ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MACIEJ SZPUNAR

της 3ης Σεπτεμβρίου 2020 ( 1 )

Υπόθεση C-485/19

LH

κατά

PROFI CREDIT Slovakia s.r.o.

[αίτηση του Krajský súd v Prešove
(περιφερειακού δικαστηρίου του Prešov, Σλοβακία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Οδηγία 2008/48/ΕΚ – Προστασία των καταναλωτών – Συμβάσεις καταναλωτικής πίστης – Αδικαιολόγητος πλουτισμός του πιστωτικού φορέα λόγω καταβολής πραγματοποιηθείσας βάσει παράνομης ρήτρας – Υποχρέωση απόδειξης του στοιχείου της πρόθεσης όσον αφορά τον αδικαιολόγητο πλουτισμό του πιστωτικού φορέα – Ο καταναλωτής φέρει το βάρος αποδείξεως – Απαιτήσεις όσον αφορά τις πληροφορίες που πρέπει να αναγράφονται στη σύμβαση – Κατάργηση ορισμένων απαιτήσεων βάσει της νομολογίας του Δικαστηρίου – Υποχρέωση του εθνικού δικαστή να ερμηνεύσει το παλαιότερο κείμενο της εθνικής νομοθεσίας σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου»

I. Εισαγωγή

1.

Το Δικαστήριο κλήθηκε πρόσφατα να αποφανθεί επί πολλών προδικαστικών παραπομπών που αφορούσαν τον χρονικό περιορισμό της προστασίας που παρέχει στους καταναλωτές το δίκαιο της Ένωσης ( 2 ). Έχοντας διευκρινίσει ορισμένες πτυχές που αφορούν τη διαπίστωση της παραβίασης των δικαιωμάτων του καταναλωτή και τις αντλούμενες από τη διαπίστωση αυτή συνέπειες, το Δικαστήριο καλείται τώρα να αποφανθεί επί ερωτημάτων που αφορούν την άσκηση ένδικων βοηθημάτων που έχουν σκοπό την εξάλειψη των συνεπειών της παραβίασης των εν λόγω δικαιωμάτων.

2.

Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως εντάσσεται σε αυτή τη νομολογιακή γραμμή. Συγκεκριμένα, με τέσσερα από τα έξι ερωτήματά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο διευκρινίσεις προκειμένου να αποφανθεί επί της συμβατότητας προς το δίκαιο της Ένωσης του εφαρμοστέου, βάσει του σλοβακικού δικαίου, στις προσφυγές των καταναλωτών καθεστώτος παραγραφής.

3.

Σύμφωνα με σχετικό αίτημα του Δικαστηρίου, οι παρούσες προτάσεις θα περιοριστούν στην ανάλυση των δύο πρώτων προδικαστικών ερωτημάτων. Με τα ερωτήματα αυτά, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται όσον αφορά τη συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης διατάξεων του εθνικού δικαίου που προβλέπουν, πρώτον, τριετή παραγραφή, που υπολογίζεται από την ημέρα που επήλθε ο αδικαιολόγητος πλουτισμός και, δεύτερον, δεκαετή παραγραφή, η οποία όμως ισχύει μόνον εάν ο καταναλωτής αποδείξει το στοιχείο της πρόθεσης όσον αφορά τον αδικαιολόγητο πλουτισμό.

II. Το νομικό πλαίσιο

Α.   Το δίκαιο της Ένωσης

1. Η οδηγία 93/13/ΕΟΚ

4.

Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ ( 3 ):

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες οι καταχρηστικές ρήτρες σύμβασης μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, τηρουμένων των σχετικών όρων της εθνικής νομοθεσίας, δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές, ενώ η σύμβαση εξακολουθεί να δεσμεύει τους συμβαλλόμενους, εάν μπορεί να υπάρξει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες.»

2. Η οδηγία 2008/48/ΕΚ

5.

Το άρθρο 1 της οδηγίας 2008/48/ΕΚ ( 4 ) ορίζει ότι έχει ως σκοπό την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που διέπουν τις συμβάσεις πίστωσης με τους καταναλωτές.

6.

Το άρθρο 3, στοιχείο θʹ, της οδηγίας 2008/48 ορίζει το «συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο» (ΣΕΠΕ) ως το «το συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή, εκφραζόμενο ως ετήσιο ποσοστό του συνολικού ποσού της πίστωσης, συμπεριλαμβανομένου, κατά περίπτωση, του κόστους, σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 2».

7.

Το άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/48, με τίτλο «Πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στη σύμβαση πίστωσης», έχει ως εξής:

«Η σύμβαση πίστωσης πρέπει να προσδιορίζει, με τρόπο σαφή και ευσύνοπτο:

[..]

ζ)

το [ΣΕΠΕ] και το συνολικό ποσό που πρέπει να πληρώσει ο καταναλωτής, υπολογιζόμενο κατά τη στιγμή της σύναψης της σύμβασης πίστωσης· πρέπει να αναφέρονται όλα τα τεκμήρια που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό του επιτοκίου αυτού·

η)

το ποσό, τον αριθμό και την περιοδικότητα των καταβολών που πρέπει να πραγματοποιηθούν από τον καταναλωτή και, κατά περίπτωση, τη σειρά με την οποία θα κατανεμηθούν οι δόσεις σε διάφορα τρέχοντα υπόλοιπα στα οποία εφαρμόζονται διαφορετικά χρεωστικά επιτόκια για τους σκοπούς της εξόφλησης·

θ)

σε περίπτωση εξόφλησης του κεφαλαίου σύμβασης πίστωσης που έχει σταθερή διάρκεια, το δικαίωμα του καταναλωτή να παραλαμβάνει, κατόπιν αιτήσεως και δωρεάν, οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της σύμβασης πίστωσης, κατάσταση λογαριασμού με τη μορφή πίνακα χρεολυσίων·

Ο πίνακας χρεολυσίων περιλαμβάνει τις απαιτούμενες καταβολές καθώς και τις περιόδους και τους όρους βάσει των οποίων πρέπει να καταβάλλονται τα ποσά αυτά· ο πίνακας περιλαμβάνει ανάλυση κάθε περιοδικής εξόφλησης, ούτως ώστε να εμφαίνονται: το αποσβεσθέν κεφάλαιο, ο τόκος που υπολογίζεται βάσει του χρεωστικού επιτοκίου και, κατά περίπτωση, οι συμπληρωματικές επιβαρύνσεις· εάν το επιτόκιο δεν είναι σταθερό ή εάν οι συμπληρωματικές επιβαρύνσεις βάσει της σύμβασης πίστωσης είναι μεταβλητές, στον πίνακα χρεολυσίων επισημαίνεται με σαφή και ευσύνοπτο τρόπο ότι τα δεδομένα του πίνακα αυτού ισχύουν μόνον έως ότου επέλθει η επόμενη μεταβολή του επιτοκίου ή των συμπληρωματικών επιβαρύνσεων κατά τα οριζόμενα στη σύμβαση πίστωσης·

[…]».

Β.   Το σλοβακικό δίκαιο

8.

Κατά το άρθρο 53, παράγραφος 1, του Občiansky zákonník (σλοβακικού Αστικού Κώδικα), είναι ανίσχυρες οι καταχρηστικές ρήτρες που περιέχονται σε σύμβαση με καταναλωτή.

9.

Το άρθρο 107 του κώδικα αυτού προβλέπει τα εξής:

«1)   Το δικαίωμα για απόδοση του αποκτηθέντος οφέλους λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού παραγράφεται δύο έτη μετά την ημέρα κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος έλαβε γνώση του αδικαιολόγητου πλουτισμού και ανακάλυψε ποιος πλούτισε εις βάρος του.

2)   Το δικαίωμα για απόδοση λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού παραγράφεται το αργότερο τρία έτη από την ημέρα κατά την οποία επήλθε ο αδικαιολόγητος πλουτισμός, όταν δε πρόκειται για εκ προθέσεως αδικαιολόγητο πλουτισμό παραγράφεται δέκα έτη μετά τον πλουτισμό.

[…]»

10.

Το άρθρο 451, παράγραφος 2, του εν λόγω κώδικα ορίζει τον αδικαιολόγητο πλουτισμό ως το «χρηματικό όφελος που αποκομίζει κάποιος από παροχή που έγινε χωρίς νομική βάση, από παροχή βασιζόμενη σε άκυρη νομική πράξη ή σε νομική αιτία που έληξε, καθώς και το χρηματικό όφελος που προέρχεται από παράνομες πηγές».

11.

Ο zákon č. 129/2010 Z. z. o spotrebiteľských úveroch a o iných úveroch a pôžičkách pre spotrebiteľov a o zmene a doplnení niektorých zákonov (νόμος 129/2010 περί συμβάσεων καταναλωτικής πίστης και λοιπών πιστώσεων και δανείων προς τους καταναλωτές και περί τροποποίησης ορισμένων άλλων νόμων, στο εξής: νόμος 129/2010), ως είχε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, σκοπεί στη μεταφορά στο σλοβακικό δίκαιο της οδηγίας 2008/48.

12.

Κατά το άρθρο 11, παράγραφος 1, του νόμου 129/2010, η σύμβαση καταναλωτικής πίστης «θεωρείται ως απαλλασσόμενη από τόκους και έξοδα», εάν η σχετική σύμβαση δεν περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται ιδίως από το άρθρο 9, παράγραφος 2, στοιχεία a έως k, του νόμου αυτού ή αν δεν αναφέρει ορθά το ΣΕΠΕ εις βάρος του καταναλωτή.

III. Τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης, η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα προδικαστικά ερωτήματα

13.

Το έτος 2011, ο ενάγων της κύριας δίκης συνήψε σύμβαση καταναλωτικής πίστης ποσού 1500 ευρώ με το πιστωτικό ίδρυμα PROFI CREDIT Slovakia s.r.o.

14.

Αφού αποπλήρωσε το σύνολο του δανείου, ήτοι 3698,40 ευρώ, ο ενάγων της κύριας δίκης πληροφορήθηκε από νομικό, τον Φεβρουάριο του 2017, ότι η σχετική με τα έξοδα ρήτρα ήταν καταχρηστική και ότι οι σχετικές με το ΣΕΠΕ πληροφορίες που του παρασχέθηκαν ήταν εσφαλμένες.

15.

Τον Μάιο του 2017, ο ενάγων στην κύρια δίκη άσκησε αγωγή ζητώντας την απόδοση των αχρεωστήτως, κατά την άποψή του, καταβληθέντων εξόδων. Στο πλαίσιο της άμυνάς της, η εταιρία PROFI CREDIT Slovakia επικαλέστηκε την παραγραφή του δικαιώματος του ενάγοντος για έγερση αγωγής.

16.

Επιλαμβανόμενο της ασκηθείσας έφεσης ( 5 ), το αιτούν δικαστήριο θεωρεί ότι από ορισμένες περιστάσεις προκύπτει ότι, ως προς ορισμένες πτυχές, η επίδικη σύμβαση πίστωσης μπορεί να είναι αντίθετη προς τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης που διέπουν την προστασία των καταναλωτών ( 6 ).

17.

Η πρώτη περίσταση είναι ότι, σύμφωνα με τους όρους της επίδικης σύμβασης, η PROFI CREDIT Slovakia μπορούσε, ήδη από την πρώτη μέρα της συμβατικής σχέσης, να εισπράξει έξοδα, ύψους 367,49 ευρώ, ως αντάλλαγμα για τη δυνατότητα που δινόταν στον καταναλωτή για μελλοντική αναστολή της αποπληρωμής του δανείου. Λόγω της χρεώσεως των εν λόγω εξόδων, ο ενάγων στην κύρια δίκη δεν έλαβε το συμφωνηθέν ποσό των 1500 ευρώ, αλλά ένα μειωμένο, κατά 24 %, ποσό των 1132,51 ευρώ, ενώ δεν ήταν βέβαιο ότι ο εν λόγω καταναλωτής θα έκανε χρήση της έναντι πληρωμής δυνατότητας για αναστολή της αποπληρωμής του δανείου. Το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι τα εν λόγω έξοδα ήταν καταχρηστικά και φαίνεται να θεωρεί ότι το πιστωτικό ίδρυμα τα εισέπραξε δυνάμει καταχρηστικής ρήτρας. Αναφέρεται επίσης στην απόφαση Radlinger και Radlingerová ( 7 ) στην οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/48 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το συνολικό ποσό της πίστωσης και το ποσό της ανάληψης συνιστούν τα ποσά που τίθενται στη διάθεση του καταναλωτή. Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι πρέπει να αποκλείονται τα ποσά που χρησιμοποιεί ο πιστωτικός φορέας για την κάλυψη των συνδεόμενων με την οικεία πίστωση εξόδων και τα οποία στην πραγματικότητα ουδέποτε καταβάλλονται στον εν λόγω καταναλωτή.

18.

Η δεύτερη περίσταση είναι ότι το αναγραφόμενο στη σύμβαση ΣΕΠΕ (66,31 %) είναι χαμηλότερο από το επιτόκιο (70 %), γεγονός που μπορεί να οφείλεται στο ότι το ΣΕΠΕ δεν υπολογίστηκε με βάση το ποσό που κατέβαλε πράγματι η PROFI CREDIT Slovakia. Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, κατά το σλοβακικό δίκαιο, η εσφαλμένη αναγραφή του ΣΕΠΕ επισύρει την κύρωση της απώλειας, για τον πιστωτικό φορέα, του δικαιώματος για είσπραξη των προβλεπόμενων από τη σύμβαση τόκων και εξόδων.

19.

Το αιτούν δικαστήριο αναφέρει επίσης ότι η σλοβακική νομοθεσία προβλέπει για τα ασκούμενα από τους καταναλωτές ένδικα βοηθήματα δύο ειδών προθεσμίες, ήτοι μια στηριζόμενη σε υποκειμενικά στοιχεία προθεσμία («υποκειμενική προθεσμία») και μια στηριζόμενη σε αντικειμενικά στοιχεία προθεσμία («αντικειμενική προθεσμία»).

20.

Η υποκειμενική προθεσμία είναι διετής και αρχίζει από τη στιγμή που θα περιέλθει σε γνώση του καταναλωτή ο αδικαιολόγητος πλουτισμός ( 8 ). Η εν λόγω προθεσμία φαίνεται να έχει τηρηθεί εν προκειμένω. Πράγματι, ο ενάγων της κύριας δίκης πληροφορήθηκε τη σχετική ζημία τον Φεβρουάριο του 2017 και άσκησε την αγωγή του τον Μάιο του 2017.

21.

Η αντικειμενική προθεσμία αρχίζει από την ημέρα κατά την οποία επήλθε πράγματι ο αδικαιολόγητος πλουτισμός και η διάρκειά της ποικίλλει ( 9 ): κατά τη σλοβακική νομοθεσία, είναι δεκαετής σε περίπτωση εκ προθέσεως πλουτισμού και τριετής όταν εκλείπει η πρόθεση από τον πλουτισμό ( 10 ). Η δεύτερη αυτή προθεσμία φαίνεται ότι έχει εκπνεύσει στην υπό κρίση υπόθεση, καθόσον έχουν περάσει πάνω από τρία έτη μεταξύ της καταβολής των εν λόγω εξόδων (πιθανόν κατά τη διάρκεια του έτους 2011) και της άσκησης της αγωγής από τον ενάγοντα στην κύρια δίκη (τον Μάιο του 2017).

22.

Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι τα σλοβακικά δικαστήρια εφάρμοζαν τις σχετικές με την παραγραφή διατάξεις κατά τρόπο ευνοϊκό για τους καταναλωτές. Τα εν λόγω δικαστήρια ερμήνευαν κατά τρόπο «ευέλικτο» το στοιχείο της πρόθεσης όσον αφορά τον αδικαιολόγητο πλουτισμό και εφάρμοζαν, κατά συνέπεια, τη δεκαετή αντικειμενική προθεσμία. Ωστόσο, η προσέγγιση αυτή τέθηκε υπό αμφισβήτηση με την από 18 Οκτωβρίου 2018 απόφαση του Najvyšší súd Slovenskej republiky (Ανώτατου Δικαστηρίου της Σλοβακικής Δημοκρατίας). Σύμφωνα με την απόφαση αυτή, η οποία βασίζεται ιδίως σε μια αναλογία με την έννοια του «πταίσματος» του zákon 300/2005 Z.z., Trestný zákon (σλοβακικού ποινικού κώδικα) ( 11 ), απόκειται στον ενάγοντα που επικαλείται την ειδική δεκαετή παραγραφή, σχετικά με τις «εκ προθέσεως» περιπτώσεις αδικαιολόγητου πλουτισμού, να αποδείξει ότι το πιστωτικό ίδρυμα είχε όντως την πρόθεση να πλουτίσει αδικαιολογήτως εις βάρος του. Ελλείψει τέτοιας απόδειξης, πρέπει να τύχει εφαρμογής η τριετής αντικειμενική παραγραφή. Όμως, δυνάμει του zákon č. 99/1963 Zb., Občiansky súdny poriadok (νόμος 99/1963 περί κώδικα πολιτικής δικονομίας,), ως είχε κατά την περίοδο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, τα δικαστήρια των κατώτερων βαθμίδων υποχρεούνται να συμμορφώνονται με την απορρέουσα από την απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2018 νομολογία.

23.

Υπό τις συνθήκες αυτές το Krajský súd v Prešove (περιφερειακό δικαστήριο του Prešov, Σλοβακία), με απόφασή του της 12ης Ιουνίου 2019, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 25 Ιουνίου 2019, αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει έξι προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο, εκ των οποίων τα δύο πρώτα, στα οποία αναφέρεται το αίτημα του Δικαστηρίου ( 12 ), είναι διατυπωμένα ως εξής:

«1)

Έχει το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης [στο εξής: Χάρτης] και, εμμέσως, το δικαίωμα του καταναλωτή σε αποτελεσματική ένδικη προσφυγή, την έννοια ότι αντιτίθεται σε νομοθετική ρύθμιση όπως το άρθρο 107, παράγραφος 2, του [Αστικού Κώδικα] περί τριετούς στηριζόμενης σε αντικειμενικά στοιχεία παραγραφής του δικαιώματος του καταναλωτή σύμφωνα με την οποία το δικαίωμα του καταναλωτή για απόδοση παροχής απορρέουσας από καταχρηστική συμβατική ρήτρα παραγράφεται και σε περίπτωση που ο ίδιος ο καταναλωτής δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει την καταχρηστική συμβατική ρήτρα και ο ως άνω χρόνος παραγραφής αρχίζει επίσης να τρέχει σε περίπτωση που ο καταναλωτής δεν γνώριζε ότι η συμβατική ρήτρα είναι καταχρηστική;

2)

Εάν κριθεί ότι η νομοθεσία περί τριετούς παραγραφής του δικαιώματος του καταναλωτή στηριζόμενης σε αντικειμενικά στοιχεία, παρά την έλλειψη γνώσης του καταναλωτή, είναι συμβατή με το άρθρο 47 του Χάρτη και την αρχή της αποτελεσματικότητας, το αιτούν δικαστήριο υποβάλλει το ακόλουθο ερώτημα:

Αντιβαίνει στο άρθρο 47 του Χάρτη και στην αρχή της αποτελεσματικότητας εθνική πρακτική κατά την οποία ο καταναλωτής πρέπει να αποδείξει ενώπιον του δικαστηρίου ότι τα πρόσωπα που ενεργούν για λογαριασμό του πιστωτικού ιδρύματος γνώριζαν ότι το ίδρυμα αυτό προσβάλλει τα δικαιώματα του καταναλωτή, εν προκειμένω ότι το πιστωτικό ίδρυμα, καθόσον δεν αναφέρει το ακριβές συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο (ΣΕΠΕ), παραβιάζει κανόνα δικαίου, καθώς επίσης να αποδείξει τη γνώση του γεγονότος ότι, στην περίπτωση αυτή, το δάνειο καθίσταται άτοκο και ότι το πιστωτικό ίδρυμα, καθόσον εισέπραξε τόκους, πλούτισε αδικαιολόγητα;»

IV. Ανάλυση

24.

Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, εάν οι οδηγίες 93/13 και 2008/48, το άρθρο 47 του Χάρτη καθώς και η αρχή της αρχή της αποτελεσματικότητας αντίκεινται στην πρόβλεψη, όσον αφορά αγωγή για απόδοση των παροχών που πραγματοποιήθηκαν δυνάμει ρήτρας που έχει κηρυχθεί καταχρηστική, τριετούς παραγραφής η οποία αρχίζει από τον χρόνο κατά τον οποίο επήλθε ο αδικαιολόγητος πλουτισμός, ήτοι από τον χρόνο κατά τον οποίο πραγματοποιήθηκαν οι εν λόγω παροχές. Με το δεύτερο ερώτημά του, το εν λόγω δικαστήριο ερωτά εάν οι εν λόγω πράξεις του δικαίου της Ένωσης και η αρχή της αποτελεσματικότητας αντιτίθενται στην εφαρμογή της δεκαετούς παραγραφής, η οποία αρχίζει από τη στιγμή που επήλθε ο αδικαιολόγητος πλουτισμός, μόνο στην περίπτωση που ο καταναλωτής αποδεικνύει το στοιχείο της πρόθεσης όσον αφορά τον εν λόγω πλουτισμό.

25.

Η διατύπωση των δύο αυτών ερωτημάτων μπορεί να εγείρει ορισμένες αμφιβολίες όσον αφορά τη διασύνδεσή τους, το πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσονται και το αντικείμενό τους. Εξάλλου, οι αμφιβολίες αυτές διατυπώνονται, σε ορισμένο βαθμό και στις παρατηρήσεις ορισμένων διαδίκων που αμφισβητούν το παραδεκτό των εν λόγω ερωτημάτων. Συνεπώς θα παραθέσω πρώτα ορισμένες εισαγωγικές παρατηρήσεις και εν συνεχεία θα προβώ στην ανάλυση των δύο αυτών ερωτημάτων ως προς το παραδεκτό και ως προς την ουσία αυτών.

Α.   Εισαγωγικές παρατηρήσεις σχετικά με τα προδικαστικά ερωτήματα

1. Επί της διασυνδέσεως των δύο πρώτων προδικαστικών ερωτημάτων

26.

Επισημαίνεται ότι η διασύνδεση μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος δεν είναι πολύ σαφής.

27.

Το αιτούν δικαστήριο θεωρεί ότι το δεύτερο ερώτημά του τίθεται μόνον εάν η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι αρνητική. Θεωρεί ότι το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να εξεταστεί μόνον εάν το δίκαιο της Ένωσης δεν αντίκειται στην εφαρμογή τριετούς παραγραφής αν δηλαδή η παραγραφή αγωγής απόδοσης που έχει ασκήσει καταναλωτής είναι τριετής από την ημερομηνία του εν λόγω πλουτισμού.

28.

Εν προκειμένω, όπως φαίνεται έχουν περάσει πάνω από τρία έτη μεταξύ της καταβολής των εν λόγω εξόδων και της άσκησης της αγωγής από τον ενάγοντα της κύριας δίκης. Εξάλλου, το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι είναι καταρχήν αδύνατον για τον ενάγοντα της κύριας δίκης να αποδείξει το στοιχείο της πρόθεσης όσον αφορά τον αδικαιολόγητο πλουτισμό ώστε να ισχύσει η στηριζόμενη σε αντικειμενικά στοιχεία δεκαετής παραγραφή.

29.

Υπό τις συνθήκες αυτές, η αντικειμενική τριετής παραγραφή φαίνεται ότι έχει ήδη παρέλθει. Βάσει της εν λόγω παραγραφής, το δικαίωμα ασκήσεως αγωγής για απόδοση που άσκησε ο ενάγων της κύριας δίκης έχει a priori παραγραφεί. Ωστόσο, τούτο δεν θα συμβαίνει εάν οι εθνικές διατάξεις που προβλέπουν τη στηριζόμενη σε αντικειμενικά στοιχεία τριετή παραγραφή (πρώτο προδικαστικό ερώτημα), ή ενδεχομένως αυτές που επιβάλλουν, κατά το αιτούν δικαστήριο, ένα υπέρμετρο βάρος απόδειξης όσον αφορά την αντικειμενική δεκαετή παραγραφή (δεύτερο προδικαστικό ερώτημα) θεωρηθεί ότι δεν έχουν εφαρμογή στον ενάγοντα της κύριας δίκης λόγω της μη συμβατότητάς τους προς το δίκαιο της Ένωσης. Από τη διατύπωση των δύο ερωτημάτων συνάγω ότι, στην πρώτη περίπτωση, το αιτούν δικαστήριο φαίνεται να θεωρεί ότι η ασκηθείσα από τον ενάγοντα της κύριας δίκης αγωγή δεν υπόκειται σε καμία αντικειμενική παραγραφή. Αντίθετα, στη δεύτερη περίπτωση, ο ενάγων της κύριας δίκης θα μπορεί να είναι σε θέση να επικαλεστεί τη δεκαετή παραγραφή.

30.

Κατά συνέπεια, θα εξετάσω το πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα με τη σειρά με την οποία υποβλήθηκαν από το αιτούν δικαστήριο.

2. Επί του πλαισίου εντός του οποίου εντάσσονται τα δύο πρώτα προδικαστικά ερωτήματα

31.

Τα δύο πρώτα προδικαστικά ερωτήματα που έχει υποβάλει το αιτούν δικαστήριο αναφέρονται μόνο στον Χάρτη χωρίς να περιέχουν καμία αναφορά σε κάποια άλλη πράξη του δικαίου της Ένωσης. Ωστόσο, από το σκεπτικό της απόφασης περί παραπομπής, και ιδίως από την παρατεθείσα σε αυτή νομολογία του Δικαστηρίου, προκύπτει ότι το εν λόγω δικαστήριο θεωρεί ότι η σύμβαση πίστωσης που συνήψαν οι διάδικοι της κύριας δίκης εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των οδηγιών 93/13 και 2008/48 και ότι η ασκηθείσα από τον ενάγοντα στην κύρια δίκη αγωγή αναφέρεται στις εν λόγω οδηγίες. Στο ίδιο πνεύμα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναλύει τα δύο αυτά ερωτήματα υπό το πρίσμα της οδηγίας 93/13 και η Σλοβακική Κυβέρνηση υπό το πρίσμα των οδηγιών 93/13 και 2008/48.

32.

Προκειμένου να προσδιοριστεί το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται τα δύο αυτά ερωτήματα, επισημαίνεται ότι τα εν λόγω ερωτήματα αφορούν τα όρια της δικονομικής αυτοτέλειας των κρατών μελών όσον αφορά τις προϋποθέσεις άσκησης των αγωγών που θεμελιώνονται σε παράβαση των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης που αφορούν την προστασία του καταναλωτή.

33.

Όμως, ούτε η οδηγία 93/13 ούτε η οδηγία 2008/48 προβλέπουν τέτοιες προϋποθέσεις. Εναπόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους να τις προβλέψει, δυνάμει της αρχής της δικονομικής αυτοτέλειας, υπό τον όρο, ωστόσο, ότι τούτο δεν συνεπάγεται δυσμενέστερη μεταχείριση από εκείνη που επιφυλάσσει η ρύθμιση που διέπει παρόμοιες καταστάσεις υπαγόμενες στο εσωτερικό δίκαιο (αρχή της ισοδυναμίας) και ότι δεν καθίσταται πρακτικά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερής η άσκηση των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται στους καταναλωτές από το δίκαιο της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας).

34.

Πρέπει ακόμη να επισημάνω, πρώτον, ότι το αιτούν δικαστήριο δεν ζητεί από το Δικαστήριο διευκρινίσεις προκειμένου να αποφανθεί για το εάν το καθεστώς παραγραφής του σλοβακικού δικαίου τηρεί την αρχή της ισοδυναμίας. Εν πάση περιπτώσει ουδόλως προκύπτει ότι πρόκειται για ειδικό σύστημα που έχει εφαρμογή στα ένδικα βοηθήματα που θεμελιώνονται στο δίκαιο της Ένωσης. Δεν υπάρχει συνεπώς λόγος να θεωρηθεί ότι η αρχή της ισοδυναμίας δεν τηρείται στην υπό κρίση υπόθεση.

35.

Εν συνεχεία, όσον αφορά την αρχή της αποτελεσματικότητας, από τη διατύπωση των προδικαστικών ερωτημάτων μπορεί ενδεχομένως να συναχθεί ότι το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί της αρχής αυτής αποκλειστικά στο πλαίσιο του δεύτερου ερωτήματος. Συγκεκριμένα, το πρώτο ερώτημα δεν περιέχει καμία ρητή αναφορά στην εν λόγω αρχή. Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει στην εισαγωγική περίοδο του δεύτερου ερωτήματος ότι αυτό υποβάλλεται μόνο σε περίπτωση που η τριετής αντικειμενική παραγραφή είναι σύμφωνη προς την αρχή της αποτελεσματικότητας.

36.

Υπό τις συνθήκες αυτές, οι λόγοι που οδήγησαν το αιτούν δικαστήριο να υποβάλει τα δύο αυτά ερωτήματα πρέπει να εξεταστούν υπό το πρίσμα τόσο της αρχής της αποτελεσματικότητας όσο και του άρθρου 47 του Χάρτη.

37.

Το Δικαστήριο, στην πρόσφατη νομολογία του στον τομέα της δικονομικής αυτοτέλειας και της οδηγίας 93/13 αναφέρεται μάλλον στην αρχή της ισοδυναμίας και στο δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής ( 13 ) –ή σπανιότερα σε μια αποτελεσματική δικαστική προστασία ( 14 )– παρά στην αρχή της ισοδυναμίας και στην αρχή της αποτελεσματικότητας. Επιπλέον, είναι δύσκολο να προσδιοριστεί ο τρόπος με τον οποίο οι απορρέουσες από το άρθρο 47 του Χάρτη απαιτήσεις συνδέονται με αυτές που απορρέουν από την αρχή της αποτελεσματικότητας στο πλαίσιο των σχετικών με την προστασία των καταναλωτών οδηγιών ( 15 ).

38.

Εντούτοις, αναφερόμενο, στη νομολογία του, στο δικαίωμα σε αποτελεσματική προσφυγή το Δικαστήριο εστίασε στο αν, εξεταζόμενες υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη, οι προβλεπόμενες από το εθνικό δίκαιο δικονομικές ρυθμίσεις συνεπάγονται μη αμελητέο κίνδυνο να αποθαρρυνθεί ο καταναλωτής να ασκήσει αποτελεσματικά τα δικαιώματά του ενώπιον του δικαστηρίου στο οποίο έχει προσφύγει ο επαγγελματίας ( 16 ). Όπως εξέθεσα στο πλαίσιο των προθεσμιών παραγραφής ( 17 ), εξεταζόμενη υπό το πρίσμα αυτό, μια προσέγγιση που βασίζεται στο δικαίωμα σε αποτελεσματική προσφυγή ή στη δικαστική προστασία δύσκολα διακρίνεται από την προσέγγιση που βασίζεται στην αρχή της αποτελεσματικότητας ( 18 ).

39.

Κατόπιν τούτων, φρονώ ότι ενδείκνυται περισσότερο η προσφυγή στην αρχή της αποτελεσματικότητας για να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις που τίθενται λόγω των ως άνω προθεσμιών, λαμβανομένου υπόψη του ότι το καθεστώς της παραγραφής πρέπει να εκτιμηθεί στο σύνολό του, όπως το έχει θεσπίσει ο εθνικός νομοθέτης με δεδομένη τη σιωπή του παραγώγου δικαίου σε ζητήματα προστασίας των καταναλωτών όσον αφορά τις αγωγές απόδοσης παροχών που έχουν πραγματοποιηθεί με βάση ρήτρες αντίθετες προς το δίκαιο της Ένωσης.

40.

Για τους λόγους που μόλις εξέθεσα, θα αναλύσω το πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικότητας.

3. Επί του αντικειμένου των εν λόγω ερωτημάτων

41.

Φαίνεται ότι υπάρχει κάποια αντίφαση ανάμεσα στη διατύπωση του πρώτου ερωτήματος και σε αυτή του δεύτερου ερωτήματος στο μέτρο που αυτά περιγράφουν μια αγωγή στην οποία έχουν εφαρμογή οι σχετικές προθεσμίες παραγραφής.

42.

Συγκεκριμένα, ενώ το πρώτο ερώτημα αναφέρεται ρητά σε παραγραφή που έχει εφαρμογή στο «δικαίωμα του καταναλωτή για απόδοση λόγω καταχρηστικής ρήτρας», το δεύτερο ερώτημα αναφέρεται σε παραγραφή που έχει εφαρμογή σε αγωγή θεμελιωμένη στο γεγονός ότι ο πιστωτικός φορέας δεν αναφέρει το «ορθό» ΣΕΠΕ και, εξαιτίας του γεγονότος αυτού, έχει παραβεί διάταξη νόμου και κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερος εισπράττοντας τόκους. Επισημαίνεται, στο πλαίσιο αυτό, ότι, αφενός, το αιτούν δικαστήριο εξηγεί ότι η εσφαλμένη μνεία του ΣΕΠΕ επισύρει μια αποτρεπτική για τον πιστωτικό φορέα κύρωση, ήτοι μεταξύ άλλων, την απώλεια για τον πιστωτικό φορέα του δικαιώματός του για χρέωση εξόδων. Από την εθνική νομοθεσία απορρέει ότι το ίδιο ισχύει όσον αφορά το δικαίωμα του πιστωτικού φορέα για τη χρέωση τόκων. Αφετέρου, ο ενάγων της κύριας δίκης ζητεί κύρωση –την απόδοση των εξόδων και, όπως αφήνει να εννοηθεί η διατύπωση του δεύτερου ερωτήματος, την απόδοση των τόκων που εισέπραξε ο πιστωτικός φορέας.

43.

Επομένως το πρώτο προδικαστικό ερώτημα φαίνεται να παραπέμπει στην οδηγία 93/13 και το δεύτερο στην οδηγία 2008/48.

44.

Μια τέτοια προσέγγιση των δύο αυτών ερωτημάτων αντανακλά το περιεχόμενο της αίτησης προδικαστικής αποφάσεως. Συγκεκριμένα, στο σκεπτικό της απόφασης περί παραπομπής, το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι φαίνεται ότι, πέραν των καταχρηστικών εξόδων, το εσφαλμένο ΣΕΠΕ συνιστά και παράβαση των διατάξεων της σχετικής με τη χορήγηση πίστωσης στους καταναλωτές νομοθεσίας. Το εν λόγω δικαστήριο εντοπίζει συνεπώς δύο λόγους για τους οποίους η μεταξύ των διαδίκων της κύριας δίκης σύμβαση πίστωσης μπορεί να αντίκειται στους σχετικούς με τη χορήγηση πίστωσης προς τους καταναλωτές κανόνες του δικαίου της Ένωσης ( 19 ).

45.

Εντούτοις, τα δύο πρώτα προδικαστικά ερωτήματα φαίνεται να αφορούν τις προθεσμίες παραγραφής που έχουν εφαρμογή στην ίδια αγωγή που άσκησε ο ενάγων της κύριας δίκης ενώπιον των σλοβακικών δικαστηρίων. Η εν λόγω αγωγή φαίνεται να εμπίπτει στο καθεστώς αδικαιολόγητου πλουτισμού που προβλέπει το σλοβακικό δίκαιο και θεωρώ ότι στις περιπτώσεις στις οποίες αναφέρονται τα δύο αυτά ερωτήματα, ο λόγος για τον οποίο επήλθε ο αδικαιολόγητος πλουτισμός είναι ο ίδιος. Όσον αφορά το δεύτερο ερώτημα, πρέπει να εξεταστεί εάν οι οδηγίες 93/13 και 2008/48 τονίζουν το στοιχείο της πρόθεσης όσον αφορά τον πλουτισμό του επαγγελματία. Όμως, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι στην υπό κρίση υπόθεση, η επίδικη ρήτρα ενδέχεται να επιφέρει συνέπειες αντίθετες προς τις οδηγίες 93/13 και 2008/48. Για τον λόγο αυτό θα αναλύσω τα δύο ερωτήματα υπό το πρίσμα των δύο αυτών οδηγιών.

46.

Θα εξετάσω πρώτα το παραδεκτό του πρώτου και του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος (τμήμα B). Εν συνεχεία θα εκθέσω, προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση στα εν λόγω ερωτήματα, πρώτον, γενικές σκέψεις σχετικά με τη δικονομική αυτοτέλεια των κρατών μελών όσον αφορά την παραγραφή των αγωγών απόδοσης στο πλαίσιο των οδηγιών για την προστασία του καταναλωτή (τμήμα Γ) και θα εξετάσω, δεύτερον, τα ερωτήματα αυτά με τη σειρά που τα έχει θέσει το αιτούν δικαστήριο (τμήματα Δ και Ε).

Β.   Επί του παραδεκτού

47.

Η PROFI CREDIT Slovakia υποστηρίζει ότι η μη τήρηση από το αιτούν δικαστήριο της νόμιμης διαδικασίας ενόψει της υποβολής των ερωτημάτων στο Δικαστήριο στο πλαίσιο της διαδικασίας περί παραπομπής, εξαιτίας της οποίας αυτή στερήθηκε τη δυνατότητα να εκθέσει την άποψή της ως προς τους λόγους αναστολής της διαδικασίας, επέφερε προσβολή του δικαιώματος των διαδίκων της κύριας δίκης σε δίκαιη δίκη.

48.

Εξάλλου, ιδίως το πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα αφορούν, στην πραγματικότητα, την ερμηνεία εθνικών κανόνων δικαίου, καθόσον καμία διάταξη του δικαίου της Ένωσης δεν εναρμονίζει τη σχετική με την παραγραφή νομοθεσία των κρατών μελών. Επιπλέον, το άρθρο 51 του Χάρτη περιορίζει την εφαρμογή του νομικού αυτού κειμένου στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες τα κράτη μέλη «εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης». Τέλος τα ερωτήματα αυτά, όπως υποστηρίζεται, δεν έχουν καμία χρησιμότητα για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης.

49.

Η Σλοβακική Κυβέρνηση θεωρεί ότι, στο μέτρο που η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, η εν λόγω αίτηση δεν πληροί τις επιταγές του άρθρου 94, στοιχείο γ', του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου. Η αίτηση αυτή δεν αναφέρει για ποιο λόγο το αιτούν δικαστήριο έχει αμφιβολίες όσον αφορά τη συμβατότητα της αντικειμενικής τριετούς παραγραφής προς το δίκαιο της Ένωσης, Εξάλλου, εάν το πρώτο ερώτημα είναι απαράδεκτο, παρέλκει η εξέταση, ιδίως, του δεύτερου ερωτήματος.

50.

Δεν συμμερίζομαι τις επιφυλάξεις που εξέφρασε η PROFI CREDIT Slovakia ούτε αυτές της Σλοβακικής Κυβέρνησης.

51.

Όσον αφορά, πρώτον, τις αμφιβολίες της PROFI CREDIT Slovakia σχετικά με τη νομιμότητα της διαδικασίας που ακολούθησε το αιτούν δικαστήριο, δεν απόκειται στο Δικαστήριο να ελέγξει αν η απόφαση περί παραπομπής ελήφθη σύμφωνα με τους εθνικούς οργανωτικούς και δικονομικούς κανόνες ( 20 ).

52.

Εν συνεχεία, όσον αφορά την επιφύλαξη που διατύπωσε η PROFI CREDIT Slovakia σχετικά με τα προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία κατ’ αυτήν δεν αφορούν το δίκαιο της Ένωσης, είναι αναμφισβήτητα αλήθεια ότι τα δύο πρώτα ερωτήματα δεν αναφέρονται σε άλλες πράξεις του δικαίου της Ένωσης πλην του Χάρτη. Ωστόσο, όπως υποστηρίζω στα σημεία 31 έως 33 των παρουσών προτάσεων, σκοπός των δύο αυτών ερωτημάτων είναι να δοθούν διευκρινίσεις ώστε να είναι δυνατόν το αιτούν δικαστήριο να αποφανθεί για τη συμβατότητα των εθνικών κανόνων των σχετικών με τις προθεσμίες παραγραφής που έχουν θεσπιστεί δυνάμει της αρχής της δικονομικής αυτοτέλειας προς τις οδηγίες 93/13 και 2008/48 ( 21 ).

53.

Όμως, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, εναπόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο που έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της δικαστικής απόφασης που θα εκδοθεί να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της υπόθεσης, τόσο την αναγκαιότητα προδικαστικής απόφασης για την έκδοση της δικής του απόφασης όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο ( 22 ).

54.

Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι τα ερωτήματα που υποβάλλουν τα εθνικά δικαστήρια απολαύουν του τεκμηρίου λυσιτέλειας και ότι η άρνηση του Δικαστηρίου να αποφανθεί επί των ερωτημάτων αυτών δεν είναι δυνατή παρά μόνον εάν προκύπτει ότι η ζητούμενη ερμηνεία δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης ή ότι πρόκειται για πρόβλημα υποθετικής φύσεως ή ακόμη αν προκύπτει ότι το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του τα απαραίτητα πραγματικά ή νομικά στοιχεία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που υποβλήθηκαν. Όμως, λαμβανομένων υπόψη των συλλογισμών που εκτίθενται στα σημεία 31 έως 33 των παρουσών προτάσεων, στην υπό κρίση υπόθεση δεν είναι δυνατό ένα τέτοιο συμπέρασμα.

55.

Τέλος, όσον αφορά την επιφύλαξη που διατυπώνει η Σλοβακική Κυβέρνηση, καίτοι η έκθεση των λόγων βάσει των οποίων το αιτούν δικαστήριο οδηγήθηκε στην υποβολή του πρώτου ερωτήματος δεν συνιστά υπόδειγμα σαφήνειας, εντούτοις, επιτρέπει την κατανόηση των αμφιβολιών στις οποίες βασίζεται το εν λόγω ερώτημα.

56.

Πράγματι, όπως αναφέρθηκε στο σημείο 29 των παρουσών προτάσεων, η αξίωση του ενάγοντος στην κύρια δίκη υπόκειται καταρχήν στη στηριζόμενη σε αντικειμενικά στοιχεία τριετή παραγραφή. Όμως, η παραγραφή αυτή φαίνεται ότι έχει ήδη επέλθει εν προκειμένω. Για να μην έχει παραγραφεί η σχετική αξίωση, πρέπει να κριθεί ότι η εν λόγω παραγραφή δεν αντιτάσσεται στον ενάγοντα της κύριας δίκης. Η μη εφαρμογή της εν λόγω παραγραφής μπορεί να προκύψει από τη μη συμβατότητα αυτής προς το δίκαιο της Ένωσης. Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι, σε σχέση με τη δεκαετή παραγραφή μέσω της οποίας τα σλοβακικά δικαστήρια διασφάλιζαν την προστασία των καταναλωτών σύμφωνα με τη νομολογία που απορρέει από την απόφαση Gutiérrez Naranjo κ.λπ. ( 23 ), η τριετής παραγραφή είναι δυσμενής για τον καταναλωτή και περιορίζει τα δικαιώματά του, φτάνοντας μέχρι σημείου να του τα στερεί μερικές φορές. Το αιτούν δικαστήριο φαίνεται να θεωρεί με τον τρόπο αυτό ότι η αντικειμενική τριετής παραγραφή δύναται να καθιστά αδύνατη στην πράξη την άσκηση των δικαιωμάτων που το δίκαιο της Ένωσης παρέχει στους καταναλωτές ή ότι αυτή η προθεσμία συνεπάγεται, τουλάχιστον, μη αμελητέο κίνδυνο να αποθαρρυνθεί ο καταναλωτής να ασκήσει αποτελεσματικά τα δικαιώματά του ενώπιον εθνικού δικαστηρίου.

Γ.   Η δικονομική αυτοτέλεια των κρατών μελών και η παραγραφή των αξιώσεων στο πλαίσιο των οδηγιών για την προστασία των καταναλωτών

1. Επί της παραγραφής των αξιώσεων για απόδοση

57.

Όπως αναφέρω στο σημείο 33 των παρουσών προτάσεων, λόγω της σιωπής του νομοθέτη της Ένωσης ως προς τις προϋποθέσεις άσκησης των αγωγών για απόδοση των ποσών που έχουν εισπραχθεί βάσει συμβατικών ρητρών αντίθετων προς τις οδηγίες 93/13 και 2004/48, εναπόκειται στα κράτη μέλη να θεσπίσουν τέτοιες ρυθμίσεις. Τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι η άσκηση των αγωγών αυτών υπόκειται σε προθεσμίες παραγραφής.

58.

Είναι βέβαια αλήθεια ότι, στην απόφαση Gutiérrez Naranjo κ.λπ. ( 24 ), το Δικαστήριο έκρινε ότι η διαπίστωση με δικαστική απόφαση της καταχρηστικότητας μιας ρήτρας πρέπει κατ’ αρχήν να συνεπάγεται την αποκατάσταση της νομικής και πραγματικής κατάστασης στην οποία θα τελούσε ο καταναλωτής αν δεν υπήρχε η εν λόγω ρήτρα. Επίσης έκρινε ότι η υποχρέωση του εθνικού δικαστή να αποκλείσει την εφαρμογή καταχρηστικής συμβατικής ρήτρας η οποία επιβάλλει την πληρωμή ποσών τα οποία κρίνεται ότι δεν οφείλονται συνεπάγεται κατ’ αρχήν την επιστροφή των εν λόγω ποσών.

59.

Εντούτοις, στις πρόσφατες προτάσεις μου στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις Raiffeisen Bank και BRD Groupe Société Générale ( 25 ), εξέθεσα διάφορα επιχειρήματα υπέρ της άποψης ότι η απόφαση αυτή δεν αντίκειται στο να υπόκεινται σε παραγραφή αξιώσεις για απόδοση πληρωμών που πραγματοποιήθηκαν βάσει καταχρηστικών ρητρών. Συναφώς, περιορίζομαι να υπενθυμίσω ότι, στην απόφαση αυτή, το Δικαστήριο, το οποίο κλήθηκε να αποφανθεί σχετικά με εθνική νομολογία που περιόριζε χρονικά τα περί επιστροφής αποτελέσματα, προέβη σε διάκριση μεταξύ αφενός του χρονικού περιορισμού των αποτελεσμάτων της ερμηνείας ενός κανόνα δικαίου της Ένωσης και αφετέρου της εφαρμογής μιας δικονομικής ρύθμισης, όπως μια εύλογη παραγραφή ( 26 ).

60.

Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά άλλες αποφάσεις στις οποίες το Δικαστήριο έκρινε ότι δύνανται να υπόκεινται σε παραγραφή οι αγωγές για απόδοση που θεμελιώνονται στις οδηγίες 93/13 και 2008/48.

61.

Τούτο ισχύει και για την απόφαση OPR-Finance ( 27 ). Βέβαια, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η αρχή της αποτελεσματικότητας αντίκειται στην προϋπόθεση κατά την οποία η κύρωση που συνεπάγεται την ακυρότητα της συμβάσεως πιστώσεως, με ταυτόχρονη υποχρέωση επιστροφής του χορηγηθέντος κεφαλαίου, η οποία επιβάλλεται σε περίπτωση παραβάσεως, εκ μέρους του πιστωτικού φορέα, της υποχρεώσεως που προβλέπει το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/48, πρέπει να προβάλλεται από τον καταναλωτή, και δη εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριών ετών. Εντούτοις, η διαπίστωση αυτή πρέπει να εξεταστεί λαμβάνοντας υπόψη το πλαίσιο της διαφοράς επί της οποίας εκδόθηκε η προδικαστική απόφαση στην υπόθεση αυτή. Ειδικότερα, στο πλαίσιο της εν λόγω διαφοράς, με εναγόμενο τον καταναλωτή, το αιτούν δικαστήριο δεν μπορούσε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως την ακυρότητα της σύμβασης πίστωσης και κατά συνέπεια όφειλε να κάνει δεκτό το αίτημα του πιστωτικού φορέα. Η κατάσταση αυτή οφειλόταν στο γεγονός ότι η μη συμβατότητα της εθνικής νομοθεσίας συνίστατο στην απαγόρευση της αυτεπάγγελτης εξέτασης της τήρησης της προβλεπόμενης στο άρθρο 8 της οδηγίας 2008/48 ( 28 ) υποχρέωσης.

62.

Το ίδιο ισχύει και για την απόφαση Cofidis ( 29 ), στην οποία, στο πλαίσιο της οδηγίας 93/13, το Δικαστήριο έκρινε ότι δικονομικής φύσεως διάταξη η οποία απαγορεύει στον εθνικό δικαστή, μετά την πάροδο του χρόνου παραγραφής, να εξετάζει, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν ενστάσεως του καταναλωτή, τον καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας, την εκτέλεση της οποίας ζητεί ο επαγγελματίας, πρέπει να θεωρηθεί ικανή να καταστήσει εξαιρετικά δυσχερή, στις διαφορές στις οποίες εναγόμενοι είναι οι καταναλωτές, την παροχή της προστασίας που τους παρέχει η οδηγία.

63.

Όσον αφορά τη σλοβακική νομοθεσία, όπως αναλύεται από το αιτούν δικαστήριο στην υπό κρίση υπόθεση, ουδόλως προκύπτει ότι η παρέλευση των στηριζόμενων σε αντικειμενικά στοιχεία προθεσμιών παραγραφή εμποδίζει την αυτεπάγγελτη εξέταση της εσφαλμένης αναφοράς του ΣΕΠΕ, γεγονός που διαφοροποιεί την παρούσα αίτηση από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση OPR-Finance ( 30 ). Κατά το άρθρο 11, παράγραφος 1, του νόμου 129/2010, μια τέτοια εσφαλμένη αναφορά φαίνεται να επισύρει αυτοδικαίως την κύρωση της απαλλαγής της πίστωσης από τόκους και έξοδα.

64.

Εξάλλου, από την εν λόγω νομοθεσία δεν απορρέει ότι η στηριζόμενη σε αντικειμενικά στοιχεία παραγραφή απαγορεύει στον εθνικό δικαστή να εξετάσει αυτεπαγγέλτως την καταχρηστικότητα των ρητρών της σύμβασης, περίσταση η οποία διαφοροποιεί την παρούσα αίτηση από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Cofidis ( 31 ). Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 53, παράγραφος 1, του Αστικού Κώδικα, οι καταχρηστικές ρήτρες που περιέχονται σε σύμβαση με καταναλωτή είναι ανίσχυρες. Η Επιτροπή αντιλαμβάνεται τη διάταξη αυτή υπό την έννοια ότι πρόκειται για απόλυτη ακυρότητα και ότι, σύμφωνα με τη σλοβακική θεωρία, μια τέτοια ακυρότητα λαμβάνεται υπόψη από τον δικαστή ακόμη και χωρίς σχετικό αίτημα των διαδίκων και χωρίς χρονικό περιορισμό. Εν πάση περιπτώσει, παρατηρώ ότι το άρθρο 107 του Αστικού Κώδικα φαίνεται να έχει εφαρμογή μόνο στις αγωγές απόδοσης που εμπίπτουν στο καθεστώς του αδικαιολόγητου πλουτισμού και όχι στις αγωγές για αναγνώριση της καταχρηστικότητας των συμβατικών ρητρών.

2. Επί των ορίων της δικονομικής αυτοτέλειας των κρατών μελών.

65.

Το ότι τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι οι αξιώσεις για απόδοση μπορούν να υπόκεινται σε παραγραφή δεν συνεπάγεται ότι το περιθώριο που διαθέτουν συναφώς είναι απεριόριστο. Το καθεστώς της παραγραφής πρέπει να τηρεί τις απορρέουσες από την αρχή της αποτελεσματικότητας απαιτήσεις. Η νομολογία του Δικαστηρίου παρέχει πολλές διευκρινίσεις όσον αφορά την τήρηση της αρχής αυτής σχετικά με την παραγραφή των αξιώσεων που αφορούν την προστασία του καταναλωτή. Δεδομένου ότι είχα πρόσφατα την ευκαιρία να αναλύσω τη νομολογία αυτή σε πλαίσιο παρόμοιο με αυτό της υπό κρίση υπόθεσης ( 32 ), θα περιοριστώ στο να παρουσιάσω μια σύνοψη των συμπερασμάτων που αντλούνται από τη νομολογία αυτή.

66.

Κατά την εξέταση της συμβατότητας των εθνικών διατάξεων με την αρχή της αποτελεσματικότητας, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, κατά περίπτωση, οι αρχές που αποτελούν τη βάση του εθνικού δικαιοδοτικού συστήματος, όπως η προστασία των δικαιωμάτων άμυνας, η αρχή της ασφάλειας δικαίου και η εύρυθμη διεξαγωγή της διαδικασίας. Επομένως, μπορεί να απαιτείται επιμέλεια από έναν καταναλωτή όσον αφορά τη διασφάλιση των συμφερόντων του, χωρίς να παραβιάζεται η αρχή της αποτελεσματικότητας. Στο πνεύμα αυτό, ο καθορισμός εύλογων αποκλειστικών προθεσμιών για την άσκησή τους προς κατοχύρωση της ασφάλειας δικαίου δεν καθιστά πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης. Αντίθετα, μια προθεσμία δεν μπορεί να θεωρηθεί εύλογη εάν συνεπάγεται μη αμελητέο κίνδυνο να αποθαρρυνθεί ο καταναλωτής να ασκήσει αποτελεσματικά τα δικαιώματά του ενώπιον του δικαστηρίου στο οποίο προσέφυγε ο επαγγελματίας. Με άλλα λόγια, μια εύλογη προθεσμία πρέπει να είναι ουσιαστικά επαρκής για την εκ μέρους του καταναλωτή προετοιμασία και άσκηση αποτελεσματικού ένδικου βοηθήματος ( 33 ).

67.

Στη συνέχεια, ο εύλογος χαρακτήρας μιας προθεσμίας –και, ως εκ τούτου, η συμβατότητά της με την αρχή της αποτελεσματικότητας– δεν μπορεί να καθοριστεί αποκλειστικά με βάση τη διάρκειά της. Πρέπει να ληφθούν υπόψη όλες οι ρυθμίσεις που αφορούν την εν λόγω προθεσμία και, ιδίως, το εναρκτήριο της προθεσμίας γεγονός ( 34 ).

68.

Τέλος, μια προθεσμία παραγραφής, αξιολογούμενη από κοινού με όλες τις συναφείς ρυθμίσεις, θεωρείται ότι τηρεί την αρχή της αποτελεσματικότητας εάν είναι προσαρμοσμένη στην ιδιαιτερότητα του οικείου τομέα ώστε να μην υπονομεύεται η πλήρης αποτελεσματικότητα των σχετικών διατάξεων του δικαίου της Ένωσης.

69.

Συνεπώς τα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να αναλυθούν υπό το πρίσμα αυτών των νομολογιακών διευκρινίσεων. Ειδικότερα πρέπει να καθοριστεί εάν οι προβλεπόμενες από το σλοβακικό δίκαιο προθεσμίες παραγραφής μπορούν να θεωρηθούν εύλογες υπό την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου.

Δ.   Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

70.

Από τις διευκρινίσεις του αιτούντος δικαστηρίου προκύπτει ότι η τριετής στηριζόμενη σε αντικειμενικά στοιχεία παραγραφή αρχίζει από την ημέρα κατά την οποία επήλθε πράγματι αδικαιολόγητος πλουτισμός. Ως εκ τούτου, συνάγω ότι η πληρωμή που πραγματοποίησε ο καταναλωτής σε εκτέλεση της σύμβασης συνιστά εναρκτήριο του χρόνου παραγραφής γεγονός. Επομένως, η εν λόγω προθεσμία πρέπει να υπολογίζεται χωριστά για κάθε πληρωμή που πραγματοποίησε ο καταναλωτής κατά την εκτέλεση της σύμβασης ( 35 ).

71.

Όμως, οι συμβάσεις πίστωσης, όπως η σύμβαση που συνήψαν οι διάδικοι της κύριας δίκης, εκτελούνται καταρχήν, στο πλαίσιο μεγάλων χρονικών περιόδων. Η οικονομική λειτουργία των συμβάσεων πίστωσης συνίσταται, inter alia, στην άμεση παροχή ενός συγκεκριμένου ποσού το οποίο, προσαυξημένο με έξοδα και τόκους, θα επιστρέψει προοδευτικά ο δανειολήπτης.

72.

Στο πλαίσιο αυτό, εάν το γεγονός που αποτελεί την έναρξη της τριετούς παραγραφής είναι κάθε πληρωμή που πραγματοποιεί ο δανειολήπτης, είναι δυνατόν, στο πλαίσιο μιας σύμβασης της οποίας η εκτέλεση εκτείνεται σε χρονικό διάστημα άνω των τριών ετών, ορισμένες αξιώσεις του εν λόγω δανειολήπτη να παραγραφούν πριν τη λήξη της σύμβασης ( 36 ). Τούτο ισχύει ακόμη περισσότερο στις αγωγές που αφορούν πληρωμές οι οποίες πραγματοποιήθηκαν αμέσως μετά τη σύναψη της σύμβασης, γεγονός που μπορεί να ενθαρρύνει τους επαγγελματίες να φροντίζουν ώστε να διεκπεραιώνεται ταχέως το μεγαλύτερο μέρος των πληρωμών στις οποίες πρέπει να προβούν οι πελάτες τους.

73.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το καθεστώς της παραγραφής μπορεί να στερεί κατά τρόπο συστηματικό τον καταναλωτή από τη δυνατότητα να ζητήσει, πριν τη λήξη της εν λόγω σύμβασης, την απόδοση των πληρωμών που έχουν γίνει βάσει συμβατικών ρητρών αντίθετων προς τις οδηγίες για την προστασία του καταναλωτή. Πράγματι, δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο καταναλωτής ο οποίος δεν έχει πλήρη γνώση της μη συμβατότητας ορισμένων ρητρών με το δίκαιο της Ένωσης να προσπαθήσει να εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις, φοβούμενος αγωγή που θα ασκηθεί ενδεχομένως εναντίον του από τον επαγγελματία. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν αποκλείεται ο καταναλωτής να απευθυνθεί σε δικηγόρο ή νομικό σύμβουλο για να ενημερωθεί για μια τέτοια μη συμβατότητα μετά τη λήξη της σύμβασης. Τούτο συμβαίνει ιδίως στις περιπτώσεις συμβάσεων η εκτέλεση των οποίων εκτείνεται σε πολλά έτη, γεγονός που δεν συνιστά αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα ώστε να απαιτείται από έναν καταναλωτή, που επιδεικνύει επιμέλεια όσον αφορά την προστασία των συμφερόντων του, να ενημερωθεί για μία τέτοια μη συμβατότητα.

74.

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η αρχή της αποτελεσματικότητας αντίκειται σε εθνική νομοθεσία ή σε ερμηνεία αυτής που προβλέπει ότι η τριετής παραγραφή που ισχύει για τις αξιώσεις απόδοσης στηριζόμενες σε συμβατικές ρήτρες οι οποίες κρίνονται καταχρηστικές υπό την έννοια της οδηγίας 93/13 και/ή σε συμβατικές ρήτρας οι οποίες αντίκεινται στις επιταγές της οδηγίας 2008/48 αρχίζει από την ημέρα που επήλθε πράγματι ο αδικαιολόγητος πλουτισμός.

75.

Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που δίνεται στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, δεδομένου ότι το τελευταίο αυτό ερώτημα τίθεται μόνο για την περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο. Εντούτοις, θα συνεχίσω την ανάλυσή μου για την περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο δεν θα συμφωνήσει με την άποψή μου επί του πρώτου αυτού ερωτήματος.

Ε.   Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος

1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις σχετικά με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα

76.

Προκειμένου να καθοριστεί το πλαίσιο εντός του οποίου τίθεται το ζήτημα που εγείρει το δεύτερο ερώτημα, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το σλοβακικό δίκαιο, αντίθετα από τη στηριζόμενη σε αντικειμενικά στοιχεία τριετή παραγραφή, η δεκαετής παραγραφή έχει εφαρμογή μόνον εάν αποδειχθεί το σχετικό με την πρόθεση στοιχείο του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Συνεπώς, φαίνεται ότι δεν πρόκειται για γενική παραγραφή, η οποία έχει καταρχήν εφαρμογή, αλλά για ειδική παραγραφή.

77.

Με αφετηρία την παραδοχή αυτή, η Σλοβακική Κυβέρνηση παρατηρεί ότι το δεύτερο ερώτημα, το οποίο τίθεται μόνον στην περίπτωση που η γενική στηριζόμενη σε αντικειμενικά στοιχεία παραγραφή κριθεί σύμφωνη προς τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης, στερείται λυσιτέλειας, καθόσον η ειδική δεκαετής παραγραφή παρέχει ένα επιπλέον πλεονέκτημα, το οποίο θεωρητικά θα μπορούσε να μην υπάρχει καν. Εν πάση περιπτώσει, κατά τη Σλοβακική Κυβέρνηση, το δίκαιο της Ένωσης δεν αντίκειται σε εθνική νομοθεσία που εξαρτά ένα τέτοιο πλεονέκτημα από το γεγονός ότι ο καταναλωτής οφείλει να αποδείξει το στοιχείο της πρόθεσης όσον αφορά τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Εξάλλου, η ανωτέρω σκέψη δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση από την απόφαση CA Consumer Finance ( 37 ), την οποία μνημονεύει το αιτούν δικαστήριο, δεδομένου ότι η κατάσταση επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση δεν είναι παρόμοια με αυτή της υπό κρίση υπόθεσης.

78.

Η Επιτροπή από την πλευρά της, υποστηρίζει ότι μια κατάσταση στην οποία ο καταναλωτής υποχρεούται να αποδείξει εκ προθέσεως πταίσμα του πιστωτικού φορέα για να είναι δυνατή η εφαρμογή της στηριζόμενης σε αντικειμενικά στοιχεία δεκαετούς παραγραφής είναι αντίθετη προς το σχετικό με την προστασία των καταναλωτών δίκαιο της Ένωσης.

79.

Υποστηρίζει, καταρχάς, ότι μια ρήτρα είναι καταχρηστική υπό την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 όταν δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης και έχει ως συνέπεια, παρά την απαίτηση καλής πίστης, τη δημιουργία σημαντικής ανισορροπίας εις βάρος του καταναλωτή. Από τη διάταξη αυτή η Επιτροπή συνάγει ότι μόνος υπεύθυνος για την ύπαρξη της καταχρηστικής ρήτρας είναι ο πιστωτικός φορέας και ότι η ύπαρξη της εν λόγω ρήτρας συνεπάγεται ότι ο πιστωτικός φορέας δεν ενήργησε με καλή πίστη.

80.

Η Επιτροπή παραπέμπει στην απόφαση Karel de Grote– Hogeschool Katholieke Hogeschool Antwerpen ( 38 ) και αναφέρει, εν συνεχεία, ότι το να φέρει ο καταναλωτής το βάρος να αποδείξει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή μεγαλύτερης παραγραφής σε σχέση με αυτή των τριών ετών αντίκειται σε ό,τι έχει κρίνει το Δικαστήριο, ήτοι στο ότι, δεδομένης της φύσης και της σπουδαιότητας του δημοσίου συμφέροντος επί του οποίου στηρίζεται η προστασία την οποία η παρέχει η οδηγία 93/13 στους καταναλωτές, το άρθρο 6 αυτής πρέπει να θεωρείται ως διάταξη ισοδύναμη προς τους εθνικούς κανόνες που είναι, στο πλαίσιο της εσωτερικής έννομης τάξης, κανόνες δημόσιας τάξης.

81.

Τέλος, σε αντίθεση με τη Σλοβακική Κυβέρνηση, η Επιτροπή θεωρεί ότι η απόφαση CA Consumer Finance ( 39 ) είναι συναφής με το πλαίσιο της υπό κρίση υπόθεσης.

82.

Συνεπώς, το αιτούν δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες για την απάντηση που πρέπει να δοθεί στο δεύτερο ερώτημα ως προς τρία ζητήματα που αποτελούν αντικείμενο διαμάχης μεταξύ των διαδίκων: τον ρόλο της πρόθεσης στα συστήματα που θεσπίζουν οι οδηγίες 93/13 και 2008/48, τη συνύπαρξη αντικειμενικών προθεσμιών παραγραφής στο σλοβακικό δίκαιο και τη συνάφεια της απόφασης CA Consumer Finance ( 40 ).

2. Ο ρόλος του στοιχείου της πρόθεσης στα συστήματα που θεσπίζουν οι οδηγίες 93/13 και 2008/48

83.

Τα επιχειρήματα που η Επιτροπή αντλεί από το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 φαίνεται να βασίζονται σε μια ερμηνεία της εν λόγω οδηγίας κατά την οποία, στο σύστημα που αυτή θεσπίζει, η ύπαρξη μιας καταχρηστικής ρήτρας συνεπάγεται «εκ προθέσεως πταίσμα» του επαγγελματία που εισήγαγε την εν λόγω ρήτρα στη σύμβαση την οποία αυτός συνήψε με καταναλωτή.

84.

Είναι αλήθεια ότι το κριτήριο που αφορά την καλή πίστη (ή μάλλον την απουσία αυτής) αναφέρεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13. Ωστόσο, το εν λόγω κριτήριο δεν χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις ψυχολογικές καταστάσεις που συνοδεύουν τη σύναψη της σύμβασης. Η διάταξη αυτή αναφέρεται στο εν λόγω κριτήριο για να περιγράψει το αποτέλεσμα στο οποίο μια συμβατική ρήτρα πρέπει να καταλήγει για να θεωρηθεί καταχρηστική. Επαναλαμβάνοντας τη διατύπωση της εν λόγω διάταξης, μια τέτοια ρήτρα πρέπει να δημιουργεί σημαντική ανισορροπία, παρά την απαίτηση καλής πίστης.

85.

Επομένως δεν πρόκειται για υποκειμενικό αλλά για αντικειμενικό κριτήριο ( 41 ). Η ερμηνεία αυτή είναι σύμφωνη προς τη δέκατη έκτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/13, η οποία τονίζει τα αντικειμενικά στοιχεία για την εκτίμηση της απαίτησης καλής πίστης ( 42 ). Σε αυτό το πνεύμα, το Δικαστήριο έχει κρίνει επανειλημμένως, όσον αφορά την εν λόγω απαίτηση, ότι ο εθνικός δικαστής πρέπει να εξετάσει, αν ο επαγγελματίας, συναλλασσόμενος με έντιμο και δίκαιο τρόπο με τον καταναλωτή, μπορούσε ευλόγως να αναμένει ότι ο καταναλωτής θα δεχθεί την οικεία ρήτρα μετά από ατομική διαπραγμάτευση ( 43 ).

86.

Είναι επίσης αλήθεια ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 ορίζει ότι οι καταχρηστικές ρήτρες δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης. Ως εκ τούτου, η εισαγωγή μιας καταχρηστικής ρήτρας στη σύμβαση και το περιεχόμενο αυτής εκφεύγουν του ελέγχου του καταναλωτή. Θα μπορούσε βέβαια να υποστηριχθεί ότι τα δύο αυτά στοιχεία υπόκεινται, αντίθετα, στον αποκλειστικό έλεγχο του επαγγελματία. Εντούτοις, δεν μπορεί να συναχθεί ότι η εν λόγω οδηγία απαιτεί ο επαγγελματίας να έχει περιλάβει με πρόθεση την καταχρηστική ρήτρα στη σύμβαση που συνήψε με τον καταναλωτή ή ότι η οδηγία αυτή προβλέπει σχετικό τεκμήριο.

87.

Στο σύστημα που θεσπίζει η οδηγία 93/13, δεν ενδιαφέρει η πρόθεση του επαγγελματία να εισαγάγει μια καταχρηστική ρήτρα στη σύμβαση ή να δημιουργήσει σημαντική ανισορροπία εις βάρος του καταναλωτή. Το σύστημα αυτό ενισχύει την προστασία των καταναλωτών, καθόσον αποκλείει ακόμα και το ενδεχόμενο αναζητήσεως τυχόν υπαιτιότητας,στο πλαίσιο εφαρμογής της οδηγίας, ή ακόμα το ενδεχόμενο ανατροπής του τεκμηρίου που αυτή θέτει ( 44 ). Πράγματι, η ευθύνη του επαγγελματία πρέπει να χαρακτηριστεί αντικειμενική και μόνον εκ της χρησιμοποιήσεως μιας τέτοιας ρήτρας.

88.

Επιπροσθέτως, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το σύστημα που θεσπίζει η οδηγία 93/13 βασίζεται στην ιδέα ότι ο καταχρηστικός χαρακτήρας μιας συμβατικής ρήτρας εξαρτάται από εκ προθέσεως πταίσμα του επαγγελματία, ένα τέτοιο πταίσμα, κατά την οδηγία αυτή, δεν θα συμπίπτει απαραιτήτως με την έννοια του «εκ προθέσεως πταίσματος» κατά το δίκαιο ενός κράτους μέλους. Συνεπώς, η ύπαρξη καταχρηστικής ρήτρας υπό την έννοια της εν λόγω οδηγίας, δεν συνεπάγεται απαραιτήτως ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που επιτρέπουν την εφαρμογή της στηριζόμενης σε αντικειμενικά στοιχεία παραγραφή, που προβλέπει το σλοβακικό δίκαιο.

89.

Το ίδιο ισχύει όσον αφορά το άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/48, κατά το οποίο η εσφαλμένη μνεία του ΣΕΠΕ είναι αντίθετη προς τη διάταξη αυτή, χωρίς η πρόθεση του επαγγελματία να ασκεί επίδραση στα δικαιώματά του ή στα δικαιώματα του καταναλωτή.

90.

Επομένως το σύστημα της οδηγίας 93/13 δεν στηρίζεται στην άποψη ότι κάθε καταχρηστική ρήτρα υποδηλώνει πρόθεση ή υπαίτια συμπεριφορά του επαγγελματία. Άρα, δεν απαιτείται να έχει ο καταναλωτής ειδική προθεσμία παραγραφής προβλεπόμενη σε περιπτωση εκ προθέσεως αδικαιολόγητου πλουτισμού. Το ίδιο ισχύει όσον αφορά το σύστημα που θεσπίζει η οδηγία 2008/48 και την εσφαλμένη αναγραφή του ΣΕΠΕ.

3. Η συνύπαρξη προθεσμιών παραγραφής

91.

Η Σλοβακική Κυβέρνηση και η Επιτροπή τονίζουν ότι η αντικειμενική δεκαετής παραγραφή είναι συμπληρωματική παραγραφή σε σχέση με την τριετή. Διαφωνούν όσον αφορά τις συνέπειες της συνύπαρξης των δύο αυτών παραγραφών ως προς τη συμβατότητα της μεγαλύτερης παραγραφής σε σχέση με το δίκαιο της Ένωσης.

92.

Εάν υποτεθεί ότι η γενική τριετής παραγραφή, εξεταζόμενη μεμονωμένα, δεν καθιστά αδύνατη στην πράξη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει στους καταναλωτές το δίκαιο της Ένωσης ( 45 ), είναι δύσκολο να θεωρηθεί ότι μια ειδική δεκαετής παραγραφή, συμπληρωματική σε σχέση με την τριετή παραγραφή, δεν τηρεί τις επιταγές της αρχής της αποτελεσματικότητας.

93.

Ως εκ τούτου, κάθε περίπτωση στην οποία ανακύπτει το ζήτημα εάν μια εθνική διάταξη είναι σύμφωνη προς την αρχή της αποτελεσματικότητας πρέπει να εξετάζεται λαμβανομένης υπόψη της θέσης που κατέχει η εν λόγω διάταξη στην όλη διαδικασία, της εξελίξεως της διαδικασίας και των ιδιαιτεροτήτων της ενώπιον των διαφόρων εθνικών αρχών. Στο πλαίσιο του ελέγχου της τήρησης της εν λόγω αρχής, πρέπει να ληφθούν υπόψη όλες οι σχετικές με την παραγραφή ρυθμίσεις ( 46 ). Ακολουθώντας αυτόν τον συλλογισμό, στο πλαίσιο ενός τέτοιου ελέγχου δεν μπορεί να μη ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι πρόκειται για συμπληρωματική παραγραφή σε σχέση με μια γενική παραγραφή της οποίας η συμβατότητα με την αρχή της αποτελεσματικότητας έχει διακριβωθεί.

94.

Εξάλλου, σε αντίθεση με ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή, η φύση και η σημασία του δημοσίου συμφέροντος στο οποίο βασίζεται η προστασία που η οδηγία 93/13 εξασφαλίζει στον καταναλωτή δεν δύνανται να θέσουν υπό αμφισβήτηση την κρίση ότι είναι απίθανο μια ειδική δεκαετής παραγραφή, συμπληρωματική σε σχέση με την τριετή παραγραφή, η οποία είναι σύμφωνη με την αρχή της αποτελεσματικότητας, να μην τηρεί της επιταγές της εν λόγω αρχής. Εάν η πρόθεση του επαγγελματία όσον αφορά τον πλουτισμό του δεν έχει σημασία υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης ( 47 ), τότε πρέπει να θεωρηθεί ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν απαιτεί, όσον αφορά τον εκ προθέσεως πλουτισμό, ο καταναλωτής να μπορεί να επικαλεστεί ειδική παραγραφή, μεγαλύτερη από αυτή της γενικής παραγραφής.

4. Η συνάφεια της απόφασης CA Consumer Finance

95.

Στην απόφαση CA Consumer Finance ( 48 ), το Δικαστήριο έκρινε ότι η οδηγία 2008/48 αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση σύμφωνα με την οποία το βάρος αποδείξεως για τη μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων οι οποίες επιβάλλονται από τα άρθρα 5 και 8 αυτής (παροχή προσυμβατικών πληροφοριών και εκτίμηση της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή) το φέρει ο καταναλωτής επειδή μια τέτοια νομοθεσία διακυβεύει αρχή της αποτελεσματικότητας. Πράγματι, το Δικαστήριο, αφενός, επισήμανε ότι ο καταναλωτής δεν έχει στη διάθεσή του μέσα βάσει των οποίων να μπορεί να αποδείξει ότι ο πιστωτικός φορέας δεν εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις αυτές. Αφετέρου, έκρινε ότι η αποτελεσματικότητα των δικαιωμάτων που παρέχει η εν λόγω οδηγία διασφαλίζεται από εθνικό κανόνα σύμφωνα με τον οποίο ο πιστωτικός φορέας υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να δικαιολογήσει ενώπιον του δικαστηρίου την ορθή εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών ( 49 ).

96.

Πρώτον, επιβάλλεται η επισήμανση ότι, στην απόφαση CA Consumer Finance ( 50 ), το πλαίσιο εντός του οποίου τέθηκε το νομικό ζήτημα του βάρους της αποδείξεως ήταν διαφορετικό από αυτό της υπό κρίση υπόθεσης. Όπως και στην απόφαση OPR-Finance ( 51 ), η οποία αναλύθηκε εν συντομία στο σημείο 61 των παρουσών προτάσεων, επρόκειτο για αγωγή που άσκησε ο επαγγελματίας κατά του καταναλωτή.

97.

Εν συνεχεία, το σχετικό με το βάρος αποδείξεως νομικό ζήτημα που αποτελούσε αντικείμενο της εν λόγω απόφασης αφορούσε παραλείψεις του επαγγελματία που μπορούσαν να θεμελιώσουν αγωγή του καταναλωτή ή ένσταση εξεταζόμενη αυτεπαγγέλτως από τον εθνικό δικαστή. Αντίθετα, η πρόθεση όσον αφορά τις ενέργειες του επαγγελματία δεν έχει σημασία στα συστήματα που θεσπίζουν οι οδηγίες 93/13 και 2008/48, στο μέτρο που η τελευταία αφορά την εσφαλμένη αναγραφή του ΣΕΠΕ.

98.

Στην περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι η στηριζόμενη σε αντικειμενικά στοιχεία τριετής παραγραφή, όπως αυτή στην οποία αναφέρεται το πρώτο ερώτημα, δεν θέτει πρόβλημα υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικότητας υπό περιστάσεις όπως αυτές της υπό κρίση υπόθεσης, προτείνω να θεωρηθεί ότι η αρχή αυτή δεν αντιτίθεται ούτε σε μια δεκαετή παραγραφή, συμπληρωματική σε σχέση με την τριετή παραγραφή, όπως αυτή που αποτελεί αντικείμενο του δεύτερου ερωτήματος.

99.

Κατόπιν τούτων, με την επιφύλαξη των συμπληρωματικών παρατηρήσεων που έχουν εκτεθεί ανωτέρω, σχετικά με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, εμμένω στην άποψη που υποστήριξα στο σημείο 74 των παρουσών προτάσεων.

V. Πρόταση

100.

Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει την εξής απάντηση στο πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Krajský súd v Prešove (περιφερειακό δικαστήριο του Prešov, Σλοβακία):

Η αρχή της αποτελεσματικότητας αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία ή σε ερμηνεία αυτής που προβλέπει ότι η τριετής παραγραφή που εφαρμόζεται σε αγωγές απόδοσης στηριζόμενες σε συμβατικές ρήτρες που κρίνονται καταχρηστικές υπό την έννοια της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, και/ή σε συμβατικές ρήτρες που είναι αντίθετες προς τις απαιτήσεις της οδηγίας 2008/48/ΕΚ, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου, αρχίζει από την ημέρα που επήλθε πράγματι ο αδικαιολόγητος πλουτισμός.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) Βλ. προτάσεις μου στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Raiffeisen Bank και BRD Groupe Societé Générale (C‑698/18 και C-699/18, EU:C:2020:181). Βλ., επίσης, απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Caixabank και Banco Bilbao Vizcaya Argentaria (C‑224/19 και C‑259/19, EU:C:2020:578).

( 3 ) Οδηγία του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ 1993, L 95, σ. 29).

( 4 ) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2008, L 133, σ. 66).

( 5 ) Συναφώς, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν διευκρινίζει ποια ήταν η απόφαση που ελήφθη σε πρώτο βαθμό. Εντούτοις, η PROFI CREDIT Slovakia στις γραπτές παρατηρήσεις της αναφέρει ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι η σύμβαση πίστωσης που συνήψαν οι διάδικοι δεν περιλάμβανε συμφωνία σχετικά με το ΣΕΠΕ και ότι, επομένως, η πίστωση απαλλάσσεται από τόκους και έξοδα και διέταξε κατά συνέπεια την PROFI CREDIT Slovakia να επιστρέψει στον καταναλωτή το ποσό που αυτός είχε καταβάλει πέραν του ποσού της πίστωσης.

( 6 ) Επισημαίνω ότι το πέμπτο και έκτο προδικαστικό ερώτημα αφορούν τις συνέπειες των αποφάσεων του Δικαστηρίου σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/48. Τα ερωτήματα αυτά υποβάλλονται στο πλαίσιο παραβάσεων του δίκαιου της Ένωσης διαφορετικών από αυτές στις οποίες αναφέρονται τα τέσσερα πρώτα ερωτήματα. Όπως δέχεται το αιτούν δικαστήριο, πρόκειται για ενδεχόμενη νομική αιτία για την απόδοση των εξόδων που ζητεί ο ενάγων της κύριας δίκης διαφορετική από εκείνη στην οποία αναφέρονται τα τέσσερα πρώτα ερωτήματα.

( 7 ) Απόφαση της 21ης Απριλίου 2016 (C‑377/14, EU:C:2016:283).

( 8 ) Βλ. άρθρο 107, παράγραφος 1, του Αστικού Κώδικα.

( 9 ) Βλ. άρθρο 107, παράγραφος 2, του Αστικού Κώδικα.

( 10 ) Επισημαίνω ότι το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι η εν λόγω αντικειμενική προθεσμία παραγραφής έχει εφαρμογή σε περίπτωση «εξ αμελείας» πλουτισμού. Ωστόσο, το κριτήριο αυτό δεν αναφέρεται στο άρθρο 107, παράγραφος 2, του Αστικού Κώδικα. Εξάλλου, η Σλοβακική Κυβέρνηση αμφισβητεί την εν λόγω επισήμανση στις γραπτές παρατηρήσεις της. Εν πάση περιπτώσει, η αντικειμενική δεκαετής προθεσμία παραγραφής φαίνεται να αποτελεί εξαίρεση σε σχέση με την τριετή, για την εφαρμογή της οποίας οι σχετικές με τον αδικαιολογήτως πλουτίσαντα απαιτήσεις είναι λιγότερο αυστηρές.

( 11 ) Το αιτούν δικαστήριο θεωρεί ότι η αναλογία αυτή είναι «απαράδεκτη», καθόσον τα μέσα που διαθέτουν ο εισαγγελέας και οι αστυνομικές υπηρεσίες στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να συγκριθούν με τα μέσα ενός μη ενημερωμένου καταναλωτή. Ωστόσο, η Σλοβακική Κυβέρνηση υποστηρίζει στις γραπτές παρατηρήσεις της ότι, αναφερόμενο στην αναλογία με το ποινικό δίκαιο στην οποία προβαίνει στην από 18 Οκτωβρίου 2018 απόφασή του, το αιτούν δικαστήριο αλλοιώνει τον επιδιωκόμενο από το Najvyšší súd Slovenskej republiky (Ανώτατο Δικαστήριο της Σλοβακικής Δημοκρατίας) σκοπό, που ήταν να προσδιοριστούν οι έννοιες «πταίσμα» και «εκ προθέσεως πταίσμα» και όχι το να προσδιοριστεί ποιος φέρει το βάρος αποδείξεως.

( 12 ) Βλ. σημείο 3 των παρουσών προτάσεων. Στις παρούσες προτάσεις δεν παρατίθενται τα ερωτήματα από το τρίτο έως το έκτο. Χάριν πληρότητας, επισημαίνω ότι το τρίτο και το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα αφορούν τα πραγματικά περιστατικά που ο ενάγων υποχρεούται να αποδείξει για να μπορέσει να επικαλεστεί τη στηριζόμενη σε αντικειμενικά στοιχεία παραγραφή. Το πέμπτο και το έκτο προδικαστικό ερώτημα αφορούν τη σύμφωνη προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνεία, από τα δικαστήρια κράτους μέλους, εθνικού κανόνα που έχει κριθεί μη συμβατός προς τις απορρέουσες από το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχεία ηʹ και θʹ, της οδηγίας 2008/48 απαιτήσεις, καθώς και το ενδεχόμενο άμεσο αποτέλεσμα της τελευταίας αυτής διάταξης υπό περιστάσεις όπως αυτές της διαφοράς της κύριας δίκης.

( 13 ) Βλ. αποφάσεις της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Profi Credit Polska (C‑176/17, EU:C:2018:711, σκέψη 57), και της 3ης Απριλίου 2019, Aqua Med (C‑266/18, EU:C:2019:282, σκέψη 47). Βλ., επίσης, διάταξη της 28ης Νοεμβρίου 2018, PKO Bank Polski (C‑632/17, EU:C:2018:963, σκέψη 43).

( 14 ) Βλ. απόφαση της 31ης Μαΐου 2018, Sziber (C‑483/16, EU:C:2018:367, σκέψη 35).

( 15 ) Βλ. προτάσεις μου στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Raiffeisen Bank και BRD Groupe Societé Générale (C‑698/18 και C-699/18, EU:C:2020:181, σημείο 65 και υποσημείωση 19). Βλ., επίσης, Szpunar, M., «Quelques aspects procéduraux de la protection des consommateurs contre les clauses abusives: le contrôle d’office dans le cadre des procédures accélérées et simplifiées», σε Paschalidis, P., Wildemeersch, J. (επιμέλεια), L’Europe au présent! Liber amicorum Melchior Wathelet, Bruylant, Βρυξέλλες, 2018, σ. 699 έως 701.

( 16 ) Βλ. αποφάσεις της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Profi Credit Polska (C‑176/17, EU:C:2018:711, σκέψη 61), και της 3ης Απριλίου 2019, Aqua Med (C‑266/18, EU:C:2019:282, σκέψη 54). Βλ., επίσης, διάταξη της 28ης Νοεμβρίου 2018, PKO Bank Polski (C‑632/17, EU:C:2018:963, σκέψη 45).

( 17 ) Βλ. προτάσεις μου στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις Raiffeisen Bank και BRD Groupe Societé Générale (C‑698/18 και C-699/18, EU:C:2020:181, σημείο 65 και υποσημείωση 19).

( 18 ) Βέβαια, αναφερόμενο στην αποτελεσματική δικαστική προστασία, σε μία από τις αποφάσεις του, το Δικαστήριο τόνισε, inter alia, τη σημασία που έχει το να καθοριστεί εάν εθνικοί κανόνες θίγουν δυσανάλογα το δικαίωμα του καταναλωτή σε αποτελεσματική δικαστική προστασία. Βλ. απόφαση της 31ης Μαΐου 2018, Sziber (C‑483/16, EU:C:2018:367, σκέψεις 51 και 52). Υπενθυμίζεται ωστόσο ότι οι παραπομπές που περιέχει η απόφαση αυτή αφορούν, στο μεγαλύτερο μέρος τους, τη σχετική με την αρχή της αποτελεσματικότητας νομολογία, ενώ το χωρίο που αφορά την υπέρμετρη προσβολή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας απέβλεπε μόνο στη στάθμιση, αφενός, των συμφερόντων των καταναλωτών και, αφετέρου, της ορθής απονομής της δικαιοσύνης.

( 19 ) Βλ. σημεία 17 και 18 των παρουσών προτάσεων.

( 20 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 26ης Ιουνίου 2019, Addiko Bank (C‑407/18, EU:C:2019:537, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 21 ) Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνω ότι η ερμηνεία κατά την οποία ο Χάρτης εφαρμόζεται και στις εθνικές διατάξεις που θεσπίζονται βάσει της αρχής της δικονομικής αυτοτέλειας επιβεβαιώνεται από τη νομολογία στο πλαίσιο της οποίας το Δικαστήριο αναφέρεται περισσότερο στο δικαίωμα σε αποτελεσματική προσφυγή [βλ. αποφάσεις της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Profi Credit Polska (C‑176/17, EU:C:2018:711, σκέψη 57), και της 3ης Απριλίου 2019, Aqua Med (C‑266/18, EU:C:2019:282, σκέψη 47)] ή σε αποτελεσματική δικαστική προστασία (βλ. απόφαση της 31ης Μαΐου 2018, Sziber,C-483/16, EU:C:2018:367, σκέψη 35), όπως ορίζονται στο άρθρο 47 του Χάρτη.

( 22 ) Απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020, Raiffeisen Bank και BRD Groupe Société Générale (C‑698/18 και C-699/18, EU:C:2020:537, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 23 ) Απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016 (C‑154/15, C-307/15 και C-308/15, EU:C:2016:980, σκέψη 75).

( 24 ) Απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016 (C‑154/15, C-307/15 και C-308/15, EU:C:2016:980, σκέψη 61).

( 25 ) C-698/18 και C-699/18 (EU:C:2020:181, σημεία 76 και 77).

( 26 ) Πρβλ., επίσης, απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020, Raiffeisen Bank και BRD Groupe Société Générale (C‑698/18 και C-699/18, EU:C:2020:537, σκέψη 56).

( 27 ) Απόφαση της 5ης Μαρτίου 2020 (C‑679/18, EU:C:2020:167, σκέψη 36).

( 28 ) Εξάλλου, η γενική εισαγγελέας J. Kokott, στις προτάσεις της στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Cofidis και OPR-Finance (C‑616/18 και C-679/18, EU:C:2019:975, σημεία 62 έως 70), θεώρησε ότι μια αποκλειστική προθεσμία του εθνικού δικαίου μπορεί να συνάδει προς την αρχή της αποτελεσματικότητας.

( 29 ) Απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 2002 (C‑473/00, EU:C:2002:705, σκέψη 36).

( 30 ) Απόφαση της 5ης Μαρτίου 2020 (C‑679/18, EU:C:2020:167, σκέψη 36).

( 31 ) Απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 2002 (C‑473/00, EU:C:2002:705).

( 32 ) Βλ. προτάσεις μου στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις Raiffeisen Bank και BRD Groupe Société Générale (C‑698/18 και C-699/18, EU:C:2020:181, σημεία 67 έως 69). Βλ., επίσης, σημεία 37 και 38 των παρουσών προτάσεων.

( 33 ) Πρβλ., επίσης, απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020, Raiffeisen Bank και BRD Groupe Société Générale (C‑698/18 και C-699/18, EU:C:2020:537, σκέψη 62).

( 34 ) Πρβλ., επίσης, απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020, Raiffeisen Bank και BRD Groupe Societé Générale (C‑698/18 και C-699/18, EU:C:2020:537, σκέψη 61).

( 35 ) Η περίσταση αυτή διαφοροποιεί την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στην υπό κρίση υπόθεση σε σχέση με αυτή της υπόθεσης στην οποία ανέπτυξα τις προτάσεις μου. Βλ. προτάσεις μου στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις Raiffeisen Bank και BRD Groupe Société Générale (C‑698/18 και C-699/18, EU:C:2020:181).

( 36 ) Πρβλ., όσον αφορά τις συνέπειες της άποψης ότι η προθεσμία παραγραφής που ισχύει για τις αγωγές πλουτισμού αρχίζει από την ημέρα που ο καταναλωτής πραγματοποιεί μια πληρωμή, Łętowska, E., Kwalifikacje prawne w sprawach o sanację kredytów frankowych – da mihi factum dabo tibi ius. Stanowisko prof. Ewy Łętowskiej dla Forum Konsumenckiego przy RPO [Γνώμη που συντάχθηκε για το «Forum καταναλωτών» που εργάζεται για τον Πολωνό Ombudsman], https://www.rpo.gov.pl/sites/default/files/Prof._Ewa_Łętowska_Kwalifikacje_prawne_w_sprawach_o_sanację_kredytów_frankowych_da_mihi_final_29.06.20.pdf, σ. 17 και 18.

( 37 ) Απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014 (C‑449/13, EU:C:2014:2464).

( 38 ) Απόφαση της 17ης Μαΐου 2018 (C‑147/16, EU:C:2018:320).

( 39 ) Απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014 (C‑449/13, EU:C:2014:2464, σκέψη 32).

( 40 ) Απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014 (C‑449/13, EU:C:2014:2464).

( 41 ) Βλ., επίσης, Mikłaszewicz, P., «Komentarz do art. 3851 k.c.», σε Osajda, K. (επιμέλεια), Kodeks cywilny. Komentarz, Legalis, Βαρσοβία, 2020 (26η έκδ.), σχολιασμός του άρθρου 3851 του πολωνικού Αστικού Κώδικα σημείο 10, όπου αναφέρεται ότι πρόκειται για «παράβαση της καλής πίστης» υπό αντικειμενική έννοια.

( 42 ) Η εν λόγω αιτιολογική σκέψη αναφέρει, ιδίως, ότι η βάσει των καθορισθέντων γενικών κριτηρίων εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών, ιδίως στις επαγγελματικές δραστηριότητες δημοσίου χαρακτήρα που παρέχουν υπηρεσίες στο κοινό λαμβάνοντας υπόψη μια ταυτότητα συμφερόντων μεταξύ των χρηστών, πρέπει να συμπληρώνεται από κάποιο μέσο γενικής αξιολόγησης των διαφόρων εμπλεκομένων συμφερόντων και ότι αυτό αποτελεί την απαίτηση καλής πίστης.

( 43 ) Βλ., προσφάτως, απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2019, Kiss και CIB Bank (C‑621/17, EU:C:2019:820, σκέψη 50).

( 44 ) Είναι βέβαια αλήθεια ότι για κάποιο εθνικό σύστημα αδικαιολόγητου πλουτισμού μπορεί να έχει σημασία το γεγονός ότι ο καταναλωτής ή ο επαγγελματίας γνωρίζει την έλλειψη νόμιμης αιτίας των καταβολών στις οποίες προβαίνει ο πρώτος. Ειδικότερα, ένα τέτοιο σύστημα μπορεί να προβλέπει ότι οι καταβολές που πραγματοποιεί πρόσωπο που γνώριζε την έλλειψη αιτίας δεν θα αποδοθούν από τον πλουτίσαντα. Ωστόσο, πρέπει να εξεταστεί εάν το σύστημα αυτό είναι σύμφωνο με τις οδηγίες 93/13 και 2008/48 καθώς και με την πρακτική τους αποτελεσματικότητα. Όσον αφορά το ζήτημα της γνώσης των συμβαλλομένων στο πλαίσιο των καταχρηστικών ρητρών, βλ. Łętowska, E., Kwalifikacje prawne w sprawach o sanację kredytów frankowych - da mihi factum dabo tibi ius. Stanowisko prof. Ewy Łętowskiej dla Forum Konsumenckiego przy RPO [Γνώμη που συντάχθηκε για το «Forum καταναλωτών» που εργάζεται για τον Πολωνό Ombudsman], https://www.rpo.gov.pl/sites/default/files/Prof._Ewa_Łętowska_Kwalifikacje_prawne_w_sprawach_o_sanację_kredytów_frankowych_da_mihi_final_29.06.20.pdf, σ. 17. Εν πάση περιπτώσει, η εν λόγω προβληματική δεν τίθεται στην υπό κρίση υπόθεση, ιδίως στην περίπτωση που το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα αναλύεται μόνον εάν η αντικειμενική τριετής προθεσμία παραγραφής κριθεί σύμφωνη προς τις οδηγίες αυτές.

( 45 ) Βλ. σημεία 70 έως 74 των παρουσών προτάσεων.

( 46 ) Βλ., επίσης, σημείο 67 των παρουσών προτάσεων.

( 47 ) Βλ. σημεία 83 έως 90 των παρουσών προτάσεων.

( 48 ) Απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014 (C‑449/13, EU:C:2014:2464).

( 49 ) Απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, CA Consumer Finance (C‑449/13, EU:C:2014:2464, σκέψεις 27 και 28).

( 50 ) Απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014 (C‑449/13, EU:C:2014:2464).

( 51 ) Απόφαση της 5ης Μαρτίου 2020, OPR-Finance (C‑679/18, EU:C:2020:167, σκέψη 36).