ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MACIEJ SZPUNAR

της 15ης Οκτωβρίου 2020 ( 1 )

Υπόθεση C‑555/19

Fussl Modestraße Mayr GmbH

κατά

SevenOne Media GmbH,

ProSiebenSat.1 TV Deutschland GmbH,

ProSiebenSat.1 Media SE

[αίτηση του Landgericht Stuttgart
(πρωτοδικείου Στουτγάρδης, Γερμανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Τηλεοπτική εκπομπή – Οδηγία 2010/13/ΕΕ – Άρθρο 4, παράγραφος 1 – Εθνική ρύθμιση που απαγορεύει την περιφερειακή μετάδοση τηλεοπτικής διαφήμισης στο πλαίσιο προγράμματος που μεταδίδεται σε εθνικό επίπεδο – Δυνατότητα του ομόσπονδου κράτους στο οποίο μεταδίδεται η διαφήμιση να την επιτρέψει υπό προϋποθέσεις – Ίση μεταχείριση – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Άρθρο 11 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης»

Εισαγωγή

1.

Καίτοι η εμφάνιση του διαδικτύου δεν προκάλεσε, όπως προέβλεπαν ορισμένοι, την εξαφάνιση της τηλεόρασης, κατέστησε αναμφίβολα πιο ευάλωτη τη θέση της, ιδίως σε οικονομικό και χρηματοοικονομικό επίπεδο. Το ζήτημα δεν είναι μόνον ο ανταγωνισμός που συνιστά για τα τηλεοπτικά προγράμματα το προσβάσιμο στο διαδίκτυο περιεχόμενο, αλλά επίσης, εάν όχι κυρίως, η ικανότητα του διαδικτύου να ανταγωνίζεται τα «παραδοσιακά» μέσα, για παράδειγμα τους τηλεοπτικούς οργανισμούς, στη διαφημιστική αγορά και η επακόλουθη μείωση των εσόδων τους. Στα προεκτεθέντα προστίθενται η γενικότερη δυσμενής οικονομική κατάσταση και οι διαδοχικές κρίσεις, μεταξύ άλλων η χρηματοοικονομική κρίση του 2008 και, επί του παρόντος, η υγειονομική κρίση COVID‑19.

2.

Είναι, επομένως, αναμενόμενο να αναζητούν οι τηλεοπτικοί οργανισμοί νέες πηγές εσόδων, μεταξύ άλλων διευρύνοντας και καθιστώντας πιο ευέλικτη την προσφορά διαφημίσεων, όπως συμβαίνει και με τη διαφήμιση στο διαδίκτυο. Στο πλαίσιο αυτό, ο γερμανικός τηλεοπτικός οργανισμός ProSiebenSat.1 επιχείρησε να παράσχει στους διαφημιζομένους τη δυνατότητα περιφερειακής μετάδοσης διαφημίσεων (ήτοι διαφημίσεων που αφορούν ένα ή περισσότερα ομόσπονδα κράτη) μέσω των τηλεοπτικών του καναλιών ομοσπονδιακής εμβέλειας. Aυτό συνιστούσε, ωστόσο, απειλή για τα οικονομικά συμφέροντα των περιφερειακών και τοπικών τηλεοπτικών οργανισμών, για τους οποίους η διαφήμιση συνιστά σημαντική πηγή εσόδων. Έτσι, η πρωτοβουλία του ProSiebenSat.1 προσέκρουσε, καταρχάς, στην απαγόρευση της Medienanstalt Berlin-Brandenburg (Υπηρεσίας μέσων ενημέρωσης των ομόσπονδων κρατών του Βερολίνου και του Βραδεμβούργου, Γερμανία). Η απαγόρευση αυτή ακυρώθηκε, όμως, με την απόφαση του Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου, Γερμανία) της 17ης Δεκεμβρίου 2014 ( 2 ), η οποία εκδόθηκε επί της αναιρέσεως που ασκήθηκε κατά της απόφασης του Verwaltungsgericht Berlin (διοικητικού πρωτοδικείου Βερολίνου, Γερμανία) της 26ης Σεπτεμβρίου 2013 ( 3 ). Συγκεκριμένα, στην απόφασή του το Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο) έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι, δεδομένου ότι η διαφήμιση δεν συνιστά αναπόσπαστο μέρος του τηλεοπτικού προγράμματος, η περιφερειακή μετάδοση διαφήμισης δεν αντέβαινε στην άδεια τηλεοπτικής μετάδοσης σε ομοσπονδιακή κλίμακα, δεδομένου ότι η άδεια αυτή αφορούσε μόνο το συντακτικό περιεχόμενο ( 4 ).

3.

Κατόπιν της αποφάσεως αυτής, τα ομόσπονδα κράτη, τα οποία είναι αρμόδια στη Γερμανία για τις τηλεοπτικές εκπομπές, εξέδωσαν την Achtzehnter Rundfunkänderungsstaatsvertrag (18η τροποποιητική κρατική σύμβαση για τις ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις), της 21ης Δεκεμβρίου 2015, η οποία εισήγαγε, στο άρθρο 7, παράγραφος 11, της Staatsvertrag für Rundfunk und Telemedien (κρατικής σύμβασης για τις ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις και τα τηλεοπτικά μέσα), της 31ης Αυγούστου 1991 (στο εξής: RStV), ρητή απαγόρευση της μετάδοσης διαφημίσεων σε περιφερειακό επίπεδο στα τηλεοπτικά κανάλια ομοσπονδιακής εμβέλειας ( 5 ).

4.

Το Landgericht Stuttgart (πρωτοδικείο Στουτγάρδης, Γερμανία), αιτούν δικαστήριο στην υπό κρίση υπόθεση, ζητεί πλέον να εκτιμηθεί η συμβατότητα της απαγόρευσης αυτής προς διάφορες διατάξεις και αρχές του δικαίου της Ένωσης.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

5.

Το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2010/13/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Μαρτίου 2010, για τον συντονισμό ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την παροχή υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων (οδηγία για τις υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων) ( 6 ), προβλέπει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

[…]

ε)

“τηλεοπτική εκπομπή” (ήτοι γραμμική υπηρεσία οπτικοακουστικών μέσων): υπηρεσία οπτικοακουστικών μέσων που παρέχεται από πάροχο υπηρεσίας οπτικοακουστικών μέσων για ταυτόχρονη παρακολούθηση προγραμμάτων με βάση έναν προγραμματισμό μεταδόσεων·

[…]».

6.

Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια, όσον αφορά παρόχους υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων που υπάγονται στη δικαιοδοσία τους, να προβλέπουν λεπτομερέστερους ή αυστηρότερους κανόνες στα πεδία που καλύπτει η παρούσα οδηγία, υπό την προϋπόθεση ότι οι κανόνες αυτοί συνάδουν με το ενωσιακό δίκαιο.»

Το γερμανικό δίκαιο

7.

Η RStV προβλέπει στο άρθρο 2, παράγραφος 1, τα εξής:

«Η ραδιοτηλεοπτική μετάδοση είναι γραμμική υπηρεσία πληροφοριών και επικοινωνιών· συνίσταται στην οργάνωση και στη μετάδοση προσφορών, υπό μορφή κινούμενων εικόνων ή ήχων, που προορίζονται για όλους και για ταυτόχρονη λήψη, βάσει προγραμματισμού μεταδόσεων και με τη χρήση ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων.»

8.

Το άρθρο 7, παράγραφος 11, της RStV ορίζει τα εξής:

«Η μη ομοσπονδιακής εμβέλειας μετάδοση διαφημιστικών μηνυμάτων ή άλλου περιεχομένου σε πρόγραμμα που έχει παραγγελθεί ή έχει λάβει άδεια για να μεταδοθεί σε ομοσπονδιακό επίπεδο επιτρέπεται μόνον εφόσον και κατά το μέτρο που η νομοθεσία του ομόσπονδου κράτους, στο οποίο πραγματοποιείται η μη ομοσπονδιακής εμβέλειας μετάδοση το επιτρέπει. Η μη ομοσπονδιακής εμβέλειας μετάδοση διαφημίσεων ή άλλου περιεχομένου ιδιωτικών φορέων εκμεταλλεύσεως απαιτεί ειδική άδεια κατά τη νομοθεσία του ομόσπονδου κράτους· η άδεια αυτή μπορεί να υπόκειται σε ουσιαστικές προϋποθέσεις που καθορίζονται βάσει νόμου.»

9.

Κανένα ομόσπονδο κράτος δεν έχει κάνει, έως σήμερα, χρήση της προβλεπόμενης στο άρθρο 7, παράγραφος 11, της RStV δυνατότητας χορήγησης αδειών, βάσει της νομοθεσίας του σχετικού ομόσπονδου κράτους, για την περιφερειακή μετάδοση διαφημίσεων στο πλαίσιο προγραμμάτων που μεταδίδονται σε ομοσπονδιακό επίπεδο.

Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία και τα προδικαστικά ερωτήματα

10.

Η Fussl Modestraße Mayr GmbH, εταιρία αυστριακού δικαίου, εκμεταλλεύεται ένα σύνολο καταστημάτων ειδών μόδας τα οποία βρίσκονται στην Αυστρία καθώς και στο ομόσπονδο κράτος της Βαυαρίας (Γερμανία).

11.

Η SevenOne Media GmbH, εταιρία γερμανικού δικαίου, είναι η εταιρία εμπορικής προώθησης του ομίλου ProSiebenSat.1, ιδιωτικού τηλεοπτικού οργανισμού εγκατεστημένου στη Γερμανία.

12.

Στις 25 Μαΐου 2018, η Fussl Modestraße Mayr συνήψε με τη SevenOne Media σύμβαση με αντικείμενο τη μετάδοση, μόνο στο ομόσπονδο κράτος της Βαυαρίας, τηλεοπτικής διαφήμισης στο πλαίσιο προγραμμάτων του ομοσπονδιακής εμβέλειας καναλιού ProSieben μέσω των καλωδιακών δικτύων της Vodafone Kabel Deutschland GmbH στη Βαυαρία. Η SevenOne Media αρνήθηκε να εκτελέσει τη σύμβαση αυτή, με την αιτιολογία ότι η περιφερειακή μετάδοση τηλεοπτικής διαφήμισης στο πλαίσιο προγραμμάτων που μεταδίδονται σε ολόκληρη τη γερμανική επικράτεια απαγορεύεται βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 11, της RStV. Κατόπιν τούτου, η Fussl Modestraße Mayr άσκησε αγωγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, με αίτημα να υποχρεωθεί η SevenOne Media να εκτελέσει τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει της σχετικής σύμβασης.

13.

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι οι διάδικοι δεν αμφισβητούν ότι, από τεχνικής απόψεως, η SevenOne Media είναι σε θέση να μεταδώσει, στο πλαίσιο των εθνικών εκπομπών της, την επίμαχη τηλεοπτική διαφήμιση κατά τρόπο ώστε αυτή να μπορεί να προβληθεί μόνο στο έδαφος του ομόσπονδου κράτους της Βαυαρίας. Επομένως, το μόνο εμπόδιο στη μετάδοση αυτή είναι νομικής φύσεως.

14.

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το Landgericht Stuttgart (πρωτοδικείο Στουτγάρδης) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχουν

α)

το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2010/13,

β)

η αρχή της [ίσης μεταχείρισης] του δικαίου της Ένωσης και

γ)

οι διατάξεις του άρθρου 56 ΣΛΕΕ σχετικά με την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών

την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση απαγορεύουσα την περιφερειακή μετάδοση διαφημίσεων σε ραδιοτηλεοπτικά προγράμματα τα οποία έχουν λάβει άδεια εκπομπής σε ολόκληρη την επικράτεια του κράτους μέλους;

2)

Συντρέχει λόγος διαφορετικής εκτιμήσεως του πρώτου ερωτήματος, εάν το εθνικό δίκαιο επιτρέπει την ύπαρξη νομοθετικών διατάξεων, κατά τις οποίες η χορήγηση άδειας μεταδόσεως διαφημιστικών μηνυμάτων σε περιφερειακό επίπεδο μπορεί να επιτρέπεται βάσει νόμου και απαιτεί, στην περίπτωση αυτή, πρόσθετη διοικητική άδεια;

3)

Συντρέχει λόγος διαφορετικής εκτιμήσεως του πρώτου ερωτήματος, εάν δεν έχει γίνει πράγματι καμία χρήση της περιγραφείσας στο δεύτερο ερώτημα δυνατότητας χορηγήσεως άδειας μεταδόσεως διαφημιστικών μηνυμάτων σε περιφερειακό επίπεδο, με αποτέλεσμα να απαγορεύεται εν γένει η διαφήμιση σε περιφερειακό επίπεδο;

4)

Έχει το άρθρο 11 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), υπό το πρίσμα του άρθρου 10 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ), καθώς και της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, και ειδικότερα της αρχής της πολυφωνίας στην ενημέρωση, την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση όπως αυτή που περιγράφεται στο πρώτο, στο δεύτερο και στο τρίτο ερώτημα;»

15.

Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η Fussl Modestraße Mayr, η Γερμανική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ( 7 ). Οι εν λόγω μετέχοντες στη διαδικασία και η SevenOne Media εκπροσωπήθηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 2ας Ιουλίου 2020.

Ανάλυση

16.

Τα τρία πρώτα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο, τα οποία προτείνω να αναλυθούν από κοινού, αφορούν την εκτίμηση της απαγόρευσης της περιφερειακής μετάδοσης διαφημίσεων στα ομοσπονδιακής εμβέλειας τηλεοπτικά κανάλια, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 7, παράγραφος 11, της RStV, υπό το πρίσμα διαφόρων διατάξεων και αρχών του δικαίου της Ένωσης. Για την εκτίμηση αυτή θα πρέπει να γίνει έλεγχος της αναλογικότητας, ο οποίος θα λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων, τη δυνατότητα των αυτόνομων κρατών να επιτρέψουν τη διαφήμιση αυτή, καθώς και το γεγονός ότι κανένα εξ αυτών δεν έχει κάνει χρήση της δυνατότητας αυτής. Το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, όπως το αντιλαμβάνομαι, αφορά την εκτίμηση της ίδιας αυτής απαγόρευσης επί της αρχής, υπό το πρίσμα των θεμελιωδών δικαιωμάτων, και ιδίως της ελευθερίας έκφρασης.

Επί του πρώτου, του δεύτερου και του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

17.

Με τα τρία πρώτα προδικαστικά ερωτήματα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2010/13, η αρχή της ίσης μεταχείρισης και το άρθρο 56 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε απαγόρευση περιφερειακής μετάδοσης διαφημίσεων στα τηλεοπτικά κανάλια εθνικής εμβέλειας, όπως η απορρέουσα από το άρθρο 7, παράγραφος 11, της RStV. Ως «περιφερειακή μετάδοση διαφημίσεων» πρέπει να θεωρηθεί η μετάδοση, σε τηλεοπτικό κανάλι εθνικής εμβέλειας, διαφημιστικών σφηνών ή σποτ που αφορούν ειδικά μία ή περισσότερες περιφέρειες και είναι διαφορετικά από τη διαφήμιση που μεταδίδεται ταυτοχρόνως στην υπόλοιπη επικράτεια. Το ερώτημα που τίθεται κατ’ αυτόν τον τρόπο αφορά επίσης τη σημασία της ενδεχόμενης δυνατότητας άρσης της απαγόρευσης αυτής σε μία ή περισσότερες περιφέρειες.

18.

Θα αναλύσω την επίμαχη απαγόρευση υπό το πρίσμα των διάφορων κανόνων του δικαίου της Ένωσης, με τη σειρά με την οποία μνημονεύονται στα προδικαστικά ερωτήματα. Θα αναλύσω, επίσης, το επιχείρημα που αντλεί η Γερμανική Κυβέρνηση από το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2010/13.

Επί της (α)λυσιτέλειας της οδηγίας 2010/13

19.

Το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται, καταρχάς, στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2010/13. Ταυτοχρόνως, η Γερμανική Κυβέρνηση προβάλλει ένα επιχείρημα το οποίο αντλεί από το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, της οδηγίας αυτής για να δικαιολογήσει το επίμαχο εθνικό μέτρο.

– Επί του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2010/13

20.

Η οδηγία 2010/13 θεσπίζει ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων, ήτοι των τηλεοπτικών εκπομπών και των κατά παραγγελία υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων, απαγορεύοντας, καταρχήν, στα κράτη μέλη να παρεμποδίζουν τη λήψη και την αναμετάδοση στο έδαφός τους των υπηρεσιών αυτών, οι οποίες προέρχονται από άλλα κράτη μέλη (άρθρο 3, παράγραφος 1). Η ελευθερία αυτή συνοδεύεται από εναρμόνιση των κανόνων που διέπουν τις εν λόγω υπηρεσίες. Η εναρμόνιση αυτή αφορά, μεταξύ άλλων, τομείς όπως η προστασία των καταναλωτών ή ορισμένων κατηγοριών καταναλωτών, η προώθηση ευρωπαϊκών έργων ή ακόμη η πρόσβαση των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών στις εκδηλώσεις μείζονος σημασίας για το κοινό. Δεδομένου ότι πρόκειται για ελάχιστη εναρμόνιση, το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2010/13 αναγνωρίζει τη δυνατότητα των κρατών μελών να προβλέπουν αυστηρότερους κανόνες για τους παρόχους που υπάγονται στη δικαιοδοσία τους στους τομείς που καλύπτουν τα μέτρα εναρμόνισης βάσει της εν λόγω οδηγίας.

21.

Δεν αντιλαμβάνομαι τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να αντιβαίνει στη διάταξη αυτή απαγόρευση περιφερειακής μετάδοσης διαφημίσεων όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη.

22.

Πρώτον, φρονώ ότι η απαγόρευση αυτή δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2010/13. Συγκεκριμένα, καίτοι η εν λόγω οδηγία περιέχει κανόνες που αφορούν την τηλεοπτική διαφήμιση, οι κανόνες αυτοί αφορούν εντούτοις το περιεχόμενο της διαφήμισης αυτής, τον χρόνο που διατίθεται σε αυτήν και τη σαφή διάκριση μεταξύ διαφήμισης και συντακτικού περιεχομένου. Κύριος σκοπός των κανόνων αυτών είναι η προστασία των τηλεθεατών. Αντιθέτως, το επίμαχο στην κύρια δίκη μέτρο αφορά την κατανομή της διαφημιστικής αγοράς μεταξύ εθνικών και περιφερειακών τηλεοπτικών οργανισμών και προορίζεται να προστατεύσει τη θέση των δεύτερων στην αγορά. Κάτι τέτοιο δεν εμπίπτει στον εναρμονισμένο τομέα της οδηγίας 2010/13.

23.

Δεύτερον, έστω και αν ήθελε υποτεθεί ότι το επίμαχο στην κύρια δίκη εθνικό μέτρο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2010/13, το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής προβλέπει μόνον τη δυνατότητα των κρατών μελών να θεσπίσουν κανόνες αυστηρότερους από εκείνους που θεσπίζει η εν λόγω οδηγία, χωρίς να καθορίζει το περιεχόμενο των κανόνων αυτών. Επομένως, εφόσον θεσπιστούν τέτοιοι κανόνες από κράτος μέλος, δύσκολα θα μπορούσαν να αντιβαίνουν στο εν λόγω άρθρο.

24.

Όσον αφορά την προϋπόθεση να συνάδουν οι εν λόγω αυστηρότεροι κανόνες με άλλες διατάξεις του ενωσιακού δικαίου, πρόκειται για συνήθη περιορισμό, σκοπός του οποίου είναι να αποφευχθεί ερμηνεία κατά την οποία η δυνατότητα που παρέχεται στα κράτη μέλη να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις πράξεως του δικαίου της Ένωσης παρέχει δικαίωμα γενικής παρέκκλισης από το δίκαιο της Ένωσης. Η εκτίμηση της συμμόρφωσης των κανόνων που θεσπίζει κράτος μέλος προς άλλες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης πρέπει να γίνεται, όμως, όχι σε σχέση με το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2010/13 αλλά σε σχέση με τις άλλες αυτές διατάξεις.

25.

Συνεπώς, συντάσσομαι με την άποψη της Επιτροπής ότι διάταξη όπως αυτή του άρθρου 7, παράγραφος 11, της RStV δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2010/13 ούτε, επομένως, σε αυτό του άρθρου 4, παράγραφος 1 της οδηγίας αυτής.

– Επί του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2010/13

26.

Η Γερμανική Κυβέρνηση στις γραπτές παρατηρήσεις της υποστηρίζει ότι η χρήση, στον ορισμό της «τηλεοπτικής εκπομπής» στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2010/13, της φράσης «ταυτόχρονη παρακολούθηση προγραμμάτων», η οποία επαναλαμβάνεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, της RStV, επιβάλλει να μεταδίδεται ταυτοχρόνως το ίδιο περιεχόμενο στο σύνολο της επικράτειας που καλύπτει η εκπομπή τηλεοπτικού καναλιού και, επομένως, δεν επιτρέπει την περιφερειακή μετάδοση διαφημίσεων στα κανάλια ομοσπονδιακής εμβέλειας.

27.

Η άποψη αυτή δεν μου φαίνεται ορθή.

28.

Συγκεκριμένα, έστω και αν ήθελε υποτεθεί, παρά το ακριβές γράμμα της επίμαχης διάταξης, ότι η φράση «ταυτόχρονη παρακολούθηση» δεν καταλαμβάνει μόνον τα προγράμματα (ήτοι το συντακτικό περιεχόμενο) αλλά και τη διαφήμιση, από αυτή ουδόλως προκύπτει η υποχρέωση να είναι το περιεχόμενο που μεταδίδεται πανομοιότυπο στο σύνολο της επικράτειας που καλύπτει η εκπομπή.

29.

Η οδηγία 2010/13 στηρίζεται στη διάκριση μεταξύ των «γραμμικών» υπηρεσιών και των κατά παραγγελία υπηρεσιών. Οι γραμμικές υπηρεσίες ορίζονται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, της οδηγίας αυτής. Βασικό χαρακτηριστικό των υπηρεσιών αυτών είναι ότι ο τηλεοπτικός οργανισμός αποφασίζει το περιεχόμενο που μεταδίδεται σε μια δεδομένη χρονική στιγμή, ανεξαρτήτως οποιασδήποτε ζήτησης, η δε επιλογή του τηλεθεατή περιορίζεται στη λήψη ή μη της εκπομπής. Επομένως, οι υπηρεσίες αυτές είναι γραμμικές στον χρόνο. Το αποτέλεσμα αυτού είναι ότι όλοι οι τηλεθεατές για τους οποίους προορίζεται το συγκεκριμένο περιεχόμενο το παρακολουθούν ταυτοχρόνως. Εντούτοις, εξ αυτού δεν συνάγεται καμία απαίτηση το ίδιο περιεχόμενο να προορίζεται για όλους τους τηλεθεατές που βρίσκονται στην περιοχή που καλύπτει η εκπομπή τηλεοπτικού καναλιού. Ο τηλεοπτικός οργανισμός μπορεί κάλλιστα να διαφοροποιήσει το περιεχόμενο σε εδαφική βάση ή ανάλογα με τον τρόπο μετάδοσης (επίγεια, καλωδιακή, δορυφορική κ.λπ.), χωρίς αυτό να αναιρεί τον γραμμικό χαρακτήρα της υπηρεσίας που παρέχει.

30.

Βεβαίως, οι προϋποθέσεις της άδειας εκπομπής ή ακόμη, όπως στην υπό κρίση υπόθεση, οι κανόνες του εθνικού δικαίου μπορούν να απαγορεύουν μια τέτοια διαφοροποίηση, ωστόσο κάτι τέτοιο ουδόλως επιβάλλεται από το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2010/13, ούτε άλλωστε από οποιαδήποτε άλλη διάταξη της οδηγίας αυτής.

31.

Επομένως, το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2010/13 δεν επιβάλλει απαγόρευση περιφερειακής μετάδοσης διαφημίσεων όπως η προβλεπόμενη στο άρθρο 7, παράγραφος 11, της RStV.

Η αρχή της ίσης μεταχείρισης

32.

Κατά δεύτερον, στα προδικαστικά ερωτήματα το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται στην αρχή της ίσης μεταχείρισης ως κανόνα αναφοράς προκειμένου να εκτιμηθεί αν είναι σύμφωνη προς το δίκαιο της Ένωσης η απαγόρευση της περιφερειακής μετάδοσης διαφημίσεων στα ομοσπονδιακής εμβέλειας τηλεοπτικά κανάλια, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 7, παράγραφος 11, της RStV. Οι προβληματισμοί του αιτούντος δικαστηρίου αφορούν, αφενός, τη δυσμενή θέση των παρόχων γραμμικών υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων ομοσπονδιακής εμβέλειας (ήτοι των τηλεοπτικών οργανισμών) σε σύγκριση με εκείνη των παρόχων μη γραμμικών υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων, οι οποίοι δραστηριοποιούνται ιδίως στο διαδίκτυο, όσον αφορά τη δυνατότητα παροχής στοχευμένων διαφημιστικών υπηρεσιών. Αφετέρου, το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται στη διαφορετική μεταχείριση των δυνητικών διαφημιζομένων και, επομένως, των αποδεκτών υπηρεσιών τηλεοπτικής διαφήμισης, οι οποίοι δραστηριοποιούνται σε περιφερειακό επίπεδο, όπως η ενάγουσα της κύριας δίκης, σε σχέση με τους φορείς μεγαλύτερου μεγέθους, για τους οποίους ενδείκνυται η διαφήμιση σε εθνική κλίμακα.

33.

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η αρχή της ίσης μεταχείρισης επιβάλλει να μην αντιμετωπίζονται διαφορετικά συγκρίσιμες καταστάσεις και να μην αντιμετωπίζονται κατά τον ίδιο τρόπο διαφορετικές καταστάσεις, εκτός αν η αντιμετώπιση αυτή δικαιολογείται αντικειμενικά ( 8 ).

34.

Εν προκειμένω, φρονώ ότι οι καταστάσεις υπό τις οποίες τελούν οι φορείς αυτοί και τις οποίες μνημονεύει το αιτούν δικαστήριο δεν είναι, ωστόσο, συγκρίσιμες.

35.

Πρώτον, όσον αφορά τους εθνικούς τηλεοπτικούς φορείς, εκτιμώ ότι, όπως εξέθεσε και η Επιτροπή, η κατάστασή τους δεν είναι συγκρίσιμη, υπό την έννοια της αρχής της ίσης μεταχείρισης, με εκείνη των παρόχων μη γραμμικών υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων οι οποίοι δραστηριοποιούνται στο διαδίκτυο. Τα μοντέλα κατανάλωσης των υπηρεσιών αυτών, ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί η διαφήμιση στην τηλεόραση και στο διαδίκτυο και, τέλος, το κανονιστικό πλαίσιο, τόσο το εθνικό όσο και το ενωσιακό ( 9 ), διαφέρουν σε τέτοιον βαθμό, ώστε φρονώ ότι η σύγκριση των καταστάσεών τους ως προς τους κανόνες που αφορούν τις διαφημίσεις σε περιφερειακό επίπεδο στερείται νοήματος. Αυτό συνδέεται, μεταξύ άλλων, με το γεγονός ότι, χάρη στον διαδραστικό χαρακτήρα της και στη συλλογή πολλών πληροφοριών σχετικά με τους χρήστες, η διαφήμιση στο διαδίκτυο δεν περιορίζεται από το γεωγραφικό κριτήριο και μπορεί να προβαίνει σε εξατομικευμένη στόχευση των χρηστών, με βάση τα πιθανά ενδιαφέροντά τους, κάτι το οποίο δεν είναι εφικτό στην περίπτωση της τηλεόρασης. Τις διαφορές αυτές δεν θα μπορούσε να εξαλείψει η δυνατότητα προσφοράς τηλεοπτικών διαφημίσεων σε περιφερειακό επίπεδο.

36.

Δεύτερον, όσον αφορά την κατάσταση των δυνητικών διαφημιζομένων που δραστηριοποιούνται σε περιφερειακή κλίμακα σε σύγκριση με εκείνη των διαφημιζομένων που δραστηριοποιούνται σε ομοσπονδιακή κλίμακα, εκτιμώ, αυτή τη φορά διαφωνώντας με την Επιτροπή, ότι ο διαφορετικός αντίκτυπος που έχουν οι επίμαχοι κανόνες για τις δύο αυτές κατηγορίες οικονομικών φορέων (αποδέκτες διαφημιστικών υπηρεσιών) δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά άνιση μεταχείριση.

37.

Συγκεκριμένα, είναι αληθές ότι η απαγόρευση περιφερειακής μετάδοσης διαφημίσεων στα τηλεοπτικά κανάλια εθνικής εμβέλειας μπορεί να επηρεάσει εντονότερα τους δυνητικούς διαφημιζομένους που δραστηριοποιούνται σε περιφερειακή κλίμακα, οι οποίοι θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν προς όφελός τους μια τέτοια διαφήμιση, από ό,τι τους διαφημιζομένους που δραστηριοποιούνται σε εθνική κλίμακα, για τους οποίους η διαφήμιση αυτή δεν θα είχε κάποια χρησιμότητα. Εντούτοις, στόχος της απαγόρευσης αυτής δεν είναι να ρυθμίσει τις ευκαιρίες διαφήμισης των διάφορων κατηγοριών δυνητικών διαφημιζομένων αλλά, απευθυνόμενη στους τηλεοπτικούς φορείς, να επιφυλάξει την περιφερειακή αγορά διαφήμισης στους περιφερειακούς και τοπικούς τηλεοπτικούς οργανισμούς. Ο αντίκτυπος της απαγόρευσης αυτής στις διάφορες κατηγορίες δυνητικών αποδεκτών διαφημιστικών υπηρεσιών δεν προκύπτει άμεσα από τη ρύθμιση αυτή, αλλά από την κατάσταση στην οποία τελούν οι διάφοροι φορείς λόγω, μεταξύ άλλων, του οικονομικού μεγέθους τους. Αντιθέτως, οι κανόνες είναι ίδιοι για όλους. Πάντως, κατά την άποψή μου, η αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν μπορεί να έχει την έννοια ότι επιβάλλει την προσαρμογή των κανόνων δικαίου στις ειδικές ανάγκες κάθε ιδιώτη.

38.

Επομένως, ανακεφαλαιώνοντας, φρονώ ότι η απαγόρευση περιφερειακής μετάδοσης διαφημίσεων στα ομοσπονδιακής εμβέλειας τηλεοπτικά κανάλια, όπως η προβλεπόμενη στο άρθρο 7, παράγραφος 11, της RStV, δεν αντιβαίνει στην αρχή της ίσης μεταχείρισης.

Άρθρο 56 ΣΛΕΕ

39.

Κατά τρίτον, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν το άρθρο 56 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε απαγόρευση περιφερειακής μετάδοσης διαφημίσεων στα τηλεοπτικά κανάλια ομοσπονδιακής εμβέλειας, όπως η προβλεπόμενη στο άρθρο 7, παράγραφος 11, της RStV.

40.

Το άρθρο αυτό απαγορεύει κάθε περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών σε διασυνοριακές καταστάσεις, εκτός εάν ο περιορισμός αυτός δικαιολογείται από επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος.

– Ως προς την ύπαρξη περιορισμού

41.

Κατά πάγια νομολογία, η μετάδοση τηλεοπτικών μηνυμάτων, περιλαμβανομένων των διαφημιστικών μηνυμάτων, συνιστά παροχή υπηρεσιών εμπίπτουσα στο άρθρο 56 ΣΛΕΕ ( 10 ). Στην ελευθερία που κατοχυρώνεται στο άρθρο αυτό εμπίπτει, επίσης, η δυνατότητα των δυνητικών διαφημιζομένων να απολαύουν υπηρεσιών τηλεοπτικών διαφημίσεων ( 11 ).

42.

Ως περιορισμοί της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών πρέπει να λογίζονται όλα τα μέτρα τα οποία απαγορεύουν, παρακωλύουν ή καθιστούν λιγότερο ελκυστική την άσκησή της ( 12 ). Αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο όταν οι δυνητικοί διαφημιζόμενοι προέρχονται από άλλα κράτη μέλη, δεδομένου ότι οι περιορισμοί των δυνατοτήτων να απολαύουν διαφημιστικών υπηρεσιών δυσχεραίνουν ιδιαίτερα την πρόσβασή τους στην αγορά του κράτους μέλους που θέσπισε τους περιορισμούς αυτούς. Τέτοιοι περιορισμοί ενδέχεται να υπάρχουν, μεταξύ άλλων, όταν η διαφήμιση για τη δραστηριότητα του δυνητικού διαφημιζομένου επιτρέπεται μόνο σε τηλεοπτικούς σταθμούς τοπικής εμβέλειας, ενώ απαγορεύεται σε τηλεοπτικούς σταθμούς ( 13 ).

43.

Παρόμοια κατάσταση συντρέχει στην υπό κρίση υπόθεση. Η ενάγουσα της κύριας δίκης, εταιρία αυστριακού δικαίου, εκμεταλλεύεται αλυσίδα καταστημάτων ειδών μόδας στην Αυστρία. Επιθυμεί να διευρύνει τη δραστηριότητά της, επεκτείνοντάς τη και στη Γερμανία, αλλά μόνο σε τμήμα της επικράτειας αυτού του κράτους μέλους, και συγκεκριμένα στη Βαυαρία.

44.

Για τον σκοπό αυτό, η ενάγουσα της κύριας δίκης επιθυμεί να χρησιμοποιήσει υπηρεσίες τηλεοπτικής διαφήμισης. Εντούτοις, λόγω της απαγόρευσης του άρθρου 7, παράγραφος 11, της RStV, δεν μπορεί να εξασφαλίσει μετάδοση διαφήμισης περιορισμένη στο έδαφος της Βαυαρίας από τηλεοπτικό κανάλι ομοσπονδιακής εμβέλειας, όπως ήταν η πρόθεσή της όταν υπέγραφε σχετική σύμβαση με την εναγομένη της κύριας δίκης. Οι εναλλακτικές δυνατότητες που έχει στη διάθεσή της είναι είτε να αγοράσει χρόνο διαφήμισης σε εθνική κλίμακα σε τηλεοπτικό κανάλι ομοσπονδιακής εμβέλειας είτε να χρησιμοποιήσει τις υπηρεσίες περιφερειακών και τοπικών τηλεοπτικών καναλιών. Η ενάγουσα εκθέτει, ωστόσο, ότι καμία από τις εναλλακτικές αυτές λύσεις δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες της.

45.

Η διαφήμιση σε εθνική κλίμακα θα ήταν υπερβολικά δαπανηρή και, σε μεγάλο βαθμό, άσκοπη, διότι θα κάλυπτε κατά κύριο λόγο το έδαφος στο οποίο η ενάγουσα δεν επιθυμεί να ασκήσει καμία δραστηριότητα. Επομένως, η διαφήμιση αυτή δεν θα ήταν αποδοτική ( 14 ).

46.

Εξάλλου, η διαφήμιση σε περιφερειακά και τοπικά τηλεοπτικά κανάλια δεν θα παρείχε στην ενάγουσα τη δυνατότητα να επιτύχει τους σκοπούς που επιδιώκει. Πρώτον, τα κανάλια αυτά συγκεντρώνουν πολύ μικρό ποσοστό τηλεθεατών (περίπου το 5 % του τηλεοπτικού κοινού κατά τα στοιχεία της ενάγουσας). Δεύτερον, το κοινό αυτών των περιφερειακών και τοπικών καναλιών δεν είναι το κοινό στο οποίο στοχεύει η ενάγουσα. Συγκεκριμένα, η ενάγουσα ενδιαφέρεται να μεταδίδονται οι διαφημίσεις της πριν από ή μετά τα τηλεοπτικά προγράμματα που μπορούν να ενδιαφέρουν τους δυνητικούς πελάτες της, ήτοι την πελατεία ειδών μόδας. Αυτό το είδος προγραμμάτων μεταδίδεται, όμως, από τηλεοπτικά κανάλια ομοσπονδιακής εμβέλειας, ενώ τα περιφερειακά και τοπικά κανάλια επικεντρώνονται σε θέματα τοπικής επικαιρότητας και προσελκύουν διαφορετικό κοινό.

47.

Επομένως, το γεγονός ότι η ενάγουσα της κύριας δίκης, λόγω της απαγόρευσης του άρθρου 7, παράγραφος 11, της RStV, είναι αδύνατον να εξασφαλίσει μετάδοση διαφήμισης περιορισμένη στο έδαφος της Βαυαρίας, από τηλεοπτικό κανάλι ομοσπονδιακής εμβέλειας, καίτοι η διαφήμιση αυτή είναι δυνατή από τεχνικής απόψεως και η εναγομένη της κύριας δίκης είναι διατεθειμένη να παράσχει την υπηρεσία αυτή, καθιστά, κατά τους ισχυρισμούς της, δυσχερέστερη την πρόσβασή της στη γερμανική αγορά. Αυτό οφείλεται, μεταξύ άλλων, στο γεγονός ότι η ενάγουσα ανταγωνίζεται τις αλυσίδες καταστημάτων ειδών μόδας που δραστηριοποιούνται σε ομοσπονδιακή κλίμακα, για τις οποίες είναι απολύτως κατάλληλη η διαφήμιση στα τηλεοπτικά κανάλια ομοσπονδιακής εμβέλειας που καλύπτουν ολόκληρη την επικράτεια.

48.

Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν χωρεί αμφιβολία ότι η απαγόρευση μετάδοσης διαφημίσεων σε περιφερειακό επίπεδο από τα τηλεοπτικά κανάλια ομοσπονδιακής εμβέλειας, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 7, παράγραφος 11, της RStV, συνιστά περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 56 ΣΛΕΕ. Το γεγονός ότι η RStV παρέχει στα ομόσπονδα κράτη τη δυνατότητα να επιτρέπουν τη μετάδοση διαφημίσεων σε περιφερειακό επίπεδο στα εδάφη τους ουδόλως μεταβάλλει την εκτίμηση αυτή διότι, αφενός, κάτι τέτοιο προϋποθέτει πάντοτε απόφαση του εκάστοτε ομόσπονδου κράτους και, αφετέρου, έως τώρα κανένα ομόσπονδο κράτος δεν έχει επιτρέψει μια τέτοια διαφήμιση, με αποτέλεσμα η εν λόγω δυνατότητα να παραμένει αμιγώς θεωρητική.

49.

Πρέπει εν συνεχεία να εξεταστεί κατά πόσον ένας τέτοιος περιορισμός δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος.

– Επί της δικαιολογήσεως του περιορισμού

50.

Κατά πάγια νομολογία, περιορισμός της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 56 ΣΛΕΕ μπορεί να δικαιολογηθεί από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, εφόσον είναι κατάλληλος για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και δεν υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρο ( 15 ). Απόκειται στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος να αποδείξει τον δικαιολογημένο χαρακτήρα του μέτρου που προτίθεται να θεσπίσει ή να διατηρήσει σε ισχύ.

51.

Η Γερμανική Κυβέρνηση προβάλλει ως δικαιολογία τη διατήρηση της πολυφωνίας σε περιφερειακό επίπεδο, για την οποία η ύπαρξη περιφερειακών και τοπικών τηλεοπτικών καναλιών είναι πρωταρχικής σημασίας. Κατά τη Γερμανική Κυβέρνηση, το να μπορούν να δραστηριοποιηθούν στην περιφερειακή διαφημιστική αγορά αποκλειστικά και μόνον οι περιφερειακοί και τοπικοί τηλεοπτικοί οργανισμοί, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 11, της RStV, είναι αναγκαίο προκειμένου να διασφαλιστεί η οικονομική επιβίωση των σταθμών αυτών.

52.

Το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να αποφανθεί ότι οι λόγοι πολιτιστικής πολιτικής οι οποίοι συνδέονται με τη διατήρηση της πολυφωνίας των μέσων ενημέρωσης μπορούν να δικαιολογούν τους περιορισμούς στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Συγκεκριμένα, τα μέτρα αυτά συμβάλλουν στη διασφάλιση της ελευθερίας έκφρασης, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 11 του Χάρτη ( 16 ).

53.

Φρονώ ότι η ίδια συλλογιστική μπορεί να εφαρμοστεί στην υπό κρίση υπόθεση. Όπως είναι φυσικό, οι περιφερειακοί και τοπικοί τηλεοπτικοί σταθμοί εξετάζουν θέματα τοπικού ενδιαφέροντος τα οποία δεν απασχολούν καθόλου ή απασχολούν ελάχιστα τα τηλεοπτικά κανάλια εθνικής εμβέλειας. Επομένως, οι σταθμοί αυτοί συμβάλλουν στον δημόσιο διάλογο και, κατά συνέπεια, στην πολυφωνία επί των θεμάτων αυτών. Τη σημασία των περιφερειακών και τοπικών μέσων ενημέρωσης για τη διατήρηση της πολυφωνίας και για τη συμμετοχική δημοκρατία υπογραμμίζουν επίσης διάφορα όργανα του Συμβουλίου της Ευρώπης ( 17 ). Φρονώ ότι μέτρο το οποίο έχει ως σκοπό να διασφαλίσει τη δυνατότητα λειτουργίας των περιφερειακών και τοπικών τηλεοπτικών σταθμών, αποκλείοντας υπέρ αυτών άλλους σταθμούς από την αγορά διαφήμισης σε περιφερειακό επίπεδο και εξασφαλίζοντας, επομένως, μια πηγή χρηματοδότησης για αυτούς μπορεί να δικαιολογείται από επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος πολιτιστικής πολιτικής.

54.

Εντούτοις, προκειμένου να συνάδει προς το άρθρο 56 ΣΛΕΕ, το μέτρο αυτό πρέπει να είναι κατάλληλο να διασφαλίσει την επίτευξη του σκοπού που η πολιτική αυτή επιδιώκει και να είναι αναλογικό, υπό την έννοια ότι δεν υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρο.

55.

Αυτά ακριβώς είναι, όμως, τα δύο ζητήματα επί των οποίων εκφράζουν αμφιβολίες τόσο το αιτούν δικαστήριο όσο και οι διάδικοι της κύριας δίκης.

– Επί του πρόσφορου χαρακτήρα του επίμαχου εθνικού μέτρου

56.

Πρώτον, το αιτούν δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες ως προς τον συστηματικό και συνεκτικό χαρακτήρα του επίμαχου μέτρου, κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου ( 18 ), διότι διαφήμιση στοχευμένη σε ορισμένες κατηγορίες χρηστών επιτρέπεται στο διαδίκτυο, ιδίως σε σχέση με τις μη γραμμικές υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων που παρέχονται στο δίκτυο αυτό. Οι διάδικοι της κύριας δίκης, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, προβάλλουν παρόμοια επιχειρήματα.

57.

Δεν έχω πεισθεί από τα εν λόγω επιχειρήματα. Όπως εξέθεσα ήδη σε σχέση με την αρχή της ίσης μεταχείρισης, η διαφήμιση στο διαδίκτυο λειτουργεί με τρόπο τελείως διαφορετικό από την τηλεοπτική διαφήμιση. Αφενός, η διαφήμιση στο διαδίκτυο είναι τεχνικώς ανεξάρτητη από το περιεχόμενο με το οποίο συνδέεται. Καίτοι ο χρήστης έχει την εντύπωση ότι η διαφήμιση αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του περιεχομένου αυτού, στην πραγματικότητα, η διαφήμιση προέρχεται από διαφορετική πηγή. Αφετέρου, χάρη στις πληροφορίες που συλλέγουν σχετικά με τους χρήστες τους, οι πάροχοι υπηρεσιών στο διαδίκτυο είναι σε θέση να προβαίνουν σε στοχευμένη διαφήμιση για κάθε χρήστη του διαδικτύου ατομικά, ανάλογα με τα συγκεκριμένα ενδιαφέροντα που του αποδίδονται βάσει των πληροφοριών που έχουν συλλεγεί. Η γεωγραφική θέση του χρήστη είναι ένα μόνον από τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη. Ως εκ τούτου, ενώ παρακολουθεί το ίδιο περιεχόμενο στο διαδίκτυο, κάθε χρήστης ενδέχεται να λαμβάνει δική του επιλογή διαφημιστικών μηνυμάτων, διαφορετική από εκείνη που λαμβάνουν οι άλλοι χρήστες. Ο μηχανισμός αυτός είναι πολύ πιο σύνθετος σε σχέση με τη γεωγραφική κατανομή των τηλεοπτικών διαφημίσεων στην οποία αναφέρεται το επίμαχο εθνικό μέτρο.

58.

Είναι αληθές ότι οι υπηρεσίες που παρέχονται μέσω διαδικτύου συνιστούν ανταγωνισμό για τους περιφερειακούς και τοπικούς τηλεοπτικούς οργανισμούς στη διαφημιστική αγορά και απειλή για τα έσοδά τους από την αγορά αυτή, το ζήτημα όμως αυτό δεν εμπίπτει στις νομοθετικές αρμοδιότητες των ομόσπονδων κρατών, πρωτίστως διότι η οδηγία 2000/31 περιορίζει σημαντικά τη δυνατότητα των κρατών μελών να ρυθμίζουν τις υπηρεσίες αυτές ( 19 ). Εξάλλου, οι προκλήσεις που σχετίζονται με τη θέσπιση κανονιστικού πλαισίου για το διαδίκτυο είναι τελείως διαφορετικές από εκείνες που ανακύπτουν κατά τη θέσπιση κανονιστικού πλαισίου για την τηλεόραση. Δεν είναι, επομένως, δυνατόν να προσάψει κανείς σε κράτος μέλος, όπως πράττει η Επιτροπή, ότι δεν ρύθμισε έναν τομέα ο οποίος εκφεύγει της ρυθμιστικής εξουσίας του.

59.

Για τον λόγο αυτό, δεν διακρίνω κάποια αναλογία ούτε μεταξύ της υπό κρίση υπόθεσης και εκείνης επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Corporación Dermoestética ( 20 ). Η υπόθεση εκείνη αφορούσε απαγόρευση διαφήμισης για ιατρικές-χειρουργικές θεραπείες. Ωστόσο, η απαγόρευση αυτή αφορούσε μόνον τα τηλεοπτικά κανάλια εθνικής εμβέλειας, ενώ εξαιρούνταν τα περιφερειακά κανάλια, στα οποία η διαφήμιση αυτή επιτρεπόταν. Το Δικαστήριο έκρινε ότι το καθεστώς αυτό ενείχε ανακολουθία και, ως εκ τούτου, αντέβαινε στο άρθρο 56 ΣΛΕΕ ( 21 ). Αντιθέτως, αντικείμενο του επίμαχου στην υπό κρίση υπόθεση μέτρου δεν είναι η απαγόρευση ή ο περιορισμός κάθε στοχευμένης διαφήμισης η οποία απευθύνεται σε κάποια κατηγορία τηλεθεατών, αλλά η παρεμπόδιση δραστηριοποίησης σε συγκεκριμένη αγορά, την υφιστάμενη αγορά των περιφερειακών τηλεοπτικών διαφημίσεων, σε οργανισμούς πέραν των περιφερειακών και τοπικών τηλεοπτικών οργανισμών. Επομένως, η ύπαρξη στοχευμένης διαφήμισης σε άλλους διαύλους επικοινωνίας, μεταξύ άλλων στο διαδίκτυο, δεν θέτει υπό αμφισβήτηση τον συνεπή χαρακτήρα του μέτρου αυτού.

60.

Εξάλλου, δεν θεωρώ ότι η «σύγκλιση των μέσων», και ιδίως της τηλεόρασης και του διαδικτύου, την οποία επικαλέστηκε η εναγομένη της κύριας δίκης, μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση τη ανωτέρω διαπίστωση. Η σύγκλιση αυτή είναι απλώς μια διαδικασία η οποία, για όσο διάστημα τα δύο αυτά μέσα αποτελούν αντικείμενο διαφορετικού ρυθμιστικού πλαισίου ( 22 ), απέχει ακόμη πολύ από την υλοποίησή της. Επομένως, δεν συμμερίζομαι την άποψη της Επιτροπής όσον αφορά τον προβαλλόμενο ως «αναχρονιστικό» χαρακτήρα του εθνικού επίμαχου μέτρου. Εν πάση περιπτώσει, το μέτρο αυτό δεν είναι περισσότερο αναχρονιστικό από ό,τι η νομοθεσία της Ένωσης για διάφορα είδη μέσων.

61.

Δεύτερον, η ενάγουσα της κύριας δίκης, υποστηριζόμενη επί του ζητήματος αυτού, όπως άλλωστε και επί των λοιπών ζητημάτων, από την εναγομένη της κύριας δίκης, αμφισβητεί την παραδοχή επί της οποίας στηρίζεται το επίμαχο εθνικό μέτρο, ήτοι ότι το άνοιγμα της περιφερειακής διαφημιστικής αγοράς στα τηλεοπτικά κανάλια ομοσπονδιακής εμβέλειας θίγει σημαντικά τη χρηματοδότηση των περιφερειακών και τοπικών τηλεοπτικών οργανισμών. Το επιχείρημα αυτό στηρίζεται, μεταξύ άλλων, σε μελέτη που εκπονήθηκε κατόπιν παραγγελίας της εναγομένης της κύριας δίκης ( 23 ). Κατά τη μελέτη αυτή, οι διαφημιζόμενοι οι οποίοι μπορούν να ωφεληθούν από τη μετάδοση διαφημίσεων σε περιφερειακό επίπεδο από τα τηλεοπτικά κανάλια ομοσπονδιακής εμβέλειας, όπως η ενάγουσα της κύριας δίκης, δεν είναι οι ίδιοι με εκείνους που χρησιμοποιούν τις διαφημιστικές υπηρεσίες των περιφερειακών και τοπικών καναλιών. Επομένως, το άνοιγμα της αγοράς αυτής στα κανάλια ομοσπονδιακής εμβέλειας δεν θα επέφερε σημαντική απώλεια εσόδων για τα περιφερειακά και τοπικά κανάλια. Αντιθέτως, κατά τη μελέτη αυτή, τα έσοδα των καναλιών αυτών θίγονται από τη διαφήμιση στο διαδίκτυο.

62.

Εντούτοις, χωρίς να θέλω να υπεισέλθω στη διαφωνία σχετικά με τις πραγματικές εκτιμήσεις, εκτιμώ ότι είναι δύσκολο να προβλεφθεί μετά βεβαιότητας η μελλοντική συμπεριφορά των παραγόντων της αγοράς σε ένα τροποποιημένο νομικό περιβάλλον, μεταξύ άλλων διότι αυτοί τείνουν να προσαρμόζουν τη συμπεριφορά τους σε τέτοιες αλλαγές. Εξάλλου, εφόσον γίνει δεκτή η αρχή της διαφήμισης σε περιφερειακό επίπεδο, τα τηλεοπτικά κανάλια ομοσπονδιακής εμβέλειας ουδόλως θα εμποδίζονται να προτείνουν επίσης διαφημιστικές υπηρεσίες σε υποπεριφερειακή και τοπική κλίμακα, ήτοι στο επίπεδο το οποίο, κατά την προμνησθείσα μελέτη, δραστηριοποιούνται επί του παρόντος αποκλειστικά και μόνον οι περιφερειακοί και τοπικοί τηλεοπτικοί οργανισμοί.

63.

Επομένως, εκτιμώ ότι δεν είναι προδήλως αβάσιμη η άποψη ότι η είσοδος στην περιφερειακή διαφημιστική αγορά παραγόντων με την ισχύ των τηλεοπτικών καναλιών ομοσπονδιακής εμβέλειας ενέχει σοβαρό κίνδυνο κατάληψης των μεριδίων της αγοράς αυτής που κατέχουν επί του παρόντος οι περιφερειακοί και τοπικοί τηλεοπτικοί οργανισμοί. Φρονώ, συνεπώς, ότι, στο πλαίσιο του περιθωρίου εκτίμησης που διαθέτει, ο Γερμανός νομοθέτης μπορούσε να στηριχθεί στην παραδοχή αυτή κατά τη θέσπιση της απαγόρευσης περιφερειακής μετάδοσης διαφημίσεων μέσω των τηλεοπτικών καναλιών ομοσπονδιακής εμβέλειας. Δεδομένου δε ότι πρόκειται για μέτρο το οποίο προορίζεται να προστατεύσει την ελευθερία έκφρασης που κατοχυρώνεται στο άρθρο 11 του Χάρτη, το περιθώριο εκτίμησης του εθνικού νομοθέτη είναι ιδιαίτερα ευρύ ( 24 ).

64.

Ανακεφαλαιώνοντας την παρούσα ενότητα, κατά την άποψή μου, ο Γερμανός νομοθέτης, στο πλαίσιο του περιθωρίου εκτίμησης που διαθέτει, μπορούσε να θεωρήσει ότι η είσοδος των τηλεοπτικών καναλιών ομοσπονδιακής εμβέλειας στην περιφερειακή διαφημιστική αγορά ενείχε τον κίνδυνο να θίξει τη χρηματοδότηση των περιφερειακών και τοπικών τηλεοπτικών οργανισμών, απειλώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την πολυφωνία στο περιφερειακό επίπεδο στην οποία συμβάλλουν οι οργανισμοί αυτοί. Επομένως, εκτιμώ ότι το επίμαχο εθνικό μέτρο είναι κατάλληλο για την επίτευξη του σκοπού που συνίσταται στην προστασία αυτής της πολυφωνίας. Περαιτέρω, η ύπαρξη διαφήμισης στοχευμένης στους συγκεκριμένους χρήστες στο διαδίκτυο δεν θέτει υπό αμφισβήτηση τον συνεπή χαρακτήρα του μέτρου αυτού.

– Επί του αναλογικού χαρακτήρα του επίμαχου εθνικού μέτρου

65.

Για να μπορεί περιορισμός της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών να δικαιολογηθεί από επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος, δεν αρκεί να είναι κατάλληλος για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, αλλά πρέπει να είναι επίσης αναλογικός προς τον σκοπό αυτό, ήτοι να μην υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρο. Επομένως, το ζήτημα που τίθεται είναι αν ο ίδιος σκοπός θα μπορούσε να επιτευχθεί με άλλα μέτρα, τα οποία θα επέβαλλαν ταυτοχρόνως λιγότερους περιορισμούς στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών.

66.

Τόσο οι διάδικοι της κύριας δίκης όσο και η Επιτροπή αμφισβητούν τον αναλογικό χαρακτήρα του επίμαχου εθνικού μέτρου υποστηρίζοντας ότι θίγει σημαντικά τις δυνατότητες προώθησης της ενάγουσας, ενώ ταυτόχρονα συνεπάγεται πολύ περιορισμένο όφελος για τους περιφερειακούς και τοπικούς τηλεοπτικούς φορείς.

67.

Εντούτοις, το επιχείρημα αυτό στηρίζεται στην άρνηση, από τα ενδιαφερόμενα αυτά μέρη, της καταλληλότητας του μέτρου αυτού για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Όπως, όμως, εκτέθηκε ανωτέρω, φρονώ ότι δεν αποδεικνύεται η ακαταλληλότητα του εν λόγω μέτρου σε σχέση με τον σκοπό του. Επομένως, εάν γίνει δεκτό ότι το επίμαχο μέτρο είναι κατάλληλο για την επίτευξη του σκοπού του, η στάθμιση των διακυβευόμενων συμφερόντων, ήτοι των συμφερόντων των επιχειρήσεων που επιθυμούν να προβληθούν μέσω περιφερειακών διαφημίσεων από τα τηλεοπτικά κανάλια ομοσπονδιακής εμβέλειας και των συμφερόντων των περιφερειακών και τοπικών τηλεοπτικών οργανισμών, τίθεται υπό ένα διαφορετικό πρίσμα. Συγκεκριμένα, κατ’ εμέ, ήταν θεμιτό ο Γερμανός νομοθέτης να θεωρήσει ότι το δημόσιο συμφέρον της ύπαρξης των εν λόγω οργανισμών και της συμβολής τους στον δημόσιο διάλογο σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο υπερισχύει του ιδιωτικού συμφέροντος των επιχειρήσεων να προβληθούν μέσω συγκεκριμένου διαύλου επικοινωνίας.

68.

Επομένως, απομένει το ζήτημα αν υπάρχουν άλλα λιγότερο περιοριστικά μέτρα με τα οποία θα μπορούσε να επιτευχθεί αυτός ο σκοπός προστασίας της πολυφωνίας των μέσων ενημέρωσης σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο.

69.

Η ενάγουσα της κύριας δίκης επικαλείται, συναφώς, τη λύση που εφαρμόζεται στην Αυστρία, κράτος μέλος καταγωγής της. Η λύση αυτή συνίσταται στη διασφάλιση της χρηματοδότησης των δημόσιων τηλεοπτικών καναλιών μέσω εισφοράς, με απαγόρευση της διαφήμισης, και στην παροχή ελευθερίας στα ιδιωτικά κανάλια όσον αφορά τη διαφήμιση, περιλαμβανομένης αυτής που μεταδίδεται σε περιφερειακό επίπεδο.

70.

Εντούτοις, κατά πάγια νομολογία, το γεγονός ότι ένα κράτος μέλος επιβάλλει κανόνες λιγότερο αυστηρούς από εκείνους που ισχύουν εντός άλλου κράτους μέλους δεν σημαίνει ότι οι τελευταίοι αυτοί κανόνες είναι δυσανάλογοι και, επομένως, ασύμβατοι προς το ενωσιακό δίκαιο ( 25 ). Επομένως, η ύπαρξη λιγότερο αυστηρών κανόνων στην Αυστρία δεν μπορεί να θεωρηθεί απόδειξη του μη αναλογικού χαρακτήρα του επίμαχου εθνικού μέτρου.

71.

Εξάλλου, καίτοι η χρηματοδότηση των μέσων ενημέρωσης με δημόσιους πόρους μπορεί να επιλύει ορισμένα προβλήματα, μπορεί επίσης να εγείρει ερωτηματικά όσον αφορά την πραγματική ανεξαρτησία των μέσων αυτών. Από αυτή την άποψη, η ύπαρξη ιδίων πόρων, για παράδειγμα υπό μορφή διαφημιστικών εσόδων, συνιστά πρόσθετη εγγύηση της ανεξαρτησίας των εν λόγω μέσων και, επομένως, της πολυφωνίας.

72.

Αντιθέτως, η ίδια η ύπαρξη της ρήτρας του άρθρου 7, παράγραφος 11, της RStV, κατά την οποία τα ομόσπονδα κράτη μπορούν να επιτρέπουν, ενδεχομένως υπό προϋποθέσεις, την περιφερειακή μετάδοση διαφημίσεων εντός του εδάφους τους στα τηλεοπτικά κανάλια ομοσπονδιακής εμβέλειας, υποδηλώνει ότι η άμβλυνση της απορρέουσας από το άρθρο 7 της RStV απαγόρευσης μπορεί να είναι δυνατή χωρίς να θίγεται ο σκοπός που επιδιώκεται με την απαγόρευση αυτή. Το ότι η δυνατότητα αυτή δεν έχει εφαρμοστεί έως σήμερα δεν αναιρεί το γεγονός ότι, θεσπίζοντας τη ρήτρα αυτή, ο Γερμανός νομοθέτης, αναγνώρισε τη συμβατότητα μιας τέτοιας ενδεχόμενης άδειας προς τους σκοπούς του επίμαχου μέτρου.

73.

Θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς άλλα μέτρα λιγότερο περιοριστικά σε σχέση με την απόλυτη απαγόρευση της περιφερειακής μετάδοσης διαφημίσεων από τα τηλεοπτικά κανάλια ομοσπονδιακής εμβέλειας, όπως η συμμετοχή των περιφερειακών και τοπικών τηλεοπτικών οργανισμών στα έσοδα που θα αντλούσαν οι ραδιοτηλεοπτικοί σταθμοί ομοσπονδιακής εμβέλειας από αυτήν τη μετάδοση διαφημίσεων σε περιφερειακό επίπεδο. Ένα τέτοιο μέτρο θα επέτρεπε να επιτευχθεί συμβιβασμός μεταξύ των συμφερόντων των δυνητικών διαφημιζομένων, όπως η ενάγουσα της κύριας δίκης, και εκείνων των περιφερειακών και τοπικών τηλεοπτικών οργανισμών.

74.

Εν τέλει, απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές νομικές και πραγματικές περιστάσεις στη Γερμανία, τον αναλογικό χαρακτήρα του επίμαχου μέτρου και, ιδίως, αν ενδεχομένως υφίστανται μέτρα λιγότερο περιοριστικά. Προκειμένου να είναι η εκτίμηση αυτή ρεαλιστική το αιτούν δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψη μόνον τα μέτρα τα οποία μπορεί όντως να εφαρμόσει ο εθνικός νομοθέτης. Συγκεκριμένα, θα ήταν άσκοπο να ακυρωθεί το ισχύον μέτρο χάριν μέτρων αναμφίβολα λιγότερων περιοριστικών, πλην όμως αμιγώς θεωρητικών.

Προτεινόμενη απάντηση

75.

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στα τρία πρώτα προδικαστικά ερωτήματα την απάντηση ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2010/13 και η αρχή της ίσης μεταχείρισης έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε απαγόρευση περιφερειακής μετάδοσης διαφημίσεων από τα τηλεοπτικά κανάλια εθνικής εμβέλειας, όπως η προβλεπόμενη στο άρθρο 7, παράγραφος 11, της RStV. Το άρθρο 56 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στην απαγόρευση αυτή, εφόσον δεν υπάρχουν λιγότερο περιοριστικά μέτρα τα οποία ο εθνικός νομοθέτης είναι όντως σε θέση να θεσπίσει, και τα οποία καθιστούν εφικτή την επίτευξη του σκοπού της προστασίας της πολυφωνίας σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, κάτι το οποίο απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

Επί του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος

76.

Με το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν το άρθρο 11 του Χάρτη έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε απαγόρευση περιφερειακής μετάδοσης διαφημίσεων στα τηλεοπτικά κανάλια εθνικής εμβέλειας, όπως η προβλεπόμενη στο άρθρο 7, παράγραφος 11, της RStV.

77.

Το αιτούν δικαστήριο δεν εξηγεί τους λόγους για τους οποίους τρέφει αμφιβολίες όσον αφορά τη συμβατότητα του επίμαχου εθνικού μέτρου προς το άρθρο 11 του Χάρτη. Το ίδιο ισχύει για την ενάγουσα της κύριας δίκης καθώς και για την Επιτροπή, οι οποίες αρκούνται, απλώς, στον ισχυρισμό ότι το μέτρο αυτό συνιστά παράβαση της εν λόγω διάταξης του Χάρτη. Το ερώτημα αυτό πρέπει, ωστόσο, να αναλυθεί, προκειμένου να δοθεί απάντηση στο αιτούν δικαστήριο.

78.

Όπως ορθώς παρατηρεί η Επιτροπή, ο Χάρτης τυγχάνει εφαρμογής στην υπό κρίση υπόθεση. Συγκεκριμένα, ο Χάρτης έχει εφαρμογή, μεταξύ άλλων, στις περιπτώσεις που η εθνική ρύθμιση συνιστά περιορισμό ελευθερίας της εσωτερικής αγοράς και το κράτος μέλος επικαλείται επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος για να δικαιολογήσει τον περιορισμό αυτό ( 26 ).

79.

Δυνάμει του άρθρου 52, παράγραφος 3, του Χάρτη, στον βαθμό που αυτός περιλαμβάνει δικαιώματα που αντιστοιχούν σε δικαιώματα τα οποία διασφαλίζονται στην ΕΣΔΑ, η έννοια και η εμβέλειά τους είναι ίδιες με εκείνες που τους αποδίδει η εν λόγω Σύμβαση. Η ελευθερία έκφρασης κατοχυρώνεται στο άρθρο 10 ΕΣΔΑ. Η έννοια και η εμβέλεια των δικαιωμάτων που αναγνωρίζει η Σύμβαση αυτή καθορίζονται στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

80.

Κατά τη νομολογία αυτή, όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, η ελευθερία έκφρασης εφαρμόζεται στην εμπορική έκφραση και στη διαφήμιση ( 27 ). Επομένως, το επίμαχο στην υπό κρίση υπόθεση εθνικό μέτρο, το οποίο περιορίζει τις δυνατότητες διαφήμισης της ενάγουσας της κύριας δίκης, πρέπει να αναλυθεί ως περιορισμός της ελευθερίας έκφρασης η οποία κατοχυρώνεται τόσο στο άρθρο 10 ΕΣΔΑ όσο και στο άρθρο 11 του Χάρτη.

81.

Εντούτοις, δυνάμει του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, ο περιορισμός στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζονται σε αυτόν επιτρέπεται, εφόσον προβλέπεται από τον νόμο, σέβεται το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων και ελευθεριών και ανταποκρίνεται πραγματικά σε στόχους γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών τρίτων. Παρόμοια επιφύλαξη προβλέπεται, όσον αφορά την ελευθερία έκφρασης, στο άρθρο 10, παράγραφος 2, ΕΣΔΑ.

82.

Το επίμαχο στην υπό κρίση υπόθεση εθνικό μέτρο επιδιώκει τον σκοπό της προστασίας της πολυφωνίας των μέσων ενημέρωσης, αξία η οποία αναγνωρίζεται ρητώς στο άρθρο 11, παράγραφος 2, του Χάρτη. Κατά πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 10, παράγραφος 2, ΕΣΔΑ, «[η] έκταση του περιθωρίου εκτίμησης που διαθέτουν τα συμβαλλόμενα κράτη επ’ αυτού ποικίλλει ανάλογα με διάφορα στοιχεία, μεταξύ των οποίων ιδιαίτερη σημασία έχει το είδος του επίμαχου “λόγου” ή των επίμαχων πληροφοριών. Επομένως, καίτοι το άρθρο 10[, παράγραφος 2, ΕΣΔΑ] δεν αφήνει κανένα περιθώριο για περιορισμούς της ελευθερίας έκφρασης, για παράδειγμα στον τομέα της πολιτικής, τα συμβαλλόμενα κράτη διαθέτουν ευρύ περιθώριο εκτίμησης όταν ρυθμίζουν την ελευθερία έκφρασης στον εμπορικό τομέα» ( 28 ). Το Δικαστήριο έχει ήδη αναγνωρίσει την αρχή αυτή στο πλαίσιο της εφαρμογής των θεμελιωδών δικαιωμάτων στο δίκαιο της Ένωσης ( 29 ). Εξάλλου, κατά το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, «όταν επιδιωκόμενος σκοπός είναι η “προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των τρίτων” και αυτά “τα δικαιώματα και οι ελευθερίες” περιλαμβάνονται σε αυτά που εγγυάται η [ΕΣΔΑ] ή τα πρωτόκολλα αυτής, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η αναγκαιότητα προστασίας τους μπορεί να οδηγήσει τα κράτη να περιορίσουν άλλα δικαιώματα ή ελευθερίες που επίσης κατοχυρώνονται στην [ΕΣΔΑ]. Η στάθμιση των ενδεχομένως αντικρουόμενων συμφερόντων των μεν και των δε είναι τότε δυσχερής και τα συμβαλλόμενα κράτη πρέπει να διαθέτουν συναφώς σημαντικό περιθώριο εκτίμησης» ( 30 ).

83.

Κατά την άποψή μου, θεσπίζοντας το επίμαχο εθνικό μέτρο, ο Γερμανός νομοθέτης δεν υπερέβη το περιθώριο εκτίμησης που διαθέτει κατά τη στάθμιση, αφενός, της ελευθερίας εμπορικής έκφρασης και, αφετέρου, του συμφέροντος προστασίας της πολυφωνίας των απόψεων και των μέσων ενημέρωσης.

84.

Συναφώς, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να επισημανθεί ότι το επίμαχο μέτρο δεν περιέχει καμία απαγόρευση διαφήμισης για τα προϊόντα ή το σήμα της ενάγουσας της κύριας δίκης. Τα αποτελέσματά του εξαντλούνται στον περιορισμό της δυνατότητας της ενάγουσας να προβληθεί μέσω ενός συγκεκριμένου διαύλου επικοινωνίας, ήτοι των τηλεοπτικών καναλιών ομοσπονδιακής εμβέλειας, με την περιφερειακή μετάδοση διαφημίσεων. Έστω και αν, κατά την ενάγουσα, αυτό είναι το πιο αποδοτικό διαφημιστικό μέσο, αυτή διαθέτει και άλλους διαύλους προώθησης, όπως τη διαφήμιση στο διαδίκτυο, η οποία είναι, κατά την ίδια την ενάγουσα, σχεδόν ισοδύναμη με την τηλεοπτική διαφήμιση. Επομένως, όσον αφορά την ελευθερία έκφρασης της ενάγουσας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το επίμαχο εθνικό μέτρο δεν θίγει το βασικό περιεχόμενο των δικαιωμάτων της ( 31 ). Επηρεάζει, το πολύ, τις εμπορικές της ευκαιρίες.

85.

Επομένως, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα ότι το άρθρο 11 του Χάρτη έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε απαγόρευση περιφερειακής μετάδοσης διαφημίσεων στα τηλεοπτικά κανάλια ομοσπονδιακής εμβέλειας, όπως η προβλεπόμενη στο άρθρο 7, παράγραφος 11, της RStV.

Πρόταση

86.

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Landgericht Stuttgart (πρωτοδικείο Στουτγάρδης, Γερμανία) ως εξής:

Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2010/13/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Μαρτίου 2010, για τον συντονισμό ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την παροχή υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων (οδηγία για τις υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων), η αρχή της ίσης μεταχείρισης καθώς και το άρθρο 11 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε απαγόρευση της περιφερειακής μετάδοσης διαφημίσεων στα τηλεοπτικά κανάλια ομοσπονδιακής εμβέλειας, όπως η προβλεπόμενη στο άρθρο 7, παράγραφος 11, της Staatsvertrag für Rundfunk und Telemedien (κρατικής σύμβασης για τις ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις και τα τηλεοπτικά μέσα), της 31ης Αυγούστου 1991, όπως τροποποιήθηκε με την Achtzehnter Rundfunkänderungsstaatsvertrag (18η τροποποιητική κρατική σύμβαση για τις ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις) της 21ης Δεκεμβρίου 2015.

Το άρθρο 56 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στην απαγόρευση αυτή, εφόσον δεν υπάρχουν λιγότερο περιοριστικά μέτρα τα οποία ο εθνικός νομοθέτης είναι όντως σε θέση να θεσπίσει, και τα οποία καθιστούν εφικτή την επίτευξη του σκοπού της προστασίας της πολυφωνίας σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, κάτι που απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) 6 C 32.13.

( 3 ) 27 K 231.12.

( 4 ) Matzneller, P., «Le BVerwG autorise la régionalisation de la publicité par une chaîne nationale», IRIS. Observations juridiques de l’Observatoire européen de l’audiovisuel, 2015, αριθ. 3, σ. 8· Trute, H.-H., «Zulässigkeit von Werbespots mit regional beschränktem Verbreitungsgebiet», Gewerblicher Rechtsschutz und Urheberrecht. Praxis im Immaterialgüterund Wettbewerbsrecht, 2015, αριθ. 13, σ. 284.

( 5 ) Βλ. επ’ αυτού, μεταξύ άλλων, Iacino, G., στο: Observatoire européen de l’audiovisuel, IRIS Spécial, «La télévision régionale et locale en Europe», Στρασβούργο 2016, σ. 60-61.

( 6 ) ΕΕ 2010, L 95, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2010, L 263, σ. 15.

( 7 ) Οι γραπτές παρατηρήσεις της SevenOne Media κατατέθηκαν εκπρόθεσμα και, ως εκ τούτου, δεν περιελήφθησαν στη δικογραφία.

( 8 ) Βλ. μεταξύ άλλων, όσον αφορά την τηλεοπτική διαφήμιση, απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, Sky Italia (C‑234/12, EU:C:2013:496, σκέψη 15).

( 9 ) Οδηγία 2010/13 και οδηγία 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2000, για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά («οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο») (ΕΕ 2000, L 178, σ. 1).

( 10 ) Βλ., ήδη, απόφαση της 30ής Απριλίου 1974, Sacchi (155/73, EU:C:1974:40, σκέψη 6). Για μια πρόσφατη περίπτωση εφαρμογής, βλ. απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2019, TV Play Baltic (C‑87/19, EU:C:2019:1063, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 11 ) Πρβλ. απόφαση της 17ης Ιουλίου 2008, Corporación Dermoestética (C‑500/06, EU:C:2008:421, σκέψη 33 in fine).

( 12 ) Απόφαση της 17ης Ιουλίου 2008, Corporación Dermoestética (C‑500/06, EU:C:2008:421, σκέψη 32).

( 13 ) Πρβλ. απόφαση της 17ης Ιουλίου 2008, Corporación Dermoestética (C‑500/06, EU:C:2008:421, σκέψη 33).

( 14 ) Η ενάγουσα της κύριας δίκης υποστηρίζει επίσης ότι η διαφήμιση σε εθνική κλίμακα θα μπορούσε ακόμη και να αποβεί επιζήμια για αυτήν, καθόσον θα δημιουργούσε ζήτηση στην οποία η ενάγουσα δεν θα ήταν σε θέση να ανταποκριθεί. Εντούτοις, εκτιμώ ότι το επιχείρημα αυτό είναι αμιγώς υποθετικό, δεδομένου ότι κανένα στοιχείο δεν εγγυάται τέτοια επιτυχία της προσφοράς της ενάγουσας λόγω της τηλεοπτικής διαφήμισης.

( 15 ) Βλ., πρόσφατα, απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2019, TV Play Baltic (C‑87/19, EU:C:2019:1063, σκέψη 37).

( 16 ) Βλ., σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, απόφαση της 26ης Ιουνίου 1997, Familiapress (C‑368/95, EU:C:1997:325, σκέψη 18). Βλ. επίσης, μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 13ης Δεκεμβρίου 2007, United Pan-Europe Communications Belgium κ.λπ. (C‑250/06, EU:C:2007:783, σκέψεις 40 έως 42), και της 11ης Δεκεμβρίου 2019, TV Play Baltic (C‑87/19, EU:C:2019:1063, σκέψεις 38 έως 40).

( 17 ) Βλ. McGonagle, T., και van Eijk, N., σε Observatoire européen de l’audiovisuel, IRIS Spécial, «La télévision régionale et locale en Europe», Στρασβούργο 2016, σ. 12 έως 20 και εκεί μνημονευόμενα έγγραφα.

( 18 ) Το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει, συναφώς, στην απόφαση της 12ης Ιουλίου 2012, HIT και HIT LARIX (C‑176/11, EU:C:2012:454, σκέψη 22). Βλ., επίσης, απόφαση της 17ης Ιουλίου 2008, Corporación Dermoestética (C‑500/06, EU:C:2008:421, σκέψη 39).

( 19 ) Όσον αφορά τις υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων που παρέχονται στο διαδίκτυο, η οδηγία 2010/13 προβλέπει μικρό αριθμό περιορισμών της διαφήμισης. Οι περιορισμοί αυτοί δεν αφορούν, όμως, τη γεωγραφική έκταση της διαφήμισης αυτής.

( 20 ) Απόφαση της 17ης Ιουλίου 2008 (C‑500/06, EU:C:2008:421).

( 21 ) Απόφαση της 17ης Ιουλίου 2008, Corporación Dermoestética (C‑500/06, EU:C:2008:421, σκέψεις 39 και 40).

( 22 ) Στο επίπεδο του δικαίου της Ένωσης, της οδηγίας 2010/13, με ειδικές διατάξεις σχετικά με την τηλεόραση, και της οδηγίας 2000/31.

( 23 ) Dewenter, R., «Führt das Verbot regionaler Fernsehwerbung auf bundesweiten Programmen zu einer Förderung von lokalen/regionalen Programmen?» (https://www.hsu-hh.de/ioek/wp-content/uploads/sites/520/2020/01/Gutachten_P7S1_Dewenter_final.pdf).

( 24 ) Απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2007, United Pan-Europe Communications Belgium κ.λπ. (C‑250/06, EU:C:2007:783, σκέψη 44).

( 25 ) Βλ., ιδίως, αποφάσεις της 10ης Μαΐου 1995, Alpine Investments (C‑384/93, EU:C:1995:126, σκέψη 51)· της 13ης Ιουλίου 2004, Επιτροπή κατά Γαλλίας (C‑262/02, EU:C:2004:431, σκέψη 37), καθώς και, προσφάτως, της 18ης Σεπτεμβρίου 2019, VIPA (C‑222/18, EU:C:2019:751, σκέψη 71).

( 26 ) Βλ., προσφάτως, απόφαση της 21ης Μαΐου 2019, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (Δικαιώματα επικαρπίας επί γεωργικών γαιών) (C‑235/17, EU:C:2019:432, σκέψεις 63 έως 65).

( 27 ) Βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 16 Ιουλίου 2013, Remuszko κατά Πολωνίας (CE:ECHR:2013:0716JUD000156210, § 59).

( 28 ) Απόφαση του ΕΔΔΑ της 10ης Ιανουαρίου 2013, Ashby Donald κ.λπ. κατά Γαλλίας (CE:ECHR:2013:0110JUD003676908, § 39).

( 29 ) Βλ. απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2003, RTL Television (C‑245/01, EU:C:2003:580, σκέψη 73).

( 30 ) Απόφαση του ΕΔΔΑ της 10ης Ιανουαρίου 2013, Ashby Donald κ.λπ. κατά Γαλλίας (CE:ECHR:2013:0110JUD003676908, § 40).

( 31 ) Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 4ης Μαΐου 2016, Philip Morris Brands κ.λπ. (C‑547/14, EU:C:2016:325, σκέψη 151).