ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 5ης Ιουλίου 2018 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Επείγουσα προδικαστική διαδικασία – Άρθρο 99 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου – Κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας – Οδηγία 2013/32/ΕΕ – Άρθρο 46, παράγραφοι 6 και 8 – Προδήλως αβάσιμη αίτηση διεθνούς προστασίας – Δικαίωμα πραγματικής προσφυγής – Άδεια παραμονής στο έδαφος κράτους μέλους – Οδηγία 2008/115/ΕΚ – Άρθρα 2, 3 και 15 – Παράνομη διαμονή – Κράτηση»

Στην υπόθεση C‑269/18 PPU,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Raad van State (Συμβούλιο της Επικρατείας, Κάτω Χώρες) με απόφαση της 19ης Απριλίου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 19 Απριλίου 2018, στο πλαίσιο της δίκης

Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie

κατά

C,

και

J,

S

κατά

Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. Silva de Lapuerta, πρόεδρο τμήματος, C. G. Fernlund, J.‑C. Bonichot (εισηγητή), A. Arabadjiev και E. Regan, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: N. Wahl

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη το από 19 Απριλίου 2018 αίτημα του αιτούντος δικαστηρίου, το οποίο περιήλθε στο Δικαστήριο στις 19 Απριλίου 2018, να εξεταστεί η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως με την επείγουσα διαδικασία, σύμφωνα με το άρθρο 107 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου,

έχοντας υπόψη την απόφαση της 15ης Μαΐου 2018 του πρώτου τμήματος να δεχθεί το εν λόγω αίτημα,

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 2 της οδηγίας 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών (ΕΕ 2008, L 348, σ. 98), καθώς και του άρθρου 46, παράγραφος 6, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 46, παράγραφος 8, της οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (ΕΕ 2013, L 180, σ. 60).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο τριών ενδίκων διαφορών μεταξύ, όσον αφορά την πρώτη, του Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie (Υφυπουργού Ασφάλειας και Δικαιοσύνης, Κάτω Χώρες) (στο εξής: υφυπουργός) και του C και, όσον αφορά τη δεύτερη και την τρίτη, αφενός των J και S και αφετέρου του υφυπουργού σχετικά με τη νομιμότητα μέτρων κρατήσεως που ελήφθησαν κατά των C, J και S μετά την απόρριψη των αιτήσεών τους για διεθνή προστασία ως προδήλως αβάσιμων, κατά την έννοια του άρθρου 32, παράγραφος 2, και του άρθρου 46, παράγραφος 6, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2013/32.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

Η οδηγία 2008/115

3

Οι αιτιολογικές σκέψεις 9 και 12 της οδηγίας 2008/115 έχουν ως εξής:

«(9)

Σύμφωνα με την οδηγία 2005/85/ΕΚ του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2005, σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα [(ΕΕ 2005, L 326, σ. 13)], υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος έχει υποβάλει αίτηση για άσυλο σε ένα κράτος μέλος δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι διαμένει παράνομα στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους μέχρι να εκδοθεί απόφαση που να απορρίπτει την αίτηση, ή απόφαση που να του/της στερεί το δικαίωμα να διαμείνει ως αιτών άσυλο.

[…]

(12)

Θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η κατάσταση των υπηκόων τρίτων χωρών που παραμένουν παράνομα, αλλά δεν μπορούν ακόμη να απομακρυνθούν. […]»

4

Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115 ορίζει ότι:

«Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στους παρανόμως διαμένοντες στο έδαφος κράτους μέλους υπηκόους τρίτης χώρας.»

5

Το άρθρο 3 της οδηγίας αυτής έχει ως εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

[…]

2)

“παράνομη παραμονή”: παρουσία στο έδαφος κράτους μέλους υπηκόου τρίτης χώρας που δεν πληροί, ή δεν πληροί πλέον, τις προϋποθέσεις εισόδου, όπως ορίζονται στο άρθρο 5 του Κώδικα Συνόρων του Σένγκεν ή τις λοιπές προϋποθέσεις εισόδου, παραμονής ή διαμονής στο εν λόγω κράτος μέλος,

3)

“επιστροφή”: διαδικασία επανόδου υπηκόου τρίτης χώρας – είτε με οικειοθελή συμμόρφωσή του προς την υποχρέωση επιστροφής είτε αναγκαστικά:

στη χώρα καταγωγής του/της, ή

σε χώρα διέλευσης σύμφωνα με κοινοτικές ή διμερείς συμφωνίες επανεισδοχής ή άλλες ρυθμίσεις, ή

σε άλλη τρίτη χώρα, στην οποία ο εν λόγω υπήκοος τρίτης χώρας αποφασίζει εθελοντικά να επιστρέψει και στην οποία γίνεται δεκτός/-ή,

4)

“απόφαση επιστροφής”: διοικητική ή δικαστική απόφαση ή πράξη με την οποία κηρύσσεται ή αναφέρεται ως παράνομη η παραμονή υπηκόου τρίτης χώρας και του επιβάλλεται ή αναφέρεται υποχρέωση επιστροφής,

[…]».

6

Το άρθρο 6 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Απόφαση επιστροφής», ορίζει ότι:

«1.   Τα κράτη μέλη εκδίδουν απόφαση επιστροφής για υπηκόους τρίτης χώρας που διαμένουν παράνομα στο έδαφός τους, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπονται στις παραγράφους 2 έως 5.

[…]

4.   Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν, ανά πάσα στιγμή, να χορηγήσουν αυτόνομη άδεια διαμονής ή άλλη άδεια που παρέχει δικαίωμα παραμονής για λόγους φιλευσπλαχνίας, ανθρωπιστικούς ή άλλους λόγους, σε υπήκοο τρίτης χώρας ο οποίος διαμένει παράνομα στο έδαφός τους. Στην περίπτωση αυτή, δεν εκδίδεται απόφαση επιστροφής. Εφόσον η απόφαση επιστροφής έχει ήδη εκδοθεί, τότε αυτή ανακαλείται ή αναστέλλεται για τη διάρκεια ισχύος του τίτλου διαμονής ή άλλης άδειας που παρέχει δικαίωμα παραμονής.

[…]

6.   Η παρούσα οδηγία δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να λαμβάνουν απόφαση ως προς τη λήξη της νόμιμης παραμονής μαζί με απόφαση επιστροφής και/ή απόφαση απομάκρυνσης και/ή απαγόρευση εισόδου, στο πλαίσιο ατομικής διοικητικής ή δικαστικής απόφασης ή πράξης, όπως προβλέπεται στην εθνική τους νομοθεσία, με την επιφύλαξη των δικονομικών εγγυήσεων του Κεφαλαίου ΙΙΙ και δυνάμει άλλων συναφών διατάξεων του κοινοτικού και εθνικού δικαίου.»

7

Το άρθρο 13, παράγραφοι 1 και 2, της ίδιας οδηγίας ορίζει ότι:

«1.   Στον ενδιαφερόμενο υπήκοο τρίτης χώρας διατίθεται αποτελεσματικό ένδικο μέσο, το οποίο του επιτρέπει να προσφεύγει κατά των αποφάσεων που αφορούν την επιστροφή ή να ζητεί την επανεξέτασή τους, όπως αναφέρεται στο άρθρο 12, παράγραφος 1, ενώπιον αρμόδιας δικαστικής ή διοικητικής αρχής ή αρμόδιου οργάνου που απαρτίζεται από μέλη αμερόληπτα και απολαύοντα εχέγγυα ανεξαρτησίας.

2.   Η αρχή ή το όργανο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 έχει την εξουσία να επανεξετάζει αποφάσεις που αφορούν την επιστροφή, όπως αναφέρονται στο άρθρο 12, παράγραφος 1, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας προσωρινής αναστολής της επιβολής της εφαρμογής τους, εκτός εάν ισχύει ήδη προσωρινή αναστολή δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας.»

8

Το άρθρο 15 της οδηγίας 2008/115 προβλέπει τα εξής:

«1.   Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση δύνανται να εφαρμοσθούν αποτελεσματικά άλλα επαρκή αλλά λιγότερο αναγκαστικά μέτρα, τα κράτη μέλη μπορούν να θέτουν απλώς υπό κράτηση υπήκοο τρίτης χώρας υποκείμενο σε διαδικασίες επιστροφής, για την προετοιμασία της επιστροφής και/ή τη διεκπεραίωση της διαδικασίας απομάκρυνσης, ιδίως όταν:

α)

υπάρχει κίνδυνος διαφυγής, ή

β)

ο συγκεκριμένος υπήκοος τρίτης χώρας αποφεύγει ή παρεμποδίζει την προετοιμασία της επιστροφής ή τη διαδικασία απομάκρυνσης.

Οιαδήποτε κράτηση έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και διατηρείται μόνο καθ’ όσον χρόνο η διαδικασία απομάκρυνσης εξελίσσεται και εκτελείται με τη δέουσα επιμέλεια.

[…]

5.   Η κράτηση εξακολουθεί καθ’ όλη τη χρονική περίοδο κατά την οποία πληρούνται οι όροι της παραγράφου 1 και είναι αναγκαία για να διασφαλισθεί η επιτυχής απομάκρυνση. Κάθε κράτος μέλος καθορίζει περιορισμένη περίοδο κράτησης, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει το εξάμηνο.

6.   Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να παρατείνουν το χρονικό διάστημα που αναφέρεται στην παράγραφο 5 παρά μόνο για περιορισμένο χρόνο που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο σε περιπτώσεις κατά τις οποίες, παρ’ όλες τις εύλογες προσπάθειές τους, η επιχείρηση απομάκρυνσης είναι πιθανόν να διαρκέσει περισσότερο επειδή:

α)

ο συγκεκριμένος υπήκοος της τρίτης χώρας αρνείται να συνεργασθεί, ή

β)

καθυστερεί η λήψη αναγκαίων εγγράφων από τρίτες χώρες.»

Η οδηγία 2013/32

9

Το άρθρο 1 της οδηγίας 2013/32 ορίζει τα εξής:

«Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι η θέσπιση κοινών διαδικασιών για τη χορήγηση και ανάκληση της διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95/ΕΕ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (ΕΕ 2011, L 337, σ. 9)].»

10

Το άρθρο 31, παράγραφος 8, της οδηγίας 2013/32 έχει ως εξής:

«Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίσουν ότι μια διαδικασία εξέτασης σύμφωνα με τις βασικές αρχές και εγγυήσεις του κεφαλαίου ΙΙ μπορεί να επιταχυνθεί και/ή να διενεργηθεί στα σύνορα ή σε ζώνες διέλευσης σύμφωνα με το άρθρο 43, εφόσον:

α)

ο αιτών, κατά την υποβολή της αίτησης και την παρουσίαση των περιστατικών, απλώς έθεσε θέματα τα οποία είναι άνευ σημασίας για την εξέταση του εάν πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηρισθεί δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας [2011/95]· ή

β)

ο αιτών προέρχεται από ασφαλή χώρα καταγωγής κατά την έννοια της οδηγίας αυτής· ή

γ)

ο αιτών παραπλάνησε τις αρχές με την παρουσίαση ψευδών πληροφοριών ή εγγράφων ή με την απόκρυψη σχετικών πληροφοριών ή εγγράφων όσον αφορά την ταυτότητα και/ή την ιθαγένειά του, που μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά την απόφαση· ή

δ)

είναι πιθανόν ότι ο αιτών έχει καταστρέψει ή πετάξει κακόπιστα έγγραφο ταυτότητας ή ταξιδιωτικό έγγραφο που θα βοηθούσε στον προσδιορισμό της ταυτότητας ή της ιθαγένειάς του· ή

ε)

ο αιτών έχει παρουσιάσει προδήλως ασυνεπείς και αντιφατικές πληροφορίες, ή σαφώς ψευδείς ή προφανώς απίθανες πληροφορίες οι οποίες έρχονται σε αντίθεση με επαρκώς τεκμηριωμένες πληροφορίες της χώρας καταγωγής, καθιστώντας έτσι σαφώς μη πειστική τη δήλωσή του ως προς το εάν πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας [2011/95]· ή

στ)

ο αιτών έχει καταθέσει μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας, η οποία δεν είναι απαράδεκτη, σύμφωνα με το άρθρο 40 παράγραφος 5· ή

ζ)

ο αιτών υποβάλει την αίτηση μόνο για να καθυστερήσει ή να εμποδίσει την εκτέλεση προγενέστερης ή επικείμενης απόφασης που θα οδηγούσε στην απομάκρυνσή του· ή

η)

ο αιτών εισήλθε παράνομα στο έδαφος του κράτους μέλους ή παρέτεινε παράνομα τη διαμονή του και, χωρίς σοβαρό λόγο, δεν παρουσιάσθηκε στις αρχές ή δεν υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία το συντομότερο δυνατό, δεδομένων των συνθηκών της εισόδου του· ή

θ)

ο αιτών αρνείται να συμμορφωθεί με την υποχρέωση λήψης των δακτυλικών αποτυπωμάτων του, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 603/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τη θέσπιση του “Eurodac” για την αντιπαραβολή δακτυλικών αποτυπωμάτων για την αποτελεσματική εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 604/2013 για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα και σχετικά με αιτήσεις της αντιπαραβολής με τα δεδομένα Eurodac που υποβάλλουν οι αρχές επιβολής του νόμου των κρατών μελών και η Ευρωπόλ για σκοπούς επιβολής του νόμου [και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1077/2011 σχετικά με την ίδρυση Ευρωπαϊκού Οργανισμού για τη Λειτουργική Διαχείριση Συστημάτων ΤΠ Μεγάλης Κλίμακας στον Χώρο Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης (ΕΕ 2013, L 180, σ. 1)] ή

ι)

ο αιτών ενδέχεται, για σοβαρούς λόγους, να θεωρείται ότι συνιστά κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη του κράτους μέλους, ή έχει απελαθεί διά της βίας για σοβαρούς λόγους δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας τάξης δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας.»

11

Το άρθρο 32 της οδηγίας 2013/32 προβλέπει τα εξής:

«1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 27, τα κράτη μέλη μπορούν να απορρίψουν αίτηση ως αβάσιμη εφόσον η αποφαινόμενη αρχή διαπιστώσει ότι ο αιτών δεν πληροί τις προϋποθέσεις για χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας [2011/95].

2.   Στις περιπτώσεις αβάσιμων αιτήσεων για τις οποίες ισχύουν οποιεσδήποτε από τις περιστάσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 31 παράγραφος 8, τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να θεωρούν μια αίτηση προδήλως αβάσιμη, εφόσον λαμβάνει το χαρακτηρισμό αυτό στην εθνική νομοθεσία.»

12

Κατά το άρθρο 46 της οδηγίας 2013/32:

«[…]

5.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 6, τα κράτη μέλη επιτρέπουν στους αιτούντες να παραμείνουν στο έδαφός τους μέχρι να λήξει η προθεσμία εντός της οποίας μπορούν να ασκήσουν το δικαίωμά τους σε πραγματική προσφυγή και, σε περίπτωση άσκησης εντός της προθεσμίας του εν λόγω δικαιώματος, εν αναμονή της έκβασης της προσφυγής.

6.   Σε περίπτωση απόφασης:

α)

με την οποία κρίνεται μια αίτηση προδήλως αβάσιμη, σύμφωνα με το άρθρο 32, παράγραφος 2, ή αβάσιμη μετά την εξέταση, σύμφωνα με το άρθρο 31, παράγραφος 8, εξαιρουμένων των περιπτώσεων κατά τις οποίες οι αποφάσεις βασίζονται στις περιστάσεις του άρθρου 31, παράγραφος 8, στοιχείο ηʹ,

[…]

η δυνατότητα παραμονής του αιτούντος στο έδαφος του κράτους μέλους κρίνεται από δικαστήριο είτε με αίτημα του ενδιαφερόμενου αιτούντος είτε αυτεπάγγελτα, εάν η εν λόγω απόφαση έχει ως αποτέλεσμα την παύση ισχύος του δικαιώματος παραμονής του αιτούντος στο κράτος μέλος και εφόσον, σε τέτοιες περιπτώσεις, το δικαίωμα παραμονής στο κράτος μέλος εν αναμονή της έκβασης της προσφυγής δεν προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο.

[…]

8.   Τα κράτη μέλη επιτρέπουν στον αιτούντα να παραμείνει στο έδαφός τους εν αναμονή της έκβασης της διαδικασίας σχετικά με το εάν ο αιτών δύναται ή όχι να παραμείνει στο έδαφος που αναφέρεται στις παραγράφους 6 και 7.

[…]»

Το ολλανδικό δίκαιο

13

Το άρθρο 8 του Vreemdelingenwet 2000 (νόμος του 2000 περί αλλοδαπών) ορίζει τα εξής:

«Ο αιτών έχει νόμιμη διαμονή στις Κάτω Χώρες μόνο στις κατωτέρω περιπτώσεις:

[…]

h.

εν αναμονή της αποφάσεως επί ενστάσεως ή προσφυγής, εάν προβλέπεται από τον παρόντα νόμο, από πράξη που έχει εκδοθεί δυνάμει του νόμου αυτού ή από δικαστική απόφαση ότι ο αιτών δεν πρέπει να απελαθεί έως ότου εκδοθεί απόφαση επί της ενστάσεως ή προσφυγής·

[…]».

14

Το άρθρο 59, παράγραφος 1, του νόμου αυτού έχει ως εξής:

«1.   Εφόσον τούτο επιβάλλεται από λόγους δημοσίας τάξεως ή εθνικής ασφάλειας, ο υφυπουργός μπορεί να αποφασίσει την κράτηση, ενόψει της απελάσεώς του, αιτούντος ο οποίος:

a.

δεν έχει νόμιμη διαμονή·

b.

έχει νόμιμη διαμονή σύμφωνα με το άρθρο 8, στοιχεία f, g και h, χωρίς να είναι αιτών κατά την έννοια των άρθρων 59a και 59b·

[…]».

15

Κατά το άρθρο 59, παράγραφος 5, του νόμου του 2000 περί αλλοδαπών, η κράτηση δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες, με την επιφύλαξη της παραγράφου 4.

16

Το άρθρο 59, παράγραφος 6, του νόμου του 2000 περί αλλοδαπών προβλέπει ότι, κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 5 και με την επιφύλαξη της παραγράφου 4 του άρθρου αυτού, η κράτηση βάσει της παραγράφου 1 του ίδιου αυτού άρθρου μπορεί να παραταθεί για δώδεκα επιπλέον μήνες κατ’ ανώτατο όριο εάν, παρ’ όλες τις εύλογες προσπάθειες, η απέλαση θα απαιτήσει πιθανώς περισσότερο χρόνο λόγω ελλείψεως συνεργασίας του αλλοδαπού όσον αφορά την απέλασή του ή απουσίας των απαιτούμενων για τον σκοπό αυτό εγγράφων τα οποία αναμένονται από τρίτες χώρες.

17

Το άρθρο 59b του νόμου αυτού ορίζει ότι:

«1.   Ο υφυπουργός δύναται να αποφασίσει την κράτηση αιτούντος ο οποίος έχει νόμιμη διαμονή βάσει του άρθρου 8, στοιχεία f, g ή h, εφόσον πρόκειται για αίτηση χορήγησης άδειας διαμονής κατά την έννοια του άρθρου 28, εάν:

a.

η κράτηση είναι αναγκαία προκειμένου να διαπιστωθεί η ταυτότητα ή η ιθαγένεια του αιτούντος·

b.

η κράτηση είναι αναγκαία προκειμένου να συγκεντρωθούν στοιχεία που είναι απαραίτητα για την αξιολόγηση αιτήσεως για τη χορήγηση άδειας προσωρινής διαμονής κατά την έννοια του άρθρου 28, ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής·

c.

ο αιτών:

τελεί υπό κράτηση στο πλαίσιο διαδικασίας επιστροφής βάσει της οδηγίας για την επιστροφή·

είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου, και

υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι ο αιτών υπέβαλε την αίτηση διεθνούς προστασίας με μοναδικό σκοπό να καθυστερήσει ή να εμποδίσει την εκτέλεση της αποφάσεως επιστροφής· ή

d.

ο αιτών συνιστά απειλή για την εθνική ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, της οδηγίας [2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία (ΕΕ 2013, L 180, σ. 96)].

[…]»

18

Το άρθρο 82 του ίδιου νόμου προβλέπει τα εξής:

«1.   Το αποτέλεσμα αποφάσεως σχετικά με άδεια διαμονής αναστέλλεται μέχρι την εκπνοή της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής ή, σε περίπτωση ασκήσεως προσφυγής, έως ότου εκδοθεί απόφαση επ’ αυτής.

2.   Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται εάν:

[…]

c.

η αίτηση απορρίπτεται ως προδήλως αβάσιμη σύμφωνα με το άρθρο 30b, με εξαίρεση την περίπτωση του άρθρου 30b, παράγραφος 1, στοιχείο h·

[…]

6.   Με κανονιστική πράξη, ή βάσει αυτής, μπορούν να θεσπιστούν λεπτομερέστεροι κανόνες όσον αφορά το δικαίωμα διαμονής ή μη στις Κάτω Χώρες εν αναμονή της αποφάσεως επί της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων.»

19

Κατά το άρθρο 7.3 του Vreemdelingenbesluit 2000 (διάταγμα του 2000 περί αλλοδαπών):

«1.   Εάν υποβλήθηκε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων προκειμένου να αποτραπεί η εκτέλεση της απελάσεως πριν την έκδοση αποφάσεως επί προσφυγής ασκηθείσας κατά αποφάσεως που εκδόθηκε στο πλαίσιο αιτήσεως άδειας διαμονής κατά την έννοια του άρθρου 28 του [νόμου του 2000 περί αλλοδαπών], ο αιτών δικαιούται να παραμείνει στη χώρα εν αναμονή της αποφάσεως επί της αιτήσεως αυτής.

[…]»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

20

Η διαφορά της κύριας δίκης αφορά τρεις υπηκόους τρίτων χωρών, ήτοι τους C, J και S, των οποίων οι αιτήσεις διεθνούς προστασίας απορρίφθηκαν από τον υφυπουργό ως προδήλως αβάσιμες κατά την έννοια του άρθρου 32, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32 και οι οποίοι, στη συνέχεια, τέθηκαν υπό κράτηση προκειμένου να προετοιμαστεί η επιστροφή τους, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 59, παράγραφος 1, στοιχείο a, του νόμου του 2000 περί αλλοδαπών, το οποίο μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115.

21

Από την ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία προκύπτει ότι η προσφυγή που ασκήθηκε κατά αποφάσεως η οποία απορρίπτει ως προδήλως αβάσιμη αίτηση διεθνούς προστασίας που υποβλήθηκε από υπήκοο τρίτης χώρας δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα. Ωστόσο, ο τελευταίος δύναται να προσφύγει στο δικαστήριο προκειμένου να του επιτραπεί να παραμείνει στο ολλανδικό έδαφος εν αναμονή της εκβάσεως της προσφυγής ουσίας και μπορεί να παραμείνει στο έδαφος αυτό εν αναμονή της αποφάσεως επί της αιτήσεως αυτής ασφαλιστικών μέτρων.

22

Η αίτηση διεθνούς προστασίας που υπέβαλε ο C στις 23 Νοεμβρίου 2011 απορρίφθηκε στις 11 Απριλίου 2017. Ο C τέθηκε, στη συνέχεια, υπό κράτηση στις 13 Απριλίου. Δεδομένου ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι το εν λόγω μέτρο κρατήσεως στηρίχθηκε σε εσφαλμένη νομική βάση, ο υφυπουργός άσκησε έφεση ενώπιον του Raad van State (Συμβούλιο της Επικρατείας, Κάτω Χώρες).

23

Στις 31 Ιουλίου 2017, το rechtbank Den Haag, zittingsplaats Zwolle (πρωτοδικείο Χάγης, με τόπο συνεδριάσεως το Zwolle, Κάτω Χώρες) απέρριψε την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων που υπέβαλε ο C, ο οποίος απελάθηκε στις 15 Αυγούστου 2017.

24

Η αίτηση διεθνούς προστασίας που υπέβαλε ο J στις 13 Σεπτεμβρίου 2017 απορρίφθηκε στις 24 Οκτωβρίου 2017. Την ίδια ημέρα, ο J τέθηκε υπό κράτηση. Δεδομένου ότι η νομιμότητα του μέτρου αυτού επιβεβαιώθηκε πρωτοδίκως, ο J άσκησε έφεση ενώπιον του Raad van State (Συμβούλιο της Επικρατείας).

25

Στις 29 Μαρτίου 2018, το rechtbank Den Haag, zittingsplaats Rotterdam (πρωτοδικείο Χάγης, με τόπο συνεδριάσεως το Ρότερνταμ, Κάτω Χώρες) έκανε δεκτή την προσφυγή του J κατά της συνέχισης της κρατήσεως. Το δικαστήριο αυτό επισήμανε συναφώς ότι, στις 12 Μαρτίου 2018, ο J βρισκόταν υπό κράτηση επί έξι συνεχείς μήνες και ότι ο υφυπουργός δεν είχε προβεί σε στάθμιση συμφερόντων για τη συνέχιση της κρατήσεως.

26

Η αίτηση διεθνούς προστασίας που υπέβαλε ο S στις 17 Ιουνίου 2017 απορρίφθηκε στις 6 Νοεμβρίου 2017. Στις 6 Δεκεμβρίου 2017, ο S τέθηκε υπό κράτηση. Δεδομένου ότι η νομιμότητα του μέτρου αυτού επιβεβαιώθηκε πρωτοδίκως, ο S άσκησε έφεση ενώπιον του Raad van State (Συμβούλιο της Επικρατείας).

27

Το αιτούν δικαστήριο, σε απάντησή του σε αίτημα παροχής διευκρινίσεων που του απευθύνθηκε σύμφωνα με το άρθρο 101 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, γνωστοποίησε στο Δικαστήριο ότι, με απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2017, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων του rechtbank Den Haag (πρωτοδικείου Χάγης, Κάτω Χώρες) απέρριψε την υποβληθείσα από τον S αίτηση ασφαλιστικών μέτρων. Ως εκ τούτου, «δεν συνέτρεχε λόγος άρσης της κράτησής [του]».

28

Το Raad van State (Συμβούλιο της Επικρατείας) επισημαίνει ότι οι C, J και S τέθηκαν υπό κράτηση βάσει του άρθρου 59, παράγραφος 1, στοιχείο a, του νόμου του 2000 περί αλλοδαπών, ο οποίος μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115, και ότι αναγκαία προϋπόθεση για τη συνδρομή της νομικής αυτής βάσης είναι τα εν λόγω πρόσωπα να διαμένουν παράνομα στη χώρα, κατά την έννοια του άρθρου 3 της οδηγίας 2008/115.

29

Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο τονίζει ότι, δυνάμει του ολλανδικού δικαίου, ο ασκών προσφυγή κατά αποφάσεως η οποία απορρίπτει αίτησή του για διεθνή προστασία ως προδήλως αβάσιμη διαμένει παράνομα καθόσον, δυνάμει του άρθρου 82, παράγραφος 2, στοιχείο c, του νόμου του 2000 περί αλλοδαπών, ο οποίος μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο το άρθρο 46, παράγραφος 6, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2013/32, η προσφυγή κατά μιας τέτοιας αποφάσεως δεν έχει αυτόματο ανασταλτικό αποτέλεσμα.

30

Βεβαίως, δυνάμει του άρθρου 7.3, παράγραφος 1, του διατάγματος του 2000 περί αλλοδαπών, το οποίο μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο το άρθρο 46, παράγραφος 8, της οδηγίας 2013/32, υπήκοος τρίτης χώρας του οποίου η αίτηση διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε ως προδήλως αβάσιμη μπορεί να υποβάλει αίτηση ασφαλιστικών μέτρων προκειμένου να του επιτραπεί να παραμείνει στη χώρα. Στην περίπτωση αυτή το ολλανδικό δίκαιο του παρέχει τη δυνατότητα να παραμείνει σε ολλανδικό έδαφος μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί της αιτήσεως αυτής. Ωστόσο, η διαμονή του μπορεί να θεωρηθεί νόμιμη μόνο μετά την απόφαση του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων με την οποία γίνεται δεκτή η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.

31

Κατά το αιτούν δικαστήριο, δεν αποκλείεται οι εθνικές αυτές διατάξεις, ερμηνευόμενες κατ’ αυτόν τον τρόπο, να είναι αντίθετες προς το δίκαιο της Ένωσης, ιδίως προς το άρθρο 46, παράγραφοι 6 και 8, της οδηγίας 2013/32, σε συνδυασμό με το άρθρο 46, παράγραφος 5, της οδηγίας αυτής. Ειδικότερα, ο γενικός εισαγγελέας P. Mengozzi, στο σημείο 55 των προτάσεών του της 15ης Ιουνίου 2017 στην υπόθεση Gnandi (C‑181/16, EU:C:2017:467), εκτίμησε ότι από τις σκέψεις 44 έως 49 της αποφάσεως της 30ής Μαΐου 2013, Arslan (C‑534/11, EU:C:2013:343), προκύπτει ότι «υπήκοος τρίτης χώρας αιτών άσυλο δεν μπορεί να θεωρείται ότι διαμένει παρανόμως στην επικράτεια κράτους μέλους στο οποίο έχει υποβάλει την αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας για όσο διάστημα του αναγνωρίζεται δικαίωμα παραμονής στην επικράτεια αυτή –έως την ολοκλήρωση της διαδικασίας επί της αιτήσεως αυτής– είτε βάσει του δικαίου της Ένωσης είτε βάσει του εθνικού δικαίου».

32

Επομένως, κατά το Raad van State (Συμβούλιο της Επικρατείας), προκειμένου να διαπιστωθεί αν, στις υποθέσεις που εισήχθησαν ενώπιόν του, τα μέτρα κρατήσεως έχουν ληφθεί νομίμως, πρέπει να διευκρινιστεί αν η άδεια παραμονής που χορηγείται από κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 46, παράγραφος 8, της οδηγίας 2013/32 απαγορεύει η διαμονή του ενδιαφερόμενου προσώπου να θεωρείται παράνομη ενόσω δεν έχει εκδοθεί απόφαση επί της αιτήσεώς του για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων.

33

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Raad van State (Συμβούλιο της Επικρατείας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Στην περίπτωση που αποφαινόμενη αρχή απέρριψε αίτηση διεθνούς προστασίας ως προδήλως αβάσιμη κατά την έννοια του άρθρου 46, παράγραφος 6, στοιχείο αʹ, της οδηγίας [2013/32] και, βάσει του εθνικού δικαίου, η δικαστική προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής δεν έχει αυτόματο ανασταλτικό αποτέλεσμα, πρέπει το άρθρο 46, παράγραφος 8, της οδηγίας αυτής να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απλώς και μόνον η υποβολή αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων έχει ως αποτέλεσμα ότι ο αιτών δεν διαμένει πλέον παράνομα στο έδαφος του συγκεκριμένου κράτους μέλους, κατά την έννοια του άρθρου 3 της οδηγίας [2008/115] και ως εκ τούτου αυτός εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας [2013/33];

2)

Έχει σημασία για την απάντηση στο πρώτο ερώτημα το ότι το εθνικό δίκαιο –λαμβανομένης υπόψη της αρχής της μη επαναπροωθήσεως– προβλέπει ότι ο αιτών δεν θα απομακρυνθεί πριν δικαστική αρχή ορίσει, κατόπιν αιτήματος, ότι δεν πρέπει να αναμένεται η έκβαση της προσφυγής κατά της αποφάσεως περί απορρίψεως της αιτήσεως διεθνούς προστασίας;»

Επί της επείγουσας προδικαστικής διαδικασίας

34

Το αιτούν δικαστήριο ζήτησε να εξεταστεί η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως με την επείγουσα προδικαστική διαδικασία του άρθρου 107 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

35

Προς στήριξη του αιτήματός του, το εν λόγω δικαστήριο προβάλλει ότι ο S επί του παρόντος τελεί υπό κράτηση. Παρατηρεί, συναφώς, ότι, εάν η απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα είναι ότι, σε συνέχεια της υποβολής της αιτήσεώς του για λήψη ασφαλιστικών μέτρων, ο S διαμένει νόμιμα στο ολλανδικό έδαφος, το μέτρο της κρατήσεως, το οποίο προβλέπει το άρθρο 59, παράγραφος 1, στοιχείο a, του νόμου του 2000 περί αλλοδαπών, δεν επιβλήθηκε νομίμως.

36

Συναφώς, διαπιστώνεται ότι, πρώτον, η παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, η οποία αφορά την ερμηνεία των οδηγιών 2008/115 και 2013/32, εγείρει ζητήματα τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του τρίτου μέρους, τίτλος V, της Συνθήκης ΛΕΕ. Κατά συνέπεια, μπορεί να εκδικαστεί με την επείγουσα προδικαστική διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 23α του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στο άρθρο 107 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

37

Δεύτερον, διαπιστώνεται ότι, κατά τον χρόνο εξετάσεως του αιτήματος για εκδίκαση της παρούσας αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως με την επείγουσα προδικαστική διαδικασία, ο S τελούσε υπό κράτηση και ότι η επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης μπορεί να έχει ως συνέπεια το να δοθεί άμεσα τέλος στη στέρηση της ελευθερίας που του έχει επιβληθεί.

38

Αντιθέτως, δεδομένου ότι ο C έχει απομακρυνθεί από το ολλανδικό έδαφος και ο J έχει παύσει να κρατείται, η επείγουσα προδικαστική διαδικασία δεν δικαιολογείται στις περιπτώσεις τους.

39

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, και λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση του S, το πρώτο τμήμα του Δικαστηρίου αποφάσισε, στις 15 Μαΐου 2018, κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να δεχθεί το αίτημα του αιτούντος δικαστηρίου για την εξέταση της παρούσας αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως με την επείγουσα προδικαστική διαδικασία.

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

40

Κατά το άρθρο 99 του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν ερώτημα που υποβάλλεται με αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι ταυτόσημο με ερώτημα επί του οποίου το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί, όταν η απάντηση σε τέτοιο ερώτημα μπορεί να συναχθεί σαφώς από τη νομολογία ή όταν δεν υπάρχει καμία εύλογη αμφιβολία ως προς την απάντηση που προσήκει στο υποβληθέν με αίτηση προδικαστικής αποφάσεως ερώτημα, το Δικαστήριο, κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή και αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, μπορεί οποτεδήποτε να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη.

41

Η ως άνω διάταξη έχει εφαρμογή στο πλαίσιο της υπό κρίση προδικαστικής παραπομπής.

42

Το αιτούν δικαστήριο, βασιζόμενο στην αρχή ότι υπό κράτηση μπορεί να τεθεί μόνο πρόσωπο το οποίο διαμένει παράνομα στο εθνικό έδαφος, διερωτάται αν η οδηγία 2008/115 έχει την έννοια ότι υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος άσκησε προσφυγή κατά αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του για διεθνή προστασία ως προδήλως αβάσιμη πρέπει να θεωρηθεί ότι διαμένει νόμιμα στο εθνικό έδαφος, καθόσον, δυνάμει του άρθρου 46, παράγραφος 8, της οδηγίας 2013/32, πρέπει να του επιτραπεί να παραμείνει στο έδαφος αυτό έως το πέρας της διαδικασίας στο πλαίσιο της οποίας θα κριθεί αν δύναται να παραμείνει ενόσω αναμένει την έκβαση της επί της ουσίας προσφυγής του. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, κατά το αιτούν δικαστήριο η οδηγία 2008/115 απαγορεύει εθνική νομοθεσία, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, κατά την οποία το πρόσωπο αυτό διαμένει παράνομα και επιτρέπεται ως εκ τούτου η κράτησή του.

43

Κατά συνέπεια, με τα προδικαστικά ερωτήματά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν οι οδηγίες 2008/115 και 2013/32 έχουν την έννοια ότι απαγορεύουν να τεθεί υπό κράτηση, ενόψει της απομακρύνσεώς του, υπήκοος τρίτης χώρας του οποίου η αίτηση διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε σε πρώτο βαθμό από την αρμόδια διοικητική αρχή ως προδήλως αβάσιμη, στην περίπτωση που, σύμφωνα με το άρθρο 46, παράγραφοι 6 και 8, της οδηγίας 2013/32, δικαιούται να παραμείνει στο εθνικό έδαφος έως ότου εκδοθεί απόφαση επί της προσφυγής του σχετικά με το δικαίωμα παραμονής του στο έδαφος αυτό εν αναμονή της εκβάσεως της προσφυγής κατά της αποφάσεως που απέρριψε την αίτησή του για διεθνή προστασία.

44

Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115, η οδηγία αυτή έχει εφαρμογή στην περίπτωση των υπηκόων τρίτης χώρας που διαμένουν παρανόμως εντός κράτους μέλους. Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, τα κράτη μέλη εκδίδουν, καταρχήν, απόφαση επιστροφής εις βάρος κάθε υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος διαμένει παράνομα στο έδαφός τους (βλ., συναφώς, απόφαση της 19ης Ιουνίου 2018, Gnandi, C‑181/16, EU:C:2018:465, σκέψη 37).

45

Από τον ορισμό της «παράνομης παραμονής», κατά το άρθρο 3, σημείο 2, της οδηγίας αυτής, προκύπτει ότι κάθε υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος βρίσκεται στο έδαφος κράτους μέλους χωρίς να πληροί τις προϋποθέσεις εισόδου, παραμονής ή διαμονής στο εν λόγω κράτος μέλος, βρίσκεται εξ αυτού και μόνον του λόγου παρανόμως σε αυτό (απόφαση της 19ης Ιουνίου 2018, Gnandi, C‑181/16, EU:C:2018:465, σκέψη 39).

46

Είναι αληθές ότι το Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 47 και 49 της αποφάσεως της 30ής Μαΐου 2013, Arslan (C‑534/11, EU:C:2013:343), ότι, εφόσον επιτραπεί η παραμονή στην επικράτεια προκειμένου να ασκηθεί πράγματι προσφυγή κατά της απορρίψεως της αιτήσεως παροχής διεθνούς προστασίας, το γεγονός αυτό αποκλείει την εφαρμογή της οδηγίας 2008/115 στην περίπτωση του υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος υπέβαλε την αίτηση αυτή μέχρις ότου εκδικασθεί η ασκηθείσα κατά της απορρίψεώς της προσφυγή (απόφαση της 19ης Ιουνίου 2018, Gnandi, C‑181/16, EU:C:2018:465, σκέψη 43).

47

Ωστόσο, από την απόφαση αυτή δεν μπορεί να συναχθεί ότι το ενδεχόμενο να επιτραπεί η παραμονή θα απέκλειε το να γίνει δεκτό ότι, ήδη από της απορρίψεως της αιτήσεως διεθνούς προστασίας και υπό την επιφύλαξη της υπάρξεως δικαιώματος ή άδειας διαμονής, η διαμονή του ενδιαφερομένου καθίσταται παράνομη, κατά την έννοια της οδηγίας 2008/115. Αντιθέτως, εκτός της περιπτώσεως κατά την οποία παρασχέθηκε δικαίωμα διαμονής ή χορηγήθηκε άδεια διαμονής, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115, ο υπήκοος τρίτης χώρας θεωρείται παρανόμως διαμένων, κατά την έννοια της οδηγίας 2008/115, ήδη από της εκ μέρους της υπεύθυνης αρχής απορρίψεως σε πρώτο βαθμό της αιτήσεώς του παροχής διεθνούς προστασίας, τούτο δε ανεξαρτήτως του αν επετράπη η παραμονή του εν αναμονή της εκδικάσεως της προσφυγής που ασκήθηκε κατά της απορρίψεως αυτής (απόφαση της 19ης Ιουνίου 2018, Gnandi, C‑181/16, EU:C:2018:465, σκέψεις 44 και 59).

48

Επομένως, ήδη από της απορρίψεως της αιτήσεως διεθνούς προστασίας ή μαζί με αυτήν στο πλαίσιο της ιδίας διοικητικής πράξεως, μπορεί να εκδοθεί, καταρχήν, απόφαση επιστροφής σε βάρος του ενδιαφερόμενου (βλ., συναφώς, απόφαση της 19ης Ιουνίου 2018, Gnandi, C‑181/16, EU:C:2018:465, σκέψη 59).

49

Τούτου δοθέντος, πρέπει να επισημανθεί ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να μεριμνούν ώστε οποιαδήποτε απόφαση επιστροφής να τηρεί τις διαδικαστικές εγγυήσεις του κεφαλαίου III της οδηγίας 2008/115 καθώς και τις λοιπές εφαρμοστέες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης και του εθνικού δικαίου. Η υποχρέωση αυτή προβλέπεται ρητώς στο άρθρο 6, παράγραφος 6, της εν λόγω οδηγίας σε περίπτωση κατά την οποία η έκδοση της αποφάσεως περί επιστροφής είναι ταυτόχρονη με την εκ μέρους της υπεύθυνης αρχής απόρριψη σε πρώτο βαθμό της αιτήσεως παροχής διεθνούς προστασίας. Τυγχάνει επίσης εφαρμογής σε περίπτωση κατά την οποία η απόφαση επιστροφής ελήφθη αμέσως κατόπιν της απορρίψεως της αιτήσεως παροχής διεθνούς προστασίας, με χωριστή διοικητική πράξη και από διαφορετική αρχή (απόφαση της 19ης Ιουνίου 2018, Gnandi, C‑181/16, EU:C:2018:465, σκέψη 60).

50

Στο πλαίσιο αυτό, απόκειται στα κράτη μέλη να διασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα της προσφυγής κατά της αποφάσεως περί απορρίψεως της αιτήσεως παροχής διεθνούς προστασίας, στοιχείο το οποίο επιτάσσει, μεταξύ άλλων, την αναστολή όλων των αποτελεσμάτων της αποφάσεως επιστροφής κατά τη διάρκεια της προθεσμίας για την άσκηση της προσφυγής αυτής και, εφόσον ασκείται τέτοια προσφυγή, μέχρι την εκδίκασή της (βλ., συναφώς, απόφαση της 19ης Ιουνίου 2018, Gnandi, C‑181/16, EU:C:2018:465, σκέψη 61).

51

Συναφώς, το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προσφυγής συνεπάγεται την αναστολή όλων των εννόμων αποτελεσμάτων της αποφάσεως επιστροφής, γεγονός που έχει, μεταξύ άλλων, ως συνέπεια ότι ο ενδιαφερόμενος δεν επιτρέπεται να τεθεί υπό κράτηση με σκοπό την απομάκρυνση κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15 της οδηγίας 2008/115 ενόσω του επιτρέπεται να παραμείνει στο συγκεκριμένο κράτος μέλος (βλ., συναφώς, απόφαση της 19ης Ιουνίου 2018, Gnandi, C‑181/16, EU:C:2018:465, σκέψη 62).

52

Τούτο ισχύει επίσης για υπήκοο τρίτης χώρας του οποίου η αίτηση διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε ως προδήλως αβάσιμη, σύμφωνα με το άρθρο 32, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32.

53

Είναι αληθές ότι από το άρθρο 46, παράγραφοι 5 και 6, της οδηγίας 2013/32 προκύπτει ότι, στην περίπτωση αυτή, ο ενδιαφερόμενος δεν αποκτά αυτοδικαίως το δικαίωμα παραμονής στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους εν αναμονή της εκβάσεως της προσφυγής του. Ωστόσο, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 46, παράγραφος 6, τελευταίο εδάφιο, της οδηγίας αυτής, αυτός πρέπει να μπορεί να προσφύγει σε δικαστήριο το οποίο θα αποφασίσει αν δύναται να παραμείνει στο έδαφος αυτό έως ότου κριθεί επί της ουσίας η προσφυγή του. Το άρθρο 46, παράγραφος 8, της ίδιας οδηγίας προβλέπει ότι, εν αναμονή της εκβάσεως αυτής της διαδικασίας σχετικά με το εάν ο αιτών δύναται ή όχι να παραμείνει, το εν λόγω κράτος μέλος πρέπει να του επιτρέψει να παραμείνει στο έδαφός του.

54

Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι υπήκοος τρίτης χώρας του οποίου η αίτηση διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε ως προδήλως αβάσιμη δεν μπορεί να τεθεί υπό κράτηση κατ’ εφαρμογή του άρθρου 15 της οδηγίας 2008/115 κατά τη διάρκεια της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής κατά της απορριπτικής αποφάσεως. Εφόσον ασκηθεί η προσφυγή αυτή, δεν είναι πλέον δυνατό να επιβληθεί στον ενδιαφερόμενο μέτρο κρατήσεως βάσει του άρθρου αυτού ενόσω του επιτρέπεται να παραμένει στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους σύμφωνα με το άρθρο 46, παράγραφος 8, της οδηγίας 2013/32.

55

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι οι οδηγίες 2008/115 και 2013/32 απαγορεύουν να τεθεί υπό κράτηση, ενόψει της απομακρύνσεώς του, υπήκοος τρίτης χώρας του οποίου η αίτηση διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε σε πρώτο βαθμό από την αρμόδια διοικητική αρχή ως προδήλως αβάσιμη, στην περίπτωση που, σύμφωνα με το άρθρο 46, παράγραφοι 6 και 8, της οδηγίας 2013/32, δικαιούται να παραμείνει στο εθνικό έδαφος έως ότου εκδοθεί απόφαση επί της προσφυγής του σχετικά με το δικαίωμα παραμονής του στο έδαφος αυτό εν αναμονή της εκβάσεως της προσφυγής κατά της αποφάσεως που απέρριψε την αίτησή του για διεθνή προστασία.

Επί των δικαστικών εξόδων

56

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Η οδηγία 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, και η οδηγία 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, απαγορεύουν να τεθεί υπό κράτηση, ενόψει της απομακρύνσεώς του, υπήκοος τρίτης χώρας του οποίου η αίτηση διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε σε πρώτο βαθμό από την αρμόδια διοικητική αρχή ως προδήλως αβάσιμη, στην περίπτωση που, σύμφωνα με το άρθρο 46, παράγραφοι 6 και 8, της οδηγίας 2013/32, δικαιούται να παραμείνει στο εθνικό έδαφος έως ότου εκδοθεί απόφαση επί της προσφυγής του σχετικά με το δικαίωμα παραμονής του στο έδαφος αυτό εν αναμονή της εκβάσεως της προσφυγής κατά της αποφάσεως που απέρριψε την αίτησή του για διεθνή προστασία.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.