Προσωρινό κείμενο
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)
της 19ης Δεκεμβρίου 2019 (*)
«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 2000/31/ΕΚ – Υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας – Οδηγία 2006/123/ΕΚ – Υπηρεσίες – Διευκόλυνση επικοινωνίας μεταξύ οικοδεσποτών (επαγγελματιών ή ιδιωτών) που διαθέτουν καταλύματα προς εκμίσθωση και ατόμων που αναζητούν καταλύματα του τύπου αυτού – Χαρακτηρισμός – Εθνική ρύθμιση η οποία υπάγει σε ορισμένους περιορισμούς την άσκηση του επαγγέλματος του κτηματομεσίτη – Οδηγία 2000/31/ΕΚ – Άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, δεύτερη περίπτωση – Υποχρέωση κοινοποίησης των μέτρων που περιορίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας – Παράλειψη κοινοποίησης – Δυνατότητα προβολής – Ποινική διαδικασία με άσκηση πολιτικής αγωγής»
Στην υπόθεση C-390/18,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε ο ανακριτής του tribunal de grande instance de Paris (πολυμελούς πλημμελειοδικείου Παρισίων, Γαλλία) με απόφαση της 7ης Ιουνίου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 13 Ιουνίου 2018, στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας κατά του
X,
παρισταμένων των:
YA,
Airbnb Ireland UC,
Hôtelière Turenne SAS,
Association pour un hébergement et un tourisme professionnels (AHTOP),
Valhotel,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),
συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, R. Silva de Lapuerta, Αντιπρόεδρο, A. Arabadjiev, E. Regan, P. G. Xuereb και L. S. Rossi, προέδρους τμήματος, E. Juhász, M. Ilešič, J. Malenovský, D. Šváby (εισηγητή) και N. Piçarra, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar
γραμματέας: V. Giacobbo-Peyronnel, διοικητική υπάλληλος,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 14ης Ιανουαρίου 2019,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η Airbnb Ireland UC, εκπροσωπούμενη από τους D. Van Liedekerke, O. W. Brouwer και A. A. J. Pliego Selie, advocaten,
– η Association pour un hébergement et un tourisme professionnels (AHTOP), εκπροσωπούμενη από τους B. Quentin, G. Navarro και M. Robert, avocats,
– η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την E. de Moustier και τον R. Coesme,
– η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Smolek, J. Vláčil και T. Müller,
– η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την M. J. García‑Valdecasas Dorrego,
– η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη αρχικώς από την D. Holderer, στη συνέχεια από τον T. Uri,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους L. Malferrari, É. Gippini Fournier και S. L. Kalėda,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 30ής Απριλίου 2019,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 3 της οδηγίας 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2000, για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά («οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο») (ΕΕ 2000, L 178, σ. 1).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας κατά του προσώπου Χ, για πράξεις, μεταξύ άλλων, διαχείρισης χρηματικών ποσών προς άσκηση δραστηριοτήτων διαμεσολάβησης και διαχείρισης ακινήτων και εμπορικών επιχειρήσεων από πρόσωπο στερούμενο επαγγελματικής ταυτότητας.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
Η οδηγία 98/34
3 Το άρθρο 1, πρώτο εδάφιο, σημείο 2, της οδηγίας 98/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1998, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών (ΕΕ 1998, L 204, σ. 37), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 98/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998 (ΕΕ 1998, L 217, σ. 18) (στο εξής: οδηγία 98/34), ορίζει τα εξής:
«Κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως
[...]
2) “υπηρεσία”: οποιαδήποτε υπηρεσία της κοινωνίας των πληροφοριών, ήτοι κάθε υπηρεσία που συνήθως παρέχεται έναντι αμοιβής, με ηλεκτρονικά μέσα εξ αποστάσεως και κατόπιν προσωπικής επιλογής ενός αποδέκτη υπηρεσιών.
Για τους σκοπούς του παρόντος ορισμού, νοείται με τον όρο:
– “εξ αποστάσεως”: υπηρεσία που παρέχεται χωρίς τα συμβαλλόμενα μέρη να είναι ταυτόχρονα παρόντα,
– “με ηλεκτρονικά μέσα”: υπηρεσία που παρέχεται στην αφετηρία της και γίνεται αποδεκτή στον προορισμό της μέσω εξοπλισμών ηλεκτρονικής επεξεργασίας (συμπεριλαμβανομένης της ψηφιακής συμπίεσης) ή αποθήκευσης δεδομένων και η οποία παρέχεται, διαβιβάζεται και λαμβάνεται εξ ολοκλήρου μέσω τηλεφωνικής γραμμής, ραδιοφωνικής μετάδοσης, οπτικής ίνας ή με άλλα ηλεκτρομαγνητικά μέσα,
– “κατόπιν συγκεκριμένης παραγγελίας ενός αποδέκτη υπηρεσιών”: υπηρεσία που παρέχεται με μετάδοση δεδομένων κατόπιν συγκεκριμένης παραγγελίας.
[...]»
Η οδηγία (ΕΕ) 2015/1535
4 Η οδηγία (ΕΕ) 2015/1535 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προδιαγραφών και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών (ΕΕ 2015, L 241, σ. 1), κατάργησε και αντικατέστησε, από τις 7 Οκτωβρίου 2015, την οδηγία 98/34.
5 Το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2015/1535 ορίζει τα εξής:
«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:
[...]
β) “υπηρεσία”: οποιαδήποτε υπηρεσία της κοινωνίας των πληροφοριών, ήτοι κάθε υπηρεσία που συνήθως παρέχεται έναντι αμοιβής, με ηλεκτρονικά μέσα εξ αποστάσεως και κατόπιν συγκεκριμένης παραγγελίας ενός αποδέκτη υπηρεσιών.
Για τους σκοπούς του παρόντος ορισμού, νοείται με τον όρο:
i) “εξ αποστάσεως”: υπηρεσία που παρέχεται χωρίς τα συμβαλλόμενα μέρη να είναι ταυτόχρονα παρόντα,
ii) “με ηλεκτρονικά μέσα”: υπηρεσία που παρέχεται στην αφετηρία της και γίνεται αποδεκτή στον προορισμό της μέσω εξοπλισμών ηλεκτρονικής επεξεργασίας (συμπεριλαμβανομένης της ψηφιακής συμπίεσης) ή αποθήκευσης δεδομένων και η οποία παρέχεται, διαβιβάζεται και λαμβάνεται εξ ολοκλήρου μέσω τηλεφωνικής γραμμής, ραδιοφωνικής μετάδοσης, οπτικής ίνας ή με άλλα ηλεκτρομαγνητικά μέσα,
iii) “κατόπιν συγκεκριμένης παραγγελίας ενός αποδέκτη υπηρεσιών”: υπηρεσία που παρέχεται με μετάδοση δεδομένων κατόπιν συγκεκριμένης παραγγελίας.
Στο παράρτημα Ι περιέχεται ενδεικτικός κατάλογος των υπηρεσιών που δεν καλύπτονται από αυτό τον ορισμό.»
6 Το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής προβλέπει τα εξής:
«Με την επιφύλαξη του άρθρου 7, τα κράτη μέλη γνωστοποιούν πάραυτα στην Επιτροπή κάθε σχέδιο τεχνικού κανόνα, εκτός εάν πρόκειται απλώς για αυτούσια μεταφορά ενός διεθνούς ή ευρωπαϊκού προτύπου, οπότε αρκεί μια απλή πληροφόρηση ως προς το συγκεκριμένο πρότυπο· επίσης, απευθύνουν στην Επιτροπή κοινοποίηση σχετικά με τους λόγους για τους οποίους είναι αναγκαία η θέσπιση ενός τέτοιου τεχνικού κανόνα, εκτός εάν οι λόγοι αυτοί συνάγονται ήδη από το ίδιο το σχέδιο.
[...]»
7 Δυνάμει του άρθρου 10, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2015/1535, οι αναφορές στην οδηγία 98/34 νοούνται πλέον ως αναφορές στην οδηγία 2015/1535.
Η οδηγία 2000/31
8 Η αιτιολογική σκέψη 8 της οδηγίας 2000/31 έχει ως εξής:
«Στόχος της παρούσας οδηγίας είναι η δημιουργία νομικού πλαισίου που θα εξασφαλίζει την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας μεταξύ κρατών μελών και όχι η εναρμόνιση του ποινικού δικαίου αυτού καθ’ εαυτού.»
9 Το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/31, όπως είχε πριν από την έναρξη ισχύος της οδηγίας 2015/1535, όριζε τις «υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας» ως τις υπηρεσίες υπό την έννοια του άρθρου 1, πρώτο εδάφιο, σημείο 2, της οδηγίας 98/34. Από την έναρξη ισχύος της οδηγίας 2015/1535, η αναφορά αυτή πρέπει να νοείται ως αναφορά στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της τελευταίας αυτής οδηγίας.
10 Το άρθρο 2, στοιχείο ηʹ, της οδηγίας 2000/31 προβλέπει τα εξής:
«η) “συντονισμένος τομέας”: οι προϋποθέσεις που ισχύουν στα νομικά συστήματα των κρατών μελών προκειμένου για φορείς παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας ή υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας, ανεξαρτήτως εάν πρόκειται για γενικές διατάξεις ή για διατάξεις σχεδιασμένες ειδικά για τον τομέα αυτό·
i) ο συντονισμένος τομέας αφορά απαιτήσεις προς τις οποίες πρέπει να συμμορφώνεται ο φορέας παροχής υπηρεσιών σχετικά με:
– την ανάληψη δραστηριότητας παροχής υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας, όπως προϋποθέσεις σχετικά με τα προσόντα, την έγκριση ή την κοινοποίηση,
– την άσκηση δραστηριότητας υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας, όπως απαιτήσεις σχετικά με τη συμπεριφορά του φορέα παροχής υπηρεσιών, σχετικά με την ποιότητα ή το περιεχόμενο της υπηρεσίας, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων για τη διαφήμιση και τη σύναψη συμβάσεων, ή απαιτήσεις σχετικά με την ευθύνη του φορέα παροχής υπηρεσιών·
ii) ο συντονισμένος τομέας δεν καλύπτει απαιτήσεις όπως:
– προϋποθέσεις σχετικά με τα ίδια τα αγαθά,
– προϋποθέσεις σχετικά με την παράδοση αγαθών,
– προϋποθέσεις σχετικά με υπηρεσίες που δεν παρέχονται με ηλεκτρονικά μέσα.»
11 Το άρθρο 3, παράγραφοι 2 και 4 έως 6, της εν λόγω οδηγίας έχει ως εξής:
«2. Τα κράτη μέλη δεν μπορούν, για λόγους που αφορούν το συντονισμένο τομέα, να περιορίσουν την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας οι οποίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος.
[...]
4. Τα κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν μέτρα κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2 σε σχέση με συγκεκριμένη υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθοι όροι:
α) τα μέτρα πρέπει:
i) να είναι αναγκαία για έναν από τους ακόλουθους λόγους:
– δημόσια τάξη, ιδίως πρόληψη, έρευνα, διαπίστωση και δίωξη εγκλημάτων, στα οποία περιλαμβάνονται η προστασία των ανηλίκων και η καταπολέμηση της πρόκλησης μίσους λόγω φυλής, φύλου, θρησκείας ή εθνικότητας, καθώς και οι παραβιάσεις της ανθρώπινης αξιοπρέπειας που αφορούν μεμονωμένα πρόσωπα,
– προστασία της δημόσιας υγείας,
– δημόσια ασφάλεια, συμπεριλαμβανομένης της προάσπισης της εθνικής ασφάλειας και άμυνας,
– προστασία του καταναλωτή, περιλαμβανομένου και του επενδυτή·
ii) να στρέφονται κατά μιας υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας η οποία βλάπτει τους στόχους που αναφέρονται στο σημείο i) ή συνιστά σοβαρό κίνδυνο που απειλεί να βλάψει τους προαναφερόμενους στόχους·
iii) να είναι ανάλογα προς τους στόχους αυτούς·
β) πριν από τη λήψη των εν λόγω μέτρων και ανεξαρτήτως τυχόν δικαστικών διαδικασιών, συμπεριλαμβανομένων των προκαταρκτικών διαδικασιών και ενεργειών που αναλαμβάνονται στα πλαίσια ποινικών ερευνών, το κράτος μέλος:
– έχει ζητήσει από το κράτος μέλος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 να λάβει μέτρα και το τελευταίο δεν έλαβε μέτρα ή τα μέτρα ήταν ανεπαρκή,
– έχει κοινοποιήσει στην Επιτροπή και στο κράτος μέλος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 την πρόθεσή του να λάβει τέτοια μέτρα.
5. Τα κράτη μέλη μπορούν, σε έκτακτες περιπτώσεις, να παρεκκλίνουν από τους όρους που αναφέρονται στην παράγραφο 4 στοιχείο β). Στην περίπτωση αυτή, τα μέτρα πρέπει να κοινοποιούνται το συντομότερο δυνατό στην Επιτροπή και στο κράτος μέλος που αναφέρεται στην παράγραφο 1, αναφέροντας τους λόγους για τους οποίους το κράτος μέλος κρίνει ότι πρόκειται για επείγουσα κατάσταση.
6. Με την επιφύλαξη της δυνατότητας του κράτους μέλους να λάβει τα εν λόγω μέτρα, η Επιτροπή πρέπει να εξετάσει τη συμβατότητα των κοινοποιηθέντων μέτρων προς το κοινοτικό δίκαιο το ταχύτερο δυνατό. Εάν συμπεράνει ότι το μέτρο δεν συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο, η Επιτροπή ζητεί από το εν λόγω κράτος μέλος να μη λάβει τα προβλεπόμενα μέτρα ή να τερματίσει επειγόντως τα ληφθέντα μέτρα.»
Η οδηγία 2006/123/ΕΚ
12 Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά (ΕΕ 2006, L 376, σ. 36), έχει ως εξής:
«Αν οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας έρχονται σε σύγκρουση με διάταξη άλλης κοινοτικής πράξης που ρυθμίζει τις ειδικές πτυχές της πρόσβασης και της άσκησης δραστηριότητας παροχής υπηρεσίας σε ειδικούς τομείς ή ειδικά επαγγέλματα, η διάταξη της άλλης κοινοτικής πράξης υπερισχύει και εφαρμόζεται σ’ αυτούς τους ειδικούς τομείς ή τα ειδικά επαγγέλματα. [...]»
Το γαλλικό δίκαιο
13 Το άρθρο 1 του νόμου 70-9, της 2ας Ιανουαρίου 1970, για τη ρύθμιση των όρων άσκησης των δραστηριοτήτων σχετικά με ορισμένες πράξεις που αφορούν ακίνητα και εμπορικές επιχειρήσεις (JORF της 4ης Ιανουαρίου 1970, σ. 142), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης της κύριας δίκης (στο εξής: νόμος Hoguet), προβλέπει τα εξής:
«Οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται επί φυσικών ή νομικών προσώπων που κατά συνήθεια διενεργούν πράξεις με αντικείμενο περιουσιακά στοιχεία τρίτων ή επικουρούν, έστω και κατά παρεπόμενο τρόπο, στη διενέργεια των πράξεων αυτών, οι οποίες αφορούν:
1° την αγορά, πώληση, αναζήτηση, ανταλλαγή, εκμίσθωση ή υπεκμίσθωση, εποχική ή μη, ακινήτων επιπλωμένων ή μη, δομημένων ή μη·
[...]».
14 Το άρθρο 3 του ίδιου νόμου προβλέπει τα εξής:
«Οι δραστηριότητες του άρθρου 1 είναι δυνατόν να ασκούνται μόνον από φυσικά ή νομικά πρόσωπα έχοντα επαγγελματική ταυτότητα που χορηγείται, για διάρκεια και υπό όρους που καθορίζονται με διάταγμα εκδιδόμενο κατόπιν γνωμοδότησης του Conseil d’Etat (Συμβουλίου της Επικρατείας), από τον πρόεδρο του τοπικού εμπορικού και βιομηχανικού επιμελητηρίου ή τον πρόεδρο του εμπορικού και βιομηχανικού επιμελητηρίου της περιφέρειας Île-de-France, και στο οποίο προσδιορίζονται ειδικώς οι συναλλαγές στις οποίες μπορούν να προβαίνουν τα πρόσωπα αυτά. [...]
Η εν λόγω ταυτότητα χορηγείται μόνο στα φυσικά πρόσωπα που πληρούν τις εξής προϋποθέσεις:
1° Τεκμηριώνουν την επαγγελματική επάρκειά τους·
2° Αποδεικνύουν την ύπαρξη χρηματικής εγγύησης ώστε να είναι δυνατή η επιστροφή χρημάτων [...]
3° Συνάπτουν σύμβαση ασφάλισης κατά των οικονομικών συνεπειών της επαγγελματικής αστικής ευθύνης τους·
4° Δεν συντρέχει οιαδήποτε ανικανότητα ή απαγόρευση ασκήσεως [...]
[…]».
15 Το άρθρο 5 του εν λόγω νόμου ορίζει τα εξής:
«Τα πρόσωπα του άρθρου 1 τα οποία εισπράττουν [ή] διατηρούν χρηματικά ποσά [...] οφείλουν να τηρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται σε σχετικό διάταγμα εκδιδόμενο κατόπιν γνωμοδότησης του Conseil d’Etat (Συμβουλίου της Επικρατείας), κυρίως δε τις διαδικασίες τήρησης μητρώων και χορήγησης αποδείξεων είσπραξης καθώς και τις λοιπές, απορρέουσες από τη σχετική εντολή, υποχρεώσεις.»
16 Το άρθρο 14 του ίδιου αυτού νόμου έχει ως εξής:
«Με φυλάκιση έξι μηνών και πρόστιμο 7 500 ευρώ τιμωρείται όποιος:
a) διενεργεί κατά συνήθεια πράξεις του άρθρου 1 ή επικουρεί στη διενέργεια των πράξεων αυτών, έστω και κατά παρεπόμενο τρόπο, χωρίς να διαθέτει την επαγγελματική ταυτότητα που προβλέπεται στο άρθρο 3 ή αφού έχει επιστρέψει την εν λόγω ταυτότητα ή εφόσον έχει παραλείψει να επιστρέψει την ταυτότητα μετά από πρόσκληση της αρμόδιας διοικητικής αρχής·
[...]».
17 Το άρθρο 16 του νόμου Hoguet ορίζει τα ακόλουθα:
«Τιμωρείται με φυλάκιση δύο ετών και πρόστιμο 30 000 ευρώ:
1° η είσπραξη ή κατοχή, ανεξαρτήτως αιτίας και τρόπου, οιωνδήποτε χρηματικών ποσών, πραγμάτων ή αξιογράφων ή άλλων τίτλων, στο πλαίσιο της διενέργειας πράξεων του άρθρου 1:
α) είτε κατά παράβαση του άρθρου 3·
β) είτε κατά παράβαση των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 5 για την τήρηση στοιχείων και τη χορήγηση αποδείξεων, εφόσον τα εν λόγω στοιχεία και αποδείξεις απαιτούνται κατά νόμο·
[...]».
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
18 Η Airbnb Ireland UC, εταιρία ιρλανδικού δικαίου με έδρα το Δουβλίνο (Ιρλανδία), ανήκει στον όμιλο Airbnb, ο οποίος αποτελείται από διάφορες εταιρίες τις οποίες ελέγχει άμεσα ή έμμεσα η Airbnb Inc, εταιρία εγκατεστημένη στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Airbnb Ireland θέτει στη διάθεση των χρηστών του διαδικτύου, έναντι της καταβολής προμήθειας, μια ηλεκτρονική πλατφόρμα, σκοπός της οποίας είναι να φέρνει σε επαφή, μεταξύ άλλων στη Γαλλία, αφενός, οικοδεσπότες (επαγγελματίες ή ιδιώτες) που διαθέτουν καταλύματα προς εκμίσθωση και, αφετέρου, άτομα που αναζητούν καταλύματα του τύπου αυτού. Η Airbnb Payments UK Ltd, εταιρία βρετανικού δικαίου με έδρα το Λονδίνο (Ηνωμένο Βασίλειο), παρέχει υπηρεσίες διαδικτυακών πληρωμών στο πλαίσιο της ως άνω διευκόλυνσης της επικοινωνίας και διαχειρίζεται τις δραστηριότητες πληρωμών του ομίλου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Επιπλέον, η Airbnb France SARL, εταιρία γαλλικού δικαίου, η οποία παρέχει υπηρεσίες στην Airbnb Ireland, είναι επιφορτισμένη με την προώθηση της πλατφόρμας αυτής προς τους χρήστες εντός της γαλλικής αγοράς, οργανώνοντας, μεταξύ άλλων, στοχευμένες διαφημιστικές εκστρατείες.
19 Πέραν της υπηρεσίας για τη διευκόλυνση της επικοινωνίας μεταξύ εκμισθωτών και μισθωτών μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας της, η οποία συγκεντρώνει τις προσφορές, η Airbnb Ireland προσφέρει στους εκμισθωτές ορισμένες άλλες παροχές, όπως η προαιρετική χρήση υποδείγματος για την οργανωμένη παρουσίαση του περιεχομένου της προσφοράς τους, η επίσης προαιρετική ανάρτηση φωτογραφιών, η ασφάλιση αστικής ευθύνης καθώς και η εγγύηση για ζημίες ύψους έως 800 000 ευρώ. Επιπλέον, θέτει στη διάθεση των εκμισθωτών ένα προαιρετικό εργαλείο για τον υπολογισμό του μισθώματος με γνώμονα τις μέσες τιμές της αγοράς όπως προκύπτουν από την πλατφόρμα αυτή. Επίσης, αν ο εκμισθωτής αποδεχτεί τον μισθωτή, ο τελευταίος εμβάζει στην Airbnb Payments UK το μίσθωμα, στο οποίο προστίθεται ποσοστό 6 έως 12 % του ποσού αυτού για τις δαπάνες του μισθίου καθώς και για την αμοιβή για την υπηρεσία της Airbnb Ireland. Η Airbnb Payments UK διατηρεί το ποσό για λογαριασμό του εκμισθωτή και στη συνέχεια, εντός 24 ωρών από την είσοδο του μισθωτή στο ακίνητο του εκμισθωτή, το εμβάζει στον εκμισθωτή, παρέχοντας έτσι στον μισθωτή τη βεβαιότητα ύπαρξης του ακινήτου και στον εκμισθωτή την εγγύηση της πληρωμής. Τέλος, η Airbnb Ireland έχει θέσει σε εφαρμογή ένα σύστημα σύμφωνα το οποίο ο εκμισθωτής και ο μισθωτής έχουν τη δυνατότητα να αξιολογήσουν τη μίσθωση, μέσω βαθμολογίας από μηδέν έως πέντε αστέρια, η αξιολόγηση δε αυτή παραμένει διαθέσιμη στην εν λόγω ηλεκτρονική πλατφόρμα.
20 Στην πράξη, όπως προκύπτει από τις διευκρινίσεις που παρέσχε η Airbnb Ireland, ο χρήστης του διαδικτύου ο οποίος αναζητεί κατάλυμα προς μίσθωση συνδέεται με την ομώνυμη ηλεκτρονική πλατφόρμα, αναγράφει τον τόπο στον οποίο επιθυμεί να μεταβεί, καθώς και την περίοδο και τον αριθμό των προσώπων της επιλογής του. Βάσει των πληροφοριών αυτών, η Airbnb Ireland παρέχει στον ενδιαφερόμενο τον κατάλογο των διαθέσιμων καταλυμάτων που ανταποκρίνονται στα κριτήρια αυτά, προκειμένου αυτός να επιλέξει το καταλληλότερο και να προβεί, μέσω του διαδικτύου, στην κράτηση του εν λόγω καταλύματος.
21 Στο πλαίσιο αυτό, οι χρήστες της εν λόγω ηλεκτρονικής πλατφόρμας, είτε πρόκειται για εκμισθωτές είτε για μισθωτές, συνάπτουν σύμβαση με την Airbnb Ireland για τη χρήση της πλατφόρμας αυτής και με την Airbnb Payments UK για τις πληρωμές που πραγματοποιούνται μέσω της εν λόγω πλατφόρμας.
22 Στις 24 Ιανουαρίου 2017 η Association pour un hébergement et un tourisme professionnels (ένωση για την επαγγελματική παροχή υπηρεσιών προσφοράς καταλυμάτων και τουρισμού, στο εξής: AHTOP) κατέθεσε έγκληση με άσκηση πολιτικής αγωγής, μεταξύ άλλων, για άσκηση δραστηριοτήτων διαμεσολάβησης και διαχείρισης ακινήτου και εμπορικής επιχείρησης από πρόσωπο στερούμενο επαγγελματικής ταυτότητας, βάσει του νόμου Hoguet, για το χρονικό διάστημα από τις 11 Απριλίου 2012 έως τις 24 Ιανουαρίου 2017.
23 Προς στήριξη της έγκλησης, η ένωση αυτή υποστηρίζει ότι η Airbnb Ireland δεν περιορίζεται στη διευκόλυνση της επικοινωνίας δύο μερών χάρη στην ομώνυμη πλατφόρμα, αλλά παρέχει συμπληρωματικές υπηρεσίες που προσιδιάζουν σε δραστηριότητα μεσιτείας ακινήτων.
24 Μετά την κατάθεση της ως άνω έγκλησης, ο procureur de la République près le tribunal de grande instance de Paris (εισαγγελέας πλημμελειοδικών Παρισίων, Γαλλία) διέταξε, στις 16 Μαρτίου 2017, τη διενέργεια ανακριτικών πράξεων, μεταξύ άλλων, για διαχείριση χρηματικών ποσών προς άσκηση δραστηριοτήτων διαμεσολάβησης και διαχείρισης ακινήτου και εμπορικής επιχείρησης από πρόσωπο στερούμενο επαγγελματικής ταυτότητας, κατά παράβαση του νόμου Hoguet, για το χρονικό διάστημα από τις 11 Απριλίου 2012 έως τις 24 Ιανουαρίου 2017.
25 Η Airbnb Ireland αμφισβητεί ότι ασκεί δραστηριότητα κτηματομεσίτη και υποστηρίζει ότι ο νόμος Hoguet δεν μπορεί να εφαρμοστεί λόγω της αντίθεσής του προς την οδηγία 2000/31.
26 Στο πλαίσιο αυτό, ο ανακριτής του tribunal de grande instance de Paris (πολυμελούς πλημμελειοδικείου Παρισίων) διερωτάται αν η παρεχόμενη από την Airbnb Ireland υπηρεσία πρέπει να χαρακτηρισθεί ως «υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας» κατά την έννοια της οδηγίας 2000/31 και, σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, αν η εφαρμογή του νόμου Hoguet στην εταιρία αυτή στο πλαίσιο της κύριας δίκης προσκρούει προς την εν λόγω οδηγία ή αν, αντιθέτως, η οδηγία αυτή δεν εμποδίζει τη διερεύνηση της ποινικής ευθύνης της Airbnb Ireland δυνάμει του ως άνω νόμου.
27 Υπό τις συνθήκες αυτές, ο ανακριτής του tribunal de grande instance de Paris (πολυμελούς πλημμελειοδικείου Παρισίων) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Εμπίπτουν οι υπηρεσίες που παρέχει εντός Γαλλίας η [...] Airbnb Ireland UC μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας, η εκμετάλλευση της οποίας πραγματοποιείται από το έδαφος της Ιρλανδίας, στην έννοια της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών η οποία προβλέπεται στο άρθρο 3 της [οδηγίας 2000/31];
2) Μπορούν οι κανόνες που έχουν θεσπισθεί με τον [νόμο Hoguet] και οι οποίοι περιορίζουν την άσκηση του επαγγέλματος του κτηματομεσίτη στη Γαλλία να προβληθούν κατά της [...] Airbnb Ireland;»
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως
28 Η AirBnb Ireland υποστηρίζει ότι κακώς το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι οι δραστηριότητες της Airbnb Ireland εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του νόμου Hoguet. Η Γαλλική Κυβέρνηση υποστήριξε την ίδια άποψη κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.
29 Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, τα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ερωτήματα που έχει υποβάλει το εθνικό δικαστήριο, εντός του πραγματικού και κανονιστικού πλαισίου, το οποίο έχει προσδιορίσει με δική του ευθύνη και την ακρίβεια του οποίου δεν οφείλει να ελέγξει το Δικαστήριο, θεωρούνται κατά τεκμήριο λυσιτελή. Το Δικαστήριο μπορεί να απορρίψει την αίτηση που έχει υποβάλει το εθνικό δικαστήριο μόνον όταν προκύπτει προδήλως ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή επίσης όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (απόφαση της 22ας Ιουνίου 2010, Melki και Abdeli, C-188/10 και C‑189/10, EU:C:2010:363, σκέψη 27).
30 Εν προκειμένω, όπως αναγνωρίζει, κατ’ ουσίαν, η Γαλλική Κυβέρνηση, ο λόγος για τον οποίο το αιτούν δικαστήριο θέτει το ζήτημα της δυνατότητας να προβληθούν οι διατάξεις του νόμου Hoguet κατά της Airbnb Ireland, είναι ότι εκτιμά σιωπηρώς ότι η υπηρεσία διαμεσολάβησης που παρέχει η εταιρία αυτή εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του νόμου αυτού.
31 Δεν προκύπτει προδήλως από το γράμμα των εθνικών διατάξεων που παρατίθενται στην απόφαση περί παραπομπής ότι αποκλείεται πλήρως το ενδεχόμενο να είναι ορθή η ερμηνεία του νόμου Hoguet στην οποία προβαίνει το αιτούν δικαστήριο (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 22ας Ιουνίου 2010, Melki και Abdeli, C-188/10 και C-189/10, EU:C:2010:363, σκέψη 28).
32 Η Airbnb Ireland ισχυρίζεται ακόμη ότι η απόφαση περί παραπομπής περιέχει συνοπτική περιγραφή της γαλλικής εθνικής νομοθεσίας και ότι έπρεπε να έχει λάβει υπόψη και άλλες διατάξεις της νομοθεσίας αυτής. Η δε Επιτροπή φρονεί ότι η εν λόγω απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης διευκρινίσεων ως προς τα πραγματικά περιστατικά.
33 Εν προκειμένω, η απόφαση περί παραπομπής παραθέτει, συντόμως αλλά με ακρίβεια, το κρίσιμο εθνικό νομικό πλαίσιο, καθώς και το ιστορικό και τη φύση της διαφοράς. Επομένως, το αιτούν δικαστήριο προσδιόρισε επαρκώς τόσο το πραγματικό όσο και το νομικό πλαίσιο εντός του οποίου υποβάλλει την αίτηση ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης και παρέσχε στο Δικαστήριο όλα τα στοιχεία που του είναι αναγκαία για να δώσει χρήσιμη απάντηση στην εν λόγω αίτηση (απόφαση της 23ης Μαρτίου 2006, Enirisorse, C-237/04, EU:C:2006:197, σκέψη 19).
34 Υπό τις συνθήκες αυτές, η παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί απαράδεκτη στο σύνολό της.
Προκαταρκτικές παρατηρήσεις
35 Στο πλαίσιο των παρατηρήσεών τους, η AHTOP και η Επιτροπή υποστηρίζουν, αντιστοίχως, ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση πρέπει να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα όχι μόνο της οδηγίας 2000/31, αλλά και της οδηγίας 2005/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Σεπτεμβρίου 2005, σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων (ΕΕ 2005, L 255, σ. 22), καθώς και της οδηγίας 2007/64/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Νοεμβρίου 2007, για τις υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, την τροποποίηση των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ, 2005/60/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ, και την κατάργηση της οδηγίας 97/5/ΕΚ (ΕΕ 2007, L 319, σ. 1).
36 Συναφώς, διευκρινίζεται ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου την οποία θεσπίζει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, είναι αληθές ότι στο Δικαστήριο εναπόκειται να δώσει στο εθνικό δικαστήριο χρήσιμη απάντηση που να του παρέχει τη δυνατότητα να επιλύσει τη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί. Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο μπορεί να συναγάγει, από το σύνολο των στοιχείων που του παρέχει το εθνικό δικαστήριο, και ιδίως από το σκεπτικό της απόφασης περί παραπομπής, τους κανόνες και τις αρχές του δικαίου της Ένωσης που χρήζουν ερμηνείας, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της διαφοράς της κύριας δίκης, προκειμένου να αναδιατυπώσει τα ερωτήματα που του υποβάλλονται και να ερμηνεύσει όλες τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης στις οποίες χρειάζεται να στηριχθούν τα εθνικά δικαστήρια για να αποφανθούν επί των διαφορών των οποίων έχουν επιληφθεί, ακόμη και όταν δεν γίνεται ρητή μνεία των διατάξεων αυτών στα εν λόγω ερωτήματα (πρβλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, Abcur, C-544/13 και C-545/13, EU:C:2015:481, σκέψεις 33 και 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
37 Ωστόσο, μόνο στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να προσδιορίσει το αντικείμενο των ερωτημάτων που προτίθεται να υποβάλει στο Δικαστήριο. Επομένως, εφόσον από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν προκύπτει η ανάγκη τέτοιας αναδιατύπωσης, το Δικαστήριο δεν μπορεί, κατόπιν αιτήματος ενός εκ των ενδιαφερομένων που μνημονεύονται στο άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να εξετάσει ερωτήματα που δεν του υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο. Αν το εθνικό δικαστήριο, λαμβανομένης υπόψη της εξελίξεως της διαφοράς, κρίνει αναγκαίο να λάβει συμπληρωματικά στοιχεία ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης, σ’ αυτό απόκειται να απευθυνθεί εκ νέου στο Δικαστήριο (πρβλ. απόφαση της 11ης Ιουνίου 2015, Berlington Hungary κ.λπ., C‑98/14, EU:C:2015:386, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
38 Εν προκειμένω, και ελλείψει οποιασδήποτε μνείας των οδηγιών 2005/36 και 2007/64 στα προδικαστικά ερωτήματα ή ακόμη οποιασδήποτε άλλης επεξήγησης στην απόφαση περί παραπομπής, η οποία να καθιστά αναγκαία την εκ μέρους του Δικαστηρίου ερμηνεία των οδηγιών αυτών προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο, παρέλκει η εξέταση των επιχειρημάτων που αφορούν τις εν λόγω οδηγίες, καθόσον η εξέταση αυτή θα συνεπαγόταν, στην πράξη, μεταβολή της ουσίας των ερωτημάτων που του υποβλήθηκαν.
Επί του πρώτου ερωτήματος
39 Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/31 έχει την έννοια ότι μια υπηρεσία διαμεσολάβησης η οποία έχει ως αντικείμενο την έναντι αμοιβής διευκόλυνση της επικοινωνίας, μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας, μεταξύ, αφενός, δυνητικών μισθωτών και, αφετέρου, επαγγελματιών ή μη επαγγελματιών εκμισθωτών που προσφέρουν υπηρεσίες παροχής καταλύματος βραχείας διάρκειας, καθώς και την ταυτόχρονη παροχή ορισμένων άλλων υπηρεσιών, όπως, για παράδειγμα, υποδείγματος για την οργανωμένη παρουσίαση του περιεχομένου της προσφοράς τους, δυνατότητας ανάρτησης φωτογραφιών, ασφάλισης αστικής ευθύνης και εγγύησης για ζημίες, εργαλείου υπολογισμού του μισθώματος ή ακόμη υπηρεσιών πληρωμών σχετικά με τις εν λόγω υπηρεσίες παροχής καταλύματος, πρέπει να χαρακτηριστεί ως «υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας» εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/31.
40 Καταρχάς, επισημαίνεται, αφενός, ότι δεν αμφισβητείται ούτε από τους διαδίκους ούτε από τους λοιπούς ενδιαφερομένους που μετείχαν στην παρούσα διαδικασία ότι η επίμαχη δραστηριότητα διαμεσολάβησης συνιστά «υπηρεσία», κατά την έννοια του άρθρου 56 ΣΛΕΕ και της οδηγίας 2006/123.
41 Αφετέρου, πρέπει παρά ταύτα να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του άρθρου της 3, παράγραφος 1, η οδηγία αυτή δεν έχει εφαρμογή αν οι διατάξεις της έρχονται σε σύγκρουση με διάταξη άλλης πράξης της Ένωσης που ρυθμίζει τις ειδικές πτυχές της πρόσβασης και της άσκησης δραστηριότητας παροχής υπηρεσίας σε ειδικούς τομείς ή ειδικά επαγγέλματα.
42 Επομένως, προκειμένου να κριθεί αν υπηρεσία όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη εμπίπτει στην οδηγία 2006/123, όπως υποστηρίζουν η AHTOP και η Γαλλική Κυβέρνηση, ή, αντιθέτως, στην οδηγία 2000/31, όπως υποστηρίζουν η Airbnb Ireland, η Τσεχική και η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή, είναι ανάγκη να καθοριστεί αν η υπηρεσία αυτή πρέπει να χαρακτηρισθεί ως «υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/31.
43 Συναφώς, και λαμβανομένης υπόψη της χρονικής περιόδου στην οποία ανάγονται τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αφορά η έγκληση της AHTOP και η εκκρεμής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου ποινική διαδικασία με άσκηση πολιτικής αγωγής, επισημαίνεται ότι ο ορισμός της έννοιας της «υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας» του άρθρου 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/31, παρέπεμπε διαδοχικά στο άρθρο 1, πρώτο εδάφιο, σημείο 2, της οδηγίας 98/34 και, στη συνέχεια, από τις 7 Οκτωβρίου 2015, στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2015/1535. Ωστόσο, ο ορισμός αυτός ουδόλως τροποποιήθηκε κατόπιν της έναρξης ισχύος, στις 7 Οκτωβρίου 2015, της οδηγίας 2015/1535, οπότε με την παρούσα απόφαση θα γίνεται αναφορά αποκλειστικά και μόνο στην οδηγία αυτή.
44 Δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2015/1535, η έννοια της «υπηρεσίας της κοινωνίας των πληροφοριών» περιλαμβάνει «κάθε υπηρεσία που συνήθως παρέχεται έναντι αμοιβής, με ηλεκτρονικά μέσα εξ αποστάσεως και κατόπιν συγκεκριμένης παραγγελίας ενός αποδέκτη υπηρεσιών».
45 Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 18 της παρούσας απόφασης, η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης υπηρεσία έχει ως αντικείμενο την έναντι αμοιβής διευκόλυνση της επικοινωνίας, μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας, μεταξύ δυνητικών μισθωτών, αφενός, και επαγγελματιών ή μη επαγγελματιών εκμισθωτών που προσφέρουν υπηρεσίες παροχής καταλύματος βραχείας διάρκειας, αφετέρου, προκειμένου να παράσχει στους πρώτους τη δυνατότητα να προβούν σε κράτηση καταλύματος.
46 Εξ αυτού συνάγεται, καταρχάς, ότι η υπηρεσία αυτή παρέχεται έναντι αμοιβής, τούτο δε ακόμη και αν η Airbnb Payments UK εισπράττει την προμήθεια αποκλειστικά και μόνον από τον μισθωτή και όχι και από τον εκμισθωτή.
47 Εν συνεχεία, και καθόσον η διευκόλυνση της επικοινωνίας μεταξύ του εκμισθωτή και του μισθωτή πραγματοποιείται μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας χωρίς ταυτόχρονη παρουσία, αφενός, του παρέχοντος την υπηρεσία διαμεσολάβησης και, αφετέρου, του εκμισθωτή ή του μισθωτή, η εν λόγω υπηρεσία συνιστά υπηρεσία παρεχόμενη εξ αποστάσεως και με ηλεκτρονικά μέσα. Πράγματι, καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας σύναψης συμβάσεων οι οποίες συνάπτονται μεταξύ, αφενός, της Airbnb Ireland ή της Airbnb Payments UK και, αφετέρου, του εκμισθωτή ή του μισθωτή, οι αντισυμβαλλόμενοι έρχονται σε επαφή αποκλειστικά και μόνο μέσω της ομώνυμης ηλεκτρονικής πλατφόρμας.
48 Τέλος, η εν λόγω υπηρεσία παρέχεται κατόπιν ατομικού αιτήματος των αποδεκτών της, δεδομένου ότι προϋποθέτει, ταυτοχρόνως, τη διαδικτυακή ανάρτηση αγγελίας από τον εκμισθωτή και συγκεκριμένο αίτημα του μισθωτή που ενδιαφέρεται για την εν λόγω αγγελία.
49 Επομένως, μια τέτοια υπηρεσία πληροί τις τέσσερις σωρευτικές προϋποθέσεις του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2015/1535 και, ως εκ τούτου, συνιστά καταρχήν «υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας» κατά την έννοια της οδηγίας 2000/31.
50 Εντούτοις, όπως υποστηρίζουν οι διάδικοι και οι λοιποί ενδιαφερόμενοι που μετείχαν στην παρούσα διαδικασία, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, μολονότι μια υπηρεσία διαμεσολάβησης που πληροί το σύνολο των προϋποθέσεων αυτών συνιστά, καταρχήν, υπηρεσία αυτοτελή έναντι της επακόλουθης υπηρεσίας με την οποία σχετίζεται και, επομένως, πρέπει να χαρακτηριστεί ως «υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας», εντούτοις, δεν μπορεί να ισχύει το ίδιο όταν προκύπτει ότι η εν λόγω υπηρεσία διαμεσολάβησης αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα μιας συνολικής υπηρεσίας της οποίας κύριο στοιχείο είναι μια υπηρεσία υπαγόμενη σε άλλο νομικό χαρακτηρισμό (πρβλ. απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Asociación Profesional Elite Taxi, C-434/15, EU:C:2017:981, σκέψη 40).
51 Εν προκειμένω, η AHTOP ισχυρίζεται κατ’ ουσίαν ότι η παρεχόμενη από την Airbnb Ireland υπηρεσία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα μιας συνολικής υπηρεσίας της οποίας το κύριο στοιχείο συνίσταται στην παροχή καταλύματος. Υπό την έννοια αυτή, η AHTOP φρονεί ότι η Airbnb Ireland δεν περιορίζεται στη διευκόλυνση της επικοινωνίας δύο μερών χάρη στην ομώνυμη ηλεκτρονική πλατφόρμα, αλλά παρέχει συμπληρωματικές υπηρεσίες που προσιδιάζουν σε δραστηριότητα μεσιτείας ακινήτων.
52 Εντούτοις, μολονότι, βεβαίως, η υπηρεσία διαμεσολάβησης που παρέχει η Airbnb Ireland αποβλέπει στην παροχή της δυνατότητας εκμίσθωσης καταλύματος, πράξη ως προς την οποία δεν αμφισβητείται ότι υπάγεται στην οδηγία 2006/123, εντούτοις, η φύση των δεσμών μεταξύ των υπηρεσιών αυτών δεν δικαιολογεί τον αποκλεισμό του χαρακτηρισμού της εν λόγω υπηρεσίας διαμεσολάβησης ως «υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας» και, ως εκ τούτου, τον αποκλεισμό της εφαρμογής της οδηγίας 2000/31 επί της υπηρεσίας αυτής.
53 Πράγματι, η εν λόγω υπηρεσία διαμεσολάβησης είναι δυνατόν να διαχωριστεί από την κτηματομεσιτική πράξη αυτή καθεαυτή, κατά το μέτρο που δεν αποσκοπεί απλώς και μόνο στην άμεση εκτέλεση μιας πράξης παροχής καταλύματος, αλλά έχει ως σκοπό την παροχή ενός μέσου για τη διευκόλυνση της σύναψης συμβάσεων που αφορούν μελλοντικές πράξεις, βάσει ενός οργανωμένου καταλόγου καταλυμάτων διαθέσιμων στην ομώνυμη ηλεκτρονική πλατφόρμα και ανταποκρινόμενων στα κριτήρια που επιλέγουν τα πρόσωπα τα οποία αναζητούν κατάλυμα βραχείας διάρκειας. Το ουσιώδες χαρακτηριστικό της ηλεκτρονικής πλατφόρμας που διαχειρίζεται η Airbnb Ireland είναι ακριβώς η δημιουργία ενός τέτοιου καταλόγου προς όφελος τόσο των οικοδεσποτών που διαθέτουν κατάλυμα προς εκμίσθωση όσο και των προσώπων που αναζητούν κατάλυμα του τύπου αυτού.
54 Συναφώς, η συγκέντρωση των προσφορών με εναρμονισμένη παρουσίαση, συνοδευόμενη από εργαλεία αναζήτησης, εντοπισμού και σύγκρισης των προσφορών αυτών συνιστά, λόγω της σπουδαιότητάς της, υπηρεσία μη δυνάμενη να θεωρηθεί ως απλώς παρεπόμενη μιας συνολικής υπηρεσίας υπαγόμενης σε διαφορετικό νομικό χαρακτηρισμό, ήτοι ως παροχή καταλύματος.
55 Επιπλέον, μια υπηρεσία όπως η παρεχόμενη από την Airbnb Ireland ουδόλως είναι απαραίτητη για την παροχή υπηρεσιών προσφοράς καταλύματος τόσο από την άποψη των μισθωτών όσο και από την άποψη των εκμισθωτών που τη χρησιμοποιούν, δεδομένου ότι αμφότερες οι κατηγορίες διαθέτουν, ενίοτε μάλιστα προ πολλού, πολυάριθμους άλλους διαύλους επικοινωνίας, όπως είναι τα κτηματομεσιτικά γραφεία, οι μικρές αγγελίες σε έντυπη και ηλεκτρονική μορφή ή ακόμη οι διαδικτυακοί τόποι μισθώσεων ακινήτων. Συναφώς, το γεγονός και μόνον ότι η Airbnb Ireland ανταγωνίζεται άμεσα τους ως άνω διαύλους επικοινωνίας παρέχοντας στους χρήστες της, ήτοι στους εκμισθωτές και τους μισθωτές, μια καινοτόμο υπηρεσία στηριζόμενη στις ιδιαιτερότητες μιας εμπορικής δραστηριότητας της κοινωνίας της πληροφορίας δεν μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι υπηρεσία αυτή είναι απαραίτητη για την παροχή υπηρεσιών προσφοράς καταλύματος.
56 Τέλος, ούτε από την απόφαση περί παραπομπής ούτε από τα στοιχεία της δικογραφίας που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι η Airbnb Ireland καθορίζει το ύψος των μισθωμάτων που ζητούν οι εκμισθωτές οι οποίοι χρησιμοποιούν την πλατφόρμα της ή θέτει ανώτατο όριο για τα μισθώματα αυτά. Στην καλύτερη περίπτωση, η εταιρία αυτή θέτει στη διάθεσή τους ένα προαιρετικό εργαλείο για τον υπολογισμό του μισθώματος με γνώμονα τις μέσες τιμές της αγοράς όπως προκύπτουν από την πλατφόρμα αυτή, αφήνοντας στον εκμισθωτή την αποκλειστική ευθύνη καθορισμού του μισθώματος.
57 Επομένως, λόγω της φύσης της, μια υπηρεσία διαμεσολάβησης όπως η παρεχόμενη από την Airbnb Ireland δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αναπόσπαστο τμήμα μιας συνολικής υπηρεσίας της οποίας το κύριο στοιχείο συνίσταται στην παροχή καταλύματος.
58 Καμία από τις λοιπές παροχές που μνημονεύονται στη σκέψη 19 της παρούσας απόφασης, εξεταζόμενες από κοινού ή μεμονωμένα, δεν μπορεί να κλονίσει τη διαπίστωση αυτή. Αντιθέτως, οι παροχές αυτές έχουν παρεπόμενο χαρακτήρα, δεδομένου ότι δεν αποτελούν αυτοσκοπό για τους εκμισθωτές αλλά το μέσο για να επωφεληθούν από την υπηρεσία διαμεσολάβησης που παρέχει η Airbnb Ireland ή για να προσφέρουν υπηρεσίες καταλύματος υπό τις καλύτερες δυνατές συνθήκες (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 21ης Φεβρουαρίου 2008, Part Service, C-425/06, EU:C:2008:108, σκέψη 52, της 10ης Νοεμβρίου 2016, Baštová, C-432/15, EU:C:2016:855, σκέψη 71, και της 4ης Σεπτεμβρίου 2019, KPC Herning, C-71/18, EU:C:2019:660, σκέψη 38).
59 Τούτο ισχύει, καταρχάς, όσον αφορά το γεγονός ότι, πέραν της δραστηριότητας διευκόλυνσης της επικοινωνίας μεταξύ εκμισθωτών και μισθωτών μέσω της ομώνυμης ηλεκτρονικής πλατφόρμας, η Airbnb Ireland παρέχει στους εκμισθωτές δυνατότητα χρήσης υποδείγματος για την οργανωμένη παρουσίαση του περιεχομένου της προσφοράς τους, προαιρετική υπηρεσία ανάρτησης φωτογραφιών τού προς εκμίσθωση ακινήτου, καθώς και σύστημα βαθμολόγησης των εκμισθωτών και των μισθωτών, προσβάσιμο στους μελλοντικούς εκμισθωτές και μισθωτές.
60 Τα μέσα αυτά βασίζονται στη λογική συνεργασίας που είναι εγγενής στις πλατφόρμες διαμεσολάβησης και η οποία καθιστά δυνατόν, αφενός, στα πρόσωπα που αναζητούν κατάλυμα να επιλέγουν, έχοντας ενημερωθεί πλήρως, μεταξύ των καταλυμάτων που προσφέρουν οι εκμισθωτές στην εν λόγω πλατφόρμα και, αφετέρου, στους εκμισθωτές να ενημερώνονται πλήρως για τη σοβαρότητα των μισθωτών με τους οποίους ενδέχεται να συμβληθούν.
61 Τούτο ισχύει, εν συνεχεία, όσον αφορά το γεγονός ότι η Airbnb Payments UK, εταιρία του ομίλου Airbnb, αναλαμβάνει την είσπραξη των ποσών των μισθωμάτων από τους μισθωτές για να τα καταβάλει ακολούθως στους εκμισθωτές, σύμφωνα με τη διαδικασία που περιγράφεται στη σκέψη 19 της παρούσας απόφασης.
62 Αυτός ο τρόπος πληρωμής, ο οποίος είναι κοινός σε πολλές ηλεκτρονικές πλατφόρμες, συνιστά το μέσο που καθιστά ασφαλείς τις συναλλαγές μεταξύ των εκμισθωτών και των μισθωτών, του οποίου η ύπαρξη και μόνο δεν μπορεί να μεταβάλει την ίδια τη φύση της υπηρεσίας διαμεσολάβησης, ιδίως όταν ο τρόπος αυτός πληρωμής δεν συνοδεύεται ούτε άμεσα ούτε έμμεσα από έλεγχο των τιμών των παροχών καταλύματος, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 56 της παρούσας απόφασης.
63 Τέλος, ούτε το γεγονός ότι η Airbnb Ireland παρέχει στους εκμισθωτές εγγύηση για τις ζημίες καθώς και προαιρετική ασφάλιση της αστικής ευθύνης είναι σε θέση να μεταβάλει τον νομικό χαρακτηρισμό της υπηρεσίας διαμεσολάβησης που παρέχει η εν λόγω πλατφόρμα.
64 Ακόμη και συνεκτιμώμενες από κοινού, οι προαιρετικές και μη υπηρεσίες τις οποίες παρέχει η Airbnb Ireland και οι οποίες μνημονεύονται στις σκέψεις 59 έως 63 της παρούσας απόφασης δεν αναιρούν τη διαπίστωση ότι είναι δυνατός ο διαχωρισμός της υπηρεσίας διαμεσολάβησης που παρέχει η εταιρία αυτή και, ως εκ τούτου, τον χαρακτηρισμό της ως «υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας», διότι άλλως θα μεταβάλλονταν ουσιωδώς τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της υπηρεσίας αυτής. Συναφώς, θα ήταν εξάλλου παράδοξο να είναι δυνατόν οι παρεπόμενες αυτές υπηρεσίες, που προσδίδουν προστιθέμενη αξία και παρέχονται μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας στους πελάτες της Airbnb Ireland με σκοπό, μεταξύ άλλων, να αναδειχθεί η εταιρία αυτή ανάμεσα στους ανταγωνιστές της, να συνεπάγονται, χωρίς επιπλέον στοιχεία, την τροποποίηση της φύσης και, ως εκ τούτου, του νομικού χαρακτηρισμού της δραστηριότητας της τελευταίας, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 46 των προτάσεών του.
65 Επιπλέον, και αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα από την AHTOP και τη Γαλλική Κυβέρνηση, ο τρόπος λειτουργίας μιας υπηρεσίας διαμεσολάβησης όπως η παρεχόμενη από την Airbnb Ireland δεν μπορεί να εξομοιωθεί προς αυτόν της υπηρεσίας διαμεσολάβησης επί της οποίας εκδόθηκαν οι αποφάσεις της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Asociación Profesional Elite Taxi (C-434/15, EU:C:2017:981, σκέψη 39), και της 10ης Απριλίου 2018, Uber France (C-320/16, EU:C:2018:221, σκέψη 21).
66 Πέραν του γεγονότος ότι οι ως άνω αποφάσεις εντάσσονταν στο ειδικό πλαίσιο της αστικής μεταφοράς προσώπων επί της οποίας έχει εφαρμογή το άρθρο 58, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και ότι οι παρεχόμενες από την Airbnb Ireland υπηρεσίες δεν είναι συγκρίσιμες με τις επίμαχες στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις που μνημονεύονται στην προηγούμενη σκέψη, από τις παρεπόμενες παροχές που διαλαμβάνονται στις σκέψεις 59 έως 63 της παρούσας απόφασης δεν προκύπτει το επίπεδο ελέγχου που διαπίστωσε το Δικαστήριο με τις εν λόγω αποφάσεις.
67 Έτσι, το Δικαστήριο επισήμανε με τις αποφάσεις αυτές ότι η Uber ασκούσε αποφασιστική επιρροή επί των όρων παροχής υπηρεσιών μεταφοράς εκ μέρους των μη επαγγελματιών οδηγών που έκαναν χρήση της εφαρμογής που έθετε στη διάθεσή τους η εταιρία αυτή (αποφάσεις της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Asociación Profesional Elite Taxi, C‑434/15, EU:C:2017:981, σκέψη 39, και της 10ης Απριλίου 2018, Uber France, C-320/16, EU:C:2018:221, σκέψη 21).
68 Τα στοιχεία στα οποία αναφέρεται το αιτούν δικαστήριο και τα οποία υπομνήσθηκαν με τη σκέψη 19 της παρούσας απόφασης δεν αποδεικνύουν ότι η Airbnb Ireland ασκεί τέτοια αποφασιστική επιρροή επί των όρων παροχής υπηρεσιών καταλύματος τις οποίες αφορά τη δική της υπηρεσία διαμεσολάβησης, καθόσον, μεταξύ άλλων, η Airbnb Ireland δεν καθορίζει ούτε άμεσα ούτε έμμεσα το ύψος των ζητούμενων μισθωμάτων, όπως διαπιστώθηκε με τις σκέψεις 56 και 62 της παρούσας απόφασης, ούτε προβαίνει στην επιλογή των εκμισθωτών ή των κατοικιών που προσφέρονται για εκμίσθωση στην πλατφόρμα της.
69 Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/31, το οποίο παραπέμπει στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2015/1535, έχει την έννοια ότι μια υπηρεσία διαμεσολάβησης η οποία έχει ως αντικείμενο την έναντι αμοιβής διευκόλυνση της επικοινωνίας, μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας, μεταξύ, αφενός, δυνητικών μισθωτών και, αφετέρου, επαγγελματιών ή μη επαγγελματιών εκμισθωτών που προσφέρουν υπηρεσίες παροχής καταλύματος βραχείας διάρκειας, καθώς και την ταυτόχρονη παροχή ορισμένων άλλων υπηρεσιών παρεπόμενων της εν λόγω υπηρεσίας διαμεσολάβησης, πρέπει να χαρακτηρισθεί ως «υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας» εμπίπτουσα στην οδηγία 2000/31.
Επί του δεύτερου ερωτήματος
Επί της αρμοδιότητας
70 Η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο είναι προδήλως αναρμόδιο να απαντήσει στο δεύτερο ερώτημα, καθόσον το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί του ζητήματος αν οι δραστηριότητες της Airbnb Ireland εμπίπτουν στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του νόμου Hoguet και, επομένως, να ερμηνεύσει το γαλλικό δίκαιο.
71 Εντούτοις, από το γράμμα του δεύτερου ερωτήματος προκύπτει ότι, με το ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο όχι να διευκρινίσει αν ο νόμος Hoguet έχει εφαρμογή στις δραστηριότητες της Airbnb Ireland, αλλά αν ο νόμος αυτός, ο οποίος –κατά τη διαπίστωση του αιτούντος δικαστηρίου– περιορίζει την ελεύθερη παροχή των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, μπορεί να προβληθεί έναντι της εν λόγω εταιρίας.
72 Το ζήτημα αυτό, το οποίο συνδέεται στενά με την ευχέρεια που παρέχει στα κράτη μέλη το άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/31 να παρεκκλίνουν από την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, καθώς και με την κατά το άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της ίδιας οδηγίας υποχρέωση των κρατών αυτών να κοινοποιούν στην Επιτροπή και στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος τα μέτρα που θίγουν την ως άνω αρχή, αποτελεί ζήτημα απτόμενο της ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης.
73 Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να απαντήσει στο ερώτημα αυτό.
Επί του παραδεκτού
74 Επικουρικώς, η Γαλλική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι, δεδομένου ότι το αιτούν δικαστήριο δεν αποδεικνύει ότι οι δραστηριότητες της Airbnb Ireland εμπίπτουν στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του νόμου Hoguet, με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα δεν εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους διατηρεί αμφιβολίες ως προς την ερμηνεία της οδηγίας 2000/31 και δεν διευκρινίζει τη σχέση που εγκαθιδρύει ο νόμος αυτός μεταξύ της ως άνω οδηγίας και του νόμου Hoguet. Επομένως, κατά τη Γαλλική Κυβέρνηση, το δεύτερο ερώτημα δεν πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 94 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου και, ως εκ τούτου, είναι απαράδεκτο.
75 Συναφώς, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 30 της παρούσας απόφασης, από το δεύτερο ερώτημα προκύπτει ότι, κατά το αιτούν δικαστήριο, η υπηρεσία διαμεσολάβησης που παρέχει η Airbnb Ireland μέσω της ομώνυμης ηλεκτρονικής πλατφόρμας εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του νόμου αυτού.
76 Επιπλέον, επισημαίνοντας τον περιοριστικό χαρακτήρα του εν λόγω νόμου όσον αφορά υπηρεσίες όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη υπηρεσία διαμεσολάβησης και όσον αφορά την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας που αναγνωρίζεται στα άρθρα 1 και 3 της οδηγίας 2000/31, καθώς και επισημαίνοντας ταυτόχρονα τις δυσχέρειες σχετικά με την ερμηνεία της οδηγίας αυτής όσον αφορά το αν μια εθνική ρύθμιση όπως ο νόμος Hoguet μπορεί να προβληθεί έναντι της Airbnb Ireland, το αιτούν δικαστήριο εκπληρώνει τις ελάχιστες απαιτήσεις που επιβάλλει το άρθρο 94 του Κανονισμού Διαδικασίας.
77 Υπό τις συνθήκες αυτές, το δεύτερο ερώτημα είναι παραδεκτό.
Επί της ουσίας
78 Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση μπορεί να προβληθεί έναντι της Airbnb Ireland.
79 Το ερώτημα αυτό αποτελεί συνέχεια της επιχειρηματολογίας την οποία ανέπτυξε η Airbnb Ireland και κατά την οποία οι επίμαχες στην κύρια δίκη διατάξεις του νόμου Hoguet δεν συμβιβάζονται προς την οδηγία 2000/31 και, ειδικότερα, η Γαλλική Δημοκρατία δεν τήρησε τις προϋποθέσεις του άρθρου 3, παράγραφος 4, της οδηγίας αυτής που επιτρέπει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν μέτρα περιοριστικά της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας.
80 Επομένως, το δεύτερο ερώτημα πρέπει να νοηθεί υπό την έννοια ότι αφορά το ζήτημα αν το άρθρο 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 2000/31 έχει την έννοια ότι ένας ιδιώτης μπορεί να αντιταχθεί στην έναντι αυτού εφαρμογή, στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας με άσκηση πολιτικής αγωγής, μέτρων κράτους μέλους τα οποία περιορίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας την οποία ο εν λόγω ιδιώτης παρέχει από άλλο κράτος μέλος, όταν τα οικεία μέτρα δεν πληρούν όλες τις προϋποθέσεις που προβλέπει η διάταξη αυτή.
81 Προκαταρκτικώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση περιορίζει την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας.
82 Πράγματι, αφενός, οι απαιτήσεις τις οποίες προβλέπει ο νόμος Hoguet και στις οποίες αναφέρεται το αιτούν δικαστήριο, ήτοι, κυρίως, η υποχρέωση κατοχής επαγγελματικής ταυτότητας, αφορούν την πρόσβαση στη δραστηριότητα της υπηρεσίας διευκόλυνσης της επικοινωνίας μεταξύ οικοδεσποτών που διαθέτουν καταλύματα προς εκμίσθωση και ατόμων που αναζητούν καταλύματα του τύπου αυτού, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ηʹ, σημείο i, της οδηγίας 2000/31 και δεν εμπίπτουν σε καμία από τις εξαιρούμενες κατηγορίες του άρθρου 2, στοιχείο ηʹ, σημείο ii, της οδηγίας αυτής. Αφετέρου, οι απαιτήσεις αυτές εφαρμόζονται, μεταξύ άλλων, στους παρέχοντες υπηρεσίες που είναι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη πλην της Γαλλικής Δημοκρατίας, καθιστώντας, ως εκ τούτου, δυσχερέστερη την παροχή των υπηρεσιών τους στη Γαλλία.
83 Δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 2000/31, τα κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν, σε σχέση με συγκεκριμένη υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας που εμπίπτει στον συντονισμένο τομέα, μέτρα που εισάγουν παρέκκλιση από την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, τούτο δε υπό δύο σωρευτικές προϋποθέσεις.
84 Αφενός, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/31, το οικείο περιοριστικό μέτρο πρέπει να είναι αναγκαίο για τη διασφάλιση της δημόσιας τάξης, την προστασία της δημόσιας υγείας και της δημόσιας ασφάλειας ή την προστασία των καταναλωτών, να λαμβάνεται όσον αφορά υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας η οποία πράγματι παραβλάπτει τους σκοπούς αυτούς ή συνιστά σοβαρό κίνδυνο που απειλεί να παραβλάψει τους σκοπούς αυτούς και, τέλος, να είναι ανάλογο προς τους εν λόγω σκοπούς.
85 Αφετέρου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας αυτής, το οικείο κράτος μέλος, πριν από τη λήψη των επίμαχων περιοριστικών μέτρων και υπό την επιφύλαξη τυχόν δικαστικών διαδικασιών, συμπεριλαμβανομένων των προκαταρκτικών διαδικασιών και των πράξεων που διενεργούνται στο πλαίσιο ποινικών ερευνών, πρέπει να έχει κοινοποιήσει την πρόθεσή του να λάβει τα οικεία μέτρα στην Επιτροπή και στο κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου είναι εγκατεστημένος ο παρέχων τη σχετική υπηρεσία.
86 Όσον αφορά τη δεύτερη αυτή προϋπόθεση, η Γαλλική Κυβέρνηση δεν αμφισβητεί ότι ο νόμος Hoguet δεν κοινοποιήθηκε από τη Γαλλική Δημοκρατία ούτε στην Επιτροπή ούτε στο κράτος μέλος εγκατάστασης της Airbnb Ireland, ήτοι την Ιρλανδία.
87 Συναφώς, επισημαίνεται ευθύς εξαρχής ότι το γεγονός ότι ο εν λόγω νόμος είναι προγενέστερος της έναρξης ισχύος της οδηγίας 2000/31 δεν είχε ως συνέπεια την απαλλαγή της Γαλλικής Δημοκρατίας από την υποχρέωσή της να τον κοινοποιήσει. Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 118 των προτάσεών του, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν προέβλεψε παρέκκλιση που να επιτρέπει στα κράτη μέλη να διατηρούν σε ισχύ μέτρα προγενέστερα της οδηγίας αυτής τα οποία είναι ικανά να περιορίσουν την ελεύθερη παροχή των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας χωρίς να τηρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπει συναφώς η εν λόγω οδηγία.
88 Επομένως, πρέπει να κριθεί αν η εκ μέρους κράτους μέλους παράβαση της προβλεπόμενης στο άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας 2000/31 υποχρέωσης προηγούμενης κοινοποίησης των μέτρων που περιορίζουν την ελεύθερη παροχή των προερχόμενων από άλλο κράτος μέλος υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας συνεπάγεται ότι η οικεία ρύθμιση δεν μπορεί να προβληθεί έναντι των ιδιωτών, όπως ισχύει για τις συνέπειες που απορρέουν από την εκ μέρους κράτους μέλους παράβαση της υποχρέωσης προηγούμενης γνωστοποίησης των τεχνικών κανόνων η οποία προβλέπεται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/1535 (πρβλ. απόφαση της 30ής Απριλίου 1996, CIA Security International, C‑194/94, EU:C:1996:172, σκέψη 54).
89 Συναφώς, πρέπει, πρώτον, να επισημανθεί ότι το άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας 2000/31 επιβάλλει στα κράτη μέλη συγκεκριμένη υποχρέωση να κοινοποιούν προηγουμένως στην Επιτροπή καθώς και στο κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου είναι εγκατεστημένος ο παρέχων τη σχετική υπηρεσία την πρόθεσή τους να λάβουν μέτρο περιοριστικό της ελεύθερης κυκλοφορίας της εν λόγω υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας.
90 Επομένως, από απόψεως περιεχομένου, η υποχρέωση την οποία προβλέπει η διάταξη αυτή είναι αρκούντως σαφής, ακριβής και απαλλαγμένη αιρέσεων ώστε να έχει άμεσο αποτέλεσμα και, επομένως, οι ιδιώτες μπορούν να την επικαλεστούν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 30ής Απριλίου 1996, CIA Security International, C-194/94, EU:C:1996:172, σκέψη 44).
91 Δεύτερον, δεν αμφισβητείται ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/31, σε συνδυασμό με την αιτιολογική της σκέψη 8, σκοπός της οδηγίας αυτής είναι να διασφαλίσει την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας μεταξύ των κρατών μελών. Ο ως άνω σκοπός επιδιώκεται μέσω ενός μηχανισμού ελέγχου των μέτρων που μπορούν να προσβάλουν την ελευθερία αυτή, ο οποίος επιτρέπει τόσο στην Επιτροπή όσο και στο κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου είναι εγκατεστημένος ο παρέχων την υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας να βεβαιώνονται ότι τα μέτρα αυτά είναι αναγκαία για την ικανοποίηση επιτακτικών λόγων γενικού συμφέροντος.
92 Επιπλέον, και όπως προκύπτει από το άρθρο 3, παράγραφος 6, της εν λόγω οδηγίας, η Επιτροπή, στην οποία εναπόκειται να εξετάσει, το ταχύτερο δυνατόν, αν τα κοινοποιηθέντα μέτρα συμβιβάζονται με το δίκαιο της Ένωσης, έχει την υποχρέωση, εάν συμπεράνει ότι τα σχεδιαζόμενα μέτρα είναι ασυμβίβαστα με το δίκαιο της Ένωσης, να ζητήσει από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος να μη λάβει τα μέτρα αυτά ή να καταργήσει επειγόντως τα ληφθέντα μέτρα. Επομένως, η διαδικασία αυτή παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να αποφεύγει τη δημιουργία ή, τουλάχιστον, τη διατήρηση εμποδίων στο εμπόριο αντίθετων προς τη Συνθήκη ΛΕΕ, προτείνοντας, μεταξύ άλλων, τις αναγκαίες τροποποιήσεις των οικείων εθνικών μέτρων (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 30ής Απριλίου 1996, CIA Security International, C-194/94, EU:C:1996:172, σκέψη 41).
93 Βεβαίως, όπως επισημαίνει, μεταξύ άλλων, η Ισπανική Κυβέρνηση και όπως προκύπτει από το άρθρο 3, παράγραφος 6, της οδηγίας 2000/31, το άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας αυτής δεν προβλέπει ρητώς, σε αντίθεση προς το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/1535, την επιβολή υποχρέωσης standstill στο κράτος μέλος το οποίο προτίθεται να θεσπίσει μέτρο περιοριστικό της ελεύθερης παροχής ορισμένης υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας. Ωστόσο, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 89 της παρούσας απόφασης, με την εξαίρεση των περιπτώσεων επείγουσας και δεόντως αιτιολογημένης ανάγκης, το οικείο κράτος μέλος οφείλει προηγουμένως να κοινοποιήσει την πρόθεσή του να λάβει τέτοιο μέτρο στην Επιτροπή, καθώς και στο κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου είναι εγκατεστημένος ο παρέχων την υπηρεσία.
94 Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που επισημαίνονται στις σκέψεις 89 έως 92 της παρούσας απόφασης, η υποχρέωση προηγούμενης κοινοποίησης την οποία θεσπίζει το άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/31 δεν συνιστά απλή απαίτηση παροχής πληροφοριών, ανάλογη με την επίμαχη στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 13ης Ιουλίου 1989, Enichem Base κ.λπ. (380/87, EU:C:1989:318, σκέψεις 19 έως 24), αλλά ουσιώδη διαδικαστική προϋπόθεση που δικαιολογεί τον αποκλεισμό της δυνατότητας προβολής, έναντι των ιδιωτών, μη κοινοποιηθέντων μέτρων τα οποία περιορίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 30ής Απριλίου 1996, CIA Security International, C-194/94, EU:C:1996:172, σκέψεις 49 και 50).
95 Τρίτον, η μεταφορά, στο πλαίσιο της οδηγίας 2000/31, της λύσης που προέκρινε το Δικαστήριο, όσον αφορά την οδηγία 2015/1535, με την απόφαση της 30ής Απριλίου 1996, CIA Security International (C‑194/94, EU:C:1996:172) είναι κατά μείζονα λόγο δικαιολογημένη, καθόσον, όπως ορθώς ανέφερε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η υποχρέωση κοινοποίησης που προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας 2000/31 δεν έχει σκοπό, όπως το επίμαχο μέτρο στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση, να αποτραπεί η εκ μέρους κράτους μέλους θέσπιση μέτρων που εμπίπτουν στο πεδίο των αρμοδιοτήτων του τελευταίου και ενδέχεται να επηρεάσουν την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, αλλά να αποτραπεί ο εκ μέρους κράτους μέλους σφετερισμός της γενικής αρμοδιότητας του κράτους μέλους εγκατάστασης του παρέχοντος την οικεία υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας.
96 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η εκ μέρους κράτους μέλους παράβαση της προβλεπόμενης στο άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας 2000/31 υποχρέωσης κοινοποίησης μέτρου που περιορίζει την ελεύθερη κυκλοφορία ορισμένης υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας την οποία παρέχει επιχειρηματίας εγκατεστημένος στο έδαφος άλλου κράτους μέλους συνεπάγεται ότι το εν λόγω μέτρο δεν μπορεί να προβληθεί έναντι των ιδιωτών (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 30ής Απριλίου 1996, CIA Security International, C-194/94, EU:C:1996:172, σκέψη 54).
97 Συναφώς, πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι, όπως ισχύει και για τους τεχνικούς κανόνες που δεν έχουν κοινοποιηθεί από το κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/1535, μπορεί να γίνει επίκληση της αδυναμίας προβολής μη κοινοποιηθέντος μέτρου το οποίο περιορίζει την ελεύθερη παροχή των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας όχι μόνο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 2016, Ince, C‑336/14, EU:C:2016:72, σκέψη 84), αλλά και στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ ιδιωτών (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2016, James Elliott Construction, C-613/14, EU:C:2016:821, σκέψη 64 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
98 Επομένως, σε διαδικασία όπως αυτή της κύριας δίκης, στην οποία, στο πλαίσιο δίκης ενώπιον ποινικού δικαστηρίου, ένας ιδιώτης ζητεί από άλλον ιδιώτη να αποκαταστήσει ζημία προκληθείσα από το διωκόμενο αδίκημα, η εκ μέρους του κράτους μέλους παράβαση της υποχρέωσής του να προβεί στη σχετική με το αδίκημα αυτό κοινοποίηση βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας 2000/31 συνεπάγεται ότι το εθνικό μέτρο με το οποίο προβλέπεται το εν λόγω αδίκημα δεν μπορεί να προβληθεί έναντι του διωκόμενου ιδιώτη και ότι ο ιδιώτης αυτός δύναται να επικαλεστεί την παράβαση της εν λόγω υποχρέωσης όχι μόνο στο πλαίσιο ποινικής δίωξης κατά του ιδίου, αλλά και προς αντίκρουση του αιτήματος αποζημίωσης του ιδιώτη που άσκησε πολιτική αγωγή.
99 Λαμβανομένου υπόψη ότι η Γαλλική Δημοκρατία δεν κοινοποίησε τον νόμο Hoguet καθώς και ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 2000/31, οι οποίες υπομνήσθηκαν με τις σκέψεις 84 και 85 της παρούσας απόφασης, είναι σωρευτικές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, εν πάση περιπτώσει, ο νόμος αυτός δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε ιδιώτη ευρισκόμενο σε κατάσταση όπως αυτή στην οποία βρίσκεται η Airbnb Ireland στη διαφορά της κύριας δίκης, ανεξαρτήτως του αν ο νόμος αυτός πληροί τις λοιπές προϋποθέσεις που προβλέπει η διάταξη αυτή.
100 Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας 2000/31 έχει την έννοια ότι ένας ιδιώτης μπορεί να αντιταχθεί στην έναντι αυτού εφαρμογή, στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας με άσκηση πολιτικής αγωγής, μέτρων κράτους μέλους τα οποία περιορίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας την οποία ο εν λόγω ιδιώτης παρέχει από άλλο κράτος μέλος, εφόσον τα εν λόγω μέτρα δεν έχουν κοινοποιηθεί σύμφωνα με τη διάταξη αυτή.
Επί των δικαστικών εξόδων
101 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:
1) Το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2000, για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά («οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο»), το οποίο παραπέμπει στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας (ΕΕ) 2015/1535 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προδιαγραφών και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών, έχει την έννοια ότι μια υπηρεσία διαμεσολάβησης η οποία έχει ως αντικείμενο την έναντι αμοιβής διευκόλυνση της επικοινωνίας, μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας, μεταξύ, αφενός, δυνητικών μισθωτών και, αφετέρου, επαγγελματιών ή μη επαγγελματιών εκμισθωτών που προσφέρουν υπηρεσίες παροχής καταλύματος βραχείας διάρκειας, καθώς και την ταυτόχρονη παροχή ορισμένων άλλων υπηρεσιών παρεπόμενων της εν λόγω υπηρεσίας διαμεσολάβησης, πρέπει να χαρακτηρισθεί ως «υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας» εμπίπτουσα στην οδηγία 2000/31.
2) Το άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας 2000/31 έχει την έννοια ότι ένας ιδιώτης μπορεί να αντιταχθεί στην έναντι αυτού εφαρμογή, στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας με άσκηση πολιτικής αγωγής, μέτρων κράτους μέλους τα οποία περιορίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας την οποία ο εν λόγω ιδιώτης παρέχει από άλλο κράτος μέλος, εφόσον τα εν λόγω μέτρα δεν έχουν κοινοποιηθεί σύμφωνα με τη διάταξη αυτή.
(υπογραφές)
* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.