ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 10ης Φεβρουαρίου 2021 ( *1 )

«Αίτηση αναιρέσεως – Ντάμπινγκ – Εισαγωγή σιδηροπυριτίου καταγωγής Ρωσίας – Κανονισμός (ΕΚ) 1225/2009 – Άρθρο 11, παράγραφοι 9 και 10 – Απόρριψη των αιτήσεων επιστροφής καταβληθέντων δασμών αντιντάμπινγκ – Κατασκευασμένη τιμή εξαγωγής – Εκτίμηση σχετικά με το κατά πόσον αντανακλώνται οι δασμοί αντιντάμπινγκ στις μεταγενέστερες τιμές μεταπωλήσεως και τις τιμές πωλήσεως εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Υποχρέωση εφαρμογής ίδιας μεθόδου με εκείνη που χρησιμοποιήθηκε στην έρευνα η οποία κατέληξε στην επιβολή δασμού αντιντάμπινγκ – Μεταβολή των συνθηκών – Αφαίρεση των καταβληθέντων δασμών αντιντάμπινγκ – Πειστικά αποδεικτικά στοιχεία»

Στην υπόθεση C‑56/19 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 25 Ιανουαρίου 2019,

RFA International LP, με έδρα το Κάλγκαρι (Καναδάς), εκπροσωπούμενη από τους B. Evtimov, advokat, M. Krestiyanova και E. Borovikov, avocats, N. Tuominen, avocată, καθώς και από τον D. O’Keeffe, solicitor,

αναιρεσείουσα,

όπου ο έτερος διάδικος είναι η:

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη αρχικώς μεν από τον J.-F. Brakeland, καθώς και από τις A. Demeneix και P. Němečková, εν συνεχεία δε από τον J.‑F. Brakeland και την P. Němečková,

καθής πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Arabadjiev, πρόεδρο τμήματος, K. Lenaerts, Πρόεδρο του Δικαστηρίου, ασκούντα καθήκοντα δικαστή του δευτέρου τμήματος, A. Kumin, T. von Danwitz και P. G. Xuereb (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Campos Sánchez-Bordona

γραμματέας: Α. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 9ης Ιουλίου 2020,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την αίτηση αναιρέσεως, η RFA International LP (στο εξής: RFA) ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 15ης Νοεμβρίου 2018, RFA International κατά Επιτροπής (T‑113/15, μη δημοσιευθείσα, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2018:783), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της με αίτημα την ολική ή μερική ακύρωση των εκτελεστικών αποφάσεων C(2014) 9805 τελικό, C(2014) 9806 τελικό, C(2014) 9807 τελικό, C(2014) 9808 τελικό, C(2014) 9811 τελικό, C(2014) 9812 τελικό και C(2014) 9816 τελικό της Επιτροπής, της 18ης Δεκεμβρίου 2014, σχετικά με αιτήσεις επιστροφής δασμών αντιντάμπινγκ που καταβλήθηκαν για τις εισαγωγές σιδηροπυριτίου καταγωγής Ρωσίας (στο εξής: επίδικες αποφάσεις).

Το νομικό πλαίσιο

2

Ο κανονισμός (ΕΚ) 1225/2009 του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 2009, L 343, σ. 51, και διορθωτικά ΕΕ 2010, L 7, σ. 22, και ΕΕ 2016, L 44, σ. 20), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 37/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιανουαρίου 2014 (ΕΕ 2014, L 18, σ. 1) (στο εξής: βασικός κανονισμός), ο οποίος ίσχυε κατά τον χρόνο εκδόσεως των επίδικων αποφάσεων, ανέφερε, στην αιτιολογική σκέψη 17, τα εξής:

«[…] Επιπλέον, ενδείκνυται να προβλεφθεί ότι σε περίπτωση επανυπολογισμού του ντάμπινγκ, για τον οποίον απαιτείται η ανακατασκευή των τιμών εξαγωγής, οι δασμοί δεν αντιμετωπίζονται ως δαπάνη προκύψασα μεταξύ της εισαγωγής και της μεταπώλησης, υπό την προϋπόθεση ότι ο εκάστοτε δασμός αντανακλάται στις τιμές των προϊόντων που υπόκεινται σε μέτρα στην Κοινότητα.»

3

Το άρθρο 2 του βασικού κανονισμού παρέθετε τους κανόνες βάσει των οποίων μπορούσε να διαπιστωθεί η ύπαρξη ντάμπινγκ. Οι παράγραφοι 8 και 9 του άρθρου αυτού αφορούσαν τις τιμές εξαγωγής και προέβλεπαν τα εξής:

«8.   Ως τιμή εξαγωγής θεωρείται η πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή του προϊόντος κατά την πώλησή του προς εξαγωγή από τη χώρα εξαγωγής στην Κοινότητα.

9.   Όταν δεν υπάρχει τιμή εξαγωγής ή όταν προκύπτει ότι η τιμή εξαγωγής δεν είναι δυνατό να ληφθεί ως αξιόπιστη βάση εξαιτίας κάποιου συνδέσμου ή συμψηφιστικού διακανονισμού μεταξύ του εξαγωγέα και του εισαγωγέα ή ενός τρίτου, η τιμή εξαγωγής είναι δυνατό να κατασκευάζεται με βάση την τιμή στην οποία το εισαγόμενο προϊόν μεταπωλείται για πρώτη φορά σε ανεξάρτητο αγοραστή ή, αν το προϊόν δεν μεταπωλείται σε ανεξάρτητο αγοραστή ή δεν μεταπωλείται στην κατάσταση στην οποία εισήχθη, με οποιαδήποτε εύλογη βάση.

Στις παραπάνω περιπτώσεις, για τον καθορισμό μιας αξιόπιστης τιμής εξαγωγής στο επίπεδο των συνόρων της Κοινότητας πραγματοποιούνται προσαρμογές, για όλα τα έξοδα που έχουν ανακύψει μεταξύ εισαγωγής και μεταπώλησης, συμπεριλαμβανομένων των δασμών και των φόρων, καθώς και για τα πραγματοποιούμενα κέρδη.

Οι δαπάνες για τις οποίες πραγματοποιείται προσαρμογή συμπεριλαμβάνουν εκείνες που επιβαρύνουν κανονικά τον εισαγωγέα, αλλά έχουν καταβληθεί από οποιονδήποτε τρίτο, είτε στο εσωτερικό της Κοινότητας, είτε εκτός αυτής, ο οποίος εμφανίζεται να συνδέεται ή να έχει συνάψει συμψηφιστικό διακανονισμό με τον εισαγωγέα ή τον εξαγωγέα, περιλαμβάνουν δε τη συνήθη μεταφορά, την ασφάλιση, τις εργασίες διεκπεραίωσης και φόρτωσης, καθώς και τα παρεπόμενα έξοδα· τους δασμούς, τους τυχόν δασμούς αντιντάμπινγκ και τους λοιπούς φόρους που είναι πληρωτέοι στη χώρα εισαγωγής εξαιτίας της εισαγωγής ή της πώλησης των εμπορευμάτων και ένα εύλογο περιθώριο για τα έξοδα πώλησης, τα γενικά και διοικητικά έξοδα και το κέρδος.»

4

Το άρθρο 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού προέβλεπε τα εξής όσον αφορά τη σύγκριση μεταξύ της τιμής εξαγωγής και της κανονικής αξίας:

«Μεταξύ της τιμής εξαγωγής και της κανονικής αξίας διεξάγεται δίκαιη σύγκριση. Η σύγκριση αυτή αφορά το ίδιο στάδιο εμπορίας και πωλήσεις πραγματοποιηθείσες σε ημερομηνίες όσο το δυνατόν εγγύτερες, λαμβάνονται δε δεόντως υπόψη άλλες διαφορές που επηρεάζουν τη συγκρισιμότητα των τιμών. Όταν η κανονική αξία και η τιμή εξαγωγής που διαμορφώνεται δεν πληρούν αυτές τις προϋποθέσεις σύγκρισης, πραγματοποιούνται προσαρμογές για κάθε περίπτωση, με βάση τα ατομικά της στοιχεία προκειμένου να ληφθούν δεόντως υπόψη διαφορές των παραγόντων για τους οποίους προβάλλεται ο ισχυρ[ισμ]ός και αποδεικνύεται ότι επηρεάζουν τις τιμές και, κατ’ επέκταση, τη συγκρισιμότητα των τιμών. […]»

5

Το άρθρο 11, παράγραφος 8, του βασικού κανονισμού ρύθμιζε τη διαδικασία επιστροφής εισπραχθέντων δασμών. Η διάταξη αυτή προέβλεπε τα εξής:

«Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, ένας εισαγωγέας δύναται να ζητήσει την επιστροφή δασμών που έχουν ήδη εισπραχθεί, εφόσον αποδεικνύεται ότι το περιθώριο ντάμπινγκ που ελήφθη ως βάση για την καταβολή των δασμών έχει εξαλειφθεί ή μειωθεί σε επίπεδο κατώτερο του ύψους του ισχύοντος δασμού.

Προκειμένου να ζητήσει την επιστροφή δασμών αντιντάμπινγκ, ο εισαγωγέας υποβάλλει σχετική αίτηση στην Επιτροπή. […]

Μια αίτηση επιστροφής θεωρείται δεόντως τεκμηριωμένη βάσει αποδεικτικών στοιχείων μόνον όταν περιέχει ακριβείς πληροφορίες σχετικά με το ποσό της ζητούμενης επιστροφής δασμών αντιντάμπινγκ, καθώς και το σύνολο των τελωνειακών εγγράφων που αναφέρονται στον υπολογισμό και την καταβολή του εν λόγω ποσού. Επίσης, πρέπει να περιέχει αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία να καλύπτουν αντιπροσωπευτικό χρονικό διάστημα, σχετικά με τις κανονικές αξίες και τις τιμές εξαγωγής προς την Κοινότητα που ισχύουν για τον υποκείμενο στο δασμό εξαγωγέα ή παραγωγό. […]

Η Επιτροπή, μετά από διαβουλεύσεις με τη συμβουλευτική επιτροπή, αποφασίζει αν και σε ποιο βαθμό πρέπει να κάνει δεκτή την αίτηση· επίσης, δύναται οποτεδήποτε να αποφασίσει την έναρξη ενδιάμεσης επανεξέτασης, τα δε στοιχεία και τα πορίσματα που θα προκύψουν από την επανεξέταση αυτή, η οποία διενεργείται σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται για τέτοιου είδους επανεξετάσεις, χρησιμοποιούνται για να αποφασισθεί αν και σε ποιο βαθμό δικαιολογείται η επιστροφή. […]»

6

Το άρθρο 11, παράγραφοι 9 και 10, του βασικού κανονισμού προέβλεπε τα εξής:

«9.   Για όλες τις επανεξετάσεις και τις έρευνες που διεξάγονται για το θέμα της επιστροφής δυνάμει του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή εφαρμόζει, υπό τον όρο ότι δεν έχει επέλθει μεταβολή των συνθηκών, την ίδια μέθοδο που έχει εφαρμοσθεί και για την έρευνα που οδήγησε στην επιβολή του δασμού, λαμβανομένου δεόντως υπόψη του άρθρου 2, και ιδιαίτερα των παραγράφων 11 και 12 του εν λόγω άρθρου, όπως επίσης των διατάξεων του άρθρου 17.

10.   Στο πλαίσιο κάθε έρευνας που διεξάγεται βάσει του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή εξετάζει την αξιοπιστία των τιμών εξαγωγής κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 2. Εντούτοις, όταν αποφασίζεται η κατασκευή της τιμής εξαγωγής σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 9, η Επιτροπή υποχρεούται να υπολογίζει την τιμή εξαγωγής χωρίς να αφαιρεί το ποσό των καταβληθέντων δασμών αντιντάμπινγκ, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν υποβληθεί πειστικά αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι ο δασμός αντανακλάται δεόντως στις τιμές μεταπώλησης και στις μεταγενέστερες τιμές πώλησης στην Κοινότητα.»

7

Η Επιτροπή καθόρισε τις κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή του άρθρου 11, παράγραφος 8, του βασικού κανονισμού με την ανακοίνωσή της σχετικά με την επιστροφή των δασμών αντιντάμπινγκ (ΕΕ 2014, C 164, σ. 9).

8

Το σημείο 4.1, στοιχείο βʹ, της εν λόγω ανακοινώσεως, με τίτλο «Εφαρμογή του άρθρου 11, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού», προβλέπει τα εξής:

«Όταν η τιμή εξαγωγής έχει κατασκευαστεί σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 9 του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή υποχρεούται να υπολογίζει την τιμή εξαγωγής χωρίς να αφαιρεί το ποσό των καταβληθέντων δασμών αντιντάμπινγκ, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν υποβληθεί πειστικά αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι ο δασμός αντανακλάται δεόντως στις τιμές μεταπώλησης και στις μεταγενέστερες τιμές πώλησης στην Ένωση. Η Επιτροπή εξετάζει κατά πόσον η αύξηση των τιμών πώλησης σε ανεξάρτητους πελάτες στην Ένωση, ανάμεσα στην περίοδο της αρχικής έρευνας και την περίοδο της έρευνας επιστροφής των δασμών, περιλαμβάνει τους δασμούς αντιντάμπινγκ.»

Ιστορικό της διαφοράς

9

Το ιστορικό της διαφοράς εκτέθηκε στις σκέψεις 1 έως 30 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και μπορεί να συνοψιστεί ως εξής.

10

Η RFA είναι ετερόρρυθμη εταιρία με έδρα στον Καναδά. Μέσω της ελβετικής θυγατρικής της, αγοράζει, μεταπωλεί, εισάγει και αποθηκεύει σε αποθήκες στην Ευρωπαϊκή Ένωση σιδηροπυρίτιο καταγωγής Ρωσίας το οποίο παράγεται από δύο αδελφές της εταιρίες με έδρα στη Ρωσία, ήτοι την Chelyabinsk Εlectrometallurgical Integrated Plant OAO (στο εξής: CHEMK) και την Kuzneckie Ferrosplavy OAO (στο εξής: KF).

11

Στις 25 Φεβρουαρίου 2008, κατόπιν καταγγελίας υποβληθείσας από τον σύνδεσμο βιομηχανίας σιδηροκράματος, ήτοι μια ένωση ευρωπαίων παραγωγών σιδηροκράματος, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 172/2008, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές σιδηροπυριτίου καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, Αιγύπτου, Καζακστάν, Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας και Ρωσίας (ΕΕ 2008, L 55, σ. 6). Λόγω του ότι η RFA και οι δύο εξαγωγικές εταιρίες που μνημονεύθηκαν στην προηγούμενη σκέψη ήταν συνδεδεμένες επιχειρήσεις, η τιμή εξαγωγής στην Ένωση καθορίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού.

12

Βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 172/2008, ο συντελεστής του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που εφαρμόζεται στην καθαρή τιμή «ελεύθερο στα σύνορα της Ένωσης πριν από την καταβολή δασμού» καθορίστηκε σε 22,7 % για τα προϊόντα της CHEMK και της KF.

13

Η CHEMK και η KF άσκησαν προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, με αίτημα τη μερική ακύρωση του κανονισμού 172/2008, καθόσον τις αφορούσε. Η προσφυγή ακυρώσεως που άσκησαν οι δύο αυτές εταιρίες κατά του προαναφερθέντος κανονισμού απορρίφθηκε από το Γενικό Δικαστήριο με απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2011, CHEMK και KF κατά Συμβουλίου (T‑190/08, EU:T:2011:618). II αίτηση αναιρέσεως που άσκησαν εν συνεχεία οι εν λόγω εταιρίες κατά της προαναφερθείσας αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου απορρίφθηκε από το Δικαστήριο με απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2013, CHEMK και KF κατά Συμβουλίου (C‑13/12 Ρ, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:780).

14

Κατόπιν αιτήσεως μερικής ενδιάμεσης επανεξετάσεως που υπέβαλαν οι ως άνω εταιρίες στις 30 Νοεμβρίου 2009, το Συμβούλιο εξέδωσε τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 60/2012, της 16ης Ιανουαρίου 2012, για την περάτωση της μερικής ενδιάμεσης επανεξέτασης δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1225/2009 των μέτρων αντιντάμπινγκ που εφαρμόζονται στις εισαγωγές σιδηροπυριτίου προέλευσης, μεταξύ άλλων, Ρωσίας (ΕΕ 2012, L 22, σ. 1). Το εν ισχύι μέτρο αντιντάμπινγκ διατηρήθηκε σε ισχύ.

15

Η CHEMK και η KF προσέφυγαν κατά της διατηρήσεως σε ισχύ, με τον εκτελεστικό κανονισμό, του ύψους του δασμού αντιντάμπινγκ που είχε επιβάλει ο κανονισμός 172/2008, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το οποίο απέρριψε την προσφυγή τους με απόφαση της 28ης Απριλίου 2015, CHEMK και KF κατά Συμβουλίου (T‑169/12, EU:T:2015:231). Η αίτηση αναιρέσεως που άσκησαν οι εν λόγω εταιρίες κατά της συγκεκριμένης αποφάσεως απορρίφθηκε από το Δικαστήριο με διάταξη της 9ης Ιουνίου 2016, CHEMK και KF κατά Συμβουλίου (C‑345/15 Ρ, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:433).

16

Μεταξύ της 30ής Ιουλίου 2009 και της 10ης Δεκεμβρίου 2010, η RFA υπέβαλε στην Επιτροπή, δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 8, του βασικού κανονισμού, μια πρώτη σειρά αιτήσεων επιστροφής δασμών αντιντάμπινγκ τους οποίους είχε καταβάλει κατά την περίοδο μεταξύ της 7ης Ιανουαρίου 2009 και της 10ης Δεκεμβρίου 2010 για τις εισαγωγές προϊόντων της CHEMK και της KF. Η έρευνα επιστροφής αφορούσε την περίοδο μεταξύ της 1ης Οκτωβρίου 2008 και της 30ής Σεπτεμβρίου 2010. Για τον υπολογισμό νέων περιθωρίων ντάμπινγκ, η Επιτροπή διέκρινε την περίοδο αυτή σε δύο επιμέρους περιόδους. Η πρώτη αφορούσε το διάστημα από την 1η Οκτωβρίου 2008 έως την 30ή Σεπτεμβρίου 2009 (στο εξής: πρώτη περίοδος της έρευνας επιστροφής), ενώ η δεύτερη αφορούσε το διάστημα από την 1η Οκτωβρίου 2009 έως την 30ή Σεπτεμβρίου 2010 (στο εξής: δεύτερη περίοδος της έρευνας επιστροφής).

17

Με τις αποφάσεις C(2012) 5577 τελικό, C(2012) 5585 τελικό, C(2012) 5588 τελικό, C(2012) 5595 τελικό, C(2012) 5596 τελικό, C(2012) 5598 τελικό και C(2012) 5611 τελικό της Επιτροπής, της 10ης Αυγούστου 2012, σχετικά με τις αιτήσεις της RFA περί επιστροφής δασμών αντιντάμπινγκ που καταβλήθηκαν για τις εισαγωγές σιδηροπυριτίου καταγωγής Ρωσίας, η Επιτροπή αφενός, έκανε δεκτές τις αιτήσεις επιστροφής που αφορούσαν την πρώτη περίοδο της έρευνας επιστροφής και, αφετέρου, απέρριψε τις αιτήσεις επιστροφής που αφορούσαν τη δεύτερη περίοδο της έρευνας επιστροφής. Η RFA προσέβαλε την απορριπτική αυτή απόφαση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το οποίο απέρριψε την προσφυγή με απόφαση της 17ης Μαρτίου 2015, RFA International κατά Επιτροπής (T‑466/12, EU:T:2015:151). Η αίτηση αναιρέσεως που άσκησε η RFA κατά της εν λόγω αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου απορρίφθηκε από το Δικαστήριο με διάταξη της 4ης Μαΐου 2017, RFA International κατά Επιτροπής (C‑239/15 Ρ, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:337).

18

Μεταξύ της 1ης Μαρτίου 2011 και της 26ης Ιουνίου 2013, η RFA υπέβαλε στην Επιτροπή μια δεύτερη σειρά αιτήσεων επιστροφής δασμών αντιντάμπινγκ τους οποίους είχε καταβάλει κατά την περίοδο μεταξύ της 1ης Οκτωβρίου 2010 και της 28ης Δεκεμβρίου 2012, για τις εισαγωγές των προϊόντων της CHEMK και της KF. Η έρευνα επιστροφής που κινήθηκε από την Επιτροπή κατόπιν αυτής της νέας αιτήσεως αφορούσε την περίοδο μεταξύ της 1ης Οκτωβρίου 2010 και της 31ης Δεκεμβρίου 2012, η οποία διαχωρίστηκε, για τον υπολογισμό νέων περιθωρίων ντάμπινγκ, σε δύο επιμέρους περιόδους, ήτοι την περίοδο μεταξύ της 1ης Οκτωβρίου 2010 και της 31ης Δεκεμβρίου 2011 (στο εξής: τρίτη περίοδος της έρευνας επιστροφής) και την περίοδο μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου 2012 και της 31ης Δεκεμβρίου 2012 (στο εξής: τέταρτη περίοδος της έρευνας επιστροφής).

19

Στις 18 Δεκεμβρίου 2014, η Επιτροπή εξέδωσε τις επίδικες αποφάσεις. Στο σκέλος των αποφάσεων που αφορούσε την κατασκευή της τιμής εξαγωγής, η Επιτροπή απέρριψε, μεταξύ άλλων, την αίτηση που είχε υποβάλει η RFA δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, να μην αφαιρεθούν οι δασμοί αντιντάμπινγκ από την κατασκευασμένη τιμή εξαγωγής. Οι λόγοι στους οποίους βασίστηκε η άρνηση αυτή συνοψίστηκαν από το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 25 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ως εξής:

«Η Επιτροπή [επισήμανε] ότι δεν μπορούσε να κάνει δεκτή την υποβληθείσα δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού αίτηση της προσφεύγουσας […] να μην αφαιρεθούν οι δασμοί αντιντάμπινγκ [από την] τιμή της πρώτης μεταπωλήσεως σε ανεξάρτητο αγοραστή εντός της Ένωσης κατά τον υπολογισμό της κατασκευασμένης τιμής εξαγωγής. H προσφεύγουσα στήριξε την αίτησή της στον ισχυρισμό ότι οι δασμοί αυτοί αντανακλώνταν δεόντως στην εν λόγω τιμή μεταπωλήσεως, όπως είχε αναγνωριστεί για την πρώτη και για τη δεύτερη περίοδο της έρευνας επιστροφής. Η προσφεύγουσα προέβαλε ότι οι τιμές της, οι οποίες ήταν καθορισμένες ως [τιμές “κόστους, ασφάλισης, ναύλων” (CIF)], είχαν αυξηθεί αντιστοίχως κατά 77 % και κατά 102 % μεταξύ της περιόδου έρευνας που οδήγησε στην έκδοση του κανονισμού [172/2008], η οποία εκτεινόταν από την 1η Οκτωβρίου 2005 έως την 30ή Σεπτεμβρίου 2006, και της τρίτης και τέταρτης περιόδου της έρευνας επιστροφής. Όσον αφορά τις τιμές “εκ του εργοστασίου”, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι αυξήθηκαν κατά 193 % μεταξύ της περιόδου έρευνας που οδήγησε στην έκδοση του κανονισμού [172/2008] και της τρίτης περιόδου της έρευνας επιστροφής. Εντούτοις, αντιθέτως προς ό,τι ίσχυε για την πρώτη και τη δεύτερη περίοδο της έρευνας επιστροφής, η Επιτροπή έκρινε ότι δεν διέθετε στοιχεία που να δικαιολογούν την αντανάκλαση των δασμών αντιντάμπινγκ στις τιμές μεταπωλήσεως σε ανεξάρτητους αγοραστές εντός της Ένωσης. Υπογράμμισε, αφενός, ότι οι τιμές που επικαλέστηκε η προσφεύγουσα, οι οποίες καθορίστηκαν ως τιμές “εκ του εργοστασίου” και [“CIF”], ήταν τιμές μη περιλαμβάνουσες τους δασμούς αντιντάμπινγκ και, αφετέρου, ότι οι τιμές “παραδόσεως με καταβολή δασμών” πρώτης μεταπωλήσεως σε ανεξάρτητο αγοραστή εντός της Ένωσης έπρεπε να καλύπτουν όλες τις δαπάνες εισροών, συμπεριλαμβανομένων των δασμών αντιντάμπινγκ. Όμως, κατά την Επιτροπή, τα αριθμητικά στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα δεν είναι πειστικά ως προς το ζήτημα αυτό για πλείστους όσους λόγους, ιδίως διότι αντανακλούν μέσους όρους, και επομένως δεν συνδέονται ακριβώς με τις συναλλαγές για τις οποίες ζητήθηκε η επιστροφή δασμών αντιντάμπινγκ. Όσον αφορά την τρίτη περίοδο της έρευνας επιστροφής, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι παρατήρησε ότι ένας από τους παραγωγούς πωλούσε με ζημία στην προσφεύγουσα στο πλαίσιο ορισμένων πωλήσεων. Επίσης, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι παρατήρησε ανακολουθίες όσον αφορά το κόστος σε συνάρτηση με τον προορισμό των προϊόντων. Όσον αφορά την τέταρτη περίοδο της έρευνας επιστροφής […], η Επιτροπή [επισήμανε, στα σημεία 84 έως 85 και 87 των επίδικων αποφάσεων] ότι στο 99 % των περιπτώσεων οι τιμές μεταπωλήσεως μετά την εισαγωγή στην Ένωση δεν αντανακλούσαν τους δασμούς αντιντάμπινγκ, διότι δεν κάλυπταν [το σύνολο] του κόστους, συμπεριλαμβανομένων των δασμών αντιντάμπινγκ. Συναφώς, η Επιτροπή προσέθεσε ότι, μεταξύ της περιόδου έρευνας που οδήγησε στην έκδοση του κανονισμού [172/2008] και της τρίτης περιόδου της έρευνας επιστροφής, το κόστος παραγωγής των προϊόντων που πώλησαν εντός της Ένωσης η CHEMK και η KF είχε αυξηθεί κατά 100 %, ενώ το ποσοστό αυτό ανερχόταν σε 109 % για την τέταρτη περίοδο της έρευνας επιστροφής.»

20

Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών και αφού προέβη στις αναγκαίες προσαρμογές προκειμένου να διασφαλιστεί δίκαιη σύγκριση, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, μεταξύ της τιμής εξαγωγής και της κανονικής αξίας, την οποία η Επιτροπή μείωσε προς τον σκοπό αυτόν στο επίπεδο της τιμής «εκ του εργοστασίου», το εν λόγω θεσμικό όργανο προσδιόρισε περιθώριο ντάμπινγκ 40,8 % για την τρίτη περίοδο της έρευνας επιστροφής και 42,8 % για την τέταρτη περίοδο της έρευνας επιστροφής. Δεδομένου ότι τα εν λόγω περιθώρια ντάμπινγκ υπερέβαιναν τον συντελεστή του δασμού αντιντάμπινγκ 22,7 % που είχε καθοριστεί με τον κανονισμό 172/2008, η Επιτροπή απέρριψε τις αιτήσεις επιστροφής που είχε υποβάλει η αναιρεσείουσα.

21

Στις 28 Νοεμβρίου 2012, μετά τη δημοσίευση ανακοινώσεως για την επικείμενη λήξη ισχύος των μέτρων αντιντάμπινγκ που προέβλεπε ο κανονισμός 172/2008, ο σύνδεσμος βιομηχανίας σιδηροκράματος ζήτησε την επανεξέταση των μέτρων αυτών. Εκτιμώντας ότι είχαν προσκομισθεί προς τον σκοπό αυτόν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, η Επιτροπή εξέδωσε, στις 28 Φεβρουαρίου 2013, την ανακοίνωση για την έναρξη επανεξετάσεως ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων αντιντάμπινγκ σχετικά με τις εισαγωγές σιδηροπυριτίου καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Ρωσικής Ομοσπονδίας (ΕΕ 2013, C 58, σ. 15). Η έρευνα σχετικά με τη συνέχιση ή την επανάληψη της πρακτικής ντάμπινγκ κάλυψε την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου έως την 31η Δεκεμβρίου 2012. Η εξέταση της πιθανότητας συνεχίσεως ή επανεμφανίσεως της ζημίας πραγματοποιήθηκε για την τετραετή περίοδο μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου 2009 και της 31ης Δεκεμβρίου 2012.

22

Στις 9 Απριλίου 2014, το Συμβούλιο εξέδωσε τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 360/2014 για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές σιδηροπυριτίου, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Ρωσίας, μετά την επανεξέταση ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1225/2009 του Συμβουλίου (ΕΕ 2014, L 107, σ. 13). Στον εν λόγω εκτελεστικό κανονισμό, η Επιτροπή διευκρίνισε, μεταξύ άλλων, ότι, κατά την περίοδο έρευνας που αντιστοιχούσε στο έτος 2012, στο 99 % των περιπτώσεων η τιμή μεταπωλήσεως σε ανεξάρτητο αγοραστή εντός της Ένωσης δεν αντανακλούσε το επίπεδο των δασμών αντιντάμπινγκ και ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, έπρεπε οι εν λόγω δασμοί να αφαιρεθούν από τη συγκεκριμένη τιμή για να προκύψει η κατασκευασμένη τιμή εξαγωγής. Η σύγκριση της κανονικής αξίας με την τοιουτοτρόπως κατασκευασμένη τιμή εξαγωγής, η οποία πραγματοποιήθηκε λαμβανομένων υπόψη διαφόρων προσαρμογών για τη διασφάλιση δίκαιης συγκρίσεως σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, οδήγησε την Επιτροπή στο συμπέρασμα ότι υπήρχε περιθώριο ντάμπινγκ, εκφραζόμενο ως ποσοστό επί της τιμής «ελεύθερο στα σύνορα της Ένωσης πριν από την καταβολή δασμού», ύψους 43 % για την περίοδο έρευνας σχετικά με τη συνέχιση ή την επανάληψη του ντάμπινγκ από την 1η Ιανουαρίου έως την 31η Δεκεμβρίου 2012. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή διατήρησε σε ισχύ τον δασμό αντιντάμπινγκ ύψους 22,7 % που ίσχυε για τις εξαγωγές προϊόντων της CHEMK και της KF από της ενάρξεως ισχύος του κανονισμού 172/2008. Η προσφυγή που άσκησαν οι δύο αυτές εταιρίες κατά του εν λόγω εκτελεστικού κανονισμού απορρίφθηκε από το Γενικό Δικαστήριο, με απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2018, CHEMK και KF κατά Επιτροπής (T‑487/14, EU:T:2018:792). Κατά της αποφάσεως αυτής δεν ασκήθηκε αίτηση αναιρέσεως.

Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

23

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 4 Μαρτίου 2015, η RFA άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση, εν όλω ή εν μέρει, των επίδικων αποφάσεων της Επιτροπής, προβάλλοντας τρεις λόγους ακυρώσεως. Η αίτηση αναιρέσεως αφορά μόνον την απάντηση του Γενικού Δικαστηρίου στον δεύτερο από τους λόγους αυτούς.

24

Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προέβαλε, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή, καθόσον άλλαξε τη μεθοδολογία που χρησιμοποίησε για την εκτίμηση του κατά πόσον οι δασμοί αντιντάμπινγκ αντανακλώνταν στις τιμές μεταπωλήσεως στην Ένωση, χωρίς η αλλαγή αυτή να δικαιολογείται από μεταβολή των συνθηκών, ήτοι καθόσον καθόρισε τις τιμές αυτές υπό το πρίσμα του κόστους παραγωγής σιδηροπυριτίου στη Ρωσία όπως αυτό αποδείχθηκε κατά τον χρόνο της τρίτης και της τέταρτης περιόδου της έρευνας επιστροφής, αντί να τις αναλύσει βάσει των τιμών μεταπωλήσεως στην Ένωση όπως αυτές καθορίσθηκαν κατά τις προγενέστερες έρευνες και, ιδίως, κατά την έρευνα ενδιάμεσης επανεξετάσεως που οδήγησε στην έκδοση του εκτελεστικού κανονισμού 60/2012, παρέβη το άρθρο 11, παράγραφοι 9 και 10, του βασικού κανονισμού. Κατά την RFA, η εφαρμογή της ίδιας μεθόδου με εκείνη που χρησιμοποιήθηκε κατά την ενδιάμεση αυτή επανεξέταση θα έπρεπε να είχε οδηγήσει την Επιτροπή, στο πλαίσιο του υπολογισμού της κατασκευασμένης τιμής εξαγωγής, στην απόφαση να μην αφαιρέσει τους δασμούς αντιντάμπινγκ που καταβλήθηκαν κατά την τρίτη και την τέταρτη περίοδο έρευνας επιστροφής από την τιμή της πρώτης μεταπωλήσεως σε ανεξάρτητο αγοραστή εντός της Ένωσης, δεδομένου ότι, πάντα κατά την RFA, οι εν λόγω δασμοί αντανακλώνται πλήρως στις τιμές αυτές.

25

Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή στο σύνολό της και καταδίκασε την RFA στα δικαστικά έξοδα. Στο πλαίσιο της εξετάσεως του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«69

[…] [Ό]σον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 11, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, είναι δικαιολογημένο, σε περίπτωση σημαντικής εξελίξεως στο κόστος παραγωγής των οικείων προϊόντων μεταξύ της ληφθείσας προηγουμένως υπόψη περιόδου έρευνας και της νέας περιόδου έρευνας, η Επιτροπή να μην λαμβάνει υπόψη, προκειμένου να διαπιστώσει εάν οι δασμοί αντιντάμπινγκ αντανακλώνται δεόντως στις τιμές μεταπωλήσεως των εν λόγω προϊόντων στην Ένωση κατά τη διάρκεια της τελευταίας αυτής περιόδου, τις τιμές μεταπωλήσεως που είχαν διαπιστωθεί κατά τη διάρκεια της πρώτης εκ των περιόδων αυτών, αλλά το κόστος που διαπιστώθηκε κατά τη νέα περίοδο έρευνας. Οι εκτιμήσεις αυτές ισχύουν ακόμη και αν θεωρηθεί ότι υπήρξε, ως εν προκειμένω, αλλαγή μεθόδου σε σχέση με την προηγούμενη έρευνα, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή με τις επίδικες αποφάσεις […]

70

Σκοπός της πρακτικής αυτής είναι να διασφαλισθεί η ορθότητα της αναλύσεως κατά τη σύγκριση περίπλοκων, από οικονομικής απόψεως, καταστάσεων, ούτως ώστε όχι μόνο να δικαιολογηθεί η βασιμότητα των μέτρων που ελήφθησαν δυνάμει της νομοθεσίας αντιντάμπινγκ, αλλά και να εξασφαλιστεί η τήρηση της γενικής αρχής του δικαίου της Ένωσης περί ίσης μεταχειρίσεως των οικονομικών φορέων που μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο των μέτρων αυτών. Ωστόσο, αν και η διασφάλιση της ορθότητας, κατά την οικονομική ανάλυση, της συγκρίσεως της καταστάσεως μεταξύ δύο περιόδων δικαιολογεί, κατά κανόνα, την εφαρμογή της ίδιας μεθόδου, αυτό δεν ισχύει όταν οι σχετικές παράμετροι έχουν μεταβληθεί επαρκώς ώστε να καταστήσουν την εφαρμογή της προγενέστερα χρησιμοποιηθείσας μεθόδου μη ικανή να οδηγήσει σε αξιόπιστο αποτέλεσμα, εν προκειμένω ώστε να εκτιμηθεί εάν οι δασμοί αντιντάμπινγκ έχουν ή όχι ενσωματωθεί δεόντως στις τιμές μεταπωλήσεως και στις μεταγενέστερες τιμές πωλήσεως στην Ένωση (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2014, Valimar, C‑374/12, EU:C:2014:2231, σκέψεις 50 και 59). Όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, εάν το κόστος παραγωγής έχει αυξηθεί σημαντικά μεταξύ των δύο υπό σύγκριση περιόδων, μια αύξηση των τιμών μεταπωλήσεως στην Ένωση, καίτοι σημαντική, δεν διασφαλίζει κατ’ ανάγκην ότι οι δασμοί αντιντάμπινγκ έχουν δεόντως, δηλαδή πλήρως, ενσωματωθεί στις εν λόγω τιμές. Το κόστος παραγωγής μπορεί να έχει αυξηθεί περισσότερο από τις τιμές. Στην περίπτωση αυτή, ακόμη και αν οι νέες τιμές είναι υψηλότερες των παλαιών τιμών, προσαυξημένων με τους δασμούς αντιντάμπινγκ, οι ενδιαφερόμενοι δεν μετακυλίουν δεόντως τους δασμούς αντιντάμπινγκ λαμβανομένης υπόψη της εξελίξεως του κόστους παραγωγής τους.

71

Τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής δεν θέτουν υπό αμφισβήτηση την ανάλυση αυτή. Καταρχάς, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, η προσφεύγουσα, το άρθρο 11, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού ουδόλως συνεπάγεται, στο μέτρο που αφορά το ζήτημα εάν “ο δασμός αντανακλάται δεόντως στις τιμές μεταπωλήσεως”, ότι, προκειμένου να δοθεί θετική απάντηση, μόνον το ισοδύναμο του δασμού αντιντάμπινγκ πρέπει να ενσωματώνεται στη νέα τιμή μεταπωλήσεως, πλέον της τιμής μεταπωλήσεως που ίσχυε προγενέστερα. Πράγματι, ένας συμπληρωματικός δασμός σε σχέση με τα έξοδα που πραγματοποιούνται κανονικά “αντανακλάται δεόντως” μόνον εάν προστίθεται στα άλλα αυτά έξοδα. Συναφώς, εάν τα άλλα αυτά έξοδα αυξάνονται, αλλά η τιμή μεταπωλήσεως αυξάνεται σε μικρότερη κλίμακα, στην πραγματικότητα ο δασμός προστίθεται μόνον εν μέρει ή δεν προστίθεται καθόλου στα άλλα αυτά έξοδα, ακόμη και αν το ισοδύναμο του δασμού έχει προστεθεί στην τιμή μεταπωλήσεως που ίσχυε προηγουμένως. Το απόσπασμα από την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την επιστροφή των δασμών αντιντάμπινγκ […] ουδόλως αντιφάσκει με την ανάλυση αυτή. Το ίδιο ισχύει και για την απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2015, Einhell Germany κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑73/12, EU:T:2015:865), την οποία επικαλέστηκε η προσφεύγουσα. Συγκεκριμένα, από τη σκέψη 155 της εν λόγω αποφάσεως συνάγεται, λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, ότι, για να διαπιστωθεί εάν οι δασμοί αυτοί αντανακλώνται ή όχι στις νέες τιμές μεταπωλήσεως στην Ένωση, ενδέχεται να είναι κατάλληλη και κάποια άλλη μέθοδος, πέραν της συγκρίσεως των τιμών μεταπωλήσεως που ισχύουν στην Ένωση πριν και μετά την επιβολή των δασμών αντιντάμπινγκ.

72

Ως προς τα συγκεκριμένα στοιχεία της υπό κρίση υποθέσεως, σε σχέση με την αφορώσα το έτος 2012 τέταρτη περίοδο της έρευνας επιστροφής, πρέπει να σημειωθεί ότι, στις επίδικες αποφάσεις, παραδείγματος χάριν στην αιτιολογική σκέψη 85 της αποφάσεως C(2014) 9805 τελικό, η Επιτροπή διαπίστωσε σημαντική αύξηση του κόστους παραγωγής σε σχέση με την περίοδο της αρχικής έρευνας, της τάξεως του 109 %, χωρίς η προσφεύγουσα να αντικρούσει επί της ουσίας τη διαπίστωση αυτή, ιδίως στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής. Υπό τις συνθήκες αυτές, προκειμένου να διαπιστώσει εάν οι δασμοί αντιντάμπινγκ είχαν ενσωματωθεί δεόντως στις τιμές μεταπωλήσεως που εφάρμοζε η προσφεύγουσα στην Ένωση για λογαριασμό των CHEMK και KF κατά τη διάρκεια της τέταρτης περιόδου της έρευνας επιστροφής, η Επιτροπή ορθώς δεν έλαβε υπόψη τις τιμές μεταπωλήσεως που είχαν διαπιστωθεί κατά την αρχική έρευνα, αλλά το κόστος παραγωγής που διαπιστώθηκε το 2012.

73

Ωστόσο, εφόσον, όπως επισήμανε η Επιτροπή στις επίδικες αποφάσεις, παραδείγματος χάριν στην αιτιολογική σκέψη 84 της αποφάσεως C(2014) 9805 τελικό, οι τιμές μεταπωλήσεως καλύπτουν το κόστος των προϊόντων μόνο στο 1 % των περιπτώσεων, συμπεριλαμβανομένου του δασμού αντιντάμπινγκ, ουδόλως αποδεικνύεται ότι οι δασμοί αυτοί έχουν πράγματι ενσωματωθεί δεόντως.

74

Ομοίως, ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας περί αυξήσεως των τιμών μεταπωλήσεως πλέον του 100 % μεταξύ της περιόδου της αρχικής έρευνας και της τέταρτης περιόδου της έρευνας επιστροφής, δεν επαρκεί στο πλαίσιο αυτό για να αποδειχθεί ότι οι δασμοί αντιντάμπινγκ είχαν ενσωματωθεί πλήρως κατά τη διάρκεια της δεύτερης εκ των περιόδων αυτών. Συγκεκριμένα, αρκεί, όπως παρατίθεται κατ’ ουσίαν στη σκέψη 70 ανωτέρω, το κόστος παραγωγής να έχει αυξηθεί περισσότερο από τις ισχύουσες τιμές ώστε οι τελευταίες να μην ενσωματώνουν δεόντως τους δασμούς αντιντάμπινγκ, λαμβανομένης υπόψη της εξελίξεως του κόστους παραγωγής. Τούτο, όμως, αποδεικνύεται a priori από την περίσταση την οποία επισήμανε η Επιτροπή ότι, στο 99 % των περιπτώσεων, το κόστος των προϊόντων, συμπεριλαμβανομένου του δασμού αντιντάμπινγκ, δεν καλυπτόταν από τις τιμές μεταπωλήσεως στην Ένωση το 2012.

75

Ορθώς, συνεπώς, η Επιτροπή αφαίρεσε, για τους σκοπούς του καθορισμού της κατασκευασμένης τιμής εξαγωγής σε σχέση με την τέταρτη περίοδο της έρευνας επιστροφής, τον δασμό αντιντάμπινγκ από την τιμή μεταπωλήσεως στον πρώτο ανεξάρτητο αγοραστή στην Ένωση, δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε ότι ο δασμός αντιντάμπινγκ είχε ενσωματωθεί δεόντως στην πρώτη εκ των τιμών αυτών.

[…]

77

Ωστόσο, ορθώς η Επιτροπή υποστηρίζει, όπως εκθέτει στις επίδικες αποφάσεις, παραδείγματος χάριν στην αιτιολογική σκέψη 78 της αποφάσεως C(2014) 9805 τελικό, ότι η ανάλυση των τιμών μεταπωλήσεως στην Ένωση προκειμένου να διαπιστωθεί σε ποιον βαθμό οι δασμοί αντιντάμπινγκ αντανακλώνται στις τιμές αυτές πρέπει να διενεργείται κατά το στάδιο εμπορίας που έπεται της καταβολής των εν λόγω δασμών, ήτοι, εξ ορισμού, σε ένα στάδιο εμπορίας κατά το οποίο η τιμή λαμβάνει υπόψη πρόσθετα έξοδα σε σχέση με αυτά που είχαν διαπιστωθεί σε επίπεδο τιμής «εκ του εργοστασίου» ή τιμής CIF [τιμή CIF (Cost, Insurance and Freight. Κόστος, ασφάλιστρα, ναύλος)]. Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι, όταν ο βασικός κανονισμός προβλέπει τη δυνατότητα προσαρμογής ορισμένων τιμών σε ένα στάδιο εμπορίας διαφορετικό από αυτό στο οποίο ισχύουν, το πράττει για να διασφαλίσει μια δίκαιη σύγκριση μεταξύ τιμών που δεν αντανακλούν κατ’ ανάγκην τις ίδιες παροχές. Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 2, παράγραφος 10, στοιχείο δʹ, του βασικού κανονισμού […] προβλέπει ότι η δίκαιη σύγκριση μεταξύ της τιμής εξαγωγής και της κανονικής αξίας ενδέχεται να χρήζει προσαρμογών που θα λαμβάνουν υπόψη τα διάφορα στάδια εμπορίας στα οποία ίσχυσαν οι εν λόγω τιμές. Τούτο, όμως, δεν ισχύει όσον αφορά την εκτίμηση των τιμών μεταπωλήσεως στην Ένωση αποκλειστικώς στο πλαίσιο του άρθρου 11, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, το οποίο δεν προβλέπει τέτοιες προσαρμογές. Αφετέρου, στον βαθμό κατά τον οποίον είναι δικαιολογημένο, για τους σκοπούς της εφαρμογής της διατάξεως αυτής, η Επιτροπή να εξετάζει, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις όπως η υπό κρίση, τις τιμές μεταπωλήσεως λαμβάνοντας υπόψη το συνολικό κόστος που είχε προκύψει πριν από την εν λόγω μεταπώληση […], μια ανάλυση των τιμών που έχουν καθορισθεί σε επίπεδο τιμής «εκ του εργοστασίου» ή τιμής CIF, ακόμη και αν οι δασμοί αντιντάμπινγκ προστίθενται τεχνητώς στις τιμές αυτές, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα ότι συνέβη, ήτοι χωρίς να ληφθεί υπόψη συγκεκριμένος αριθμός εξόδων που είχαν πραγματοποιηθεί πριν από την εν λόγω μεταπώληση, δεν θα ήταν συνεπής. Επιπλέον, στις περιπτώσεις αυτές, δεν είναι αναγκαίο να πραγματοποιείται σύγκριση των τιμών μεταπωλήσεως στην Ένωση μεταξύ δύο διαδοχικών περιόδων, σύγκριση που, ως εν προκειμένω, μπορεί να επηρεαστεί από την έλλειψη χρονικής εγγύτητας μεταξύ των σταδίων εμπορίας κατά τα οποία οι εισαγωγείς των οικείων προϊόντων τα τιμολόγησαν στους πρώτους ανεξάρτητους αγοραστές στην Ένωση. Αντιθέτως, είναι αναγκαίο να εξετάζεται εάν τα στοιχεία που έχει προσκομίσει ο οικείος εισαγωγέας αποδεικνύουν ότι οι δασμοί αντιντάμπινγκ αντανακλώνται δεόντως στο τίμημα που καταβλήθηκε πράγματι από τους αγοραστές αυτούς κατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου. Συναφώς, στις επίδικες αποφάσεις σημειώνεται, χωρίς να αμφισβητηθεί από την προσφεύγουσα, ότι, κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου, η τελευταία πωλούσε, ως επί το πλείστον, τα προϊόντα βάσει της τιμής “παραδόσεως με καταβολή δασμών”, ήτοι, συμπεριλαμβανομένων όλων των εξόδων που πραγματοποιούνται πριν από την παράδοση, κάτι που θα μπορούσε να διευκολύνει την προαναφερθείσα σύγκριση.

78

Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα δεν μπορούσε να στηριχθεί στην εξέλιξη των τιμών που ίσχυαν σε επίπεδο τιμής «εκ του εργοστασίου» ή τιμής CIF, έστω και προσαυξημένης με τους δασμούς αντιντάμπινγκ, προκειμένου να αποδείξει ότι, κατά τη διάρκεια της τρίτης περιόδου της έρευνας επιστροφής, ενσωμάτωνε τους δασμούς αντιντάμπινγκ στις τιμές της μεταπωλήσεως στην Ένωση. Η προσφεύγουσα όφειλε να έχει προσκομίσει στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οι τιμές “παραδόσεως με καταβολή δασμών” τις οποίες είχε εφαρμόσει κατά την εν λόγω περίοδο κάλυπταν το συνολικό κόστος στο οποίο είχε υποβληθεί κατά το στάδιο αυτό όσον αφορά τα επίμαχα προϊόντα, συμπεριλαμβανομένων των δασμών αντιντάμπινγκ, πράγμα που δεν έπραξε. Επομένως, ορθώς η Επιτροπή αφαίρεσε τον δασμό αντιντάμπινγκ από την τιμή μεταπωλήσεως στον πρώτο ανεξάρτητο αγοραστή στην Ένωση προκειμένου να καθορίσει την κατασκευασμένη τιμή εξαγωγής σε σχέση με την τρίτη περίοδο της έρευνας επιστροφής, καθόσον δεν είχε αποδειχθεί ότι ο δασμός αντιντάμπινγκ είχε ενσωματωθεί δεόντως στην πρώτη εκ των τιμών αυτών. Δεν είναι, συνεπώς, αναγκαίο να εξεταστούν τα επιχειρήματα των διαδίκων ως προς την αξιοπιστία ή τον τρόπο υπολογισμού των εν λόγω τιμών «εκ του εργοστασίου» ή τιμών CIF. Όσον αφορά τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας, τον οποίον προέβαλε με το υπόμνημά της απαντήσεως, ότι ακόμη και η σύγκριση των τιμών μεταπωλήσεως κατά το στάδιο “παραδόσεως με καταβολή δασμών” θα είχε ως αποτέλεσμα να ανακύψει υποχρέωση μερικής επιστροφής δασμών, πρέπει να επισημανθεί ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν είναι επαρκώς τεκμηριωμένος ώστε να μπορεί να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας των επίδικων αποφάσεων (πρβλ. απόφαση της 17ης Μαρτίου 2015, RFA International κατά Επιτροπής, T‑466/12, EU:T:2015:151, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

79

Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως της προσφεύγουσας, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 11, παράγραφοι 9 και 10, του βασικού κανονισμού κατά την κατασκευή της τιμής εξαγωγής, είναι επίσης αβάσιμος.»

Αιτήματα των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου

26

Η RFA ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση·

επικουρικώς, να αναπέμψει την απόφαση στο Γενικό Δικαστήριο για να αποφανθεί εκ νέου·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα της αναιρετικής διαδικασίας και της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

27

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως ως αβάσιμη και

να καταδικάσει την RFA στα δικαστικά έξοδα.

Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

28

Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, η RFA προβάλλει δύο λόγους. Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος βάλλει κατά των σκέψεων 69 έως 71 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι η απόφασή του βαρύνεται με έλλειψη αιτιολογίας, ότι προέβη σε ανακριβείς διαπιστώσεις περί τα πραγματικά περιστατικά και ότι ερμήνευσε εσφαλμένα το άρθρο 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού. Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος βάλλει κατά των σκέψεων 72 έως 75, 77 και 78 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε νομικό σφάλμα κατά την ερμηνεία του άρθρου 11, παράγραφος 10, του κανονισμού αυτού.

Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

29

Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως διακρίνεται σε δύο σκέλη. Με το πρώτο σκέλος του λόγου αυτού, η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση βαρύνεται με έλλειψη αιτιολογίας, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο δεν απάντησε στο επιχείρημά της περί μη μεταβολής των συνθηκών. Με το δεύτερο σκέλος του λόγου αυτού, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι προέβη σε ανακριβείς διαπιστώσεις περί τα πραγματικά περιστατικά και ότι υπέπεσε σε νομικό σφάλμα κατά την ερμηνεία του άρθρου 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού.

Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως, με το οποίο προβάλλεται παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

– Επιχειρήματα των διαδίκων

30

Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η RFA προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι παρέβη την υποχρέωσή του αιτιολογήσεως, καθόσον, αφενός, συμπτύσσοντας στις σκέψεις 69 έως 71 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως τους λόγους που είχε προβάλει η αναιρεσείουσα σχετικά με την παράβαση του άρθρου 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού εκ μέρους της Επιτροπής, παρέλειψε να εξετάσει το επιχείρημα περί μη μεταβολής των συνθηκών, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής.

31

Αφετέρου, η αναιρεσείουσα εκτιμά ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέθεσε επαρκώς κατά νόμον, λαμβανομένων υπόψη των απαιτήσεων του άρθρου 36 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τους λόγους για τους οποίους κατέληξε στο συμπέρασμά του σχετικά με το άρθρο 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού.

32

Κατά την Επιτροπή, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως είναι αβάσιμο.

– Εκτίμηση του Δικαστηρίου

33

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η υποχρέωση αιτιολογήσεως των αποφάσεων, την οποία υπέχει το Γενικό Δικαστήριο βάσει του άρθρου 36 και του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν του επιβάλλει να παραθέτει αιτιολογία η οποία να ακολουθεί σε όλη τους την έκταση και έναν προς έναν όλους τους συλλογισμούς που διατύπωσαν οι διάδικοι. Συνεπώς, η αιτιολογία δύναται να συνάγεται εμμέσως, υπό την προϋπόθεση ότι παρέχει στους ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να αντιληφθούν το σκεπτικό της αποφάσεως και ότι το Δικαστήριο διαθέτει επαρκή στοιχεία για να ασκήσει τον δικαστικό έλεγχο (πρβλ. αποφάσεις της 14ης Ιουνίου 2016, Επιτροπή κατά McBride κ.λπ.,C‑361/14 P, EU:C:2016:434, σκέψη 61, και της 25ης Οκτωβρίου 2017, PPG και SNF κατά ECHA, C‑650/15 P, EU:C:2017:802, σκέψη 44).

34

Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι, στις σκέψεις 69 έως 71 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο, παραπέμποντας στη σημαντική αύξηση του κόστους παραγωγής σιδηροπυριτίου στη Ρωσία, η οποία σημειώθηκε μεταξύ των δύο υπό εξέταση περιόδων έρευνας, εξέτασε προσηκόντως το επιχείρημα περί μεταβολής των συνθηκών.

35

Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο υπογράμμισε, ιδίως στις σκέψεις 69 και 70 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τους λόγους στους οποίους βασίζεται το συμπέρασμά του σχετικά με το άρθρο 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού. Συγκεκριμένα, αφενός, παραπέμποντας στο άρθρο 11, παράγραφος 10, του εν λόγω κανονισμού, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στην πρώτη περίοδο της σκέψεως 69 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι είναι δικαιολογημένο, σε περίπτωση σημαντικής εξελίξεως στο κόστος παραγωγής των οικείων προϊόντων μεταξύ της ληφθείσας προηγουμένως υπόψη περιόδου έρευνας και της νέας περιόδου έρευνας, η Επιτροπή να μην λαμβάνει υπόψη, προκειμένου να διαπιστώσει εάν οι δασμοί αντιντάμπινγκ αντανακλώνται στις τιμές μεταπωλήσεως των εν λόγω προϊόντων στην Ένωση κατά τη διάρκεια της τελευταίας αυτής περιόδου, τις τιμές μεταπωλήσεως που είχαν διαπιστωθεί κατά τη διάρκεια της πρώτης εκ των περιόδων αυτών, αλλά το κόστος που διαπιστώθηκε κατά τη νέα περίοδο έρευνας. Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο, απαντώντας εμμέσως στην επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας περί παραβάσεως του άρθρου 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού, έκρινε στη δεύτερη περίοδο της σκέψεως 69 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι «[ο]ι εκτιμήσεις αυτές ισχύουν ακόμη και αν θεωρηθεί ότι υπήρξε, ως εν προκειμένω, αλλαγή μεθόδου σε σχέση με την προηγούμενη έρευνα, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή με τις επίδικες αποφάσεις». Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο εκθέτει, στη σκέψη 70 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τους λόγους για τους οποίους η αλλαγή μεθόδου ήταν, εν πάση περιπτώσει, δικαιολογημένη.

36

Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, καίτοι αληθεύει ότι τα επιχειρήματα της αναιρεσείουσας εξετάστηκαν συνοπτικώς στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, εντούτοις η συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου είναι σαφής και παρέχει τόσο στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχό του, όσο και στην αναιρεσείουσα να αντιληφθεί τους λόγους για τους οποίους το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε σιωπηρώς το επιχείρημά της ότι δεν επήλθε μεταξύ των δύο υπό εξέταση περιόδων καμία μεταβολή των συνθηκών ικανή να δικαιολογήσει αλλαγή μεθόδου, βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο τήρησε την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει.

37

Το συμπέρασμα αυτό δεν μπορεί να ανατραπεί λόγω του ότι η RFA διαφωνεί με την ανάλυση στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο στις προπαρατεθείσες σκέψεις 69 έως 71 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Πράγματι, το γεγονός αυτό δεν δύναται να αποδείξει έλλειψη αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεδομένου ότι μια τέτοια διαφωνία αφορά το βάσιμο της οικείας αναλύσεως (πρβλ. διάταξη της 14ης Απριλίου 2016, KS Sports κατά EUIPO, C‑480/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:266, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

38

Κατά πάγια, όμως, νομολογία, οι αιτιάσεις και τα επιχειρήματα τα οποία αποσκοπούν στην αμφισβήτηση του βασίμου πράξεως είναι αλυσιτελή στο πλαίσιο προβολής λόγου περί ελλείψεως ή ανεπάρκειας της αιτιολογίας (πρβλ. απόφαση της 18ης Ιουνίου 2015, Ipatau κατά Συμβουλίου, C‑535/14 P, EU:C:2015:407, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

39

Κατόπιν των προεκτεθέντων, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

Επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως, με το οποίο προβάλλονται, αφενός, νομικό σφάλμα του Γενικού Δικαστηρίου κατά την ερμηνεία του άρθρου 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού και, αφετέρου, ανακριβείς διαπιστώσεις περί τα πραγματικά περιστατικά

– Επιχειρήματα των διαδίκων

40

Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η RFA προβάλλει ότι, στις σκέψεις 69 έως 71 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα κατά την ερμηνεία του άρθρου 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού και, επιπλέον, προέβη σε ανακριβείς διαπιστώσεις περί τα πραγματικά περιστατικά.

41

Πρώτον, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι εσφαλμένως έκρινε ότι η Επιτροπή μπορούσε νομίμως να εκτιμήσει κατά πόσον οι δασμοί αντιντάμπινγκ αντανακλώνταν στις τιμές μεταπωλήσεως εντός της Ένωσης όχι υπό το πρίσμα της τιμής μεταπωλήσεως που προσδιορίστηκε κατά τις προηγούμενες έρευνες, ήτοι, ειδικότερα, την έρευνα η οποία οδήγησε στην έκδοση του κανονισμού 172/2008 και τις προγενέστερες έρευνες επιστροφής όσον αφορά τα ίδια μέτρα, αλλά υπό το πρίσμα του κόστους παραγωγής σιδηροπυριτίου στη Ρωσία. Κατά την αναιρεσείουσα, η Επιτροπή, ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο,, δεν εφάρμοσε την ίδια μέθοδο με εκείνη που είχε χρησιμοποιήσει προηγουμένως, χωρίς αυτό να δικαιολογείται από μεταβολή των συνθηκών, κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού.

42

Συναφώς, η RFA διευκρινίζει ότι δεν έλαβε χώρα καμία μεταβολή συνθηκών ικανή να δικαιολογήσει την εγκατάλειψη της μεθόδου που είχε χρησιμοποιηθεί προηγουμένως. Συγκεκριμένα, η μεταβολή την ύπαρξη της οποίας έκανε δεκτή το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 69 έως 71 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και η οποία σχετίζεται με την αύξηση κατά ποσοστό άνω του 100 % του κόστους παραγωγής σιδηροπυριτίου στη Ρωσία υφίστατο και ήταν ήδη γνωστή στην Επιτροπή κατά τις προηγούμενες έρευνες που πραγματοποιήθηκαν κατά τα έτη 2008 έως 2010.

43

Σε αυτό το πλαίσιο, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει, αφενός, ότι το Γενικό Δικαστήριο, βασιζόμενο στην παραδοχή της Επιτροπής ότι η αύξηση του κόστους παραγωγής του επίμαχου προϊόντος επήλθε μόλις κατά την τρίτη και την τέταρτη περίοδο της έρευνας επιστροφής, προέβη, στις επίμαχες σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σε ανακριβείς διαπιστώσεις περί τα πραγματικά περιστατικά. Κατά την αναιρεσείουσα, όμως, οι εσφαλμένες αυτές διαπιστώσεις περί τα πραγματικά περιστατικά οδήγησαν σε εσφαλμένες νομικές εκτιμήσεις, οι οποίες έρχονται σε αντίθεση με πάγια νομολογία κατά την οποία, αν οι προβαλλόμενες περιστάσεις υφίσταντο ήδη κατά τη διάρκεια προηγούμενων ερευνών, δεν υφίσταται μεταβολή των συνθηκών, κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού (απόφαση της 3ης Μαΐου 2018, Distillerie Bonollo κ.λπ. κατά Συμβουλίου, T‑431/12, EU:T:2018:251).

44

Αφετέρου, στο υπόμνημά της απαντήσεως, η αναιρεσείουσα επισημαίνει ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά, καθόσον έκρινε ότι η αύξηση του κόστους παραγωγής, την οποία επικαλείται η Επιτροπή, επήλθε μόλις κατά τη διάρκεια της τρίτης και της τέταρτης περιόδου της έρευνας επιστροφής που προηγήθηκαν της εκδόσεως των επίδικων αποφάσεων, παρά το γεγονός ότι η αύξηση αυτή υφίστατο ήδη όταν πραγματοποιήθηκαν οι έρευνες κατά τα έτη 2008 έως 2010.

45

Δεύτερον, η αναιρεσείουσα προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν διαπίστωσε ότι η Επιτροπή παρέβη τις απαιτήσεις του βάρους αποδείξεως που υπέχει βάσει της νομολογίας σχετικά με το άρθρο 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού (απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2013, Dashiqiao Sanqiang Refractory Materials κατά Συμβουλίου, C‑15/12 P, EU:C:2013:572, σκέψεις 17 και 18), δεδομένου ότι προέβη σε αλλαγή μεθόδου, χωρίς ωστόσο να αποδείξει ότι οι συνθήκες είχαν μεταβληθεί.

46

Τρίτον, η αναιρεσείουσα φρονεί, κατ’ ουσίαν, ότι από το σκεπτικό του Γενικού Δικαστηρίου στη σκέψη 70 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η αλλαγή μεθόδου που επήλθε με τον τρόπο αυτό δικαιολογούνταν από το γεγονός ότι η νέα μέθοδος, την οποία εφάρμοσε η Επιτροπή στο πλαίσιο της τρίτης και της τέταρτης περιόδου έρευνας επιστροφής, ήταν «καταλληλότερη». Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο αγνόησε τη νομολογία κατά την οποία, για να θεωρηθεί δικαιολογημένη η αλλαγή μεθόδου δεν αρκεί μια νέα μέθοδος να είναι καταλληλότερη από την προηγούμενη, όταν η τελευταία συνάδει προς το άρθρο 2 του βασικού κανονισμού (απόφαση της 8ης Ιουλίου 2008, Huvis κατά Συμβουλίου, T‑221/05, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2008:258, σκέψη 50).

47

Επιπλέον, η αναιρεσείουσα βάλλει κατά της διαπιστώσεως στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο επίσης στη σκέψη 70 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία η αλλαγή μεθόδου διασφαλίζει τόσο την ορθότητα της αναλύσεως κατά τη σύγκριση πολύπλοκων, από οικονομικής απόψεως, καταστάσεων, όσο και την ίση μεταχείριση των οικονομικών φορέων που μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο των μέτρων αυτών.

48

Τέταρτον, η RFA αντικρούει το επιχείρημα της Επιτροπής ότι το άρθρο 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω, δεδομένου ότι το ζήτημα της ενδεχόμενης αφαιρέσεως των καταβληθέντων δασμών αντιντάμπινγκ από την τιμή εξαγωγής δεν μπορούσε να τεθεί στο πλαίσιο της αρχικής έρευνας που οδήγησε στην έκδοση του κανονισμού 172/2008.

49

Κατά την αναιρεσείουσα, το εν λόγω επιχείρημα της Επιτροπής είναι εσφαλμένο τόσο από πραγματικής όσο και από νομικής απόψεως.

50

Όπως προβάλλει η αναιρεσείουσα, η εκτίμηση αυτή ενισχύεται, από απόψεως πραγματικών περιστατικών, από το ίδιο το αντικείμενο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, καθόσον αυτή δεν αφορά την κατασκευή της τιμής εξαγωγής, όπως αυτή ερμηνεύεται από την Επιτροπή, αλλά την αλλαγή μεθόδου που επήλθε, όσον αφορά τον υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ, μεταξύ της αρχικής έρευνας που οδήγησε στην έκδοση του κανονισμού 172/2008 και της τρίτης και τέταρτης περιόδου της έρευνας επιστροφής.

51

Από νομικής απόψεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει, αφενός, ότι, αν γινόταν δεκτή η άποψη της Επιτροπής, τούτο θα είχε ως συνέπεια να καταστεί άνευ αντικειμένου το άρθρο 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού, καθόσον δεν θα υπήρχε ποτέ αρχική έρευνα με κατασκευασμένη τιμή εξαγωγής κατά τον υπολογισμό της οποίας θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη οι καταβληθέντες δασμοί αντιντάμπινγκ. Αφετέρου, η απόπειρα αντικαταστάσεως, με πλάγιο τρόπο, σημείων του σκεπτικού της Επιτροπής είναι επίσης νομικώς εσφαλμένη, δεδομένου ότι ούτε η Επιτροπή, είτε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας που προηγήθηκε της εκδόσεως των επίδικων αποφάσεων είτε κατά τη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ούτε το Γενικό Δικαστήριο άφησαν με οποιονδήποτε τρόπο να εννοηθεί ότι η διάταξη αυτή δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω.

52

Κατά την Επιτροπή, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτο και εν μέρει αλυσιτελές ή, εν πάση περιπτώσει, ως αβάσιμο.

– Εκτίμηση του Δικαστηρίου

53

Σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού, για όλες τις επανεξετάσεις και τις έρευνες που διεξάγονται για το θέμα της επιστροφής, η Επιτροπή εφαρμόζει, υπό τον όρο ότι δεν έχει επέλθει μεταβολή των συνθηκών, την ίδια μέθοδο που έχει εφαρμοσθεί και για την έρευνα που οδήγησε στην επιβολή του δασμού, λαμβανομένου υπόψη ιδίως του άρθρου 2 του εν λόγω κανονισμού.

54

Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η εξαίρεση δυνάμει της οποίας τα θεσμικά όργανα μπορούν να εφαρμόζουν, στο πλαίσιο επανεξετάσεως ή έρευνας επιστροφής, μέθοδο διαφορετική από εκείνη που εφαρμόστηκε κατά την αρχική έρευνα, πρέπει κατ’ ανάγκην να ερμηνεύεται στενά, δεδομένου ότι κάθε απόκλιση ή εξαίρεση από γενικό κανόνα χρήζει στενής ερμηνείας (απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2013, Dashiqiao Sanqiang Refractory Materials κατά Συμβουλίου, C‑15/12 P, EU:C:2013:572, σκέψη 17 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

55

Συναφώς, υπογραμμίζεται ότι το βάρος αποδείξεως φέρουν τα θεσμικά όργανα, τα οποία οφείλουν να αποδείξουν ότι οι συνθήκες έχουν μεταβληθεί προκειμένου να εφαρμόσουν, στο πλαίσιο επανεξετάσεως ή έρευνας επιστροφής, μέθοδο διαφορετική από εκείνη που εφάρμοσαν κατά την αρχική έρευνα (απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2013, Dashiqiao Sanqiang Refractory Materials κατά Συμβουλίου, C‑15/12 P, EU:C:2013:572, σκέψη 18).

56

Εντούτοις, η απαίτηση περί στενής ερμηνείας δεν παρέχει στα θεσμικά όργανα τη δυνατότητα να ερμηνεύουν και να εφαρμόζουν την οικεία διάταξη κατά τρόπο ασύμβατο προς το γράμμα και τον σκοπό της (απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2013, Dashiqiao Sanqiang Refractory Materials κατά Συμβουλίου, C‑15/12 P, EU:C:2013:572, σκέψη 19 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

57

Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι η διαφορετική προσέγγιση της Επιτροπής, όπως αυτή επικυρώθηκε από το Γενικό Δικαστήριο στην πρώτη περίοδο της σκέψεως 69 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία «είναι δικαιολογημένο, σε περίπτωση σημαντικής εξελίξεως στο κόστος παραγωγής των οικείων προϊόντων μεταξύ της ληφθείσας προηγουμένως υπόψη περιόδου έρευνας και της νέας περιόδου έρευνας, η Επιτροπή να μη λαμβάνει υπόψη, προκειμένου να διαπιστώσει εάν οι δασμοί αντιντάμπινγκ αντανακλώνται δεόντως στις τιμές μεταπωλήσεως των εν λόγω προϊόντων στην Ένωση κατά τη διάρκεια της τελευταίας αυτής περιόδου, τις τιμές μεταπωλήσεως που είχαν διαπιστωθεί κατά τη διάρκεια της πρώτης εκ των περιόδων αυτών, αλλά το κόστος που διαπιστώθηκε κατά τη νέα περίοδο έρευνας» απορρέει όχι από «αλλαγή μεθόδου», κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού, αλλά από μια απλή επικαιροποίηση της παραμέτρου σχετικά με το κόστος παραγωγής του επίμαχου προϊόντος.

58

Εξάλλου, τονίζεται, συναφώς, ότι η Επιτροπή παρέσχε διευκρινίσεις σχετικά με τη διαφορετική αυτή εκτίμηση του κατά πόσον οι δασμοί αντιντάμπινγκ αντανακλώνται στις τιμές μεταπωλήσεως εντός της Ένωσης απαντώντας στις γραπτές ερωτήσεις που της απέστειλε το Δικαστήριο στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας. Ειδικότερα, η Επιτροπή επισήμανε τα εξής:

«Αναλόγως των ιδιαίτερων περιστάσεων κάθε περιπτώσεως, υπάρχουν διάφοροι κρίσιμοι συγκριτικοί παράγοντες που συνεκτιμώνται προκειμένου να εκτιμηθεί εάν η αύξηση των τιμών πωλήσεως σε ανεξάρτητους πελάτες εντός της Ένωσης ενσωματώνει τους καταβληθέντες δασμούς αντιντάμπινγκ.

Εάν η πραγματική κατάσταση δεν διαφέρει από την κατάσταση που επικρατούσε κατά την περίοδο της [αρχικής] έρευνας η οποία κατέληξε στην επιβολή [του δασμού αντιντάμπινγκ], το πρώτο στάδιο συνίσταται στον περιορισμό της συγκρίσεως των τιμών μεταπωλήσεως (και των μεταγενέστερων πωλήσεων) της περιόδου έρευνας που αφορά την επιστροφή με τις αντίστοιχες τιμές της περιόδου της αρχικής έρευνας. Εντούτοις, η σύγκριση αυτή μεταξύ δύο εσόδων κατά τη διάρκεια διαφορετικών περιόδων είναι επαρκής μόνον αν οι άλλοι παράγοντες που είναι ικανοί να επηρεάσουν το επίπεδο των τιμών παρέμειναν αμετάβλητοι από την περίοδο της αρχικής έρευνας, διότι οι τιμές ενδέχεται να έχουν μειωθεί ή αυξηθεί ανεξαρτήτως της επιβολής δασμών αντιντάμπινγκ.

Κατά συνέπεια, είναι πιθανό να απαιτηθεί δεύτερο στάδιο, κατά το οποίο γίνεται σύγκριση των δαπανών, ιδίως όταν μια έρευνα σχετική με την επιστροφή ή μια ενδιάμεση επανεξέταση πραγματοποιείται πολύ μετά την αρχική επιβολή των δασμών αντιντάμπινγκ. Πράγματι, στην περίπτωση αυτή, οι τιμές μεταπωλήσεως μπορεί να μεταβλήθηκαν λόγω εξωτερικών παραγόντων (όπως η μεταβολή του κόστους εξαγωγής, η αύξηση ή η μείωση των τιμών των πρώτων υλών, μια διακύμανση των τιμών η οποία οφείλεται, λόγου χάρη, στην εποχικότητα). […] Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες άλλοι παράγοντες επηρέασαν την τιμή μεταπωλήσεως, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των άλλων αυτών παραγόντων και της δυνητικής επιπτώσεως του δασμού αντιντάμπινγκ προκειμένου να διαπιστωθεί αν ο δασμός αυτός όντως “αντανακλάται” στην τιμή μεταπωλήσεως.»

59

Επομένως, η απλή επικαιροποίηση της παραμέτρου σχετικά με το κόστος παραγωγής του επίμαχου προϊόντος, στην οποία προέβη η Επιτροπή λόγω της σημαντικής αυξήσεως του κόστους αυτού, η οποία επήλθε μεταξύ της έρευνας που οδήγησε στην έκδοση του κανονισμού 172/2008 και της τρίτης και τέταρτης περιόδου έρευνας επιστροφής που προηγήθηκε της εκδόσεως των επίδικων αποφάσεων, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αλλαγή μεθόδου κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού.

60

Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα καθόσον διαπίστωσε, στη σκέψη 69 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι υπήρξε αλλαγή μεθόδου σε σχέση με την προηγούμενη έρευνα.

61

Εντούτοις, υπενθυμίζεται ότι, αν το σκεπτικό αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου ενέχει παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, πλην όμως το διατακτικό της είναι ορθό για άλλους νομικούς λόγους, η παραβίαση αυτή δεν δύναται μεν να οδηγήσει σε αναίρεση της εν λόγω αποφάσεως, χωρεί όμως αντικατάσταση αιτιολογίας (απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά LTTE, C‑599/14 P, EU:C:2017:583, σκέψη 75).

62

Τούτο συμβαίνει εν προκειμένω. Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 57 έως 59 της παρούσας αποφάσεως, κατά τις επίμαχες έρευνες εφαρμόστηκε η ίδια μέθοδος, κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού, οπότε ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 79 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο λόγος με τον οποίον προβαλλόταν παράβαση της εν λόγω διατάξεως έπρεπε να απορριφθεί.

63

Τα λοιπά επιχειρήματα που προέβαλε η αναιρεσείουσα στο πλαίσιο του υπό δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως, τα οποία βάλλουν κατά του συνόλου των εκτιμήσεων του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με τον δικαιολογημένο χαρακτήρα της προβαλλόμενης αλλαγής μεθόδου την οποία η Επιτροπή φέρεται να εφάρμοσε στις επίδικες αποφάσεις, είναι επίσης αλυσιτελή για τους λόγους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 57 έως 59 της παρούσας αποφάσεως.

64

Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές. Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

65

Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίον προβάλλεται νομικό σφάλμα κατά την ερμηνεία του άρθρου 11, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, διακρίνεται σε δύο σκέλη. Με το πρώτο σκέλος του λόγου αυτού, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι εφάρμοσε, στο πλαίσιο του καθορισμού των νέων τιμών εξαγωγής, εσφαλμένο νομικό κριτήριο, βάσει του οποίου οι εν λόγω τιμές έπρεπε να περιλαμβάνουν όχι μόνον τους δασμούς αντιντάμπινγκ, αλλά και το σύνολο του κόστους παραγωγής του επίμαχου προϊόντος. Με το δεύτερο σκέλος του λόγου αυτού, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι έκρινε, βάσει του εσφαλμένου κριτηρίου που διέπλασε, ότι η ενσωμάτωση των δασμών αντιντάμπινγκ στις τιμές εξαγωγής μπορούσε να αποδειχθεί μόνο βάσει στοιχείων σχετικών με τις τιμές «παραδόσεως με καταβολή δασμών».

Επί του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, με το οποίο προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένο νομικό κριτήριο για τον καθορισμό των νέων τιμών εξαγωγής

– Επιχειρήματα των διαδίκων

66

Με το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, η RFA προβάλλει ότι, στις σκέψεις 72 έως 75 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα κατά την ερμηνεία του άρθρου 11, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, καθόσον έκρινε ότι οι δασμοί αντιντάμπινγκ που η εν λόγω εταιρία είχε καταβάλει κατά την τρίτη και την τέταρτη περίοδο της έρευνας επιστροφής δεν αντανακλώνταν δεόντως στις τιμές μεταπωλήσεως και στις μεταγενέστερες τιμές πωλήσεως εντός της Ένωσης, δεδομένου ότι οι τιμές εξαγωγής δεν κάλυπταν το σύνολο του κόστους παραγωγής των προϊόντων.

67

Κατά την αναιρεσείουσα, το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το Γενικό Δικαστήριο στις εν λόγω σκέψεις είναι νομικώς εσφαλμένο, δεδομένου ότι δεν ερείδεται ούτε στις σχετικές διατάξεις του βασικού κανονισμού, ήτοι στην αιτιολογική σκέψη 17 και στο άρθρο 11, παράγραφος 10, αυτού, ούτε στο σημείο 4.1, στοιχείο βʹ, της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με την επιστροφή των δασμών αντιντάμπινγκ, ούτε στην πρακτική λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής.

68

Κατά την αναιρεσείουσα, το άρθρο 11, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού απαιτούσε απλώς και μόνον ο αιτών την επιστροφή να προσκομίσει πειστικά αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι οι δασμοί αντιντάμπινγκ αντανακλώνται δεόντως στις τιμές μεταπωλήσεως και στις μεταγενέστερες τιμές πωλήσεως εντός της Ένωσης. Όπως προβάλλει η αναιρεσείουσα, η απαίτηση αυτή ικανοποιείται εφόσον μπορεί να αποδειχθεί ότι οι τιμές μεταπωλήσεως και οι μεταγενέστερες τιμές πωλήσεως στην Ένωση έχουν αυξηθεί αρκούντως σε σχέση με τις τιμές που διαπιστώθηκαν κατά την περίοδο της αρχικής έρευνας. Μια τέτοια αύξηση όντως θα αντικατόπτριζε την ενσωμάτων των δασμών αντιντάμπινγκ στις τιμές αυτές.

69

Κατά την Επιτροπή, το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως είναι εν μέρει απαράδεκτο και εν μέρει αλυσιτελές και, εν πάση περιπτώσει, αβάσιμο.

– Εκτίμηση του Δικαστηρίου

70

Κατά το άρθρο 11, παράγραφος 8, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, ένας εισαγωγέας δύναται να ζητήσει την επιστροφή δασμών που έχουν ήδη εισπραχθεί, εφόσον αποδεικνύεται ότι το περιθώριο ντάμπινγκ που ελήφθη ως βάση για την καταβολή των δασμών έχει εξαλειφθεί ή μειωθεί σε επίπεδο κατώτερο του ύψους του ισχύοντος δασμού.

71

Στο άρθρο 11, παράγραφος 10, του κανονισμού αυτού, ο νομοθέτης της Ένωσης προέβλεψε τη δυνατότητα, στο πλαίσιο της κατασκευής της τιμής εξαγωγής κατά το άρθρο 2, παράγραφος 9, του εν λόγω κανονισμού, να μην αφαιρείται το ποσό των καταβληθέντων δασμών αντιντάμπινγκ, «υπό την προϋπόθεση ότι έχουν υποβληθεί πειστικά αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι ο δασμός αντανακλάται δεόντως στις τιμές μεταπώλησης και στις μεταγενέστερες τιμές πώλησης στην [Ένωση]».

72

Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, στη σκέψη 71 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι «το άρθρο 11, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού ουδόλως συνεπάγεται, στο μέτρο που αφορά το ζήτημα εάν “ο δασμός αντανακλάται δεόντως στις τιμές μεταπωλήσεως”, ότι, προκειμένου να δοθεί θετική απάντηση, μόνον το ισοδύναμο του δασμού αντιντάμπινγκ πρέπει να ενσωματώνεται στη νέα τιμή μεταπωλήσεως, πλέον της τιμής μεταπωλήσεως που ίσχυε προγενέστερα. Πράγματι, ένας συμπληρωματικός δασμός σε σχέση με τα έξοδα που πραγματοποιούνται κανονικά “αντανακλάται δεόντως” μόνον εάν προστίθεται στα άλλα αυτά έξοδα. Συναφώς, εάν τα άλλα αυτά έξοδα αυξάνονται, αλλά η τιμή μεταπωλήσεως αυξάνεται σε μικρότερη κλίμακα, στην πραγματικότητα ο δασμός προστίθεται μόνον εν μέρει ή δεν προστίθεται καθόλου στα άλλα αυτά έξοδα, ακόμη και αν το ισοδύναμο του δασμού έχει προστεθεί στην τιμή μεταπωλήσεως που ίσχυε προηγουμένως».

73

Στις σκέψεις 72 έως 74 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο εξήγησε τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας περί αυξήσεως των τιμών μεταπωλήσεως του οικείου προϊόντος εντός της Ένωσης πλέον του 100 % μεταξύ της περιόδου της αρχικής έρευνας και της τέταρτης περιόδου της έρευνας επιστροφής δεν επαρκούσε, καθεαυτήν, για να αποδειχθεί ότι οι δασμοί αντιντάμπινγκ είχαν ενσωματωθεί πλήρως κατά τη διάρκεια της δεύτερης εκ των περιόδων αυτών, αποφαινόμενο, μεταξύ άλλων, ότι «αρκεί […] το κόστος παραγωγής να έχει αυξηθεί περισσότερο από τις ισχύουσες τιμές ώστε οι τελευταίες να μην ενσωματώνουν δεόντως τους δασμούς αντιντάμπινγκ, λαμβανομένης υπόψη της εξελίξεως του κόστους παραγωγής. Τούτο, όμως, αποδεικνύεται a priori από την περίσταση την οποία επισήμανε η Επιτροπή ότι, στο 99 % των περιπτώσεων, το κόστος των προϊόντων, συμπεριλαμβανομένου του δασμού αντιντάμπινγκ, δεν καλυπτόταν από τις τιμές μεταπωλήσεως στην Ένωση [κατά την τέταρτη περίοδο της έρευνας επιστροφής]».

74

Λαμβανομένων υπόψη αυτών των στοιχείων, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 75 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ορθώς αφαίρεσε η Επιτροπή, για τους σκοπούς του καθορισμού της κατασκευασμένης τιμής εξαγωγής σε σχέση με την τέταρτη περίοδο της έρευνας επιστροφής, τον δασμό αντιντάμπινγκ από την τιμή μεταπωλήσεως στον πρώτο ανεξάρτητο αγοραστή στην Ένωση, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα (και νυν αναιρεσείουσα) δεν είχε αποδείξει ότι ο δασμός αντιντάμπινγκ είχε ενσωματωθεί δεόντως στην πρώτη εκ των τιμών αυτών.

75

Καταρχάς, διαπιστώνεται ότι, καθόσον οι σκέψεις 72 έως 75 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι οποίες είναι οι μόνες κατά των οποίων βάλλει η αναιρεσείουσα στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, αφορούν αποκλειστικώς την τέταρτη περίοδο της έρευνας επιστροφής, η επιχειρηματολογία της αναιρεσείουσας όσον αφορά την τρίτη περίοδο της έρευνας επιστροφής είναι αλυσιτελής.

76

Εν συνεχεία, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα τα επιχειρήματα της αναιρεσείουσας που παρατέθηκαν στις σκέψεις 66 και 68 της παρούσας αποφάσεως, δεδομένου ότι, αφενός, αυτά αποσκοπούν, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 82 και 83 των προτάσεών του, στο να θέσουν υπό αμφισβήτηση τις αμιγώς πραγματικές εκτιμήσεις στις οποίες προέβη το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 72 έως 75 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Κατά πάγια, όμως, νομολογία (πρβλ. απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Λάρκο κατά Επιτροπής, C‑244/18 P, EU:C:2020:238, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), το Δικαστήριο δεν έχει την εξουσία, στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως, να ελέγξει τις εκτιμήσεις αυτές, πλην των περιπτώσεων παραμορφώσεως των αποδεικτικών στοιχείων, αιτίαση που δεν διατυπώνεται εν προκειμένω.

77

Αφετέρου, σημειώνεται ότι, στο πλαίσιο των ισχυρισμών της, η αναιρεσείουσα δεν προέβαλε κανένα νομικό επιχείρημα προκειμένου να αποδείξει σε τι συνίσταται το νομικό σφάλμα στο οποίο υπέπεσε κατ’ αυτήν το Γενικό Δικαστήριο. Επομένως, η εν λόγω επιχειρηματολογία δεν πληροί τις νομολογιακές απαιτήσεις, βάσει των οποίων η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να αναφέρει επακριβώς τα στοιχεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως κατά των οποίων διατυπώνονται αιτιάσεις, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν συγκεκριμένα το αναιρετικό αίτημα (πρβλ. απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2013, Wam Industriale κατά Επιτροπής, C‑560/12 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:726, σκέψη 42).

78

Επιπροσθέτως, διαπιστώνεται ότι η αναιρεσείουσα δεν προέβαλε νομική επιχειρηματολογία προκειμένου να αποδείξει τίνι τρόπω η προσέγγιση που ακολούθησε το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως που βάλλονται στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, παραβίαζε τις διατάξεις του βασικού κανονισμού που μνημονεύονται στη σκέψη 67 της παρούσας αποφάσεως, ή, ακόμη, του σημείου 4.1, στοιχείο βʹ, της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με την επιστροφή των δασμών αντιντάμπινγκ.

79

Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα της RFA ότι η προσέγγιση αυτή του Γενικού Δικαστηρίου αντιβαίνει, κατ’ ουσίαν, στην προγενέστερη πρακτική των θεσμικών οργάνων ως προς τη λήψη αποφάσεων, αρκεί η επισήμανση ότι, κατά πάγια νομολογία, το ζήτημα της αντανακλάσεως των δασμών αντιντάμπινγκ στις τιμές μεταπωλήσεως και στις μεταγενέστερες τιμές πωλήσεως στην Ένωση πρέπει να εκτιμάται μόνο στο πλαίσιο του άρθρου 11, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού και όχι σε σχέση με την προβαλλόμενη προγενέστερη πρακτική του Συμβουλίου ή της Επιτροπής ως προς τη λήψη αποφάσεων (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2011, Επιτροπή και Ισπανία κατά Κυβερνήσεως του Γιβραλτάρ και Ηνωμένου Βασιλείου, C‑106/09 P και C‑107/09 P, EU:C:2011:732, σκέψη 136 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

80

Κατόπιν των προεκτεθέντων, το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτο και εν μέρει αλυσιτελές.

Επί του δευτέρου σκέλους του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, με το οποίο προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε σφάλμα καθόσον περιόρισε την έκταση των αποδεικτικών στοιχείων που απαιτούνται βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού μόνο στα στοιχεία σχετικά με την τιμή «παραδόσεως με καταβολή δασμών»

– Επιχειρήματα των διαδίκων

81

Με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, η RFA προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι, στις σκέψεις 77 και 78 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε ότι τα στοιχεία σχετικά με την «παράδοση με καταβολή δασμών» ήταν τα μόνα που μπορούσαν να επιβεβαιώσουν ότι οι τιμές μεταπωλήσεως του επίμαχου προϊόντος στην Ένωση ενσωμάτωναν τους δασμούς αντιντάμπινγκ, περιορίζοντας έτσι το εύρος των αποδεκτών βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού αποδεικτικών στοιχείων. Εξάλλου, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι έκρινε ότι τα στοιχεία που είχε προσκομίσει ενώπιόν του, τα οποία βασίζονταν στις τιμές «εκ του εργοστασίου» και «CIF», ήταν ελλιπή και, επομένως, δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν.

82

Κατά την RFA, η Επιτροπή όφειλε, βάσει του νομικού κριτηρίου που έθεσε στο σημείο 4.1, στοιχείο βʹ, της ανακοινώσεως σχετικά με την επιστροφή των δασμών αντιντάμπινγκ, να εξακριβώσει και να επιβεβαιώσει αν η αύξηση των τιμών μεταπωλήσεως στην Ένωση, η οποία επήλθε μεταξύ της αρχικής έρευνας και της τρίτης και τέταρτης περιόδου της έρευνας επιστροφής, ενσωμάτωνε δεόντως τους δασμούς αντιντάμπινγκ. Συναφώς, η αναιρεσείουσα υπενθυμίζει τη νομολογία κατά την οποία, εφόσον μια τέτοια ανακοίνωση δεν παραβιάζει κανόνες δικαίου υπέρτερης ισχύος, δεσμεύει την Επιτροπή (αποφάσεις της 28ης Ιανουαρίου 1992, Soba, C‑266/90, EU:C:1992:36, σκέψη 19, και της 2ας Δεκεμβρίου 2010, Holland Malt κατά Επιτροπής, C‑464/09 P, EU:C:2010:733, σκέψη 47).

83

Επομένως, η μόνη απαίτηση που βαρύνει την αναιρεσείουσα, υπό την ιδιότητα του αιτούντος την επιστροφή δασμών αντιντάμπινγκ, είναι να προσκομίσει πειστικά αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει μεταβολή, κατόπιν της επιβολής των δασμών αυτών, της τιμολογιακής πολιτικής έναντι ανεξαρτήτων πελατών στην αγορά της Ένωσης. Εξάλλου, ελλείψει σχετικής προβλέψεως στις εφαρμοστέες νομικές διατάξεις, είναι αδιάφορο, κατά την αναιρεσείουσα, το εάν τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία προσκομίστηκαν βάσει των τιμών «παραδόσεως με καταβολή δασμών», «εκ του εργοστασίου» ή «CIF».

84

Συναφώς, η RFA διευκρινίζει ότι προσκόμισε στην Επιτροπή σειρά πειστικών αποδεικτικών στοιχείων τα οποία καταδείκνυαν την εξέλιξη των τιμών της, οι οποίες καθορίζονταν ως τιμές «εκ του εργοστασίου» και «CIF» στα σύνορα της Ένωσης, από την αρχική έρευνα και μέχρι την τέταρτη περίοδο της έρευνας επιστροφής. Οι τιμές αυτές καθορίστηκαν βάσει πραγματικών τιμών «παραδόσεων με καταβολή δασμών» και περιελάμβαναν το ποσό που αντιστοιχεί στους δασμούς αντιντάμπινγκ. Τα στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα κατέδειξαν αύξηση της τιμής μεταπωλήσεως κατά 193 % στο στάδιο «εκ του εργοστασίου» και κατά 142 % στο στάδιο «CIF» σε σχέση με την περίοδο της αρχικής έρευνας. Κατά την αναιρεσείουσα, η αύξηση αυτή καλύπτει σε μεγάλο βαθμό τόσο τον δασμό αντιντάμπινγκ 22,7 % όσο και την αύξηση κατά 100 % του κόστους παραγωγής του επίμαχου προϊόντος, την οποία επισήμανε η Επιτροπή για τις ίδιες περιόδους.

85

Η RFA προσθέτει, στο πλαίσιο του υπομνήματός της απαντήσεως, ότι δυσκολεύεται να κατανοήσει τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή εκτιμά ότι μόνον οι τιμές «παραδόσεως με καταβολή δασμών» αποτελούν τιμές στα σύνορα της Ένωσης, ενώ, με τις επίδικες αποφάσεις, η ίδια η Επιτροπή επισήμανε ότι οι τιμές «εκ του εργοστασίου» και «CIF» συνιστούν επίσης τέτοιες τιμές. Κατά την αναιρεσείουσα, η εκτίμηση αυτή ενισχύεται από τις εκτιμήσεις που διατύπωσε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 24 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία, «[ό]σον αφορά τον καθορισμό της τιμής εξαγωγής, η Επιτροπή επισήμανε ότι η τιμή αυτή έπρεπε εν τέλει να προσαρμοστεί και στο επίπεδο “εκ του εργοστασίου” προκειμένου να καταστεί δυνατή η προσήκουσα σύγκριση με την κανονική αξία. Υπενθύμισε ότι η προσφεύγουσα ήταν επιχείρηση συνδεδεμένη με τις CHEMK και KF και ότι, κατά συνέπεια, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού, για να επιτευχθεί αξιόπιστη τιμή εξαγωγής, η τιμή αυτή έπρεπε να κατασκευαστεί με βάση την τιμή της πρώτης μεταπωλήσεως σε ανεξάρτητο αγοραστή εντός της Ένωσης. Η Επιτροπή επισήμανε ότι εν προκειμένω επρόκειτο συνήθως για τιμή «παραδόσεως με καταβολή δασμών», δηλαδή για το σύνολο των δαπανών στις οποίες υποβλήθηκε ο πωλητής κατά την άφιξη στον τόπο παραδόσεως (δεδομένου ότι η προσφεύγουσα εφάρμοσε αυτό το είδος τιμών στο 79 % των περιπτώσεων κατά την τρίτη περίοδο έρευνας και στο 89 % των περιπτώσεων κατά την τέταρτη περίοδο). Επίσης, η Επιτροπή υπενθύμισε ότι η τιμή εξαγωγής ήταν η τιμή στα σύνορα της Ένωσης, η οποία αντιστοιχεί κανονικά στην τιμή [CIF], δηλαδή το σύνολο των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν πριν από τη διέλευση των συνόρων της Ένωσης […]».

86

Κατά την Επιτροπή, το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως είναι αβάσιμο.

– Εκτίμηση του Δικαστηρίου

87

Όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 71 της παρούσας αποφάσεως, στο άρθρο 11, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, ο νομοθέτης της Ένωσης προέβλεψε τη δυνατότητα μη αφαιρέσεως των δασμών αντιντάμπινγκ από την κατασκευασμένη τιμή εξαγωγής, υπό την προϋπόθεση ότι ο αιτών την επιστροφή προσκομίζει «πειστικά αποδεικτικά στοιχεία» που αποδεικνύουν ότι οι δασμοί αυτοί αντανακλώνται δεόντως στις τιμές μεταπωλήσεως και στις μεταγενέστερες τιμές πωλήσεως στην Ένωση.

88

Συναφώς, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 92 των προτάσεών του, η απόδειξη της αντανακλάσεως των δασμών αντιντάμπινγκ στις τιμές μεταπωλήσεως και στις μεταγενέστερες τιμές πωλήσεως στην Ένωση μπορεί να πραγματοποιείται με κάθε μέσο, υπό την προϋπόθεση ότι είναι «πειστική».

89

Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, μεταξύ άλλων, στη σκέψη 77 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αφού διευκρίνισε ότι η εκτίμηση σχετικά με το κατά πόσον οι δασμοί αντιντάμπινγκ αντανακλώνται στις τιμές μεταπωλήσεως εντός της Ένωσης έπρεπε να διενεργηθεί κατά το στάδιο εμπορίας που έπεται της καταβολής των εν λόγω δασμών, ήτοι σε ένα στάδιο εμπορίας κατά το οποίο η τιμή λαμβάνει υπόψη πρόσθετα έξοδα σε σχέση με αυτά που είχαν διαπιστωθεί σε επίπεδο εργοστασιακής τιμής ή τιμής «CIF», ότι, κατά την εκτίμηση των τιμών μεταπωλήσεως εντός της Ένωσης, η οποία διενεργείται στο πλαίσιο του άρθρου 11, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή έπρεπε να εξετάζει τις τιμές μεταπωλήσεως λαμβάνοντας υπόψη το συνολικό κόστος που είχε προκύψει πριν από την εν λόγω μεταπώληση. Συγκεκριμένα, κατά το Γενικό Δικαστήριο, «δεν θα ήταν συνεκτική μια ανάλυση των τιμών που έχουν καθορισθεί σε επίπεδο εργοστασιακής τιμής ή τιμής [CIF], ακόμη και αν οι δασμοί αντιντάμπινγκ προστίθενται τεχνητώς στις τιμές αυτές, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα ότι συνέβη, ήτοι χωρίς να ληφθούν υπόψη ορισμένα έξοδα που είχαν πραγματοποιηθεί πριν από την εν λόγω μεταπώληση».

90

Το Γενικό Δικαστήριο προσέθεσε, στην εν λόγω σκέψη, ότι, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως αυτής, ήταν αναγκαίο να εξεταστεί εάν τα στοιχεία που είχε προσκομίσει ο οικείος εισαγωγέας αποδεικνύουν ότι οι δασμοί αντιντάμπινγκ αντανακλώνται δεόντως στο τίμημα που καταβλήθηκε πράγματι από τους πρώτους ανεξάρτητους αγοραστές εντός της Ένωσης κατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου. Εν προκειμένω, ο έλεγχος αυτός διευκολύνθηκε, όπως προβάλλεται, λόγω του ότι η RFA πωλούσε κυρίως το επίμαχο προϊόν βάσει των τιμών «παραδόσεως με καταβολή δασμών», οι οποίες περιελάμβαναν το συνολικό κόστος που προέκυψε πριν από την παράδοση.

91

Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, στη σκέψη 78 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, η προσφεύγουσα, για να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις του βάρους αποδείξεως που έφερε βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, δεν μπορούσε να στηριχθεί στην εξέλιξη των τιμών που ίσχυαν σε επίπεδο εργοστασιακής τιμής ή τιμής CIF, έστω και προσαυξημένης με τους δασμούς αντιντάμπινγκ, προκειμένου να αποδείξει ότι, κατά τη διάρκεια της τρίτης περιόδου της έρευνας επιστροφής, ενσωμάτωνε τους δασμούς αντιντάμπινγκ στις τιμές της μεταπωλήσεως στην Ένωση. Προς τον σκοπό αυτόν, όπως διέλαβε το Γενικό Δικαστήριο, η προσφεύγουσα όφειλε να προσκομίσει στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οι τιμές «παραδόσεως με καταβολή δασμών» τις οποίες είχε εφαρμόσει κατά την εν λόγω περίοδο κάλυπταν το συνολικό κόστος στο οποίο είχε υποβληθεί κατά το στάδιο αυτό όσον αφορά τα επίμαχα προϊόντα, συμπεριλαμβανομένων των δασμών αντιντάμπινγκ, πράγμα που δεν έπραξε. Επομένως, κατά το Γενικό Δικαστήριο, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε σφάλμα καθόσον αφαίρεσε τους δασμούς αντιντάμπινγκ από την τιμή μεταπωλήσεως στον πρώτο ανεξάρτητο αγοραστή εντός της Ένωσης προκειμένου να υπολογίσει την κατασκευασμένη τιμή εξαγωγής για την τρίτη περίοδο της έρευνας επιστροφής.

92

Καταρχάς, διαπιστώνεται ότι, καθόσον οι σκέψεις 77 έως 78 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι οποίες είναι και οι μόνες κατά των οποίων βάλλει η αναιρεσείουσα στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, αφορούν αποκλειστικώς την τρίτη περίοδο της έρευνας επιστροφής, η επιχειρηματολογία της αναιρεσείουσας όσον αφορά την τέταρτη περίοδο της έρευνας επιστροφής είναι αλυσιτελής.

93

Περαιτέρω, διευκρινίζεται ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το άρθρο 11, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού επιφορτίζει με το βάρος αποδείξεως τον αιτούντα την επιστροφή, δεδομένου ότι η Επιτροπή οφείλει απλώς και μόνο, βάσει της διατάξεως αυτής, να προβεί σε εξέταση του περιεχομένου των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε ο αιτών, καθώς και στις διασταυρώσεις στις οποίες στηρίζεται η εξέταση αυτή, προκειμένου να διαπιστωθεί αν ο αιτών απέδειξε επαρκώς και πειστικώς ότι ο δασμός αντιντάμπινγκ αντανακλάται δεόντως στις τιμές μεταπωλήσεως εντός της Ένωσης.

94

Εξάλλου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με τη μνεία του επιθέτου «πειστικά» στο άρθρο 11, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να επιβάλει, στο πλαίσιο της διατάξεως αυτής, υψηλότερο επίπεδο βάρους αποδείξεως από εκείνο που προβλέπεται κανονικά στο πλαίσιο του βασικού κανονισμού. Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από το σημείο 4.1, στοιχείο βʹ, της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με την επιστροφή των δασμών αντιντάμπινγκ, καθόσον αυτό απαιτεί ο αιτών την επιστροφή να αποδείξει «αδιάσειστα» ότι ο δασμός αντιντάμπινγκ αντανακλάται δεόντως στις τιμές μεταπωλήσεως και στις μεταγενέστερες τιμές πωλήσεως εντός της Ένωσης.

95

Εν προκειμένω, κατόπιν της εξετάσεως του συνόλου των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε η αναιρεσείουσα, η Επιτροπή έκρινε ότι αυτά δεν αποδείκνυαν με πειστικό τρόπο, κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, σε συνδυασμό με το σημείο 4.1, στοιχείο βʹ, της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με την επιστροφή των δασμών αντιντάμπινγκ, ότι οι δασμοί αντιντάμπινγκ αντανακλώνται δεόντως και αδιαμφισβήτητα στις τιμές μεταπωλήσεως εντός της Ένωσης. Στις βαλλόμενες σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα, αφού προέβη και το ίδιο στην εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε η αναιρεσείουσα.

96

Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το επιχείρημα της RFA ότι το Γενικό Δικαστήριο περιόρισε την έκταση των αποδεκτών αποδεικτικών στοιχείων βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού μόνο στα δεδομένα σχετικά με τις τιμές «παραδόσεως με καταβολή δασμών» βασίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

97

Ως εκ τούτου, το σχετικό επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

98

Το ίδιο ισχύει και για τα επιχειρήματα της RFA που εκτέθηκαν στις σκέψεις 82 και 83 της παρούσας αποφάσεως, με τα οποία η αναιρεσείουσα βάλλει, κατ’ ουσίαν, κατά της εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εφαρμογής των κανόνων περί κατανομής του βάρους αποδείξεως, δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, δεδομένου ότι, όπως τονίστηκε στη σκέψη 93 της παρούσας αποφάσεως, ήταν εκείνη που έφερε το βάρος αποδείξεως κατά την έννοια της διατάξεως αυτής. Επομένως, είναι εσφαλμένο το επιχείρημα της αναιρεσείουσας ότι όφειλε απλώς και μόνο να προσκομίσει στοιχεία που αποδεικνύουν μεταβολή, κατόπιν της επιβολής του δασμού αντιντάμπινγκ, της τιμολογήσεως του επίμαχου προϊόντος, έναντι ανεξαρτήτων πελατών της Ένωσης.

99

Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα της RFA ότι από τη σκέψη 24 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή είχε δεχτεί, με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, ότι οι τιμές «εκ του εργοστασίου» και «CIF» αποτελούσαν, όπως και οι τιμές «παραδόσεως με καταβολή δασμών», τιμές στα σύνορα της Ένωσης, αρκεί η διαπίστωση ότι η σκέψη αυτή δεν αφορά το κατά πόσον αντανακλώνται οι δασμοί αντιντάμπινγκ στις τιμές μεταπωλήσεως εντός της Ένωσης, αλλά το ζήτημα των προσαρμογών που πρέπει να γίνουν, βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 10, του κανονισμού αυτού, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι δασμοί αντιντάμπινγκ αντανακλώνται στις τιμές μεταπωλήσεως εντός της Ένωσης. Όπως, όμως, επισήμανε κατ’ ουσίαν το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 77 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι προσαρμογές αυτές δεν ασκούν επιρροή στο πλαίσιο των εκτιμήσεων που διενεργούνται βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού.

100

Επομένως, το εν λόγω επιχείρημα της αναιρεσείουσας πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

101

Κατόπιν των προεκτεθέντων, το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει αλυσιτελές και εν μέρει αβάσιμο. Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

102

Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί των δικαστικών εξόδων

103

Βάσει του άρθρου 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, οσάκις η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων.

104

Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική δίκη δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

105

Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα και η τελευταία ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

 

2)

Καταδικάζει την RFA International LP στα δικαστικά έξοδα.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.