ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 27ης Ιανουαρίου 2021 ( *1 )

«Αίτηση αναιρέσεως – Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Ευρωπαϊκή αγορά των ηλεκτρικών καλωδίων – Κατανομή της αγοράς στο πλαίσιο έργων – Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 – Άρθρο 23, παράγραφος 2 – Καταλογισμός της παραβατικής συμπεριφοράς μιας εταιρίας σε άλλη εταιρία – Τεκμήριο πραγματικής ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής – Οντότητα ελέγχουσα το 100 % των δικαιωμάτων ψήφου που συνδέονται με μετοχές άλλης εταιρίας»

Στην υπόθεση C‑595/18 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 2018,

The Goldman Sachs Group Inc., με έδρα τη Νέα Υόρκη (Ηνωμένες Πολιτείες), εκπροσωπούμενη από την A. Mangiaracina, avvocatessa, και τον J. Koponen, advokat,

αναιρεσείουσα,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι:

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον P. Rossi και τις C. Sjödin, T. Vecchi και J. Norris,

καθής πρωτοδίκως,

η Prysmian SpA, με έδρα το Μιλάνο (Ιταλία),

η Prysmian Cavi e Sistemi Srl, με έδρα το Μιλάνο,

εκπροσωπούμενες από τους C. Tesauro και L. Armati, avvocati,

παρεμβαίνουσες πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Arabadjiev, πρόεδρο τμήματος, A. Kumin, T. von Danwitz, P. G. Xuereb (εισηγητή) και I. Ziemele, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την αίτηση αναιρέσεως, η The Goldman Sachs Group Inc. ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 12ης Ιουλίου 2018, The Goldman Sachs Group κατά Επιτροπής (T‑419/14, EU:T:2018:445, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της με αίτημα, αφενός, την ακύρωση της αποφάσεως C(2014) 2139 τελικό της Επιτροπής, της 2ας Απριλίου 2014, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 101 [ΣΛΕΕ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση AT.39610 – Ηλεκτρικά καλώδια) (στο εξής: επίδικη απόφαση), στο μέτρο που την αφορά, και, αφετέρου, τη μείωση του ποσού του επιβληθέντος σε αυτήν προστίμου.

Το νομικό πλαίσιο

2

Κατά το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101 και 102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1):

«Η Επιτροπή δύναται με απόφασή της να επιβάλει σε επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων πρόστιμα, σε περίπτωση που αυτές, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας:

α)

διαπράττουν παράβαση των διατάξεων του άρθρου [101] ή [102 ΣΛΕΕ] […]

[…]».

Το ιστορικό της διαφοράς και η επίδικη απόφαση

3

Το ιστορικό της διαφοράς, το οποίο παρατίθεται στις σκέψεις 1 έως 22 και 47 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, μπορεί, για τις ανάγκες της παρούσας διαδικασίας, να συνοψισθεί ως ακολούθως.

4

Η νυν αναιρεσείουσα, The Goldman Sachs Group, είναι εταιρία εγκατεστημένη στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, η οποία δραστηριοποιείται ως εμπορική τράπεζα και ως επενδυτική εταιρία στις σημαντικότερες χρηματαγορές παγκοσμίως. Από τις 29 Ιουλίου 2005 έως τις 28 Ιανουαρίου 2009, διά του επενδυτικού κεφαλαίου GS Capital Partners V (στο εξής: επενδυτικό κεφάλαιο GSCP V) και άλλων ενδιάμεσων εταιριών, ήταν (εμμέσως) η μητρική εταιρία της Prysmian SpA, καθώς και της κατά 100 % ανήκουσας σε αυτή θυγατρικής εταιρίας Prysmian Cavi e Sistemi Srl (στο εξής: PrysmianCS), πρώην Pirelli Cavi e Sistemi Energia SpA, κατόπιν Prysmian Cavi e Sistemi Energia Srl. Η Prysmian και η PrysmianCS, δύο εταιρίες εγκατεστημένες στην Ιταλία, συγκροτούν τον όμιλο Prysmian, ο οποίος δραστηριοποιείται παγκοσμίως στον κλάδο των υπόγειων και υποβρύχιων ηλεκτρικών καλωδίων.

5

Ενώ η συμμετοχή της νυν αναιρεσείουσας στο κεφάλαιο της Prysmian ανερχόταν αρχικώς στο 100 % των εταιρικών μεριδίων, το ποσοστό της συμμετοχής αυτής μειώθηκε κατόπιν δύο μεταβιβάσεων μετοχών που πραγματοποιήθηκαν στις 7 Σεπτεμβρίου 2005 και στις 21 Ιουλίου 2006, αρχικώς σε 91,1 % και, στη συνέχεια, σε 84,4 % έως τις 3 Μαΐου 2007, ημερομηνία κατά την οποία ένα μέρος των μετοχών της Prysmian εισήχθη στο Χρηματιστήριο του Μιλάνου (Ιταλία) με αρχική δημόσια προσφορά (στο εξής: ΑΔΠ).

6

Κατόπιν διαδικασίας εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας σχετικά με τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, της 2ας Μαΐου 1992 (ΕΕ 1994, L 1, σ. 3), η Επιτροπή εξέδωσε, στις 2 Απριλίου 2014, την επίδικη απόφαση.

7

Με το άρθρο 1 της ως άνω αποφάσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η νυν αναιρεσείουσα και 25 άλλες εταιρίες, μεταξύ των οποίων η Prysmian και η PrysmianCS, είχαν μετάσχει σε σύμπραξη, η οποία συνιστούσε ενιαία και διαρκή παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ, στον κλάδο των υπόγειων και/ή υποβρύχιων ηλεκτρικών καλωδίων (υπερ)υψηλής τάσης (στο εξής: επίμαχη παράβαση).

8

Με το άρθρο 1, παράγραφος 5, στοιχείο γʹ, της επίδικης αποφάσεως, η νυν αναιρεσείουσα κρίθηκε υπεύθυνη για την επίμαχη παράβαση ως μητρική εταιρία της Prysmian και της Prysmian Cavi e Sistemi Energia κατά το διάστημα από τις 29 Ιουλίου 2005 έως τις 28 Ιανουαρίου 2009 (στο εξής: χρονικό διάστημα τέλεσης της παραβάσεως).

9

Συναφώς, η Επιτροπή θεώρησε, αφενός, ότι κατά το διάστημα αυτό η Prysmian ασκούσε αποφασιστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της Prysmian Cavi e Sistemi Energia στην αγορά και, αφετέρου, ότι η νυν αναιρεσείουσα ασκούσε, μεταξύ της 29ης Ιουλίου 2005 και της 3ης Μαΐου 2007, αποφασιστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της Prysmian και, κατά συνέπεια, της Prysmian Cavi e Sistemi Energia στην αγορά.

10

Περαιτέρω, κατόπιν αναλύσεως των οικονομικών, οργανωτικών και νομικών δεσμών μεταξύ της νυν αναιρεσείουσας και των ως άνω εταιριών, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η αναιρεσείουσα πράγματι ασκούσε αποφασιστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της Prysmian στην αγορά και, συνεπώς, της Prysmian Cavi e Sistemi Energia κατά το χρονικό διάστημα τελέσεως της παραβάσεως.

11

Υπό τις συνθήκες αυτές, όπως προκύπτει από το άρθρο 2, στοιχείο στʹ, της επίδικης αποφάσεως, η Επιτροπή επέβαλε στη νυν αναιρεσείουσα πρόστιμο ύψους 37303000 ευρώ, από κοινού και εις ολόκληρον με την Prysmian και την PrysmianCS.

Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

12

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 17 Ιουνίου 2014, η νυν αναιρεσείουσα άσκησε προσφυγή με αίτημα, αφενός, την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως στο μέτρο που την αφορά και, αφετέρου, τη μείωση του ποσού του επιβληθέντος σε αυτήν προστίμου.

13

Προς στήριξη του αιτήματός της περί ακυρώσεως της επίδικης αποφάσεως, η νυν αναιρεσείουσα προέβαλε, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, πέντε λόγους ακυρώσεως, εκ των οποίων ο πρώτος αφορούσε παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, καθώς και πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

14

Με διάταξη της 25ης Ιουνίου 2015, το Γενικό Δικαστήριο επέτρεψε την παρέμβαση της Prysmian και της PrysmianCS υπέρ των αιτημάτων της Επιτροπής.

15

Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή στο σύνολό της.

16

Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι ορθώς η Επιτροπή στηρίχθηκε, όσον αφορά το διάστημα από τις 29 Ιουλίου 2005 έως τις 3 Μαΐου 2007, στο τεκμήριο πραγματικής ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής από την νυν αναιρεσείουσα επί της συμπεριφοράς της Prysmian και της Prysmian Cavi e Sistemi Energia στην αγορά.

17

Κατά το Γενικό Δικαστήριο, όταν η μητρική εταιρία κατέχει το σύνολο των δικαιωμάτων ψήφου που συνδέονται με τις μετοχές της θυγατρικής της, σε συνδυασμό ιδίως με την κατοχή ευρύτατης πλειοψηφικής συμμετοχής στο κεφάλαιο της θυγατρικής αυτής, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, η εν λόγω μητρική εταιρία βρίσκεται σε θέση ανάλογη με εκείνη του αποκλειστικού κυρίου της ως άνω θυγατρικής και έχει τη δυνατότητα να καθορίσει την οικονομική και εμπορική στρατηγική της θυγατρικής, ακόμη και αν δεν κατέχει το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο του εταιρικού κεφαλαίου της θυγατρικής αυτής.

18

Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή θεώρησε, χωρίς να υποπέσει σε σφάλμα, ότι η νυν αναιρεσείουσα ασκούσε αποφασιστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της Prysmian και της Prysmian Cavi e Sistemi Energia στην αγορά καθ’ όλο το χρονικό διάστημα τελέσεως της παραβάσεως, στηριζόμενη, πρώτον, στην εξουσία διορισμού των μελών των διαφόρων διοικητικών συμβουλίων της Prysmian, την οποία κατείχε η νυν αναιρεσείουσα, δεύτερον, στην εξουσία της νυν αναιρεσείουσας να συγκαλεί συνελεύσεις των μετόχων της Prysmian και να προτείνει την ανάκληση των μελών του διοικητικού συμβουλίου της Prysmian, τρίτον, στις εξουσίες διαχειρίσεως των μελών του διοικητικού συμβουλίου του κλάδου άμεσων επενδύσεων του τμήματος «Merchant Banking» («Principal Investment Area», στο εξής: PIA) της νυν αναιρεσείουσας στα διοικητικά συμβούλια της Prysmian και στη συμμετοχή τους στην επιτροπή στρατηγικής της Prysmian, τέταρτον, στο γεγονός ότι η νυν αναιρεσείουσα ελάμβανε τακτικές ενημερώσεις και μηνιαίες εκθέσεις από την Prysmian, πέμπτον, στα μέτρα διασφαλίσεως της ασκήσεως αποφασιστικού ελέγχου από την νυν αναιρεσείουσα μετά την ΑΔΠ τα οποία απαριθμούσε η Επιτροπή στην επίδικη απόφαση και, έκτον, στην απόδειξη ότι η νυν αναιρεσείουσα είχε συμπεριφερθεί ως ιδιοκτήτης βιομηχανικής επιχειρήσεως.

Τα αιτήματα των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου

19

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

να ακυρώσει, εν όλω ή εν μέρει (παραδείγματος χάριν, από τον Μάιο του 2007 ή τον Νοέμβριο του 2007 και εφεξής, οπότε η αναιρεσείουσα και οι θυγατρικές της κατείχαν μόνον το 45 % και το 26 % περίπου των μετοχών της Prysmian, αντιστοίχως), τα άρθρα 1 έως 4 της επίδικης αποφάσεως, κατά το μέτρο που αφορούν την αναιρεσείουσα, και/ή

να μειώσει το πρόστιμο που επιβλήθηκε στην αναιρεσείουσα δυνάμει του άρθρου 2 της επίδικης αποφάσεως, καθώς και

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα της πρωτοβάθμιας και της αναιρετικής δίκης.

20

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και

να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.

21

Η Prysmian και η PrysmianCS ζητούν από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως·

να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων των εξόδων της παρεμβάσεώς τους υπέρ της Επιτροπής.

Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

22

Προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει δύο λόγους αναιρέσεως. Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως αφορά εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, καθόσον η αναιρεσείουσα κρίθηκε υπεύθυνη για παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης διαπραχθείσα από την Prysmian και από την PrysmianCS για το διάστημα από τις 29 Ιουλίου 2005 έως τις 3 Μαΐου 2007 (στο εξής: προ της ΑΔΠ διάστημα). Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως αφορά εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, στο μέτρο που η αναιρεσείουσα κρίθηκε υπεύθυνη για την ίδια παράβαση για το διάστημα από τις 3 Μαΐου 2007 έως τις 28 Ιανουαρίου 2009 (στο εξής: μετά την ΑΔΠ διάστημα). Η αναιρεσείουσα ζητεί, επιπλέον, από το Δικαστήριο να της χορηγήσει το ευεργέτημα της μειώσεως του προστίμου που χορηγήθηκε στις Prysmian και PrysmianCS, μειώνοντας το ποσό του προστίμου που της επιβλήθηκε αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τις εταιρίες αυτές, σε περίπτωση που το Δικαστήριο δεχθεί την αίτηση αναιρέσεως που άσκησαν οι εν λόγω εταιρίες κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 12ης Ιουλίου 2018, Prysmian και Prysmian Cavi e Sistemi κατά Επιτροπής (T‑475/14, EU:T:2018:448).

Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

23

Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως διακρίνεται σε τρία σκέλη.

Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως

– Επιχειρήματα των διαδίκων

24

Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, το οποίο αφορά τις σκέψεις 49, 50 και 52 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο κακώς έκρινε ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη καθόσον καταλόγισε στην αναιρεσείουσα ευθύνη για την επίμαχη παράβαση για το προ της ΑΔΠ διάστημα, στηριζόμενη στο τεκμήριο της πραγματικής ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής από την αναιρεσείουσα επί της Prysmian και της PrysmianCS.

25

Συναφώς, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η συμμετοχή της στο επενδυτικό κεφάλαιο GSCP V ανερχόταν μόνο στο 33 % περίπου, ενώ το υπόλοιπο κεφάλαιο ανήκε σε ανεξάρτητους τρίτους επενδυτές. Επιπλέον, η συμμετοχή του επενδυτικού αυτού κεφαλαίου στο κεφάλαιο της Prysmian ανερχόταν, κατά το προ της ΑΔΠ διάστημα, και με εξαίρεση τις 41 πρώτες ημέρες, αρχικώς στο 91 % περίπου και, στη συνέχεια, στο 84 % περίπου. Εντούτοις, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι το τεκμήριο της πραγματικής ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής έχει εφαρμογή μόνον όταν η μητρική εταιρία κατέχει το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο του κεφαλαίου της θυγατρικής της. Το Γενικό Δικαστήριο κακώς έκρινε ότι, όταν μια μητρική εταιρία κατέχει το σύνολο των δικαιωμάτων ψήφου που συνδέονται με τις μετοχές της θυγατρικής της, ιδίως σε συνδυασμό με ευρύτατη πλειοψηφική συμμετοχή στο κεφάλαιο της θυγατρικής αυτής, η μητρική αυτή εταιρία βρίσκεται σε κατάσταση ανάλογη με εκείνη του αποκλειστικού κυρίου της εν λόγω θυγατρικής.

26

Κατά την αναιρεσείουσα, το τεκμήριο της πραγματικής ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής δεν μπορεί να εφαρμοστεί υπό τις περιστάσεις αυτές, σύμφωνα με τη θεμελιώδη αρχή κατά την οποία τα τεκμήρια πρέπει να εφαρμόζονται περιοριστικά. Συναφώς, η προσέγγιση του Γενικού Δικαστηρίου δεν συνάδει με την απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑97/08 P, EU:C:2009:536), με την οποία το Δικαστήριο αναγνώρισε την ύπαρξη τέτοιου τεκμηρίου. Επιπλέον, η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου ερμηνεία είναι εσφαλμένη υπό το πρίσμα του σκοπού του εν λόγω τεκμηρίου, δεδομένου ότι αντικαθιστά την ευχερή απόδειξη της υπάρξεως συμμετοχής αφορώσας το σύνολο των μεριδίων, μέσω ταχείας εξετάσεως του μητρώου εμπόρων και εταιριών, η οποία ενέχει ασφάλεια δικαίου και είναι ευκόλως εφαρμόσιμη, από εμπεριστατωμένη απόδειξη της υπάρξεως ιδιαίτερων στοιχείων στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα οποία παρέχουν τη δυνατότητα στη μητρική εταιρία να ασκήσει πράγματι αποφασιστική επιρροή. Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο υιοθέτησε εκ διαμέτρου αντίθετη ερμηνεία όσον αφορά την ίδια θυγατρική και την ίδια παράβαση με την απόφαση της 12ης Ιουλίου 2018, Pirelli & C. κατά Επιτροπής (T‑455/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:450).

27

Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Prysmian και την PrysmianCS, αμφισβητεί τα επιχειρήματα αυτά. Υποστηρίζει ότι το επιχείρημα της αναιρεσείουσας ότι, εφόσον αυτή κατείχε μόνον το 33 % του επενδυτικού κεφαλαίου GSCP V, το τεκμήριο της πραγματικής ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής δεν μπορεί να εφαρμοστεί εν προκειμένω, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο διότι δεν προβλήθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Εν πάση περιπτώσει, το επιχείρημα αυτό είναι αβάσιμο, δεδομένου ότι η αναιρεσείουσα ήλεγχε μόνη και πλήρως τις αποφάσεις σχετικά με τις επενδύσεις του επενδυτικού κεφαλαίου GSCP V.

28

Με το υπόμνημά της απαντήσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, προέβαλε ρητώς ότι το ποσοστό που πράγματι της ανήκε στο επενδυτικό κεφάλαιο GSCP V δεν επαρκούσε για να μπορέσει η Επιτροπή να στηριχθεί στο τεκμήριο της πραγματικής ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής συναφώς.

– Εκτίμηση του Δικαστηρίου

29

Πρώτον, όσον αφορά την επιχειρηματολογία της αναιρεσείουσας σύμφωνα με την οποία το τεκμήριο της πραγματικής άσκησης αποφασιστικής επιρροής, το οποίο αναγνωρίζεται από τη νομολογία, δεν είχε εν προκειμένω εφαρμογή, δεδομένου ότι η συμμετοχή της στο επενδυτικό κεφάλαιο GSCP V ανερχόταν μόνο σε 33 % περίπου, ενώ το υπόλοιπο κεφάλαιο του επενδυτικού κεφαλαίου ανήκε σε ανεξάρτητους τρίτους επενδυτές, υπενθυμίζεται ότι, όπως διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 48 και 64 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή στηρίχθηκε, με την επίδικη απόφαση, στο τεκμήριο της πραγματικής ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής της αναιρεσείουσας επί της συμπεριφοράς της Prysmian και, εμμέσως, της PrysmianCS, μη βασιζόμενη στο ποσοστό της έμμεσης συμμετοχής της αναιρεσείουσας στο κεφάλαιο της Prysmian, αλλά στη διαπίστωση ότι η αναιρεσείουσα ήλεγχε το σύνολο των δικαιωμάτων ψήφου που συνδέονται με τις μετοχές της Prysmian.

30

Συναφώς, με την αίτηση αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα δεν αμφισβητεί ούτε την ως άνω διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου ούτε ότι εξακολουθούσε να ελέγχει το 100 % των εν λόγω δικαιωμάτων ψήφου, καθ’ όλο το προ της ΑΔΠ διάστημα, ακόμη και μετά τις μεταβιβάσεις μετοχών της Prysmian που πραγματοποιήθηκαν στις 7 Σεπτεμβρίου 2005 και στις 21 Ιουλίου 2006. Υπό τις περιστάσεις αυτές, το επιχείρημα της αναιρεσείουσας ότι η συμμετοχή της στο επενδυτικό κεφάλαιο GSCP V ανερχόταν μόνο στο 33 % περίπου πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να απορριφθεί ως αλυσιτελές.

31

Δεύτερον, όσον αφορά την επιχειρηματολογία της αναιρεσείουσας που αφορά τη διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου ότι η Επιτροπή μπορούσε θεμιτώς να στηριχθεί στο τεκμήριο της πραγματικής ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής από τη μητρική εταιρία επί της συμπεριφοράς της θυγατρικής της, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, η συμπεριφορά θυγατρικής εταιρίας μπορεί να καταλογισθεί στη μητρική εταιρία, ιδίως όταν η θυγατρική αυτή, μολονότι έχει χωριστή νομική προσωπικότητα, δεν καθορίζει αυτοτελώς τη συμπεριφορά της στην αγορά, αλλά εφαρμόζει κυρίως τις οδηγίες της μητρικής εταιρίας, λαμβανομένων, ιδίως, υπόψη των οικονομικών, οργανωτικών και νομικών δεσμών που υφίστανται μεταξύ των δύο νομικών αυτών προσώπων (απόφαση της 24ης Ιουνίου 2015, Fresh Del Monte Produce κατά Επιτροπής και Επιτροπή κατά Fresh Del Monte Produce, C‑293/13 P και C‑294/13 P, EU:C:2015:416, σκέψη 75 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

32

Από πάγια νομολογία προκύπτει επίσης ότι, στην ειδική περίπτωση κατά την οποία η μητρική εταιρία κατέχει άμεσα ή έμμεσα το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο του κεφαλαίου της θυγατρικής της που διέπραξε παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, αφενός, η μητρική εταιρία έχει τη δυνατότητα ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής επί της συμπεριφοράς της θυγατρικής αυτής και, αφετέρου, υφίσταται μαχητό τεκμήριο ότι η εν λόγω μητρική εταιρία ασκεί όντως αποφασιστική επιρροή επί της θυγατρικής της. Υπό τις συνθήκες αυτές, αρκεί η Επιτροπή να αποδείξει ότι η μητρική εταιρία κατέχει το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο του κεφαλαίου μιας θυγατρικής προκειμένου να θεωρηθεί κατά τεκμήριο ότι η μητρική ασκεί πράγματι αποφασιστική επιρροή επί της εμπορικής πολιτικής της θυγατρικής αυτής. Στη συνέχεια, η Επιτροπή μπορεί να θεωρήσει ότι η μητρική εταιρία ευθύνεται εις ολόκληρον για την καταβολή του προστίμου που επιβλήθηκε στη θυγατρική της, εκτός εάν η μητρική εταιρία, στην οποία απόκειται να ανατρέψει το τεκμήριο αυτό, προσκομίσει επαρκή στοιχεία ικανά να αποδείξουν ότι η θυγατρική της ενεργεί αυτοτελώς στην αγορά (απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 2020, Pirelli & C. κατά Επιτροπής, C‑611/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:868, σκέψη 68 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

33

Ως εκ τούτου, το τεκμήριο αυτό συνεπάγεται ότι, εξαιρουμένης της περιπτώσεως ανατροπής του, η πραγματική άσκηση αποφασιστικής επιρροής από τη μητρική εταιρία στη θυγατρική της θεωρείται αποδεδειγμένη και ότι η Επιτροπή μπορεί βασίμως να κρίνει ότι η πρώτη εταιρία είναι υπεύθυνη για τη συμπεριφορά της δεύτερης, χωρίς να υποχρεούται να προσκομίσει οποιοδήποτε επιπλέον αποδεικτικό στοιχείο. Επομένως, η εφαρμογή του τεκμηρίου της πραγματικής ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής δεν εξαρτάται από την προσκόμιση πρόσθετων ενδείξεων σχετικά με την πραγματική άσκηση επιρροής από τη μητρική εταιρία (απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2017, Global Steel Wire κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑457/16 P και C‑459/16 P έως C‑461/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:819, σκέψεις 85 και 86 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

34

Βεβαίως, συνομολογείται ότι η αναιρεσείουσα δεν κατείχε, κατά το προ της ΑΔΠ διάστημα, το σύνολο του κεφαλαίου της Prysmian, εφόσον, όπως προκύπτει από τη σκέψη 47 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η συμμετοχή του επενδυτικού κεφαλαίου GSCP V στο κεφάλαιο της Prysmian ανερχόταν, κατά το διάστημα αυτό και με εξαίρεση τις 41 πρώτες ημέρες, αρχικώς στο 91 % περίπου και, στη συνέχεια, στο 84 % περίπου. Συνομολογείται, επίσης, ότι, στην επίδικη απόφαση, η Επιτροπή δεν εκτίμησε ότι η συμμετοχή αυτή σήμαινε ότι η αναιρεσείουσα είχε στην κατοχή της το σύνολο σχεδόν του κεφαλαίου της Prysmian.

35

Εντούτοις, από τη νομολογία που παρατίθεται στις σκέψεις 31 έως 33 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι το τεκμήριο της πραγματικής ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής δεν βασίζεται μόνον στην απλή κατοχή του συνόλου ή σχεδόν του συνόλου του κεφαλαίου της θυγατρικής, αλλά στον βαθμό ελέγχου της μητρικής εταιρίας επί της θυγατρικής της τον οποίο συνεπάγεται η ως άνω κατοχή κεφαλαίου. Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε, κατ’ ουσίαν, στη σκέψη 50 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, χωρίς να υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο, ότι η μητρική εταιρία που κατέχει το σύνολο των δικαιωμάτων ψήφου που συνδέονται με τις μετοχές της θυγατρικής της βρίσκεται, από την άποψη αυτή, σε κατάσταση ανάλογη με εκείνη μιας εταιρίας που κατέχει το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο του κεφαλαίου της θυγατρικής, με αποτέλεσμα η μητρική εταιρία να είναι σε θέση να καθορίζει την οικονομική και εμπορική στρατηγική της θυγατρικής. Πράγματι, η μητρική εταιρία που κατέχει το σύνολο των δικαιωμάτων ψήφου που συνδέονται με τις μετοχές της θυγατρικής της μπορεί, ακριβώς όπως και μια μητρική εταιρία που κατέχει το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο του κεφαλαίου της θυγατρικής της, να ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της τελευταίας.

36

Επομένως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι, εφόσον μια μητρική εταιρία κατέχει το σύνολο των δικαιωμάτων ψήφου που συνδέονται με τις μετοχές της θυγατρικής της, η Επιτροπή δικαιούται να στηριχθεί στο τεκμήριο της πραγματικής ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής από τη μητρική εταιρία επί της συμπεριφοράς της θυγατρικής της στην αγορά.

37

Το συμπέρασμα αυτό δεν ανατρέπεται από τα λοιπά επιχειρήματα που προέβαλε η αναιρεσείουσα.

38

Πράγματι, πρώτον, το τεκμήριο της αποφασιστικής επιρροής που ασκεί μητρική εταιρία επί της θυγατρικής αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στη διασφάλιση της ισορροπίας μεταξύ, αφενός, της σημασίας του σκοπού που συνίσταται στην καταστολή των συμπεριφορών που είναι αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, και συγκεκριμένα προς το άρθρο 101 ΣΛΕΕ, και στην αποτροπή της επανάληψής τους, και, αφετέρου, των επιταγών ορισμένων γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης, όπως, ιδίως, των αρχών του τεκμηρίου αθωότητας, της εξατομίκευσης των ποινών και της ασφάλειας δικαίου, καθώς και των δικαιωμάτων άμυνας, συμπεριλαμβανομένης της αρχής της ισότητας των όπλων (πρβλ. απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, Schindler Holding κλπ. κατά Επιτροπής, C‑501/11 P, EU:C:2013:522, σκέψη 108 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

39

Βεβαίως, όπως υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, ο προσδιορισμός των προσώπων που κατέχουν τις ψήφους που συνδέονται με τις μετοχές μιας εταιρίας μπορεί, ενδεχομένως, να αποδειχθεί δυσχερέστερος από τον προσδιορισμό των προσώπων στα οποία ανήκουν οι μετοχές αυτές. Ωστόσο, αφενός, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι τέτοιες δυσχέρειες μπορούν να θίξουν την ασφάλεια δικαίου. Πράγματι, μια μητρική εταιρία η οποία, χωρίς να κατέχει το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο των μετοχών της θυγατρικής της, έχει επιφυλάξει υπέρ της ιδίας ή έχει αποκτήσει το σύνολο των δικαιωμάτων ψήφου που συνδέονται με τις μετοχές αυτές, προφανώς δεν μπορεί να αγνοεί ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο.

40

Αφετέρου, υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή ουδόλως υποχρεούται να στηριχθεί αποκλειστικά στο εν λόγω τεκμήριο. Πράγματι, τίποτα δεν εμποδίζει το θεσμικό αυτό όργανο να αποδείξει την εκ μέρους μητρικής εταιρίας πραγματική άσκηση αποφασιστικής επιρροής επί της θυγατρικής της με άλλα αποδεικτικά στοιχεία ή με συνδυασμό των στοιχείων αυτών με το εν λόγω τεκμήριο (απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2017, Global Steel Wire κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑457/16 P και C‑459/16 P έως C‑461/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:819, σκέψη 88 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

41

Περαιτέρω, όχι μόνον η αναιρεσείουσα δεν διευκρινίζει γιατί η εν προκειμένω ερμηνεία του Γενικού Δικαστηρίου είναι αντιφατική με εκείνη που δέχθηκε σε προηγούμενη απόφαση, αλλά το επιχείρημα αυτό είναι αλυσιτελές δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 31 έως 36 της παρούσας αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς δέχθηκε ότι η Επιτροπή μπορούσε να στηριχθεί στο τεκμήριο της πραγματικής ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής.

42

Συνεπώς, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

Επί του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως

– Επιχειρήματα των διαδίκων

43

Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, το οποίο αφορά τις σκέψεις 71 έως 78 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο, αφενός, ότι κακώς έκρινε ότι αυτή όφειλε να ανατρέψει, όσον αφορά το προ της ΑΔΠ διάστημα, το τεκμήριο της πραγματικής ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής επί της συμπεριφοράς της θυγατρικής της στην αγορά, δεδομένου ότι δεν μπορούσε να απαιτήσει από αυτή να ανατρέψει ένα τεκμήριο το οποίο δεν είχε εφαρμογή.

44

Αφετέρου, και εν πάση περιπτώσει, το Γενικό Δικαστήριο, ερμηνεύοντας εσφαλμένως τις εφαρμοστέες εν προκειμένω νομικές απαιτήσεις, παρέλειψε να εκτιμήσει ορθώς τα επιχειρήματα που προέβαλε και τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η αναιρεσείουσα προκειμένου να ανατρέψει το τεκμήριο της πραγματικής ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής.

45

Συναφώς, η αναιρεσείουσα επισημαίνει, πρώτον, ότι ορισμένα από τα αποδεικτικά στοιχεία που παρέθεσε το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι ικανά να αποδείξουν ότι το επενδυτικό κεφάλαιο GSCP V είχε διαφορετική συμπεριφορά από τη συμπεριφορά ενός απλού χρηματοοικονομικού επενδυτή. Δεύτερον, απορρίπτοντας το επιχείρημα της αναιρεσείουσας ότι η εμπορική πολιτική της Prysmian καθοριζόταν από τη διευθυντική της ομάδα, με την αιτιολογία ότι η αναιρεσείουσα δεν είχε προσκομίσει ηλεκτρονική επιστολή ή ειδικό πρακτικό που να επιβεβαιώνει το επιχείρημα αυτό, το Γενικό Δικαστήριο της επέβαλε probatio diabolica. Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο κακώς δεν προσέδωσε σημασία στο γεγονός ότι στην απάντηση της Prysmian σε αίτηση παροχής πληροφοριών της Επιτροπής δεν υπάρχει καμία αναφορά στο επενδυτικό κεφάλαιο GSCP V ή στην αναιρεσείουσα. Τέταρτον, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, χωρίς να το αιτιολογήσει, ότι οι δημόσιες δηλώσεις ανεξαρτησίας και απουσίας ελέγχου που είχαν πραγματοποιηθεί τότε από το διοικητικό συμβούλιο της Prysmian ήταν ψευδείς και ότι είχαν πραγματοποιηθεί κατά παράβαση του ιταλικού δικαίου. Πέμπτον, το Γενικό Δικαστήριο κακώς απέρριψε το επιχείρημά της ότι το επενδυτικό κεφάλαιο GSCP V δεν είχε δώσει οδηγίες στην Prysmian με την αιτιολογία ότι το επιχείρημα αυτό στερείται λογικής συνέπειας.

46

Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Prysmian και την PrysmianCS, αντικρούει τα ως άνω επιχειρήματα. Κατ’ αυτήν, η επιχειρηματολογία της αναιρεσείουσας σχετικά με την εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε η αναιρεσείουσα για να ανατρέψει την εφαρμογή του τεκμηρίου πραγματικής ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής αποσκοπεί στην πραγματικότητα στο να προβεί το Δικαστήριο σε νέα εκτίμηση των αποδεικτικών αυτών στοιχείων και, ως εκ τούτου, είναι απαράδεκτη.

– Εκτίμηση του Δικαστηρίου

47

Επισημαίνεται, πρώτον, ότι το επιχείρημα της αναιρεσείουσας περί της φερόμενης αντιστροφής, από το Γενικό Δικαστήριο, του βάρους αποδείξεως στηρίζεται στην παραδοχή ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η Επιτροπή μπορούσε, εν προκειμένω, να στηριχθεί στο τεκμήριο πραγματικής ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής προκειμένου να καταλογίσει στην αναιρεσείουσα ευθύνη για την επίμαχη παράβαση όσον αφορά το προ της ΑΔΠ διάστημα. Δεδομένου όμως ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 36 της παρούσας αποφάσεως, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν ενέχει καμία πλάνη περί το δίκαιο ως προς το ζήτημα αυτό, το επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί.

48

Δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 256, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και το άρθρο 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αίτηση αναιρέσεως περιορίζεται σε νομικά ζητήματα. Το Γενικό Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να διαπιστώνει και να εκτιμά τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, καθώς και τα αποδεικτικά στοιχεία. Επομένως, η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων αυτών δεν αποτελεί, υπό την επιφύλαξη της περιπτώσεως παραμορφώσεως του περιεχομένου τους, νομικό ζήτημα υποκείμενο, ως τέτοιο, στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου (απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, Philips και Philips France κατά Επιτροπής, C‑98/17 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:774, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

49

Αντιθέτως, η εξουσία ελέγχου του Δικαστηρίου επί των πραγματικών διαπιστώσεων στις οποίες προέβη το Γενικό Δικαστήριο εκτείνεται, μεταξύ άλλων, στο ζήτημα αν τηρήθηκαν οι κανόνες που διέπουν το βάρος αποδείξεως και τη διεξαγωγή των αποδείξεων (αποφάσεις της18ης Ιανουαρίου 2017, Toshiba κατά Επιτροπής, C‑623/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:21, σκέψη 39, και της 14ης Ιουνίου 2018, Makhlouf κατά Συμβουλίου, C‑458/17 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:441, σκέψη 57).

50

Δεδομένου ότι, εν προκειμένω, η αναιρεσείουσα δεν επικαλέστηκε παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, τα επιχειρήματά της που αφορούν την εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων που προβλήθηκαν προς ανατροπή του τεκμηρίου της πραγματικής ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα.

51

Τρίτον, στο μέτρο που τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως θα μπορούσαν να θεωρηθούν παραδεκτά δυνάμει της νομολογίας που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 48 και 49 της παρούσας αποφάσεως, επισημαίνεται, κατά πρώτον, ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο δεν της επέβαλε, με τις σκέψεις 70 και 71 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, probatio diabolica, αλλά περιορίστηκε, κατ’ ουσίαν, να υπενθυμίσει ότι η αναιρεσείουσα έφερε το βάρος αποδείξεως για την ανατροπή του επίμαχου τεκμηρίου.

52

Κατά δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο ουδόλως έκρινε, στις σκέψεις 73 και 74 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι δημόσιες δηλώσεις ανεξαρτησίας στις οποίες προέβη το διοικητικό συμβούλιο της Prysmian ήταν ψευδείς και αντίθετες προς το ιταλικό δίκαιο. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε μόνον ότι οι δηλώσεις αυτές δεν ήταν, αφ’ εαυτών, ικανές να αποδείξουν την ακρίβεια του περιεχομένου τους και ότι η άσκηση αποφασιστικής επιρροής έπρεπε να εκτιμηθεί βάσει συγκεκριμένων αποδεικτικών στοιχείων.

53

Κατά τρίτον, μολονότι η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι κακώς απέρριψε το επιχείρημά της, το οποίο μνημονεύεται στο σημείο 50 του εισαγωγικού δικογράφου της δίκης, ότι το επενδυτικό κεφάλαιο GSCP V δεν είχε δώσει οδηγίες στην Prysmian, επισημαίνεται ότι η αναιρεσείουσα δεν διευκρινίζει πώς το Γενικό Δικαστήριο μπορούσε να αντιληφθεί το περιεχόμενο του επιχειρήματος κατά τρόπο αντίθετο σε σχέση με όσα έκρινε στη σκέψη 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ούτε ποια στοιχεία ή αποδεικτικά στοιχεία παρέλειψε να εξετάσει συναφώς, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο απάντησε στην επιχειρηματολογία στην οποία παρέπεμπε η αναιρεσείουσα, στο σημείο αυτό του ως άνω δικογράφου, στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως.

54

Κατά συνέπεια, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτο και εν μέρει αβάσιμο.

Επί του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως

– Επιχειρήματα των διαδίκων

55

Με το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο επιβεβαιώνοντας το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή με την επίδικη απόφαση ότι είχε πράγματι ασκήσει αποφασιστική επιρροή επί της Prysmian κατά το προ της ΑΔΠ διάστημα.

56

Η Επιτροπή, η Prysmian και η PrysmianCS υποστηρίζουν ότι το σκέλος αυτό είναι απαράδεκτο διότι η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο να προβεί σε νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων που εξετάστηκαν πρωτοδίκως. Σε κάθε περίπτωση, το σκέλος αυτό είναι αβάσιμο.

– Εκτίμηση του Δικαστηρίου

57

Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 9 και 10 της παρούσας αποφάσεως, η Επιτροπή θώρησε, με την επίδικη απόφαση, την αναιρεσείουσα υπεύθυνη για την επίμαχη παράβαση κατά το προ του ΑΔΠ διάστημα, στηριζόμενη σε διττή βάση. Αφενός, η Επιτροπή στηρίχθηκε στο τεκμήριο της πραγματικής ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής για τον λόγο ότι η αναιρεσείουσα κατείχε το σύνολο των δικαιωμάτων ψήφου που συνδέονταν με τις μετοχές της Prysmian. Αφετέρου, έκρινε ότι η αναιρεσείουσα όντως ασκούσε τέτοια επιρροή επί της Prysmian.

58

Όπως, όμως, προκύπτει από την εξέταση του πρώτου σκέλους του λόγου αυτού, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή μπορούσε θεμιτώς να στηριχθεί στο τεκμήριο της πραγματικής ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής προκειμένου να θεμελιώσει την ευθύνη της αναιρεσείουσας για την επίμαχη παράβαση όσον αφορά το προ της ΑΔΠ διάστημα. Επιπλέον, από την εξέταση του δεύτερου σκέλους αυτού του λόγου αναιρέσεως προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, εν προκειμένω, ότι η αναιρεσείουσα δεν κατόρθωσε να ανατρέψει το τεκμήριο αυτό.

59

Υπό τις συνθήκες αυτές, το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, το οποίο βάλλει κατά των κρίσεων του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με τη δεύτερη βάση επί της οποίας στηρίχθηκε η Επιτροπή για να θεωρήσει την αναιρεσείουσα υπεύθυνη για την επίμαχη παράβαση κατά το προ της ΑΔΠ διάστημα, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές.

60

Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτος και εν μέρει αβάσιμος.

Επί του δεύτερου λόγου αναιρέσεως

61

Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως, ο οποίος αφορά τις σκέψεις 81 έως 144 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, έχει τρία σκέλη.

Επί του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως

– Επιχειρήματα των διαδίκων

62

Με το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, επειδή, πρώτον, στηρίχθηκε σε στοιχεία που ίσχυαν κατά το προ της ΑΔΠ διάστημα προκειμένου να επιβεβαιώσει την εκτίμηση της Επιτροπής ότι μπορούσε να καταλογισθεί ευθύνη στην αναιρεσείουσα και για το μετά την ΑΔΠ διάστημα, δεύτερον, έκρινε απλώς ότι η ΑΔΠ δεν είχε αλλάξει τίποτα, και, τρίτον, αντέστρεψε, στην πράξη, το βάρος αποδείξεως εις βάρος της αναιρεσείουσας. Η ΑΔΠ της Prysmian ήταν, όμως, αποφασιστικής σημασίας για την εταιρία αυτή. Από τις 3 Μαΐου 2007, το επενδυτικό κεφάλαιο GSCP V κατείχε μόνον το 46 % περίπου του κεφαλαίου της Prysmian και στις 12 Νοεμβρίου 2007 το ποσοστό αυτό ανερχόταν μόλις σε 26 % περίπου. Επιπλέον, από τις 3 Μαΐου 2007, η Prysmian υπείχε υποχρέωση διαφάνειας όσον αφορά την αγορά.

63

Η προσέγγιση του Γενικού Δικαστηρίου είναι επίσης αντίθετη προς τα διδάγματα που απορρέουν, μεταξύ άλλων, από τη σκέψη 34 της αποφάσεως της 16ης Ιουνίου 2016, Evonik Degussa και AlzChem κατά Επιτροπής (C‑155/14 P, EU:C:2016:446), κατά τα οποία, αφενός, το Γενικό Δικαστήριο, προκειμένου να εκτιμήσει αν μια θυγατρική καθορίζει αυτοτελώς τη συμπεριφορά της στην αγορά ή εφαρμόζει, ως επί το πλείστον, τις οδηγίες της μητρικής εταιρίας, οφείλει να εκτιμήσει πραγματικά περιστατικά αναγόμενα στον χρόνο τελέσεως της παραβάσεως και, αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη στοιχεία αφορώντα άλλο χρονικό διάστημα μόνον εφόσον δύναται να καταδείξει τη σημασία των στοιχείων αυτών για το διάστημα διαπράξεως της παραβάσεως και δεν κάνει άνευ άλλου τινός δεκτές, σχετικά με αυτό το χρονικό διάστημα, κρίσεις που απορρέουν από την εκτίμηση των ως άνω στοιχείων.

64

Κατά την αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένως τη νομολογία αυτή, παραπέμποντας, με τις σκέψεις 93, 94 και 133 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αφενός, στη μοναδική φορά μετά το χρονικό διάστημα τελέσεως της παραβάσεως που το επενδυτικό κεφάλαιο GSCP V ανακάλεσε τον διορισμό μελών του διοικητικού συμβουλίου της Prysmian και, αφετέρου, στο γεγονός ότι το διοικητικό συμβούλιο που είχε διοριστεί πριν από την ΑΔΠ διατηρήθηκε αμετάβλητο μετά την ΑΔΠ, δεδομένου ότι κανένα από τα δύο αυτά στοιχεία δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά την προβαλλόμενη πραγματική άσκηση αποφασιστικής επιρροής από την αναιρεσείουσα επί της Prysmian κατά το μετά την ΑΔΠ διάστημα. Ομοίως, στη σκέψη 92 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο δεν έπρεπε να στηριχθεί, στον έλεγχο των δικαιωμάτων ψήφου ή στην πλειοψηφική συμμετοχή στη συνέλευση των μετόχων της Prysmian, διότι τα δύο αυτά στοιχεία δεν υπήρχαν πλέον κατά το μετά την ΑΔΠ διάστημα. Επιπλέον, μολονότι δέχεται ότι, για να καταλογίσει τη συμπεριφορά θυγατρικής στη μητρική εταιρία, η Επιτροπή δεν μπορεί να αρκεστεί στη διαπίστωση ότι η μητρική εταιρία είναι σε θέση να ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της θυγατρικής της, αλλά πρέπει επίσης να ελέγξει αν η επιρροή αυτή όντως ασκήθηκε, το Γενικό Δικαστήριο στήριξε τα συμπεράσματά του σε στοιχεία ικανά, το πολύ, να αποκαλύψουν εξουσία ασκήσεως ορισμένης επιρροής και επιβεβαιώνει τα συμπεράσματα στα οποία στηρίζονται τα υποστηριζόμενα από την Prysmian.

65

Η Επιτροπή θεωρεί ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος διότι ζητείται από το Δικαστήριο να εκτιμήσει εκ νέου τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίσθηκαν πρωτοδίκως. Σε κάθε περίπτωση, ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος.

66

Η Prysmian και η PrysmianCS υποστηρίζουν ότι το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως είναι αβάσιμο.

– Εκτίμηση του Δικαστηρίου

67

Όσον αφορά το παραδεκτό του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, για την εξέταση του ζητήματος αν η μητρική εταιρία μπορεί να ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της θυγατρικής της στην αγορά, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των κρίσιμων στοιχείων που αφορούν τις οικονομικές, οργανωτικές και νομικές σχέσεις μεταξύ της θυγατρικής και της μητρικής της εταιρίας και, επομένως, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η οικονομική πραγματικότητα. Εξάλλου, η πραγματική άσκηση αποφασιστικής επιρροής της μητρικής εταιρίας επί της συμπεριφοράς της θυγατρικής είναι δυνατόν να συναχθεί από μια δέσμη συγκλινόντων στοιχείων, ακόμη και αν κανένα από τα στοιχεία αυτά, εξεταζόμενο μεμονωμένα, δεν αρκεί για να αποδειχθεί η ύπαρξη τέτοιας επιρροής (απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2017, Toshiba κατά Επιτροπής, C‑623/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:21, σκέψεις 46 και 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

68

Από πάγια νομολογία προκύπτει επίσης ότι, στο πλαίσιο της εξετάσεως αυτής, απόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να προβεί σε εκτίμηση περί πραγματικών περιστατικών αναγομένων στο χρονικό διάστημα τελέσεως της παραβάσεως, χωρίς ωστόσο να αποκλείεται η δυνατότητα να στηριχθεί σε στοιχεία αφορώντα προ αυτού διάστημα, εφόσον δύναται να καταδείξει τη σημασία των στοιχείων αυτών για το διάστημα διαπράξεως της παραβάσεως και δεν αποφαίνεται ότι ισχύουν άνευ άλλου τινός για το διάστημα αυτό κρίσεις που απορρέουν από την εκτίμηση προγενέστερων του διαστήματος αυτού στοιχείων (απόφαση της 16ης Ιουνίου 2016, Evonik Degussa και AlzChem κατά Επιτροπής, C‑155/14 P, EU:C:2016:446, σκέψη 34).

69

Πάντως, στο μέτρο που με τα επιχειρήματά της στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως η αναιρεσείουσα προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στο Γενικό Δικαστήριο ότι στηρίχθηκε, κατά την εξέταση αυτή, σε στοιχεία που δεν ασκούν επιρροή για την επίμαχη περίοδο και ότι αντέστρεψε το βάρος αποδείξεως, τα επιχειρήματα αυτά αφορούν νομικά ζητήματα τα οποία μπορούν να προβληθούν στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως.

70

Αντιθέτως, τα επιχειρήματα με τα οποία επιδιώκεται να αμφισβητηθεί η εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο της εξετάσεως αυτής δεν είναι, λαμβανομένης υπόψη της υπομνησθείσας στις σκέψεις 48 και 49 της παρούσας αποφάσεως νομολογίας, παραδεκτά στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως, δεδομένου ότι η αναιρεσείουσα δεν προέβαλε παραμόρφωση των αποδεικτικών αυτών στοιχείων εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου.

71

Επί της ουσίας, διαπιστώνεται ότι, με τις σκέψεις 81 έως 144 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε αν η αναιρεσείουσα, αφενός, κατά το προ της ΑΔΠ διάστημα και, αφετέρου, κατά το μετά την ΑΔΠ διάστημα, ασκούσε αποφασιστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της Prysmian στην αγορά. Στο πλαίσιο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε λεπτομερώς τα οκτώ στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε συναφώς η Επιτροπή. Μεταξύ των στοιχείων που αφορούν όλο το χρονικό διάστημα τελέσεως της παραβάσεως, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε, μεταξύ άλλων, την εξουσία διορισμού των μελών των διαφόρων διοικητικών συμβουλίων της Prysmian, καθώς και την εξουσία συγκλήσεως συνελεύσεων των μετόχων και ανακλήσεως μελών του διοικητικού συμβουλίου ή ολόκληρου του διοικητικού συμβουλίου.

72

Από την εξέταση αυτή ουδόλως προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο, προκειμένου να εξακριβώσει αν η αναιρεσείουσα ασκούσε αποφασιστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της Prysmian στην αγορά κατά το μετά την ΑΔΠ διάστημα, στηρίχθηκε σε στοιχεία που ίσχυαν για το προ της ΑΔΠ διάστημα ή ότι αντέστρεψε το βάρος αποδείξεως εις βάρος της νυν αναιρεσείουσας. Πράγματι, από την εξέταση αυτή και ιδίως από τις σκέψεις 93, 94 και 133 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο όχι μόνο δεν θεώρησε ότι η ΑΔΠ δεν είχε επιφέρει αλλαγές συναφώς, αλλά έλαβε επιμελώς υπόψη τα στοιχεία που επικαλέστηκε η Επιτροπή στην επίδικη απόφαση, διακρίνοντας σαφώς το προ και το μετά της ΑΔΠ διάστημα. Επομένως, η επιχειρηματολογία της αναιρεσείουσας, η οποία παρατίθεται στη σκέψη 62 της παρούσας αποφάσεως, στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθεί ως αβάσιμη.

73

Υπό τις περιστάσεις αυτές, το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτο και εν μέρει αβάσιμο.

Επί του δεύτερου και του τρίτου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως

– Επιχειρήματα των διαδίκων

74

Με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι κακώς το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η ίδια διέθετε, εντός του διοικητικού συμβουλίου της Prysmian, τον απαιτούμενο βαθμό εκπροσωπήσεως για να επηρεάζει τη συμπεριφορά της τελευταίας στην αγορά.

75

Πρώτον, η διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου ότι η διατήρηση της ίδιας συνθέσεως του διοικητικού συμβουλίου της Prysmian κατά το μετά την ΑΔΠ διάστημα αποτελεί ένδειξη ότι η αναιρεσείουσα συνέχισε να ασκεί έλεγχο επί του διοικητικού συμβουλίου μετά την ΑΔΠ είναι εντελώς εσφαλμένη. Το διοικητικό αυτό συμβούλιο, το οποίο διορίστηκε κατά τη συνέλευση των μετόχων της 28ης Φεβρουαρίου 2007, περιελάμβανε δέκα μέλη, εκ των οποίων μόνον τρία ήταν διευθυντικά στελέχη της PIA. Επομένως, δεδομένου ότι για τη λήψη αποφάσεως του εν λόγω συμβουλίου απαιτούνταν απλή πλειοψηφία, τα διευθυντικά στελέχη της PIA, που ήταν και μέλη του συμβουλίου του διοικητικού συμβουλίου της Prysmian, ουδέποτε ήταν σε θέση να ελέγχουν αποτελεσματικά το σύνολο του συμβουλίου αυτού. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία των αποδεικτικών στοιχείων της δικογραφίας, παραβλέποντας το γεγονός ότι απαγορεύεται στα διευθυντικά στελέχη της PIA, τα οποία είναι επίσης μέλη του διοικητικού συμβουλίου της Prysmian, να ενεργούν, κατά το μετά την ΑΔΠ διάστημα, αποκλειστικώς ή κυρίως προς όφελος άλλων εταιριών, συμπεριλαμβανομένης της αναιρεσείουσας.

76

Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά τον ρόλο δύο ανεξάρτητων μη εκτελεστικών μελών του διοικητικού συμβουλίου (στο εξής: επίμαχα μέλη του διοικητικού συμβουλίου), που μετέχουν στο διοικητικό συμβούλιο της Prysmian.

77

Συναφώς, η αναιρεσείουσα προβάλλει, πρώτον, ότι, όσον αφορά τη διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου ότι, υπό το πρίσμα των δεσμών που αυτή διατηρούσε με τα επίμαχα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, διατηρούσε δεσμούς τουλάχιστον με το 50 % των μελών του διοικητικού συμβουλίου της Prysmian, οι υποτιθέμενοι αυτοί δεσμοί, ιδίως μέσω «προηγούμενων συμβουλευτικών υπηρεσιών» ή «συμβάσεων παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών», δεν εξετάσθηκαν καθόλου και δεν περιγράφηκαν ορθώς στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Το Γενικό Δικαστήριο δεν απέδειξε ούτε ότι οι υποτιθέμενοι αυτοί δεσμοί μπορούσαν να υπερισχύσουν ή ότι υπερίσχυαν της υποχρεώσεως ανεξαρτησίας που υπέχουν τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου έναντι όλων των μετόχων.

78

Από τη νομολογία προκύπτει ότι μόνον η σώρευση καθηκόντων περιάγει κατ’ ανάγκην τη μητρική εταιρία σε θέση να επηρεάσει καθοριστικά τη συμπεριφορά της θυγατρικής της στην αγορά. Εν προκειμένω, όμως, τα εν λόγω μέλη του διοικητικού συμβουλίου της Prysmian δεν ήταν ούτε μέλη του διοικητικού συμβουλίου της αναιρεσείουσας, ούτε υπάλληλοί της, ούτε καν ανώτερα στελέχη της. Επιπλέον, κανένας από αυτούς δεν κατείχε διευθυντική θέση στην αναιρεσείουσα.

79

Περαιτέρω, κρίνοντας ότι η αναιρεσείουσα δεν απέδειξε τη μη ύπαρξη δεσμών με τα επίμαχα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, το Γενικό Δικαστήριο αντέστρεψε το βάρος αποδείξεως.

80

Τέλος, ακόμη και αν υποτεθεί ότι τα επίμαχα μέλη του διοικητικού συμβουλίου συνυπολογίζονται με τα διευθυντικά στελέχη της PIA, τα μέλη αυτά αθροιζόμενα δεν εκπροσωπούσαν την πλειοψηφία του διοικητικού συμβουλίου της Prysmian, αλλά μόνον πέντε από τα δέκα μέλη και, επομένως, το ήμισυ του διοικητικού αυτού συμβουλίου, πράγμα που σημαίνει ότι δεν μπορούσαν μόνοι τους να λαμβάνουν τις αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου.

81

Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, η οποία συνιστά παραμόρφωση των επίμαχων αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον απέρριψε την αποδεικτική αξία των δηλώσεων του διοικητικού συμβουλίου της Prysmian που επιβεβαιώνουν την ανεξαρτησία των ανεξάρτητων μελών του, αντιστρέφοντας έτσι εκ νέου το βάρος αποδείξεως. Μετά την ΑΔΠ, η Prysmian ήταν υποχρεωμένη να διορίσει συγκεκριμένο αριθμό ανεξάρτητων μελών στο διοικητικό συμβούλιό της. Συναφώς, αποκλειόταν κάθε μορφή συγγένειας ή επαγγελματικής σχέσεως μεταξύ μέλους του διοικητικού συμβουλίου και της εταιρίας, συμπεριλαμβανομένων των άλλων επιχειρήσεων του ομίλου ή των κυρίων μετόχων. Το διοικητικό συμβούλιο της Prysmian επιβεβαίωσε ρητώς, επανειλημμένως, ότι τα ανεξάρτητα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ήταν πράγματι ανεξάρτητα. Αν η Prysmian είχε την παραμικρή αμφιβολία ως προς την ακρίβεια των επιβεβαιώσεων αυτών, θα διέτρεχε τον κίνδυνο, προβαίνοντας στις ως άνω επιβεβαιώσεις, να της επιβληθούν αστικές, διοικητικές και, ενδεχομένως, ποινικές κυρώσεις δυνάμει του ιταλικού δικαίου.

82

Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε μη συνεπή εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, κρίνοντας, αφενός, στη σκέψη 108 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το γεγονός και μόνον ότι το διοικητικό συμβούλιο της Prysmian θεωρούσε ορισμένα από τα μέλη του ανεξάρτητα δεν αποδεικνύει την απουσία δεσμών με την αναιρεσείουσα και, κατά συνέπεια, την πραγματική ανεξαρτησία των εν λόγω μελών του διοικητικού συμβουλίου και, αφετέρου, στη σκέψη 136 της αποφάσεως αυτής, ότι, όσον αφορά τα πρακτικά μιας συνεδρίασης του διοικητικού αυτού συμβουλίου στα οποία έχουν αποτυπωθεί οι παρατηρήσεις των μετεχόντων, εναπόκειτο στην αναιρεσείουσα να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία περί του αντιθέτου.

83

Με το τρίτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι κανένα από τα λοιπά στοιχεία που επικαλείται το Γενικό Δικαστήριο δεν αρκεί, εξεταζόμενο μεμονωμένα ή σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία, για να αποδείξει την εκ μέρους της αναιρεσείουσας πραγματική άσκηση αποφασιστικής επιρροής επί της Prysmian κατά το μετά την ΑΔΠ διάστημα.

84

Πρώτον, η εξουσία που διαθέτει το επενδυτικό κεφάλαιο GSCP V να διορίζει μέλη του διοικητικού συμβουλίου της Prysmian και η εξουσία που διαθέτει το επενδυτικό αυτό κεφάλαιο να συγκαλεί τους μετόχους στις συνελεύσεις, καθώς και να προτείνει την ανάκληση μελών ή ολόκληρου του διοικητικού συμβουλίου, δεν αποδεικνύουν ότι η αναιρεσείουσα ήταν σε θέση, διά του ιδίου αυτού επενδυτικού κεφαλαίου, να ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της Prysmian. Συγκεκριμένα, όσον αφορά τα δικαιώματα διορισμού, η νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου απαιτεί να αποδειχθεί ότι τα κατ’ αυτόν τον τρόπο διορισθέντα μέλη του διοικητικού συμβουλίου διαθέτουν την εξουσία να επιβάλουν αποτελεσματικό έλεγχο στο σύνολο του διοικητικού συμβουλίου.

85

Δεύτερον, όσον αφορά τις εξουσίες που είχαν ανατεθεί στα διευθυντικά στελέχη της PIA πριν από την ΑΔΠ, τον διορισμό τους στην επιτροπή στρατηγικής της Prysmian μετά την ΑΔΠ, τη λήψη τακτικών επικαιροποιήσεων και μηνιαίων εκθέσεων, καθώς και τα λοιπά μέτρα που ελήφθησαν μετά την ΑΔΠ και μνημονεύονται στη σκέψη 130 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κανένα από τα στοιχεία αυτά, εξεταζόμενο μεμονωμένα ή από κοινού, δεν αποτελεί αποδεικτικό στοιχείο της πραγματικής άσκησης αποφασιστικής επιρροής επί της Prysmian.

86

Τρίτον, είναι εσφαλμένη η διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου, στις σκέψεις 140 έως 142 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η αναιρεσείουσα επέδειξε έναντι της Prysmian τυπική συμπεριφορά ιδιοκτήτη βιομηχανικής επιχείρησης. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη περί το δίκαιο μη λαμβάνοντας υπόψη τη νομολογία κατά την οποία η ευθύνη για παραβιάσεις του δικαίου του ανταγωνισμού δεν μπορεί να καταλογισθεί σε έναν απλό χρηματοοικονομικό επενδυτή, όπως η αναιρεσείουσα.

87

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το δεύτερο και το τρίτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως είναι απαράδεκτα για τους λόγους που προεκτέθηκαν στη σκέψη 65 της παρούσας αποφάσεως. Επιπλέον, το δεύτερο σκέλος είναι αλυσιτελές. Επικουρικώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τα δύο αυτά σκέλη είναι αβάσιμα.

88

Η Prysmian και η PrysmianCS υποστηρίζουν ότι τα δύο αυτά σκέλη είναι απαράδεκτα και, επικουρικώς, αβάσιμα.

– Εκτίμηση του Δικαστηρίου

89

Πρώτον, στο μέτρο που η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν απάντησε στα επιχειρήματά της σχετικά με την ύπαρξη και τη σημασία των δεσμών μεταξύ αυτής και των μελών του διοικητικού συμβουλίου της Prysmian, επισημαίνεται ότι, στη σκέψη 106 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο, στηριζόμενο και παραπέμποντας στις αιτιολογικές σκέψεις 761 και 762 της επίδικης αποφάσεως καθώς και στις αντίστοιχες υποσημειώσεις τους, προσδιόρισε επαρκώς τους επίμαχους δεσμούς. Επιπλέον, από τις σκέψεις 106 έως 108 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, εν προκειμένω, οι δεσμοί αυτοί ήταν τέτοιοι ώστε μπορούν να θεωρηθούν ως ένα από τα στοιχεία στα οποία μπορούσε να στηριχθεί η Επιτροπή για να αποδείξει ότι η αναιρεσείουσα ασκούσε αποφασιστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της Prysmian.

90

Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι από τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 67 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι η πραγματική άσκηση αποφασιστικής επιρροής από τη μητρική εταιρία επί της συμπεριφοράς της θυγατρικής μπορεί να συναχθεί από δέσμη συγκλινόντων στοιχείων, έστω και αν κανένα από τα στοιχεία αυτά, εξεταζόμενο μεμονωμένα, δεν αρκεί για να αποδειχθεί η ύπαρξη τέτοιας επιρροής.

91

Δεύτερον, όσον αφορά την προβαλλόμενη μη συνεπή εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων από το Γενικό Δικαστήριο, επισημαίνεται ότι η επιχειρηματολογία της αναιρεσείουσας βάλλει κατά των σκέψεων 108 και 136 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Στη σκέψη 108 της αποφάσεως αυτής, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το γεγονός και μόνον ότι το εν λόγω διοικητικό συμβούλιο θεωρούσε ορισμένα μέλη του ανεξάρτητα, ή ακόμη και το γεγονός ότι είχε δημοσιοποιήσει την αξιολόγησή του αυτή στις σχετικές με την εταιρική διακυβέρνηση της επιχείρησης εκθέσεις, όπως ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα, δεν αρκεί, αφ’ εαυτού, για να ανατραπεί η διαπίστωση της Επιτροπής ότι τα ίδια αυτά μέλη του διοικητικού συμβουλίου διατηρούσαν δεσμούς με την αναιρεσείουσα. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε κατ’ ουσίαν ότι οι διαπιστώσεις της Επιτροπής ήταν ικανές να ανατρέψουν τις εκτιμήσεις του διοικητικού συμβουλίου. Η εκτίμηση αυτή δεν είναι, όμως, ασυνεπής με την εκτίμηση που εκτίθεται στη σκέψη 136 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και αφορά παρατήρηση που περιγράφεται σε επίσημα πρακτικά του διοικητικού συμβουλίου της Prysmian ότι το έγγραφο αυτό έπρεπε να αποτυπώνει τις παρατηρήσεις που οι μετέχοντες στο εν λόγω συμβούλιο επιθυμούσαν να καταγραφούν.

92

Τρίτον, όσον αφορά την προβαλλόμενη αντιστροφή του βάρους αποδείξεως σχετικά με τον ρόλο των εν λόγω μελών του διοικητικού συμβουλίου, αρκεί η επισήμανση ότι η επιχειρηματολογία της αναιρεσείουσας στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, στη σκέψη 106 της αποφάσεως αυτής, το Γενικό Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε τα αποδεικτικά στοιχεία που επικαλέστηκε η Επιτροπή και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι προσωπικοί δεσμοί που τεκμηριώνονται με τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία αποτελούσαν κρίσιμο στοιχείο στο πλαίσιο της εξέτασης του κατά πόσον η αναιρεσείουσα ασκούσε πραγματικό έλεγχο επί της Prysmian, κατ’ ουσίαν διαπίστωσε απλώς ότι η αναιρεσείουσα δεν κατόρθωσε να ανατρέψει το συμπέρασμα αυτό.

93

Τέταρτον, όσον αφορά το επιχείρημα της αναιρεσείουσας ότι από τη νομολογία απορρέει ότι μόνον η σώρευση καθηκόντων περιάγει κατ’ ανάγκην τη μητρική εταιρία σε θέση να επηρεάσει καθοριστικά τη συμπεριφορά της θυγατρικής της στην αγορά και ότι τέτοια κατάσταση δεν συντρέχει εν προκειμένω, υπενθυμίζεται ότι, όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 107 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, από τη νομολογία προκύπτει ότι η ύπαρξη οικονομικής οντότητας απαρτιζόμενης από τη μητρική εταιρία και τη θυγατρική της μπορεί να δημιουργηθεί όχι μόνον όταν οι δύο εταιρίες συνδέονται μεταξύ τους τυπικώς, αλλά και όταν συνδέονται ατύπως, λόγω ιδίως των προσωπικής φύσεως διασυνδέσεων μεταξύ των νομικών προσώπων που αποτελούν τέτοια οικονομική οντότητα (πρβλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 2013, Επιτροπή κατά Stichting Administratiekantoor Portielje, C‑440/11 P, EU:C:2013:514, σκέψη 68).

94

Εντούτοις, από τη νομολογία του Δικαστηρίου δεν προκύπτει ότι οι προσωπικής φύσεως δεσμοί μεταξύ δύο εταιριών μπορούν να ασκούν συναφώς επιρροή μόνο σε περίπτωση σώρευσης καθηκόντων. Πράγματι, η σημασία τέτοιων προσωπικής φύσεως δεσμών έγκειται στο γεγονός ότι ενδέχεται να υποδηλώνουν ότι ένα πρόσωπο, μολονότι μετέχει ενεργά σε συγκεκριμένη εταιρία, στην πραγματικότητα, λαμβανομένων υπόψη των δεσμών του με άλλη εταιρία, επιδιώκει τα συμφέροντα της τελευταίας. Εν προκειμένω, τούτο μπορεί επίσης να συμβαίνει όταν ένα πρόσωπο που είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου μιας εταιρίας συνδέεται με άλλη εταιρία μέσω «προγενέστερων συμβουλευτικών υπηρεσιών» ή «συμβάσεων παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών», όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 106 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

95

Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι τέτοιοι προσωπικής φύσεως δεσμοί μπορούν, κατ’ αρχήν, να είναι κρίσιμοι προκειμένου να διαπιστωθεί αν μια μητρική εταιρία μπορεί να ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της θυγατρικής της στην αγορά.

96

Πέμπτον, όσον αφορά τα λοιπά επιχειρήματα που προέβαλε η αναιρεσείουσα στο πλαίσιο του δεύτερου και του τρίτου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, προκύπτει ότι, με το σύνολο των επιχειρημάτων αυτών, η αναιρεσείουσα, στην πραγματικότητα, απλώς αμφισβητεί τις εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου ως προς τα πραγματικά περιστατικά στο πλαίσιο της εκ μέρους του αναλύσεως των κρίσιμων εν προκειμένω αποδεικτικών στοιχείων και επιδιώκει, επομένως, να επιτύχει από το Δικαστήριο να υποκαταστήσει το Γενικό Δικαστήριο στην εκτίμησή του.

97

Όπως, όμως, υπομνήσθηκε στις σκέψεις 48 και 49 της παρούσας αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να διαπιστώνει και να εκτιμά τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά καθώς και να εκτιμά τα αποδεικτικά στοιχεία και, επομένως, η εκτίμηση αυτών των πραγματικών περιστατικών και αποδεικτικών στοιχείων δεν αποτελεί, υπό την επιφύλαξη της περιπτώσεως παραμορφώσεώς τους, νομικό ζήτημα υποκείμενο, ως τέτοιο, στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου.

98

Το Δικαστήριο διευκρίνισε επίσης ότι όταν ο αναιρεσείων προβάλλει παραμόρφωση αποδεικτικών στοιχείων εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, οφείλει να προσδιορίσει επακριβώς ποια στοιχεία παραμορφώθηκαν και να καταδείξει τα σφάλματα ανάλυσης στα οποία υπέπεσε, κατά την εκτίμησή του, το Γενικό Δικαστήριο με αποτέλεσμα την παραμόρφωση αυτή (απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2019, Brugg Kabel και Kabelwerke Brugg κατά Επιτροπής, C‑591/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:1026, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

99

Βεβαίως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο των δηλώσεων του διοικητικού συμβουλίου της Prysmian που επιβεβαιώνουν ότι τα ανεξάρτητα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ήταν πράγματι ανεξάρτητα. Εντούτοις, η αναιρεσείουσα δεν απέδειξε με ποιον τρόπο το Γενικό Δικαστήριο, καταλήγοντας στο συμπέρασμα αυτό, παραμόρφωσε τα επίμαχα αποδεικτικά στοιχεία.

100

Πράγματι, υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι, στη σκέψη 108 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το γεγονός και μόνον ότι το εν λόγω διοικητικό συμβούλιο θεωρούσε ορισμένα μέλη του ανεξάρτητα, ή ακόμη και το γεγονός ότι έχει δημοσιοποιήσει την αξιολόγησή του αυτή στις σχετικές με την εταιρική διακυβέρνηση της επιχείρησης εκθέσεις, δεν αρκεί για να ανατραπεί η διαπίστωση της Επιτροπής ότι τα ίδια αυτά μέλη του διοικητικού συμβουλίου διατηρούσαν δεσμούς με την αναιρεσείουσα.

101

Συνεπώς, δεδομένου ότι η αναιρεσείουσα δεν απέδειξε καμία παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών ή των αποδεικτικών στοιχείων, η επιχειρηματολογία που αναπτύσσει προς αμφισβήτηση της εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εκτιμήσεως των εν λόγω πραγματικών περιστατικών και αποδεικτικών στοιχείων πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

102

Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτος και εν μέρει αβάσιμος.

103

Όσον αφορά το αίτημα της αναιρεσείουσας να τύχει μείωσης του προστίμου αντίστοιχη με αυτή που χορηγήθηκε στην Prysmian και στην PrysmianCS και να μειωθεί το ποσό του προστίμου που της επιβλήθηκε αλληλεγγύως με αυτές, σε περίπτωση που το Δικαστήριο δεχθεί την αίτηση αναιρέσεως που άσκησαν οι εν λόγω εταιρίες κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 2018, Prysmian και Prysmian Cavi e Sistemi κατά Επιτροπής (T‑475/14, EU:T:2018:448), αρκεί η επισήμανση ότι το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αυτή αναιρέσεως με την απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2020, Prysmian και Prysmian Cavi e Sistemi κατά Επιτροπής (C‑601/18 P, EU:C:2020:751).

104

Συνεπώς, δεδομένου ότι δεν μπορεί να τελεσφορήσει κανείς από τους λόγους που προέβαλε η αναιρεσείουσα προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

Επί των δικαστικών εξόδων

105

Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, που εφαρμόζεται στην αναιρετική δίκη δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

106

Δεδομένου ότι η αναιρεσείουσα ηττήθηκε και η Επιτροπή ζήτησε να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα, η αναιρεσείουσα πρέπει να φέρει, πέραν των εξόδων της, και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή.

107

Δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η αναίρεση δεν ασκήθηκε από παρεμβαίνοντα πρωτοδίκως, αυτός μπορεί να καταδικασθεί στα έξοδα της αναιρετικής δίκης μόνον εφόσον έλαβε μέρος στην ενώπιον του Δικαστηρίου έγγραφη ή προφορική διαδικασία. Όταν ο εν λόγω διάδικος μετέχει στη δίκη, το Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι αυτός φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

108

Δεδομένου ότι η Prysmian και η PrysmianCS μετείχαν στην ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία, το Δικαστήριο κρίνει ότι, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, πρέπει να φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

 

2)

Καταδικάζει την The Goldman Sachs Group Inc. τόσο στα δικαστικά της έξοδα όσο και σε εκείνα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

 

3)

Η Prysmian SpA και η Prysmian Cavi e Sistemi Srl φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.