Υπόθεση C-575/18 P

Τσεχική Δημοκρατία

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 9ης Ιουλίου 2020

«Αίτηση αναιρέσεως – Ίδιοι πόροι της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δημοσιονομική ευθύνη των κρατών μελών – Αίτηση περί απαλλαγής από την υποχρέωση απόδοσης ιδίων πόρων – Προσφυγή ακυρώσεως – Παραδεκτό – Έγγραφο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής – Έννοια του όρου “πράξη δεκτική προσφυγής” – Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αποτελεσματική δικαστική προστασία – Αγωγή λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού της Ένωσης»

  1. Προσφυγή ακυρώσεως – Πράξεις δεκτικές προσφυγής – Έννοια – Πράξεις παράγουσες δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα – Έγγραφο της Επιτροπής με το οποίο αυτή καλεί ανεπισήμως ένα κράτος μέλος να αποδώσει παραδοσιακούς ιδίους πόρους στον προϋπολογισμό της Ένωσης – Δεν εμπίπτει

    (Άρθρο 263 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1150/2000 του Συμβουλίου· απόφαση 2007/436 του Συμβουλίου)

    (βλ. σκέψεις 46-48)

  2. Προσφυγή ακυρώσεως – Πράξεις δεκτικές προσφυγής – Έννοια – Πράξεις παράγουσες δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα – Δυνατότητα μη εφαρμογής της προϋποθέσεως αυτής με επίκληση του δικαιώματος σε αποτελεσματική δικαστική προστασία – Δεν υφίσταται

    (Άρθρο 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ· Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47)

    (βλ. σκέψεις 52, 53)

  3. Προσφυγή ακυρώσεως – Πράξεις δεκτικές προσφυγής – Πράξεις παράγουσες δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα – Έγγραφο της Επιτροπής με το οποίο αυτή καλεί ανεπισήμως ένα κράτος μέλος να αποδώσει παραδοσιακούς ιδίους πόρους στον προϋπολογισμό της Ένωσης – Ορισμός με το έγγραφο αυτό προθεσμίας για την απόδοση των ιδίων πόρων της Ένωσης επί ποινή καταβολής τόκων υπερημερίας – Παραγωγή δεσμευτικών αποτελεσμάτων – Δεν χωρεί

    (Άρθρο 82 ΕΚ· κανονισμός 4064/89 του Συμβουλίου, άρθρο 2 §§ 2 και 3)

    (βλ. σκέψη 54)

  4. Προσφυγή ακυρώσεως – Προσφυγή κατά εγγράφου της Επιτροπής με το οποίο αυτή καλεί ανεπισήμως ένα κράτος μέλος να αποδώσει παραδοσιακούς ιδίους πόρους στον προϋπολογισμό της Ένωσης – Έλεγχος της βασιμότητας της υποχρέωσης του κράτους μέλους αυτού να αποδώσει τους εν λόγω πόρους – Παράβαση του συστήματος ιδίων πόρων της Ένωσης – Δεν επιτρέπεται

    (Άρθρο 263 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1150/2000 του Συμβουλίου· αποφάσεις του Συμβουλίου 2000/597 και 2007/436)

    (βλ. σκέψεις 55-64)

  5. Ίδιοι πόροι της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Βεβαίωση και διάθεση από τα κράτη μέλη – Απόδοση υπό επιφυλάξεις – Αρχή της καλόπιστης συνεργασίας – Υποχρέωση της Επιτροπής να διεξαγάγει εποικοδομητικό διάλογο με το συγκεκριμένο κράτος μέλος – Υποχρέωση του εν λόγω θεσμικού οργάνου να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως – Δεν υφίσταται

    (Άρθρο 4 § 3 ΣΕΕ· άρθρο 258 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1150/2000 του Συμβουλίου)

    (βλ. σκέψεις 68, 73-75, 77-80)

  6. Ίδιοι πόροι της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Βεβαίωση και διάθεση από τα κράτη μέλη – Απόδοση υπό επιφυλάξεις – Αγωγή στηριζόμενη σε αδικαιολόγητο πλουτισμό της Ένωσης – Σεβασμός του δικαιώματος αποτελεσματικής ένδικης προστασίας

    (Άρθρο 4 § 3 ΣΕΕ· άρθρο 258 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1150/2000 του Συμβουλίου)

    (βλ. σκέψεις 81-83)

Σύνοψη

Στις 30 Μαΐου 2008, η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) κατάρτισε έκθεση κατόπιν έρευνας η οποία αφορούσε ελέγχους σχετικά με την εισαγωγή αναπτήρων τσέπης με πυρόλιθο προέλευσης Λάος. Κατά την έκθεση αυτή, η οποία αφορούσε, ειδικότερα, 28 περιπτώσεις εισαγωγής εμπορευμάτων στην Τσεχική Δημοκρατία, τα κράτη μέλη όφειλαν να διενεργήσουν οικονομικούς ελέγχους στους συγκεκριμένους εισαγωγείς και να κινήσουν διοικητική διαδικασία για την έκδοση διορθωτικής πράξης επιβολής φόρου. Οι τσεχικές αρχές έλαβαν μέτρα για την έκδοση διορθωτικής πράξης και είσπραξης φορολογικών οφειλών, επισημαίνοντας, ωστόσο, ότι, σε ορισμένες από τις περιπτώσεις αυτές, δεν ήταν δυνατή η είσπραξη του ποσού των ιδίων πόρων της Ένωσης. Με έγγραφο της 20ής Ιανουαρίου 2015, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενημέρωσε τις αρχές αυτές ότι η Τσεχική Δημοκρατία δεν μπορούσε να απαλλαγεί από την υποχρέωσή της να αποδώσει τους ίδιους πόρους της Ένωσης, δυνάμει του κανονισμού 1150/2000 ( 1 ), και τις κάλεσε να προβούν στην καταβολή του επίμαχου ποσού, διευκρινίζοντας ότι οποιαδήποτε καθυστέρηση θα συνεπαγόταν την καταβολή τόκων.

Διαφωνώντας με την άποψη που διατύπωσε η Επιτροπή με το έγγραφο αυτό, η Τσεχική Δημοκρατία άσκησε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της απόφασης του θεσμικού αυτού οργάνου που φέρεται ότι περιλαμβάνεται στο εν λόγω έγγραφο. Tο Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε, με διάταξη ( 2 ), την ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή και, συνεπακόλουθα, απέρριψε την προσφυγή. Συγκεκριμένα, έκρινε ότι ο κανονισμός αυτός στρεφόταν κατά πράξεως μη δυνάμενης να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως, καθόσον δεν παρήγε δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα. Η Τσεχική Δημοκρατία άσκησε αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου, υποστηρίζοντας, κατ’ ουσίαν, ότι το απαράδεκτο της προσφυγής της ακυρώσεως της στερούσε τη δυνατότητα δικαστικής προστασίας, καθόσον δεν διέθετε κανένα ένδικο βοήθημα που να της παρέχει τη δυνατότητα να επιτύχει τον αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο της άποψης της Επιτροπής.

Με απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020, που εκδόθηκε από το τμήμα μείζονος συνθέσεως, το Δικαστήριο αποφάνθηκε επί των προϋποθέσεων πρόσβασης των κρατών μελών σε αποτελεσματική δικαστική προστασία σε περίπτωση διαφοράς ως προς την έκταση της οικονομικής ευθύνης τους υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης στον τομέα των ιδίων πόρων της Ένωσης.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε, καταρχάς, ότι στο παρόν στάδιο εξέλιξης του δικαίου της Ένωσης, οι υποχρεώσεις είσπραξης, βεβαίωσης και εγγραφής στον λογαριασμό των ιδίων πόρων της Ένωσης επιβάλλονται ευθέως στα κράτη μέλη. Επομένως, η Επιτροπή δεν διαθέτει καμία εξουσία λήψεως αποφάσεων δυνάμει της οποίας να μπορεί να υποχρεώσει τα κράτη μέλη να βεβαιώσουν και να της αποδώσουν ποσά των πόρων αυτών. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η άσκηση προσφυγής ακυρώσεως κατά εγγράφου, όπως το επίδικο έγγραφο, με σκοπό τον έλεγχο του βασίμου της υποχρεώσεως κράτους μέλους να αποδώσει στην Επιτροπή τέτοια ποσά, θα ισοδυναμούσε με παράβαση του συστήματος των ιδίων πόρων της Ένωσης, όπως αυτό προβλέπεται από το δίκαιο της Ένωσης. Ωστόσο, δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να τροποποιήσει την επιλογή στην οποία προέβη συναφώς ο νομοθέτης της Ένωσης. Εν συνεχεία, το Δικαστήριο έκρινε ότι, στο παρόν στάδιο εξέλιξης του δικαίου της Ένωσης, η δυνατότητα της Επιτροπής να υποβάλει στην κρίση του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο προσφυγής λόγω παραβάσεως, διαφορά μεταξύ αυτής και ενός κράτους μέλους, με αντικείμενο την υποχρέωση του κράτους αυτού να θέσει ορισμένο ποσό ιδίων πόρων της Ένωσης στη διάθεση του εν λόγω θεσμικού οργάνου, είναι συμφυής με το σύστημα των ιδίων πόρων. Προσέθεσε ότι, όταν ένα κράτος μέλος θέτει στη διάθεση της Επιτροπής ποσό ιδίων πόρων, διατυπώνοντας παράλληλα επιφυλάξεις ως προς την υποχρέωσή του να ενεργήσει κατ’ αυτόν τον τρόπο, εναπόκειται στην Επιτροπή, σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, να διεξαγάγει εποικοδομητικό διάλογο με το κράτος μέλος προκειμένου να καθορίσει τις υποχρεώσεις που αυτό υπέχει. Σε περίπτωση αποτυχίας του διαλόγου αυτού, το εν λόγω θεσμικό όργανο έχει τη δυνατότητα να ασκήσει προσφυγή λόγω παραβάσεως κατά του εν λόγω κράτους μέλους. Συγκεκριμένα, η υπό επιφυλάξεις απόδοση ιδίων πόρων της Ένωσης δικαιολογεί τη διαπίστωση παράβασης, στην περίπτωση κατά την οποία το οικείο κράτος μέλος είναι πράγματι υποχρεωμένο να προβεί στην εν λόγω απόδοση.

Εντούτοις, λαμβανομένης υπόψη της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει η Επιτροπή όσον αφορά την άσκηση προσφυγής λόγω παραβάσεως, το Δικαστήριο έκρινε ότι το εν λόγω ένδικο βοήθημα δεν παρέχει καμία εγγύηση στο οικείο κράτος μέλος για την επίλυση από τον δικαστή της διαφοράς μεταξύ του κράτους αυτού και του εν λόγω θεσμικού οργάνου όσον αφορά την απόδοση ιδίων πόρων της Ένωσης. Προσέθεσε, ωστόσο, ότι, όταν ένα κράτος μέλος έχει θέσει στη διάθεση της Επιτροπής ποσό ιδίων πόρων της Ένωσης, διατυπώνοντας παράλληλα επιφυλάξεις ως προς το βάσιμο της άποψης του θεσμικού αυτού οργάνου και όταν η διαδικασία διαλόγου δεν κατέστησε δυνατή την περάτωση της διαφοράς μεταξύ του θεσμικού οργάνου και του κράτους μέλους, το κράτος μέλος αυτό έχει τη δυνατότητα να ζητήσει αποζημίωση λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού της Ένωσης και, ενδεχομένως, να ασκήσει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου σχετική αγωγή.

Συναφώς, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι για την αγωγή που στηρίζεται στον αδικαιολόγητο πλουτισμό της Ένωσης, η οποία ασκείται δυνάμει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ και του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, απαιτείται να αποδειχθεί ο αδικαιολόγητος πλουτισμός του καθού η αξίωση χωρίς νόμιμη αιτία και η ελάττωση της περιουσίας του έχοντος την αξίωση που συνδέεται με τον πλουτισμό αυτόν. Επομένως, στο πλαίσιο της εξέτασης μιας τέτοιας αγωγής, εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να εκτιμήσει, μεταξύ άλλων, αν η μείωση της περιουσίας του ενάγοντος κράτους μέλους, η οποία αντιστοιχεί στην απόδοση στην Επιτροπή ποσού ιδίων πόρων της Ένωσης το οποίο αμφισβήτησε το εν λόγω κράτος μέλος, και ο συνακόλουθος πλουτισμός του θεσμικού αυτού οργάνου δικαιολογούνται από τις υποχρεώσεις που υπέχει το εν λόγω κράτος μέλος από το δίκαιο της Ένωσης στον τομέα των ιδίων πόρων της Ένωσης ή αν, αντιθέτως, δεν δικαιολογούνται. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο, κρίνοντας ότι το κράτος μέλος δεν στερείται κάθε αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας σε περίπτωση διαφωνίας με την Επιτροπή ως προς τις υποχρεώσεις του στον τομέα των ιδίων πόρων της Ένωσης, απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της.


( 1 ) Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 150/2000 του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2000, για την εφαρμογή της απόφασης 94/728/ΕΚ, Ευρατόμ για το σύστημα των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων (ΕΕ 2000, L 130, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2028/2004 του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2004 (ΕΕ 2004, L 352, σ. 1) και με τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 105/2009 το Συμβουλίου, της 26ης Ιανουαρίου 2009 (ΕΕ 2009, L 36, σ. 1). Βλ. ιδίως άρθρο 17, παράγραφος 2 του κανονισμού.

( 2 ) Διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 28ης Ιουνίου 2018, Τσεχική Δημοκρατία κατά Επιτροπής (T‑147/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:395).