ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 3ης Σεπτεμβρίου 2020 (*)

«Αίτηση ερμηνείας – Προδήλως απαράδεκτο»

Στην υπόθεση C‑91/18 INT,

με αντικείμενο αίτηση ερμηνείας της αποφάσεως της 11ης Ιουλίου 2019, Επιτροπή κατά Ελλάδας (Τσίπουρο) (C-91/18, EU:C:2019:600), η οποία υποβλήθηκε στις 29 Ιουλίου 2019, δυνάμει του άρθρου 43 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 158 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου,

Ελληνική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τις Δ. Τσαγκαράκη και Μ. Τασσοπούλου,

όπου ο έτερος διάδικος είναι η:

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις F. Tomat και Α. Κυρατσού,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο από τους P. G. Xuereb, πρόεδρο τμήματος, T. von Danwitz και A. Kumin (εισηγητή), δικαστές,

γενική εισαγγελέας: E. Sharpston

γραμματέας: A. Calot Escobar

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη σύμφωνα με το άρθρο 159α του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου,

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 29 Ιουλίου 2019, η Ελληνική Δημοκρατία ζητεί από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει το σημείο 1, δεύτερη περίπτωση, του διατακτικού της αποφάσεως της 11ης Ιουλίου 2019, Επιτροπή κατά Ελλάδας (Τσίπουρο) (C-91/18, στο εξής: απόφαση της οποίας ζητείται η ερμηνεία, EU:C:2019:600).

 Η απόφαση της οποίας ζητείται η ερμηνεία

2        Με το σημείο 1, δεύτερη περίπτωση, του διατακτικού της αποφάσεως της οποίας ζητείται η ερμηνεία, το Δικαστήριο έκρινε τα εξής:

«Η Ελληνική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει:

[...]

–        από τα άρθρα 19 και 21 της οδηγίας [92/83/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, για την εναρμόνιση των διαρθρώσεων των ειδικών φόρων κατανάλωσης που επιβάλλονται στην αλκοόλη και τα αλκοολούχα ποτά (ΕΕ 1992, L 316, σ. 21)], σε συνδυασμό με το άρθρο 22, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας και με το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/84/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, για την προσέγγιση των συντελεστών των ειδικών φόρων κατανάλωσης για την αλκοόλη και τα αλκοολούχα ποτά [(ΕΕ 1992, L 316, σ. 29)], καθόσον θέσπισε και διατήρησε σε ισχύ νομοθεσία η οποία προβλέπει, υπό τις προϋποθέσεις που η ίδια καθορίζει, την εφαρμογή σημαντικά μειωμένου συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης στο τσίπουρο και την τσικουδιά που παράγονται από τους μικρούς αποσταγματοποιούς, τους αποκαλούμενους “διήμερους”.»

 Αιτήματα και επιχειρηματολογία των διαδίκων

3        Η Ελληνική Δημοκρατία ζητεί από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει το σημείο 1, δεύτερη περίπτωση, του διατακτικού της αποφάσεως της οποίας ζητείται η ερμηνεία προκειμένου να καθοριστεί αν είναι δυνατόν να εφαρμοστεί συντελεστής ειδικού φόρου κατανάλωσης μειωμένος κατά 50 % στην αιθυλική αλκοόλη που παράγεται από τους μικρούς αποσταγματοποιούς, τους αποκαλούμενους «διήμερους», κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του άρθρου 22, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/83, κατά τις οποίες τα κράτη μέλη μπορούν, εντός του ορίου των 10 εκατολίτρων, να εφαρμόσουν μειωμένους συντελεστές ειδικού φόρου κατανάλωσης στην αιθυλική αλκοόλη που παράγεται από μικρά αποστακτήρια.

4        Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι η αίτηση ερμηνείας που υπέβαλε η Ελληνική Δημοκρατία είναι απαράδεκτη.

 Επί της αιτήσεως

5        Το άρθρο 159α του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι, όταν η αίτηση ερμηνείας είναι, εν όλω ή εν μέρει, προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη, το Δικαστήριο μπορεί, οποτεδήποτε, αφού ακούσει τον εισηγητή δικαστή και τον γενικό εισαγγελέα, να αποφασίσει την ολική ή μερική απόρριψή της, με αιτιολογημένη διάταξη.

6        Το άρθρο αυτό πρέπει να εφαρμοστεί στην υπό κρίση υπόθεση.

7        Το άρθρο 158, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου ορίζει ότι, κατά το άρθρο 43 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Δικαστήριο, σε περίπτωση αμφιβολίας ως προς την έννοια και την έκταση των αποτελεσμάτων αποφάσεως, είναι αρμόδιο για την ερμηνεία της, κατόπιν αιτήσεως διαδίκου ή θεσμικού οργάνου της Ένωσης που έχουν έννομο συμφέρον προς τούτο.

8        Όπως προκύπτει από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, από την προβλεπόμενη στις διατάξεις αυτές απαίτηση να υπάρχει «αμφιβολία ως προς την έννοια και την έκταση των αποτελεσμάτων αποφάσεως» συνάγεται ότι, για να είναι παραδεκτή μια αίτηση ερμηνείας αποφάσεως, πρέπει, ιδίως, να σκοπεί στην εξάλειψη κάποιας ασάφειας ή αμφισημίας που ενδεχομένως υφίσταται ως προς την έννοια και την έκταση των αποτελεσμάτων της αποφάσεως αυτής (διατάξεις της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Hochmann Marketing κατά EUIPO, C‑118/18 P‑INT, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:1007, σκέψη 8, και της 9ης Ιουνίου 2020, International Management Group κατά Επιτροπής, C-183/17 P-INT, EU:C:2020:507, σκέψη 19 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

9        Επομένως, η αίτηση ερμηνείας δεν είναι παραδεκτή όταν αφορά ζητήματα επί των οποίων το Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε με την εν λόγω απόφαση (διατάξεις της 11ης Ιουλίου 2013, Επιτροπή κατά Ιταλίας, C‑496/09 INT, EU:C:2013:461, σκέψη 8, και της 9ης Ιουνίου 2020, International Management Group κατά Επιτροπής, C-183/17 P-INT, EU:C:2020:507, σκέψη 20).

10      Εν προκειμένω, η αίτηση ερμηνείας δεν περιέχει καμία αναφορά σε οποιαδήποτε ασάφεια ή αμφισημία που ενδεχομένως υφίσταται ως προς την έννοια και την έκταση των αποτελεσμάτων της αποφάσεως της οποίας ζητείται η ερμηνεία. Πράγματι, από την αίτηση αυτή δεν προκύπτει ως προς τι είναι ασαφές το σημείο 1, δεύτερη περίπτωση, του διατακτικού της εν λόγω αποφάσεως, το οποίο αφορά η αίτηση ερμηνείας.

11      Επιπλέον, η αίτηση ερμηνείας δεν αφορά ζήτημα επί του οποίου αποφάνθηκε το Δικαστήριο με την εν λόγω απόφαση. Πράγματι, με την απόφαση της οποίας ζητείται η ερμηνεία, το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ελληνική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 19 και 21 της οδηγίας 92/83, σε συνδυασμό με το άρθρο 22, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, καθώς και με το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/84, «καθόσον θέσπισε και διατήρησε σε ισχύ νομοθεσία η οποία προβλέπει, υπό τις προϋποθέσεις που η ίδια καθορίζει, την εφαρμογή σημαντικά μειωμένου συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης στο τσίπουρο και την τσικουδιά που παράγονται από τους μικρούς αποσταγματοποιούς, τους αποκαλούμενους “διήμερους”», δεδομένου ότι ο συντελεστής αυτός δεν συνάδει, όπως προκύπτει από τη σκέψη 70 της αποφάσεως αυτής, προς τους ελάχιστους συντελεστές του ειδικού φόρου κατανάλωσης για την αιθυλική αλκοόλη τους οποίους προβλέπουν οι διατάξεις αυτές και οι οποίοι καθορίζονται στο 50 % του κανονικού εθνικού συντελεστή. Δεν αποτέλεσε όμως αντικείμενο της προσφυγής λόγω παραβάσεως επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση το ζήτημα το οποίo αφορά η υπό κρίση αίτηση, δηλαδή το αν συμβιβάζεται με το δίκαιο της Ένωσης αποκλειστικά και μόνον υπό το πρίσμα του άρθρου 22, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/83 ένα διαφορετικό σύστημα φορολόγησης που προβλέπει την εντός ορίου 10 εκατολίτρων εφαρμογή συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης μειωμένου κατά 50 % στην αιθυλική αλκοόλη που παράγεται από τους μικρούς αποσταγματοποιούς, τους αποκαλούμενους «διήμερους».

12      Επομένως, με την αίτηση ερμηνείας η Ελληνική Δημοκρατία ζητεί, στην πραγματικότητα, από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί της εκτέλεσης και των συνεπειών της αποφάσεως της οποίας ζητείται η ερμηνεία, αίτημα που δεν βρίσκει έρεισμα ούτε στο άρθρο 43 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ούτε στο άρθρο 158, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας.

13      Κατόπιν των ανωτέρω, η αίτηση ερμηνείας πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτη.

 Επί των δικαστικών εξόδων

14      Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

15      Δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν ζήτησε την καταδίκη της Ελληνικής Δημοκρατίας στα δικαστικά έξοδα και η Ελληνική Δημοκρατία ηττήθηκε, κάθε διάδικος πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την αίτηση ερμηνείας ως προδήλως απαράδεκτη.


2)      Η Ελληνική Δημοκρατία και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Λουξεμβούργο, 3 Σεπτεμβρίου 2020.

Ο Γραμματέας

 

Ο Πρόεδρος του εβδόμου τμήματος

A. Calot Escobar

 

P. G. Xuereb


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.