Υπόθεση C761/18 P

Päivi Leino-Sandberg

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

 Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 21ης Ιανουαρίου 2021

«Αίτηση αναιρέσεως – Πρόσβαση στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 – Άρθρο 10 – Άρνηση προσβάσεως – Προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά αποφάσεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου περί αρνήσεως παροχής προσβάσεως σε έγγραφο – Δημοσιοποίηση του εγγράφου με σχόλια τρίτου μετά την άσκηση της προσφυγής – Κατάργηση της δίκης από το Γενικό Δικαστήριο λόγω απώλειας του εννόμου συμφέροντος – Πλάνη περί το δίκαιο»

Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Έννομο συμφέρον – Προσφυγή κατά αποφάσεως θεσμικού οργάνου περί αρνήσεως παροχής προσβάσεως σε έγγραφο – Δημοσιοποίηση του εγγράφου με σχόλια τρίτου μετά την άσκηση της προσφυγής – Ύπαρξη εννόμου συμφέροντος – Εκτίμηση υπό το πρίσμα του ουσιαστικού δικαίου το οποίο έχει εφαρμογή επί της ουσίας της διαφοράς – Κανονισμός 1049/2001 – Εξομοίωση της δημοσιοποιήσεως εγγράφου από τρίτο με τη δημοσιοποίηση από το οικείο θεσμικό όργανο – Δεν επιτρέπεται – Διατήρηση του εννόμου συμφέροντος

(Άρθρο 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ· κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 10 §§ 1 και 2)

(βλ. σκέψεις 32-35, 40, 45-49)

Σύνοψη

Η αναιρεσείουσα, καθηγήτρια Πανεπιστημίου, υπέβαλε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο πλαίσιο ερευνητικών προγραμμάτων σχετικών με τη διαφάνεια στους τριμερείς διαλόγους, αίτηση προσβάσεως στην απόφαση του θεσμικού αυτού οργάνου με την οποία το εν λόγω όργανο αρνήθηκε να παράσχει σε ένα πρόσωπο πρόσβαση σε ορισμένα έγγραφα, τα οποία περιείχαν πληροφορίες αποκτηθείσες στο πλαίσιο τριμερών διαλόγων (1). Με την απόφασή του της 3ης Απριλίου 2017 (2), το Κοινοβούλιο αρνήθηκε να παράσχει στην αναιρεσείουσα πρόσβαση στο ζητηθέν έγγραφο.

Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε (3) ότι παρείλκε η έκδοση αποφάσεως επί της προσφυγής της νυν αναιρεσείουσας κατά της τελευταίας αυτής αποφάσεως, δεδομένου ότι, κατόπιν της εκ μέρους του αποδέκτη του δημοσιοποιήσεως στο διαδίκτυο του εγγράφου στο οποίο η αναιρεσείουσα ζητούσε να της παρασχεθεί πρόσβαση, η εν λόγω προσφυγή είχε καταστεί άνευ αντικειμένου.

Επιληφθέν αιτήσεως αναιρέσεως που άσκησε η αναιρεσείουσα, το Δικαστήριο αναιρεί τη διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου και αναπέμπει την υπόθεση ενώπιον του δικαστηρίου αυτού.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Στηριζόμενο στη νομολογία του (4), το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι, ακόμη και αν το επίμαχο έγγραφο δημοσιοποιήθηκε από τρίτον, η επίδικη απόφαση δεν ανακλήθηκε τυπικώς από το Κοινοβούλιο και, επομένως, η διαφορά διατήρησε το αντικείμενό της.

Προκειμένου να εξακριβώσει αν το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να αποφανθεί επί της ουσίας της προσφυγής, το Δικαστήριο εξετάζει αν η αναιρεσείουσα διατήρησε, παρά τη δημοσιοποίηση του επίμαχου εγγράφου από τρίτον, το έννομο συμφέρον της. Προκαταρκτικώς, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι, μολονότι είναι αληθές ότι το έννομο συμφέρον, το οποίο πρέπει να εξακολουθεί να υφίσταται έως την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως, άλλως παρέλκει η έκδοση τέτοιας αποφάσεως, συνιστά διαδικαστική προϋπόθεση ανεξάρτητη από το ουσιαστικό δίκαιο το οποίο έχει εφαρμογή επί της ουσίας της διαφοράς, εντούτοις, δεν μπορεί να διαχωριστεί από το δίκαιο αυτό. Συνακόλουθα, λαμβανομένου υπόψη ότι η αίτηση προσβάσεως που είχε υποβάλλει η αναιρεσείουσα στηριζόταν στον κανονισμό 1049/2001 (5), το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι σκοπός του κανονισμού αυτού, που στηρίζεται στην αρχή της διαφάνειας, είναι να παράσχει στο κοινό το δικαίωμα μιας όσο το δυνατόν ευρύτερης προσβάσεως στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων. Το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι ο εν λόγω κανονισμός καθιερώνει, αφενός, το δικαίωμα, καταρχήν, κάθε προσώπου να έχει πρόσβαση στα έγγραφα θεσμικού οργάνου και, αφετέρου, την υποχρέωση, καταρχήν, ενός θεσμικού οργάνου να παρέχει πρόσβαση στα έγγραφά του. Οι εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων απαριθμούνται περιοριστικά στον εν λόγω κανονισμό.

Εν συνεχεία, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι, μολονότι, κατά τις διατάξεις του κανονισμού 1049/2001 (6), το οικείο θεσμικό όργανο μπορεί να εκπληρώσει την υποχρέωσή του ως προς την παροχή πρόσβασης στο έγγραφο, ενημερώνοντας τον αιτούντα με ποιον τρόπο μπορεί να αποκτήσει το ζητούμενο έγγραφο, εάν το έγγραφο έχει ήδη δοθεί στη δημοσιότητα από το σχετικό θεσμικό όργανο και η πρόσβαση σ’ αυτό είναι εύκολη, τούτο δεν συμβαίνει αν το έγγραφο θεσμικού οργάνου έχει δημοσιοποιηθεί από τρίτον. Συναφώς, το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι ένα έγγραφο το οποίο έχει δημοσιοποιηθεί από τρίτο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά επίσημο έγγραφο ή ότι εκφράζει την επίσημη θέση θεσμικού οργάνου, ελλείψει σαφούς εγκρίσεως εκ μέρους του θεσμικού οργάνου ότι αυτό το οποίο αποκτήθηκε προέρχεται όντως από το θεσμικό όργανο και εκφράζει την επίσημη θέση του.

Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι, σε περίπτωση στην οποία η αναιρεσείουσα απέκτησε μόνον πρόσβαση στο επίμαχο έγγραφο που δημοσιοποιήθηκε από τρίτον και στην οποία το Κοινοβούλιο εξακολουθεί να της αρνείται την πρόσβαση στο ζητηθέν έγγραφο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παρασχέθηκε στην προσφεύγουσα πρόσβαση, κατά την έννοια του κανονισμού 1049/2001, στο εν λόγω έγγραφο, ούτε, επομένως, ότι αυτή απώλεσε, λόγω και μόνον της ως άνω δημοσιοποιήσεως, το έννομο συμφέρον της να ζητήσει την ακύρωση της αποφάσεως του Κοινοβουλίου περί αρνήσεως παροχής προσβάσεως στο εν λόγω έγγραφο. Αντιθέτως, σε μια τέτοια περίπτωση, ο αιτών διατηρεί πραγματικό έννομο συμφέρον να του επιτραπεί η πρόσβαση σε επικυρωμένο αντίγραφο του ζητηθέντος εγγράφου, το οποίο να διασφαλίζει ότι το εν λόγω θεσμικό όργανο είναι ο συντάκτης του εγγράφου και ότι το εν λόγω έγγραφο εκφράζει την επίσημη θέση του.

Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο εκτιμά ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον εξομοίωσε τη δημοσιοποίηση εγγράφου από τρίτο με τη δημοσιοποίηση του ζητηθέντος εγγράφου από το οικείο θεσμικό όργανο και καθόσον συνήγαγε εξ αυτού ότι παρείλκε η έκδοση αποφάσεως επί της προσφυγής της αναιρεσείουσας για τον λόγο ότι, καθόσον το έγγραφο είχε δημοσιοποιηθεί από τρίτον, η αναιρεσείουσα μπορούσε να έχει πρόσβαση σε αυτό και να το χρησιμοποιήσει κατά τρόπο εξίσου νόμιμο ως εάν το είχε αποκτήσει σε συνέχεια της αποδοχής αιτήσεως υποβληθείσας βάσει του ως άνω κανονισμού.


1      Απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 8 Ιουλίου 2015, A(2015) 4931.


2      Απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου A(2016) 15112.


3      Διάταξη της 20ής Σεπτεμβρίου 2018, Leino-Sandberg κατά Κοινοβουλίου (T‑421/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:628).


4      Απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2018, ClientEarth κατά Επιτροπής (C‑57/16 P, EU:C:2018:660).


5      Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ 2001, L 145, σ. 43).


6      Άρθρο 10, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1049/2001.