Υπόθεση C-14/19 P
Δορυφορικό Κέντρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUSC)
κατά
KF
Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 25ης Ιουνίου 2020
«Αίτηση αναιρέσεως – Προσωπικό του Δορυφορικού Κέντρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUSC) – Έκτακτος υπάλληλος του EUSC – Καταγγελίες για ηθική παρενόχληση – Διοικητική έρευνα – Αίτηση αρωγής – Αναστολή άσκησης των καθηκόντων του υπαλλήλου – Πειθαρχική διαδικασία – Παύση του υπαλλήλου – Επιτροπή προσφυγών του EUSC – Απονομή αποκλειστικής αρμοδιότητας για την εκδίκαση των διαφορών του προσωπικού του EUSC – Προσφυγή ακυρώσεως – Άρθρο 263, πρώτο εδάφιο και πέμπτο εδάφιο, ΣΛΕΕ – Αγωγή αποζημιώσεως – Άρθρο 268 ΣΛΕΕ – Αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης – Παραδεκτό – Πράξεις δεκτικές προσφυγής – Συμβατική φύση της διαφοράς – Άρθρα 272 και 274 ΣΛΕΕ – Αποτελεσματική δικαστική προστασία – Άρθρο 24, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, τελευταία περίοδος ΣΕΕ – Άρθρο 275, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ – Αρχή της ίσης μεταχειρίσεως – Υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει το Γενικό Δικαστήριο – Παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων – Δικαιώματα άμυνας – Αρχή της χρηστής διοικήσεως»
Οργανισμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δορυφορικό Κέντρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUSC) – Κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης – Διαδικασία προσφυγής – Δυνατότητα του Συμβουλίου να αποκλείει την αρμοδιότητα τόσο των εθνικών δικαστηρίων όσο και του Γενικού Δικαστηρίου να αποφαίνονται επί των διαφορών μεταξύ του EUSC και των υπαλλήλων του – Δεν υφίσταται
(Άρθρα 2 και 19 § 1, εδ. 1, ΣΕΕ· άρθρο 263, εδ. 5, ΣΛΕΕ· απόφαση 2009/747/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, άρθρο 28 § 6, και παράρτημα Χ, σημείο 1)
(βλ. σκέψεις 59, 62-65)
Προσφυγή ακυρώσεως – Πράξεις δεκτικές προσφυγής – Έννοια – Πράξεις παράγουσες δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων – Αποφάσεις εκδοθείσες από το Δορυφορικό Κέντρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι οποίες αφορούν την αναστολή άσκησης των καθηκόντων, την κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας και την παύση των καθηκόντων συμβασιούχου υπαλλήλου – Εμπίπτουν
(Άρθρα 263 και 270 ΣΛΕΕ· αποφάσεις του Συμβουλίου 2009/747/ΚΕΠΠΑ και 2014/401/ΚΕΠΠΑ)
(βλ. σκέψεις 69-77)
Προσφυγή ακυρώσεως – Προσφυγή που αφορά, στην πραγματικότητα, διαφορά συμβατικής φύσεως – Ακύρωση πράξεως εντασσόμενης σε συμβατικό πλαίσιο – Αναρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ – Απαράδεκτο – Εξαίρεση – Αποφάσεις του Δορυφορικού Κέντρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχουν ως αποτέλεσμα τη λύση της συμβάσεως υπαλλήλου του – Αποκλειστική αρμοδιότητα επιτροπής προσφυγών – Ανάγκη διασφαλίσεως αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου από εθνικό δικαστήριο ή από δικαστήριο της Ένωσης
(Άρθρα 263, 268, 272 και 274 ΣΛΕΕ· απόφαση 2009/747/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, άρθρο 28 § 6)
(βλ. σκέψεις 78-86)
Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας – Αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης – Πράξεις του Δορυφορικού Κέντρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχουν ως αποτέλεσμα τη λύση της συμβάσεως υπαλλήλου του – Εμπίπτουν
(Άρθρο 24 § 1, εδ. 2, ΣΕΕ· άρθρο 275, εδ. 1, ΣΛΕΕ· απόφαση 2009/747/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, άρθρο 28 § 6, και παράρτημα Χ, σημείο 1)
(βλ. σκέψεις 92-95)
Υπάλληλοι – Αρχές – Δικαιώματα άμυνας – Υποχρέωση ακροάσεως του ενδιαφερομένου πριν από την έκδοση βλαπτικής για αυτόν πράξεως – Περιεχόμενο – Παράβαση – Συνέπειες
(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 41 § 2· απόφαση 2009/747/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, παράρτημα IX, άρθρο 1 § 1, και άρθρο 2)
(βλ. σκέψεις 117-121, 123)
Σύνοψη
Με την απόφαση EUSC κατά KF (C-14/19 P), η οποία εκδόθηκε στις 25 Ιουνίου 2020, το Δικαστήριο επικύρωσε, κατ’ αναίρεση, την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου ( 1 ) η οποία, αφενός, ακύρωσε δύο αποφάσεις του διευθυντή του Δορυφορικού Κέντρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUSC) ( 2 ), οι οποίες αφορούσαν, αντιστοίχως, την αναστολή άσκησης και την παύση των καθηκόντων της KF, συμβασιούχου υπαλλήλου, καθώς και την απόφαση της επιτροπής προσφυγών του EUSC η οποία εκδόθηκε στο πλαίσιο της ίδιας διαφοράς (στο εξής, από κοινού: επίδικες αποφάσεις), και, αφετέρου, υποχρέωσε το EUSC να καταβάλει στην KF το ποσό των 10000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης την οποία αυτή υπέστη.
Η KF προσελήφθη από το EUSC από 1ης Αυγούστου 2009 ως προϊσταμένη του διοικητικού τμήματος. Όταν εντοπίστηκαν δυσλειτουργίες στις ανθρώπινες σχέσεις εντός του τμήματος αυτού και κατόπιν καταγγελίας σχετικά με τη συμπεριφορά και τις ενέργειες της KF, κινήθηκε διοικητική έρευνα σε βάρος της. Μετά το πέρας της έρευνας αυτής, ο αναπληρωτής διευθυντής του EUSC κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα πραγματικά περιστατικά που προσάπτονταν στην KF είχαν επιβεβαιωθεί και συνιστούσαν ηθική παρενόχληση. Κατά συνέπεια, ο διευθυντής του EUSC αποφάσισε να κινήσει πειθαρχική διαδικασία κατά της KF και να αναστείλει την άσκηση των καθηκόντων της. Μετά το πέρας της διαδικασίας αυτής, ο διευθυντής του EUSC αποφάσισε να παύσει την KF από τα καθήκοντά της για πειθαρχικούς λόγους· η διοικητική ένσταση που υπέβαλε η KF κατά της απόφασης αυτής ενώπιον του διευθυντή του Κέντρου απορρίφθηκε, όπως και η προσφυγή που ασκήθηκε ενώπιον της επιτροπής προσφυγών του EUSC, της οποίας οι αποφάσεις είναι δεσμευτικές και για τα δύο μέρη και δεν επιδέχονται άλλη προσφυγή ( 3 ).
Η KF άσκησε προσφυγή-αγωγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου με αίτημα να ακυρωθούν, μεταξύ άλλων, οι επίδικες αποφάσεις και να υποχρεωθεί το EUSC να της καταβάλει τους μη εισπραχθέντες μισθούς και το ποσό των 500000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη. Προς στήριξη της προσφυγής-αγωγής της, η KF προέβαλε, μεταξύ άλλων, λόγους ακυρώσεως στηριζόμενους σε παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης, της αρχής της αμεροληψίας και της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας. Επιπλέον, προέβαλε, βάσει του άρθρου 277 ΣΛΕΕ, ένσταση έλλειψης νομιμότητας του άρθρου 28, παράγραφος 6, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης του EUSC, για τον λόγο ότι η διάταξη αυτή καθιστά την επιτροπή προσφυγών το μόνο όργανο ελέγχου της νομιμότητας των αποφάσεων του διευθυντή του EUSC, εξαιρώντας ως εκ τούτου τις εν λόγω αποφάσεις από κάθε δικαστικό έλεγχο. Δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε την ένσταση έλλειψης νομιμότητας και δέχθηκε εν μέρει την προσφυγή-αγωγή, το EUSC άσκησε αναίρεση κατά της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, το EUSC προέβαλε τέσσερις λόγους, στηριζόμενους, αντιστοίχως, σε αναρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου να εκδικάσει την προσφυγή-αγωγή σε πρώτο βαθμό, στο απαράδεκτο της εν λόγω προσφυγής-αγωγής, σε παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών και σε παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης και της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας.
Εξετάζοντας, πρώτον, τους λόγους αναιρέσεως που στηρίζονται στην αναρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου να εκδικάσει την προσφυγή-αγωγή σε πρώτο βαθμό και στο απαράδεκτο της εν λόγω προσφυγής-αγωγής, το Δικαστήριο έκρινε, πρώτον, ότι το άρθρο 263, πέμπτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, δεν επιτρέπει σε θεσμικό όργανο της Ένωσης να προβλέπει ειδικές προϋποθέσεις και ρυθμίσεις οι οποίες εξαιρούν τις διαφορές που συνεπάγονται την ερμηνεία ή την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης από την αρμοδιότητα τόσο των δικαστηρίων των κρατών μελών όσο και των δικαστηρίων της Ένωσης. Πλην όμως, αυτό ακριβώς είναι το αποτέλεσμα της διάταξης η οποία απονέμει στην επιτροπή προσφυγών αποκλειστική αρμοδιότητα να εκδίδει μη δυνάμενες να προσβληθούν αποφάσεις για την εφαρμογή και την ερμηνεία του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης του EUSC, ο οποίος περιέχεται σε απόφαση του Συμβουλίου και περιλαμβάνει, ως εκ τούτου, διατάξεις του δικαίου της Ένωσης. Κατά συνέπεια, η απονομή των αποκλειστικών αυτών αρμοδιοτήτων στην εν λόγω επιτροπή αντιβαίνει στη νομολογία του Δικαστηρίου ( 4 ) κατά την οποία το άρθρο 19 ΣΕΕ αναθέτει στα εθνικά δικαστήρια και στο Δικαστήριο την υποχρέωση να διασφαλίζουν την πλήρη εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης.
Δεύτερον, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι επίδικες αποφάσεις πληρούσαν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για να θεωρηθούν πράξεις δεκτικές προσφυγής, κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ. Πράγματι, οι αποφάσεις αυτές καθορίζουν οριστικά τη θέση του EUSC και σκοπούν στην παραγωγή δεσμευτικών έννομων αποτελεσμάτων ικανών να θίξουν τα συμφέροντα της KF, η οποία είναι ο αποδέκτης τους και την οποία αυτές βλάπτουν, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική της κατάσταση. Επιπλέον, το Δικαστήριο επισήμανε ότι από την εργασιακή σχέση μεταξύ της KF και του EUSC, στην οποία δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 270 ΣΛΕΕ, δεν μπορεί να συναχθεί ότι δεν πρόκειται για διαφορά μεταξύ του EUSC και τρίτου κατά την έννοια του άρθρου 263, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Επομένως, αυτή η σχέση εργασίας δεν αποκλείει την υπαγωγή της υπό κρίση διαφοράς στο πεδίο εφαρμογής της διάταξης αυτής.
Τρίτον, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι η διατήρηση της συνοχής του δικαιοδοτικού συστήματος επιβάλλει, κατ’ αρχήν, στον δικαστή της Ένωσης να παραιτείται από την άσκηση των αρμοδιοτήτων που του απονέμει το άρθρο 263 ΣΛΕΕ, όταν η νομική κατάσταση του προσφεύγοντος εντάσσεται στο πλαίσιο συμβατικών σχέσεων που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες που προβλέπονται στα άρθρα 272 ή 274 ΣΛΕΕ. Εντούτοις, σε ένα πλαίσιο στο οποίο αποκλείεται εντελώς, βάσει των άρθρων 272 ή 274 ΣΛΕΕ, ο εκ μέρους των εθνικών δικαστηρίων και του δικαστή της Ένωσης δικαστικός έλεγχος των αποφάσεων που εκδίδει το EUSC, η παραίτηση αυτή του δικαστή της Ένωσης δεν δικαιολογείται από τον σκοπό της διατήρησης της συνοχής του δικαιοδοτικού συστήματος. Υπό τις συνθήκες αυτές, προκειμένου να διασφαλιστεί η ύπαρξη αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου, εναπόκειται στον δικαστή της Ένωσης να ασκήσει τις αρμοδιότητες που του αναθέτει το άρθρο 263 ΣΛΕΕ.
Τέταρτον, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι, μολονότι ο αρχικός σύνδεσμος μεταξύ του EUSC και της Δυτικοευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία είναι διεθνής διακυβερνητικός οργανισμός, είχε ως συνέπεια, κατά το παρελθόν, την αδυναμία εξομοίωσης της κατάστασης του προσωπικού του EUSC με εκείνη των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, τούτο δεν ισχύει πλέον μετά την έναρξη ισχύος, την 1η Δεκεμβρίου 2009, της Συνθήκης της Λισσαβώνας, δεδομένου ότι, από την ημερομηνία αυτή, οι διαφορές μεταξύ του EUSC και του προσωπικού του παραπέμπουν σε καταστάσεις συγκρίσιμες με τις διαφορές μεταξύ των υπαλλήλων της Ένωσης και του εργοδότη τους. Ομοίως, η εξαίρεση από την αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης όσον αφορά τις διατάξεις των Συνθηκών σχετικά με την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας ( 5 ) δεν αποκλείει την αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης να ελέγχει τη νομιμότητα πράξεων διαχείρισης προσωπικού όπως οι επίδικες.
Εξετάζοντας, δεύτερον, τον λόγο αναιρέσεως που στηρίζεται σε παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης και της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, το Δικαστήριο έκρινε ότι τόσο από την αρχή της χρηστής διοίκησης, η οποία περιλαμβάνει το δικαίωμα ακροάσεως, όσο και από τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης του EUSC ( 6 ) προκύπτει ότι ο αναπληρωτής διευθυντής του EUSC, πριν από τη σύνταξη πορισμάτων κατά την περάτωση της εσωτερικής έρευνας και, εν πάση περιπτώσει, ο διευθυντής του EUSC, πριν από την κίνηση της πειθαρχικής διαδικασίας κατά της KF, όφειλαν να σεβαστούν το δικαίωμα ακροάσεως της ενδιαφερομένης. Προς τούτο, οι ως άνω όφειλαν να γνωστοποιήσουν στην ενδιαφερόμενη τα πραγματικά περιστατικά που την αφορούσαν καθώς και να της τάξουν εύλογη προθεσμία ώστε να προετοιμάσει τις παρατηρήσεις της. Η γνωστοποίηση αυτή πρέπει να πραγματοποιείται τουλάχιστον μέσω σύνοψης των χρησιμοποιούμενων δηλώσεων, η οποία πρέπει να καταρτίζεται τηρουμένων, εφόσον συντρέχει περίπτωση, των νομίμων συμφερόντων εμπιστευτικότητας των εξεταζόμενων μαρτύρων.
( 1 ) Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 25ης Οκτωβρίου 2018, KF κατά EUSC (T 286/15, EU:T:2018:718).
( 2 ) Στις 27 Ιουνίου 1991, το Συμβούλιο Υπουργών της Δυτικοευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕ) εξέδωσε απόφαση για την ίδρυση κέντρου εκμεταλλεύσεως δορυφορικών δεδομένων. Στις 10 Νοεμβρίου 2000, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφάσισε να δημιουργήσει, υπό τη μορφή οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δορυφορικό κέντρο στο οποίο ενσωματώνονται τα σχετικά στοιχεία του κέντρου που είχε συσταθεί στο πλαίσιο της ΔΕ. Το κέντρο αυτό δημιουργήθηκε με την κοινή δράση 2001/555/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 2001, για την ίδρυση Δορυφορικού Κέντρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2001, L 200, σ. 5). Στη συνέχεια, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2014/401/ΚΕΠΠΑ, της 26ης Ιουνίου 2014, σχετικά με το Δορυφορικό Κέντρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την κατάργηση της κοινής δράσης 2001/555/ΚΕΠΠΑ για τη σύσταση Δορυφορικού Κέντρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2014, L 188, σ. 73), η οποία αποτελεί πλέον το νομικό πλαίσιο που διέπει το EUSC.
( 3 ) Δυνάμει του άρθρου 28, παράγραφος 6, της απόφασης 2009/747/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 14ης Σεπτεμβρίου 2009, σχετικά με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης του Δορυφορικού Κέντρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2009, L 276, σ. 1) (στο εξής: κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης του EUSC). Η σύνθεση, η λειτουργία και οι ειδικές διαδικασίες αυτού του οργάνου ορίζονται στο παράρτημα Χ της απόφασης 2009/747.
( 4 ) Γνωμοδότηση 1/17, της 30ής Απριλίου 2019 (EU:C:2019:341, σκέψη 111), και απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, A. K. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου) (C-585/18, C-624/18 και C-625/18, EU:C:2019:982, σκέψη 167).
( 5 ) Άρθρο 24, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, τελευταία περίοδος, ΣΕΕ και άρθρο 275, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.
( 6 ) Άρθρο 1, παράγραφος 1, και άρθρο 2 του παραρτήματος IX του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης του EUSC.