ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 6ης Οκτωβρίου 2020 ( *1 )

«Αίτηση αναιρέσεως – Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ) – Άρθρο 29 ΣΕΕ – Άρθρο 215 ΣΛΕΕ – Περιοριστικά μέτρα κατά της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν – Ζημία την οποία η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι υπέστη λόγω της εγγραφής και διατηρήσεως της επωνυμίας της στον κατάλογο των προσώπων και οντοτήτων επί των οποίων εφαρμόζεται η δέσμευση κεφαλαίων και οικονομικών πόρων – Αγωγή αποζημιώσεως – Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να αποφανθεί επί αιτήματος για την αποκατάσταση της ζημίας η οποία φέρεται να προκλήθηκε λόγω περιοριστικών μέτρων προβλεπόμενων από αποφάσεις στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ – Κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου ο οποίος αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες – Ανεπαρκής αιτιολογία πράξεων με τις οποίες θεσπίζονται περιοριστικά μέτρα»

Στην υπόθεση C‑134/19 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 2019,

Bank Refah Kargaran, με έδρα την Τεχεράνη (Ιράν), εκπροσωπούμενη από τον J.‑M. Thouvenin και την I. Boubaker, avocats,

αναιρεσείουσα,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι:

το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τους M. Bishop και V. Piessevaux,

εναγόμενο πρωτοδίκως,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους R. Tricot και C. Zadra, καθώς και από την A. Tizzano, εν συνεχεία από τους L. Gussetti, A. Bouquet, R. Tricot και J. Roberti di Sarsina,

παρεμβαίνουσα πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, R. Silva de Lapuerta, Αντιπρόεδρο, A. Arabadjiev, A. Prechal, Μ. Βηλαρά, M. Safjan (εισηγητή) και S. Rodin, προέδρους τμήματος, E. Juhász, M. Ilešič, J. Malenovský, F. Biltgen, K. Jürimäe, A. Kumin, N. Jääskinen και N. Wahl, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: G. Hogan

γραμματέας: M. Krausenböck, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 9ης Μαρτίου 2020,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 28ης Μαΐου 2020,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την αίτηση αναιρέσεως, η Bank Refah Kargaran ζητεί τη μερική αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 10ης Δεκεμβρίου 2018, Bank Refah Kargaran κατά Συμβουλίου (T‑552/15, μη δημοσιευθείσα, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2018:897), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την υπ’ αυτής ασκηθείσα, δυνάμει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ, αγωγή με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας που υποστηρίζει ότι υπέστη λόγω της επιβολής περιοριστικών μέτρων εις βάρος της.

Ιστορικό της διαφοράς

2

Το ιστορικό της διαφοράς εκτίθεται στις σκέψεις 1 έως 13 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ως εξής:

«1

Η υπό κρίση υπόθεση εντάσσεται στο πλαίσιο περιοριστικών μέτρων για την άσκηση πιέσεως στην Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν, προκειμένου να παύσει τις πυρηνικές δραστηριότητες που ενέχουν κίνδυνο διαδόσεως πυρηνικών όπλων και την ανάπτυξη συστημάτων εκτοξεύσεως τέτοιων όπλων.

2

Η ενάγουσα, Bank Refah Kargaran, είναι ιρανική τράπεζα.

3

Στις 26 Ιουλίου 2010 η επωνυμία της ενάγουσας εγγράφηκε στον κατάλογο των οντοτήτων που συμβάλλουν στη διάδοση των πυρηνικών όπλων, ο οποίος παρατίθεται στο παράρτημα ΙΙ της αποφάσεως 2010/413/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουλίου 2010, για περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και για την κατάργηση της κοινής θέσης 2007/140/ΚΕΠΠΑ (ΕΕ 2010, L 195, σ. 39). Η εγγραφή του επωνυμίας της στηριζόταν στην αιτιολογία ότι είχε αναλάβει διάφορες εκκρεμούσες συναλλαγές της Bank Melli Iran κατόπιν της επιβολής περιοριστικών μέτρων εις βάρος της τελευταίας.

4

Ως εκ τούτου, η επωνυμία της ενάγουσας εγγράφηκε, για τον ίδιο λόγο, στον κατάλογο του παραρτήματος V του κανονισμού (ΕΚ) 423/2007 του Συμβουλίου, της 19ης Απριλίου 2007, σχετικά με ορισμένα περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν (ΕΕ 2007, L 103, σ. 1), με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 668/2010 του Συμβουλίου, της 26ης Ιουλίου 2010, για την εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 423/2007 (ΕΕ 2010, L 195, σ. 25). Με την κατάργηση του κανονισμού 423/2007 με τον κανονισμό (ΕΕ) 961/2010 του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2010, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν (ΕΕ 2010, L 281, [σ.] 1), η επωνυμία της ενάγουσας εγγράφηκε στον κατάλογο του παραρτήματος VIII του τελευταίου κανονισμού.

5

Με την απόφαση 2010/644/ΚΕΠΠΑ, της 25ης Οκτωβρίου 2010, για την τροποποίηση της απόφασης 2010/413 (ΕΕ 2010, L 281, σ. 81), το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης διατήρησε την επωνυμία της ενάγουσας στον κατάλογο του παραρτήματος II της αποφάσεως 2010/413. Η απόφαση 2011/783/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2011, για την τροποποίηση της απόφασης 2010/413 (ΕΕ 2011, L 319, σ. 71), δεν τροποποίησε τον κατάλογο αυτό καθόσον αφορούσε την ενάγουσα.

6

Η εγγραφή της επωνυμίας της ενάγουσας στον κατάλογο του παραρτήματος VIII του κανονισμού 961/2010 διατηρήθηκε με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 1245/2011 του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2011, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 961/2010 (ΕΕ 2011, L 319, σ. 11). Ο κανονισμός 961/2010 καταργήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 267/2012 του Συμβουλίου, της 23ης Μαρτίου 2012, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν (ΕΕ 2012, L 88, σ. 1). Η επωνυμία της ενάγουσας εγγράφηκε στον κατάλογο του παραρτήματος IX του τελευταίου κανονισμού. Οι λόγοι που είχαν ληφθεί υπόψη ως προς την ενάγουσα δεν τροποποιήθηκαν.

7

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 19 Ιανουαρίου 2011, η ενάγουσα άσκησε προσφυγή, η οποία πρωτοκολλήθηκε με αριθμό υποθέσεως T‑24/11, με αίτημα, μεταξύ άλλων, την ακύρωση της αποφάσεως 2010/644 και του κανονισμού 961/2010, καθόσον την αφορούσαν. Εν συνεχεία, η ενάγουσα προσάρμοσε τα αιτήματά της και ζήτησε την ακύρωση της αποφάσεως 2011/783, του εκτελεστικού κανονισμού 1245/2011 και του κανονισμού 267/2012, κατά το μέρος που οι εν λόγω πράξεις την αφορούσαν.

8

Με τη σκέψη [83] της αποφάσεως της 6ης Σεπτεμβρίου 2013, Bank Refah Kargaran κατά Συμβουλίου (T‑24/11, EU:T:2013:403, στο εξής: ακυρωτική απόφαση), το Γενικό Δικαστήριο έκανε δεκτό τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως που είχε προβάλει η ενάγουσα, καθόσον αυτός στηριζόταν σε παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

9

Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την εγγραφή της επωνυμίας της ενάγουσας στους καταλόγους του παραρτήματος ΙΙ της αποφάσεως 2010/413, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2010/644 και εν συνεχεία με την απόφαση 2011/783, του παραρτήματος VIII του κανονισμού 961/2010, όπως τροποποιήθηκε με τον εκτελεστικό κανονισμό 1245/2011, και του παραρτήματος IX του κανονισμού 267/2012.

10

Με την ακυρωτική απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι τα αποτελέσματα του παραρτήματος II της αποφάσεως 2010/413, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2010/644 και, εν συνεχεία, με την απόφαση 2011/783, έναντι της ενάγουσας διατηρούντο μέχρι την ημερομηνία παραγωγής των αποτελεσμάτων της ακυρώσεως του παραρτήματος IX του κανονισμού 267/2012, κατά το μέρος που αφορά την ενάγουσα.

11

Κατόπιν της ακυρωτικής αποφάσεως, με την απόφαση 2013/661/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 15ης Νοεμβρίου 2013, για την τροποποίηση της απόφασης 2010/413 (ΕΕ 2013, L 306, σ. 18), η επωνυμία της ενάγουσας επανεγγράφηκε στον κατάλογο του παραρτήματος II της αποφάσεως 2010/413.

12

Κατόπιν τούτου, με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 1154/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Νοεμβρίου 2013, σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 267/2012 (ΕΕ 2013, L 306, σ. 3), η επωνυμία της ενάγουσας επανεγγράφηκε στον κατάλογο του παραρτήματος IX του κανονισμού 267/2012. Η ακόλουθη αιτιολογία παρατέθηκε όσον αφορά την ενάγουσα:

“Εταιρεία που στηρίζει την κυβέρνηση του Ιράν. Ανήκει κατά 94 % στον Ιρανικό Οργανισμό Κοινωνικής Ασφάλισης, ο οποίος με τη σειρά του ελέγχεται από την κυβέρνηση του Ιράν, και παρέχει τραπεζικές υπηρεσίες στα υπουργεία.”

13

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 28 Ιανουαρίου 2014, η ενάγουσα άσκησε προσφυγή με αίτημα, μεταξύ άλλων, την ακύρωση της αποφάσεως 2013/661 και του εκτελεστικού κανονισμού 1154/2013, κατά το μέρος που οι εν λόγω πράξεις την αφορούσαν. Με απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2016, Bank Refah Kargaran κατά Συμβουλίου (T‑65/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:692), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή. Κατά της αποφάσεως αυτής δεν ασκήθηκε αναίρεση.»

Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

3

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 25 Σεπτεμβρίου 2015, η νυν αναιρεσείουσα (στο εξής: αναιρεσείουσα) άσκησε αγωγή με αίτημα να υποχρεωθεί η Ένωση να αποκαταστήσει τη ζημία που προκλήθηκε από την επιβολή και τη διατήρηση σε ισχύ των περιοριστικών μέτρων που την αφορούσαν, τα οποία ακυρώθηκαν με την ακυρωτική απόφαση, καταβάλλοντάς της το ποσό των 68651318 ευρώ, πλέον νομίμων τόκων, προς αποκατάσταση της υλικής ζημίας και το ποσό των 52547415 ευρώ, πλέον νομίμων τόκων, προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, καθώς και, επικουρικώς, να διαπιστώσει το Γενικό Δικαστήριο ότι το σύνολο ή μέρος των ζητούμενων προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ποσών πρέπει να θεωρηθεί ότι αφορούν υλική ζημία.

4

Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή στο σύνολό της και καταδίκασε την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.

5

Κατά πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο, με τις σκέψεις 25 έως 32 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, εξέτασε αυτεπαγγέλτως την αρμοδιότητά του να αποφανθεί επί της αγωγής αποζημιώσεως υπό το πρίσμα των αποφάσεων 2010/413, 2010/644 και 2011/783 που εκδόθηκαν στο πλαίσιο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ).

6

Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο, με τη σκέψη 27 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, επισήμανε ότι η αναιρεσείουσα δεν είχε κάνει διάκριση μεταξύ, αφενός, της ευθύνης της Ένωσης που απορρέει από την έκδοση των αποφάσεων 2010/413, 2010/644 και 2011/783 στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ και, αφετέρου, της ευθύνης που απορρέει από την έκδοση των κανονισμών 961/2010 και 267/2012 καθώς και του εκτελεστικού κανονισμού 1245/2011.

7

Το Γενικό Δικαστήριο, με τη σκέψη 30 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε ότι από το άρθρο 24, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, έκτη περίοδος, ΣΕΕ και από το άρθρο 275, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ προκύπτει ότι ο δικαστής της Ένωσης δεν έχει, κατ’ αρχήν, αρμοδιότητα όσον αφορά τις σχετικές με την ΚΕΠΠΑ διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου, ούτε όσον αφορά τις νομικές πράξεις που θεσπίζονται βάσει των διατάξεων αυτών και ότι μόνον κατ’ εξαίρεση, σύμφωνα με το άρθρο 275, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, ο δικαστής της Ένωσης έχει αρμοδιότητα στον τομέα της ΚΕΠΠΑ. Το Γενικό Δικαστήριο προσέθεσε ότι η αρμοδιότητα αυτή περιλαμβάνει, αφενός, τον έλεγχο της τηρήσεως του άρθρου 40 ΣΕΕ και, αφετέρου, τις προσφυγές ακυρώσεως που ασκούνται από ιδιώτες, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, κατά των περιοριστικών μέτρων που λαμβάνει το Συμβούλιο στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ και ότι, αντιθέτως, το άρθρο 275, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ δεν αναγνωρίζει στον δικαστή της Ένωσης αρμοδιότητα προς εκδίκαση αγωγών αποζημιώσεως. Το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε εξ αυτού ότι δεν υπάγεται στην αρμοδιότητά του αγωγή αποζημιώσεως με αίτημα την αποκατάσταση ζημίας η οποία φέρεται να προκλήθηκε λόγω της εκδόσεως πράξεως στον τομέα της ΚΕΠΠΑ.

8

Το Γενικό Δικαστήριο, με τη σκέψη 31 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε ότι, αντιθέτως, έχει αρμοδιότητα να επιληφθεί αιτήματος για την αποκατάσταση της ζημίας την οποία φέρεται να υπέστη πρόσωπο ή οντότητα λόγω περιοριστικών μέτρων ληφθέντων εις βάρος του σύμφωνα με το άρθρο 215 ΣΛΕΕ.

9

Το Γενικό Δικαστήριο, με τη σκέψη 32 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν είχε αρμοδιότητα να αποφανθεί επί του αιτήματος της αναιρεσείουσας κατά το μέρος που σκοπούσε στην αποκατάσταση της ζημίας την οποία η αναιρεσείουσα υποστήριζε ότι υπέστη λόγω των προβλεπόμενων από τις αποφάσεις 2010/413, 2010/644 και 2011/783 περιοριστικών μέτρων και ότι είχε αρμοδιότητα να αποφανθεί επί της αγωγής μόνον κατά το μέρος που αυτή αφορούσε τη στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης λόγω των κανονισμών 961/2010 και 267/2012 καθώς και του εκτελεστικού κανονισμού 1245/2011.

10

Κατά δεύτερον, όσον αφορά την εξέταση του βασίμου της αγωγής αποζημιώσεως καθόσον αυτή αφορούσε τους κανονισμούς που μνημονεύονται στην προηγούμενη σκέψη, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε κατά πόσον πληρούνταν η προϋπόθεση του παράνομου χαρακτήρα της προσαπτόμενης στο Συμβούλιο συμπεριφοράς.

11

Πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο, με τη σκέψη 41 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, επισήμανε ότι, με την ακυρωτική απόφαση, είχε ακυρώσει την εγγραφή της επωνυμίας της αναιρεσείουσας στους καταλόγους του παραρτήματος VIII του κανονισμού 961/2010, όπως τροποποιήθηκε με τον εκτελεστικό κανονισμό 1245/2011, και του παραρτήματος IX του κανονισμού 267/2012, βάσει της αιτιάσεως που αφορούσε παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, καθόσον διαπίστωσε ότι η αφορώσα την εν λόγω εγγραφή αιτιολογία δεν ήταν αρκούντως ακριβής.

12

Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο, με τη σκέψη 43 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε ότι, κατά πάγια νομολογία, η παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, την οποία καθιερώνει το άρθρο 296 ΣΛΕΕ, δεν είναι αφ’ εαυτής ικανή να θεμελιώσει την ευθύνη της Ένωσης.

13

Το Γενικό Δικαστήριο προσέθεσε, με τη σκέψη 45 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, με την ακυρωτική απόφαση, είχε ακυρώσει τα περιοριστικά μέτρα εις βάρος της αναιρεσείουσας λόγω παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, αλλά ότι δεν είχε αποφανθεί επί της βασιμότητάς τους. Το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η παρανομία που διαπιστώθηκε με την απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2014, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου (T‑384/11, EU:T:2014:986), η οποία επικυρώθηκε κατ’ αναίρεση με την απόφαση της 30ής Μαΐου 2017, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου (C‑45/15 P, EU:C:2017:402), ήταν, ως εκ τούτου, διαφορετικής φύσεως και ότι, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο δεν είχε αποφανθεί με την τελευταία απόφαση επί της παραβάσεως, από το Συμβούλιο, της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, η αναιρεσείουσα δεν μπορούσε να αντλήσει από την απόφαση αυτή επιχείρημα ως προς την απόδειξη κατάφωρης παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης εν προκειμένω.

14

Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο, με τη σκέψη 49 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, επισήμανε ότι η αναιρεσείουσα είχε αναφερθεί στη σκέψη 82 της ακυρωτικής αποφάσεως, με την οποία το Γενικό Δικαστήριο είχε διαπιστώσει ότι το Συμβούλιο είχε παραβεί την υποχρέωσή του να της γνωστοποιήσει, υπό την ιδιότητά της ως ενδιαφερόμενης οντότητας, τα στοιχεία που έγιναν δεκτά εις βάρος της όσον αφορά την αιτιολογία των μέτρων δεσμεύσεως κεφαλαίων που αποφασίστηκαν έναντι αυτής. Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η ανωτέρω διαπίστωση έπρεπε να συνδυαστεί με το επιχείρημα της αναιρεσείουσας, το οποίο παρατίθεται στη σκέψη 68 της εν λόγω ακυρωτικής αποφάσεως, ότι η ανεπάρκεια της αιτιολογίας δεν θεραπεύθηκε με τα κοινοποιηθέντα αργότερα από το Συμβούλιο έγγραφα. Το Γενικό Δικαστήριο προσέθεσε, στη σκέψη 50 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η διαπίστωση αυτή δεν αρκούσε για να αποδειχθεί η ύπαρξη κατάφωρης προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας.

15

Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο, με τη σκέψη 51 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, υπογράμμισε ότι, καθόσον η αναιρεσείουσα είχε ασκήσει προσφυγή κατά των περιοριστικών μέτρων εις βάρος της και το Γενικό Δικαστήριο είχε ακυρώσει τα μέτρα αυτά με την ακυρωτική απόφαση, η αναιρεσείουσα δεν μπορούσε να επικαλεστεί εν προκειμένω την ύπαρξη κατάφωρης προσβολής του δικαιώματός της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

16

Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο, με τις σκέψεις 52 έως 58 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, εξέτασε το επιχείρημα που προέβαλε η αναιρεσείουσα με το υπόμνημά της απαντήσεως, ότι το Συμβούλιο, εγγράφοντας παρανόμως την επωνυμία της στους καταλόγους των προσώπων που υπόκεινται σε περιοριστικά μέτρα, δεν εφάρμοσε το κριτήριο που ισχυριζόταν ότι είχε εφαρμόσει, ήτοι το κριτήριο που αναφερόταν στις οντότητες που είχαν βοηθήσει τα κατονομαζόμενα πρόσωπα ή οντότητες να αποφύγουν την εφαρμογή των διατάξεων ορισμένων ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών ή της αποφάσεως 2010/413 ή να παραβούν τις διατάξεις αυτές, δεδομένου ότι η αιτιολογία που έγινε δεκτή για την εγγραφή της επωνυμίας της, ήτοι ότι αυτή είχε αναλάβει συναλλαγές της Bank Melli Iran, δεν αντιστοιχούσε στο εν λόγω κριτήριο.

17

Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο, με τη σκέψη 55 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε ότι ο ισχυρισμός και τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν με το δικόγραφο της αγωγής, προκειμένου να αποδειχθεί η ύπαρξη κατάφωρης παραβάσεως κανόνα δικαίου απονέμοντος δικαιώματα στους ιδιώτες, ικανής να θεμελιώσει την ευθύνη της Ένωσης, στηρίζονταν αποκλειστικώς στις παρανομίες που φέρεται να διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο με την ακυρωτική απόφαση και ότι, μεταξύ των παρανομιών αυτών, η αναιρεσείουσα δεν είχε επικαλεστεί, με το δικόγραφο της αγωγής, φερόμενη παρανομία αντλούμενη από έλλειψη αντιστοιχίας του λόγου εγγραφής της επωνυμίας της στους καταλόγους των προσώπων τα οποία αφορούσαν τα περιοριστικά μέτρα προς το κριτήριο που είχε εφαρμόσει το Συμβούλιο.

18

Το Γενικό Δικαστήριο προσέθεσε, με τις σκέψεις 56 και 57 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, επιπλέον, το επιχείρημα που προέβαλε η αναιρεσείουσα με το υπόμνημά της απαντήσεως διέφερε από το επιχείρημα που περιλαμβανόταν στο δικόγραφο της αγωγής, καθόσον στηριζόταν όχι σε παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως αλλά σε αμφισβήτηση του βασίμου των λόγων εγγραφής της, και ότι, ως εκ τούτου, το επιχείρημα που προέβαλε η αναιρεσείουσα με το υπόμνημα απαντήσεως δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως ανάπτυξη του προβληθέντος με το δικόγραφο της αγωγής ισχυρισμού. Εξ αυτού το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε, με τη σκέψη 58 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, δεδομένου ότι η αναιρεσείουσα προέβαλε το ως άνω επιχείρημα το πρώτον στο στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως και αυτό δεν συνδεόταν με κανέναν από τους ισχυρισμούς ή τα επιχειρήματα που είχαν προβληθεί με το δικόγραφο της αγωγής, το επιχείρημα αυτό έπρεπε να χαρακτηρισθεί ως νέος ισχυρισμός και, συνακόλουθα, να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

19

Τέταρτον, το Γενικό Δικαστήριο, με τις σκέψεις 59 και 60 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προϋπόθεση για τη στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης, η σχετική με τον παράνομο χαρακτήρα της προσαπτόμενης στο Συμβούλιο συμπεριφοράς, δεν πληρούνταν εν προκειμένω και ότι, ως εκ τούτου, η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν οι λοιπές προϋποθέσεις στοιχειοθετήσεως της ευθύνης αυτής.

Τα αιτήματα των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου

20

Με την αίτηση αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει εν μέρει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

να υποχρεώσει την Ένωση να αποκαταστήσει τη ζημία που αυτή υπέστη λόγω της επιβολής και της διατηρήσεως σε ισχύ των περιοριστικών μέτρων εις βάρος της, τα οποία ακυρώθηκαν με την ακυρωτική απόφαση, καταβάλλοντάς της το ποσό των 68651318 ευρώ προς αποκατάσταση της υλικής της ζημίας και το ποσό των 52547415 ευρώ προς ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης·

επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο, και,

σε αμφότερες τις περιπτώσεις, να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

21

Το Συμβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και

να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

22

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και

να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.

Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

23

Καταρχάς, επισημαίνεται ότι, με τη σκέψη 32 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, αυτεπαγγέλτως, ότι δεν είχε αρμοδιότητα να αποφανθεί επί του αποζημιωτικού αιτήματος της αναιρεσείουσας κατά το μέρος που με αυτό ζητείτο η αποκατάσταση της ζημίας την οποία η αναιρεσείουσα υποστήριζε ότι υπέστη λόγω περιοριστικών μέτρων επιβληθέντων με εκδοθείσες βάσει του άρθρου 29 ΣΕΕ αποφάσεις ΚΕΠΠΑ (στο εξής: αποφάσεις ΚΕΠΠΑ).

24

Καίτοι η αναιρεσείουσα, με την αίτησή της, ζητεί την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως στο σύνολό της, περιλαμβανομένου του σκέλους της αποφάσεως αυτής που απορρίπτει το αίτημα αποζημιώσεως προς αποκατάσταση της ζημίας την οποία υποστηρίζει ότι υπέστη λόγω προβλεπόμενων από αποφάσεις ΚΕΠΠΑ περιοριστικών μέτρων, πάντως δεν βάλλει κατά της ως άνω εκτιμήσεως αυτής καθεαυτήν.

25

Εντούτοις, καθόσον η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης να επιληφθεί διαφοράς αποτελεί ζήτημα δημοσίας τάξεως, το Δικαστήριο δύναται να εξετάσει το ζήτημα αυτό σε οποιοδήποτε στάδιο της δίκης, ακόμη και αυτεπαγγέλτως (απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2015, Elitaliana κατά Eulex Κοσσυφοπέδιο, C‑439/13 P, EU:C:2015:753, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

26

Συναφώς υπενθυμίζεται ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 24, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, τελευταία περίοδος, ΣΕΕ και του άρθρου 275, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο δεν είναι καταρχήν αρμόδιο όσον αφορά τις σχετικές με την ΚΕΠΠΑ διατάξεις καθώς και τις πράξεις που εκδίδονται βάσει των διατάξεων αυτών (αποφάσεις της 24ης Ιουνίου 2014, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C‑658/11, EU:C:2014:2025, σκέψη 69, και της 28ης Μαρτίου 2017, Rosneft, C‑72/15, EU:C:2017:236, σκέψη 60).

27

Ωστόσο, οι Συνθήκες προβλέπουν ρητώς δύο εξαιρέσεις από την αρχή αυτή. Συγκεκριμένα, αφενός, τόσο το άρθρο 24, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, τελευταία περίοδος, ΣΕΕ όσο και το άρθρο 275, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ προβλέπουν ότι το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αρμόδιο να ελέγχει την τήρηση του άρθρου 40 ΣΕΕ. Αφετέρου, το άρθρο 24, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, τελευταία περίοδος, ΣΕΕ αναθέτει στο Δικαστήριο την αρμοδιότητα να ελέγχει τη νομιμότητα ορισμένων αποφάσεων, κατά τα αναφερόμενα από το άρθρο 275, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ. H τελευταία αυτή διάταξη προβλέπει την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να αποφαίνεται επί των προσφυγών που ασκούνται σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ και αφορούν τον έλεγχο της νομιμότητας των αποφάσεων που προβλέπουν περιοριστικά μέτρα κατά φυσικών ή νομικών προσώπων και τις οποίες εκδίδει το Συμβούλιο βάσει των σχετικών με την ΚΕΠΠΑ διατάξεων (απόφαση της 28ης Μαρτίου 2017, Rosneft, C‑72/15, EU:C:2017:236, σκέψη 60).

28

Εν προκειμένω, με την ακυρωτική απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας, καθόσον αφορούσαν την αναιρεσείουσα, αποφάσεις ΚΕΠΠΑ, καθώς και κανονισμούς, σχετικούς με περιοριστικά μέτρα, οι οποίοι είχαν εκδοθεί βάσει του άρθρου 215 ΣΛΕΕ και οι οποίοι, μολονότι δεν ενέπιπταν στην ΚΕΠΠΑ, έθεταν σε εφαρμογή τις εν λόγω αποφάσεις. Με την αγωγή αποζημιώσεως που άσκησε κατόπιν της εκδόσεως της ακυρωτικής αποφάσεως, η αναιρεσείουσα δεν διέκρινε μεταξύ, αφενός, της ευθύνης της Ένωσης που απορρέει από τις εν λόγω αποφάσεις ΚΕΠΠΑ και, αφετέρου, της ευθύνης της Ένωσης που απορρέει από τους εν λόγω κανονισμούς.

29

Δεν αμφισβητείται όμως ότι, όπως εξάλλου ορθώς έκρινε το Γενικό Δικαστήριο, κατ’ ουσίαν, με τη σκέψη 31 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει αρμοδιότητα να επιληφθεί του αιτήματος για την αποκατάσταση της ζημίας την οποία η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι υπέστη λόγω περιοριστικών μέτρων που προβλέπουν εις βάρος της οι εν λόγω κανονισμοί.

30

Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έχει εφαρμόσει τις προϋποθέσεις που αφορούν τη στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης κατόπιν της ακυρώσεως κανονισμών εκδοθέντων βάσει του άρθρου 215 ΣΛΕΕ, μεταξύ άλλων με την απόφαση της 30ής Μαΐου 2017, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου (C‑45/15 P, EU:C:2017:402).

31

Εξάλλου, ασφαλώς, το άρθρο 275 ΣΛΕΕ δεν μνημονεύει ρητώς την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αποφαίνεται επί της ζημίας η οποία φέρεται να προκλήθηκε από περιοριστικά μέτρα προβλεπόμενα από αποφάσεις ΚΕΠΠΑ.

32

Εντούτοις, αφενός, το άρθρο 24, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, τελευταία περίοδος, ΣΕΕ, και το άρθρο 275, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ εισάγουν παρέκκλιση από τον κανόνα της γενικής αρμοδιότητας την οποία απονέμει το άρθρο 19 ΣΕΕ στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκειμένου να διασφαλίσει την τήρηση του δικαίου κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των Συνθηκών. Κατά συνέπεια, τα εν λόγω άρθρα 24, παράγραφος 1, και 275, πρώτο εδάφιο, πρέπει να ερμηνεύονται στενά (αποφάσεις της 24ης Ιουνίου 2014, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C‑658/11, EU:C:2014:2025, σκέψη 70, καθώς και της 19ης Ιουλίου 2016, H κατά Συμβουλίου κ.λπ., C‑455/14 P, EU:C:2016:569, σκέψη 40).

33

Περαιτέρω, η αγωγή αποζημιώσεως αποτελεί αυτοτελές ένδικο βοήθημα, το οποίο επιτελεί ιδιαίτερη λειτουργία στο πλαίσιο του συστήματος των ενδίκων βοηθημάτων και εξαρτάται από προϋποθέσεις ασκήσεως που έχουν τεθεί με γνώμονα το ειδικό αντικείμενό του (αποφάσεις της 28ης Απριλίου 1971, Lütticke κατά Επιτροπής, 4/69, EU:C:1971:40, σκέψη 6, και της 10ης Σεπτεμβρίου 2019, HTTS κατά Συμβουλίου, C‑123/18 P, EU:C:2019:694, σκέψη 40).

34

Αφετέρου, η αγωγή αποζημιώσεως πρέπει να κριθεί σε σχέση με το σύνολο του συστήματος δικαστικής προστασίας των ιδιωτών που έχουν θεσπίσει οι Συνθήκες (πρβλ. αποφάσεις της 5ης Δεκεμβρίου 1979, Amylum και Tunnel Refineries κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, 116/77 και 124/77, EU:C:1979:273, σκέψη 14, καθώς και της 12ης Απριλίου 1984, Unifrex κατά Επιτροπής και Συμβουλίου, 281/82, EU:C:1984:165, σκέψη 11), καθόσον η αγωγή αυτή συμβάλλει στον αποτελεσματικό χαρακτήρα της εν λόγω προστασίας (πρβλ. απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2006, Reynolds Tobacco κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑131/03 P, EU:C:2006:541, σκέψεις 82 και 83).

35

Συναφώς, όπως προκύπτει τόσο από το άρθρο 2 ΣΕΕ που περιλαμβάνεται στις κοινές διατάξεις της Συνθήκης ΕΕ όσο και από το άρθρο 21 ΣΕΕ περί της εξωτερικής δράσης της Ένωσης, στο οποίο παραπέμπει το σχετικό με την ΚΕΠΠΑ άρθρο 23 ΣΕΕ, η Ένωση βασίζεται, ιδίως, στην αξία του κράτους δικαίου (απόφαση της 28ης Μαρτίου 2017, Rosneft, C‑72/15, EU:C:2017:236, σκέψη 72 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

36

Συγκεκριμένα, το άρθρο 47, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο επιβεβαιώνει την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, ορίζει ότι, σε περιπτώσεις προσβολής των δικαιωμάτων και των ελευθεριών που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να έχει, στην πράξη, τη δυνατότητα να προσφύγει στη δικαιοσύνη σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπει το συγκεκριμένο άρθρο. Η ύπαρξη μάλιστα αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου προς διασφάλιση της τηρήσεως των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την ύπαρξη κράτους δικαίου (απόφαση της 28ης Μαρτίου 2017, Rosneft, C‑72/15, EU:C:2017:236, σκέψη 73 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

37

Όπως, όμως, υπομνήσθηκε στις σκέψεις 29 και 30 της παρούσας αποφάσεως, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει αρμοδιότητα να αποφαίνεται επί αγωγής αποζημιώσεως καθόσον αυτή αφορά περιοριστικά μέτρα προβλεπόμενα από κανονισμούς οι οποίοι εκδίδονται βάσει του άρθρου 215 ΣΛΕΕ.

38

Το άρθρο αυτό, το οποίο θεσπίζει μια δίοδο επικοινωνίας μεταξύ των σκοπών της Συνθήκης ΕΕ στον τομέα της ΚΕΠΠΑ και των δράσεων της Ένωσης που συνίστανται στην επιβολή οικονομικών μέτρων τα οποία εμπίπτουν στη Συνθήκη ΛΕΕ, επιτρέπει την έκδοση από το Συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία μετά από κοινή πρόταση του Ύπατου Εκπροσώπου και της Επιτροπής, κανονισμών για τη θέση σε εφαρμογή περιοριστικών μέτρων οσάκις αυτά εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης ΛΕΕ, καθώς και, ιδίως, για τη διασφάλιση της ομοιόμορφης εφαρμογής τους σε όλα τα κράτη μέλη (απόφαση της 28ης Μαρτίου 2017, Rosneft, C‑72/15, EU:C:2017:236, σκέψη 89).

39

Υπό τις συνθήκες αυτές, και όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας με τα σημεία 67 και 68 των προτάσεών του, η αναγκαία συνοχή του προβλεπόμενου από το δίκαιο της Ένωσης συστήματος δικαστικής προστασίας επιτάσσει, προκειμένου να αποφεύγονται τα κενά στη δικαστική προστασία των οικείων φυσικών ή νομικών προσώπων, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης να έχει, επίσης, αρμοδιότητα να αποφαίνεται επί της ζημίας η οποία φέρεται να προκλήθηκε από περιοριστικά μέτρα προβλεπόμενα από αποφάσεις ΚΕΠΠΑ.

40

Τέλος, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η άποψη του Συμβουλίου ότι, καθόσον οι κανονισμοί που εκδίδονται βάσει του άρθρου 215 ΣΛΕΕ επαναλαμβάνουν, κατ’ ουσίαν, τις αποφάσεις που έχουν ως νομική βάση το άρθρο 29 ΣΕΕ, η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αποφαίνεται επί της ζημίας η οποία φέρεται να προκλήθηκε λόγω περιοριστικών μέτρων ληφθέντων βάσει του άρθρου 215 ΣΛΕΕ διασφαλίζει πλήρη δικαστική προστασία των οικείων φυσικών ή νομικών προσώπων.

41

Πράγματι, όπως παραδέχεται το ίδιο το Συμβούλιο, οι αποφάσεις ΚΕΠΠΑ και οι κανονισμοί για τη θέση τους σε εφαρμογή, οι οποίοι εκδίδονται βάσει του άρθρου 215 ΣΛΕΕ, ενδέχεται να μη συμπίπτουν κατά το ουσιαστικό τους περιεχόμενο. Ειδικότερα, όσον αφορά τα φυσικά πρόσωπα, περιορισμοί εισόδου στο έδαφος των κρατών μελών μπορούν να περιλαμβάνονται σε αποφάσεις ΚΕΠΠΑ, χωρίς κατ’ ανάγκη να επαναλαμβάνονται στους κανονισμούς που εκδίδονται βάσει του άρθρου 215 ΣΛΕΕ.

42

Εξάλλου, η δημόσια κατονομασία των προσώπων εις βάρος των οποίων επιβάλλονται περιοριστικά μέτρα συνοδεύεται από ηθική απαξίωση και δυσπιστία (πρβλ. απόφαση της 28ης Μαΐου 2013, Abdulrahim κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑239/12 P, EU:C:2013:331, σκέψη 70 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), οι οποίες δεν αποκλείεται να προκαλέσουν ζημία και να δικαιολογήσουν την άσκηση αγωγής αποζημιώσεως προς αποκατάστασή της.

43

Επομένως, η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των προσώπων ή οντοτήτων εις βάρος των οποίων επιβάλλονται περιοριστικά μέτρα απαιτεί, προκειμένου η προστασία αυτή να είναι πλήρης, να μπορεί το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αποφαίνεται επί αγωγής αποζημιώσεως η οποία ασκείται από τα εν λόγω πρόσωπα ή οντότητες και η οποία έχει ως αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από περιοριστικά μέτρα προβλεπόμενα από αποφάσεις ΚΕΠΠΑ.

44

Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο και, σε περίπτωση αιτήσεως αναιρέσεως, το Δικαστήριο έχουν αρμοδιότητα να αποφαίνονται επί αγωγής αποζημιώσεως καθόσον με αυτή ζητείται η αποκατάσταση της ζημίας η οποία φέρεται να προκλήθηκε από περιοριστικά μέτρα επιβληθέντα εις βάρος φυσικών ή νομικών προσώπων και προβλεπόμενα από αποφάσεις ΚΕΠΠΑ.

45

Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρείται από το επιχείρημα που αντλεί το Συμβούλιο από τις αποφάσεις της 27ης Φεβρουαρίου 2007, Gestoras Pro Amnistía κ.λπ. κατά Συμβουλίου (C‑354/04 P, EU:C:2007:115, σκέψη 46), καθώς και της 27ης Φεβρουαρίου 2007, Segi κ.λπ. κατά Συμβουλίου (C‑355/04 P, EU:C:2007:116, σκέψη 46). Από τις αποφάσεις αυτές προκύπτει ότι, στο πλαίσιο των Συνθηκών ως ίσχυαν κατά το χρονικό εκείνο σημείο, το άρθρο 35 ΣΕΕ δεν απένεμε στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης καμία αρμοδιότητα εκδικάσεως αγωγών αποζημιώσεως καθόσον αφορούσαν τον επιγραφόμενο «Διατάξεις για την αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις» τίτλο VI της Συνθήκης ΕΕ, όπως ίσχυε πριν από τη Συνθήκη της Λισσαβώνας.

46

Το Συμβούλιο επικαλείται την απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2007, Segi κ.λπ. κατά Συμβουλίου (C‑355/04 P, EU:C:2007:116, σκέψεις 50 και 56), προκειμένου να υποστηρίξει ότι η ίδια ερμηνεία πρέπει να γίνει δεκτή όσον αφορά την ΚΕΠΠΑ, η οποία αποτελούσε αντικείμενο του τίτλου V της Συνθήκης ΕΕ, όπως ίσχυε πριν από τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, καθόσον τα δικαστήρια των κρατών μελών είναι τα μόνα αρμόδια όσον αφορά τις αγωγές αποζημιώσεως που ασκούνται στον εν λόγω τομέα.

47

Συναφώς, επισημαίνεται ότι η δομή των Συνθηκών μεταβλήθηκε σε σχέση με τη δομή η οποία υφίστατο κατά τον χρόνο των επίμαχων πραγματικών περιστατικών στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις που μνημονεύονται στη σκέψη 45 της παρούσας αποφάσεως. Έκτοτε, η Συνθήκη της Λισσαβώνας, η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1η Δεκεμβρίου 2009, έθεσε τέρμα στον διενεργούμενο κατά το παρελθόν διαχωρισμό μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αναγνωρίζοντας στην Ένωση ενιαία νομική προσωπικότητα η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 ΣΕΕ. Το γεγονός αυτό είχε ως συνέπεια την ενσωμάτωση των σχετικών με την ΚΕΠΠΑ διατάξεων στο γενικό πλαίσιο του δικαίου της Ένωσης, καίτοι η πολιτική αυτή υπάγεται σε ειδικούς κανόνες και διαδικασίες, όπως προκύπτει από το άρθρο 24 ΣΕΕ (πρβλ. απόφαση της 28ης Μαρτίου 2017, Rosneft, C‑72/15, EU:C:2017:236, σκέψη 91).

48

Από τη νέα αυτή δομή προκύπτει ότι ουδεμία επιρροή ασκούν, προκειμένου να εκτιμηθεί η έκταση που έχουν σήμερα οι αρμοδιότητες του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα της ΚΕΠΠΑ, οι διατάξεις της Συνθήκης ΕΕ σχετικά με τις αρμοδιότητες του θεσμικού αυτού οργάνου που ίσχυαν πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, καθώς και, κατ’ επέκταση, οι αποφάσεις τις οποίες επικαλείται το Συμβούλιο.

49

Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε, με τη σκέψη 30 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι αγωγή αποζημιώσεως με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας την οποία φέρεται να υπέστη φυσικό ή νομικό πρόσωπο λόγω περιοριστικών μέτρων προβλεπομένων από αποφάσεις ΚΕΠΠΑ δεν υπάγεται στην αρμοδιότητά του.

50

Εντούτοις, υπενθυμίζεται ότι, αν το σκεπτικό αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου ενέχει παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, πλην όμως το διατακτικό της είναι ορθό για άλλους νομικούς λόγους, η παραβίαση αυτή δεν δύναται να οδηγήσει σε αναίρεση της εν λόγω αποφάσεως, χωρεί όμως αντικατάσταση αιτιολογίας (απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά LTTE, C‑599/14 P, EU:C:2017:583, σκέψη 75).

51

Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι με την ακυρωτική απόφαση ακυρώθηκαν, με το ίδιο σκεπτικό, αποφάσεις ΚΕΠΠΑ καθώς και κανονισμοί εκδοθέντες βάσει του άρθρου 215 ΣΛΕΕ, ότι, στο πλαίσιο της αγωγής αποζημιώσεως που άσκησε, η αναιρεσείουσα δεν διέκρινε όσον αφορά την εξωσυμβατική ευθύνη η οποία απορρέει από τις εν λόγω αποφάσεις και από τους εν λόγω κανονισμούς και ότι, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή στο σύνολό της.

52

Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η πλάνη περί το δίκαιο που διαπιστώθηκε στη σκέψη 49 της παρούσας αποφάσεως ουδεμία συνέπεια θα είχε ως προς το διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως στην περίπτωση που κανένας από τους λόγους αναιρέσεως δεν θα οδηγούσε σε ανατροπή της εκτιμήσεως του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με το βάσιμο της αγωγής αποζημιώσεως.

Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

53

Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται ότι η ανεπαρκής αιτιολογία των πράξεων που ακυρώθηκαν με την ακυρωτική απόφαση συνιστά κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου της Ένωσης ο οποίος αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες.

54

Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε, με τη σκέψη 43 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, την οποία καθιερώνει το άρθρο 296 ΣΛΕΕ, δεν είναι αφ’ εαυτής ικανή να θεμελιώσει την ευθύνη της Ένωσης.

55

Συγκεκριμένα, η νομολογία στην οποία στηρίχθηκε το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι λυσιτελής, στο μέτρο που αφορά πράξεις κανονιστικής φύσεως και όχι περιοριστικά μέτρα ατομικού χαρακτήρα, τα οποία, όπως εν προκειμένω, επηρεάζουν σημαντικά τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των προσώπων εις βάρος των οποίων επιβάλλονται.

56

Επιπλέον, η υποχρέωση αιτιολογήσεως αποτελεί μείζον στοιχείο της ορθής απονομής της δικαιοσύνης. Συναφώς, το Δικαστήριο έχει διαπιστώσει τον θεμελιώδη χαρακτήρα της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας σε κάθε διαδικασία ικανή να καταλήξει σε ατομικές κυρώσεις έχουσες επιζήμια αποτελέσματα, μεταξύ άλλων με την απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 2007, Groupe Danone κατά Επιτροπής (C‑3/06 P, EU:C:2007:88, σκέψη 68). Η υποχρέωση αυτή είναι ακόμη πιο σημαντική προκειμένου περί αποφάσεων οι οποίες, όπως συμβαίνει με τα περιοριστικά μέτρα ατομικού χαρακτήρα, προξενούν, εξ ορισμού, ζημία.

57

Τέλος, επικουρικώς, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο το γεγονός ότι έκρινε ότι το λειτούργημά του δεν του επέβαλλε να προβεί σε in concreto εκτίμηση της σοβαρότητας της προβαλλόμενης παραβάσεως, προκειμένου να εκτιμήσει αν αυτή συνιστούσε κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου της Ένωσης ο οποίος αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες.

58

Το Συμβούλιο και η Επιτροπή αντικρούουν τα επιχειρήματα αυτά.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

59

Με τη σκέψη 43 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, κατά πάγια νομολογία, η παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως δεν είναι αφ’ εαυτής ικανή να θεμελιώσει την ευθύνη της Ένωσης.

60

Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η νομολογία αυτή έχει εφαρμογή μόνο στην περίπτωση κανονιστικής πράξεως η οποία ενέχει έλλειψη αιτιολογίας ή ανεπαρκή αιτιολογία.

61

Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, στο πλαίσιο του συστήματος παροχής έννομης προστασίας, η αιτιολόγηση των πράξεων γενικής ισχύος έχει ως σκοπό να καταστήσει δυνατή στο Δικαστήριο την κατά το άρθρο 263 ΣΛΕΕ άσκηση του ελέγχου νομιμότητος υπέρ των προσώπων, στα οποία η Συνθήκη ΛΕΕ παρέχει τη δυνατότητα ασκήσεως της σχετικής προσφυγής (πρβλ. απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 1982, Kind κατά ΕΟΚ, 106/81, EU:C:1982:291, σκέψη 14). Αντιθέτως, ενδεχόμενη ανεπάρκεια της αιτιολογίας πράξεως γενικού περιεχομένου δεν είναι αφ’ εαυτής ικανή να θεμελιώσει την ευθύνη της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 1982, Kind κατά ΕΟΚ, 106/81, EU:C:1982:291, σκέψη 14, και της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, Eurocoton κ.λπ. κατά Συμβουλίου, C‑76/01 P, EU:C:2003:511, σκέψη 98).

62

Στο ίδιο πνεύμα, το Δικαστήριο έχει επισημάνει ότι η ανεπάρκεια της αιτιολογίας πράξεως επιβολής περιοριστικού μέτρου δεν είναι, αυτή καθεαυτήν, ικανή να στοιχειοθετήσει εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης (απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2019, HTTS κατά Συμβουλίου, C‑123/18 P, EU:C:2019:694, σκέψη 103). Κατά συνέπεια, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, η νομολογία αυτή δεν έχει εφαρμογή μόνο σε πράξη γενικής ισχύος αλλά και σε πράξη με την οποία θεσπίζονται περιοριστικά μέτρα ατομικού χαρακτήρα.

63

Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, με τη σκέψη 43 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η ανεπάρκεια της αιτιολογίας των πράξεων επιβολής περιοριστικών μέτρων εις βάρος της αναιρεσείουσας δεν ήταν αφ’ εαυτής ικανή να στοιχειοθετήσει ευθύνη της Ένωσης και, ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί ο πρώτος λόγος αναιρέσεως.

64

Τούτου λεχθέντος, υπενθυμίζεται ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως που προβλέπεται από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ συνιστά ουσιώδη τύπο που πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, δεδομένου ότι το ζήτημα αυτό αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίμαχης πράξεως. Συγκεκριμένα, η αιτιολογία αποφάσεως συνίσταται στη ρητή παράθεση του σκεπτικού στο οποίο αυτή στηρίζεται. Εάν το σκεπτικό αυτό δεν τεκμηριώνεται ή ενέχει σφάλματα, οι πλημμέλειες αυτές πλήττουν την ουσιαστική νομιμότητα της αποφάσεως αλλά όχι την αιτιολογία της (αποφάσεις της 10ης Ιουλίου 2008, Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala, C‑413/06 P, EU:C:2008:392, σκέψη 181, καθώς και της 16ης Νοεμβρίου 2017, Ludwig-Bölkow-Systemtechnik κατά Επιτροπής, C‑250/16 P, EU:C:2017:871, σκέψη 16).

65

Επομένως, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 88 των προτάσεών του, είναι δυνατό να στοιχειοθετηθεί ευθύνη της Ένωσης όταν, μεταξύ άλλων, οι πράξεις της Ένωσης επί των οποίων στηρίζεται περιοριστικό μέτρο πάσχουν λόγω ανεπάρκειας ή ελλείψεως αιτιολογίας και το Συμβούλιο δεν παρέχει στοιχεία ικανά να αποδείξουν το βάσιμο του εν λόγω μέτρου, υπό την προϋπόθεση ότι το πρόσωπο ή η οντότητα εις βάρος του οποίου έχει επιβληθεί το μέτρο αυτό προβάλλει ρητώς σχετικό ισχυρισμό με την αγωγή του αποζημιώσεως.

Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

66

Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται ότι το γεγονός ότι επετεύχθη η ακύρωση περιοριστικών μέτρων δεν καθιστά περιττή την επίκληση κατάφωρης προσβολής του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

67

Η αναιρεσείουσα επισημαίνει ότι, κατά τη σκέψη 51 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας είναι κατ’ ουσίαν διαδικαστικής φύσεως, δεδομένου ότι περιορίζεται στο δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως.

68

Εντούτοις, κατά την αναιρεσείουσα, με την ακυρωτική απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί όλων των προβληθεισών αιτιάσεων, καθόσον ακύρωσε τα περιοριστικά μέτρα αποκλειστικά και μόνο λόγω της ανεπαρκούς αιτιολογίας των πράξεων επιβολής περιοριστικών μέτρων. Η αναιρεσείουσα, ωστόσο, είχε επίσης επικαλεστεί προσβολή του δικαιώματός της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Στο πλαίσιο της αγωγής αποζημιώσεως, μπορούσε να προβάλει την προσβολή αυτή, δεδομένου ότι με την ακυρωτική απόφαση δεν είχε κριθεί το σύνολο των επιχειρημάτων της.

69

Επιπλέον, η αναιρεσείουσα φρονεί ότι η ακύρωση παράνομου περιοριστικού μέτρου δεν καθιστά μάταιη, στη συνέχεια, την επίκριση ότι η παρανομία του Συμβουλίου συνιστά κατάφωρη προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Επομένως, η εξέταση περί ενδεχόμενης προσβολής του δικαιώματος αυτού εξαρτάται από την έκταση της διακριτικής ευχέρειας που είχε το Συμβούλιο σε σχέση με τον παραβιασθέντα κανόνα, λαμβανομένης υπόψη της σοβαρότητας της παράνομης συμπεριφοράς και, ιδίως, της διάρκειάς της.

70

Συναφώς, το Δικαστήριο, με την απόφαση της 30ής Μαΐου 2017, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου (C‑45/15 P, EU:C:2017:402, σκέψη 40), έκρινε ότι, ακόμη και όταν ένα περιοριστικό μέτρο ακυρώνεται κατόπιν ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως, η διαπραχθείσα παρανομία είναι δυνατό να συνιστά κατάφωρη παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της προσβολής του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

71

Το Συμβούλιο και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι ο λόγος αυτός αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

72

Καταρχάς, επισημαίνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο, με τη σκέψη 55 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε ότι ο ισχυρισμός και τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν με το δικόγραφο της αγωγής, προκειμένου να αποδειχθεί η ύπαρξη κατάφωρης παραβάσεως κανόνα δικαίου της Ένωσης ο οποίος αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες, ικανής να στοιχειοθετήσει την εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης, στηρίζονταν αποκλειστικώς στις παρανομίες που διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο με την ακυρωτική απόφαση.

73

Με την αίτηση αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα δεν βάλλει κατά της εκτιμήσεως αυτής.

74

Με το δικόγραφο της προσφυγής της, επί της οποίας εκδόθηκε η ακυρωτική απόφαση, η αναιρεσείουσα υποστήριξε ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως των νομικών πράξεων απορρέει από το άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ αλλά και, ιδίως, από το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

75

Στο τμήμα του δικογράφου της προσφυγής με τίτλο «Παράβαση της υποχρεώσεως παραθέσεως επαρκούς αιτιολογίας», η αναιρεσείουσα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «[η] απόφαση να συμπεριληφθεί [αυτή] […] στους καταλόγους είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη, γεγονός το οποίο συνιστά παράβαση του άρθρου 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, προσβολή του δικαιώματος χρηστής διοικήσεως, καθώς και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας».

76

Κατά συνέπεια, με τον τρόπο με τον οποίο προβλήθηκε από την αναιρεσείουσα, το επιχείρημα που στηρίζεται στο δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας συνδέεται, στην πραγματικότητα, με την αιτίαση που αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και δεν συνιστά αυτοτελή αιτίαση.

77

Εξάλλου, μολονότι είναι αληθές ότι τίποτε δεν εμποδίζει την αναιρεσείουσα να προβάλει στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως, όπως αυτή επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, παρανομία συνιστάμενη στην προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, εντούτοις επισημαίνεται ότι η αναιρεσείουσα δεν απέδειξε σε τι συνίστατο η πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υποστηρίζει ότι υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο κρίνοντας, με τη σκέψη 51 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το Συμβούλιο δεν προσέβαλε το δικαίωμα αυτό.

78

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί του τρίτου και του έκτου λόγου αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

79

Με τον τρίτο και τον έκτο λόγο αναιρέσεως, οι οποίοι πρέπει να εξεταστούν από κοινού, προβάλλεται πλάνη περί το δίκαιο και παραμόρφωση του περιεχομένου του δικογράφου της αγωγής, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε ισχυρισμό που προβλήθηκε με το υπόμνημα απαντήσεως.

80

Συναφώς, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, με τις σκέψεις 52 έως 58 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον περιορίστηκε να εξετάσει αν, με το εισαγωγικό δικόγραφο, είχε προβληθεί ρητώς μια από τις παρανομίες τις οποίες αυτή επικαλέστηκε με το υπόμνημα απαντήσεως, ήτοι το γεγονός ότι το Συμβούλιο δεν εφάρμοσε το κριτήριο που υποστήριζε ότι είχε εφαρμόσει για τον προσδιορισμό των προσώπων και των οντοτήτων εις βάρος των οποίων έπρεπε να επιβληθούν περιοριστικά μέτρα, χωρίς να εξετάσει αν η παρανομία αυτή είχε προβληθεί σιωπηρώς.

81

Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να εξετάσει αν ο ισχυρισμός αυτός είχε περιληφθεί, έστω υποτυπωδώς, στο δικόγραφο της αγωγής ή αν τα εκτιθέμενα στο υπόμνημα απαντήσεως προέκυψαν από τη φυσιολογική εξέλιξη της συζητήσεως στο πλαίσιο της κατ’ αντιμωλία διαδικασίας. Συνακόλουθα, η αναιρεσείουσα, όπως υποστηρίζει, περιορίστηκε να απαντήσει στα επιχειρήματα που προέβαλε το Συμβούλιο με το υπόμνημά του αντικρούσεως. Παραλείποντας να προβεί σε μια τέτοια έρευνα, το Γενικό Δικαστήριο απέκλεισε από την εξέταση στην οποία προέβη κρίσιμα στοιχεία για την εκτίμηση της σοβαρότητας της επίμαχης παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης.

82

Η αναιρεσείουσα φρονεί, επιπλέον, ότι το Γενικό Δικαστήριο, με τις ως άνω σκέψεις 52 έως 58, παραμόρφωσε το περιεχόμενο του δικογράφου της αγωγής της, καθόσον απέρριψε ως απαράδεκτο το επιχείρημά της ότι το Συμβούλιο δεν εφάρμοσε το κριτήριο που υποστήριζε ότι είχε εφαρμόσει προκειμένου να δικαιολογήσει την επιβληθείσα κύρωση. Συναφώς, κατά την αναιρεσείουσα, από το δικόγραφο της αγωγής της προκύπτει ότι αυτή είχε όντως υποστηρίξει ότι τα εις βάρος της περιοριστικά μέτρα ήταν παράνομα, γεγονός το οποίο θεμελίωνε την ευθύνη της Ένωσης.

83

Το Συμβούλιο και η Επιτροπή ζητούν την απόρριψη του τρίτου και του έκτου λόγου αναιρέσεως.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

84

Το Γενικό Δικαστήριο, με τις σκέψεις 55 έως 58 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε ότι το επιχείρημα το οποίο προέβαλε η αναιρεσείουσα με το υπόμνημά της απαντήσεως και το οποίο στηριζόταν στο ότι ο λόγος εγγραφής της επωνυμίας της στους καταλόγους των προσώπων εις βάρος των οποίων επιβλήθηκαν περιοριστικά μέτρα δεν ήταν σύμφωνος με το κριτήριο που είχε εφαρμόσει το Συμβούλιο, επιχείρημα το οποίο αποσκοπούσε στην αμφισβήτηση του βασίμου της εγγραφής αυτής, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως ανάπτυξη του προβληθέντος με το δικόγραφο της αγωγής ισχυρισμού περί υπάρξεως κατάφωρης παραβάσεως κανόνα δικαίου απονέμοντος δικαιώματα σε ιδιώτες, ικανής να θεμελιώσει την ευθύνη της Ένωσης, και ότι, ως νέος ισχυρισμός, έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

85

Η αναιρεσείουσα αμφισβητεί την ερμηνεία αυτή υποστηρίζοντας ότι, με το δικόγραφο της αγωγής της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ισχυρίστηκε ότι το Συμβούλιο παρέβη υποχρέωση ως προς την οποία δεν διέθετε διακριτική ευχέρεια, στο μέτρο που μπορούσε να ενεργήσει μόνον εφαρμόζοντας τα κανονιστικά κριτήρια που προέβλεπαν η απόφαση και οι σχετικοί κανονισμοί για τον προσδιορισμό των κατηγοριών προσώπων και οντοτήτων εις βάρος των οποίων μπορούσαν να επιβληθούν κυρώσεις.

86

Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στο δικόγραφο της αγωγής, η αναιρεσείουσα συνέδεσε το ανωτέρω επιχείρημα με την παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. Συγκεκριμένα, αμέσως μετά την προβολή του ισχυρισμού που μνημονεύεται στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως, η αναιρεσείουσα προσέθεσε ότι «η έλλειψη νομιμότητας των πράξεων του Συμβουλίου οφείλεται σε παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, γεγονός το οποίο συνιστά σαφή προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας».

87

Κατά συνέπεια, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το επιχείρημα που είχε προβάλει η αναιρεσείουσα με το δικόγραφο της αγωγής, σύμφωνα με το οποίο οι πράξεις του Συμβουλίου που ακυρώθηκαν με την ακυρωτική απόφαση ήταν παράνομες, καθόσον το εν λόγω θεσμικό όργανο εφάρμοσε κριτήριο διαφορετικό από εκείνο που υποστήριζε ότι είχε εφαρμόσει, στηριζόταν αποκλειστικώς στην παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και όχι στην αμφισβήτηση του βασίμου των λόγων της εγγραφής της στον κατάλογο των προσώπων και οντοτήτων εις βάρος των οποίων επιβλήθηκαν τα προβλεπόμενα από τις εν λόγω πράξεις περιοριστικά μέτρα.

88

Υπό τις συνθήκες αυτές, ο τρίτος και ο έκτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν.

Επί του τετάρτου, του πέμπτου και του εβδόμου λόγου αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

89

Με τον τέταρτο, τον πέμπτο και τον έβδομο λόγο αναιρέσεως, οι οποίοι πρέπει να εξεταστούν από κοινού, προβάλλεται εσφαλμένη ερμηνεία της ακυρωτικής αποφάσεως, εσφαλμένη διαπίστωση ότι η μη γνωστοποίηση στην αναιρεσείουσα των στοιχείων που έγιναν δεκτά εις βάρος της δεν συνιστούσε κατάφωρη παράβαση κανόνα του δικαίου της Ένωσης, καθώς και παραμόρφωση του περιεχομένου του δικογράφου της αγωγής καθόσον το Γενικό Δικαστήριο περιόρισε τους προβληθέντες λόγους ελλείψεως νομιμότητας αποκλειστικώς και μόνο στην παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

90

Η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι, με τις σκέψεις 49 και 50 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ερμήνευσε εσφαλμένα την ακυρωτική απόφαση όσον αφορά την υποχρέωση του Συμβουλίου να της γνωστοποιήσει τα στοιχεία που έγιναν δεκτά εις βάρος της.

91

Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο, με τη σκέψη 82 της ακυρωτικής αποφάσεως, διαπίστωσε ρητώς ότι το Συμβούλιο είχε παραβεί την υποχρέωσή του περί γνωστοποιήσεως των στοιχείων αυτών. Από τις προηγούμενες σκέψεις της εν λόγω αποφάσεως προκύπτει ότι το Συμβούλιο δεν κατόρθωσε να προσκομίσει κάποιο στοιχείο ικανό να στηρίξει τις αιτιάσεις που δικαιολογούσαν την επιβληθείσα στην αναιρεσείουσα κύρωση. Επομένως, με την ακυρωτική απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο δεν περιορίστηκε να διαπιστώσει ότι η ανεπαρκής αιτιολογία δεν είχε θεραπευθεί από τα έγγραφα που κοινοποιήθηκαν μεταγενέστερα, αλλά διαπίστωσε δεόντως ότι το Συμβούλιο δεν είχε τηρήσει την υποχρέωσή του περί γνωστοποιήσεως των στοιχείων που έγιναν δεκτά εις βάρος της αναιρεσείουσας, χωρίς καν να είναι σε θέση να προσδιορίσει συγκεκριμένες πράξεις στις οποίες είχε προβεί η αναιρεσείουσα.

92

Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει επίσης ότι το Γενικό Δικαστήριο, με τη σκέψη 50 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον έκρινε ότι η παράβαση της εν λόγω υποχρεώσεως γνωστοποιήσεως δεν αποδείκνυε, εν προκειμένω, την ύπαρξη κατάφωρης παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης η οποία να θεμελιώνει ευθύνη της Ένωσης.

93

Συναφώς, το Δικαστήριο, με την απόφαση της 30ής Μαΐου 2017, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου (C‑45/15 P, EU:C:2017:402, σκέψη 40), έκρινε ότι η παράβαση της υποχρεώσεως παροχής, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, πληροφοριών ή αποδεικτικών στοιχείων τα οποία να τεκμηριώνουν τους λόγους επιβολής περιοριστικών μέτρων συνιστούσε κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου ο οποίος αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες. Η αναιρεσείουσα θεωρεί ότι η παράβαση αυτή της υποχρεώσεως παροχής πληροφοριών ή αποδεικτικών στοιχείων ταυτίζεται με την παράβαση της υποχρεώσεως γνωστοποιήσεως σε αυτήν, υπό την ιδιότητά της ως ενδιαφερόμενης οντότητας, των στοιχείων που έγιναν δεκτά εις βάρος της όσον αφορά την αιτιολογία των μέτρων δεσμεύσεως κεφαλαίων που αποφασίστηκαν έναντι αυτής.

94

Τέλος, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, με τις σκέψεις 44 και 45, καθώς και με τις σκέψεις 55 έως 58 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, παραμόρφωσε το περιεχόμενο του δικογράφου της αγωγής της, καθόσον περιόρισε τους προβληθέντες λόγους ελλείψεως νομιμότητας αποκλειστικά και μόνο στην παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. Συναφώς, η αναιρεσείουσα, στο δικόγραφο της αγωγής της, είχε επισημάνει ότι δεν υφίσταντο στοιχεία ικανά να δικαιολογήσουν την επιβληθείσα κύρωση. Ο λόγος αυτός είναι ανεξάρτητος από τα όσα έκρινε το Γενικό Δικαστήριο με το διατακτικό της ακυρωτικής αποφάσεως, αλλά σχετίζεται με τα διαπιστωθέντα στο σκεπτικό της αποφάσεως αυτής.

95

Το Συμβούλιο και η Επιτροπή αντιτάσσουν ότι οι λόγοι αυτοί αναιρέσεως είναι αβάσιμοι.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

96

Με τη σκέψη 82 της ακυρωτικής αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το Συμβούλιο παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως καθώς και την υποχρέωση γνωστοποιήσεως στην αναιρεσείουσα, υπό την ιδιότητά της ως ενδιαφερόμενης οντότητας, των στοιχείων που έγιναν δεκτά εις βάρος της όσον αφορά την αιτιολογία των μέτρων δεσμεύσεως κεφαλαίων που αποφασίστηκαν έναντι αυτής. Το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε εξ αυτού, με τη σκέψη 83 της ακυρωτικής αποφάσεως, ότι έπρεπε να γίνει δεκτός ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως, στο μέτρο που στηριζόταν σε παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, διαπίστωση η οποία δικαιολογούσε, αφ’ εαυτής, την ακύρωση των προσβαλλομένων πράξεων κατά το μέρος που αφορούσαν την αναιρεσείουσα.

97

Από τις σκέψεις αυτές της ακυρωτικής αποφάσεως προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το επιχείρημα της αναιρεσείουσας περί παραβάσεως της υποχρεώσεως γνωστοποιήσεως σε αυτή των επιβαρυντικών στοιχείων αφορούσε την αιτίαση περί παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

98

Υπό την έννοια αυτή, το Γενικό Δικαστήριο, με τη σκέψη 68 της ακυρωτικής αποφάσεως, επισήμανε ότι, όσον αφορά, ειδικότερα, την αιτιολογία, η αναιρεσείουσα διατεινόταν κατ’ ουσίαν ότι δεν ήταν σε θέση να κατανοήσει επί ποιας βάσεως είχε στηριχθεί η εγγραφή της στους καταλόγους των προσώπων που αποτελούσαν το αντικείμενο μέτρων δεσμεύσεως κεφαλαίων, ότι η ανεπάρκεια της αιτιολογίας δεν είχε θεραπευθεί από τα έγγραφα που κοινοποιήθηκαν μεταγενέστερα και ότι το έγγραφο της 5ης Δεκεμβρίου 2011 που της απηύθυνε το Συμβούλιο είχε στερεότυπο περιεχόμενο.

99

Ωστόσο, με το δικόγραφο της προσφυγής της, επί της οποίας εκδόθηκε η ακυρωτική απόφαση, η ίδια η αναιρεσείουσα είχε συνδέσει την παράλειψη γνωστοποιήσεως των στοιχείων που έγιναν δεκτά εις βάρος της με την αιτίαση περί παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, την οποία προέβαλε στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου ακυρώσεως.

100

Επομένως, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 93 των προτάσεών του, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε, με τη σκέψη 49 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η μη γνωστοποίηση των στοιχείων που έγιναν δεκτά εις βάρος της αναιρεσείουσας δεν είχε αποτελέσει χωριστό λόγο ακυρώσεως.

101

Επιπλέον, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της αναιρεσείουσας που στηρίζεται σε παραμόρφωση του περιεχομένου του δικογράφου της αγωγής της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε ως χωριστό λόγο ελλείψεως νομιμότητας το επιχείρημά της ότι δεν υφίσταντο στοιχεία ικανά να δικαιολογήσουν την επιβληθείσα σε αυτήν κύρωση.

102

Πράγματι, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας με τα σημεία 95 έως 97 των προτάσεών του, από το δικόγραφο της αγωγής προκύπτει ότι, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 86 της παρούσας αποφάσεως σε σχέση με το επιχείρημα ότι το Συμβούλιο εφάρμοσε κριτήριο διαφορετικό από εκείνο το οποίο υποστήριζε ότι είχε εφαρμόσει, το επιχείρημα της αναιρεσείουσας ότι δεν υφίσταντο στοιχεία ικανά να δικαιολογήσουν την επιβληθείσα σε αυτήν κύρωση συνδεόταν άρρηκτα με τον ισχυρισμό της περί παραβάσεως από το Συμβούλιο της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

103

Σημειωτέον δε ότι, μολονότι το Δικαστήριο, με την απόφαση της 30ής Μαΐου 2017, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου (C‑45/15 P, EU:C:2017:402, σκέψη 40), την οποία η αναιρεσείουσα επικαλέστηκε με την αίτησή της αναιρέσεως, υπενθύμισε την υποχρέωση του Συμβουλίου να παράσχει, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, πληροφορίες ή αποδεικτικά στοιχεία τα οποία να τεκμηριώνουν τους λόγους επιβολής περιοριστικών μέτρων εις βάρος φυσικών ή νομικών προσώπων, η απόφαση αυτή αφορούσε τον δικαστικό έλεγχο της ουσιαστικής νομιμότητας των ατομικών περιοριστικών μέτρων και όχι τον έλεγχο της τηρήσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. Όπως, όμως, προκύπτει από τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 64 της παρούσας αποφάσεως, η υποχρέωση αιτιολογήσεως αποτελεί ουσιώδη τύπο, ο οποίος πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας.

104

Επομένως, η απόφαση της 30ής Μαΐου 2017, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου (C‑45/15 P, EU:C:2017:402), δεν είναι κρίσιμη προς στήριξη του τετάρτου, του πέμπτου και του εβδόμου λόγου αναιρέσεως, στο μέτρο που, λαμβανομένων υπόψη των επιχειρημάτων που ανέπτυξε η αναιρεσείουσα τόσο με την αγωγή αποζημιώσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου όσο και στο στάδιο της αιτήσεως αναιρέσεως, η υπό κρίση υπόθεση αφορά αποκλειστικώς τις συνέπειες που πρέπει να συναχθούν από την παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

105

Συνεπώς, οι λόγοι αυτοί, οι οποίοι στηρίζονται σε εσφαλμένη κατανόηση της ακυρωτικής αποφάσεως καθώς και του δικογράφου της αγωγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, πρέπει να απορριφθούν.

106

Κατόπιν των ανωτέρω και σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη σκέψη 52 της παρούσας αποφάσεως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η πλάνη περί το δίκαιο που διαπιστώθηκε στη σκέψη 49 της παρούσας αποφάσεως δεν είναι ικανή να δικαιολογήσει την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

107

Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

Επί των δικαστικών εξόδων

108

Κατά το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων. Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του ως άνω Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, αυτού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

109

Δεδομένου ότι η αναιρεσείουσα ηττήθηκε, πρέπει να υποχρεωθεί να φέρει, εκτός από τα δικά της δικαστικά έξοδα, και εκείνα στα οποία υποβλήθηκε το Συμβούλιο, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του Συμβουλίου.

110

Σύμφωνα με το άρθρο 140, παράγραφος 1, του εν λόγω Κανονισμού, κατά το οποίο τα κράτη μέλη και τα όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα, η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

 

2)

H Bank Refah Kargaran φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων της, και τα δικαστικά έξοδα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

3)

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.