24.9.2018 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 341/20 |
Προσφυγή της 5ης Ιουλίου 2018 — Altice Europe κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-425/18)
(2018/C 341/31)
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Altice Europe NV (Άμστερνταμ, Κάτω Χώρες) (εκπρόσωποι: R. Allendesalazar Corcho και H. Brokelmann, δικηγόροι)
Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Αιτήματα
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
— |
να ακυρώσει τα άρθρα 1, 2, 3 και 4 της αποφάσεως της Επιτροπής C(2018) 2418 τελικό της 24ης Απριλίου 2018 σχετικά με την επιβολή προστίμου για πράξη συγκεντρώσεως κατά παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, και του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 139/2004 του Συμβουλίου (1) (Υπόθεση M.7993 — Altice/PT Portugal, διαδικασία του άρθρου 14, παράγραφος 2) |
— |
επικουρικώς, να μειώσει ουσιωδώς, κατ’ ενάσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας του, τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν με τα άρθρα 3 και 4 της αποφάσεως, και |
— |
εν πάση περιπτώσει, να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα
Προς στήριξη της προσφυγής της η προσφεύγουσα προβάλλει πέντε λόγους.
1. |
Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται παράβαση των άρθρων 4, παράγραφος 1, και 7, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 139/2004 και παραβίαση των αρχών της νομιμότητας και του τεκμηρίου αθωότητας, καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση χρησιμοποιεί τον όρο «πραγματοποίηση» συγκεντρώσεως κατά τρόπο που υπερβαίνει το πεδίο εφαρμογής και τη σημασία του. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η «πραγματοποίηση» συγκεντρώσεως κατά την έννοια των άρθρων 4, παράγραφος 1, και 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004 απαιτεί περισσότερα από την «άσκηση καθοριστικής επιρροής» επί μιας επιχειρήσεως και ότι κανένα από τα στοιχεία επί των οποίων στηρίχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ισοδυναμεί με «πραγματοποίηση». Περαιτέρω, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, με την αδικαιολόγητη διεύρυνση του όρου «πραγματοποίηση», η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την αρχή της νομιμότητας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 49, παράγραφος 1, του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στο άρθρο 7 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών καθώς και το τεκμήριο αθωότητας που προβλέπεται στο άρθρο 48, παράγραφος 1, του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στο άρθρο 6, παράγραφος 2, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών. |
2. |
Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και περί τα πραγματικά περιστατικά, καθόσον με την προσβαλλόμενη απόφαση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα είχε αποκτήσει τον αποκλειστικό έλεγχο της PT Portugal. Η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει πλάνη περί το δίκαιο και περί τα πραγματικά περιστατικά καθόσον καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα είχε αποκτήσει τον αποκλειστικό έλεγχο της PT Portugal και ότι πραγματοποίησε τη συγκέντρωση λόγω του αποκλειστικού ελέγχου της PT Portugal. |
3. |
Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και περί τα πραγματικά περιστατικά κρίνοντας ότι υφίσταται παράβαση των άρθρων 4, παράγραφος 1, και 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004. Οι προπαρασκευαστικές ρήτρες που περιείχε η συμφωνία μεταβιβάσεως είχαν εκ φύσεως επικουρικό χαρακτήρα και δεν ήταν δυνατό να συνιστούν πρώιμη πραγματοποίηση συγκεντρώσεως. Περαιτέρω, η προσφεύγουσα δεν άσκησε εν τοις πράγμασι καθοριστική επιρροή επί της PT Portugal πριν τη σύναψη της συμφωνίας. Η Επιτροπή εσφαλμένα στηρίχθηκε στα επτά στοιχεία που διαλαμβάνονται στο τμήμα 4.2.1 της προσβαλλόμενης αποφάσεως για να αποδείξει ότι η προσφεύγουσα ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο επί της PT Portugal. Τέλος, η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει πλάνη περί το δίκαιο και περί τα πραγματικά περιστατικά καθόσον καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η διαβίβαση πληροφοριών στην προσφεύγουσα συμβάλλει στη διαπίστωση περί ασκήσεως ελέγχου. |
4. |
Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή παραβίασε τις αρχές ne bis in idem, της αναλογικότητας και της απαγορεύσεως επιβολής διπλής ποινής, καθώς επίσης προβάλλεται ένσταση ελλείψεως νομιμότητας όσον αφορά τα άρθρα 4, παράγραφος 1, και 14, παράγραφος 2, στοιχείο α', του κανονισμού 139/2004. Επιβάλλοντας δύο πρόστιμα στον ίδιο παραβάτη για την ίδια συμπεριφορά βάσει δύο νομοθετικών διατάξεων που προστατεύουν το ίδιο έννομο συμφέρον, η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την αρχή ne bis in idem που κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στο άρθρο 4, παράγραφος 1, του εβδόμου πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, την αρχή της αναλογικότητας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 49, παράγραφος 3, του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την απαγόρευση επιβολής διπλής ποινής η οποία στηρίζεται στις γενικές αρχές που είναι κοινές στις έννομες τάξεις των κρατών μελών. Όσον αφορά τα άρθρα 4, παράγραφος 1, και 14, παράγραφος 2, στοιχείο α', του κανονισμού 139/2004 προβάλλεται ένσταση ελλείψεως νομιμότητας, σύμφωνα με το άρθρο 277 της ΣΛΕΕ, καθόσον με αυτά παρέχεται στην Επιτροπή η δυνατότητα να επιβάλει κυρώσεις στον ίδιο παραβάτη δύο φορές για μια μόνο συμπεριφορά, για την οποία έχουν ήδη επιβληθεί κυρώσεις δυνάμει των άρθρων 7, παράγραφος 1, και 14, παράγραφος 2, στοιχείο β', του κανονισμού 139/2004. |
5. |
Με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ο παράνομος χαρακτήρας των προστίμων και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Η προσβαλλόμενη απόφαση αντιβαίνει στο άρθρο 14, παράγραφος 2, του κανονισμού 139/2004, καθόσον επιβάλλει πρόστιμα στην προσφεύγουσα, παρά την έλλειψη αμελείας ή προθέσεως και παρά το ότι δεν εθίγησαν οι σκοποί των κανόνων της Ένωσης για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων. Η προσβαλλόμενη απόφαση αντιβαίνει στο άρθρο 296 της ΣΛΕΕ και στο άρθρο 41, παράγραφος 2, του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεδομένου ότι η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως όσον αφορά το ύψος των προστίμων. Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει και την αρχή της αναλογικότητας καθόσον επιβάλλει δεύτερο πρόστιμο σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο α', του κανονισμού, για την ίδια συμπεριφορά για την οποία έχουν ήδη επιβληθεί κυρώσεις σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο β', του κανονισμού. Τέλος, τα πρόστιμα επεβλήθησαν κατά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έλαβε δεόντως υπόψη όλες τις σχετικές περιστάσεις κατά τον καθορισμό του ύψους τους. |
(1) Κανονισμός (ΕΚ) 139/2004 του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 2004, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων («κοινοτικός κανονισμός συγκεντρώσεων») (ΕΕ L 24 της 29ης Ιανουαρίου 2004, σ. 1).