ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 27ης Ιανουαρίου 2021 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Αδειοδότηση δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών – Δημοτικό τέλος για την παραχώρηση ή την εκμετάλλευση δημόσιας περιουσίας – Οδηγία 2002/20/ΕΚ – Εφαρμογή επί των επιχειρήσεων που παρέχουν υπηρεσίες σταθερής τηλεφωνίας και προσβάσεως στο διαδίκτυο – Έννοια των όρων “δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών” και “υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών” – Άρθρο 12 – Διοικητικές επιβαρύνσεις – Άρθρο 13 – Τέλη για δικαιώματα χρήσεως και δικαιώματα εγκαταστάσεως διευκολύνσεων – Πεδίο εφαρμογής – Περιορισμοί στην άσκηση της εξουσίας των κρατών μελών προς επιβολή επιβαρύνσεων»

Στην υπόθεση C‑764/18,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο, Ισπανία) με απόφαση της 12ης Ιουλίου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 5 Δεκεμβρίου 2018, στο πλαίσιο της δίκης

Ayuntamiento de Pamplona

κατά

Orange España SAU,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Μ. Βηλαρά, πρόεδρο τμήματος, N. Piçarra, D. Šváby, S. Rodin (εισηγητή) και K. Jürimäe, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: E. Tanchev

γραμματέας: R. Schiano, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 18ης Δεκεμβρίου 2019,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

ο Ayuntamiento de Pamplona, εκπροσωπούμενος από την A. Lázaro Gogorza, procuradora, και τον J. L. Guijarro Salvador, abogado,

η Orange España SAU, εκπροσωπούμενη από τους J. Huelin Martínez de Velasco, F. de Vicente Benito, M. Muñoz Pérez και M. García Turrión, abogados,

η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. S. Jiménez García και την S. Centeno Huerta,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την L. Nicolae, καθώς και από τους J. Rius και G. Braun,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 16ης Ιουλίου 2020,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 12 και 13 της οδηγίας 2002/20/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, για την αδειοδότηση δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την αδειοδότηση) (ΕΕ 2002, L 108, σ. 21), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/140/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009 (ΕΕ 2009, L 337, σ. 37) (στο εξής: οδηγία για την αδειοδότηση).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Ayuntamiento de Pamplona (Δήμου Παμπλόνα, Ισπανία) και της Orange España SAU, με αντικείμενο το επιβληθέν στην εταιρία αυτή τέλος για την αποκλειστική χρήση ή την ιδιαίτερη εκμετάλλευση του υπεδάφους και της επιφάνειας της δημοτικής ακίνητης περιουσίας, καθώς και του υπερκείμενου αυτής αέρα, από επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα παροχής υπηρεσιών (στο εξής: τέλος εκμεταλλεύσεως της δημόσιας περιουσίας).

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

Η οδηγία-πλαίσιο

3

Το κοινό κανονιστικό πλαίσιο για τις υπηρεσίες και τα δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών καθώς και για τις συναφείς διευκολύνσεις και τις συναφείς υπηρεσίες αποτελείται από την οδηγία 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία πλαίσιο) (ΕΕ 2002, L 108, σ. 33), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/140/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009 (ΕΕ 2009, L 337, σ. 37) (στο εξής: οδηγία-πλαίσιο), καθώς και από τέσσερις ειδικές οδηγίες μεταξύ των οποίων και η οδηγία 2002/20.

4

Το άρθρο 2 της οδηγίας-πλαισίου, με τίτλο «Ορισμοί», ορίζει στα στοιχεία αʹ και γʹ τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

α)

“δίκτυο ηλεκτρονικών επικοινωνιών”: τα συστήματα μετάδοσης και, κατά περίπτωση, ο εξοπλισμός μεταγωγής ή δρομολόγησης και οι λοιποί πόροι, περιλαμβανομένων μη ενεργών στοιχείων δικτύου, που επιτρέπουν τη μεταφορά σημάτων, με τη χρήση καλωδίου, ραδιοσημάτων, οπτικού ή άλλου ηλεκτρομαγνητικού μέσου, περιλαμβανομένων των δορυφορικών δικτύων, των σταθερών (μεταγωγής δεδομένων μέσω κυκλωμάτων και πακετομεταγωγής, περιλαμβανομένου του Διαδικτύου) και κινητών επίγειων δικτύων, των συστημάτων ηλεκτρικών καλωδίων, εφόσον χρησιμοποιούνται για τη μετάδοση σημάτων, των δικτύων που χρησιμοποιούνται για ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές, καθώς και των δικτύων καλωδιακής τηλεόρασης, ανεξάρτητα από το είδος των μεταφερόμενων πληροφοριών.

[…]

γ)

“υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών”: οι υπηρεσίες που παρέχονται συνήθως έναντι αμοιβής και των οποίων η παροχή συνίσταται, εν όλω ή εν μέρει, στη μεταφορά σημάτων σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών και των υπηρεσιών μετάδοσης σε δίκτυα που χρησιμοποιούνται για ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις, αλλά εξαιρουμένων των υπηρεσιών που παρέχουν περιεχόμενο μεταδιδόμενο με χρήση δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή που ασκούν έλεγχο επί του περιεχομένου· δεν περιλαμβάνουν επίσης τις υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 1 της οδηγίας 98/34/ΕΚ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1998, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και κανονισμών (ΕΕ 1998, L 204, σ. 37)], οι οποίες δεν συνίστανται, εν όλω ή εν μέρει, στη μεταφορά σημάτων σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών».

Η οδηγία για την αδειοδότηση

5

Το άρθρο 1 της οδηγίας για την αδειοδότηση ορίζει τα εξής:

«1.   Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι η υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, μέσω της εναρμόνισης και της απλούστευσης των κανόνων και όρων αδειοδότησης, προκειμένου να διευκολύνεται η παροχή τους σε ολόκληρη την Κοινότητα.

2.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στις άδειες για την παροχή δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών.»

6

Το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας για την αδειοδότηση ορίζει τα εξής:

«Εφαρμόζεται επίσης ο ακόλουθος ορισμός:

“γενική άδεια”: νομικό πλαίσιο που θεσπίζεται από τα κράτη μέλη και εξασφαλίζει δικαιώματα για την παροχή δικτύων ή υπηρεσιών ηλεκτρονικών υπηρεσιών και θεσπίζει ειδικές υποχρεώσεις ανά τομέα που είναι δυνατόν να εφαρμόζονται σε όλους ή συγκεκριμένους τύπους δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών υπηρεσιών, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία».

7

Το άρθρο 12 της οδηγίας για την αδειοδότηση, με τίτλο «Διοικητικές επιβαρύνσεις», προβλέπει τα εξής:

«1.   Κάθε διοικητική επιβάρυνση που επιβάλλεται στις επιχειρήσεις οι οποίες παρέχουν δίκτυο ή υπηρεσία βάσει γενικής άδειας ή στις οποίες έχει χορηγηθεί δικαίωμα χρήσης:

α)

συνολικά, καλύπτει μόνον τις διοικητικές δαπάνες που θα προκύψουν από τη διαχείριση, τον έλεγχο και την επιβολή του συστήματος γενικών αδειών και των δικαιωμάτων χρήσης και των ειδικών υποχρεώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 6, παράγραφος 2, οι οποίες μπορούν να περιλαμβάνουν δαπάνες για διεθνή συνεργασία, εναρμόνιση και τυποποίηση, ανάλυση αγοράς, παρακολούθηση της συμμόρφωσης και άλλους ελέγχους της αγοράς, καθώς και κανονιστικές εργασίες που περιλαμβάνουν την εκπόνηση και την επιβολή παράγωγου δικαίου και διοικητικών αποφάσεων, όπως αποφάσεων για την πρόσβαση και τη διασύνδεση και

β)

επιβάλλεται στις επιμέρους επιχειρήσεις κατά αντικειμενικό, διαφανή και αναλογικό τρόπο, ώστε να ελαχιστοποιούνται οι πρόσθετες διοικητικές δαπάνες και οι συναφείς δαπάνες.

2.   Όταν οι εθνικές κανονιστικές αρχές επιβάλλουν διοικητικές επιβαρύνσεις, δημοσιεύουν ετήσια ανασκόπηση των διοικητικών δαπανών τους και του συνολικού ποσού των επιβαρύνσεων που συγκεντρώνονται. Ανάλογα με τη διαφορά μεταξύ του συνολικού ποσού των επιβαρύνσεων και των διοικητικών δαπανών, γίνονται κατάλληλες αναπροσαρμογές.»

8

Το άρθρο 13 της οδηγίας για την αδειοδότηση, με τίτλο «Τέλη για δικαιώματα χρήσης και δικαιώματα εγκατάστασης διευκολύνσεων», προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη δύνανται να επιτρέπουν στην αρμόδια αρχή να επιβάλει τέλη για δικαιώματα χρήσης ραδιοσυχνοτήτων ή αριθμών ή δικαιώματα εγκατάστασης διευκολύνσεων υπεράνω ή υποκάτω, δημοσίου ή ιδιωτικού ακινήτου, τα οποία αντανακλούν την ανάγκη διασφάλισης της βέλτιστης χρήσης των πόρων αυτών. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα εν λόγω τέλη είναι αντικειμενικ[ώς δικαιολογημένα], διαφανή, αμερόληπτα και αναλογικά προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και λαμβάνουν υπόψη τους στόχους του άρθρου 8 [της οδηγίας‑πλαισίου].»

Το ισπανικό δίκαιο

9

Το άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, της Ordenanza Fiscal no 22 del Ayuntamiento de Pamplona, reguladora de las tasas por aprovechamientos especiales del suelo, vuelo y subsuelo del dominio público local por las empresas explotadoras de servicios de suministros (φορολογικής κανονιστικής πράξεως αριθ. 22 του Δήμου Παμπλόνα, περί του τέλους για την ιδιαίτερη εκμετάλλευση του υπεδάφους και της επιφάνειας της δημοτικής ακίνητης περιουσίας, καθώς και του υπερκείμενου αυτής αέρα, από επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα παροχής υπηρεσιών), της 28ης Νοεμβρίου 2013 (Boletín Oficial de Navarra, αριθ. 240, της 16ης Δεκεμβρίου 2013, σ. 12766) (στο εξής: φορολογική κανονιστική απόφαση 22/2014), έχει ως εξής:

«Η γενεσιουργός αιτία του τέλους συνίσταται στην αποκλειστική χρήση ή την ιδιαίτερη εκμετάλλευση του υπεδάφους και της επιφάνειας της δημοτικής ακίνητης περιουσίας, καθώς και του υπερκείμενου αυτής αέρα, με τη χρήση καλωδίων, σωληνώσεων και αγωγών προοριζόμενων για τα δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας, ύδατος, φωταερίου ή οποιασδήποτε άλλης ρευστής ύλης, σταθερής τηλεφωνίας, κινητής τηλεφωνίας και λοιπών υπηρεσιών ηλεκτρονικής επικοινωνίας, περιλαμβανομένων των στύλων, καλωδίων, εναέριων γραμμών μεταφοράς, κιβωτίων συνδέσεως, διανομής ή καταγραφής, μετατροπέων, τροχιών, ζυγών, κεραιών, συσκευών αυτόματης πωλήσεως και άλλων ανάλογων συσκευών σχετικών με την παροχή της υπηρεσίας.»

10

Το άρθρο 4, σημείο 3, της φορολογικής κανονιστικής αποφάσεως 22/2014 προβλέπει τα εξής:

«Οι πάροχοι υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας που δεν είναι ιδιοκτήτες των δικτύων μέσω των οποίων παρέχονται οι εν λόγω υπηρεσίες, ακόμη και εάν διαθέτουν δικαιώματα χρήσεως, προσβάσεως ή διασυνδέσεως σε αυτά, δεν υπόκεινται στην καταβολή του σχετικού τέλους.

Στις λοιπές περιπτώσεις παροχής υπηρεσιών, τόσο οι ιδιοκτήτες των δικτύων ή των υποδομών που χρησιμοποιούνται όσο και οι κάτοχοι δικαιωμάτων χρήσεως, προσβάσεως ή διασυνδέσεως στα εν λόγω δίκτυα, λογίζονται ως υποκείμενοι στο τέλος.»

11

Το άρθρο 5, σημείο 1, της φορολογικής κανονιστικής αποφάσεως 22/2014 προβλέπει ότι η βάση επιβολής του ετήσιου τέλους καθορίζεται σύμφωνα με τα ακαθάριστα έσοδα τα οποία προκύπτουν από τον ετήσιο κύκλο εργασιών που πραγματοποιούν οι υποκείμενοι στον φόρο εντός του δήμου και ότι τα κριτήρια καθορισμού της βάσεως αυτής δεν έχουν εφαρμογή στους «παρόχους υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας».

12

Σύμφωνα με το άρθρο 6 της εν λόγω φορολογικής κανονιστικής αποφάσεως, ο συντελεστής του τέλους καθορίζεται σε ποσοστό 1,5 % επί των τιμολογηθέντων από τους παρόχους υπηρεσιών ακαθάριστων εσόδων εκμεταλλεύσεως.

13

Το άρθρο 24 του Real Decreto Legislativo 2/2004, por el que se aprueba el texto refundido de la Ley Reguladora de las Haciendas Locales (βασιλικού νομοθετικού διατάγματος 2/2004, για το ενοποιημένο κείμενο του νόμου περί οικονομικής διαχειρίσεως των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως), της 5ης Μαρτίου 2004 (BOE αριθ. 59, της 9 Μαρτίου 2004, σ. 10284), και το άρθρο 105, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του Ley Foral 2/1995 de Haciendas Locales de Navarra (τοπικού νόμου 2/1995, σχετικά με την οικονομική διοίκηση της αυτόνομης κοινότητας της Ναβάρα), της 10ης Μαρτίου 1995 (Boletín Oficial de Navarra, αριθ. 36, της 20ής Μαρτίου 1995) (στο εξής: τοπικός νόμος 2/1995), προβλέπουν ότι, όσον αφορά τα τέλη για την αποκλειστική χρήση ή την ιδιαίτερη εκμετάλλευση της επιφάνειας των δημοτικών δημοσίων οδών, του υπεδάφους τους ή του υπερκείμενου αέρα, τα οποία οφείλονται από επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών που αφορούν το σύνολο ή σημαντικό τμήμα των κατοίκων, το ύψος των τελών αυτών αντιστοιχεί σε ποσοστό 1,5 % επί των ακαθάριστων εσόδων που προκύπτουν από τον ετήσιο κύκλο εργασιών των εν λόγω επιχειρήσεων εντός κάθε δήμου.

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

14

Η Orange España υπέβαλε στον Δήμο Παμπλόνα «εκκαθαριστική» δήλωση με την οποία υπολόγισε η ίδια το προβλεπόμενο δυνάμει της φορολογικής κανονιστικής αποφάσεως 22/2014 τέλος εκμεταλλεύσεως της δημόσιας περιουσίας, όσον αφορά το δεύτερο τρίμηνο του έτους 2014 και σε σχέση με τις δραστηριότητες παροχής σταθερής τηλεφωνίας και προσβάσεως στο διαδίκτυο τις οποίες ασκούσε εντός των ορίων του δήμου αυτού.

15

Εντούτοις, φρονώντας ότι το εν λόγω τέλος αντιβαίνει στη νομοθεσία της Ένωσης που διέπει τον τομέα των τηλεπικοινωνιών, και ειδικότερα στην οδηγία για την αδειοδότηση όπως αυτή έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο, η Orange España ζήτησε από τον Δήμο Παμπλόνα τη διόρθωση του αποτελέσματος της «εκκαθαρίσεως» και την επιστροφή του υπερβάλλοντος ποσού.

16

Προς στήριξη του αιτήματός της για διόρθωση, η Orange España προέβαλε, κατ’ αρχάς, ότι δεν ήταν ιδιοκτήτρια των δικτύων τα οποία εκμεταλλευόταν εντός των ορίων του Δήμου Παμπλόνα, αλλά χρήστης των δικτύων αυτών δυνάμει δικαιωμάτων διασυνδέσεως. Στη συνέχεια, διευκρίνισε ότι οι υπηρεσίες σταθερής τηλεφωνίας και προσβάσεως στο διαδίκτυο εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας για την αδειοδότηση, όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο όσον αφορά την επιβολή επιβαρύνσεων και τελών στις επιχειρήσεις που ασκούν τις δραστηριότητές τους στον τομέα της κινητής τηλεφωνίας. Τέλος, υποστήριξε ότι αντιβαίνει στα άρθρα 12 και 13 της οδηγίας αυτής η επιβολή τέλους του οποίου το ύψος καθορίζεται αποκλειστικώς βάσει ενός σταθερού ποσοστού επί των ακαθάριστων εσόδων της επιχειρήσεως.

17

Ο Δήμος Παμπλόνα απέρριψε το ως άνω αίτημα, εκτιμώντας ότι ο καθορισμός του ύψους του οφειλόμενου τέλους δεν ενείχε πραγματικό ή νομικό σφάλμα. Η Orange España άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Juzgado de lo Contencioso-Administrativo no 1 de Pamplona (περιφερειακού διοικητικού πρωτοδικείου αριθ. 1 Παμπλόνα, Ισπανία). Με απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 2015, το δικαστήριο αυτό απέρριψε την προσφυγή με το σκεπτικό, αφενός, ότι η Orange España ήταν ιδιοκτήτρια των δικτύων υποδομών και, κατά συνέπεια, δεν μπορούσε να απαλλαγεί από την καταβολή του τέλους και, αφετέρου, ότι το ύψος του τέλους είχε καθοριστεί συμφώνως προς το άρθρο 105, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του τοπικού νόμου 2/1995.

18

Η Orange España άσκησε έφεση κατά της ανωτέρω αποφάσεως ενώπιον του Tribunal Superior de Justicia de Navarra (ανώτερου δικαστηρίου της Ναβάρα, Ισπανία). Το δικαστήριο αυτό επιβεβαίωσε ότι η Orange España όφειλε, υπό την ιδιότητά της ως ιδιοκτήτρια δικτύων και υποδομών που καταλαμβάνουν δημοτική ακίνητη περιουσία, να καταβάλει το επίμαχο τέλος. Εντούτοις, δέχθηκε εν μέρει την έφεση, κρίνοντας ότι η μέθοδος για τον καθορισμό του ύψους του τέλους αντέβαινε στα άρθρα 12 και 13 της οδηγίας για την αδειοδότηση και ότι η Orange España είχε, ως εκ τούτου, δικαίωμα για διόρθωση του αποτελέσματος της «εκκαθαρίσεως» στην οποία είχε η ίδια προβεί. Το εν λόγω δικαστήριο έκρινε ότι το ύψος του επίμαχου τέλους έπρεπε να καθοριστεί βάσει των αρχών της αντικειμενικότητας και της αναλογικότητας, τις οποίες καθιερώνουν τα συγκεκριμένα άρθρα, και όχι σε συνάρτηση με τα ακαθάριστα έσοδα ή τον κύκλο εργασιών ορισμένης επιχειρήσεως, διότι το ποσό το οποίο προκύπτει σε αυτή την περίπτωση υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο για τη διασφάλιση της βέλτιστης χρήσεως διευκολύνσεων εν ανεπαρκεία.

19

Ο Δήμος Παμπλόνα άσκησε αναίρεση ενώπιον του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Ισπανία), υποστηρίζοντας ότι το Tribunal Superior de Justicia de Navarra (ανώτερο δικαστήριο της Ναβάρα) προέβη σε εσφαλμένη εφαρμογή της νομολογίας του Δικαστηρίου περί των παρόχων υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας, όπως αυτή διαμορφώθηκε κατόπιν της αποφάσεως της 12ης Ιουλίου 2012, Vodafone España και France Telecom España (C‑55/11, C‑57/11 και C‑58/11, EU:C:2012:446), επεκτείνοντάς την στους παρόχους υπηρεσιών σταθερής τηλεφωνίας και προσβάσεως στο διαδίκτυο. Προς άμυνά της, η Orange España υποστηρίζει ότι η οδηγία για την αδειοδότηση δεν κάνει διάκριση μεταξύ παρόχων υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας και παρόχων υπηρεσιών σταθερής τηλεφωνίας. Επομένως, η ερμηνεία του άρθρου 13 της οδηγίας αυτής στην οποία προέβη το Δικαστήριο με την προμνησθείσα απόφαση μπορεί να εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση στην οποία επιβάλλονται τέλη σε παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών προκειμένου αυτοί να μπορούν να χρησιμοποιούν ραδιοσυχνότητες ή αριθμούς ή να προβαίνουν στην εγκατάσταση διευκολύνσεων. Η Orange España υπογραμμίζει, εξάλλου, ότι, με την εν λόγω απόφαση, το Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί της μεθόδου για τον υπολογισμό του ύψους του οικείου τέλους.

20

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχει η οδηγία για την αδειοδότηση, όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο σε σχέση με επιχειρήσεις δραστηριοποιούμενες στον τομέα των κινητών τηλεπικοινωνιών, ιδίως δε οι περιορισμοί που η οδηγία αυτή προβλέπει στα άρθρα της 12 και 13 όσον αφορά την άσκηση της εξουσίας των κρατών μελών για την επιβολή επιβαρύνσεων, εφαρμογή στις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών σταθερής τηλεφωνίας και διαδικτύου;

2)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο προηγούμενο ερώτημα (ήτοι εάν κριθεί ότι η οδηγία για την αδειοδότηση έχει εφαρμογή στις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών σταθερής τηλεφωνίας και διαδικτύου), επιτρέπουν τα άρθρα 12 και 13 της εν λόγω οδηγίας στα κράτη μέλη να επιβάλλουν επιβαρύνσεις ή τέλη το ύψος των οποίων καθορίζεται αποκλειστικώς σε συνάρτηση με τα ετήσια ακαθάριστα έσοδα της επιχειρήσεως –ιδιοκτήτριας των εγκατεστημένων διευκολύνσεων– από την παροχή υπηρεσιών σταθερής τηλεφωνίας και διαδικτύου στην αντίστοιχη γεωγραφική περιοχή;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου ερωτήματος

21

Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η οδηγία για την αδειοδότηση έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται επί των επιχειρήσεων που παρέχουν υπηρεσίες σταθερής τηλεφωνίας και υπηρεσίες προσβάσεως στο διαδίκτυο.

22

Από το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας για την αδειοδότηση προκύπτει ότι αυτή εφαρμόζεται στις «άδειες για την παροχή δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών».

23

Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας για την αδειοδότηση προβλέπει ότι, για τους σκοπούς της οδηγίας αυτής, εφαρμόζονται «οι ορισμοί που περιέχονται στο άρθρο 2 της [οδηγίας-πλαισίου]».

24

Κατά συνέπεια, προκειμένου να καθοριστεί το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας για την αδειοδότηση, πρέπει να γίνει αναφορά στους ορισμούς των εννοιών «δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών» και «υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών», που περιλαμβάνονται στην οδηγία-πλαίσιο.

25

Κατά το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας-πλαισίου, ως «δίκτυο ηλεκτρονικών επικοινωνιών» νοούνται «τα συστήματα μετάδοσης και, κατά περίπτωση, ο εξοπλισμός μεταγωγής ή δρομολόγησης και οι λοιποί πόροι, περιλαμβανομένων μη ενεργών στοιχείων δικτύου, που επιτρέπουν τη μεταφορά σημάτων, με τη χρήση καλωδίου, ραδιοσημάτων, οπτικού ή άλλου ηλεκτρομαγνητικού μέσου, περιλαμβανομένων των δορυφορικών δικτύων, των σταθερών (μεταγωγής δεδομένων μέσω κυκλωμάτων και πακετομεταγωγής, περιλαμβανομένου του Διαδικτύου) και κινητών επίγειων δικτύων, των συστημάτων ηλεκτρικών καλωδίων, εφόσον χρησιμοποιούνται για τη μετάδοση σημάτων, των δικτύων που χρησιμοποιούνται για ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές, καθώς και των δικτύων καλωδιακής τηλεόρασης, ανεξάρτητα από το είδος των μεταφερόμενων πληροφοριών».

26

Κατά το άρθρο 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας-πλαισίου, ως «υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών» νοούνται «οι υπηρεσίες που παρέχονται συνήθως έναντι αμοιβής και των οποίων η παροχή συνίσταται, εν όλω ή εν μέρει, στη μεταφορά σημάτων σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών και των υπηρεσιών μετάδοσης σε δίκτυα που χρησιμοποιούνται για ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις […]».

27

Εν προκειμένω, η υπόθεση της κύριας δίκης αφορά την παροχή υπηρεσιών προσβάσεως στο διαδίκτυο και υπηρεσιών σταθερής τηλεφωνίας μέσω καλωδιακών δικτύων και άλλων τεχνικών διευκολύνσεων.

28

Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις προκύπτει ότι η ως άνω οδηγία δεν κάνει διάκριση, όσον αφορά τον ορισμό της έννοιας των «υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών», μεταξύ των υπηρεσιών σταθερής τηλεφωνίας και των υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας. Όπως διαπίστωσε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 26 των προτάσεών του, η αιτιολογική σκέψη 10 της οδηγίας-πλαισίου επισημαίνει, χωρίς να κάνει διάκριση μεταξύ σταθερής και κινητής τηλεφωνίας, ότι «οι υπηρεσίες φωνητικής τηλεφωνίας και ηλεκτρονικού ταχυδρομείου καλύπτονται από την παρούσα οδηγία».

29

Το δε άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας-πλαισίου κάνει ρητή αναφορά στην πρόσβαση στο διαδίκτυο και, όπως επίσης διαπίστωσε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 27 των προτάσεών του, η αιτιολογική σκέψη 10 της οδηγίας αυτής διευκρινίζει ότι η «πρόσβαση στο Διαδίκτυο» συνιστά υπηρεσία ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

30

Επομένως, διαπιστώνεται ότι οι «υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών», κατά την έννοια της οδηγίας-πλαισίου, είναι υπηρεσίες που συνίστανται στη μετάδοση σημάτων σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών, ανεξαρτήτως του αν τα δίκτυα αυτά είναι σταθερά ή κινητά και του αν καλύπτουν υπηρεσίες τηλεφωνίας, σταθερής ή κινητής, καθώς και υπηρεσίες προσβάσεως στο διαδίκτυο. Δεδομένου ότι το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας για την αδειοδότηση καθορίζεται βάσει των ορισμών που περιλαμβάνονται στην οδηγία-πλαίσιο, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η οδηγία για την αδειοδότηση έχει εφαρμογή στις άδειες για την παροχή δικτύων καθώς και για την παροχή υπηρεσιών προσβάσεως στο διαδίκτυο και σταθερής τηλεφωνίας.

31

Κατά συνέπεια, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία για την αδειοδότηση έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται και στις επιχειρήσεις που παρέχουν υπηρεσίες σταθερής τηλεφωνίας και υπηρεσίες προσβάσεως στο διαδίκτυο.

Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

32

Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, αν τα άρθρα 12 και 13 της οδηγίας για την αδειοδότηση έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας στις επιχειρήσεις που είναι ιδιοκτήτριες υποδομών ή δικτύων αναγκαίων για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες και οι οποίες χρησιμοποιούν τις υποδομές ή τα δίκτυα αυτά για την παροχή υπηρεσιών σταθερής τηλεφωνίας και υπηρεσιών προσβάσεως στο διαδίκτυο επιβάλλεται τέλος του οποίου το ύψος καθορίζεται αποκλειστικώς βάσει των ακαθάριστων εσόδων που πραγματοποιούν ετησίως οι επιχειρήσεις αυτές στο έδαφος του οικείου κράτος μέλος.

33

Δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 2, η οδηγία για την αδειοδότηση εφαρμόζεται στις άδειες για την παροχή δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών (βλ. απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2015, Proximus, C‑517/13, EU:C:2015:820, σκέψη 25).

34

Η οδηγία για την αδειοδότηση προβλέπει όχι μόνον κανόνες σχετικούς με τις διαδικασίες χορηγήσεως των γενικών αδειών ή των δικαιωμάτων χρήσεως ραδιοσυχνοτήτων ή αριθμών και με το περιεχόμενο των εν λόγω αδειών, αλλά και κανόνες σχετικούς με τη φύση ή ακόμη και την έκταση των χρηματικών επιβαρύνσεων που συνδέονται με τις εν λόγω διαδικασίες και τις οποίες μπορούν να επιβάλλουν τα κράτη μέλη στις επιχειρήσεις που αναπτύσσουν δραστηριότητα στον τομέα των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών (αποφάσεις της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, Belgacom και Mobistar, C‑256/13 και C‑264/13, EU:C:2014:2149, σκέψη 29, της 6ης Οκτωβρίου 2015, Base Company, C‑346/13, EU:C:2015:649, σκέψη 15, και της 17ης Δεκεμβρίου 2015, Proximus, C‑517/13, EU:C:2015:820, σκέψη 26).

35

Όπως προκύπτει από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της οδηγίας για την αδειοδότηση, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επιβάλλουν άλλες επιβαρύνσεις ή τέλη για την παροχή δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών πέραν εκείνων που προβλέπονται στην οδηγία αυτή (απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2015, Proximus, C‑517/13, EU:C:2015:820, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

36

Επομένως, προκειμένου οι διατάξεις της οδηγίας για την αδειοδότηση να έχουν εφαρμογή επί φορολογικής επιβαρύνσεως όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης επιβάρυνση, η γενεσιουργός αιτία της πρέπει να συνδέεται με τη διαδικασία χορηγήσεως γενικής αδείας, η οποία διασφαλίζει, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της ως άνω οδηγίας, το δικαίωμα παροχής δικτύων ή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών (απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2015, Proximus, C‑517/13, EU:C:2015:820, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

37

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι οι διοικητικές επιβαρύνσεις που τα κράτη μέλη δύνανται να επιβάλλουν, δυνάμει του άρθρου 12 της οδηγίας για την αδειοδότηση, στις επιχειρήσεις που παρέχουν δίκτυα ή υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών βάσει γενικής άδειας ή στις οποίες χορηγήθηκε δικαίωμα χρήσεως, με σκοπό τη χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων εθνικής ρυθμιστικής αρχής, πρέπει να διατίθενται αποκλειστικώς για την κάλυψη του συνόλου των διοικητικών δαπανών που απαιτούνται για τις δραστηριότητες που απαριθμούνται στο άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής (απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2018, X και Visser, C‑360/15 και C‑31/16, EU:C:2018:44, σκέψη 64)

38

Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει επισημάνει ότι το άρθρο 13 της οδηγίας για την αδειοδότηση δεν αφορά όλα τα τέλη επί των υποδομών οι οποίες καθιστούν δυνατή την παροχή δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών (αποφάσεις της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, Belgacom και Mobistar, C‑256/13 και C‑264/13, EU:C:2014:2149, σκέψη 34, και της 17ης Δεκεμβρίου 2015, Proximus, C‑517/13, EU:C:2015:820, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

39

Πράγματι, το άρθρο αυτό αφορά τους λεπτομερείς κανόνες σχετικά με την επιβολή τελών για τα δικαιώματα χρήσεως ραδιοσυχνοτήτων ή αριθμών ή για τα δικαιώματα εγκαταστάσεως διευκολύνσεων επί δημοσίου ή ιδιωτικού ακινήτου ή κάτω από τέτοιο ακίνητο (απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2015, C‑517/13, EU:C:2015:820, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

40

Εν προκειμένω, το άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, της φορολογικής κανονιστικής αποφάσεως 22/2014 προβλέπει ότι «[η] γενεσιουργός αιτία του τέλους συνίσταται στην αποκλειστική χρήση ή την ιδιαίτερη εκμετάλλευση του υπεδάφους και της επιφάνειας της δημοτικής ακίνητης περιουσίας, καθώς και του υπερκείμενου αυτής αέρα, με τη χρήση καλωδίων, σωληνώσεων και αγωγών προοριζόμενων για τα δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας, ύδατος, φωταερίου ή οποιασδήποτε άλλης ρευστής ύλης, σταθερής τηλεφωνίας, κινητής τηλεφωνίας και λοιπών υπηρεσιών ηλεκτρονικής επικοινωνίας […]». Επιπλέον, κατά το άρθρο 4, σημείο 3, της αποφάσεως αυτής, στο εν λόγω τέλος υπόκεινται τόσο οι ιδιοκτήτες των χρησιμοποιούμενων δικτύων ή υποδομών όσο και οι φορείς που διαθέτουν δικαίωμα χρήσεως, προσβάσεως ή διασυνδέσεως με τα δίκτυα αυτά ή τις υποδομές αυτές, πλην των παρόχων υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας.

41

Όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 12 της οδηγίας για την αδειοδότηση, από την ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία καθώς και από τις ομόφωνες απαντήσεις που έδωσαν οι μετέχοντες στη διαδικασία σε ερώτηση του Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση προκύπτει ότι το τέλος εκμεταλλεύσεως της δημόσιας περιουσίας δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου αυτού, καθόσον δεν αποσκοπεί στην κάλυψη του συνόλου των διοικητικών δαπανών που συνδέονται με τις δραστηριότητες της εθνικής ρυθμιστικής αρχής. Ως εκ τούτου, το τέλος αυτό δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «διοικητική επιβάρυνση», κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου.

42

Κατά συνέπεια, το άρθρο 12 της οδηγίας για την αδειοδότηση δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει τέτοιο τέλος.

43

Όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 13 της ως άνω οδηγίας, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι οι όροι «διευκολύνσεις» και «εγκατάσταση», τους οποίους αυτή χρησιμοποιεί, σημαίνουν, αντιστοίχως, τις υλικές υποδομές για την παροχή δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών και την υλική τοποθέτηση των υποδομών αυτών στα οικεία δημόσια ή ιδιωτικά ακίνητα (απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2015, Proximus, C‑517/13, EU:C:2015:820, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

44

Εντούτοις, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 38 της παρούσας αποφάσεως, το άρθρο 13 της οδηγίας για την αδειοδότηση δεν αφορά όλα τα τέλη επί των υποδομών οι οποίες καθιστούν δυνατή την παροχή δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών (απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, Belgacom και Mobistar, C‑256/13 και C‑264/13, EU:C:2014:2149, σκέψη 34).

45

Όπως προκύπτει από τη σκέψη 40 της παρούσας αποφάσεως, η γενεσιουργός αιτία του τέλους εκμεταλλεύσεως της δημόσιας περιουσίας συνίσταται στην αποκλειστική χρήση ή την ιδιαίτερη εκμετάλλευση του υπεδάφους και της επιφάνειας της δημοτικής ακίνητης περιουσίας, καθώς και του υπερκείμενου αυτής αέρα, μέσω διαφόρων υποδομών, με συνέπεια υπόχρεοι στην καταβολή του τέλους αυτού να είναι οι πάροχοι δικτύων ή υπηρεσιών ηλεκτρικής ενέργειας, ύδατος, φωταερίου ή οποιουδήποτε άλλου είδους ρευστής ύλης, υπηρεσιών σταθερής τηλεφωνίας, κινητής τηλεφωνίας και λοιπών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, οι οποίοι χρησιμοποιούν ή εκμεταλλεύονται τις εν λόγω υποδομές.

46

Εξάλλου, το άρθρο 4, σημείο 3, της φορολογικής κανονιστικής αποφάσεως 22/2014 προβλέπει ότι στο εν λόγω τέλος υπόκεινται όχι μόνον οι φορείς που διαθέτουν δικαίωμα χρήσεως, προσβάσεως ή διασυνδέσεως με τα χρησιμοποιούμενα δίκτυα ή τις χρησιμοποιούμενες υποδομές, αλλά και οι ιδιοκτήτες των δικτύων ή υποδομών αυτών, περιλαμβανομένων, επομένως, και εκείνων που δεν εκμεταλλεύονται οι ίδιοι τα εν λόγω δίκτυα ή τις εν λόγω υποδομές.

47

Εκ των ανωτέρω έπεται ότι το πεδίο εφαρμογής του τέλους εκμεταλλεύσεως της δημόσιας περιουσίας δεν περιορίζεται μόνο στους παρόχους δικτύων ή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή στους φορείς που απολαύουν δικαιωμάτων προβλεπόμενων στο άρθρο 13 της οδηγίας για την αδειοδότηση, στοιχείο το οποίο εναπόκειται, ωστόσο, στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει (πρβλ. απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, Belgacom και Mobistar, C‑256/13 και C‑264/13, EU:C:2014:2149, σκέψη 36).

48

Επιπλέον, η φορολογική κανονιστική απόφαση 22/2014 ουδόλως προβλέπει ότι, όσον αφορά την αποκλειστική χρήση ή την ιδιαίτερη εκμετάλλευση στοιχείων της δημόσιας περιουσίας μέσω διαφόρων υποδομών, θα πρέπει να προσδιορίζεται προς τούτο το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που δημιούργησε αυτές τις υποδομές, διαπίστωση η οποία συνάγεται κατ’ ανάγκην από το άρθρο 13 της οδηγίας για την αδειοδότηση.

49

Επομένως, το προβλεπόμενο με την ως άνω κανονιστική απόφαση τέλος εκμεταλλεύσεως της δημόσιας περιουσίας δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επιβάλλεται στις επιχειρήσεις που παρέχουν δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών ως αντιπαροχή για το δικαίωμα εγκαταστάσεως διευκολύνσεων (πρβλ. απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2015, Proximus, C‑517/13, EU:C:2015:820, σκέψη 35).

50

Κατά συνέπεια, η γενεσιουργός αιτία του τέλους εκμεταλλεύσεως της δημόσιας περιουσίας, δεδομένου ότι συνδέεται, δυνάμει της ως άνω φορολογικής κανονιστικής αποφάσεως, με την παροχή του δικαιώματος χρήσεως των διευκολύνσεων που έχουν εγκατασταθεί επί της δημοτικής ακίνητης περιουσίας ή στο υπέδαφός της, δεν συναρτάται προς το δικαίωμα εγκαταστάσεως τέτοιων διευκολύνσεων κατά την έννοια του άρθρου 13 της οδηγίας για την αδειοδότηση, όπως το άρθρο αυτό ερμηνεύθηκε στη σκέψη 43 της παρούσας αποφάσεως.

51

Εκ των ανωτέρω έπεται ότι το τέλος που προβλέπεται με τη φορολογική κανονιστική απόφαση 22/2014 δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 13 της οδηγίας για την αδειοδότηση.

52

Κατά συνέπεια, το άρθρο 13 της οδηγίας για την αδειοδότηση δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει τέλος με τα χαρακτηριστικά του τέλους εκμεταλλεύσεως της δημόσιας περιουσίας.

53

Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 12 και 13 της οδηγίας για την αδειοδότηση έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας στις επιχειρήσεις που είναι ιδιοκτήτριες υποδομών ή δικτύων αναγκαίων για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες και οι οποίες χρησιμοποιούν τις υποδομές ή τα δίκτυα αυτά για την παροχή υπηρεσιών σταθερής τηλεφωνίας και υπηρεσιών προσβάσεως στο διαδίκτυο επιβάλλεται τέλος του οποίου το ύψος καθορίζεται αποκλειστικώς βάσει των ακαθάριστων εσόδων που πραγματοποιούν ετησίως οι επιχειρήσεις αυτές στο έδαφος του οικείου κράτος μέλος.

Επί των δικαστικών εξόδων

54

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Η οδηγία 2002/20/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, για την αδειοδότηση δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την αδειοδότηση), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/140/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται και στις επιχειρήσεις που παρέχουν υπηρεσίες σταθερής τηλεφωνίας και υπηρεσίες προσβάσεως στο διαδίκτυο.

 

2)

Τα άρθρα 12 και 13 της οδηγίας 2002/20, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/140, έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας στις επιχειρήσεις που είναι ιδιοκτήτριες υποδομών ή δικτύων αναγκαίων για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες και οι οποίες χρησιμοποιούν τις υποδομές ή τα δίκτυα αυτά για την παροχή υπηρεσιών σταθερής τηλεφωνίας και υπηρεσιών προσβάσεως στο διαδίκτυο επιβάλλεται τέλος του οποίου το ύψος καθορίζεται αποκλειστικώς βάσει των ακαθάριστων εσόδων που πραγματοποιούν ετησίως οι επιχειρήσεις αυτές στο έδαφος του οικείου κράτος μέλος.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.