για την ικανοποίηση της ανάγκης αυτής και ότι οι υποχρεώσεις που επιβάλλονται στους παρόχους δεν περιορίζουν δυσανάλογα το δικαίωμα στην ελευθερία έκφρασης και πληροφόρησης των χρηστών.

Συγκεκριμένα, πρώτον, ο νομοθέτης της Ένωσης καθόρισε με σαφήνεια και ακρίβεια τα μέτρα που μπορούν να ληφθούν κατά την εκπλήρωση των ως άνω υποχρεώσεων, αποκλείοντας, ιδίως, τα μέτρα που φιλτράρουν και απενεργοποιούν την πρόσβαση σε νόμιμο περιεχόμενο κατά την αναφόρτωση. Δεύτερον, η οδηγία 2019/790 επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να μεριμνούν ώστε οι χρήστες να έχουν το δικαίωμα να αναφορτώνουν και να διαθέτουν περιεχόμενο που παράγεται από αυτούς για συγκεκριμένους σκοπούς παράθεσης, κριτικής, σχολιασμού, γελοιογραφίας, παρωδίας ή μίμησης. Επιπλέον, οι πάροχοι οφείλουν να ενημερώνουν τους χρήστες ότι μπορούν να χρησιμοποιούν έργα και άλλα αντικείμενα προστασίας δυνάμει εξαιρέσεων ή περιορισμών στα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας και τα συγγενικά δικαιώματα που προβλέπονται στο δίκαιο της Ένωσης ( 4 ). Τρίτον, η ευθύνη των παρόχων μπορεί να στοιχειοθετηθεί μόνον υπό την προϋπόθεση ότι οι οικείοι δικαιούχοι τούς διαβιβάζουν τις σχετικές και απαραίτητες πληροφορίες για το επίμαχο περιεχόμενο. Τέταρτον, από το άρθρο 17 της οδηγίας αυτής, του οποίου η εφαρμογή δεν συνεπάγεται καμία γενική υποχρέωση παρακολούθησης, απορρέει ότι οι πάροχοι δεν μπορούν να υποχρεωθούν να αποτρέψουν την αναφόρτωση και τη διάθεση στο κοινό περιεχομένου η διαπίστωση του παράνομου χαρακτήρα του οποίου θα απαιτούσε, εκ μέρους τους, αυτοτελή εκτίμηση του περιεχομένου ( 5 ). Συναφώς, ενδέχεται η διαθεσιμότητα μη αδειοδοτημένου περιεχομένου να μπορεί να αποφευχθεί μόνον ύστερα από ειδοποίηση από τους δικαιούχους. Πέμπτον, η οδηγία 2019/790 εισάγει πλείονες εγγυήσεις διαδικαστικής φύσης, μεταξύ των οποίων η δυνατότητα των χρηστών να υποβάλλουν καταγγελία όταν θεωρούν ότι κακώς απενεργοποιήθηκε η πρόσβαση σε περιεχόμενο το οποίο έχουν αναφορτώσει, καθώς και η πρόσβαση σε μηχανισμούς εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών και σε αποτελεσματικά ένδικα μέσα προστασίας ( 6 ). Έκτον, η οδηγία αυτή αναθέτει στην Επιτροπή την ευθύνη να οργανώνει διαλόγους με τα ενδιαφερόμενα μέρη με σκοπό τη συζήτηση βέλτιστων πρακτικών για τη συνεργασία μεταξύ των παρόχων και των δικαιούχων, καθώς και να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την εφαρμογή του εν λόγω καθεστώτος ( 7 ).

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο νομοθέτης της Ένωσης περιέβαλε την υποχρέωση των παρόχων να ελέγχουν το περιεχόμενο που οι χρήστες επιθυμούν να αναφορτώσουν στις πλατφόρμες τους πριν από την παρουσίασή του στο κοινό, η οποία απορρέει από το ειδικό καθεστώς ευθύνης που θεσπίζεται με το άρθρο 17, παράγραφος 4, της οδηγίας 2019/790, με κατάλληλες εγγυήσεις για τη διασφάλιση του σεβασμού του δικαιώματος των χρηστών στην ελευθερία έκφρασης και πληροφόρησης, καθώς και για τη διασφάλιση της δίκαιης εξισορρόπησης μεταξύ του δικαιώματος αυτού, αφενός, και των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, αφετέρου. Στα κράτη μέλη εναπόκειται, κατά τη μεταφορά του άρθρου 17 της οδηγίας στο εσωτερικό τους δίκαιο, να μεριμνούν ώστε να βασίζονται σε ερμηνεία της διάταξης αυτής που καθιστά δυνατή τη διασφάλιση της δίκαιης εξισορρόπησης μεταξύ των διαφόρων θεμελιωδών δικαιωμάτων που προστατεύονται από τον Χάρτη. Περαιτέρω, κατά την εφαρμογή των μέτρων μεταφοράς του ως άνω άρθρου στο εσωτερικό δίκαιο, οι αρχές και τα δικαστήρια των κρατών μελών οφείλουν όχι μόνο να ερμηνεύουν το εθνικό τους δίκαιο κατά τρόπο σύμφωνο προς το ίδιο άρθρο, αλλά και να μεριμνούν ώστε να μη βασίζονται σε ερμηνεία του η οποία θα μπορούσε να έλθει σε σύγκρουση με τα εν λόγω θεμελιώδη δικαιώματα ή με τις λοιπές γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, όπως είναι η αρχή της αναλογικότητας.


( 1 ) Οδηγία (ΕΕ) 2019/790 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Απριλίου 2019, για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας και τα συγγενικά δικαιώματα στην ψηφιακή ενιαία αγορά και την τροποποίηση των οδηγιών 96/9/ΕΚ και 2001/29/ΕΚ (ΕΕ 2019, L 130, σ. 92).

( 2 ) Βλ. άρθρο 17, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ και στοιχείο γʹ, in fine, της οδηγίας 2019/790.

( 3 ) Όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 11 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

( 4 ) Άρθρο 17, παράγραφοι 7 και 9, της οδηγίας 2019/790.

( 5 ) Άρθρο 17, παράγραφος 8, της οδηγίας 2019/790.

( 6 ) Άρθρο 17, παράγραφος 9, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2019/790.

( 7 ) Άρθρο 17, παράγραφος 10, της οδηγίας 2019/790.