Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C‑529/18 P και C‑531/18 P

PJ
και
PC

κατά

Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 24ης Μαρτίου 2022

«Αίτηση αναιρέσεως – Αρχές του δικαίου της Ένωσης – Άρθρο 19 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Εκπροσώπηση των διαδίκων στις ευθείες προσφυγές ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης – Δικηγόρος έχων την ιδιότητα τρίτου σε σχέση με τον προσφεύγοντα – Απαίτηση ανεξαρτησίας – Δικηγόρος που εργάζεται ως συνεργάτης δικηγορικού γραφείου – Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης»

  1. Ένδικη διαδικασία – Εισαγωγικό δικόγραφο – Τυπικά στοιχεία – Υπογραφή από δικηγόρο – Έννοια του δικηγόρου – Αυτοτελής ερμηνεία

    (Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 19, εδ. 3· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 51§ 1)

    (βλ. σκέψεις 58, 60)

  2. Ένδικη διαδικασία – Εισαγωγικό δικόγραφο – Τυπικά στοιχεία – Προϋποθέσεις που αφορούν τον υπογράφοντα – Ιδιότητα τρίτου σε σχέση με τους διαδίκους – Διάδικος εκπροσωπούμενος από δικηγόρο που εργάζεται σε φορέα συνδεόμενο με τον διάδικο – Διάδικος που μπορεί να ασκεί πραγματικό έλεγχο επί του δικηγόρου –Μη τήρηση της απαιτήσεως για ανεξαρτησία

    (Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 19)

    (βλ. σκέψεις 61-69, 72, 74, 79-81)

  3. Ένδικη διαδικασία – Εισαγωγικό δικόγραφο – Τυπικά στοιχεία – Προϋποθέσεις που αφορούν τον υπογράφοντα – Ιδιότητα τρίτου σε σχέση με τους διαδίκους – Εκπροσώπηση από δικηγόρο μη έχοντα την ιδιότητα τρίτου – Απαράδεκτο – Τακτοποίηση μετά την παρέλευση της προθεσμίας άσκησης προσφυγής – Δεν επιτρέπεται

    (Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρα 19, εδ. 3 και 21, εδ. 2· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρα 55 § 1 και 3, και 78 § 6)

    (βλ. σκέψεις 88-90)

Σύνοψη

Ο PJ ήταν δικαιούχος του λεκτικού σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης Erdmann & Rossi. Κατόπιν αιτήσεως για την κήρυξη ακυρότητας που υπέβαλε η Erdmann Rossi GmbH, το Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) ακύρωσε το σήμα αυτό.

Ο PJ άσκησε προσφυγή ακυρώσεως της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Το εισαγωγικό δικόγραφο έφερε την υπογραφή του S. Το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε ότι η απαίτηση για ανεξαρτησία του δικηγόρου επιβάλλει την απουσία κάθε είδους εργασιακής σχέσεως μεταξύ αυτού και του εντολέα του. Προσέθεσε δε ότι ο δικηγόρος ενός διαδίκου δεν πρέπει να συνδέεται προσωπικά με την υπόθεση, ούτε να διατηρεί οικονομικές σχέσεις ή διαρθρωτικούς δεσμούς με τον εντολέα.

Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο, αφού επισήμανε ότι ο PJ ήταν συνιδρυτής και ο ένας εκ των δύο εταίρων του δικηγορικού γραφείου στο οποίο είχε αναθέσει την εκπροσώπησή του, μέσω του S. που ενεργούσε για λογαριασμό του γραφείου αυτού, απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη, διότι το εισαγωγικό δικόγραφο δεν είχε υπογραφεί από ανεξάρτητο δικηγόρο ( 1 ).

Το Δικαστήριο απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως του PJ και κρίνει, αντικαθιστώντας το σκεπτικό, ότι οι υφιστάμενες σχέσεις μεταξύ του δικηγόρου συνεργάτη σε δικηγορικό γραφείο και του εντολέα του, συνεταίρου και ιδρυτικού μέλους του γραφείου αυτού, θίγουν προδήλως την ανεξαρτησία του δικηγόρου ( 2 ).

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Κατ’ αρχάς, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι ένας διάδικος δεν επιτρέπεται να παρίσταται αυτοπροσώπως ενώπιον δικαιοδοτικού οργάνου της Ένωσης, αλλά πρέπει να κάνει χρήση των υπηρεσιών τρίτου προσώπου. Η δικαστική εκπροσώπηση μπορεί να γίνεται μόνον από δικηγόρο με σκοπό τη βέλτιστη δυνατή προστασία και υπεράσπιση των συμφερόντων του εντολέα, με πλήρη ανεξαρτησία καθώς και σύμφωνα με τον νόμο και τους επαγγελματικούς και δεοντολογικούς κανόνες.

Συναφώς, η ανεξαρτησία του δικηγόρου δεν πρέπει να νοείται ως απουσία οποιουδήποτε συνδέσμου με τον εντολέα του, αλλά μόνον ως απουσία συνδέσμων που θίγουν προδήλως την ικανότητά του να φέρει εις πέρας το υπερασπιστικό του έργο υπηρετώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα συμφέροντα του εντολέα του.

Στη συνέχεια, το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι οι περιπτώσεις απαραδέκτου λόγω μη εκπληρώσεως του έργου εκπροσώπησης πρέπει να περιορίζονται μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες προκύπτει προδήλως ότι ο δικηγόρος δεν είναι σε θέση να φέρει εις πέρας το υπερασπιστικό του έργο εξυπηρετώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα συμφέροντα του εντολέα του. Επομένως, η ύπαρξη απλώς και μόνον συμβατικής σχέσεως του αστικού δικαίου μεταξύ ενός δικηγόρου και του εντολέα του δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι ο δικηγόρος αυτός βρίσκεται σε θέση η οποία προδήλως θίγει την ικανότητά του να υπερασπίσει τα συμφέροντα του εντολέα του.

Τέλος, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι πρέπει να τεκμαίρεται ότι ένας δικηγόρος συνεργάτης δικηγορικού γραφείου, ακόμη και αν ασκεί το επάγγελμά του στο πλαίσιο συμβάσεως εργασίας, πληροί τις ίδιες απαιτήσεις ανεξαρτησίας με δικηγόρο ο οποίος ασκεί δικηγορία ατομικώς ή ως εταίρος δικηγορικού γραφείου. Ωστόσο, πρέπει να γίνεται διάκριση ανάλογα με την κατάσταση του εκπροσωπούμενου εντολέα.

Συγκεκριμένα, σε περίπτωση που ο εντολέας είναι τρίτο φυσικό ή νομικό πρόσωπο σε σχέση με το δικηγορικό γραφείο στο οποίο ο εν λόγω συνεργάτης ασκεί τα καθήκοντά του, δεν τίθεται ιδιαίτερο πρόβλημα ανεξαρτησίας. Δεν ισχύει όμως το ίδιο και στην περίπτωση κατά την οποία ο εντολέας, φυσικό πρόσωπο, είναι ο ίδιος συνεταίρος και ιδρυτικό μέλος του δικηγορικού γραφείου και μπορεί, ως εκ τούτου, να ασκεί πραγματικό έλεγχο επί του συνεργάτη. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι υφιστάμενοι δεσμοί μεταξύ του συνεργάτη δικηγόρου και του εντολέα εταίρου είναι τέτοιοι ώστε να θίγουν προδήλως την ανεξαρτησία του δικηγόρου.


( 1 ) Διάταξη της 30ής Μαΐου 2018, PJ κατά EUIPO – Erdmann & Rossi (Erdmann & Rossi) (T‑664/16, EU:T:2018:517).

( 2 ) Κατά την έννοια του άρθρου 19, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.