ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MACIEJ SZPUNAR

της 17ης Σεπτεμβρίου 2020 ( 1 )

Υπόθεση C‑710/19

G. M. A.

κατά

Βελγικού Δημοσίου

[αίτηση του Conseil d’État (Συμβουλίου της Επικρατείας, Βέλγιο)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων – Άρθρο 45 ΣΛΕΕ – Πρόσωπα που αναζητούν εργασία – Δικαίωμα διαμονής για αναζήτηση εργασίας – Διάρκεια της διαμονής – Χορήγηση εύλογης προθεσμίας στο πρόσωπο που αναζητεί εργασία [για να λάβει γνώση των προσφερόμενων θέσεων εργασίας που ενδέχεται να είναι κατάλληλες για αυτό και για να προβεί στις αναγκαίες ενέργειες προκειμένου να προσληφθεί] – Υποχρεώσεις του κράτους μέλους υποδοχής – Υποχρέωση του προσώπου που αναζητεί εργασία – Οδηγία 2004/38/ΕΚ – Άρθρο 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ – Διατήρηση του δικαιώματος διαμονής – Προϋποθέσεις – Άρθρα 15 και 31 – Διαδικαστικές εγγυήσεις – Εξουσίες των εθνικών δικαστηρίων στο πλαίσιο εκδικάσεως προσφυγής ακυρώσεως κατά αποφάσεως περί μη αναγνωρίσεως δικαιώματος διαμονής άνω των τριών μηνών σε πολίτη της Ένωσης που αναζητεί εργασία»

I. Εισαγωγή

1.

Τo δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων που αναζητούν εργασία ασκείται ταυτοχρόνως βάσει των άρθρων 45 και 21 ΣΛΕΕ ( 2 ): κάθε πολίτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αναζητεί εργασία είναι εργαζόμενος κατά την έννοια του άρθρου 45 ΣΛΕΕ. Επομένως, τα πρόσωπα που αναζητούν εργασία βρίσκονται στο σημείο συγκλίσεως της εσωτερικής αγοράς και της ιθαγένειας της Ένωσης.

2.

Ακριβώς σε αυτό το πλαίσιο θα εξετάσω την παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε στο Δικαστήριο το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας, Βέλγιο) και αφορά την ερμηνεία του άρθρου 45 ΣΛΕΕ και της οδηγίας 2004/38/ΕΚ ( 3 ), ιδίως του άρθρου 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, και των άρθρων 15 και 31 της οδηγίας αυτής.

3.

Η υπό κρίση υπόθεση εντάσσεται στο πλαίσιο αιτήσεως που υπέβαλε Έλληνας υπήκοος προκειμένου να του χορηγηθεί δικαίωμα διαμονής άνω των τριών μηνών ως προσώπου που αναζητεί εργασία, επί της οποίας η αρμόδια βελγική αρχή εξέδωσε απορριπτική απόφαση με διαταγή εγκαταλείψεως της επικράτειας.

4.

Τα ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο στην υπόθεση αυτή αφορούν, κατ’ ουσίαν, αφενός, την έκταση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των προσώπων που αναζητούν εργασία, ιδίως όσον αφορά το βάρος αποδείξεως, στο πλαίσιο του άρθρου 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/38, και, αφετέρου, το ζήτημα αν τα κράτη μέλη οφείλουν να χορηγούν στα πρόσωπα αυτά εύλογη προθεσμία προς αναζήτηση εργασίας, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη των έξι μηνών. Τα ερωτήματα αυτά παρέχουν στο Δικαστήριο την ευκαιρία να διευκρινίσει το περιεχόμενο των διαδικαστικών εγγυήσεων που προβλέπει η οδηγία 2004/38 για τα πρόσωπα που αναζητούν εργασία κατά των οποίων έχει εκδοθεί απόφαση απελάσεως.

II. Το νομικό πλαίσιο

Α. Το δίκαιο της Ένωσης

5.

Το άρθρο 6 της οδηγίας 2004/38, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα διαμονής έως τρεις μήνες», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Οι πολίτες της Ένωσης έχουν δικαίωμα διαμονής στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους για χρονικό διάστημα έως τρεις μήνες χωρίς κανένα όρο ή διατύπωση πέραν της απαίτησης κατοχής ισχύοντος δελτίου ταυτότητας ή διαβατηρίου.»

6.

Το άρθρο 14 της οδηγίας αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διατήρηση του δικαιώματος διαμονής», ορίζει στην παράγραφο 4, στοιχείο βʹ, τα εξής:

«Κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους 1 και 2 και με την επιφύλαξη των διατάξεων του Κεφαλαίου VI, δεν λαμβάνεται επ’ ουδενί μέτρο απέλασης κατά πολιτών της Ένωσης ή μελών της οικογένειάς τους, εφόσον:

[…]

β)

οι πολίτες της Ένωσης εισήλθαν στην επικράτεια του κράτους μέλους υποδοχής προκειμένου να αναζητήσουν εργασία. Σε αυτή την περίπτωση, οι πολίτες της Ένωσης και τα μέλη των οικογενειών τους δεν μπορούν να απελαθούν εν όσω οι πολίτες της Ένωσης δύνανται να παρέχουν αποδείξεις ότι συνεχίζουν να αναζητούν εργασία και ότι έχουν πραγματικές πιθανότητες να προσληφθούν.»

7.

Το άρθρο 15 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διαδικαστικές εγγυήσεις», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Οι διαδικασίες που προβλέπονται στα άρθρα 30 και 31 εφαρμόζονται κατ’ αναλογία για κάθε απόφαση περιοριστική της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους, για άλλους λόγους εκτός της δημόσιας τάξης, της δημόσιας ασφάλειας ή της δημόσιας υγείας.»

8.

Το άρθρο 31 της ίδιας οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διαδικαστικές εγγυήσεις», ορίζει στις παραγράφους 1 και 3 τα εξής:

«1.   Οι ενδιαφερόμενοι έχουν πρόσβαση σε δικαστικές και, ενδεχομένως, διοικητικές διαδικασίες προσφυγών στο κράτος μέλος υποδοχής, προκειμένου να προσβάλλουν ή να ζητήσουν την αναθεώρηση απόφασης η οποία έχει ληφθεί εις βάρος τους για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας.

[…]

3.   Οι διαδικασίες προσφυγών επιτρέπουν τον έλεγχο της νομιμότητας της απόφασης καθώς και των γεγονότων και των περιστάσεων επί των οποίων βασίζεται το προτεινόμενο μέτρο. Εξασφαλίζουν επίσης ότι η απόφαση δεν είναι δυσανάλογη, ιδίως σε σχέση με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 28.»

Β. Το βελγικό δίκαιο

9.

Το άρθρο 39/2, παράγραφος 2, του νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980 σχετικά με την είσοδο των αλλοδαπών στην ημεδαπή, τη διαμονή, την εγκατάσταση και την απομάκρυνσή τους ( 4 ) (στο εξής: νόμος της 15ης Δεκεμβρίου 1980) προβλέπει τα εξής:

«Το Conseil [du contentieux des étrangers] (συμβούλιο επιλύσεως ενδίκων διαφορών αλλοδαπών) εκδίδει αποφάσεις επί των λοιπών προσφυγών ακυρώσεως λόγω παραβάσεως είτε ουσιώδους τύπου είτε τύπου προβλεπόμενου επί ποινή ακυρότητας, καθώς και λόγω υπερβάσεως ή καταχρήσεως εξουσίας.»

10.

Κατά το άρθρο 40, παράγραφος 4, σημείο 1, του νόμου αυτού:

«§ 4.   Κάθε πολίτης της Ένωσης έχει δικαίωμα διαμονής στο Βασίλειο του Βελγίου για χρονικό διάστημα άνω των τριών μηνών αν πληροί την προϋπόθεση του άρθρου 41, πρώτο εδάφιο[,] και:

1. απασχολείται ως μισθωτός ή μη μισθωτός ή εισέρχεται στο Βασίλειο του Βελγίου προκειμένου να αναζητήσει εργασία, όσο δύναται να αποδείξει ότι συνεχίζει να αναζητεί εργασία και ότι έχει πραγματικές πιθανότητες να προσληφθεί».

11.

Κατά το άρθρο 50, παράγραφος 1 και παράγραφος 2, σημείο 3, στοιχεία a και b, του βασιλικού διατάγματος της 8ης Οκτωβρίου 1981 σχετικά με την είσοδο στην επικράτεια, τη διαμονή, την εγκατάσταση και την απομάκρυνση των αλλοδαπών ( 5 ) (στο εξής: βασιλικό διάταγμα της 8ης Οκτωβρίου 1981):

«§ 1.   Ο πολίτης της Ένωσης που προτίθεται να διαμείνει στην επικράτεια του Βασιλείου του Βελγίου για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών και αποδεικνύει την ιθαγένειά του σύμφωνα με το άρθρο 41, πρώτο εδάφιο, του νόμου [της 15ης Δεκεμβρίου 1980] υποβάλλει στις δημοτικές αρχές του τόπου κατοικίας του αίτηση για τη χορήγηση βεβαιώσεως εγγραφής με έντυπο βάσει του υποδείγματος που περιέχεται στο παράρτημα 19.

[…]

§ 2.   Με την αίτηση ή το αργότερο εντός τριών μηνών από την υποβολή της, ο πολίτης της Ένωσης οφείλει, κατά περίπτωση, να προσκομίσει τα ακόλουθα έγγραφα:

[…]

3. πρόσωπο που αναζητεί εργασία:

a)

εγγραφή στην αρμόδια υπηρεσία ευρέσεως εργασίας ή αντίγραφο αιτήσεων υποψηφιότητας για θέσεις εργασίας· και

b)

την απόδειξη ότι έχει πραγματική πιθανότητα να προσληφθεί, λαμβανομένης υπόψη της προσωπικής καταστάσεως του ενδιαφερόμενου, ιδίως των διπλωμάτων που διαθέτει, της επαγγελματικής εκπαιδεύσεως που ενδεχομένως έχει παρακολουθήσει ή προβλέπεται να παρακολουθήσει και της διάρκειας της περιόδου ανεργίας».

III. Τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

12.

Στις 27 Οκτωβρίου 2015 ο G. M. A., Έλληνας υπήκοος, υπέβαλε αίτηση για τη χορήγηση βεβαιώσεως εγγραφής στο Βέλγιο προκειμένου να αποκτήσει δικαίωμα διαμονής άνω των τριών μηνών στο εν λόγω κράτος μέλος ως πρόσωπο που αναζητεί εργασία.

13.

Στις 18 Μαρτίου 2016 η αίτηση αυτή απορρίφθηκε με απόφαση της Office des étrangers de Belgique (Υπηρεσίας Αλλοδαπών του Βελγίου, στο εξής: Υπηρεσία), με την αιτιολογία ότι ο G. M. A. δεν πληρούσε τις απαιτούμενες από τη βελγική νομοθεσία προϋποθέσεις για τη χορήγηση δικαιώματος διαμονής άνω των τριών μηνών (στο εξής: επίδικη απόφαση). Ειδικότερα, κατά την Υπηρεσία, αφενός, τα έγγραφα που προσκόμισε ο G. M. A. δεν άφηναν να υποτεθεί ότι είχε πραγματικές πιθανότητες να προσληφθεί και, αφετέρου, o G. M. A. μετά την υποβολή της αιτήσεώς του για τη χορήγηση βεβαιώσεως εγγραφής δεν είχε παράσχει ακόμη μισθωτές υπηρεσίες στο Βέλγιο. Κατά συνέπεια, οι βελγικές αρχές υποχρέωσαν τον G. M. A. να εγκαταλείψει τη βελγική επικράτεια εντός 30 ημερών από την επίδικη απόφαση.

14.

Με απόφαση της 28ης Ιουνίου 2018, το Conseil du contentieux des étrangers [συμβούλιο επιλύσεως ενδίκων διαφορών αλλοδαπών (CCE)], ως αρμόδιο δικαστήριο για τον έλεγχο σε πρώτο βαθμό της νομιμότητας των αποφάσεων της Υπηρεσίας, απέρριψε την προσφυγή του G. M. A. κατά της επίδικης αποφάσεως.

15.

Στη συνέχεια, ο G. M. A. άσκησε αναίρεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Υποστήριξε, κατά πρώτον, ότι από το άρθρο 45 ΣΛΕΕ και από την απόφαση Antonissen ( 6 ) προκύπτει, πρώτον, ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να χορηγούν «εύλογη προθεσμία» στα πρόσωπα που αναζητούν εργασία τα οποία προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, προκειμένου να παρέχεται στα πρόσωπα αυτά η δυνατότητα να λαμβάνουν γνώση των προσφερόμενων στο κράτος μέλος υποδοχής θέσεων εργασίας που ενδέχεται να είναι κατάλληλες για αυτά και να προβαίνουν στις αναγκαίες ενέργειες για την πρόσληψή τους· δεύτερον, ότι η προθεσμία αυτή δεν δύναται σε καμία περίπτωση να είναι μικρότερη των έξι μηνών και, τρίτον, ότι το κράτος μέλος υποδοχής πρέπει να επιτρέπει την παρουσία, εντός της επικράτειάς του, προσώπου το οποίο αναζητεί εργασία, καθ’ όλη τη διάρκεια της προθεσμίας αυτής, χωρίς να απαιτεί από το εν λόγω πρόσωπο να αποδείξει ότι έχει πραγματικές πιθανότητες να προσληφθεί. Κατά τον G. M. A., από το άρθρο 7, παράγραφος 3, σε συνδυασμό με τα άρθρα 11 και 16 της οδηγίας 2004/38 προκύπτει επίσης ότι προθεσμία μικρότερη των έξι μηνών δεν δύναται να θεωρηθεί «εύλογη».

16.

Κατά δεύτερον, ο G. M. A. εξέθεσε ότι, μετά την έκδοση της επίδικης αποφάσεως, ήτοι στις 6 Απριλίου 2016, προσελήφθη από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ως δόκιμος υπάλληλος. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι ο G. M. A. έχει πραγματικές πιθανότητες να προσληφθεί και ότι, επομένως, μπορεί να θεμελιώσει δικαίωμα διαμονής άνω των τριών μηνών. Ως εκ τούτου, το CCE, μη λαμβάνοντας υπόψη την πρόσληψη του G. M. A., παρέβη τα άρθρα 15 και 31 της οδηγίας 2004/38, καθώς και τα άρθρα 41 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης). Ειδικότερα, από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι τα δικαστήρια που είναι αρμόδια για τον έλεγχο της νομιμότητας διοικητικής αποφάσεως αφορώσας το δικαίωμα διαμονής πολίτη της Ένωσης οφείλουν να εξετάζουν ενδελεχώς όλες τις κρίσιμες περιστάσεις και να λαμβάνουν υπόψη όλα τα πραγματικά στοιχεία που έχουν τεθεί υπόψη τους, ακόμη και αν τα στοιχεία αυτά είναι μεταγενέστερα της επίμαχης αποφάσεως.

17.

Για τους λόγους αυτούς, ο G. M. A. υποστηρίζει ότι το CCE όφειλε να μην εφαρμόσει τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες που μετέφεραν εσφαλμένως στην εσωτερική έννομη τάξη τα άρθρα 15 και 31 της οδηγίας 2004/38, ήτοι το άρθρο 39/2, παράγραφος 2, του νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980, βάσει των οποίων το CCE δεν έλαβε υπόψη την πρόσληψή του ως δόκιμου υπαλλήλου μετά την έκδοση της επίδικης αποφάσεως.

18.

Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο το Δικαστήριο θα ερμηνεύσει τις επίμαχες στην κύρια δίκη διατάξεις του δικαίου της Ένωσης. Πράγματι, αν το άρθρο 45 ΣΛΕΕ ή τα άρθρα 41 και 47 του Χάρτη καθώς και τα άρθρα 15 και 31 της οδηγίας 2004/38 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια που προτείνει ο G. M. A., θα θεμελιώσει δικαίωμα διαμονής άνω των τριών μηνών.

19.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας), με απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2019, που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 25 Σεπτεμβρίου 2019, αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να θέσει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Πρέπει το άρθρο 45 [ΣΛΕΕ] να ερμηνευθεί και να εφαρμοσθεί υπό την έννοια ότι το κράτος μέλος υποδοχής υποχρεούται, πρώτον, να χορηγεί εύλογη προθεσμία σε πρόσωπο το οποίο αναζητεί εργασία, προκειμένου να παρέχεται στο εν λόγω πρόσωπο η δυνατότητα να λαμβάνει γνώση των προσφερόμενων θέσεων εργασίας που είναι κατάλληλες για αυτό και να προβαίνει στις αναγκαίες ενέργειες με σκοπό την πρόσληψή του, δεύτερον, να δέχεται ότι η προθεσμία για αναζήτηση εργασίας δεν δύναται σε καμία περίπτωση να είναι μικρότερη των έξι μηνών και, τρίτον, να επιτρέπει την παρουσία, εντός της επικράτειάς του, προσώπου το οποίο αναζητεί εργασία, καθ’ όλη τη διάρκεια της προθεσμίας αυτής, χωρίς να απαιτεί από το εν λόγω πρόσωπο να αποδείξει ότι έχει πραγματικές πιθανότητες να προσληφθεί;

2)

Πρέπει τα άρθρα 15 και 31 της οδηγίας [2004/38] και τα άρθρα 41 και 47 του [Χάρτη], καθώς και οι αρχές της υπεροχής του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της πρακτικής αποτελεσματικότητας των οδηγιών, να ερμηνευθούν και να εφαρμοσθούν υπό την έννοια ότι τα εθνικά δικαστήρια του κράτους μέλους υποδοχής υποχρεούνται, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως κατά αποφάσεως περί μη αναγνωρίσεως σε πολίτη της Ένωσης δικαιώματος διαμονής διάρκειας άνω των τριών μηνών, να λαμβάνουν υπόψη νέα στοιχεία τα οποία ανέκυψαν μετά την απόφαση που έλαβαν οι εθνικές αρχές, εφόσον τα στοιχεία αυτά είναι ικανά να επιφέρουν μεταβολή της καταστάσεως του ενδιαφερόμενου προσώπου, βάσει της οποίας δεν θα ήταν πλέον δυνατός ο περιορισμός των δικαιωμάτων διαμονής του στο κράτος μέλος υποδοχής;»

20.

Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν ο G. M. A., η Βελγική, η Δανική, η Πολωνική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Το Δικαστήριο αποφάσισε να μη διεξαχθεί επ’ ακροατηρίου συζήτηση, εκτιμώντας ότι έχει διαφωτιστεί επαρκώς ώστε να αποφανθεί.

IV. Ανάλυση

Α. Επί της εκκρεμοδικίας της διαφοράς της κύριας δίκης

21.

Πρέπει να υπενθυμίσω ότι το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι τόσο από το γράμμα όσο και από την οικονομία του άρθρου 267 ΣΛΕΕ προκύπτει ότι η διαδικασία προδικαστικής παραπομπής προϋποθέτει ότι εκκρεμεί πράγματι διαφορά ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, στο πλαίσιο της οποίας αυτά καλούνται να εκδώσουν απόφαση που θα λαμβάνει υπόψη την εκδοθείσα από το Δικαστήριο προδικαστική απόφαση. Συνεπώς, το Δικαστήριο δύναται να ελέγχει αυτεπαγγέλτως αν η διαφορά της κύριας δίκης παραμένει εκκρεμής ( 7 ).

22.

Εν προκειμένω, η διαφορά της κύριας δίκης αφορά την απόρριψη αιτήσεως για τη χορήγηση βεβαιώσεως εγγραφής στο Βέλγιο του αιτούντος ως προσώπου το οποίο αναζητεί εργασία, η οποία υποβλήθηκε από τον G. M. A. στις 27 Οκτωβρίου 2015, με αντικείμενο την απόκτηση δικαιώματος διαμονής άνω των τριών μηνών στο εν λόγω κράτος μέλος, το δε Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας) έχει επιληφθεί αιτήσεως αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του CCE της 28ης Ιουνίου 2019, με την οποία το CCE απέρριψε την προσφυγή που ο ενδιαφερόμενος είχε ασκήσει κατά της επίδικης αποφάσεως.

23.

Πάντως, από την απόφαση περί παραπομπής, καθώς και από τις παρατηρήσεις της Επιτροπής προκύπτει ότι, κατόπιν νέας αιτήσεως που υπέβαλε ο G. M. A. στις 25 Απριλίου 2016, του χορηγήθηκε βεβαίωση εγγραφής από την Commune de Schaerbeek (Δήμο του Schaerbeek, Βέλγιο) στις 6 Μαΐου 2017 και ότι από τις 24 Νοεμβρίου 2016 ο G. M. A. είναι κάτοχος κάρτας Ε η οποία ισχύει μέχρι τις 7 Ιουλίου 2021.

24.

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή θεωρεί ότι παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, λόγω εξαλείψεως του αντικειμένου της αιτήσεως εγγραφής του G. M. A. ως προσώπου το οποίο αναζητεί εργασία.

25.

Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι εξακολουθεί να υφίσταται έννομο συμφέρον για την αναίρεση, λαμβανομένης υπόψη, κατ’ ουσίαν, της δυνατότητας ταχύτερης αποκτήσεως δικαιώματος μόνιμης διαμονής σε περίπτωση ακυρώσεως της επίδικης αποφάσεως. Πράγματι, σε αυτήν την περίπτωση, το συνεχές χρονικό διάστημα διαμονής πέντε ετών που προβλέπεται στο άρθρο 16 της οδηγίας 2004/38, το οποίο είναι απαραίτητο για την απόκτηση του εν λόγω δικαιώματος διαμονής, αρχίζει από την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως για τη χορήγηση βεβαιώσεως εγγραφής στο Βέλγιο, ήτοι από τις 27 Οκτωβρίου 2015.

26.

Συνεπώς, εκτιμώ ότι η διαφορά της κύριας δίκης εξακολουθεί να εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου και ότι η απάντηση του Δικαστηρίου επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος παραμένει χρήσιμη για τη λύση της διαφοράς αυτής.

Β. Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

1.   Εισαγωγικές παρατηρήσεις επί του περιεχομένου του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

27.

Υπενθυμίζω ευθύς εξαρχής ότι, κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, σε αυτό εναπόκειται να δώσει στο αιτούν δικαστήριο χρήσιμη απάντηση που να του παρέχει τη δυνατότητα να λύσει τη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί. Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο μπορεί να αναδιατυπώσει, εφόσον είναι αναγκαίο, τα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί ( 8 ).

28.

Συναφώς, το πρώτο προδικαστικό ερώτημα αφορά ασφαλώς την ερμηνεία του άρθρου 45 ΣΛΕΕ. Ωστόσο, προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο και λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που περιέχονται στην απόφασή του, το ερώτημα αυτό πρέπει να νοηθεί υπό την έννοια ότι, με αυτό, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 45 ΣΛΕΕ και το άρθρο 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/38 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι το κράτος μέλος υποδοχής υποχρεούται, πρώτον, να χορηγεί εύλογη προθεσμία σε πρόσωπο το οποίο αναζητεί εργασία, προκειμένου να παρέχεται στο εν λόγω πρόσωπο η δυνατότητα να λαμβάνει γνώση των προσφερόμενων θέσεων εργασίας που είναι κατάλληλες για αυτό και να προβαίνει στις αναγκαίες ενέργειες με σκοπό την πρόσληψή του, δεύτερον, να αναγνωρίζει ότι η προθεσμία για αναζήτηση εργασίας δεν δύναται σε καμία περίπτωση να είναι μικρότερη των έξι μηνών και, τρίτον, να επιτρέπει την παρουσία, εντός της επικράτειάς του, προσώπου το οποίο αναζητεί εργασία, καθ’ όλη τη διάρκεια της προθεσμίας αυτής, χωρίς να απαιτεί από το εν λόγω πρόσωπο να αποδείξει ότι έχει πραγματικές πιθανότητες να προσληφθεί.

29.

Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, θα προχωρήσω σε ανάλυση σε δύο στάδια. Πρώτον, θα αναφερθώ στο περιεχόμενο του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηκόων κράτους μέλους που αναζητούν εργασία σε άλλο κράτος μέλος, σύμφωνα με το άρθρο 45 ΣΛΕΕ, όπως αυτό ερμηνεύεται στη νομολογία του Δικαστηρίου, ιδίως στην απόφαση Antonissen ( 9 ). Δεύτερον, θα αναλύσω, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως και στο πλαίσιο της οδηγίας 2004/38, την έκταση των δικαιωμάτων που παρέχει στα πρόσωπα που αναζητούν εργασία το άρθρο 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/38, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 21 και 45 ΣΛΕΕ.

2.   Σύντομη επισκόπηση της νομολογίας σχετικά με το δικαίωμα διαμονής των προσώπων που αναζητούν εργασία: η απόφαση Antonissen

30.

Πρώτον, υπενθυμίζω ότι το άρθρο 45 ΣΛΕΕ ορίζει ότι εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων εντός της Ένωσης, η οποία, με την επιφύλαξη των περιορισμών που δικαιολογούνται από λόγους δημόσιας τάξεως, δημόσιας ασφάλειας και δημόσιας υγείας, περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, το δικαίωμά τους να αποδέχονται κάθε πραγματική προσφορά εργασίας και να μετακινούνται ελεύθερα για τον σκοπό αυτόν εντός του εδάφους των κρατών μελών. Επομένως, από το άρθρο αυτό προκύπτει ότι ο υπήκοος κράτους μέλους που αναζητεί εργασία έχει το δικαίωμα να μετακινείται ελεύθερα εντός του εδάφους των άλλων κρατών μελών.

31.

Δεύτερον, όσον αφορά το δικαίωμα των υπηκόων κράτους μέλους να εισέρχονται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους και να διαμένουν σε αυτό, για τους σκοπούς του άρθρου 45 ΣΛΕΕ, ιδίως για την αναζήτηση ή την άσκηση εκεί επαγγελματικής δραστηριότητας, μισθωτής ή ανεξάρτητης, πλείονες αποφάσεις πρέπει να τύχουν της προσοχής μας, ιδίως δε οι αποφάσεις Royer ( 10 ), Antonissen ( 11 ) και Επιτροπή κατά Βελγίου ( 12 ).

32.

Στην απόφαση Royer το Δικαστήριο αναφέρθηκε για πρώτη φορά στο δικαίωμα διαμονής των προσώπων που αναζητούν εργασία. Στην απόφαση αυτή έκρινε ότι το δικαίωμα αυτό αποτελεί δικαίωμα που παρέχεται απευθείας από το άρθρο 48 της Συνθήκης ΕΟΚ (νυν άρθρο 45 ΣΛΕΕ) ή, κατά περίπτωση, από τις διατάξεις που θεσπίστηκαν για την εφαρμογή του άρθρου αυτού ( 13 ).

33.

Στο πλαίσιο αυτής της νομολογιακής γραμμής, η απόφαση Antonissen ( 14 ) είναι ιδιαιτέρως σημαντική στο μέτρο που αφορά, όπως η υπό κρίση υπόθεση, το ζήτημα αν η νομοθεσία κράτους μέλους μπορεί να περιορίζει χρονικώς το δικαίωμα διαμονής των υπηκόων άλλων κρατών μελών προς τον σκοπό αναζητήσεως εργασίας. Η απόφαση αυτή εκδόθηκε επί αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως την οποία είχε υποβάλει αγγλικό δικαστήριο στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ Βέλγου υπηκόου και των αγγλικών αρχών σχετικά με απόφαση των αρχών αυτών περί απορρίψεως προσφυγής κατά αποφάσεως απελάσεως.

34.

Το Δικαστήριο αρχικώς υπενθύμισε ότι η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων που κατοχυρώνεται στο άρθρο 48, παράγραφοι 1 έως 3, της Συνθήκης ΕΟΚ (νυν άρθρο 45, παράγραφοι 1 έως 3, ΣΛΕΕ) αποτελεί μία από τις θεμελιώδεις αρχές της Ένωσης, ότι οι διατάξεις που καθιερώνουν την ελευθερία αυτή πρέπει να ερμηνεύονται ευρέως και ότι στενή ερμηνεία του άρθρου αυτού θα έθετε σε κίνδυνο τις πραγματικές πιθανότητες του αναζητούντος εργασία υπηκόου κράτους μέλους να βρει απασχόληση σε ένα από τα άλλα κράτη μέλη και, επομένως, θα στερούσε τη διάταξη αυτή από την πρακτική της αποτελεσματικότητα ( 15 ). Επιπλέον, διευκρίνισε ότι το άρθρο 48, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΟΚ (νυν άρθρο 45, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ) απαριθμεί μη περιοριστικώς ορισμένα δικαιώματα των υπηκόων των κρατών μελών στο πλαίσιο της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων και ότι η ελευθερία αυτή συνεπάγεται το δικαίωμα των υπηκόων των κρατών μελών να κυκλοφορούν ελεύθερα στο έδαφος των άλλων κρατών μελών και να διαμένουν σε αυτά με σκοπό την εκεί αναζήτηση εργασίας ( 16 ).

35.

Το Δικαστήριο, στη συνέχεια, εξέτασε αν το δικαίωμα διαμονής το οποίο αντλεί από το άρθρο 48 της Συνθήκης ΕΟΚ (νυν άρθρο 45 ΣΛΕΕ) ο υπήκοος κράτους μέλους που αναζητεί εργασία σε άλλο κράτος μέλος υπόκειται σε χρονικό περιορισμό. Συναφώς, έκρινε ότι η πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 48 διασφαλίζεται στο μέτρο που η νομοθεσία της Ένωσης ή, ελλείψει αυτής, η νομοθεσία κράτους μέλους χορηγεί στους ενδιαφερόμενους εύλογη προθεσμία, ικανή να τους παρέχει τη δυνατότητα να λαμβάνουν γνώση, στο έδαφος του συγκεκριμένου κράτους μέλους, των προσφερόμενων θέσεων εργασίας που αντιστοιχούν στα επαγγελματικά προσόντα τους και να προβαίνουν, ενδεχομένως, στις απαραίτητες ενέργειες με σκοπό την πρόσληψή τους ( 17 ).

36.

Τέλος, όσον αφορά τη διάρκεια του ως άνω δικαιώματος διαμονής, το Δικαστήριο δεν δέχθηκε ότι ισχύει προθεσμία τριών μηνών ( 18 ). Εντούτοις, προσέθεσε ότι, ελλείψει διατάξεως της Ένωσης τάσσουσας προθεσμία για τη διαμονή των αναζητούντων εργασία σε κράτος μέλος υπηκόων άλλων κρατών μελών, μια εξάμηνη προθεσμία δεν φαίνεται, κατ’ αρχήν, ανεπαρκής και ότι μια τέτοια προθεσμία δεν θέτει σε κίνδυνο την πρακτική αποτελεσματικότητα της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας. Το Δικαστήριο, πάντως, διευκρίνισε ότι αν, μετά την παρέλευση της εν λόγω προθεσμίας, ο ενδιαφερόμενος αποδεικνύει ότι εξακολουθεί να αναζητεί εργασία και ότι έχει πραγματικές πιθανότητες να προσληφθεί, δεν μπορεί να εξαναγκασθεί να εγκαταλείψει το έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής ( 19 ).

37.

Επιπλέον, θεωρώ σκόπιμο να υπενθυμίσω στο σημείο αυτό ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ο όρος «εργαζόμενος» κατά την έννοια του άρθρου 45 ΣΛΕΕ έχει αυτοτελές περιεχόμενο και δεν πρέπει να ερμηνεύεται στενά ( 20 ). Πράγματι, ο όρος αυτός, καθόσον καθορίζει το πεδίο εφαρμογής μιας θεμελιώδους ελευθερίας προβλεπόμενης από τη Συνθήκη ΛΕΕ, πρέπει να τυγχάνει ευρείας ερμηνείας ( 21 ). Συναφώς, το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να διευκρινίσει ότι το «πρόσωπο που αναζητεί πράγματι εργασία» πρέπει να χαρακτηρίζεται ως «εργαζόμενος» κατά την έννοια του άρθρου 45 ΣΛΕΕ ( 22 ).

38.

Τρίτον και τελευταίον, επισημαίνεται ότι, μετά τη θέσπιση της ιθαγένειας της Ένωσης στις Συνθήκες, οι προϋποθέσεις διατηρήσεως του δικαιώματος διαμονής των προσώπων που αναζητούν εργασία, οι οποίες καθορίστηκαν στην απόφαση Antonissen ( 23 ), επαναλήφθηκαν από το Δικαστήριο, ιδίως με την απόφαση Επιτροπή κατά Βελγίου ( 24 ), στην οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι κράτος μέλος, όταν υποχρεώνει τους υπηκόους των άλλων κρατών μελών οι οποίοι αναζητούν εργασία εντός της επικράτειάς του να την εγκαταλείψουν αυτομάτως μετά την παρέλευση προθεσμίας τριών μηνών, παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 48 ΕΚ (νυν άρθρο 45 ΣΛΕΕ).

39.

Μετά τη θέσπιση της ιθαγένειας της Ένωσης στις Συνθήκες και την έκδοση της οδηγίας 2004/38, οι προϋποθέσεις διατηρήσεως του δικαιώματος διαμονής των προσώπων που αναζητούν εργασία, οι οποίες καθορίστηκαν στην απόφαση Antonissen ( 25 ), επί των οποίων καλείται να αποφανθεί το Δικαστήριο στην υπό κρίση υπόθεση, κωδικοποιήθηκαν στο άρθρο 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας αυτής.

40.

Ακριβώς υπό το πρίσμα των εκτιμήσεων αυτών θα προβώ τώρα στην εξέταση του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος.

3.   Η έκταση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των προσώπων που αναζητούν εργασία στο πλαίσιο του άρθρου 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/38, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα των άρθρων 21 και 45 ΣΛΕΕ

41.

Τώρα, το άρθρο 21 ΣΛΕΕ ορίζει ότι κάθε πολίτης της Ένωσης έχει το δικαίωμα να κυκλοφορεί και να διαμένει ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών, υπό την επιφύλαξη των περιορισμών και με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στις Συνθήκες και στις διατάξεις που θεσπίζονται για την εφαρμογή τους. Όσον αφορά τα πρόσωπα που αναζητούν εργασία, το άρθρο 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/38 προβλέπει ότι ο πολίτης της Ένωσης που εισέρχεται στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής προκειμένου να αναζητήσει εκεί εργασία δεν μπορεί να απελαθεί όσο δύναται να αποδείξει ότι συνεχίζει να αναζητεί εργασία και ότι έχει πραγματικές πιθανότητες να προσληφθεί.

42.

Ωστόσο, μολονότι με τη διάταξη αυτή ο νομοθέτης της Ένωσης κωδικοποίησε τις καθορισθείσες από το Δικαστήριο προϋποθέσεις διατηρήσεως του δικαιώματος διαμονής των προσώπων που αναζητούν εργασία, επαναλαμβάνοντας τη διατύπωση της αποφάσεως Antonissen ( 26 ), η εν λόγω διάταξη δεν διευκρινίζει αν το κράτος μέλος υποδοχής υποχρεούται να χορηγεί εύλογη προθεσμία στα πρόσωπα αυτά, προκειμένου να τους παρέχεται η δυνατότητα να λαμβάνουν γνώση των προσφερόμενων θέσεων εργασίας που είναι κατάλληλες για αυτά και να προβαίνουν στις αναγκαίες ενέργειες με σκοπό την πρόσληψή τους. Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί ότι το άρθρο 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/38 δεν κάνει μνεία της εξάμηνης προθεσμίας την οποία το Δικαστήριο έκρινε ως «εύλογη» στην ως άνω απόφαση.

43.

Ακριβώς το σημείο αυτό είναι εκείνο που θα εξετάσω τώρα. Επιθυμώ ήδη να αναφέρω ότι συντάσσομαι με την άποψη της Επιτροπής, κατά την οποία, για την ερμηνεία του άρθρου 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/38, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι το δικαίωμα διαμονής των προσώπων που αναζητούν εργασία κατοχυρώνεται απευθείας στο άρθρο 45 ΣΛΕΕ, όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο στη νομολογία του.

α)   Επί της υποχρεώσεως των κρατών μελών να χορηγούν εύλογη προθεσμία

44.

Επισημαίνω εκ προοιμίου ότι όλοι όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο πλαίσιο της παρούσας προδικαστικής διαδικασίας συμφωνούν ως προς το ότι το κράτος μέλος υποδοχής οφείλει να χορηγεί εύλογη προθεσμία στα πρόσωπα που αναζητούν εργασία.

45.

Συντάσσομαι με την άποψη αυτή. Πράγματι, όπως επισήμανα, από την απόφαση Antonissen ( 27 ), καθώς και από τη μεταγενέστερη αυτής νομολογία ( 28 ), προκύπτει ότι, στο μέτρο που η νομοθεσία της Ένωσης δεν προβλέπει ρητώς περιορισμό του δικαιώματος διαμονής των προσώπων που αναζητούν εργασία, τα κράτη μέλη οφείλουν, προκειμένου να μη στερήσουν από το άρθρο 45 ΣΛΕΕ την πρακτική του αποτελεσματικότητα, να χορηγούν στους ενδιαφερόμενους εύλογη προθεσμία, ικανή να τους παράσχει τη δυνατότητα να λαμβάνουν γνώση, στο έδαφος του συγκεκριμένου κράτους μέλους, των προσφερόμενων θέσεων εργασίας που αντιστοιχούν στα επαγγελματικά προσόντα τους και να προβαίνουν, ενδεχομένως, στις απαραίτητες ενέργειες με σκοπό την πρόσληψή τους ( 29 ).

46.

Τίθεται, όμως, το ζήτημα αν το άρθρο 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/38, υπό το πρίσμα του άρθρου 45 ΣΛΕΕ, όπως αυτό έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο στη νομολογία του, επιβάλλει στα κράτη μέλη να χορηγούν προθεσμία τουλάχιστον έξι μηνών σε πολίτη της Ένωσης που αναζητεί εργασία στο κράτος μέλος υποδοχής.

β)   Επί της υποχρεώσεως των κρατών μελών να χορηγούν προθεσμία τουλάχιστον έξι μηνών και επί της υποχρεώσεως των προσώπων που αναζητούν εργασία όσον αφορά το βάρος αποδείξεως κατά τη διάρκεια της προθεσμίας αυτής και μετά την παρέλευσή της

47.

Οι απόψεις των μετεχόντων στην προδικαστική διαδικασία διίστανται όσον αφορά την ερμηνεία της σκέψεως 21 της αποφάσεως Antonissen ( 30 ) και, επομένως, του άρθρου 45 ΣΛΕΕ, καθώς και του άρθρου 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/38. Συναφώς, ο G. M. A. και η Επιτροπή υποστηρίζουν με τις γραπτές παρατηρήσεις τους ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να χορηγούν προθεσμία τουλάχιστον έξι μηνών στα πρόσωπα που αναζητούν εργασία, κατά τη διάρκεια της οποίας τα πρόσωπα αυτά δεν υποχρεούνται να αποδείξουν ότι έχουν πραγματικές πιθανότητες να προσληφθούν. Αντιθέτως, η Βελγική και η Δανική Κυβέρνηση καθώς και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου θεωρούν ότι η σκέψη 21 της αποφάσεως αυτής δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιβάλλει στα κράτη μέλη να χορηγούν μια τέτοια ελάχιστη προθεσμία στα πρόσωπα που αναζητούν εργασία και ότι, καθ’ όλη τη διάρκειά της, το πρόσωπο που αναζητεί εργασία πρέπει να αποδεικνύει ότι έχει πραγματικές πιθανότητες να προσληφθεί.

48.

Δεν συμμερίζομαι πλήρως καμία από τις δύο αυτές απόψεις, και τούτο για τους λόγους που θα εκθέσω στις παρούσες προτάσεις.

1) Η θέση του άρθρου 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/38 στην οικονομία της οδηγίας αυτής: το δικαίωμα διαμονής άνω των τριών μηνών των προσώπων που αναζητούν εργασία δεν υπόκειται στις προϋποθέσεις του άρθρου 7 της οδηγίας αυτής

49.

Πρώτον, θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι η οδηγία 2004/38 εκδόθηκε, μεταξύ άλλων, με βάση το άρθρο 40 ΣΕΚ (νυν άρθρο 46 ΣΛΕΕ), το οποίο αφορούσε τα μέτρα για την εφαρμογή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, όπως αυτή οριζόταν στο άρθρο 39 (νυν άρθρο 45 ΣΛΕΕ).

50.

Δεύτερον, υπογραμμίζω ότι η οδηγία 2004/38 αποσκοπεί στη διευκόλυνση της ασκήσεως του θεμελιώδους και ατομικού δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής, που παρέχεται απευθείας στους πολίτες της Ένωσης από το άρθρο 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, και στην ενίσχυση του δικαιώματος αυτού ( 31 ).

51.

Λαμβάνοντας υπόψη τον σκοπό αυτόν, ο νομοθέτης της Ένωσης θέσπισε ένα σύστημα το οποίο καλύπτει διαφορετικά είδη δικαιωμάτων για διαφορετικές κατηγορίες πολιτών. Η υπό κρίση υπόθεση αφορά, αφενός, το δικαίωμα διαμονής έως τρεις μήνες που προβλέπεται στο άρθρο 6 της οδηγίας 2004/38, το οποίο δεν υπόκειται σε καμία προϋπόθεση ή διατύπωση πέραν της απαιτήσεως κατοχής ισχύοντος δελτίου ταυτότητας ή διαβατηρίου ( 32 ), και, αφετέρου, το δικαίωμα διαμονής άνω των τριών μηνών, το οποίο, αντιθέτως, εξαρτάται από τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38. Συναφώς, μολονότι, κατά το άρθρο 6 της οδηγίας 2004/38, όλοι οι πολίτες της Ένωσης έχουν δικαίωμα διαμονής στο έδαφος άλλου κράτους μέλους για χρονικό διάστημα έως τρεις μήνες, το δικαίωμα διαμονής άνω των τριών μηνών, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 7 της οδηγίας αυτής ( 33 ), αναγνωρίζεται μόνο σε ορισμένες κατηγορίες πολιτών (εν ενεργεία ή μη εν ενεργεία εργαζόμενους, φοιτητές) οι οποίοι πληρούν τις απαριθμούμενες στο άρθρο αυτό προϋποθέσεις (είναι μισθωτοί ή μη μισθωτοί εργαζόμενοι, διαθέτουν επαρκείς πόρους και πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας, παρακολουθούν σπουδές, συμπεριλαμβανομένων μαθημάτων επαγγελματικής καταρτίσεως, κ.λπ.) ( 34 ).

52.

Πάντως, το άρθρο 14 της οδηγίας 2004/38, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διατήρηση του δικαιώματος διαμονής», αναφέρεται στην παράγραφό του 4, στοιχείο βʹ, σε μια κατηγορία πολιτών της Ένωσης ( 35 ) η οποία ουδόλως μνημονεύεται στο άρθρο 7 της οδηγίας αυτής και η οποία, κατά συνέπεια, δεν υπόκειται στις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο αυτό, ήτοι τα πρόσωπα που αναζητούν για πρώτη φορά εργασία στο κράτος μέλος υποδοχής. Πράγματι, το άρθρο 14, παράγραφος 4, της οδηγίας 2004/38 προβλέπει μια κατάσταση που παρεκκλίνει από τα άρθρα 6 και 7, τα οποία μνημονεύονται στο άρθρο 14, παράγραφοι 1 και 2. Στο σύστημα της οδηγίας 2004/38, το δικαίωμα διαμονής των προσώπων που αναζητούν εργασία, το οποίο πηγάζει απευθείας από το άρθρο 45 ΣΛΕΕ, εξετάζεται μόνο στο άρθρο 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας αυτής, το οποίο προβλέπει τη διατήρηση του δικαιώματος διαμονής των πολιτών της Ένωσης, οι οποίοι αναζητούν για πρώτη φορά εργασία και πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στη διάταξη αυτή.

2) Οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/38

53.

Οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/38 επαναλαμβάνουν κατά γράμμα τις προϋποθέσεις του δικαιώματος διαμονής που καθόρισε το Δικαστήριο στη σκέψη 21 της αποφάσεως Antonissen ( 36 ), στην οποία το Δικαστήριο, αφότου έκρινε ότι η εξάμηνη προθεσμία δεν φαίνεται, κατ’ αρχήν, ανεπαρκής, προκειμένου οι ενδιαφερόμενοι να μπορούν να λαμβάνουν γνώση των προσφερομένων στο κράτος μέλος υποδοχής θέσεων εργασίας που αντιστοιχούν στα επαγγελματικά προσόντα τους και να προβαίνουν, ενδεχομένως, στις απαραίτητες ενέργειες για την πρόσληψή τους, έκρινε ότι, «αν μετά την παρέλευση της εν λόγω προθεσμίας ο ενδιαφερόμενος αποδεικνύει ότι εξακολουθεί να αναζητεί εργασία και ότι έχει όντως πιθανότητες να προσληφθεί, δεν μπορεί να εξαναγκασθεί να εγκαταλείψει το έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής» ( 37 ).

54.

Συναφώς, υπενθυμίζω ότι στην απόφαση Antonissen το Δικαστήριο έκρινε ότι οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που διέπουν την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων δεν απαγορεύουν η νομοθεσία κράτους μέλους να προβλέπει ότι υπήκοος άλλου κράτους μέλους, ο οποίος εισήλθε στο έδαφος του πρώτου προς αναζήτηση εκεί εργασίας, μπορεί να εξαναγκαστεί, με την επιφύλαξη του δικαιώματος ασκήσεως ενδίκου βοηθήματος, να το εγκαταλείψει αν δεν έχει βρει θέση εργασίας εντός έξι μηνών, εκτός αν ο ενδιαφερόμενος αποδεικνύει ότι εξακολουθεί να αναζητεί εργασία και έχει πραγματικές πιθανότητες να προσληφθεί ( 38 ).

55.

Από την ανάγνωση ολόκληρης της συλλογιστικής του Δικαστηρίου, η έννοια που πρέπει να δοθεί στις φράσεις «αν μετά την παρέλευση της εν λόγω προθεσμίας ο ενδιαφερόμενος αποδεικνύει» και «αν δεν έχει ανεύρει θέση εργασίας εντός έξι μηνών, εκτός αν ο ενδιαφερόμενος αποδεικνύει», καθίσταται, νομίζω, προφανής. Πράγματι, από την απόφαση αυτή ( 39 ) προκύπτει σαφώς ότι, μολονότι το Δικαστήριο διευκρίνισε τις προϋποθέσεις διατηρήσεως του δικαιώματος διαμονής για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, τις οποίες ο νομοθέτης της Ένωσης κωδικοποίησε στη συνέχεια, στο άρθρο 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/38, ήτοι ότι ο ενδιαφερόμενος δύναται να αποδείξει, αφενός, ότι συνεχίζει να αναζητεί εργασία και, αφετέρου, ότι έχει πραγματικές πιθανότητες να προσληφθεί, ωστόσο τούτο ισχύει μόνο για την περίπτωση κατά την οποία η προθεσμία που θεωρείται «εύλογη», ήτοι η εξάμηνη προθεσμία, έχει εκπνεύσει.

56.

Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση, εμμένω στο γεγονός ότι το Δικαστήριο και, στη συνέχεια, ο νομοθέτης της Ένωσης επέλεξαν να χρησιμοποιήσουν την έκφραση «εξακολουθεί/συνεχίζει να αναζητεί εργασία». Από την επιλογή του ρήματος προκύπτει σαφώς ότι το πρόσωπο που αναζητεί εργασία πρέπει να αποδείξει, σε πρώτο στάδιο, και συγκεκριμένα καθ’ όλη τη διάρκεια της προθεσμίας που θεωρείται «εύλογη», ότι αναζητεί ουσιαστικά και ενεργά εργασία και, σε δεύτερο στάδιο, ήτοι μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής, ότι «εξακολουθεί/συνεχίζει» την ενεργό αναζήτηση εργασίας.

57.

Αντιθέτως, η δεύτερη προϋπόθεση, σχετικά με την υποχρέωση του προσώπου που αναζητεί εργασία να αποδείξει ότι έχει πραγματικές πιθανότητες να προσληφθεί, μπορεί να απαιτηθεί μόνο μετά την παρέλευση της προθεσμίας που θεωρείται «εύλογη».

58.

Η ερμηνεία αυτή είναι όχι μόνο λογική αλλά και σύμφωνη με την επιλογή του νομοθέτη να ενισχύσει τη θέση του προσώπου που αναζητεί εργασία στο πλαίσιο της οδηγίας 2004/38 κωδικοποιώντας, στο άρθρο 14, παράγραφος 4, της οδηγίας αυτής, τις προϋποθέσεις διατηρήσεως του δικαιώματος διαμονής των πολιτών της Ένωσης που αναζητούν για πρώτη φορά εργασία εντός του κράτους μέλους υποδοχής, όπως αυτές έχουν καθοριστεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου.

59.

Επιπλέον, όσον αφορά τη δεύτερη αυτή προϋπόθεση, η Βελγική Κυβέρνηση υποστηρίζει στις γραπτές παρατηρήσεις της ότι η υποχρέωση του G. M. A. να αποδείξει την ύπαρξη πραγματικής πιθανότητας να προσληφθεί, την οποία προβλέπει το άρθρο 40, παράγραφος 4, του νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980, απορρέει από τη σκέψη 38 της αποφάσεως Βάτσουρας και Κουπατάντζε ( 40 ). Συγκεκριμένα, από την απόφαση αυτή προκύπτει ότι οι υπήκοοι κράτους μέλους που αναζητούν εργασία σε άλλο κράτος μέλος πρέπει να αποδείξουν ότι έχουν δημιουργήσει πραγματικούς δεσμούς με την αγορά εργασίας του δεύτερου αυτού κράτους μέλους.

60.

Δεν έχω πειστεί από την προσέγγιση αυτή η οποία, κατ’ εμέ, βασίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της εν λόγω αποφάσεως.

61.

Πράγματι, μια τέτοια απαίτηση για το πρόσωπο που αναζητεί εργασία, η οποία συνίσταται στην απόδειξη ότι το πρόσωπο αυτό έχει πραγματικούς δεσμούς με την αγορά εργασίας του κράτους μέλους υποδοχής, αφορά μόνο την περίπτωση κατά την οποία ο πολίτης της Ένωσης που αναζητεί εργασία ζητεί από το εν λόγω κράτος μέλος παροχή προοριζόμενη να διευκολύνει την πρόσβαση στην απασχόληση, πράγμα το οποίο ουδόλως συμβαίνει στην περίπτωση του G. M. A. Ειδικότερα, το Δικαστήριο έκρινε ότι είναι θεμιτό ένα κράτος μέλος να χορηγεί μια τέτοια παροχή μόνον αφότου αποδειχθεί ότι υφίσταται πραγματικός δεσμός του προσώπου που αναζητεί εργασία με την αγορά εργασίας του εν λόγω κράτους μέλους ( 41 ). Συγκεκριμένα, υπενθυμίζω ότι η απόφαση Βάτσουρας και Κουπατάντζε ( 42 ) βασίζεται στην απόφαση Collins, στην οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι κάθε πρόσωπο που αναζητεί εργασία και ασκεί το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας πρέπει να αποδεικνύει «δεσμό» με το κράτος υποδοχής προκειμένου να του χορηγηθούν επιδόματα αναζητήσεως εργασίας ( 43 ).

3) Ο σκοπός και το ιστορικό θεσπίσεως του άρθρου 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/38

62.

Ο σκοπός και το ιστορικό θεσπίσεως του άρθρου 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/38 ενισχύουν περαιτέρω την ερμηνεία που προτείνεται στα σημεία 51 έως 58 των παρουσών προτάσεων.

63.

Όσον αφορά, πρώτον, τον σκοπό του άρθρου 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/38, η αιτιολογική σκέψη 9 της οδηγίας αυτής αναφέρει σαφώς ότι οι πολίτες της Ένωσης θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να διαμένουν στο κράτος μέλος υποδοχής για χρονικό διάστημα το οποίο δεν θα υπερβαίνει τους τρεις μήνες χωρίς να υπόκεινται σε καμία προϋπόθεση ή διατύπωση πλην της απαιτήσεως κατοχής ισχύοντος δελτίου ταυτότητας ή διαβατηρίου, υπό την επιφύλαξη ευνοϊκότερης μεταχειρίσεως για τα πρόσωπα που αναζητούν εργασία, όπως αναγνωρίζεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου. Από την αιτιολογική αυτή σκέψη προκύπτει, αφενός, ότι η νομολογία του Δικαστηρίου, ιδίως εκείνη της αποφάσεως Antonissen ( 44 ), εξακολουθεί να ισχύει για την ερμηνεία του άρθρου 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/38 και, αφετέρου, ότι κατά τη διάρκεια του τριμήνου της νόμιμης διαμονής πολίτη της Ένωσης στο κράτος μέλος υποδοχής δεν μπορεί να απαιτείται η τήρηση των προϋποθέσεων που ορίζονται στη διάταξη αυτή για τη διατήρηση του δικαιώματος διαμονής του προσώπου που αναζητεί εργασία. Επιπλέον, η αιτιολογική σκέψη 16 της οδηγίας 2004/38 αναφέρει ότι σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να λαμβάνεται μέτρο απελάσεως κατά προσώπων που αναζητούν εργασία, όπως ορίζονται από το Δικαστήριο, παρά μόνο για λόγους δημόσιας τάξεως ή δημόσιας ασφάλειας.

64.

Όσον αφορά, δεύτερον, το ιστορικό θεσπίσεως του άρθρου 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/38, θεωρώ σημαντικό να υπενθυμίσω ότι το άρθρο 6 της αρχικής προτάσεως της Επιτροπής ( 45 ) και το άρθρο 8 του νομοθετικού ψηφίσματος του Κοινοβουλίου ( 46 ) προέβλεπαν δικαίωμα διαμονής έως έξι μήνες, το οποίο δεν υπέκειτο σε καμία προϋπόθεση. Ωστόσο, η διάταξη αυτή τροποποιήθηκε από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση της κοινής θέσεώς του ( 47 ), προκειμένου να ορίσει, σύμφωνα με το νέο άρθρο 6 της οδηγίας 2004/38, την εν λόγω περίοδο σε τρεις μήνες, υπογραμμίζοντας συγχρόνως ότι ευνοϊκότερη μεταχείριση επιφυλάσσεται στα πρόσωπα που αναζητούν εργασία, όπως αναγνωρίζεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου. Η τροποποίηση αυτή, η οποία επήλθε κατά τη νομοθετική διαδικασία της οδηγίας 2004/38, επιβεβαιώνει, όπως επισήμανα στο σημείο 63 των παρουσών προτάσεων, τη βούληση του νομοθέτη της Ένωσης να ενισχύσει τη θέση των προσώπων που αναζητούν εργασία. Επιπλέον, από την αιτιολογική έκθεση της κοινής αυτής θέσεως προκύπτει ότι το άρθρο 14 της οδηγίας 2004/38 «διευκρινίζει τις περιστάσεις υπό τις οποίες ένα κράτος μέλος δύναται να απελάσει πολίτες της Ένωσης, εφόσον παύσουν να πληρούν τις προϋποθέσεις του δικαιώματος διαμονής» ( 48 ).

65.

Τόσο από τον σκοπό όσο και από το ιστορικό θεσπίσεως του άρθρου 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/38 προκύπτει σαφώς ότι βούληση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν για πρόσωπα που αναζητούν για πρώτη φορά εργασία στο κράτος μέλος υποδοχής να δύναται να ισχύσει ευνοϊκότερη μεταχείριση, όπως αυτή αναγνωρίζεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου.

66.

Η διαπίστωση αυτή με οδηγεί στην εξέταση του ακόλουθου ερωτήματος: όσον αφορά την προθεσμία για την αναζήτηση εργασίας, ποια πρέπει να νοείται ως «ευνοϊκότερη μεταχείριση», όπως αναγνωρίζεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου;

67.

Επισημαίνω, πρώτον, ότι η επιλογή του νομοθέτη της Ένωσης να παραπέμψει στη νομολογία του Δικαστηρίου, ιδίως στην απόφαση Antonissen ( 49 ), μαρτυρεί σαφώς, όπως εξέθεσα στο σημείο 63 των παρουσών προτάσεων, τη βούλησή του να αναγνωρίσει τη σημασία της νομολογίας αυτής για την ερμηνεία του άρθρου 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/38 και, συνεπώς, να επιφυλάξει ευνοϊκότερη μεταχείριση στα πρόσωπα που αναζητούν εργασία. Κατόπιν της ανωτέρω διευκρινίσεως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι με την παραπομπή αυτή ο νομοθέτης θέλησε να επικυρώσει πάγια προθεσμία έξι μηνών. Θεωρώ ότι το Δικαστήριο, κρίνοντας στην απόφαση αυτή ότι μια τέτοια προθεσμία «δεν φαίνεται, καταρχήν, ανεπαρκής» και «δεν θέτει σε κίνδυνο την πρακτική αποτελεσματικότητα της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας», έκρινε απλώς ως εύλογη την εξάμηνη προθεσμία που προβλεπόταν από την επίμαχη στην υπόθεση εκείνη εθνική νομοθεσία.

68.

Δεύτερον, υπενθυμίζω ότι το άρθρο 6 της οδηγίας 2004/38 προβλέπει δικαίωμα διαμονής έως τρεις μήνες για όλους τους πολίτες της Ένωσης εντός του εδάφους άλλου κράτους μέλους, το οποίο δεν υπόκειται σε καμία προϋπόθεση.

69.

Εν πάση περιπτώσει, όταν ο πολίτης της Ένωσης, ο οποίος εγκατέλειψε το κράτος μέλος καταγωγής του με τη βούληση να αναζητήσει εργασία στο κράτος μέλος υποδοχής, αποφασίζει να εγγραφεί ως πρόσωπο το οποίο αναζητεί εργασία κατά τους τρεις πρώτους μήνες της διαμονής, εμπίπτει, ήδη από την ημερομηνία της εγγραφής αυτής, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/38. Εντούτοις, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι, κατά τον νομοθέτη της Ένωσης, για το πρόσωπο που αναζητεί εργασία ισχύει ευνοϊκότερη μεταχείριση, όπως προκύπτει ρητώς από την αιτιολογική σκέψη 9 της οδηγίας αυτής, δεν μπορεί να απαιτείται από το πρόσωπο αυτό να αποδείξει ότι συνεχίζει να αναζητεί εργασία και ότι έχει πραγματικές πιθανότητες να προσληφθεί κατά τους τρεις μήνες νόμιμης διαμονής που διαθέτει κάθε πολίτης της Ένωσης ( 50 ). Αντιθέτως, κατά τη διάρκεια περιόδου που θεωρείται «εύλογη» μετά τη λήξη της ως άνω νόμιμης διαμονής, οι εθνικές αρχές μπορούν να απαιτήσουν από το πρόσωπο που αναζητεί εργασία να αποδείξει ότι συνεχίζει να αναζητεί εργασία. Μόνο μετά την παρέλευση της εν λόγω εύλογης προθεσμίας μπορούν οι αρχές αυτές να απαιτήσουν από τον ενδιαφερόμενο να είναι σε θέση να αποδείξει ότι έχει πραγματικές πιθανότητες να προσληφθεί.

70.

Ομοίως, ο υπήκοος κράτους μέλους που άσκησε το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας ως πολίτης της Ένωσης ο οποίος, αρχικώς, δεν είχε τη βούληση να αναζητήσει εργασία στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής ( 51 ) και ο οποίος αποφασίζει, μετά την παρέλευση της αρχικής περιόδου των τριών μηνών διαμονής, να εγγραφεί ως πρόσωπο που αναζητεί εργασία, εμπίπτει, από το χρονικό αυτό σημείο, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/38. Επομένως, ο πολίτης αυτός θα πρέπει να διαθέτει εύλογη προθεσμία που να του παρέχει τη δυνατότητα να λαμβάνει γνώση, εντός του κράτους μέλους υποδοχής, των προσφερόμενων θέσεων εργασίας που αντιστοιχούν στα επαγγελματικά του προσόντα και να προβαίνει, ενδεχομένως, στις απαραίτητες ενέργειες με σκοπό την πρόσληψή του, χωρίς να απαιτείται να μπορεί να αποδείξει ότι έχει πραγματικές πιθανότητες να προσληφθεί.

71.

Πράγματι, στις δύο περιπτώσεις που εκτίθενται στα σημεία 69 και 70 των παρουσών προτάσεων, πρόκειται για πολίτες που αναζητούν για πρώτη φορά εργασία στο κράτος μέλος υποδοχής.

72.

Εξάλλου, η προθεσμία που διαθέτει το πρόσωπο που αναζητεί εργασία μετά την αρχική περίοδο των τριών μηνών νόμιμης διαμονής στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής πρέπει, για να μπορεί να θεωρηθεί εύλογη, να είναι επαρκής ώστε να μην καταστεί κενό περιεχομένου το δικαίωμα που αναγνωρίζεται στο άρθρο 45 ΣΛΕΕ ( 52 ). Επομένως, ειδικά προθεσμία τριών μηνών, η οποία αρχίζει από τη λήξη της αρχικής τρίμηνης περιόδου νόμιμης διαμονής δεν είναι, κατά τη γνώμη μου, δυσανάλογη ή, κατά τη διατύπωση την οποία χρησιμοποίησε το Δικαστήριο, «δεν φαίνεται, καταρχήν, ανεπαρκής» και δεν θέτει σε κίνδυνο την πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 45 ΣΛΕΕ ( 53 ).

73.

Επιπλέον, παρέχοντας στους πολίτες αυτούς τη δυνατότητα να γνωρίζουν με σαφήνεια τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους, εύλογη προθεσμία που αρχίζει από τη λήξη της τρίμηνης περιόδου νόμιμης διαμονής είναι ικανή να κατοχυρώσει συγκεκριμένο επίπεδο ασφάλειας δικαίου και διαφάνειας στο πλαίσιο του δικαιώματος διαμονής που προβλέπεται στο άρθρο 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/38 και διασφαλίζεται απευθείας από το άρθρο 45 ΣΛΕΕ.

74.

Κατόπιν της ανωτέρω διευκρινίσεως, φρονώ ότι θα ήταν ευκταίο τα πρόσωπα που αναζητούν εργασία να διαθέτουν πάγια προθεσμία κατά την αναζήτηση για πρώτη φορά εργασίας στο κράτος μέλος υποδοχής, κατά τη διάρκεια της οποίας δεν θα τους επιβάλλεται να μπορούν να αποδείξουν ότι έχουν πραγματικές πιθανότητες να προσληφθούν. Πάντως, το Δικαστήριο δεν μπορεί να υποκαταστήσει τον νομοθέτη της Ένωσης και σε αυτόν εναπόκειται να τάξει μια τέτοια προθεσμία. Κατά την άποψή μου, η καθιέρωση πάγιας προθεσμίας θα καθιστούσε δυνατή την κατοχύρωση υψηλότερου επιπέδου ασφάλειας δικαίου και διαφάνειας στο πλαίσιο του δικαιώματος διαμονής των προσώπων που αναζητούν εργασία.

75.

Τρίτον και τελευταίον, θα ήθελα να προσθέσω ότι είναι αναγκαίοι ορισμένοι προηγούμενοι έλεγχοι προκειμένου να θεωρηθεί ότι ο αιτών εργασία συνεχίζει να αναζητεί εργασία και ότι έχει πραγματικές πιθανότητες να προσληφθεί σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/38. Στην εθνική αρχή ή στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει αν ο πολίτης αυτός σοβαρά και πραγματικά αναζητεί εργασία. Συναφώς, η εθνική αρχή ή το εθνικό δικαστήριο δύναται να εξακριβώσει, μεταξύ άλλων, αν ο πολίτης αυτός είναι εγγεγραμμένος στον οργανισμό ευρέσεως εργασίας, αν αποστέλλει κατά διαστήματα αιτήσεις για θέσεις εργασίας (βιογραφικό σημείωμα συνοδευόμενο από επιστολή εκδήλωσης ενδιαφέροντος) ή αν μετέχει σε συνεντεύξεις για πρόσληψη σχετικά με προσφερόμενες θέσεις εργασίας που αντιστοιχούν στα επαγγελματικά του προσόντα.

76.

Επιπλέον, κατά τις εξακριβώσεις αυτές, οι εθνικές αρχές ή τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την πραγματικότητα της εθνικής αγοράς εργασίας, ήτοι τη μέση διάρκεια αναζητήσεως εργασίας, στο οικείο κράτος μέλος ( 54 ), στον τομέα που αντιστοιχεί στα επαγγελματικά προσόντα του ενδιαφερόμενου προσώπου. Το γεγονός ότι το πρόσωπο αυτό έχει απορρίψει προσφορές που δεν αντιστοιχούσαν στα επαγγελματικά του προσόντα δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη για να θεωρηθεί ότι δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/38.

77.

Άλλωστε, δεδομένου ότι τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα αναζητούν για πρώτη φορά εργασία στο κράτος μέλος υποδοχής, το γεγονός ότι ουδέποτε εργάστηκαν στο κράτος μέλος υποδοχής δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο των εν λόγω εξακριβώσεων προκειμένου να θεωρηθεί ότι τα πρόσωπα αυτά δεν έχουν πραγματικές πιθανότητες να προσληφθούν.

4.   Ενδιάμεσο συμπέρασμα

78.

Από την προηγηθείσα ανάλυση προκύπτει ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να παρέχουν στους πολίτες της Ένωσης που αναζητούν εργασία εύλογη προθεσμία εντός της οποίας οι εν λόγω πολίτες πρέπει να αποδείξουν ότι αναζητούν εργασία. Μόνο μετά την παρέλευση της εν λόγω προθεσμίας οφείλουν οι πολίτες αυτοί να αποδείξουν, σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/38, όχι μόνον ότι συνεχίζουν να αναζητούν εργασία, αλλά και ότι έχουν πραγματικές πιθανότητες να προσληφθούν. Σε αυτό το πλαίσιο, προθεσμία τριών μηνών αρχόμενη από τη λήξη της αρχικής περιόδου τριών μηνών νόμιμης διαμονής εντός του εδάφους του κράτους μέλους υποδοχής δεν φαίνεται δυσανάλογη.

Γ. Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

79.

Από την απόφαση περί παραπομπής και από τα έγγραφα της δικογραφίας που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι, με την προσφυγή του ενώπιον του CCE, ο G. M. A. προβάλλει το γεγονός ότι προσελήφθη από το Κοινοβούλιο ως δόκιμος υπάλληλος στις 6 Απριλίου 2016, προκειμένου να αποδείξει ότι έχει πραγματικές πιθανότητες να προσληφθεί και ότι η επίδικη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί.

80.

Πάντως, το CCE, εκτιμώντας ότι, σύμφωνα με το άρθρο 39/2, παράγραφος 2, του νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980, ασκεί έλεγχο νομιμότητας επί των αποφάσεων της Υπηρεσίας και δεν διαθέτει εξουσία μεταρρυθμίσεώς τους, η οποία θα του παρείχε τη δυνατότητα να λάβει υπόψη την πρόσληψη του G. M. A. από το Κοινοβούλιο, δεν έλαβε υπόψη την ως άνω μεταβολή των περιστάσεων.

81.

Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, κατ’ ουσίαν, αν τα άρθρα 15 και 31 της οδηγίας 2004/38, καθώς και η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι τα δικαστήρια του κράτους μέλους υποδοχής, όταν εξετάζουν τη νομιμότητα αποφάσεως περί μη αναγνωρίσεως δικαιώματος διαμονής άνω των τριών μηνών σε πολίτη της Ένωσης ο οποίος αναζητεί εργασία, πρέπει να λαμβάνουν υπόψη οποιαδήποτε μεταβολή των περιστάσεων στην κατάσταση του προσώπου που αναζητεί εργασία, η οποία επήλθε μετά την έκδοση από τις αρμόδιες αρχές αποφάσεως περιοριστικής του δικαιώματός του διαμονής, μη εφαρμόζοντας, εν ανάγκη, τις εθνικές δικονομικές διατάξεις αν από μια τέτοια μεταβολή των περιστάσεων αποδεικνύεται ότι το πρόσωπο που αναζητεί εργασία θεμελίωνε το ως άνω δικαίωμα διαμονής.

82.

Η Βελγική Κυβέρνηση και ο G. M. A. υποστηρίζουν διιστάμενες απόψεις επί του ζητήματος αυτού.

83.

Η Βελγική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι, σε περίπτωση όπως αυτή του G. M. A., ούτε από τις προπαρασκευαστικές εργασίες της οδηγίας 2004/38 ούτε από το γεγονός ότι οι διατάξεις της οδηγίας αυτής πρέπει να τηρούν το άρθρο 47 του Χάρτη προκύπτει ότι τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να διαθέτουν εξουσία μεταρρυθμίσεως των αποφάσεων των εθνικών αρχών οι οποίες περιορίζουν το δικαίωμα κυκλοφορίας πολίτη της Ένωσης.

84.

Αντιθέτως, ο G. M. A. υποστηρίζει ότι τα άρθρα 15 και 31 της οδηγίας 2004/38 πρέπει να ερμηνευθούν σύμφωνα με το άρθρο 47 του Χάρτη. Κατά συνέπεια, τα εθνικά δικαστήρια που ασκούν έλεγχο νομιμότητας των αποφάσεων που λαμβάνονται κατ’ εφαρμογήν των κανόνων της Ένωσης περί ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν μετά τις αποφάσεις αυτές, όταν τα στοιχεία αυτά είναι ικανά να αποδείξουν ότι το πρόσωπο που αναζητεί εργασία έχει πραγματικές πιθανότητες να προσληφθεί. Συναφώς, ο G. M. A. ισχυρίζεται ότι η απόφαση Ορφανόπουλος και Oliveri ( 55 ) έχει εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση.

85.

Πριν προχωρήσω στην ανάλυση της νομολογίας του Δικαστηρίου σχετικά με τη δικαστική προστασία βάσει των άρθρων 15 και 31 της οδηγίας 2004/38, θα εξετάσω εν συντομία τις διαδικαστικές εγγυήσεις που προβλέπονται στα άρθρα αυτά και την εφαρμογή τους σε αποφάσεις περιοριστικές της ελεύθερης κυκλοφορίας πολιτών της Ένωσης οι οποίοι αναζητούν εργασία.

1.   Η εφαρμογή στα πρόσωπα που αναζητούν εργασία των διαδικαστικών εγγυήσεων που προβλέπονται στα άρθρα 15 και 31 της οδηγίας 2004/38

86.

Υπενθυμίζω, πρώτον, ότι το άρθρο 15 της οδηγίας 2004/38, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διαδικαστικές εγγυήσεις», ορίζει στην παράγραφο 1 ότι «[ο]ι διαδικασίες που προβλέπονται στα άρθρα 30 και 31 εφαρμόζονται κατ’ αναλογία για κάθε απόφαση περιοριστική της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους, για άλλους λόγους εκτός της δημόσιας τάξης, της δημόσιας ασφάλειας ή της δημόσιας υγείας» ( 56 ). Το άρθρο αυτό ρυθμίζει τις διαδικαστικές εγγυήσεις σχετικά με την απέλαση πολιτών της Ένωσης που έχουν διαμείνει στο κράτος μέλος υποδοχής ως «δικαιούχοι» κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής.

87.

Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι ο G. M. A, ο οποίος είναι Έλληνας υπήκοος και, επομένως, πολίτης της Ένωσης, άσκησε το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας μεταβαίνοντας και διαμένοντας σε κράτος μέλος άλλο από το κράτος μέλος της ιθαγένειάς του. Επομένως, ο G. M. A. έχει την ιδιότητα του «δικαιούχου» κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38 και η περίπτωσή του εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 15 της οδηγίας αυτής.

88.

Επιπλέον, όπως υπενθύμισα, το άρθρο 15 της οδηγίας 2004/38 εντάσσεται στο κεφάλαιο III της ίδιας οδηγίας, το οποίο αφορά, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα διαμονής έως τρεις μήνες (άρθρο 6), το δικαίωμα διαμονής άνω των τριών μηνών (άρθρο 7),καθώς και τη διατήρηση του δικαιώματος διαμονής που προβλέπεται στα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας αυτής, όσο οι κάτοχοι των δικαιωμάτων αυτών πληρούν τις προϋποθέσεις των άρθρων αυτών (άρθρο 14). Εξάλλου, όπως έχω επισημάνει ( 57 ), το άρθρο 14, παράγραφος 4, της οδηγίας 2004/38 προβλέπει μια κατάσταση που παρεκκλίνει από τα άρθρα 6 και 7, τα οποία μνημονεύονται στο άρθρο 14, παράγραφοι 1 και 2. Συναφώς, το άρθρο 14 παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας αυτής προβλέπει το δικαίωμα διαμονής των πολιτών της Ένωσης που αναζητούν εργασία ( 58 ) καθώς και τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν οι πολίτες αυτοί, προκειμένου να διατηρήσουν το εν λόγω δικαίωμα.

89.

Συνεπώς, προκύπτει σαφώς όχι μόνον από το γράμμα του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38, αλλά και από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και από τον σκοπό της ως άνω οδηγίας ( 59 ), ότι η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή στις περιπτώσεις που εμπίπτουν στο άρθρο 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της εν λόγω οδηγίας. Επομένως, το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38 καταλαμβάνει μια απόφαση περί μη αναγνωρίσεως δικαιώματος διαμονής άνω των τριών μηνών, η οποία συνοδεύεται από διαταγή εγκαταλείψεως του εδάφους του κράτους μέλους υποδοχής και έχει εκδοθεί, όπως συμβαίνει στη διαφορά της κύριας δίκης, για λόγους μη σχετιζόμενους με οποιονδήποτε κίνδυνο για τη δημόσια τάξη, τη δημόσια ασφάλεια ή τη δημόσια υγεία.

90.

Κατόπιν της ανωτέρω διευκρινίσεως, τίθεται πλέον το ζήτημα αν τα άρθρα 15 και 31 της οδηγίας 2004/38, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη, έχουν την έννοια ότι τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις μεταβολές των περιστάσεων που επήλθαν μετά την έκδοση αποφάσεων περιοριστικών των δικαιωμάτων ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής, μη εφαρμόζοντας, εν ανάγκη, τις εθνικές δικονομικές διατάξεις, αν οι μεταβολές αυτές αποδεικνύουν ότι το πρόσωπο που αναζητεί εργασία διέθετε τέτοιο δικαίωμα διαμονής.

2.   Η κρίσιμη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τη δικαστική προστασία δυνάμει των άρθρων 15 και 31 της οδηγίας 2004/38

91.

Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω σημεία των παρουσών προτάσεων, εφόσον το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38 έχει εφαρμογή στις περιπτώσεις του άρθρου 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της ίδιας οδηγίας ( 60 ), οι διαδικαστικές εγγυήσεις που προβλέπονται στα άρθρα 30 και 31 της οδηγίας αυτής έχουν, κατ’ αναλογία, εφαρμογή επίσης στους πολίτες της Ένωσης που αναζητούν εργασία. Τα άρθρα αυτά προβλέπουν ορισμένες διαδικαστικές εγγυήσεις τις οποίες τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν σε περίπτωση ενδεχόμενου περιορισμού του δικαιώματος διαμονής πολίτη της Ένωσης.

92.

Επομένως, πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να ξεκινήσω από την ανάλυση των διατάξεων αυτών, όπως έχουν ερμηνευθεί στη νομολογία του Δικαστηρίου.

93.

Παρατηρώ, όπως προκύπτει από τη νομολογία αυτή, ότι το άρθρο 31, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 2004/38 έχει εφαρμογή στο πλαίσιο του άρθρου 15 της οδηγίας αυτής ( 61 ).

94.

Το άρθρο 31, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38 ορίζει ότι οι πολίτες της Ένωσης έχουν πρόσβαση σε δικαστικές και, ενδεχομένως, διοικητικές διαδικασίες προσφυγών στο κράτος μέλος υποδοχής, προκειμένου να προσβάλουν απόφαση η οποία περιορίζει, για λόγους δημόσιας τάξεως, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας, το δικαίωμά τους ελεύθερης κυκλοφορίας και ελεύθερης διαμονής στα κράτη μέλη.

95.

Συναφώς, υπενθυμίζω ότι το Δικαστήριο έκρινε, όσον αφορά, ιδίως, το άρθρο 31, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38 και το δικαίωμα προσβάσεως σε δικαστικές διαδικασίες προσφυγών, το οποίο πρέπει να παρέχεται σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, ότι, εφόσον τέτοιες διαδικασίες εμπίπτουν στην εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη, οι δικονομικές λεπτομέρειες των διαδικασιών αυτών, οι οποίες αποσκοπούν στη διασφάλιση των δικαιωμάτων που παρέχει η οδηγία 2004/38, πρέπει να ανταποκρίνονται, μεταξύ άλλων, στις απαιτήσεις που απορρέουν από το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής κατά το άρθρο 47 του εν λόγω Χάρτη ( 62 ).

96.

Στη συνέχεια, το άρθρο 31, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/38 ορίζει ότι οι διαδικασίες προσφυγών πρέπει όχι μόνο να καθιστούν δυνατό τον έλεγχο της νομιμότητας της οικείας αποφάσεως καθώς και των γεγονότων και των περιστάσεων επί των οποίων βασίζεται η απόφαση αυτή, αλλά να εξασφαλίζουν επίσης ότι η επίμαχη απόφαση δεν είναι δυσανάλογη ( 63 ).

97.

Συναφώς, όσον αφορά τον δικαστικό έλεγχο της διακριτικής ευχέρειας των αρμόδιων εθνικών αρχών, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ο εθνικός δικαστής πρέπει να ελέγξει, ιδίως, αν η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε αρκούντως στέρεα πραγματική βάση. Ο έλεγχος αυτός πρέπει να εκτείνεται στην τήρηση των διαδικαστικών εγγυήσεων, πράγμα που έχει θεμελιώδη σημασία, καθόσον παρέχει στον δικαστή τη δυνατότητα να ελέγξει αν πληρούνταν τα πραγματικά και νομικά στοιχεία από τα οποία εξαρτάται η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας ( 64 ).

98.

Τι σημαίνει αυτό στην πράξη για τον έλεγχο που οφείλει να διενεργήσει το αιτούν δικαστήριο στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης; Το δικαστήριο αυτό φαίνεται να θεωρεί ότι πρέπει να έχει τη δυνατότητα να εξετάσει τις μεταβολές των περιστάσεων που επήλθαν μετά την έκδοση της αποφάσεως των αρμόδιων αρχών, όταν οι μεταβολές αυτές δύνανται να επιφέρουν αλλαγή στην κατάσταση του ενδιαφερόμενου πολίτη της Ένωσης, η οποία δεν θα επέτρεπε πλέον τον περιορισμό των δικαιωμάτων του διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής.

99.

Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό καθώς και για τη λύση της διαφοράς της κύριας δίκης, κρίνω σκόπιμο να αναλύσω την απόφαση Ορφανόπουλος και Oliveri ( 65 ), στην οποία παραπέμπουν οι μετέχοντες στην προδικαστική διαδικασία.

3.   Η απόφαση Ορφανόπουλος και Oliveri

100.

Θα αρχίσω την ανάλυσή μου επισημαίνοντας ότι, κατά την άποψή μου, η λύση που δόθηκε με την απόφαση Ορφανόπουλος και Oliveri ( 66 ) μπορεί να εφαρμοστεί, τηρουμένων των αναλογιών, στην περίπτωση του G. M. A. στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης.

101.

Στην απόφαση αυτή, το Δικαστήριο ερμήνευσε το άρθρο 3 της οδηγίας 64/221/ΕΟΚ ( 67 ), η οποία προηγήθηκε της οδηγίας 2004/38 ( 68 ). Το Δικαστήριο, αφότου υπενθύμισε ότι ο δικαστικός έλεγχος, ο οποίος κατ’ αρχήν διέπεται, στο πλαίσιο της δικονομικής αυτονομίας, από το εθνικό δικονομικό δίκαιο, πρέπει να είναι αποτελεσματικός ( 69 ), έκρινε, στη σκέψη 82, ότι το ως άνω άρθρο αντιτίθεται σε εθνική πρακτική κατά την οποία τα εθνικά δικαστήρια δεν λαμβάνουν υπόψη, κατά την εξέταση της νομιμότητας της απελάσεως υπηκόου άλλου κράτους μέλους, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία επήλθαν μετά την τελευταία απόφαση των αρμόδιων αρχών και τα οποία συνεπάγονται ενδεχομένως ότι έχει εξαλειφθεί ή περιορισθεί σημαντικά η ενεστώσα απειλή που συνιστά για τη δημόσια τάξη η συμπεριφορά του συγκεκριμένου προσώπου ( 70 ).

102.

Το Δικαστήριο στήριξε την προσέγγιση αυτή στη διαπίστωση ότι ούτε το γράμμα του άρθρου 3 της οδηγίας 64/221 ούτε η νομολογία του Δικαστηρίου παρέχουν συγκεκριμένες ενδείξεις ως προς τον κρίσιμο χρόνο για τον καθορισμό του «ενεστώτος» χαρακτήρα της απειλής ( 71 ). Υπό το πρίσμα αυτό, θεωρώ επίσης ότι, όπως προκύπτει από τα προηγούμενα σημεία των παρουσών προτάσεων, ούτε το άρθρο 31, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 2004/38 ούτε η νομολογία του Δικαστηρίου παρέχουν ακριβείς και στοχευμένες ενδείξεις σχετικά με τη συνεκτίμηση, από το δικαστήριο που ασκεί τον δικαστικό έλεγχο, της μεταβολής των περιστάσεων, η οποία επήλθε μετά την έκδοση της αποφάσεως εθνικής αρχής για τον περιορισμό του δικαιώματος διαμονής πολίτη της Ένωσης. Εντούτοις, συμφωνώ με την παρατήρηση της Επιτροπής στην απάντησή της επί των ερωτήσεων του Δικαστηρίου, κατά την οποία, μολονότι η διαπίστωση που περιέχεται στην απόφαση Ορφανόπουλος και Oliveri ( 72 ) δεν συμπεριελήφθη ρητώς στο άρθρο 31, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/38, ωστόσο δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η διαπίστωση αυτή δεν πρέπει να αγνοείται κατά την ερμηνεία του εν λόγω άρθρου ( 73 ).

103.

Στο πλαίσιο αυτό, και λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι βρισκόμαστε στο πλαίσιο της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων και της ιθαγένειας της Ένωσης, θεωρώ σκόπιμο να αναλύσω το δεύτερο ερώτημα υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικότητας και όχι υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη.

104.

Πρώτον, υπενθυμίζω ότι, κατά πάγια νομολογία, κάθε εθνική διαδικασία δικαστικού ελέγχου πρέπει να παρέχει στο δικαστήριο στο οποίο έχει υποβληθεί αίτημα ακυρώσεως τέτοιας αποφάσεως τη δυνατότητα να εφαρμόζει αποτελεσματικά, στο πλαίσιο του ελέγχου της νομιμότητας της αποφάσεως αυτής, τις αρχές και τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης που ασκούν επιρροή ( 74 ).

105.

Δεύτερον, κατ’ εμέ, η αρχή της αποτελεσματικότητας απαιτεί τα εθνικά δικαστήρια τα οποία ασκούν τον δικαστικό έλεγχο της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτουν οι αρμόδιες εθνικές αρχές να έχουν τη δυνατότητα να λαμβάνουν υπόψη τις μεταβολές των περιστάσεων που επήλθαν μετά την έκδοση διοικητικής αποφάσεως αφορώσας την κατάσταση πολίτη της Ένωσης. Πράγματι, η κατάσταση πολίτη της Ένωσης ο οποίος αναζητεί εργασία μπορεί, ως εκ της φύσεώς της, να εξελιχθεί μετά την έκδοση μιας τέτοιας αποφάσεως. Επομένως, κάθε μεταβολή των περιστάσεων στην κατάσταση του ενδιαφερόμενου πολίτη, η οποία επήλθε μετά την έκδοση από τις αρμόδιες αρχές αποφάσεως περιοριστικής του δικαιώματός του διαμονής, πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη κατά τον δικαστικό έλεγχο ( 75 ).

106.

Ειδικά το δικαστήριο που διενεργεί τον έλεγχο αυτόν πρέπει να έχει τη δυνατότητα να λάβει υπόψη μια τέτοια μεταβολή όταν αυτή αφορά την εφαρμογή των προϋποθέσεων του άρθρου 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/38. Συναφώς, υπενθυμίζω ότι η διάταξη αυτή προβλέπει ότι ο πολίτης της Ένωσης δεν μπορεί να απελαθεί όσο πληροί τις δύο ακόλουθες σωρευτικές προϋποθέσεις: να δύναται να αποδείξει ότι συνεχίζει να αναζητεί εργασία και ότι έχει πραγματικές πιθανότητες να προσληφθεί.

107.

Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η μεταβολή των περιστάσεων που επήλθε μετά την απόφαση που έλαβαν οι εθνικές αρχές για τον περιορισμό των δικαιωμάτων διαμονής του G. M. A. συνδέεται στενά με τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/38, ήτοι το γεγονός ότι, μετά την έκδοση της επίδικης αποφάσεως, προσελήφθη από το Κοινοβούλιο.

108.

Είμαι της γνώμης ότι εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία δεν επιτρέπει να λαμβάνεται υπόψη η εξέλιξη της καταστάσεως πολίτη της Ένωσης, προσκρούει στην αρχή της αποτελεσματικότητας, καθόσον εμποδίζει το εθνικό δικαστήριο να διασφαλίσει την αποτελεσματική εφαρμογή του άρθρου 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/38, ερμηνευόμενου υπό το πρίσμα του άρθρου 45 ΣΛΕΕ. Με άλλα λόγια, αν ο έλεγχος που καλούνται να ασκήσουν τα αρμόδια δικαστήρια δεν δύναται να αφορά τις προϋποθέσεις του άρθρου 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας αυτής, η αποτελεσματικότητα του ελέγχου αυτού περιορίζεται σημαντικά. Υπό τις συνθήκες αυτές, στο δικαστήριο που ασκεί τον δικαστικό έλεγχο εναπόκειται να διασφαλίσει την αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων που απορρέουν από τη Συνθήκη και την οδηγία 2004/38, μη εφαρμόζοντας τον επίμαχο κανόνα του εθνικού δικαίου.

109.

Εφόσον από την πρότασή μου προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο οφείλει να μην εφαρμόσει τους συγκεκριμένους εθνικούς κανόνες, φρονώ ότι παρέλκει η εξέταση της συμβατότητας των κανόνων αυτών με το άρθρο 47 του Χάρτη.

4.   Ενδιάμεσο συμπέρασμα

110.

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, είμαι της γνώμης ότι κάθε μεταβολή των περιστάσεων στην κατάσταση πολίτη της Ένωσης που αναζητεί εργασία, η οποία επήλθε μετά την έκδοση από τις αρμόδιες αρχές αποφάσεως περιοριστικής του δικαιώματός του διαμονής, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τον δικαστικό έλεγχο της καταστάσεως αυτής, ιδίως όταν η μεταβολή αυτή αφορά τις προϋποθέσεις διατηρήσεως του δικαιώματος διαμονής του προσώπου που αναζητεί εργασία, οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/38. Υπό τις συνθήκες αυτές, στο δικαστήριο που ασκεί τον δικαστικό έλεγχο εναπόκειται να διασφαλίσει την αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων που απορρέουν από τη Συνθήκη και την οδηγία 2004/38, μη εφαρμόζοντας τον επίμαχο κανόνα του εθνικού δικαίου.

V. Πρόταση

111.

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα του Conseil d’État (Συμβουλίου της Επικρατείας, Βέλγιο) ως εξής:

1)

Το άρθρο 45 ΣΛΕΕ και το άρθρο 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/38 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 492/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2011, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι το κράτος μέλος υποδοχής υποχρεούται, αφενός, να χορηγεί εύλογη προθεσμία σε πρόσωπο το οποίο αναζητεί εργασία, αρχομένη από τη λήξη της αρχικής τρίμηνης περιόδου νόμιμης διαμονής, προκειμένου να του παρέχεται η δυνατότητα να λαμβάνει γνώση των προσφερόμενων θέσεων εργασίας που είναι κατάλληλες για αυτό και να προβαίνει στις αναγκαίες ενέργειες με σκοπό την πρόσληψή του, και, αφετέρου, να επιτρέπει την παρουσία, εντός της επικράτειάς του, προσώπου το οποίο αναζητεί εργασία, καθ’ όλη τη διάρκεια της προθεσμίας αυτής, χωρίς να απαιτεί από το εν λόγω πρόσωπο να αποδείξει ότι έχει πραγματικές πιθανότητες να προσληφθεί. Μόνο μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής πρέπει το εν λόγω πρόσωπο που αναζητεί εργασία να αποδείξει, σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/38, όχι μόνον ότι συνεχίζει να αναζητεί εργασία, αλλά και ότι έχει πραγματικές πιθανότητες να προσληφθεί.

2)

Τα άρθρα 15 και 31 της οδηγίας 2004/38 καθώς και η αρχή της αποτελεσματικότητας πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι τα δικαστήρια του κράτους μέλους υποδοχής, κατά την εξέταση της νομιμότητας αποφάσεως περί μη αναγνωρίσεως σε πολίτη της Ένωσης που αναζητεί εργασία δικαιώματος διαμονής άνω των τριών μηνών, πρέπει να λαμβάνουν υπόψη κάθε μεταβολή των περιστάσεων στην κατάσταση του προσώπου που αναζητεί εργασία, η οποία επήλθε μετά την έκδοση από τις αρμόδιες αρχές αποφάσεως περιοριστικής του δικαιώματός του διαμονής, μη εφαρμόζοντας, εν ανάγκη, τις εθνικές δικονομικές διατάξεις, αν η μεταβολή αυτή αποδεικνύει ότι το πρόσωπο που αναζητεί εργασία διέθετε τέτοιο δικαίωμα διαμονής.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) Βλ. Reynolds, S., «(De)constructing the Road to Brexit: Paving the Way to Further Limitations on Free Movement and Equal Treatment», D. Thym (επιμ.), Questioning EU Citizenship. Judges and the Limits of Free Movement and Solidarity in the EU, Hart Publishing, Λονδίνο, 2017, σ. 57 έως 87, ιδίως σ. 73.

( 3 ) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (ΕΕ 2004, L 158, σ. 77), και διορθωτικό ΕΕ 2004, L 229, σ. 35) (στο εξής: οδηγία 2004/38).

( 4 ) Moniteur belge της 31ης Δεκεμβρίου 1980, σ. 14584.

( 5 ) Moniteur belge της 27ης Οκτωβρίου 1981, σ. 13740.

( 6 ) Απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 1991 (C‑292/89, EU:C:1991:80).

( 7 ) Απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2016, Rendón Marín (C‑165/14, EU:C:2016:675, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 8 ) Βλ., ως πλέον πρόσφατη, απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, Országos Idegenrendézeti Főigazgatóság Dél-alföldi Regionális Igazgatóság (C‑924/19 PPU και C‑925/19 PPU, EU:C:2020:367, σκέψη 179 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 9 ) Απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 1991 (C‑292/89, EU:C:1991:80).

( 10 ) Απόφαση της 8ης Απριλίου 1976 (48/75, EU:C:1976:57).

( 11 ) Απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 1991 (C‑292/89, EU:C:1991:80).

( 12 ) Απόφαση της 20ής Φεβρουαρίου 1997 (C‑344/95, EU:C:1997:81).

( 13 ) Βλ. απόφαση της 8ης Απριλίου 1976, Royer (48/75, EU:C:1976:57, σκέψη 31 και διατακτικό). Βλ., επίσης, απόφαση της 23ης Μαρτίου 1982, Levin (53/81, EU:C:1982:105, σκέψη 9), στην οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι «το δικαίωμα εισόδου και παραμονής στο έδαφος Κράτους μέλους συνδέονται αντιστοίχως με την ιδιότητα του εργαζομένου ή του προσώπου που ασκεί ή επιθυμεί να ασκήσει μία αμειβομένη δραστηριότητα». Η υπογράμμιση δική μου.

( 14 ) Απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 1991 (C‑292/89, EU:C:1991:80).

( 15 ) Απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 1991, Antonissen (C‑292/89, EU:C:1991:80, σκέψεις 11 και 12).

( 16 ) Βλ. απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 1991, Antonissen (C‑292/89, EU:C:1991:80, σκέψη 13). Το Δικαστήριο προσέθεσε, στη σκέψη 14 της αποφάσεως αυτής, τα εξής: «Η ερμηνεία αυτή της Συνθήκης, άλλωστε, αντιστοιχεί προς εκείνη του […] νομοθέτη [της Ένωσης], όπως προκύπτει από τις διατάξεις εφαρμογής της αρχής περί ελεύθερης κυκλοφορίας, ιδίως των άρθρων 1 και 5 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 33), διατάξεις που προϋποθέτουν το δικαίωμα των […] υπηκόων [της Ένωσης] να μετακινούνται προς ανεύρεση θέσεως εργασίας σε άλλο κράτος μέλος και, συνακόλουθα, το δικαίωμα διαμονής σ’ αυτό». Η υπογράμμιση δική μου.

( 17 ) Απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 1991, Antonissen (C‑292/89, EU:C:1991:80, σκέψη 16). Βλ., επίσης, απόφαση της 26ης Μαΐου 1993, Τσιότρας (C‑171/91, EU:C:1993:215, σκέψη 13).

( 18 ) Απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 1991, Antonissen (C‑292/89, EU:C:1991:80, σκέψη 20).

( 19 ) Απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 1991, Antonissen (C‑292/89, EU:C:1991:80, σκέψη 21). Βλ., επίσης, απόφαση της 26ης Μαΐου 1993, Τσιότρας (C‑171/91, EU:C:1993:215, σκέψη 13).

( 20 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 26ης Φεβρουαρίου 1992, Bernini (C‑3/90, EU:C:1992:89, σκέψη 14), της 8ης Ιουνίου 1999, Meeusen (C‑337/97, EU:C:1999:284, σκέψη 13), της 7ης Σεπτεμβρίου 2004, Trojani (C‑456/02, EU:C:2004:488, σκέψη 15), της 17ης Ιουλίου 2008, Raccanelli (C‑94/07, EU:C:2008:425, σκέψη 33), της 4ης Ιουνίου 2009, Βάτσουρας και Κουπατάντζε (C‑22/08 και C‑23/08, EU:C:2009:344, σκέψη 26), της 21ης Φεβρουαρίου 2013, N. (C‑46/12, EU:C:2013:97, σκέψη 39), και της 1ης Οκτωβρίου 2015, O (C‑432/14, EU:C:2015:643, σκέψη 22).

( 21 ) Βλ., συναφώς, αποφάσεις της 21ης Φεβρουαρίου 2013, N. (C‑46/12, EU:C:2013:97, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και της 19ης Ιουνίου 2014, Saint Prix (C‑507/12, EU:C:2014:2007, σκέψη 33).

( 22 ) Απόφαση της 12ης Μαΐου 1998, Martínez Sala (C‑85/96, EU:C:1998:217, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Πρέπει να υπομνησθεί ότι, στην απόφαση αυτή, το Δικαστήριο αναγνώρισε το δικαίωμα για ίση μεταχείριση των πολιτών της Ένωσης πέραν των ορίων του πεδίου εφαρμογής των διατάξεων περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων. Βλ., συναφώς, προτάσεις μου στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Rendón Marín και CS (C‑165/14 και C‑304/14, EU:C:2016:75, σημείο 109).

( 23 ) Απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 1991 (C‑292/89, EU:C:1991:80).

( 24 ) Απόφαση της 20ής Φεβρουαρίου 1997 (C‑344/95, EU:C:1997:81, σκέψεις 12 έως 19). Βλ., όσον αφορά επιδόματα αναζητήσεως εργασίας, απόφαση της 23ης Μαρτίου 2004, Collins (C‑138/02, EU:C:2004:172, σκέψη 37), στην οποία το Δικαστήριο ερμήνευσε τις διατάξεις της Συνθήκης περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων για πρώτη φορά υπό το πρίσμα των σχετικών με την ιθαγένεια της Ένωσης διατάξεων της Συνθήκης. Στο πλαίσιο της Συμφωνίας Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας, βλ. απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 1997, Tetik (C‑171/95, EU:C:1997:31, σκέψεις 32 έως 34).

( 25 ) Απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 1991 (C‑292/89, EU:C:1991:80).

( 26 ) Απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 1991 (C‑292/89, EU:C:1991:80).

( 27 ) Απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 1991 (C‑292/89, EU:C:1991:80).

( 28 ) Βλ. σημείο 38 των παρουσών προτάσεων.

( 29 ) Απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 1991, Antonissen (C‑292/89, EU:C:1991:80, σκέψεις 13 και 16). Βλ., επίσης, απόφαση της 26ης Μαΐου 1993, Τσιότρας (C‑171/91, EU:C:1993:215, σκέψη 13).

( 30 ) Απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 1991 (C‑292/89, EU:C:1991:80).

( 31 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 11ης Απριλίου 2019, Tarola (C‑483/17, EU:C:2019:309, σκέψη 23 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 32 ) Κατά το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, το δικαίωμα αυτό διατηρείται όσο οι πολίτες της Ένωσης ή τα μέλη της οικογένειάς τους δεν αποτελούν υπέρμετρο βάρος για το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής.

( 33 ) Ειδικότερα, κατά το άρθρο 14, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, οι πολίτες της Ένωσης και τα μέλη της οικογένειάς τους έχουν δικαίωμα διαμονής άνω των τριών μηνών αν πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 7 της οδηγίας αυτής, οι οποίες αποσκοπούν στην αποτροπή του ενδεχομένου τα πρόσωπα αυτά να αποτελέσουν υπέρμετρο βάρος για το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής.

( 34 ) Συναφώς, από τις παρατηρήσεις του G. M. A. προκύπτει ότι, δυνάμει του άρθρου 50, παράγραφος 1, του βασιλικού διατάγματος της 8ης Οκτωβρίου 1981, σε συνδυασμό με το άρθρο 42, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980, κάθε πολίτης της Ένωσης που προτίθεται να διαμείνει άνω των τριών μηνών στο Βέλγιο υποχρεούται να υποβάλει στις δημοτικές αρχές του τόπου κατοικίας του αίτηση για τη χορήγηση βεβαιώσεως εγγραφής εντός τριών μηνών από την άφιξή του και ότι, δυνάμει του άρθρου 50, παράγραφος 2, του ως άνω βασιλικού διατάγματος, η υποχρέωση αυτή ισχύει επίσης για τα πρόσωπα που αναζητούν εργασία. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να διευκρινιστεί ότι η Επιτροπή, στις παρατηρήσεις της, υπογραμμίζει ορθώς ότι το άρθρο 8 της οδηγίας 2004/38, σχετικά με τις «διοικητικές διατυπώσεις για τους πολίτες της Ένωσης», σε περίπτωση που οι πολίτες αυτοί επιθυμούν να διαμείνουν στο έδαφος κράτους μέλους για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τους τρεις μήνες, προβλέπει τη δυνατότητα των κρατών μελών να απαιτούν την εγγραφή ενώπιον των αρμόδιων αρχών μόνο για τις κατηγορίες πολιτών της Ένωσης οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, όπως τούτο προκύπτει ρητώς από το άρθρο 8, παράγραφος 3, της ίδιας οδηγίας. Κατά συνέπεια, μια τέτοια υποχρέωση εγγραφής δεν μπορεί να επιβληθεί στα πρόσωπα που αναζητούν εργασία, ακόμη και κατά την αναζήτηση εργασίας για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών. Μια τέτοια υποχρέωση θα ήταν αντίθετη τόσο προς το άρθρο 45 ΣΛΕΕ όσο και προς το άρθρο 8 της οδηγίας 2004/38.

( 35 ) Η πτυχή αυτή έχει υπογραμμισθεί επίσης από τη θεωρία. Βλ., μεταξύ άλλων, Shuibhne, N. N., και Shaw, J., «General Report», σε U. Neergaard, C. Jacqueson και N. Holst-Christensen, Union Citizenship: Development, Impact and Challenges, The XXVI FIDE Congress in Copenhagen, 2014, Congress Publications, Κοπεγχάγη, 2014, τόμος 2, σ. 65 έως 226, ειδικότερα σ. 112: «The position of jobseekers has long been – and continues to be – treated distinctively».

( 36 ) Απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 1991 (C‑292/89, EU:C:1991:80).

( 37 ) Απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 1991, Antonissen (C‑292/89, EU:C:1991:80, σκέψη 21). Η υπογράμμιση δική μου.

( 38 ) Απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 1991, Antonissen (C‑292/89, EU:C:1991:80, σκέψη 22 και διατακτικό).

( 39 ) Απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 1991, Antonissen (C‑292/89, EU:C:1991:80, σκέψεις 21 και 22).

( 40 ) Απόφαση της 4ης Ιουνίου 2009 (C‑22/08 και C‑23/08, EU:C:2009:344, σκέψεις 21 και 22).

( 41 ) Συναφώς, υπενθυμίζω ότι, αφότου έκρινε, στη σκέψη 37 της αποφάσεως αυτής, ότι, «λαμβανομένης υπόψη της καθιερώσεως της ιθαγένειας της Ενώσεως και της ερμηνείας του δικαιώματος περί ίσης μεταχειρίσεως του οποίου απολαύουν οι πολίτες της Ενώσεως, δεν είναι πλέον δυνατό να αποκλείεται από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 39, παράγραφος 2, ΕΚ παροχή οικονομικής φύσεως που προορίζεται να διευκολύνει την πρόσβαση στην εργασία εντός της αγοράς εργασίας κράτους μέλους», το Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 38 της ίδιας αποφάσεως, ότι «είναι εύλογο ένα κράτος μέλος να μη χορηγεί [παροχή οικονομικής φύσεως προοριζόμενη να διευκολύνει την πρόσβαση στην εργασία εντός της αγοράς εργασίας κράτους μέλους] παρά μόνον αφού αποδειχθεί ότι υφίσταται πραγματικός δεσμός μεταξύ του αιτούντος εργασία και της αγοράς εργασίας του εν λόγω κράτους». Απόφαση της 4ης Ιουνίου 2009, Βάτσουρας και Κουπατάντζε (C‑22/08 και C‑23/08, EU:C:2009:344, σκέψεις 38 και 39).

( 42 ) Απόφαση της 4ης Ιουνίου 2009 (C‑22/08 και C‑23/08, EU:C:2009:344).

( 43 ) Απόφαση της 23ης Μαρτίου 2004, Collins (C‑138/02, EU:C:2004:172). Βλ. υποσημείωση 24 των παρουσών προτάσεων.

( 44 ) Απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 1991 (C‑292/89, EU:C:1991:80).

( 45 ) Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών, COM(2001) 257 τελικό (ΕΕ 2001, C 270 E, σ. 154).

( 46 ) Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών, COM(2001) 257 – C5-0336/2001 – 2001/0111(COD) (ΕΕ 2004, C 43 E, σ. 48).

( 47 ) Κοινή θέση (ΕΚ) 6/2004, που καθορίσθηκε από το Συμβούλιο στις 5 Δεκεμβρίου 2003, για την έκδοση της οδηγίας 2004/[38]/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου […] σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (ΕΕ 2004, C 54 E, σ. 12).

( 48 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 49 ) Απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 1991 (C‑292/89, EU:C:1991:80).

( 50 ) Βλ., συναφώς,, Shuibhne, N. N., «In search of a status: where does the jobseeker fit in EU free movement law?», σε D. Edward, A. Komninos και J. MacLennan, Ian S. Forrester – A Scot without Borders – Liber Amicorum, τόμος 1, 2017, σ. 139 έως 152, ειδικότερα σ. 148.

( 51 ) Πρέπει να σημειωθεί ότι οι λόγοι των μετακινήσεων των υπηκόων ενός κράτους μέλους προς άλλα κράτη μέλη μπορεί να ποικίλλουν σε μεγάλο βαθμό.

( 52 ) Cieśliński, A., και Szwarc, M., Prawo rynku wewnętrznego. System Prawa Unii Europejskiej, τόμος 7, Kornobis-Romanowska, D. (επιμ.), C.H. Beck, Βαρσοβία, 2020, σ. 310.

( 53 ) Από την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών, της 25ης Νοεμβρίου 2013, για την ελεύθερη κυκλοφορία των πολιτών της ΕΕ και των οικογενειών τους: πέντε δράσεις καίριας σημασίας [COM(2013) 837 τελικό, σ. 6], προκύπτει ότι «[τ]α άτομα που αναζητούν εργασία μπορούν να διαμένουν για διάστημα έως έξι μηνών χωρίς όρους, και ενδεχομένως περισσότερο, εάν αποδεικνύουν ότι έχουν πραγματικές πιθανότητες να προσληφθούν». Βλ., επίσης, τον δημόσιο ενημερωτικό ιστότοπο της Επιτροπής «Η Ευρώπη σου», ο οποίος είναι διαθέσιμος στον σύνδεσμο https://europa.eu/youreurope/citizens/residence/residence-rights/jobseekers/index_el.htm#just-moved: «Αν δεν βρήκατε δουλειά μέσα στους πρώτους 6 μήνες, οι εθνικές αρχές μπορούν να εκτιμήσουν αν έχετε δικαίωμα να παραμείνετε στη χώρα. Για τον σκοπό αυτόν, θα σας ζητήσουν να αποδείξετε ότι: ψάχνετε συστηματικά για δουλειά· και ότι έχετε βάσιμες ελπίδες να βρείτε δουλειά».

( 54 ) Από τις παρατηρήσεις του G. M. A. προκύπτει ότι ο μέσος χρόνος για την εύρεση εργασίας στο Βέλγιο είναι επτά μήνες.

( 55 ) Απόφαση της 29ης Απριλίου 2004 (C‑482/01 και C‑493/01, EU:C:2004:262).

( 56 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 57 ) Βλ. σημείο 52 των παρουσών προτάσεων.

( 58 ) Το οποίο πηγάζει απευθείας από το άρθρο 45 ΣΛΕΕ.

( 59 ) Βλ. σημείο 50 των παρουσών προτάσεων.

( 60 ) Βλ. σημεία 86 έως 89 των παρουσών προτάσεων.

( 61 ) Απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2019, Chenchooliah (C‑94/18, EU:C:2019:693, σκέψη 82). Αντιθέτως, από τη σκέψη 83 της αποφάσεως αυτής προκύπτει ότι τούτο δεν συμβαίνει όσον αφορά το άρθρο 30, παράγραφος 2, το άρθρο 31, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, και το άρθρο 31, παράγραφος 4, της οδηγίας 2004/38, η εφαρμογή των οποίων πρέπει να περιορίζεται αυστηρώς στις αποφάσεις απομακρύνσεως που εκδίδονται για λόγους δημόσιας τάξεως, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας. Επομένως, οι διατάξεις αυτές δεν έχουν εφαρμογή στις αποφάσεις απομακρύνσεως τις οποίες αφορά το άρθρο 15 της οδηγίας αυτής. Βλ., επίσης, προτάσεις μου στην υπόθεση αυτή (C‑94/18, EU:C:2019:433).

( 62 ) Απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2019, Chenchooliah (C‑94/18, EU:C:2019:693, σκέψη 84). Βλ., επίσης, αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 2018, Banger (C‑89/17, EU:C:2018:570, σκέψη 48), και της 4ης Ιουνίου 2013, ZZ, C‑300/11, EU:C:2013:363, σκέψη 50).

( 63 ) Απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2019, Chenchooliah (C‑94/18, EU:C:2019:693, σκέψη 85). Βλ., επίσης, αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 2018, Banger (C‑89/17, EU:C:2018:570, σκέψη 48), και της 17ης Νοεμβρίου 2011, Gaydarov, C‑430/10, EU:C:2011:749, σκέψη 41): «[Επομένως, οι ενδιαφερόμενοι] πρέπει να διαθέτουν αποτελεσματικό ένδικο βοήθημα για να προσβάλουν απόφαση βάσει της διάταξης αυτής το οποίο να επιτρέπει τον έλεγχο νομιμότητας της απόφασης τόσο ως προς τα πραγματικά όσο και ως προς τα νομικά ζητήματα υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης».

( 64 ) Η υπογράμμιση δική μου. Απόφαση της 12ης Ιουλίου 2018, Banger (C‑89/17, EU:C:2018:570, σκέψη 51).

( 65 ) Απόφαση της 29ης Απριλίου 2004 (C‑482/01 και C‑493/01, EU:C:2004:262).

( 66 ) Απόφαση της 29ης Απριλίου 2004 (C‑482/01 και C‑493/01, EU:C:2004:262).

( 67 ) Οδηγία του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 1964, περί του συντονισμού των ειδικών μέτρων για τη διακίνηση και τη διαμονή αλλοδαπών, τα οποία δικαιολογούνται για λόγους δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας ή δημοσίας υγείας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 16).

( 68 ) Το άρθρο 3 της οδηγίας 64/221 προέβλεπε ότι τα συγκεκριμένα μέτρα πρέπει να βασίζονται αποκλειστικά στην προσωπική συμπεριφορά του ατόμου που αφορούν και ότι προηγούμενες ποινικές καταδίκες δεν μπορούν από μόνες τους να αιτιολογήσουν τη λήψη τέτοιων μέτρων.

( 69 ) Απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, Ορφανόπουλος και Oliveri (C‑482/01 και C‑493/01, EU:C:2004:262, σκέψη 80): «Μολονότι είναι αληθές ότι στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους εναπόκειται να ορίσει τα αρμόδια δικαστήρια και να θεσπίσει τους δικονομικούς κανόνες ασκήσεως των ενδίκων βοηθημάτων που αποσκοπούν στην κατοχύρωση της προστασίας των δικαιωμάτων τα οποία οι ιδιώτες αντλούν από το κοινοτικό δίκαιο, εντούτοις οι κανόνες αυτοί δεν επιτρέπεται να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που χορηγεί η κοινοτική έννομη τάξη».

( 70 ) Απόφαση της 29ης Απριλίου 2004 (C‑482/01 και C‑493/01, EU:C:2004:262). Η προσέγγιση αυτή επιβεβαιώθηκε, μεταξύ άλλων, στο πλαίσιο της ερμηνείας της Συμφωνίας Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας, με την απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2004, Cetinkaya (C‑467/02, EU:C:2004:708, σκέψεις 45 και 46). Τα διδάγματα που συνάγονται από την απόφαση αυτή κωδικοποιήθηκαν σε πλείονες διατάξεις της οδηγίας 2004/38. Ειδικότερα, το άρθρο 27, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής επιτάσσει «[κ]άθε μέτρο που λαμβάνεται για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας» να θεμελιώνεται, ιδίως, στις τωρινές συνθήκες που αφορούν το άτομο στο οποίο επιβάλλεται ένα τέτοιο μέτρο. Βλ., επίσης, άρθρο 33, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38. Βλ. απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2004, Cetinkaya (C‑467/02, EU:C:2004:708, σκέψη 46).

( 71 ) Απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, Ορφανόπουλος και Oliveri (C‑482/01 και C‑493/01, EU:C:2004:262, σκέψη 77).

( 72 ) Απόφαση της 29ης Απριλίου 2004 (C‑482/01 και C‑493/01, EU:C:2004:262).

( 73 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 17ης Απριλίου 2018, B και Vomero (C‑316/16 και C‑424/16, EU:C:2018:256, σκέψη 94).

( 74 ) Απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, East Sussex County Council (C‑71/14, EU:C:2015:656, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 75 ) Guild, E., Peers, S. και Tomkin, J., The EU Citizenship Directive A Commentary, 2η έκδοση, Oxford University Press, Οξφόρδη, 2019, σ. 297: «Από το γράμμα του [άρθρου 31, παράγραφος 3, της οδηγίας] προκύπτει ότι ο δικαστικός έλεγχος μπορεί να περιορίζεται στα γεγονότα και τις περιστάσεις επί των οποίων βασίζεται η σχεδιαζόμενη απόφαση. Ωστόσο, το δικαστήριο, κατά την εξέταση της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί, πρέπει επίσης να λαμβάνει υπόψη κάθε μεταβολή των περιστάσεων μετά την έκδοση της αποφάσεως από τις κρατικές αρχές. Δεδομένου ότι πρόκειται για ζήτημα επεμβάσεως στο δικαίωμα εισόδου και διαμονής του ατόμου βάσει του δικαίου της Ένωσης, κρίσιμη θα πρέπει να είναι η κατάσταση κατά την ημερομηνία της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως».