Υπόθεση T-547/18

Raivo Teeäär

κατά

Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας

Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 26ης Μαρτίου 2020

«Υπαλληλική υπόθεση – Προσωπικό της ΕΚΤ – Πρόγραμμα βοήθειας κατά το μεταβατικό επαγγελματικό στάδιο εκτός της ΕΚΤ – Απόρριψη αίτησης συμμετοχής – Προϋποθέσεις επιλεξιμότητας – Διαφορετική απαιτούμενη προϋπηρεσία αναλόγως του αν το μέλος του προσωπικού υπάγεται σε απλή ή διπλή μισθολογική βαθμίδα – Κατάταξη σε μισθολογική βαθμίδα αναλόγως του είδους απασχόλησης – Ίση μεταχείριση – Αναλογικότητα – Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως»

  1. Υπάλληλοι – Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας – Κανόνες που εφαρμόζονται στο προσωπικό – Πιλοτικό πρόγραμμα βοήθειας κατά το μεταβατικό επαγγελματικό στάδιο εκτός της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) – Προϋποθέσεις επιλεξιμότητας – Διαφορετική απαιτούμενη προϋπηρεσία για τις απλές ή διπλές μισθολογικές βαθμίδες – Εξουσία εκτιμήσεως της ΕΚΤ – Όρια – Συμφέρον της υπηρεσίας – Κατάταξη σε μισθολογική βαθμίδα αναλόγως του είδους απασχόλησης – Παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης και της αρχής της αναλογικότητας – Δεν υφίσταται

    (Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 21· κανόνες που εφαρμόζονται στο προσωπικό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρο 2.3.1)

    (βλ. σκέψεις 37-43, 48, 49, 51-58, 63-65)

  2. Υπάλληλοι – Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας – Κανόνες που εφαρμόζονται στο προσωπικό – Πιλοτικό πρόγραμμα βοήθειας κατά το μεταβατικό επαγγελματικό στάδιο εκτός της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) – Προϋποθέσεις επιλεξιμότητας – Διαφορετική απαιτούμενη προϋπηρεσία για τις απλές ή διπλές μισθολογικές βαθμίδες – Εξουσία εκτιμήσεως της ΕΚΤ – Όρια – Συμφέρον της υπηρεσίας – Κατάταξη σε μισθολογική βαθμίδα αναλόγως του είδους απασχόλησης – Παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης και της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας – Δεν υφίσταται

    (Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 21· οδηγία 2000/78 του Συμβουλίου· κανόνες που εφαρμόζονται στο προσωπικό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρο 2.3.1)

    (βλ. σκέψεις 70-72, 75-77, 80-82)

Σύνοψη

Με την απόφαση Teeäär κατά ΕΚΤ (T-547/18), που εκδόθηκε στις 26 Μαρτίου 2020, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή υπαλλήλου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) κατά της αποφάσεως με την οποία η ΕΚΤ είχε απορρίψει την υποψηφιότητά του για το πιλοτικό πρόγραμμα βοήθειας κατά το μεταβατικό επαγγελματικό στάδιο εκτός της ΕΚΤ (στο εξής: ΒΜΣ), καθώς και την αγωγή αποζημιώσεώς του και τον καταδίκασε στα δικαστικά έξοδα.

Ο προσφεύγων-ενάγων ανέλαβε καθήκοντα στην ΕΚΤ το 2004 στην ηλικία των 50 ετών και κατατάχθηκε στη μισθολογική βαθμίδα F/G (διπλή μισθολογική βαθμίδα) στην οποία υπάγονταν τα καθήκοντα για τα οποία προσλήφθηκε, σε κλιμάκιο αντίστοιχο της διάρκειας, του επιπέδου και της σημασίας της επαγγελματικής πείρας του.

Το 2012, η εκτελεστική επιτροπή της ΕΚΤ καθιέρωσε ένα πιλοτικό πρόγραμμα για τη ΒΜΣ. Η εφαρμοστέα διάταξη θέσπιζε διαφορετική μεταχείριση για τα μέλη του προσωπικού της ΕΚΤ αναλόγως του αν υπάγονταν σε διπλή ή σε απλή μισθολογική βαθμίδα, ορίζοντας ότι οι υπαγόμενοι σε διπλή βαθμίδα, οι οποίοι αντιπροσώπευαν μεγάλο μέρος του προσωπικού, ήταν επιλέξιμοι για το εν λόγω πρόγραμμα εφόσον είχαν συμπληρώσει δώδεκα έτη υπηρεσίας στη μισθολογική βαθμίδα τους, ενώ η απαιτούμενη προϋπηρεσία για τους υπαγόμενους σε απλή βαθμίδα ήταν μόλις οκτώ ετών.

Ο προσφεύγων-ενάγων επικαλέσθηκε, κυρίως, έλλειψη νομιμότητας της εν λόγω διάταξης, προβάλλοντας, αφενός, παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης και της αρχής της αναλογικότητας, καθώς και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και, αφετέρου, παράβαση του άρθρου 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της οδηγίας 2000/78 ( 1 ), εξαιτίας δυσμενούς διακρίσεως λόγω ηλικίας.

Όσον αφορά, πρώτον, τον λόγο ακυρώσεως που αντλείται από παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης και της αρχής της αναλογικότητας, καθώς και από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, κατ’ αρχάς, ότι ο σκοπός της θεσπίσεως του πιλοτικού προγράμματος για τη ΒΜΣ συνίστατο στην προληπτική αντιμετώπιση διαφόρων κινδύνων, που μπορούσαν να θίξουν την εύρυθμη λειτουργία της ΕΚΤ στο εγγύς ή στο απώτερο μέλλον, με την πρόωρη δημιουργία κενών θέσεων, ώστε να καταστεί δυνατή η πρόσληψη νέων προσώπων και να αυξηθούν οι δυνατότητες εσωτερικής προαγωγής για το υφιστάμενο προσωπικό. Εφόσον το μέτρο αυτό μπορούσε να συμβάλει στη διατήρηση ή και βελτίωση του επιπέδου ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών στο πλαίσιο της εκτέλεσης των καθηκόντων της ΕΚΤ, ήταν δικαιολογημένο αντικειμενικώς και συνδεόταν με το συμφέρον της υπηρεσίας. Στη συνέχεια, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι το αντικείμενο του πιλοτικού προγράμματος για τη ΒΜΣ ήταν να προκαλέσει την οικειοθελή και πρόωρη αποχώρηση μέρους των μελών του προσωπικού που εργάστηκαν για ορισμένο αριθμό ετών στην ΕΚΤ παραμένοντας στην ίδια μισθολογική βαθμίδα, ευνοώντας την αποχώρηση αυτή υπό τη μορφή συνδρομής για τη μετάβαση σε σταδιοδρομία εκτός της ΕΚΤ, ιδίως σε οικονομικό επίπεδο, διακρίνοντας ωστόσο μεταξύ των μελών του προσωπικού που υπάγονταν σε απλή μισθολογική βαθμίδα και εκείνων που υπάγονταν σε διπλή μισθολογική βαθμίδα. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι καταστάσεις των δύο συγκεκριμένων κατηγοριών προσώπων δεν ήταν παρόμοιες διότι διέφεραν ως προς ένα ουσιώδες στοιχείο από την άποψη του συμφέροντος της υπηρεσίας, δηλαδή ως προς το ότι αντιστοιχούσαν σε διαφορετικά είδη καθηκόντων, ορισμένα από τα οποία η ΕΚΤ θέλησε να ασκούνται από σταθερότερο προσωπικό. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι, εν πάση περιπτώσει και για τους ίδιους λόγους, η διαφορετική μεταχείριση που συνιστούσε ο καθορισμός ενός κριτηρίου επιλεξιμότητας δωδεκαετούς, αντί για οκταετούς, προϋπηρεσίας για τα μέλη του προσωπικού που ασκούσαν ένα είδος καθηκόντων που υπαγόταν σε διπλή μισθολογική βαθμίδα ήταν αντικειμενικώς δικαιολογημένη και ότι, εξάλλου, ο τρόπος με τον οποίο είχε ληφθεί υπόψη από την ΕΚΤ το χαρακτηριστικό των καθηκόντων που υπάγονταν στις διπλές μισθολογικές βαθμίδες ήταν σύμφωνος με την αρχή της αναλογικότητας, στο μέτρο που η διαφορά αυτή των τεσσάρων ετών αντιστοιχούσε περίπου στη διαφορά του περιθωρίου μισθολογικής εξέλιξης που υφίσταται μεταξύ απλής και διπλής μισθολογικής βαθμίδας. Το Γενικό Δικαστήριο υπογράμμισε επ’ αυτού ότι η ΕΚΤ, εφόσον όφειλε να θεσπίσει κανονιστική ρύθμιση γενικής εφαρμογής σε τομέα στον οποίο διαθέτει ευρύ περιθώριο εξουσίας εκτιμήσεως και ευρεία αυτονομία, μπορούσε να στηριχθεί σε συνήθεις καταστάσεις, χωρίς να είναι υποχρεωμένη να προβλέψει επιπλέον ένα σύστημα εξαιρέσεων προκειμένου να ληφθούν υπόψη ιδιάζουσες καταστάσεις, όπως αυτή του προσφεύγοντος-ενάγοντος ο οποίος, λαμβανομένης υπόψη της προγενέστερης επαγγελματικής πείρας του, είχε καταταχθεί ήδη από την πρόσληψή του σε υψηλό κλιμάκιο της διπλής μισθολογικής βαθμίδας F/G.

Το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε επίσης ότι, αφενός, όταν η ΕΚΤ θεσπίζει κανόνες επί θεμάτων που αφορούν το καθεστώς που εφαρμόζεται στο προσωπικό που απασχολεί, διαθέτει ευρεία αυτονομία λόγω της λειτουργικής ανεξαρτησίας της και ότι, αφετέρου, τα θεσμικά όργανα διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως κατά τον προσδιορισμό του συμφέροντος της υπηρεσίας, δεδομένου ότι ο δικαστικός έλεγχος περιορίζεται στην εξακρίβωση του αν οι πραγματοποιηθείσες επιλογές οφείλονται σε πρόδηλη πλάνη. Στο πλαίσιο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι το κριτήριο προϋπηρεσίας που επελέγη για το πιλοτικό πρόγραμμα για τη ΒΜΣ στηριζόταν σε αντικειμενική βάση και ήταν συνεπές προς τη διάρθρωση των σταδιοδρομιών εντός της ΕΚΤ βάσει του είδους της ασκούμενης εργασίας. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι το γεγονός ότι το κριτήριο αυτό εντασσόταν σε πιλοτικό πρόγραμμα το οποίο έπρεπε να αξιολογηθεί εκ των υστέρων δεν στερούνταν σημασίας για την εκτίμηση της αναλογικότητας του εν λόγω κριτηρίου.

Όσον αφορά, δεύτερον, τον λόγο ακυρώσεως που βασιζόταν στην ύπαρξη δυσμενούς διακρίσεως λόγω ηλικίας, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι προϋποθέσεις επιλεξιμότητας για το εν λόγω πρόγραμμα δεν περιελάμβαναν καμία άμεση αναφορά στην ηλικία των μελών του προσωπικού και ότι στη διάκριση μεταξύ των μελών του προσωπικού αναλόγως του είδους της μισθολογικής βαθμίδας στην οποία υπάγονταν δεν εμπλεκόταν η ηλικία τους. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο υπογράμμισε ότι η προϋπηρεσία σε οποιαδήποτε μισθολογική βαθμίδα εξαρτάτο μόνον από το χρονικό σημείο της πρόσληψης ή, ενδεχομένως, της προαγωγής σε μισθολογική βαθμίδα. Περαιτέρω, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι από τον απολογισμό που καταρτίστηκε μετά το πέρας της ΒΜΣ προέκυπτε ότι, συγκεκριμένα, το επίμαχο κριτήριο προϋπηρεσίας δεν ευνόησε ούτε περιήγαγε σε μειονεκτική θέση τα μέλη του προσωπικού που υπάγονταν σε ορισμένη ηλικιακή ομάδα.


( 1 ) Οδηγία 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (ΕΕ 2000, L 303, σ. 16).