ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)
της 9ης Σεπτεμβρίου 2020 ( *1 )
«Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Μεταβιβάσεις επιχειρήσεων – Οδηγία 2001/23/ΕΚ – Άρθρα 3 και 5 – Διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων – Προστασία των εργαζομένων σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη – Μεταβίβαση πραγματοποιηθείσα από τον σύνδικο πτωχεύσεως της μεταβιβάζουσας επιχείρησης η οποία υπήχθη σε διαδικασία αφερεγγυότητας – Παροχές επαγγελματικής ασφάλισης γήρατος – Περιορισμός των υποχρεώσεων του μεταβιβάζοντος – Ποσό της οφειλόμενης βάσει επαγγελματικού συμπληρωματικού συνταξιοδοτικού συστήματος παροχής υπολογιζόμενο σε συνάρτηση με τις αποδοχές του εργαζομένου κατά τον χρόνο της κίνησης της διαδικασίας αφερεγγυότητας – Οδηγία 2008/94/ΕΚ – Άρθρο 8 – Άμεσο αποτέλεσμα – Προϋποθέσεις»
Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑674/18 και C‑675/18,
με αντικείμενο δύο αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Bundesarbeitsgericht (ομοσπονδιακό δικαστήριο εργατικών διαφορών, Γερμανία), με αποφάσεις της 16ης Οκτωβρίου 2018, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 30 Οκτωβρίου 2018, στο πλαίσιο των δικών
EM
κατά
TMD Friction GmbH (C‑674/18),
και
FL
κατά
TMD Friction EsCo GmbH (C‑675/18),
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),
συγκείμενο από τους E. Regan, πρόεδρο τμήματος, I. Jarukaitis, E. Juhász (εισηγητή), M. Ilešič και Κ. Λυκούργο, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: E. Tanchev
γραμματέας: M. Krausenböck, διοικητική υπάλληλος,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 12ης Δεκεμβρίου 2019,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– |
ο EM, εκπροσωπούμενος από τους R. Buschmann, Prozessbevollmächtigter, |
– |
ο FL, εκπροσωπούμενος από τους R. Scholten και M. Schulze, Rechtsanwälte, |
– |
οι TMD Friction GmbH και TMD Friction EsCo GmbH, εκπροσωπούμενες από τους B. Reinhard και T. Hoffmann‑Remy, Rechtsanwälte, |
– |
η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους J. Möller και R. Kanitz, |
– |
η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους M. Kellerbauer και B.‑R. Killmann, |
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 5ης Μαρτίου 2020,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 |
Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία των άρθρων 3 και 5 της οδηγίας 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων (ΕΕ 2001, L 82, σ. 16), καθώς και του άρθρου 8 της οδηγίας 2008/94/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2008, περί προστασίας των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη τους (ΕΕ 2008, L 283, σ. 36). |
2 |
Τα προδικαστικά ερωτήματα ανέκυψαν στο πλαίσιο δύο διαφορών μεταξύ, πρώτον, του EM και της TMD Friction GmbH (υπόθεση C‑674/18), και, δεύτερον, του FL και της TMD Friction EsCo GmbH (υπόθεση C‑675/18), όσον αφορά θεμελιωθέντα δικαιώματα για παροχή επαγγελματικής ασφάλισης γήρατος σε περίπτωση μεταβίβασης εγκατάστασης που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο διαδικασίας αφερεγγυότητας. |
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
Η οδηγία 2001/23
3 |
Οι αιτιολογικές σκέψεις 3, 4 και 6 της οδηγίας 2001/23 έχουν ως εξής:
[…]
|
4 |
Κατά το άρθρο της 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, η οδηγία εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε μεταβίβαση επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης σε άλλον εργοδότη, ως αποτέλεσμα νομικής μεταβίβασης ή συγχώνευσης. |
5 |
Το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα εξής: «1. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του [μεταβιβάζοντος], που απορρέουν από σύμβαση εργασίας ή από εργασιακή σχέση υφισταμένη κατά την ημερομηνία της μεταβιβάσεως, μεταβιβάζονται, διά της μεταβιβάσεως αυτής, στον [διάδοχο]. […] 3. Μετά τη μεταβίβαση, ο [διάδοχος] εξακολουθεί να τηρεί τους συμφωνηθέντες με συλλογική σύμβαση όρους εργασίας, ως αυτοί εφαρμόζονται και έναντι του [μεταβιβάζοντος], σύμφωνα με τη σύμβαση, μέχρι την ημερομηνία της καταγγελίας ή λήξης της συλλογικής συμβάσεως ή της ενάρξεως της ισχύος ή εφαρμογής άλλης συλλογικής συμβάσεως. Τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίζουν την περίοδο τηρήσεως των εν λόγω όρων εργασίας, υπό την αίρεση ότι η περίοδος αυτή δεν θα είναι κατώτερη του έτους. 4.
|
6 |
Το άρθρο 5 της ίδιας οδηγίας ορίζει τα εξής: «1. Εκτός εάν τα κράτη μέλη προβλέπουν άλλως, τα άρθρα 3 και 4 δεν εφαρμόζονται στη μεταβίβαση επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης, όταν ο [μεταβιβάζων] υπόκειται σε διαδικασία πτώχευσης ή σε οποιαδήποτε άλλη ανάλογη διαδικασία αφερεγγυότητας, κινηθείσα με σκοπό την εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του [μεταβιβάζοντος] και οι διαδικασίες αυτές διεξάγονται υπό την εποπτεία αρμόδιας δημόσιας αρχής (που μπορεί να είναι σύνδικος πτωχεύσεως, εξουσιοδοτημένος από αρμόδια δημόσια αρχή). 2. Όταν τα άρθρα 3 και 4 εφαρμόζονται σε μεταβίβαση, κατά τη διάρκεια διαδικασίας αφερεγγυότητας κατά του [μεταβιβάζοντος] (ανεξάρτητα από το εάν η διαδικασία αυτή έχει κινηθεί για την εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του [μεταβιβάζοντος]), και εφόσον η διαδικασία αυτή τελεί υπό την εποπτεία αρμόδιας δημόσιας αρχής (που μπορεί να είναι σύνδικος πτωχεύσεως, ορισθείς από την εθνική νομοθεσία), ένα κράτος μέλος μπορεί να προβλέπει ότι:
[…] 4. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα, για να αποφευχθεί η καταχρηστική προσφυγή στις διαδικασίες αφερεγγυότητας, με σκοπό να στερηθούν οι εργαζόμενοι των δικαιωμάτων που απορρέουν από την παρούσα οδηγία.» |
Η οδηγία 2008/94
7 |
Η αιτιολογική σκέψη 3 της οδηγίας 2008/94 έχει ως εξής: «Είναι αναγκαία η θέσπιση διατάξεων για την προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, ιδίως για τη διασφάλιση της πληρωμής των ανεξόφλητων απαιτήσεών τους και για την εξασφάλιση της κατ’ ελάχιστον προστασίας, λαμβανομένης υπόψη της αναγκαιότητας ισόρροπης οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης στην Κοινότητα. Προς τούτο, τα κράτη μέλη πρέπει να συστήσουν οργανισμό που θα εγγυάται στους οικείους μισθωτούς την πληρωμή των ανεξόφλητων απαιτήσεών τους.» |
8 |
Κατά το άρθρο της 1, παράγραφος 1, η οδηγία εφαρμόζεται στις απαιτήσεις μισθωτών από συμβάσεις εργασίας ή από σχέσεις εργασίας κατά εργοδοτών σε κατάσταση αφερεγγυότητας, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας. |
9 |
Το άρθρο 2 της ίδιας οδηγίας ορίζει, στην παράγραφο 1, τα ακόλουθα: «Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ένας εργοδότης θεωρείται σε κατάσταση αφερεγγυότητας όταν έχει ζητηθεί η έναρξη συλλογικής διαδικασίας που βασίζεται στην αφερεγγυότητά του, προβλεπόμενη από τις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις ενός κράτους μέλους, η οποία επιφέρει τη μερική ή ολική πτωχευτική απαλλοτρίωση του εν λόγω εργοδότη, καθώς και το διορισμό συνδίκου ή προσώπου που ασκεί παρεμφερή καθήκοντα, και η αρχή που είναι αρμόδια δυνάμει των σχετικών διατάξεων:
|
10 |
Το άρθρο 2, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας έχει ως εξής: «Η παρούσα οδηγία δεν θίγει το εθνικό δίκαιο όσον αφορά τον ορισμό των όρων “μισθωτός”, “εργοδότης”, “αμοιβή εργασίας”, “κεκτημένο δικαίωμα” και “δικαίωμα προσδοκίας”». |
11 |
Κατά το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94: «Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν τη θέσπιση των αναγκαίων μέτρων για την προστασία των συμφερόντων των μισθωτών και των προσώπων που έχουν ήδη αποχωρήσει από την επιχείρηση ή από την εγκατάσταση του εργοδότη την ημέρα επελεύσεως της αφερεγγυότητάς του, σε [ό,τι] αφορά τα κεκτημένα δικαιώματά τους ή τα δικαιώματα προσδοκίας για παροχές γήρατος συμπεριλαμβανόμενων και των παροχών επιζώντων, στο πλαίσιο των υφισταμένων συστημάτων επαγγελματικής ή διεπαγγελματικής επικουρικής προνοίας, εκτός των εθνικών συστημάτων υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης.» |
Το γερμανικό δίκαιο
12 |
Ο Bürgerliches Gesetzbuch (αστικός κώδικας), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των διαφορών των κυρίων δικών (στο εξής: BGB), ορίζει, στο άρθρο 613a το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαιώματα και υποχρεώσεις σε περίπτωση μεταβίβασης επιχείρησης», τα εξής: «(1) Σε περίπτωση μεταβίβασης επιχείρησης ή τμήματος επιχείρησης σε άλλον κύριο μέσω νόμιμης δικαιοπραξίας, ο δεύτερος υποκαθίσταται στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του μεταβιβάζοντος που απορρέουν από τις σχέσεις εργασίας που υφίσταντο κατά τον χρόνο της μεταβιβάσεως. Εάν αυτά τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις ρυθμίζονται από τους νομικούς κανόνες συλλογικής συμβάσεως ή συμφωνίας με επιχείρηση, τότε καθίστανται αναπόσπαστο μέρος της σχέσης εργασίας μεταξύ του νέου κυρίου και του εργαζομένου […]. […] (4) Η καταγγελία της σχέσης εργασίας ενός εργαζομένου από τον μέχρι τότε εργοδότη ή από τον νέο ιδιοκτήτη, λόγω της μεταβιβάσεως μιας εγκαταστάσεως ή ενός τμήματος εγκαταστάσεως, είναι ανίσχυρη. Τούτο δεν θίγει το δικαίωμα καταγγελίας της σχέσης εργασίας για άλλους λόγους.» |
13 |
Ο Insolvenzordnung (πτωχευτικός κώδικας), της 5ης Οκτωβρίου 1994 (BGBl. 1994 I, σ. 2866), όπως έχει τροποποιηθεί από τον νόμο της 23ης Ιουνίου 2017 (BGBl. 2017 I, σ. 1693), προβλέπει, στο άρθρο 45 που φέρει τον τίτλο «Μετατροπή χρέους», τα εξής: «Οι απαιτήσεις που δεν είναι χρηματικές ή των οποίων το ποσό δεν μπορεί να προσδιοριστεί πρέπει να προβάλλονται με την εκτιμώμενη κατά τον χρόνο της κίνησης της διαδικασίας αφερεγγυότητας αξία. […] […]» |
14 |
Το άρθρο 108 του κώδικα αυτού, που φέρει την επικεφαλίδα «Διατήρηση ορισμένων υποχρεώσεων», έχει ως εξής: «(1) […] Οι σχέσεις εργασίας του οφειλέτη εξακολουθούν να παράγουν αποτελέσματα έναντι της πτωχευτικής περιουσίας. […] […] (3) Ο έτερος διάδικος μπορεί να προβάλει δικαιώματα που αφορούν το χρονικό διάστημα πριν από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας μόνον ως πιστωτής που μετέχει στη διαδικασία αυτή.» |
15 |
Το άρθρο 191 του εν λόγω κώδικα, που φέρει τον τίτλο «Συνυπολογισμός απαιτήσεων που τελούν υπό αναβλητική αίρεση», ορίζει τα εξής: «Απαίτηση τελούσα υπό αναβλητική αίρεση συνυπολογίζεται για όλο το ποσό της στο πλαίσιο μερικής διανομής. Το μέρος που αντιστοιχεί στην απαίτηση αυτή παρακρατείται κατά τη διανομή.» |
16 |
Κατά το άρθρο 198 του ίδιου κώδικα, που φέρει τον τίτλο «Κατάθεση των παρακρατηθέντων ποσών», ο σύνδικος της πτωχεύσεως οφείλει να καταθέσει σε αρμόδιο φορέα τα ποσά που παρακρατήθηκαν κατά την τελική διανομή. |
17 |
Ο Gesetz zur Verbesserung der betrieblichen Altersversorgung (Betriebsrentengesetz) [νόμος περί βελτιώσεως των επαγγελματικών συστημάτων ασφαλίσεως γήρατος (νόμος περί επαγγελματικών συντάξεων)], της 19ης Δεκεμβρίου 1974 (BGBl. I, σ. 3610), όπως έχει τροποποιηθεί από τον νόμο της 17ης Αυγούστου 2017 (BGBl. 2017 I, σ. 3214) (στο εξής: νόμος περί επαγγελματικών συντάξεων), ορίζει, στο άρθρο 1b που φέρει τον τίτλο «Προστασία των κεκτημένων δικαιωμάτων και διαχείριση των παροχών του συστήματος επαγγελματικής ασφάλισης γήρατος», τα ακόλουθα: «(1) Ο εργαζόμενος που έχει δικαίωμα σε παροχές βάσει επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος διατηρεί το δικαίωμά του σε παροχές, εάν η σχέση εργασίας λήξει πριν από την επέλευση του γεγονότος που γεννά το δικαίωμά του στην παροχή, υπό την προϋπόθεση ότι έχει συμπληρώσει το εικοστό πρώτο έτος της ηλικίας του και η κάλυψή του για παροχή σύνταξης είναι προγενέστερη τουλάχιστον κατά τρία έτη από την ημερομηνία λήξης της εργασιακής σχέσης (οριστικά κεκτημένο δικαίωμα). […] […]» |
18 |
Το άρθρο 9 του νόμου περί επαγγελματικών συντάξεων προβλέπει τα ακόλουθα: «Σε περίπτωση διαδικασίας αφερεγγυότητας, τα κεκτημένα δικαιώματα ή τα δικαιώματα προσδοκίας του έχοντος δικαίωμα σε συμπληρωματικές συνταξιοδοτικές παροχές γήρατος εκ μέρους του εργοδότη, επί των οποίων βασίζεται το δικαίωμα έναντι του φορέα ασφάλισης κατά της αφερεγγυότητας, μεταβιβάζονται στον φορέα αυτόν κατά την κίνηση της διαδικασίας […]. […] Τα δικαιώματα προσδοκίας που μεταβιβάστηκαν κατά την κίνηση της διαδικασίας αφερεγγυότητας αναγγέλλονται στη διαδικασία αφερεγγυότητας ως άνευ όρων απαιτήσεις κατά την έννοια του άρθρου 45 του πτωχευτικού κώδικα [,όπως έχει τροποποιηθεί από τον νόμο της 23ης Ιουνίου 2017]. […]» |
19 |
Το άρθρο 30f του νόμου αυτού ορίζει, στην παράγραφο 1, πρώτη περίοδος, τα εξής: «Όταν έχει αναληφθεί από τον εργοδότη υποχρέωση καταβολής σύνταξης γήρατος σε εργαζόμενο βάσει επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος προγενέστερου της 1ης Ιανουαρίου 2001, εφαρμόζεται το άρθρο 1b, παράγραφος 1, υπό την έννοια ότι τα δικαιώματα σε παροχές διατηρούνται εάν η σχέση εργασίας λήξει πριν από την επέλευση του γεγονότος που γεννά δικαίωμα σε παροχές, υπό τον όρο ότι, κατά την ημερομηνία της λήξης της σχέσης αυτής, ο εργαζόμενος έχει συμπληρώσει το τριακοστό πέμπτο έτος της ηλικίας του και η υποχρέωση καταβολής σύνταξης γήρατος έχει αναληφθεί 1. τουλάχιστον πριν από δέκα έτη· […] Στις περιπτώσεις αυτές, τα δικαιώματα σε παροχές διατηρούνται εάν η υποχρέωση του εργοδότη εξακολούθησε να υφίσταται για πέντε χρόνια μετά την 1η Ιανουαρίου 2001 και, κατά την ημερομηνία λήξης της σχέσης εργασίας, ο εργαζόμενος είχε συμπληρώσει το τριακοστό έτος της ηλικίας του. […]» |
Οι διαφορές των κυρίων δικών και τα προδικαστικά ερωτήματα
Η υπόθεση C‑674/18
20 |
Ο EM, που γεννήθηκε το 1980, εργαζόταν στην Textar GmbH από την 1η Αυγούστου 1996. Η εταιρία αυτή χορηγούσε στους εργαζομένους της, δυνάμει επιχειρησιακής συλλογικής σύμβασης, σύνταξη βάσει συμπληρωματικού επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος. Σύμφωνα με το εν λόγω συνταξιοδοτικό σύστημα, το ποσό της σύνταξης γήρατος για κάθε έτος υπηρεσίας ανερχόταν σε ποσοστό 0,2 % έως 0,55 % επί των ακαθάριστων αποδοχών που λάμβανε ο εργαζόμενος σε καθορισμένη ημερομηνία πριν από τη λήξη της εργασιακής σχέσης, χωρίς ωστόσο το ποσό αυτό να μπορεί να υπερβεί το 20,25 % μετά τη συμπλήρωση 45 ετών υπηρεσίας. |
21 |
Κατά τη μεταβίβαση των δραστηριοτήτων της Textar, η σύμβαση εργασίας του EM μεταφέρθηκε στην TMD Friction. Την 1η Μαρτίου 2009 κινήθηκε διαδικασία αφερεγγυότητας σε βάρος της περιουσίας της εταιρίας αυτής, η οποία συνέχισε όμως τη δραστηριότητά της. |
22 |
Όπως προκύπτει από τη δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο, τον Απρίλιο του 2009 ο σύνδικος της πτωχεύσεως μεταβίβασε ορισμένες δραστηριότητες της TMD Friction σε οντότητα η οποία τελικά, στις 4 Ιουνίου 2009, μετονομάστηκε και η ίδια σε TMD Friction. |
23 |
Ο Pensions‑Sicherungs‑Verein (φορέας εγγύησης των επαγγελματικών συντάξεων γήρατος, στο εξής: PSV), φορέας ιδιωτικού δικαίου που εξασφαλίζει την καταβολή των επαγγελματικών συντάξεων σε περίπτωση αφερεγγυότητας εργοδότη στη Γερμανία, ενημέρωσε τον EM ότι, λόγω της ηλικίας του, 29 ετών κατά τον χρόνο κινήσεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας, δεν είχε ακόμη αποκτήσει κανένα οριστικό δικαίωμα για παροχές γήρατος, δυνάμει του άρθρου 1b, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 30f, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, σημείο 1, του νόμου περί επαγγελματικών συντάξεων, οπότε δεν μπορούσε να λάβει καμία παροχή από τον PSV σε περίπτωση επέλευσης γεγονότος το οποίο, θεωρητικώς, θα γεννούσε δικαίωμα λήψεως συνταξιοδοτικών παροχών από τον φορέα αυτόν. |
24 |
Ο EM άσκησε αγωγή κατά της TMD Friction ζητώντας να υποχρεωθεί αυτή να του καταβάλει στο μέλλον, όταν θα έχει συμπληρώσει την ηλικία συνταξιοδοτήσεως που θεμελιώνει δικαίωμα σε παροχές, σύνταξη γήρατος για τον υπολογισμό της οποίας θα συνυπολογιστούν οι περίοδοι απασχόλησης που συμπληρώθηκαν πριν από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας. |
25 |
Η TMD Friction αντέκρουσε το αίτημα αυτό υποστηρίζοντας ότι, σε περίπτωση μεταβίβασης επιχείρησης μετά την κίνηση της διαδικασίας αφερεγγυότητας σε βάρος της περιουσίας του μεταβιβάζοντος, ο διάδοχος ευθύνεται μόνο για εκείνο το τμήμα της επαγγελματικής σύνταξης γήρατος που απορρέει από περιόδους εργασίας πραγματοποιηθείσες μετά την κίνηση της εν λόγω διαδικασίας. |
26 |
Ο EM, μετά την απόρριψη της αγωγής του, τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ’ έφεση, άσκησε αναίρεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, του Bundesarbeitsgericht (ομοσπονδιακού δικαστηρίου εργατικών διαφορών, Γερμανία). |
27 |
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Bundesarbeitsgericht (ομοσπονδιακό δικαστήριο εργατικών διαφορών) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
|
Η υπόθεση C‑675/18
28 |
Ο FL, γεννηθείς το 1950, εργαζόταν στην Textar από την 1η Οκτωβρίου 1968. Η εταιρία αυτή χορηγούσε στους εργαζoμένους της, δυνάμει επιχειρησιακής συλλογικής σύμβασης, σύνταξη γήρατος βάσει συμπληρωματικού επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος. Σύμφωνα με το εν λόγω συνταξιοδοτικό σύστημα, το ποσό της σύνταξης γήρατος για κάθε έτος υπηρεσίας ανερχόταν σε ποσοστό 0,5 % επί των ακαθάριστων αποδοχών που λάμβανε ο εργαζόμενος σε καθορισμένη ημερομηνία πριν από τη λήξη της εργασιακής σχέσης, χωρίς ωστόσο το ποσό αυτό να μπορεί να υπερβεί το 22,5 % μετά τη συμπλήρωση 45 ετών υπηρεσίας. |
29 |
Κατά τη μεταβίβαση των δραστηριοτήτων της Textar, η σύμβαση εργασίας του FL μεταβιβάστηκε στην TMD Friction, η δραστηριότητα της οποίας συνεχίστηκε μετά την κίνηση σε βάρος της, την 1η Μαρτίου 2009, διαδικασίας αφερεγγυότητας. |
30 |
Όπως προκύπτει από την δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο, τον Απρίλιο του 2009, ο σύνδικος της πτωχεύσεως μεταβίβασε ορισμένες δραστηριότητες της TMD Friction στην TMD Friction EsCo η οποία απέκτησε, από τις 22 Απριλίου 2009, την εγκατάσταση στην οποία εργαζόταν ο ενάγων της κύριας δίκης. |
31 |
Ο FL λαμβάνει, από 1ης Αυγούστου 2015, σύνταξη γήρατος ύψους 145,03 ευρώ μηνιαίως από την TMD Friction EsCo βάσει του συμπληρωματικού επαγγελματικού συνταξιοδοτικού προγράμματος καθώς και 816,99 ευρώ μηνιαίως από τον PSV. Ο PSV υπολόγισε το ποσό της σύνταξης αυτής βάσει των ακαθάριστων μηνιαίων αποδοχών του FL κατά τον χρόνο κίνησης της διαδικασίας αφερεγγυότητας, οπότε καθοριστική για τον σκοπό αυτόν ήταν η ημερομηνία της 1ης Μαρτίου 2009. |
32 |
Ο FL άσκησε αγωγή κατά της TMD Friction EsCo, ζητώντας να υποχρεωθεί αυτή να του καταβάλει υψηλότερη επαγγελματική σύνταξη γήρατος. Κατά τον FL, λαμβανομένων υπόψη των 45 ετών υπηρεσίας που συμπλήρωσε στην TMD Friction EsCo ή στην προκάτοχό της, καθώς και του ότι οι ακαθάριστες μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονταν σε 4940 ευρώ πριν από τη λήξη της σχέσης εργασίας, το ποσό της επαγγελματικής του σύνταξης έπρεπε να καθοριστεί σε 1111,50 ευρώ μηνιαίως. Κατά τον FL, η TMD Friction EsCo θα έπρεπε να αφαιρέσει από το ποσό αυτό μόνον την παροχή των 816,99 ευρώ που του καταβάλλει ο PSV. Ζητεί επομένως από την TMD Friction EsCo, εκτός από τη μηνιαία σύνταξη γήρατος ύψους 145,03 EUR που του καταβάλλει, επιπλέον ποσό 149,48 EUR μηνιαίως. |
33 |
Όπως και η TMD Friction στο πλαίσιο της υποθέσεως C‑674/18, η TMD Friction EsCo προέβαλε το επιχείρημα ότι, σε περίπτωση μεταβίβασης επιχείρησης μετά την κίνηση διαδικασίας αφερεγγυότητας σε βάρος της περιουσίας του μεταβιβάζοντος, ο διάδοχος ευθύνεται μόνο για το τμήμα της επαγγελματικής σύνταξης γήρατος που απορρέει από περιόδους υπηρεσίας που πραγματοποιήθηκαν μετά την κίνηση της διαδικασίας αφερεγγυότητας. |
34 |
Δεδομένου ότι η αγωγή του FL απορρίφθηκε τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ’ έφεση, ο FL άσκησε αναίρεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, του Bundesarbeitsgericht (ομοσπονδιακού δικαστηρίου εργατικών διαφορών). |
35 |
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Bundesarbeitsgericht (ομοσπονδιακό δικαστήριο εργατικών διαφορών) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο εννέα προδικαστικά ερωτήματα, εκ των οποίων το πρώτο, το δεύτερο, το τέταρτο και το έκτο έως και το ένατο ερώτημα έχουν την ίδια διατύπωση με τα ερωτήματα της υποθέσεως C‑674/18:
|
36 |
Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 23ης Νοεμβρίου 2018 αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων C‑674/18 και C‑675/18 προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής απόφασης. |
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Εισαγωγικές παρατηρήσεις
37 |
Οι δύο υποθέσεις των κυρίων δικών αφορούν μεταβιβάσεις εγκατάστασης που επήλθαν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας και πραγματοποιήθηκαν από τον σύνδικο, στο πλαίσιο των οποίων μεταβιβάστηκαν στους διαδόχους τόσο οι συμβάσεις εργασίας όσο και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από το συμπληρωματικό επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα που ίσχυε βάσει επιχειρησιακής συλλογικής σύμβασης. Οι εργαζόμενοι των κυρίων δικών άσκησαν αγωγές κατά των εν λόγω διαδόχων, προβάλλοντας ότι οι διάδοχοι υπέχουν επίσης υποχρέωση να καταβάλουν σύνταξη γήρατος στους εργαζομένους για τις περιόδους απασχόλησης που αυτοί συμπλήρωσαν πριν από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας, στο μέτρο που, κατά το εθνικό δίκαιο, ο PSV δεν υπείχε υποχρέωση για τα δικαιώματα αυτά ή υπείχε περιορισμένη μόνο υποχρέωση. |
38 |
Σύμφωνα με τις διευκρινίσεις του αιτούντος δικαστηρίου, στο γερμανικό δίκαιο, βάσει του άρθρου 613a του BGB, ο διάδοχος υποκαθίσταται κατ’ αρχήν στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις εργασιακές σχέσεις που υφίστανται κατά τον χρόνο της μεταβίβασης της επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένης της περίπτωσης που η μεταβίβαση αυτή πραγματοποιείται μετά την κίνηση διαδικασίας αφερεγγυότητας. Ο διάδοχος καθίσταται οφειλέτης των υποχρεώσεων για μελλοντικές καταβολές σύνταξης γήρατος βάσει συμπληρωματικού επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος. Για τον λόγο αυτόν, κατά τον υπολογισμό μια τέτοιας σύνταξης, πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη οι περίοδοι απασχόλησης που είχε πραγματοποιήσει ο συγκεκριμένος εργαζόμενος στην υπηρεσία του μεταβιβάζοντος ή των προκατόχων του. |
39 |
Ωστόσο, σύμφωνα με την ερμηνεία του εθνικού δικαίου στην οποία προέβη το αιτούν δικαστήριο με την απόφασή του της 17ης Ιανουαρίου 1980, σε περίπτωση μεταβίβασης επιχείρησης μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας, δεν επιτρέπεται, σύμφωνα με την αρχή της ισότητας των πιστωτών, το μεταταχθέν προσωπικό να διεκδικήσει την απαίτησή του από τον νέο φερέγγυο οφειλέτη και να αποκτήσει έτσι αδικαιολόγητο πλεονέκτημα σε σχέση με άλλους πιστωτές, ιδίως σε σχέση με τους εργαζομένους των οποίων λύθηκε η σχέση εργασίας. Επομένως, σε περίπτωση μιας τέτοιας μεταβίβασης επιχείρησης, ο διάδοχος δεν υπέχει υποχρέωση ούτε για τα κεκτημένα δικαιώματα ούτε για τα δικαιώματα προσδοκίας σε παροχές που θεμελιώθηκαν σε περιόδους υπηρεσίας που είχε πραγματοποιήσει ο εργαζόμενος πριν από την κίνηση της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Συγκεκριμένα, για τις παροχές βάσει συμπληρωματικού επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος, η υποχρέωση του διαδόχου περιορίζεται σε όσα απέκτησε ο εργαζόμενος από την απασχόλησή του στην επιχείρηση μετά την κίνηση της διαδικασίας αφερεγγυότητας. |
40 |
Επομένως, όπως εκθέτει το αιτούν δικαστήριο, όσον αφορά τον υπολογισμό του ποσού της σύνταξης γήρατος βάσει συμπληρωματικού επαγγελματικού συνταξιοδοτικού προγράμματος την οποία οφείλει να καταβάλει στον εργαζόμενο ο διάδοχος σε περίπτωση επελεύσεως γεγονότος που θεμελιώνει δικαίωμα για παροχή, η σύνταξη γήρατος πρέπει κατ’ αρχάς να καθορίζεται βάσει των διατάξεων του εν λόγω συνταξιοδοτικού συστήματος, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των περιόδων απασχόλησης που πραγματοποίησε ο εργαζόμενος κατά τη διάρκεια της σχέσης εργασίας και, ενδεχομένως, βάσει των μικτών αποδοχών του εργαζομένου πριν από τη λήξη της σχέσης εργασίας, η οποία είναι καθοριστικής σημασίας. Στη συνέχεια, το ποσό που προκύπτει από τον υπολογισμό αυτόν πρέπει να κατανεμηθεί μεταξύ του μέρους που αντιστοιχεί στις περιόδους απασχόλησης που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της σχέσης εργασίας πριν από την κίνηση της διαδικασίας αφερεγγυότητας και του μέρους που αντιστοιχεί στις περιόδους που πραγματοποιήθηκαν μετά την εν λόγω κίνηση της διαδικασίας. |
41 |
Εξάλλου, υπογραμμίζεται ότι ο PSV υποχρεούται να παρεμβαίνει όσον αφορά το μέρος των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που θεμελίωσαν οι εργαζόμενοι τους οποίους ανέλαβε ο διάδοχος κατά τις περιόδους που απασχολήθηκαν στη μεταβιβάζουσα επιχείρηση πριν από την κίνηση της διαδικασίας αφερεγγυότητας μόνον εάν οι εργαζόμενοι αυτοί, όπως ο FL, μπορούν να επικαλεστούν οριστικά δικαιώματα κατά τον ως άνω χρόνο. Περαιτέρω, ακόμη και σε μια τέτοια περίπτωση, και σε αντίθεση με το ονομαστικό ποσό που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό του ποσοστού που βαρύνει τον διάδοχο, το ποσό των παροχών που βαρύνουν τον PSV υπολογίζεται βάσει των ακαθάριστων μηνιαίων αποδοχών του εργαζομένου κατά την ημερομηνία κίνησης της διαδικασίας αφερεγγυότητας. |
42 |
Συνεπώς, υπάρχει το ενδεχόμενο να προκύψει μια διαφορά, εκτιμώμενη εν προκειμένω από το αιτούν δικαστήριο σε 142,22 ευρώ μηνιαίως, μεταξύ, αφενός, του αθροίσματος των ποσών που πράγματι καταβάλλονται από τον PSV και τον διάδοχο και, αφετέρου, του ονομαστικού ποσού της συνολικής σύνταξης που θα δικαιούνταν ο FL υπό κανονικές συνθήκες. Ωστόσο, ο εργαζόμενος αυτός μπορεί να αναγγείλει την απαίτησή του στο παθητικό της πτωχευτικής περιουσίας μέχρι το ποσό αυτό (υπόθεση C‑675/18). |
43 |
Όσον αφορά εργαζόμενο όπως ο EM (υπόθεση C‑674/18), ο οποίος δεν είχε ακόμη θεμελιώσει οριστικά συνταξιοδοτικά δικαιώματα κατά τον χρόνο κίνησης της διαδικασίας αφερεγγυότητας, ο PSV δεν παρεμβαίνει, αλλά ο ενδιαφερόμενος μπορεί να αναγγείλει την απαίτησή του στο παθητικό της πτωχευτικής περιουσίας μέχρι το ποσό των δικαιωμάτων αυτών. |
44 |
Υπενθυμίζεται ότι στο πλαίσιο της διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων και του Δικαστηρίου την οποία θεσπίζει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, στο Δικαστήριο εναπόκειται να δώσει στο εθνικό δικαστήριο χρήσιμη απάντηση που να του παρέχει τη δυνατότητα επιλύσεως της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί. Υπό το πρίσμα αυτό, στο Δικαστήριο εναπόκειται να αναδιατυπώσει, εφόσον είναι αναγκαίο, τα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (απόφαση της 28ης Μαΐου 2020, World Comm Trading Gfz, C‑684/18, EU:C:2020:403, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
45 |
Εν προκειμένω, τα προδικαστικά ερωτήματα σε καθεμιά από τις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, κατ’ αρχάς, ως προς τη συμβατότητα με τις οδηγίες 2001/23 και 2008/94 της επίμαχης στις υποθέσεις αυτές εθνικής νομοθεσίας και της εθνικής νομολογιακής πρακτικής, στη συνέχεια, ως προς το κατά πόσο ζημίες όπως αυτές που υπέστησαν ο EM και ο FL πρέπει να θεωρηθούν προδήλως δυσανάλογες υπό το πρίσμα του άρθρου 8 της οδηγίας 2008/94 και, τέλος, ως προς το άμεσο αποτέλεσμα που ενδέχεται να έχει η διάταξη αυτή, καθώς και ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής της έναντι ενός ιδιωτικού δικαίου φορέα ασφάλισης κατά του κινδύνου αφερεγγυότητας των εργοδοτών στον τομέα των επαγγελματικών συντάξεων, όπως είναι ο PSV. |
46 |
Επισημαίνεται ότι, ενώπιον του Δικαστηρίου, οι ενάγοντες των κυρίων δικών εξέφρασαν τις υποψίες τους ότι, στις υποθέσεις που αποτελούν το αντικείμενο των διαφορών των κυρίων δικών, η διαδικασία αφερεγγυότητας κινήθηκε σε βάρος του μεταβιβάζοντος με σκοπό να καταστεί δυνατή η πραγματοποίηση της μεταβίβασης της επιχείρησης και με τον τρόπο αυτόν να μειωθεί η υποχρέωση που βαρύνει τους διαδόχους βάσει των δικαιωμάτων που θεμελίωσαν οι ενάγοντες στο πλαίσιο του συμπληρωματικού επαγγελματικού συνταξιοδοτικού τους προγράμματος. Ωστόσο, εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο ουδόλως αναφέρει, στις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως, την ύπαρξη απατηλής ή καταχρηστικής κίνησης της διαδικασίας αφερεγγυότητας σε βάρος του μεταβιβάζοντος. |
Επί του πρώτου, του δεύτερου και του τέταρτου ερωτήματος σε καθεμιά από τις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις
47 |
Με το πρώτο, το δεύτερο και το τέταρτο ερώτημα σε καθεμιά από τις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν, σε περίπτωση μεταβίβασης, από τον σύνδικο της πτώχευσης, επιχείρησης που έχει υπαχθεί σε διαδικασία αφερεγγυότητας, η οδηγία 2001/23, λαμβανομένων υπόψη ιδίως του άρθρου της 3, παράγραφοι 1 και 4, και του άρθρου της 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως αυτή έχει ερμηνευθεί από την εθνική νομολογία, σύμφωνα με την οποία, κατά την επέλευση, μετά την κίνηση της διαδικασίας αφερεγγυότητας, του γεγονότος που θεμελιώνει δικαίωμα σε σύνταξη γήρατος βάσει συμπληρωματικού επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος, ο διάδοχος δεν υπέχει υποχρέωση ως προς τα δικαιώματα προσδοκίας του εργαζομένου για την εν λόγω σύνταξη γήρατος τα οποία θεμελιώθηκαν σε περιόδους απασχόλησης πριν από την κίνηση της διαδικασίας αφερεγγυότητας. |
48 |
Προκειμένου να δοθεί απάντηση στα ερωτήματα αυτά, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο της 3, υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης της 3, η οδηγία 2001/23 έχει σκοπό να προστατεύσει τους εργαζομένους, διασφαλίζοντας τη διατήρηση των δικαιωμάτων τους σε περίπτωση μεταβολής του επιχειρηματία, παρέχοντάς τους τη δυνατότητα να παραμείνουν στην υπηρεσία του νέου εργοδότη υπό τους ίδιους όρους με αυτούς που είχαν συμφωνηθεί με τον μεταβιβάζοντα εργοδότη. Σκοπός της εν λόγω οδηγίας είναι να διασφαλίσει, κατά το μέτρο του δυνατού, τη χωρίς τροποποίηση συνέχιση των συμβάσεων ή των σχέσεων εργασίας με τον διάδοχο, κατά τρόπο ώστε οι εργαζόμενοι να μην περιέρχονται σε δυσμενέστερη θέση αποκλειστικά και μόνο λόγω της μεταβίβασης της επιχείρησης (πρβλ. διάταξη της 28ης Ιανουαρίου 2015, Gimnasio Deportivo San Andrés, C‑688/13, EU:C:2015:46, σκέψη 34, και απόφαση της 16ης Μαΐου 2019, Plessers, C‑509/17, EU:C:2019:424, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
49 |
Ωστόσο, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 4 και 6 της εν λόγω οδηγίας, δεδομένων των διαφορών που υφίστανται στα κράτη μέλη όσον αφορά την έκταση της προστασίας των εργαζομένων στον τομέα αυτό, η ίδια οδηγία έχει σκοπό να μειώσει τις διαφορές αυτές μέσω της προσεγγίσεως των εθνικών νομοθεσιών, χωρίς πάντως να προβλέπει πλήρη εναρμόνιση στον τομέα αυτόν (διάταξη της 28ης Ιανουαρίου 2015, Gimnasio Deportivo San Andrés, C‑688/13, EU:C:2015:46, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
50 |
Περαιτέρω, μολονότι σύμφωνα με τον σκοπό της οδηγίας 2001/23, πρέπει να προστατεύονται τα συμφέροντα των εργαζομένων τους οποίους αφορά η μεταβίβαση, εντούτοις δεν μπορούν να αγνοηθούν τα συμφέροντα του διαδόχου. Η οδηγία αυτή δεν έχει αποκλειστικό σκοπό τη διαφύλαξη, σε περίπτωση μεταβίβασης επιχείρησης, των συμφερόντων των εργαζομένων, αλλά επιδιώκει τη διασφάλιση δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των συμφερόντων τους, αφενός, και των συμφερόντων του διαδόχου, αφετέρου (απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, ISS Facility Services, C‑344/18, EU:C:2020:239, σκέψη 26). |
51 |
Συναφώς, πρέπει ωστόσο να διευκρινιστεί ότι οι κανόνες της οδηγίας 2001/23 πρέπει να θεωρηθούν ως έχοντες επιτακτικό χαρακτήρα υπό την έννοια ότι δεν επιτρέπεται στα κράτη μέλη να προβλέψουν δυσμενή για τους εργαζομένους παρέκκλιση από τους εν λόγω κανόνες, υπό την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπει η ίδια αυτή οδηγία (πρβλ. διάταξη της 28ης Ιανουαρίου 2015, Gimnasio Deportivo San Andrés, C‑688/13, EU:C:2015:46, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
52 |
Το άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας θέτει την αρχή κατά την οποία τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του μεταβιβάζοντος που απορρέουν από σύμβαση εργασίας ή από εργασιακή σχέση υφισταμένη κατά την ημερομηνία της μεταβίβασης περιέρχονται στον διάδοχο. |
53 |
Ωστόσο, όπως προκύπτει, πρώτον, από το άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2001/23, εφόσον τα κράτη μέλη δεν προβλέπουν άλλως, οι παράγραφοι 1 και 3 του ως άνω άρθρου δεν εφαρμόζονται επί των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε παροχές λόγω γήρατος ή αναπηρίας ή προς επιζώντες βάσει συμπληρωματικών συστημάτων επαγγελματικής ή διεπαγγελματικής συνταξιοδότησης που ισχύουν εκτός των προβλεπομένων εκ του νόμου συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως των κρατών μελών. |
54 |
Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/23, τα κράτη μέλη, ακόμη και όταν δεν προβλέπουν την εφαρμογή των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου αυτού στα δικαιώματα που διαλαμβάνονται στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως, οφείλουν να θεσπίσουν τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία των συμφερόντων των εργαζομένων – συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που είχαν ήδη εγκαταλείψει την επιχείρηση του μεταβιβάζοντος κατά το χρονικό σημείο της μεταβίβασης– σε ό,τι αφορά τα κεκτημένα δικαιώματά τους ή εκείνα που πρόκειται να αποκτήσουν για παροχές γήρατος και επιζώντων βάσει των συμπληρωματικών συστημάτων που διαλαμβάνονται στο άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής (διάταξη της 28ης Ιανουαρίου 2015, Gimnasio Deportivo San Andrés, C‑688/13, EU:C:2015:46, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
55 |
Δεύτερον, το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23 ορίζει ότι, εκτός εάν τα κράτη μέλη προβλέπουν άλλως, τα άρθρα της 3 και 4 δεν εφαρμόζονται στη μεταβίβαση επιχείρησης όταν ο μεταβιβάζων υπόκειται σε διαδικασία πτώχευσης ή σε άλλη ανάλογη διαδικασία αφερεγγυότητας, κινηθείσα με σκοπό την εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του μεταβιβάζοντος και διεξαγόμενη υπό την εποπτεία αρμόδιας δημόσιας αρχής. |
56 |
Περαιτέρω, το άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/23 διευκρινίζει ότι, όταν τα άρθρα της 3 και 4 εφαρμόζονται σε μια τέτοια μεταβίβαση επιχείρησης, ανεξάρτητα από το εάν η διαδικασία αυτή έχει κινηθεί για την εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του μεταβιβάζοντος, το κράτος μέλος μπορεί, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να μην εφαρμόσει ορισμένες εγγυήσεις που διαλαμβάνονται στα εν λόγω άρθρα 3 και 4. |
57 |
Επομένως, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 3, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, το κράτος μέλος αυτό μπορεί να προβλέψει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας, ότι οι οφειλές του μεταβιβάζοντος που απορρέουν από σύμβαση εργασίας ή από εργασιακή σχέση και ήταν πληρωτέες πριν από τη μεταβίβαση ή πριν από την κίνηση της διαδικασίας αφερεγγυότητας δεν μεταβιβάζονται στον διάδοχο, υπό την προϋπόθεση ότι με αυτή τη διαδικασία παρέχεται, σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους, προστασία τουλάχιστον ισοδύναμη με εκείνη που εγγυάται η οδηγία 80/987. |
58 |
Παρατηρείται ότι από τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι, κατά το άρθρο 613a του BGB, σε περίπτωση μεταβίβασης επιχείρησης, ο διάδοχος υποκαθίσταται στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις σχέσεις εργασίας που υφίσταντο κατά τον χρόνο της μεταβίβασης και ότι το άρθρο αυτό δεν προβλέπει ρητώς ούτε ότι δεν μεταβιβάζονται ορισμένα είδη δικαιωμάτων ούτε ότι πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ των διαφόρων περιστάσεων υπό τις οποίες πραγματοποιούνται οι μεταβιβάσεις αυτές. Επομένως, ο Γερμανός νομοθέτης θέλησε, σύμφωνα με τη δυνατότητα που παρέχει η οδηγία 2001/23, να εφαρμόσει, κατ’ αρχήν, το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής ως προς τα δικαιώματα των εργαζομένων σε παροχές βάσει συμπληρωματικού επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος ακόμη και όταν η μεταβίβαση πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια διαδικασίας αφερεγγυότητας κινηθείσας κατά του μεταβιβάζοντος. |
59 |
Ως εκ τούτου, πρέπει να προσδιοριστεί αν, στο πλαίσιο της κατ’ αρχήν εφαρμογής του άρθρου 3 της εν λόγω οδηγίας, παραμένει δυνατό, βάσει των εξαιρέσεων που προβλέπει η ίδια αυτή οδηγία, να προβλεφθεί ότι ο διάδοχος δεν ευθύνεται για δικαιώματα προσδοκίας εργαζομένου σε σύνταξη γήρατος βάσει συμπληρωματικού επαγγελματικού συνταξιοδοτικού προγράμματος τα οποία θεμελιώνονται σε περιόδους απασχόλησης προγενέστερες της κίνησης της διαδικασίας αφερεγγυότητας. |
60 |
Κατ’ αρχάς, όσον αφορά το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι, προκειμένου να προσδιοριστεί αν μια μεταβίβαση επιχείρησης εμπίπτει στην εξαίρεση αυτή, πρέπει να διαπιστώνεται ότι η μεταβίβαση πληροί τις τρεις σωρευτικές προϋποθέσεις που θέτει η εν λόγω διάταξη, δηλαδή ότι έχει κινηθεί διαδικασία πτώχευσης ή οποιαδήποτε άλλη ανάλογη διαδικασία αφερεγγυότητας σε βάρος του μεταβιβάζοντος, ότι η διαδικασία αυτή έχει κινηθεί με σκοπό την εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του μεταβιβάζοντος και ότι τελεί υπό την εποπτεία αρμόδιας δημόσιας αρχής (πρβλ. απόφαση της 16ης Μαΐου 2019, Plessers, C‑509/17, EU:C:2019:424, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
61 |
Ειδικότερα, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής απαιτεί η διαδικασία πτωχεύσεως ή η ανάλογη διαδικασία αφερεγγυότητας να έχει κινηθεί με σκοπό την εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του μεταβιβάζοντος και ότι δεν πληροί την προϋπόθεση αυτή μια διαδικασία που σκοπεί στη συνέχιση της δραστηριότητας της οικείας επιχείρησης (πρβλ. απόφαση της 22ας Ιουνίου 2017, Federatie Nederlandse Vakvereniging κ.λπ., C‑126/16, EU:C:2017:489, σκέψη 47 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
62 |
Επομένως, διαδικασίες, όπως οι επίμαχες στις υποθέσεις των κυρίων δικών, οι οποίες δεν έχουν ως σκοπό την εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του μεταβιβάζοντος, αλλά τη συνέχιση των δραστηριοτήτων του μετά τη μεταβίβασή τους, δεν συνιστούν διαδικασία που κινήθηκε με σκοπό την εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του μεταβιβάζοντος, κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας (πρβλ. απόφαση της 22ας Ιουνίου 2017, Federatie Nederlandse Vakvereniging κ.λπ., C‑126/16, EU:C:2017:489, σκέψεις 51 και 52). |
63 |
Ακολούθως, όσον αφορά το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2001/23, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, δυνάμει της εν προκειμένω επίμαχης εθνικής νομοθεσίας, όπως αυτή έχει ερμηνευθεί από την εθνική νομολογία, εάν τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα βάσει συμπληρωματικού επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος τελούσαν ήδη υπό κτήση πριν από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας, το δικαίωμα σύνταξης γήρατος θεμελιώνεται μόνον κατά την επέλευση, μετά την κίνηση της διαδικασίας αυτής, του γεγονότος που γεννά δικαίωμα σε παροχή. |
64 |
Επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η εν λόγω εθνική ρύθμιση, όπως έχει ερμηνευθεί από την εθνική νομολογία, αφορά οφειλές που ήταν πληρωτέες από τον μεταβιβάζοντα πριν από τη μεταβίβαση ή πριν από την κίνηση της διαδικασίας αφερεγγυότητας, διότι τότε δεν θα έχει ληφθεί υπόψη, όπως παρατήρησε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 85 των προτάσεών του, ότι η εξαίρεση αυτή πρέπει να ερμηνεύεται αυστηρά. |
65 |
Κατά συνέπεια, οι εξαιρέσεις που προβλέπονται ειδικώς στο άρθρο 5 της οδηγίας 2001/23 δεν μπορούν να εφαρμοστούν στην επίμαχη στις κύριες δίκες εθνική ρύθμιση, όπως αυτή έχει ερμηνευθεί από την εθνική νομολογία. |
66 |
Ωστόσο, η διαπίστωση αυτή δεν αποκλείει το ενδεχόμενο η εν λόγω ρύθμιση να εμπίπτει στις εξαιρέσεις του άρθρου 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 2001/23. Συγκεκριμένα, πρέπει να τονιστεί ότι η προϋπόθεση που θέτει το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας, το οποίο αφορά περίπτωση μεταβίβασης όπως η επίμαχη στις κύριες δίκες, είναι η εφαρμογή των άρθρων 3 και 4 της ίδιας οδηγίας (απόφαση της 11ης Ιουνίου 2009, Επιτροπή κατά Ιταλίας, C‑561/07, EU:C:2009:363, σκέψη 41). |
67 |
Συναφώς, από τη σκέψη 58 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι η εν προκειμένω επίμαχη εθνική ρύθμιση, όπως έχει ερμηνευθεί από την εθνική νομολογία, προέβλεψε την εν μέρει μεταβίβαση στον διάδοχο της υποχρέωσης να καταβάλει στους εργαζομένους τη σύνταξη γήρατος την οποία δικαιούνταν βάσει συμπληρωματικού επαγγελματικού συνταξιοδοτικού προγράμματος. |
68 |
Όπως υπογράμμισε η Επιτροπή, εφόσον το άρθρο 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 2001/23 παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να προβλέψουν είτε ότι μια τέτοια υποχρέωση μεταβιβάζεται πλήρως στον διάδοχο είτε ότι δεν μεταβιβάζεται καθόλου, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει, κατ’ αρχήν, σε εθνική ρύθμιση να προβλέψει τη μερική μεταβίβαση. |
69 |
Συγκεκριμένα, παρατηρείται, όπως υπομνήσθηκε με τις σκέψεις 49 και 50 της παρούσας αποφάσεως, ότι η οδηγία αυτή δεν προβλέπει πλήρη εναρμόνιση και αποσκοπεί στη διασφάλιση δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των συμφερόντων των εργαζομένων, αφενός, και εκείνων του διαδόχου, αφετέρου. |
70 |
Σε μια τέτοια περίπτωση, πρέπει να γίνει δεκτό, αφενός, ότι το κράτος μέλος «προβλέπει άλλως», κατά την έννοια του τμήματος της φράσης του άρθρου 3, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής, μόνο για το μέρος των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε σύνταξη γήρατος βάσει συμπληρωματικού επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος τα οποία πρέπει να μεταβιβαστούν στον διάδοχο, και, αφετέρου, ότι η υποχρέωση θέσπισης των αναγκαίων μέτρων για την προστασία των συμφερόντων των εργαζομένων επιβάλλεται στο εν λόγω κράτος μέλος, δυνάμει του άρθρου της 3, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, τόσο για το μέρος των δικαιωμάτων αυτών που μεταβιβάστηκαν στον διάδοχο όσο και για τα δικαιώματα εκείνα που μπορούν να προβληθούν μόνον έναντι του μεταβιβάζοντος, ενδεχομένως σε κινηθείσα σε βάρος του διαδικασία αφερεγγυότητας, όπως στις διαφορές των κυρίων δικών. |
71 |
Επομένως, κατά την άσκηση της διακριτικής τους ευχέρειας, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι, ακόμη και αν ο διάδοχος υποκαθίσταται στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις υφιστάμενες κατά τον χρόνο της μεταβίβασης σχέσεις εργασίας, αυτός ευθύνεται μόνο για τα δικαιώματα προσδοκίας ενός εργαζομένου για σύνταξη γήρατος βάσει συμπληρωματικού επαγγελματικού συνταξιοδοτικού προγράμματος τα οποία θεμελιώνονται σε περιόδους απασχόλησης μεταγενέστερες της κίνησης της διαδικασίας αφερεγγυότητας, υπό τον όρο ότι το κράτος μέλος θεσπίζει τα αναγκαία μέτρα για την προστασία των συμφερόντων των εργαζομένων, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της εν λόγω οδηγίας. |
72 |
Συγκεκριμένα, μια τέτοια ερμηνεία καθιστά δυνατή, κατ’ αρχήν, τη διασφάλιση δίκαιης ισορροπίας μεταξύ της διαφυλάξεως των συμφερόντων των εργαζομένων και της διαφυλάξεως των συμφερόντων των διαδόχων σε περίπτωση μεταβίβασης επιχείρησης μετά την κίνηση διαδικασίας αφερεγγυότητας, στον βαθμό που διασφαλίζει τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων για σύνταξη γήρατος βάσει συμπληρωματικού επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος, προβλέποντας παράλληλα περιορισμό της ευθύνης των διαδόχων ο οποίος μπορεί να διευκολύνει τις μεταβιβάσεις των επιχειρήσεων που έχουν υπαχθεί σε διαδικασία αφερεγγυότητας. |
73 |
Συναφώς, επισημαίνεται ακόμη ότι το γράμμα του άρθρου 3, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/23 επαναλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, εκείνο του άρθρου 8 της οδηγίας 80/987, το οποίο έχει πανομοιότυπη διατύπωση με το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94, η οποία κωδικοποίησε την οδηγία 80/987. Περαιτέρω, το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2001/23, το οποίο αφορά τις μεταβιβάσεις επιχείρησης σε περίπτωση διαδικασίας αφερεγγυότητας, επιτάσσει ρητώς προστασία τουλάχιστον ισοδύναμη με εκείνη που προβλέπεται στις περιπτώσεις τις οποίες αφορά η οδηγία 80/987. Κατά συνέπεια, τα αναγκαία μέτρα για την προστασία των συμφερόντων των εργαζομένων, τα οποία οφείλουν να θεσπίζουν τα κράτη μέλη δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/23, πρέπει να νοηθούν ως περιλαμβάνοντα, εν πάση περιπτώσει, τα μέτρα που προβλέπει η οδηγία 2008/94, τα οποία αποσκοπούν στην αντιστάθμιση της αφερεγγυότητας του εργοδότη τους, είτε πρόκειται για τον διάδοχο είτε, όπως εν προκειμένω, για τον μεταβιβάζοντα. |
74 |
Επομένως, σε περίπτωση μεταβίβασης επιχείρησης μετά την κίνηση διαδικασίας αφερεγγυότητας, η προστασία των εργαζομένων όσον αφορά τα κεκτημένα δικαιώματά τους ή τα δικαιώματα προσδοκίας για παροχές γήρατος βάσει συμπληρωματικών επαγγελματικών ή διεπαγγελματικών συστημάτων προνοίας, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/23, πρέπει να είναι τουλάχιστον ισοδύναμη με το επίπεδο προστασίας που απαιτεί το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94. |
75 |
Κατόπιν των ανωτέρω, στο πρώτο, δεύτερο και τέταρτο ερώτημα σε καθεμιά από τις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, σε περίπτωση μεταβίβασης επιχείρησης υπαχθείσας σε διαδικασία αφερεγγυότητας που πραγματοποιήθηκε από τον σύνδικο της πτώχευσης, η οδηγία 2001/23, λαμβανομένων υπόψη ιδίως του άρθρου της 3, παράγραφοι 1 και 4, καθώς και του άρθρου της 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως αυτή έχει ερμηνευθεί από την εθνική νομολογία, σύμφωνα με την οποία, κατά την επέλευση, μετά την κίνηση της διαδικασίας αφερεγγυότητας, του γεγονότος που γεννά δικαίωμα σε σύνταξη γήρατος βάσει συμπληρωματικού επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος, ο διάδοχος δεν υπέχει υποχρέωση για τα δικαιώματα προσδοκίας του εργαζομένου στην εν λόγω σύνταξη γήρατος τα οποία θεμελιώθηκαν σε περιόδους απασχόλησης πριν από την κίνηση της διαδικασίας αφερεγγυότητας, υπό την προϋπόθεση ότι, όσον αφορά το μέρος του ποσού για το οποίο δεν υπέχει υποχρέωση ο διάδοχος, τα μέτρα που θεσπίσθηκαν για την προστασία των συμφερόντων των εργαζομένων είναι τουλάχιστον ισοδύναμα με το επίπεδο προστασίας που απαιτείται δυνάμει του άρθρου 8 της οδηγίας 2008/94. |
Επί του τρίτου, πέμπτου και έκτου ερωτήματος σε καθεμιά από τις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις
76 |
Με το τρίτο, πέμπτο και έκτο ερώτημά του, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/23, σε συνδυασμό με το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως αυτή έχει ερμηνευθεί από την εθνική νομολογία, η οποία προβλέπει, κατά την επέλευση γεγονότος που γεννά δικαίωμα σε παροχές γήρατος βάσει επαγγελματικού συμπληρωματικού συστήματος προνοίας μετά την κίνηση διαδικασίας αφερεγγυότητας κατά τη διάρκεια της οποίας πραγματοποιήθηκε μεταβίβαση της επιχείρησης και όσον αφορά το μέρος των παροχών αυτών που δεν βαρύνει τον διάδοχο, ότι, αφενός, ο αρμόδιος σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο φορέας ασφαλίσεως κατά της αφερεγγυότητας δεν υποχρεούται να παρέμβει όταν τα δικαιώματα προσδοκίας για παροχές γήρατος δεν είχαν καταστεί οριστικά κατά τον χρόνο της κίνησης της εν λόγω διαδικασίας αφερεγγυότητας και ότι, αφετέρου, για τους σκοπούς του προσδιορισμού του ποσού που αφορά το μέρος των παροχών αυτών που βαρύνει τον εν λόγω φορέα, το ποσό αυτό υπολογίζεται βάσει των ακαθάριστων μηνιαίων αποδοχών του εργαζομένου κατά την ημερομηνία της κίνησης της εν λόγω διαδικασίας. |
77 |
Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί, πρώτον, ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 75 της παρούσας αποφάσεως, η εγγύηση την οποία οφείλει να παράσχει το οικείο κράτος μέλος για το μέρος του ποσού των παροχών γήρατος βάσει συμπληρωματικού επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος το οποίο δεν βαρύνει τον διάδοχο πρέπει να παρέχει προστασία τουλάχιστον ισοδύναμη με εκείνη που επιβάλλει το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94. |
78 |
Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζεται ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν, στο πλαίσιο της μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο του άρθρου 8 της οδηγίας 2008/94, ευρεία διακριτική ευχέρεια κατά τον καθορισμό τόσο του μηχανισμού όσο και του επιπέδου της προστασίας των κεκτημένων δικαιωμάτων των εργαζομένων σε παροχές γήρατος βάσει συμπληρωματικών συνταξιοδοτικών συστημάτων. Δεδομένου ότι η διάταξη αυτή δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιβάλλει πλήρη εγγύηση των εν λόγω δικαιωμάτων, δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να περιορίζουν, επιδιώκοντας την επίτευξη θεμιτών οικονομικών και κοινωνικών σκοπών, τα κεκτημένα δικαιώματα των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη τους, εφόσον παράλληλα τηρείται η αρχή της αναλογικότητας. Επομένως, τα κράτη μέλη υποχρεούνται, σύμφωνα με τον σκοπό που επιδιώκει η οδηγία αυτή, να εξασφαλίζουν στους εργαζομένους τον ελάχιστο βαθμό προστασίας που απαιτεί το άρθρο 8 της εν λόγω οδηγίας (πρβλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Pensions‑Sicherungs‑Verein, C‑168/18, EU:C:2019:1128, σκέψεις 38 έως 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
79 |
Όσον αφορά την ελάχιστη προστασία που απαιτεί το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η ορθή μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη της διατάξεως αυτής απαιτεί να λαμβάνει ένας πρώην μισθωτός, σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη του, τουλάχιστον το ήμισυ των παροχών γήρατος που απορρέουν από συνταξιοδοτικά δικαιώματα που έχει θεμελιώσει στο πλαίσιο επαγγελματικού συμπληρωματικού συστήματος συνταξιοδότησης και ότι η διάταξη αυτή επιβάλλει στα κράτη μέλη να διασφαλίζουν, στην περίπτωση αυτή, σε κάθε πρώην μισθωτό, αποζημίωση που αντιστοιχεί τουλάχιστον στο ήμισυ της αξίας των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που απέκτησε βάσει ενός τέτοιου συστήματος (πρβλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Pensions‑Sicherungs‑Verein, C‑168/18, EU:C:2019:1128, σκέψεις 41, 51 και 52, καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
80 |
Ομοίως, αυτή η ελάχιστη προστασία δεν επιτρέπει την προδήλως δυσανάλογη μείωση των επαγγελματικών παροχών γήρατος μισθωτού η οποία πλήττει σοβαρά την ικανότητα του ενδιαφερομένου να καλύψει τις ανάγκες του. Τέτοια είναι η περίπτωση της μείωσης των παροχών γήρατος την οποία υφίσταται πρώην μισθωτός ο οποίος ζει ήδη ή αναμένεται να ζήσει, λόγω της μείωσης αυτής, κάτω από το όριο της φτώχειας, όπως αυτό καθορίζεται για το οικείο κράτος μέλος από τη Στατιστική Υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Eurostat). Επομένως, η εν λόγω ελάχιστη προστασία επιβάλλει στο κράτος μέλος να εγγυάται σε πρώην εργαζόμενο που είναι εκτεθειμένος σε τέτοια μείωση των παροχών γήρατος αποζημίωση ανερχόμενη σε ύψος που, χωρίς να καλύπτει κατ’ ανάγκην το σύνολο των απωλειών που υπέστη, μπορεί να εξισορροπήσει τον προδήλως δυσανάλογο χαρακτήρα (πρβλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Pensions‑Sicherungs‑Verein, C‑168/18, EU:C:2019:1128, σκέψεις 44 και 45). |
81 |
Πρέπει ακόμη να προστεθεί ότι το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94 αποσκοπεί στη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης προστασίας των συμφερόντων των μισθωτών, δεδομένου ότι τα συμφέροντα αυτά όσον αφορά τα κεκτημένα δικαιώματα ή τα δικαιώματα προσδοκίας εκτείνονται, κατ’ αρχήν, σε όλη τη διάρκεια της σύνταξης (απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2016, Webb‑Sämann, C‑454/15, EU:C:2016:891, σκέψη 27). |
82 |
Δεύτερον, επισημαίνεται ότι, σε περίπτωση μεταβίβασης επιχείρησης μετά την κίνηση διαδικασίας αφερεγγυότητας, η επίμαχη στις κύριες δίκες εθνική ρύθμιση προβλέπει ότι ο διάδοχος υποκαθίσταται στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις σχέσεις εργασίας που υφίσταντο κατά τον χρόνο της μεταβίβασης, οπότε, όσον αφορά συμπληρωματικό επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα, όπως αυτό των κυρίων δικών, για τον υπολογισμό του ποσού των παροχών γήρατος κατά την επέλευση του γεγονότος που παρέχει τέτοιο δικαίωμα πρέπει να λαμβάνεται ως βάση το σύνολο των περιόδων απασχόλησης του εργαζομένου κατά τη διάρκεια της σχέσης εργασίας, συμπεριλαμβανομένων των περιόδων απασχόλησης στην υπηρεσία του διαδόχου, καθώς και οι μεικτές αποδοχές του εργαζομένου πριν από τη λύση της σχέσης εργασίας. |
83 |
Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις πληροφορίες που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, οι οποίες υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 20 και 28 της παρούσας αποφάσεως, σύμφωνα με το επίμαχο στις υποθέσεις των κυρίων δικών συμπληρωματικό επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα, το ύψος της σύνταξης γήρατος για κάθε έτος υπηρεσίας ανέρχεται σε ορισμένο ποσοστό των ακαθάριστων αποδοχών του εργαζομένου κατά τον χρόνο επελεύσεως του γεγονότος που γεννά δικαίωμα λήψεως των παροχών αυτών, το οποίο δεν μπορεί να υπερβεί ορισμένο ποσοστό μετά από 45 έτη υπηρεσίας. |
84 |
Κατά συνέπεια, η επίμαχη στις κύριες δίκες εθνική ρύθμιση εξασφαλίζει την εγγύηση που απορρέει από το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94, περί της οποίας γίνεται λόγος στη σκέψη 79 της παρούσας αποφάσεως και η οποία συνίσταται στη διασφάλιση, για τον πρώην μισθωτό, τουλάχιστον του ημίσεος των παροχών γήρατος που απορρέουν από συνταξιοδοτικά δικαιώματα που θεμελιώθηκαν βάσει συμπληρωματικού επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος, μόνον στον βαθμό που ο πρώην εργαζόμενος έχει την εξασφάλιση ότι θα εισπράξει το ήμισυ των ποσών που του οφείλονται δυνάμει του μηχανισμού υπολογισμού τον οποίο θεσπίζει η εθνική νομοθεσία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 82 και 83 της παρούσας αποφάσεως. |
85 |
Ειδικότερα, το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94 δεν μπορεί να ερμηνευθεί, σε περίπτωση όπως αυτή των κυρίων δικών, υπό την έννοια ότι το ποσό της παροχής, από το οποίο ο πρώην εργαζόμενος πρέπει να λάβει τουλάχιστον το ήμισυ, μπορεί να υπολογίζεται χωρίς προς τούτο να λαμβάνονται δεόντως υπόψη οι περίοδοι απασχόλησης που πραγματοποιήθηκαν στην υπηρεσία του μεταβιβάζοντος, κατά τις οποίες θεμελιώθηκαν τα δικαιώματα για παροχές γήρατος, καθώς και οι ακαθάριστες αποδοχές του εργαζομένου κατά τον χρόνο κτήσης των δικαιωμάτων αυτών. |
86 |
Εξάλλου, υπολογισμός που δεν λαμβάνει υπόψη τις περιόδους απασχόλησης και τις ακαθάριστες αποδοχές που διαλαμβάνονται στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως δεν καθιστά δυνατό να καθοριστεί αν πρέπει να αρθούν, σύμφωνα με την απαίτηση που απορρέει από το εν λόγω άρθρο 8 και υπενθυμίστηκε στη σκέψη 80 της παρούσας αποφάσεως, οι συνέπειες της μειώσεως των παροχών αυτών την οποία υπέστη ο πρώην εργαζόμενος που ζει ήδη ή αναμένεται να ζήσει, εξαιτίας της μειώσεως αυτής, κάτω από το όριο της φτώχειας, όπως αυτό καθορίζεται για το συγκεκριμένο κράτος μέλος. |
87 |
Συναφώς, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της Γερμανικής Κυβέρνησης κατά το οποίο, εφόσον στη γερμανική απόδοση του άρθρου 8 της οδηγίας 2008/94 χρησιμοποιείται το λεκτικό σύμπλεγμα «ihrer erworbenen Rechte oder Anwartschaftsrechte» και επειδή η φράση «erworbene Anwartschaftrechte» μπορεί να μεταφραστεί κατά γράμμα ως «κεκτημένα δικαιώματα προσδοκίας», η διάταξη αυτή αφορά μόνο τα δικαιώματα προσδοκίας τα οποία, σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις, έχουν αποκτηθεί, δηλαδή έχουν καταστεί οριστικά. |
88 |
Συγκεκριμένα, παρατηρείται ότι, όπως υποστηρίζει ο ενάγων της κύριας δίκης στην υπόθεση C‑674/18, σε άλλες γλωσσικές αποδόσεις της διατάξεως αυτής, όπως στις αποδόσεις στην ισπανική, τη γαλλική ή την ιταλική γλώσσα, γίνεται λόγος μόνο για «τα κεκτημένα δικαιώματα και τα δικαιώματα προσδοκίας», χωρίς να απαιτείται τα τελευταία να έχουν επίσης καταστεί οριστικά. |
89 |
Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η ανάγκη ομοιόμορφης ερμηνείας μιας διατάξεως του δικαίου της Ένωσης επιτάσσει, σε περίπτωση αποκλίσεως μεταξύ των διαφόρων γλωσσικών αποδόσεών της, να ερμηνεύεται η οικεία διάταξη σε συνάρτηση με το πλαίσιο και τον σκοπό της ρυθμίσεως της οποίας αποτελεί στοιχείο (απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2016, Bayer CropScience και Stichting De Bijenstichting, C‑442/14, EU:C:2016:890, σκέψη 84 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
90 |
Βεβαίως, το άρθρο 2, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2008/94 προβλέπει ότι η οδηγία αυτή δεν θίγει το εθνικό δίκαιο όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τον ορισμό των όρων «κεκτημένο δικαίωμα», αφενός, και «δικαίωμα προσδοκίας», αφετέρου. |
91 |
Επομένως, η οδηγία αυτή δεν απαγορεύει στα κράτη μέλη να διαφοροποιούν, στο πλαίσιο των δικαιωμάτων προσδοκίας, τα δικαιώματα εκείνα που έχουν οριστικό χαρακτήρα. Ωστόσο, ένα τέτοιο περιθώριο εκτιμήσεως που αναγνωρίζεται στα κράτη μέλη δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την προσβολή της πρακτικής αποτελεσματικότητας των διατάξεων της εν λόγω οδηγίας, και ιδίως του άρθρου της 8. Τούτο όμως θα συνέβαινε αν επιτρεπόταν σε κράτος μέλος να εξαιρέσει ορισμένες κατηγορίες δικαιωμάτων προσδοκίας, κατά την έννοια του εσωτερικού του δικαίου, από την υποχρέωση ελάχιστης προστασίας που επιβάλλει το άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/23, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 8 της οδηγίας 2008/94, για το σύνολο των δικαιωμάτων προσδοκίας. |
92 |
Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται εν τέλει να εξακριβώσει, λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές που διατυπώθηκαν στις προηγούμενες σκέψεις της παρούσας αποφάσεως, εάν τηρήθηκε, στις διαφορές των κυρίων δικών, η υποχρέωση διασφαλίσεως της ελάχιστης προστασίας του εργαζομένου που λαμβάνει παροχές βάσει επαγγελματικού συμπληρωματικού συνταξιοδοτικού προγράμματος. |
93 |
Κατόπιν των ανωτέρω, στο τρίτο, πέμπτο και έκτο ερώτημα σε καθεμιά από τις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/23, σε συνδυασμό με το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως αυτή έχει ερμηνευθεί από την εθνική νομολογία, η οποία προβλέπει, κατά την επέλευση γεγονότος που γεννά δικαίωμα σε παροχές γήρατος βάσει επαγγελματικού συμπληρωματικού συνταξιοδοτικού συστήματος μετά την κίνηση διαδικασίας αφερεγγυότητας κατά τη διάρκεια της οποίας πραγματοποιήθηκε μεταβίβαση της επιχείρησης και όσον αφορά το μέρος των παροχών αυτών που δεν βαρύνει τον διάδοχο, ότι, αφενός, ο αρμόδιος σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο φορέας ασφαλίσεως κατά της αφερεγγυότητας δεν υποχρεούται να παρέμβει όταν τα δικαιώματα προσδοκίας για παροχές γήρατος δεν είχαν καταστεί οριστικά κατά τον χρόνο της κίνησης της εν λόγω διαδικασίας αφερεγγυότητας και ότι, αφετέρου, για τους σκοπούς του προσδιορισμού του ποσού που αφορά το μέρος των παροχών που βαρύνει τον εν λόγω φορέα, το ποσό αυτό υπολογίζεται βάσει των ακαθάριστων μηνιαίων αποδοχών του συγκεκριμένου εργαζομένου κατά την ημερομηνία της κίνησης της εν λόγω διαδικασίας, εάν προκύψει ότι οι εργαζόμενοι στερούνται την ελάχιστη προστασία που εγγυάται η διάταξη αυτή, στοιχείο που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει. |
Επί του εβδόμου, ογδόου και ενάτου ερωτήματος σε καθεμιά από τις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις
94 |
Με το έβδομο, όγδοο και ένατο ερώτημά του σε καθεμιά από τις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94, στο μέτρο που προβλέπει την ελάχιστη προστασία των κεκτημένων δικαιωμάτων ή των δικαιωμάτων προσδοκίας των εργαζομένων σε παροχές γήρατος, έχει άμεσο αποτέλεσμα το οποίο μπορεί να επικαλεστεί ο ενδιαφερόμενος έναντι φορέα ασφαλίσεως ιδιωτικού δικαίου, ο οποίος είναι επιφορτισμένος με την είσπραξη από τους εργοδότες υποχρεωτικών εισφορών και δύναται, για τον σκοπό αυτό, να προβεί σε αναγκαστική εκτέλεση, ενώ ταυτοχρόνως υπόκειται σε προληπτική εποπτεία ασκούμενη από δημόσια αρχή του οικείου κράτους μέλους. |
95 |
Το Δικαστήριο έχει ήδη απαντήσει, με την απόφασή του της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Pensions‑Sicherungs‑Verein (C‑168/18, EU:C:2019:1128), στο ζήτημα του κατά πόσον το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94 μπορεί να έχει άμεσο αποτέλεσμα, οπότε χωρεί επίκλησή του έναντι φορέα ιδιωτικού δικαίου, ο οποίος έχει οριστεί από το οικείο κράτος μέλος ως ο φορέας ασφάλισης κατά του κινδύνου αφερεγγυότητας των εργοδοτών στον τομέα των επαγγελματικών συντάξεων. Με τις σκέψεις 52 έως 57 της αποφάσεως αυτής, το Δικαστήριο απάντησε, κατ’ ουσίαν, καταφατικά, καθόσον, αφενός, λαμβανομένων υπόψη των καθηκόντων ασφάλισης που έχουν ανατεθεί στον φορέα αυτόν και των όρων υπό τους οποίους τα ασκεί, αυτός μπορεί να εξομοιωθεί προς το κράτος, και, αφετέρου, τα καθήκοντα αυτά καλύπτουν πράγματι τα είδη παροχών γήρατος για τα οποία επιβάλλεται η ελάχιστη προστασία που προβλέπει το άρθρο 8. |
96 |
Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο έβδομο, όγδοο και ένατο ερώτημα σε καθεμιά από τις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94, στο μέτρο που προβλέπει την ελάχιστη προστασία των κεκτημένων δικαιωμάτων ή των δικαιωμάτων προσδοκίας των εργαζομένων σε παροχές γήρατος, μπορεί να έχει άμεσο αποτέλεσμα, οπότε μπορεί να γίνει επίκλησή του έναντι φορέα ιδιωτικού δικαίου, ο οποίος έχει οριστεί από το οικείο κράτος μέλος ως φορέας ασφάλισης κατά του κινδύνου αφερεγγυότητας των εργοδοτών στον τομέα των επαγγελματικών συντάξεων, καθόσον, αφενός, λαμβανομένων υπόψη των καθηκόντων ασφάλισης που έχουν ανατεθεί στον φορέα αυτόν και των όρων υπό τους οποίους τα ασκεί, αυτός μπορεί να εξομοιωθεί προς το κράτος, και, αφετέρου, τα καθήκοντα αυτά καλύπτουν πράγματι τα είδη παροχών γήρατος για τα οποία επιβάλλεται η ελάχιστη προστασία που προβλέπει το άρθρο 8, στοιχείο που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει. |
Επί των δικαστικών εξόδων
97 |
Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους των κυρίων δικών τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται. |
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται: |
|
|
|
(υπογραφές) |
( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.