ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 3ης Μαρτίου 2020 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ – Ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως – Άρθρο 2, παράγραφος 2 – Εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως – Κατάργηση του ελέγχου του διττού αξιοποίνου της πράξεως – Προϋποθέσεις – Αξιόποινη πράξη τιμωρούμενη από το κράτος μέλος εκδόσεως με στερητική της ελευθερίας ποινή ανώτατης διάρκειας τουλάχιστον τριών ετών – Τροποποίηση της ποινικής νομοθεσίας του κράτους μέλους εκδόσεως, μεταξύ της ημερομηνίας των πραγματικών περιστατικών και της ημερομηνίας εκδόσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως – Χρονικά εφαρμοστέος νόμος που πρέπει να ληφθεί υπόψη για να εξακριβωθεί αν το ανώτατο όριο ποινής είναι τουλάχιστον τρία έτη»

Στην υπόθεση C‑717/18,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το hof van beroep te Gent (εφετείο Γάνδης, Βέλγιο) με απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 15 Νοεμβρίου 2018, στο πλαίσιο δίκης σχετικής με την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως εκδοθέντος σε βάρος του

X,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, R. Silva de Lapuerta, Αντιπρόεδρο, J.-C. Bonichot, A. Arabadjiev, E. Regan, P. G. Xuereb, L. S. Rossi (εισηγήτρια) και I. Jarukaitis, προέδρους τμήματος, M. Ilešič, J. Malenovský, L. Bay Larsen, T. von Danwitz, C. Toader, K. Jürimäe και Κ. Λυκούργο, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Bobek

γραμματέας: M. Ferreira, κύρια διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 16ης Σεπτεμβρίου 2019,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

ο Procureur-generaal, εκπροσωπούμενος από την I. De Tandt,

ο X, εκπροσωπούμενος από τους S. Bekaert και P. Bekaert, advocaten, καθώς και από τον G. Boye, abogado,

η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις C. Van Lul και C. Pochet καθώς και από τον J.-C. Halleux,

η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τον M. Sampol Pucurull και στη συνέχεια από την S. Centeno Huerta,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον S. Grünheid και την R. Troosters,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 26ης Νοεμβρίου 2019,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών (ΕΕ 2002, L 190, σ. 1).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο της εκτελέσεως στο Βέλγιο ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως εκδοθέντος από την Audiencia Nacional (ανώτερο ειδικό δικαστήριο, Ισπανία) σε βάρος του X.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Οι αιτιολογικές σκέψεις 5 και 6 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 έχουν ως εξής:

«(5)

Ο στόχος που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση, να αποτελέσει ένα χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, συνεπάγεται την κατάργηση της έκδοσης μεταξύ κρατών μελών και την αντικατάστασή της από σύστημα παράδοσης μεταξύ δικαστικών αρχών. Εξάλλου, η εισαγωγή ενός νέου απλουστευμένου συστήματος παράδοσης προσώπων που έχουν καταδικαστεί ή είναι ύποπτα, προς το σκοπό της εκτέλεσης καταδικαστικών ποινικών αποφάσεων ή ποινικής δίωξης, επιτρέπει να αρθούν η πολυπλοκότητα και το ενδεχόμενο καθυστερήσεων που είναι εγγενή στις ισχύουσες διαδικασίες έκδοσης. Οι κλασικές σχέσεις συνεργασίας που ισχύουν μέχρι σήμερα μεταξύ κρατών μελών θα πρέπει να δώσουν τη θέση τους σε σύστημα ελεύθερης κυκλοφορίας τόσο των προδικαστικών όσο και των οριστικών ποινικών αποφάσεων, σε ένα χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης.

(6)

Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης το οποίο προβλέπει η παρούσα απόφαση-πλαίσιο αποτελεί την πρώτη περίπτωση συγκεκριμένης εφαρμογής, στον τομέα του ποινικού δικαίου, της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης που έχει χαρακτηρισθεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ως “ακρογωνιαίος λίθος” της δικαστικής συνεργασίας.»

4

Το άρθρο 2 της ως άνω αποφάσεως-πλαισίου, με τίτλο «Πεδίο εφαρμογής του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης», προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.   Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης μπορεί να εκδίδεται για πράξεις που τιμωρούνται από το δίκαιο του κράτους μέλους έκδοσης του σχετικού εντάλματος (εφεξής καλούμενο “κράτος έκδοσης του εντάλματος”) με στερητική της ελευθερίας ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας ανώτατης διάρκειας τουλάχιστον δώδεκα μηνών ή, εάν έχει ήδη επιβληθεί ποινή ή μέτρο ασφαλείας, για απαγγελθείσες καταδίκες διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων μηνών.

2.   Η παράδοση βάσει ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης υπό τις προϋποθέσεις της παρούσας απόφασης-πλαίσιο και χωρίς έλεγχο του διττού αξιοποίνου της πράξης χωρεί για τις ακόλουθες αξιόποινες πράξεις, εφόσον τιμωρούνται στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος με στερητική της ελευθερίας ποινή ή στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφάλειας ανώτατης διάρκειας τουλάχιστον τριών ετών και όπως ορίζονται από το δίκαιο του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος:

[…],

τρομοκρατία,

[…]

[…]

4.   Η παράδοση, προκειμένου για αξιόποινες πράξεις εκτός αυτών που καλύπτονται από την παράγραφο 2, μπορεί να εξαρτηθεί από την προϋπόθεση ότι οι πράξεις για τις οποίες εκδίδεται το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης συνιστούν αξιόποινη πράξη δυνάμει του δικαίου του κράτους μέλους εκτέλεσης, ανεξαρτήτως των στοιχείων αντικειμενικής υποστάσεως ή του νομικού χαρακτηρισμού αυτής.»

5

Το άρθρο 8 της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου, με τίτλο «Περιεχόμενο και τύπος του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης περιέχει τα ακόλουθα στοιχεία, τα οποία υποβάλλονται σύμφωνα με το έντυπο που περιλαμβάνεται στο παράρτημα:

[…]

στ)

την επιβληθείσα ποινή, εάν πρόκειται για τελεσίδικη απόφαση, ή την κλίμακα ποινών που προβλέπεται για την αξιόποινη πράξη από τη νομοθεσία του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος·

[…]».

6

Το άρθρο 17, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 έχει ως ακολούθως:

«Για την εξέταση και εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ακολουθείται διαδικασία επείγοντος.»

7

Το παράρτημα της ως άνω αποφάσεως-πλαισίου περιλαμβάνει ένα έντυπο ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως. Το εν λόγω έντυπο προβλέπει, στην ενότητα γʹ, ότι οι «[ε]νδείξεις για τη διάρκεια της ποινής» αφορούν, κατά το σημείο 1 της ενότητας αυτής, τη «[μ]έγιστη διάρκεια της στερητικής της ελευθερίας ποινής ή του στερητικού της ελευθερίας μέτρου ασφαλείας που μπορεί να επιβληθεί για την(τις) διαπραχθείσα(-ες) αξιόποινη(-ες) πράξη(-εις)» και, κατά το σημείο 2 της εν λόγω ενότητας, τη «[δ]ιάρκεια της επιβληθείσας στερητικής της ελευθερίας ποινής ή του επιβληθέντος στερητικού της ελευθερίας μέτρου ασφαλείας».

8

Το εν λόγω έντυπο προβλέπει επίσης, στην ενότητα εʹ, με τίτλο «Αξιόποινη(‑ες) πράξη(‑εις)», τη γνωστοποίηση πληροφοριών περί των αξιόποινων πράξεων με τις οποίες «συνδέεται» το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως και, ιδίως, μια «[Π]εριγραφή των περιστάσεων τέλεσης της(των) αξιόποινης(‑ων) πράξης(‑εων), όπου συμπεριλαμβάνονται ο χρόνος (η ημερομηνία και η ώρα), ο τόπος, καθώς και ο βαθμός συμμετοχής του καταζητούμενου στην(στις) αξιόποινη(‑ες) πράξη(‑εις)».

Το ισπανικό δίκαιο

9

Το άρθρο 578 του Código Penal (ποινικού κώδικα), όπως ίσχυε κατά την ημερομηνία των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, προέβλεπε ποινή φυλακίσεως μέχρι δύο έτη για το αδίκημα της εξύμνησης της τρομοκρατίας και του εξευτελισμού των θυμάτων της.

10

Στις 30 Μαρτίου 2015 το άρθρο 578 του κώδικα αυτού τροποποιήθηκε με αποτέλεσμα η αξιόποινη αυτή πράξη να τιμωρείται έκτοτε με ποινή φυλακίσεως μέχρι τρία έτη.

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

11

Με απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2017 η Audiencia Nacional (ανώτερο ειδικό δικαστήριο, Ισπανία) καταδίκασε τον X, μεταξύ άλλων, για πράξεις τελεσθείσες μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 2012 και 31 Δεκεμβρίου 2013, οι οποίες στοιχειοθετούν την αξιόποινη πράξη της εξύμνησης της τρομοκρατίας και του εξευτελισμού των θυμάτων της, που προβλέπεται στο άρθρο 578 του ποινικού κώδικα, ως είχε κατά τον χρόνο τελέσεως των πράξεων αυτών, και του επέβαλε τη μέγιστη ποινής φυλακίσεως δύο ετών. Η ως άνω απόφαση έχει πλέον αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, καθόσον το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο, Ισπανία), με απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2018, απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως που ασκήθηκε κατά της αποφάσεως αυτής.

12

Δεδομένου ότι ο X μετέβη από την Ισπανία στο Βέλγιο, η Audiencia Nacional (ανώτερο ειδικό δικαστήριο) εξέδωσε στις 25 Μαΐου 2018 ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως σε βάρος του και, στις 27 Ιουνίου 2018, συμπληρωματικό ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως, για την αξιόποινη πράξη της «τρομοκρατίας», υπό την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, προς εκτέλεση της ποινής που είχε επιβληθεί με την από 21 Φεβρουαρίου 2017 απόφαση του δικαστηρίου αυτού.

13

Προκειμένου να εξακριβώσει αν, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, η επίμαχη παράνομη πράξη τιμωρούνταν στο ισπανικό δίκαιο με στερητική της ελευθερίας ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας ανώτατης διάρκειας τουλάχιστον τριών ετών και αν, επομένως, δικαιολογούσε την παράδοση χωρίς έλεγχο του διττού αξιοποίνου της πράξεως, το rechtbank van eerste aanleg Oost-Vlaanderen, afdeling Gent (πλημμελειοδικείο Ανατολικής Φλάνδρας, τμήμα Γάνδης, Βέλγιο), ως δικαστική αρχή εκτελέσεως, έλαβε υπόψη το άρθρο 578 του ποινικού κώδικα όπως ίσχυε κατά την ημερομηνία των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης. Αφού διαπίστωσε την έλλειψη διττού αξιοποίνου της σχετικής πράξεως, το δικαστήριο αυτό, με διάταξη της 17ης Σεπτεμβρίου 2018, αρνήθηκε την εκτέλεση του συμπληρωματικού ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως της 27ης Ιουνίου 2018.

14

Επιληφθέν εφέσεως την οποία άσκησε ο Procureur-generaal (εισαγγελέας, Βέλγιο) κατά της διατάξεως αυτής, το hof van beroep te Gent (εφετείο Γάνδης, Βέλγιο) διατηρεί αμφιβολίες σχετικά με το χρονικά εφαρμοστέο δίκαιο του κράτους μέλους εκδόσεως που πρέπει να ληφθεί υπόψη για να κριθεί αν πληρούται η προϋπόθεση ότι η ανώτατη διάρκεια της στερητικής της ελευθερίας ποινής πρέπει να είναι τουλάχιστον τρία έτη, προϋπόθεση που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584. Εκτιμά ότι, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 578 του ποινικού κώδικα, όπως ίσχυε κατά την ημερομηνία των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, το rechtbank van eerste aanleg Oost-Vlaanderen, afdeling Gent (πλημμελειοδικείο Ανατολικής Φλάνδρας, τμήμα Γάνδης) ορθώς έλεγξε το διττό αξιόποινο της πράξεως και αρνήθηκε την εκτέλεση του συμπληρωματικού ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, δεδομένου ότι το άρθρο 578 του κώδικα αυτού, όπως ίσχυε κατά την ανωτέρω ημερομηνία, προέβλεπε ποινή φυλακίσεως μέχρι δύο έτη. Σημειώνει ωστόσο ότι, αν το άρθρο αυτό έπρεπε να ληφθεί υπόψη όπως ίσχυε κατά την ημερομηνία εκδόσεως του εν λόγω ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, θα έπρεπε να γίνει δεκτό ότι το rechtbank van eerste aanleg Oost-Vlaanderen, afdeling Gent (πλημμελειοδικείο Ανατολικής Φλάνδρας, τμήμα Γάνδης) δεν έπρεπε να εξετάσει το διττό αξιόποινο της πράξεως και δεν μπορούσε, επομένως, να αρνηθεί την εκτέλεση του ως άνω ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, διότι το νέο άρθρο 578 προβλέπει πλέον ποινή φυλακίσεως μέχρι τρία έτη.

15

Υπό τις συνθήκες αυτές, το hof van beroep te Gent (εφετείο Γάνδης) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχει το άρθρο 2, παράγραφος 2, [της απόφασης-πλαισίου 2002/584], όπως μεταφέρθηκε στο βελγικό δίκαιο με τον νόμο της 19ης Δεκεμβρίου 2003, [περί ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως (Moniteur belge της 22ας Δεκεμβρίου 2003, σ. 60075)], την έννοια ότι επιτρέπεται, για την εκ μέρους του κράτους μέλους εκτέλεσης εκτίμηση του οριζόμενου σε αυτό ορίου ποινής μέγιστης διάρκειας τουλάχιστον τριών ετών, να γίνει επίκληση του ποινικού νόμου που ισχύει στο κράτος μέλος έκδοσης κατά τον χρόνο έκδοσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης;

2)

Έχει το άρθρο 2, παράγραφος 2, [της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584], όπως μεταφέρθηκε στο βελγικό δίκαιο με τον [εν λόγω νόμο της 19ης Δεκεμβρίου 2003], την έννοια ότι επιτρέπεται, για την εκ μέρους του κράτους μέλους εκτέλεσης εκτίμηση του οριζόμενου σε αυτό ορίου ποινής μέγιστης διάρκειας τουλάχιστον τριών ετών, να γίνει επίκληση του ισχύοντος κατά τον χρόνο έκδοσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ποινικού νόμου, ο οποίος, σε σύγκριση με τον ποινικό νόμο που ίσχυε στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος κατά τον χρόνο τέλεσης των πράξεων, προέβλεπε αυστηρότερη ποινή;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

16

Με τα προδικαστικά ερωτήματα, που πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 2, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 έχει την έννοια ότι, προκειμένου να εξακριβωθεί αν η αξιόποινη πράξη για την οποία έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως τιμωρείται, εντός του κράτους μέλους εκδόσεως, με στερητική της ελευθερίας ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας ανώτατης διάρκειας τουλάχιστον τριών ετών, όπως η ποινή αυτή και το μέτρο αυτό ορίζονται από το δίκαιο του κράτους μέλους εκδόσεως, η δικαστική αρχή εκτελέσεως πρέπει να λάβει υπόψη το δίκαιο του κράτους μέλους εκδόσεως όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως ή το δίκαιο του κράτους μέλους εκδόσεως όπως ίσχυε κατά την ημερομηνία εκδόσεως του εν λόγω εντάλματος συλλήψεως.

17

Προκειμένου να δοθεί απάντηση στα ερωτήματα αυτά, πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, χωρεί παράδοση, υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει η ως άνω απόφαση-πλαίσιο και χωρίς έλεγχο του διττού αξιοποίνου της πράξεως, για τις αξιόποινες πράξεις που απαριθμούνται στη διάταξη αυτή, εφόσον τιμωρούνται εντός του κράτους μέλους εκδόσεως με στερητική της ελευθερίας ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας ανώτατης διάρκειας τουλάχιστον τριών ετών, όπως αυτά ορίζονται από το δίκαιο του κράτους μέλους εκδόσεως.

18

Ως εκ τούτου, από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο ορισμός των εν λόγω αξιόποινων πράξεων και οι αντίστοιχες ποινές προκύπτουν από το δίκαιο του «κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος» (απόφαση της 3ης Μαΐου 2007, Advocaten voor de Wereld, C‑303/05, EU:C:2007:261, σκέψη 52).

19

Εντούτοις, το γράμμα του άρθρου 2, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 δεν διευκρινίζει ποιο χρονικά εφαρμοστέο δίκαιο του κράτους μέλους αυτού πρέπει να λαμβάνει υπόψη η δικαστική αρχή εκτελέσεως προκειμένου να εξακριβώσει αν πληρούται η προϋπόθεση σχετικά με την ανώτατη διάρκεια ποινής τουλάχιστον τριών ετών, που προβλέπεται στη διάταξη αυτή, όταν στο ως άνω δίκαιο έχουν επέλθει τροποποιήσεις μεταξύ της ημερομηνίας των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως και της ημερομηνίας εκδόσεως, ή ακόμη και της ημερομηνίας εκτελέσεως, του εν λόγω εντάλματος.

20

Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν η Βελγική και η Ισπανική Κυβέρνηση καθώς και ο γενικός εισαγγελέας, το γεγονός ότι χρησιμοποιείται οριστική ενεστώτα στο άρθρο 2, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 δεν δικαιολογεί το συμπέρασμα ότι η το δίκαιο του κράτους μέλους εκδόσεως που πρέπει να ληφθεί υπόψη συναφώς είναι το ισχύον κατά τον χρόνο εκδόσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως. Πράγματι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 33 και 42 των προτάσεών του, αφενός, οριστική ενεστώτα χρησιμοποιείται συνήθως σε κανονιστική ρύθμιση για να εκφράσει τον υποχρεωτικό χαρακτήρα μιας διατάξεως και, αφετέρου, το ως άνω άρθρο 2, παράγραφος 2, αφορά τόσο τα ευρωπαϊκά εντάλματα συλλήψεως που εκδίδονται για την άσκηση ποινικής διώξεως και, επομένως, σε χρονική στιγμή κατά την οποία δεν έχει ακόμη απαγγελθεί ποινή για την παράνομη πράξη, όσο και τα ευρωπαϊκά εντάλματα συλλήψεως που εκδίδονται προς εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής. Επομένως, από τη χρήση οριστικής ενεστώτα στην εν λόγω διάταξη δεν μπορεί να συναχθεί κανενός είδους ένδειξη όσον αφορά το χρονικά εφαρμοστέο δίκαιο του κράτους μέλους εκδόσεως που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη υπό το πρίσμα των προϋποθέσεων εφαρμογής της ίδιας αυτής διατάξεως.

21

Υπό τις συνθήκες αυτές, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, προκειμένου να ερμηνευθεί διάταξη του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (αποφάσεις της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Koushkaki, C‑84/12, EU:C:2013:862, σκέψη 34, της 16ης Νοεμβρίου 2016, Hemming κ.λπ., C‑316/15, EU:C:2016:879, σκέψη 27, και της 25ης Ιανουαρίου 2017, Vilkas, C‑640/15, EU:C:2017:39, σκέψη 30).

22

Πρώτον, όσον αφορά το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 2, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, πρέπει να σημειωθεί ότι το εν λόγω άρθρο 2 ορίζει, όπως εκτίθεται στον τίτλο του, το πεδίο εφαρμογής του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως. Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της ως άνω αποφάσεως-πλαισίου, ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως μπορεί να εκδίδεται για πράξεις που τιμωρούνται από το δίκαιο του κράτους μέλους εκδόσεως του σχετικού εντάλματος με στερητική της ελευθερίας ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας ανώτατης διάρκειας τουλάχιστον δώδεκα μηνών ή, εάν έχει ήδη επιβληθεί ποινή ή μέτρο ασφαλείας, για απαγγελθείσες καταδίκες διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων μηνών. Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 22 και 24 των προτάσεών του, αφ’ ης στιγμής πληρούται η τιθέμενη στο ως άνω άρθρο 2, παράγραφος 1, προϋπόθεση για την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, η οποία διατυπώνεται υπό τη μορφή δύο εναλλακτικών περιπτώσεων, οι παράγραφοι 2 και 4 του εν λόγω άρθρου θεσπίζουν διάκριση μεταξύ αξιόποινων πράξεων για τις οποίες η εκτέλεση του εκδοθέντος κατά τα άνω ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως πρέπει να χωρεί χωρίς έλεγχο του διττού αξιοποίνου της πράξεως και εκείνων για τις οποίες η ως άνω εκτέλεση μπορεί να εξαρτάται από έναν τέτοιο έλεγχο.

23

Από το γράμμα της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου προκύπτει όμως ότι, όσον αφορά την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως προς εκτέλεση καταδικαστικής αποφάσεως, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, το ελάχιστο όριο των τεσσάρων μηνών μπορεί να αφορά μόνον τη συγκεκριμένη ποινή που επιβλήθηκε με την απόφαση αυτή σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους εκδόσεως όπως αυτό είχε εφαρμογή στις πράξεις επί των οποίων εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση και όχι την ποινή που θα μπορούσε να επιβληθεί δυνάμει του ισχύοντος κατά την ημερομηνία εκδόσεως του εν λόγω εντάλματος συλλήψεως δικαίου του κράτους μέλους αυτού.

24

Η κατάσταση δεν μπορεί να είναι διαφορετική όσον αφορά την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584.

25

Πράγματι, καταρχάς, η ερμηνεία κατά την οποία η δικαστική αρχή εκτελέσεως θα πρέπει να λάβει υπόψη το δίκαιο του κράτους μέλους εκδόσεως όπως αυτό ίσχυε σε διαφορετική κάθε φορά ημερομηνία, αναλόγως του αν η αρχή αυτή εξετάζει αν το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως μπορούσε να εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, της ως άνω αποφάσεως-πλαισίου ή αν το εν λόγω ένταλμα συλλήψεως πρέπει να εκτελεστεί χωρίς έλεγχο του διττού αξιοποίνου της πράξεως κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2, παράγραφος 2, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου, θα έθιγε τη συνεκτική εφαρμογή των δύο αυτών διατάξεων.

26

Το γεγονός ότι το άρθρο 2, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 αναφέρεται σε «πράξεις που τιμωρούνται από το δίκαιο του κράτους μέλους έκδοσης», ενώ το άρθρο 2, παράγραφος 2, της ως άνω αποφάσεως-πλαισίου κάνει λόγο για «αξιόποινες πράξεις […] [που] τιμωρούνται στο κράτος μέλος έκδοσης», δεν μπορεί, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν η Βελγική και η Ισπανική Κυβέρνηση καθώς και ο γενικός εισαγγελέας, να συνηγορήσει υπέρ της ερμηνείας αυτής. Πράγματι, ανεξαρτήτως του λόγου για τον οποίο ο νομοθέτης της Ένωσης υιοθέτησε τους ως άνω δύο τρόπους διατυπώσεως, από τη μεταξύ τους διαφορά ουδόλως μπορεί να συναχθεί ότι το χρονικά εφαρμοστέο δίκαιο του κράτους μέλους αυτού το οποίο πρέπει να λάβει υπόψη η δικαστική αρχή εκτελέσεως για την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 2, της εν λόγω αποφάσεως‑πλαισίου θα πρέπει να είναι εκείνο που ίσχυε την ημερομηνία εκδόσεως του εν λόγω εντάλματος συλλήψεως.

27

Ομοίως, όσον αφορά το άρθρο 2, παράγραφος 4, της αποφάσεως‑πλαισίου 2002/584, αντιθέτως προς όσα προέβαλε ο εισαγγελέας (Βέλγιο) κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, η διάταξη αυτή δεν έχει καμία σημασία για τον προσδιορισμό του χρονικά εφαρμοστέου δικαίου του κράτους μέλους εκδόσεως που πρέπει να ληφθεί υπόψη για την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 2, της ως άνω αποφάσεως-πλαισίου, καθόσον μάλιστα η ως άνω διάταξη αναφέρεται μόνο στο δίκαιο του κράτους μέλους εκτελέσεως.

28

Περαιτέρω, η ερμηνεία κατά την οποία το χρονικά εφαρμοστέο δίκαιο του κράτους μέλους εκδόσεως που πρέπει να ληφθεί υπόψη από τη δικαστική αρχή εκτελέσεως για την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 είναι εκείνο το οποίο ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως επιρρωννύεται από το άρθρο 8 της ως άνω αποφάσεως‑πλαισίου. Το άρθρο αυτό προβλέπει τα στοιχεία τα οποία αποσκοπούν στην παροχή των ελάχιστων τυπικών πληροφοριών που είναι αναγκαίες προκειμένου να δοθεί στις δικαστικές αρχές εκτελέσεως η δυνατότητα να προβούν σύντομα σε εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, λαμβάνοντας επειγόντως την απόφασή τους σχετικά με την παράδοση (πρβλ. απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2018, Piotrowski, C‑367/16, EU:C:2018:27, σκέψη 59).

29

Ειδικότερα, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, της ως άνω αποφάσεως-πλαισίου, το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως περιέχει, μεταξύ άλλων, στοιχεία σχετικά με την επιβληθείσα ποινή, εάν πρόκειται για τελεσίδικη απόφαση, ή την κλίμακα ποινών που προβλέπεται για την αξιόποινη πράξη από τη νομοθεσία του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος, καθόσον τα στοιχεία αυτά πρέπει να υποβάλλονται «σύμφωνα με το έντυπο που περιλαμβάνεται στο παράρτημα» της ως άνω αποφάσεως-πλαισίου, έντυπο το οποίο επομένως πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για την ερμηνεία της διατάξεως αυτής (απόφαση της 1ης Ιουνίου 2016, Bob-Dogi, C‑241/15, EU:C:2016:385, σκέψη 44).

30

Συναφώς, στην ενότητα γʹ του εν λόγω εντύπου προβλέπεται ότι οι ενδείξεις σχετικά με τη διάρκεια της ποινής τις οποίες πρέπει να παράσχει η δικαστική αρχή αφορούν, κατά το σημείο 1 της ενότητας αυτής, τη «[μ]έγιστη διάρκεια της στερητικής της ελευθερίας ποινής ή του στερητικού της ελευθερίας μέτρου ασφαλείας που μπορεί να επιβληθεί για την (τις) διαπραχθείσα(-ες) αξιόποινη(-ες) πράξη(-εις)», και, κατά το σημείο 2 της εν λόγω ενότητας, τη «[δ]ιάρκεια της επιβληθείσας στερητικής της ελευθερίας ποινής ή του επιβληθέντος στερητικού της ελευθερίας μέτρου ασφαλείας».

31

Ως εκ τούτου, από το ίδιο το γράμμα της ενότητας γʹ του εν λόγω εντύπου και, ειδικότερα, από τους όρους «επιβληθεί», «επιβληθείσας» και «επιβληθέντος» που χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν την ποινή σε σχέση με την οποία πρέπει να παρέχονται οι σχετικές ενδείξεις προκύπτει ότι η εν λόγω ποινή είναι, αναλόγως της περιπτώσεως, αυτή η οποία μπορεί να επιβληθεί ή όντως επιβλήθηκε με την καταδικαστική απόφαση και, επομένως, αυτή που προκύπτει από το δίκαιο του κράτους μέλους εκδόσεως όπως είχε εφαρμογή στις οικείες πράξεις.

32

Εξάλλου, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 58 και 59 των προτάσεών του, τα πληροφοριακά στοιχεία τα οποία πρέπει να περιέχονται στο έντυπο του παραρτήματος της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 αφορούν συγκεκριμένα στοιχεία της υποθέσεως στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως, όπως προκύπτει ειδικότερα από την ενότητα εʹ του ως άνω εντύπου, κατά την οποία η δικαστική αρχή εκδόσεως υποχρεούται να περιγράψει ειδικότερα τις περιστάσεις τέλεσης της αξιόποινης πράξης.

33

Υπό τις συνθήκες αυτές, η δικαστική αρχή εκτελέσεως δεν μπορεί, προκειμένου να ελέγξει την τήρηση του κατώτατου ορίου ποινής που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, να λάβει υπόψη το δίκαιο του κράτους μέλους εκδόσεως όπως ίσχυε κατά χρόνο διαφορετικό από τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως.

34

Δεύτερον, η ερμηνεία αυτή του άρθρου 2, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 επιρρωννύεται από τον σκοπό της ως άνω αποφάσεως-πλαισίου.

35

Πράγματι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 5 της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου, η απόφαση αυτή έχει ως σκοπό, μέσω της θεσπίσεως ενός νέου απλουστευμένου και αποτελεσματικότερου συστήματος παράδοσης προσώπων που έχουν καταδικαστεί ή είναι ύποπτα για παραβάσεις της ποινικής νομοθεσίας, να διευκολύνει και να επιταχύνει τη δικαστική συνεργασία, προκειμένου να συμβάλει στην επίτευξη του σκοπού της Ένωσης να καταστεί ένας χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης στηριζόμενος στον υψηλό βαθμό εμπιστοσύνης που πρέπει να υφίσταται μεταξύ των κρατών μελών (αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 2015, Lanigan, C‑237/15 PPU, EU:C:2015:474, σκέψη 28, της 5ης Απριλίου 2016, Aranyosi και Căldăraru, C‑404/15 και C‑659/15 PPU, EU:C:2016:198, σκέψη 76, και της 25ης Ιανουαρίου 2017, Vilkas, C‑640/15, EU:C:2017:39, σκέψη 31).

36

Αν όμως το δίκαιο του κράτους μέλους εκδόσεως, το οποίο πρέπει να μνημονεύσει η δικαστική αρχή εκδόσεως σύμφωνα με το έντυπο του παραρτήματος της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 και το οποίο πρέπει να λάβει υπόψη η δικαστική αρχή εκτελέσεως προκειμένου να εξακριβώσει αν ένα ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως πρέπει να εκτελεστεί, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2, παράγραφος 2, της ως άνω αποφάσεως-πλαισίου, χωρίς έλεγχο του διττού αξιοποίνου της πράξεως, δεν ήταν εκείνο που ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε το εν λόγω ένταλμα συλλήψεως, η δικαστική αρχή εκτελέσεως θα μπορούσε να αντιμετωπίσει δυσχέρειες ως προς τον προσδιορισμό του χρονικά εφαρμοστέου δικαίου που πρέπει να ληφθεί υπόψη σε περίπτωση που το δίκαιο του κράτους μέλους εκδόσεως έχει τροποποιηθεί μεταξύ της ημερομηνίας των πραγματικών περιστατικών και της ημερομηνίας κατά την οποία η δικαστική αρχή εκτελέσεως πρέπει να αποφασίσει την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως.

37

Επομένως, η δικαστική αρχή εκτελέσεως πρέπει να μπορεί να στηριχθεί, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 2, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, στα πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με τη διάρκεια της ποινής που περιλαμβάνονται στο ίδιο το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως, σύμφωνα με το έντυπο του παραρτήματος της ως άνω αποφάσεως-πλαισίου. Πράγματι, δεδομένου ότι, κατά το άρθρο 17, παράγραφος 1, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου, ένα ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως πρέπει να εξετάζεται και να εκτελείται επειγόντως, η εξέταση του δικαίου του κράτους μέλους εκδόσεως στην οποία καλείται να προβεί η εν λόγω αρχή στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 2, παράγραφος 2, πρέπει να είναι κατ’ ανάγκην ταχεία και, κατά συνέπεια, να διενεργείται βάσει των πληροφοριακών στοιχείων που υπάρχουν στο ίδιο το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως. Το να απαιτείται από την ως άνω αρχή να εξακριβώνει, για την εκτέλεση του εν λόγω εντάλματος, αν το δίκαιο του κράτους μέλους εκδόσεως που έχει εφαρμογή στις οικείες πράξεις έχει τροποποιηθεί μετά την ημερομηνία τελέσεώς τους θα αντέβαινε προς τον σκοπό της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, όπως αυτός υπενθυμίστηκε με τη σκέψη 35 της παρούσας αποφάσεως.

38

Άλλωστε, κάθε διαφορετική ερμηνεία θα προκαλούσε αμφιβολίες, λαμβανομένων υπόψη των δυσχερειών τις οποίες ενδέχεται να αντιμετωπίσει η δικαστική αρχή για να προσδιορίσει ποιο χρονικά εφαρμοστέο δίκαιο θα μπορούσε ενδεχομένως να ληφθεί υπόψη, και, κατά συνέπεια, θα ήταν αντίθετη προς την αρχή της ασφάλειας δικαίου. Επιπλέον, το να εξαρτάται η εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως από το εφαρμοστέο δίκαιο κατά τον χρόνο εκδόσεώς του θα έθιγε την απαίτηση προβλεψιμότητας που απορρέει από την ίδια αρχή της ασφαλείας δικαίου.

39

Εξάλλου, το άρθρο 2, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 δεν πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι θα μπορούσε να επιτρέπει στο κράτος μέλος εκδόσεως να επεκτείνει, τροποποιώντας τις ποινές που προβλέπει η εσωτερική ρύθμισή του, το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως έτσι ώστε να εμπίπτουν σε αυτό πρόσωπα τα οποία, κατά την ημερομηνία τελέσεως των παράνομων πράξεων, μπορούσαν να επικαλεσθούν τη διάταξη για τον έλεγχο του διττού αξιοποίνου.

40

Όσον αφορά ακόμη την άποψη που υποστηρίζουν η Βελγική και η Ισπανική Κυβέρνηση, κατά την οποία η υποχρέωση της δικαστικής αρχής εκτελέσεως να λάβει υπόψη, για την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, το δίκαιο του κράτους μέλους εκδόσεως όπως ίσχυε κατά τον χρόνο εκδόσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως θα συνέβαλλε, εν προκειμένω, στην επίτευξη του σκοπού διευκολύνσεως της παραδόσεως του ενδιαφερομένου, καθόσον, αν ληφθεί υπόψη το δίκαιο αυτό, η προϋπόθεση ελέγχου του διττού αξιοποίνου της πράξεως δεν θα έχει πλέον εφαρμογή, πρέπει να σημειωθεί ότι η ερμηνεία της διατάξεως αυτής που πρέπει να προκριθεί δεν μπορεί να εξαρτάται από τις συγκεκριμένες πραγματικές περιστάσεις κάθε μεμονωμένης περιπτώσεως.

41

Πρέπει τέλος να υπομνησθεί ότι, στον τομέα που διέπεται από την απόφαση‑πλαίσιο 2002/584, η αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως, που συνιστά, όπως προκύπτει ιδίως από την αιτιολογική σκέψη 6 αυτής, τον «ακρογωνιαίο λίθο» της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις, υλοποιείται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της ως άνω αποφάσεως‑πλαισίου, δυνάμει του οποίου τα κράτη μέλη υποχρεούνται καταρχήν να εκτελούν κάθε ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως. Επομένως, η δικαστική αρχή εκτελέσεως μπορεί αρνηθεί να εκτελέσει ένα τέτοιο ένταλμα μόνο στις εξαντλητικώς απαριθμούμενες περιπτώσεις υποχρεωτικής μη εκτελέσεως, που προβλέπονται στο άρθρο 3 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, ή προαιρετικής μη εκτελέσεως, που προβλέπονται στα άρθρα 4 και 4α της ως άνω αποφάσεως-πλαισίου. Επιπλέον, η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως μπορεί να εξαρτάται μόνον από μία από τις προϋποθέσεις που περιοριστικά προβλέπει το άρθρο 5 της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου [πρβλ. απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2019, Openbaar Ministerie (Εισαγγελέας πλημμελειοδικών Βρυξελλών), C‑627/19 PPU, EU:C:2019:1079, σκέψεις 23 και 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

42

Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι η επίμαχη παράνομη πράξη δεν μπορεί να συνεπάγεται την παράδοση χωρίς έλεγχο του διττού αξιοποίνου της πράξεως κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 δεν σημαίνει, παρά ταύτα, ότι η αρμόδια αρχή πρέπει να αρνηθεί την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως. Πράγματι, εναπόκειται στη δικαστική αρχή εκτελέσεως να εξετάσει το κριτήριο του διττού αξιοποίνου της πράξεως το οποίο εκτίθεται στο άρθρο 2, παράγραφος 4, της ως άνω αποφάσεως-πλαισίου σε σχέση με την αξιόποινη αυτή πράξη.

43

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 έχει την έννοια ότι, προκειμένου να εξακριβωθεί αν η αξιόποινη πράξη για την οποία έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως τιμωρείται, εντός του κράτους μέλους εκδόσεως, με στερητική της ελευθερίας ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας ανώτατης διάρκειας τουλάχιστον τριών ετών, όπως η ποινή αυτή και το μέτρο αυτό ορίζονται από το δίκαιο του κράτους μέλους εκδόσεως, η δικαστική αρχή εκτελέσεως πρέπει να λάβει υπόψη το δίκαιο του κράτους μέλους εκδόσεως όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως.

Επί των δικαστικών εξόδων

44

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 2, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών, έχει την έννοια ότι, προκειμένου να εξακριβωθεί αν η αξιόποινη πράξη για την οποία έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως τιμωρείται, εντός του κράτους μέλους εκδόσεως, με στερητική της ελευθερίας ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας ανώτατης διάρκειας τουλάχιστον τριών ετών, όπως η ποινή αυτή και το μέτρο αυτό ορίζονται από το δίκαιο του κράτους μέλους εκδόσεως, η δικαστική αρχή εκτελέσεως πρέπει να λάβει υπόψη το δίκαιο του κράτους μέλους εκδόσεως όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.