ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MANUEL CAMPOS SÁNCHEZ-BORDONA

της 2ας Απριλίου 2020 ( 1 )

Υπόθεση C‑648/18

Autoritatea națională de reglementare în domeniul energiei (ANRE)

κατά

Societatea de Producere a Energiei Electrice în Hidrocentrale Hidroelectrica SA

[αίτηση του Tribunalul Bucureşti (δευτεροβάθμιου δικαστηρίου Βουκουρεστίου) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας – Άρθρο 35 ΣΛΕΕ – Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων – Ποσοτικοί περιορισμοί επί των εξαγωγών – Μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος – Εξαγωγή ηλεκτρικής ενέργειας – Εθνικό μέτρο που επιβάλλει στους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας την υποχρέωση να διαπραγματεύονται ολόκληρη την παραγόμενη ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας αποκλειστικά μέσω μιας εθνικής κεντρικής αγοράς που λειτουργεί υπό συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού»

1.

Η ρουμανική ρυθμιστική αρχή επέβαλε κυρώσεις σε εταιρία για τον λόγο ότι εξήγαγε στην Ουγγαρία μέρος της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγει, χωρίς προηγουμένως να την έχει διαθέσει προς πώληση στην εθνική αγορά μέσω κεντρικής πλατφόρμας διαπραγμάτευσης, όπως απαιτείται –κατά την κρίση της αρχής– από την εθνική νομοθεσία.

2.

Το Tribunalul București (δευτεροβάθμιο δικαστήριο Βουκουρεστίου) ζητεί να διευκρινιστεί εάν η κατά τα ανωτέρω εφαρμοζόμενη εθνική νομοθεσία ενέχει ποσοτικό περιορισμό επί των εξαγωγών ή μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος και, ως εκ τούτου, αντίκειται στο άρθρο 35 ΣΛΕΕ.

I. Το νομικό πλαίσιο

Α. Το δίκαιο της Ένωσης

1.   Η οδηγία 2009/72/ΕΚ ( 2 )

3.

Η οδηγία 2009/72 περιέχει τις ακόλουθες αιτιολογικές σκέψεις:

«[…]

(3)

Οι ελευθερίες που εγγυάται η συνθήκη στους πολίτες της Ένωσης –μεταξύ άλλων η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, η ελευθερία παροχής υπηρεσιών και η ελευθερία εγκατάστασης– είναι δυνατές μόνο σε πλαίσιο πλήρως ανοικτής αγοράς, η οποία παρέχει σε όλους τους καταναλωτές τη δυνατότητα να επιλέγουν ελεύθερα τους προμηθευτές τους και δίνει σε όλους τους προμηθευτές την ελευθερία να προμηθεύουν τους πελάτες τους.

[…]

(25)

Η διασφάλιση του ενεργειακού εφοδιασμού συνιστά σημαντικό στοιχείο της δημόσιας ασφάλειας και, κατά συνέπεια, συνδέεται εγγενώς με την αποτελεσματική λειτουργία της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενεργείας και την ολοκλήρωση των απομονωμένων αγορών ηλεκτρικής ενεργείας των κρατών μελών. […] Οι λειτουργικές αγορές ηλεκτρικής ενεργείας και, ειδικότερα, τα δίκτυα και τα άλλα πάγια στοιχεία που συνδέονται με την προμήθεια ηλεκτρικής ενεργείας είναι ουσιώδη για τη δημόσια ασφάλεια, την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και για την ευημερία των πολιτών της Ένωσης. […]

[…]

(51)

Τα συμφέροντα των καταναλωτών θα πρέπει να βρίσκονται στην καρδιά της παρούσας οδηγίας και η ποιότητα εξυπηρέτησης θα πρέπει να αποτελεί κεντρική ευθύνη των επιχειρήσεων ηλεκτρικής ενεργείας. Τα υφιστάμενα δικαιώματα των καταναλωτών θα πρέπει να ενισχυθούν και να διασφαλισθούν και να περιλαμβάνουν μεγαλύτερη διαφάνεια και εκπροσώπηση. Η προστασία των καταναλωτών θα πρέπει να διασφαλίζει ότι όλοι οι καταναλωτές στο ευρύτερο ευρωπαϊκό πλαίσιο απολαμβάνουν τα οφέλη μιας ανταγωνιστικής αγοράς. Τα δικαιώματα των καταναλωτών θα πρέπει να επιβάλλονται από τα κράτη μέλη ή, όταν το κράτος μέλος έχει προβλέψει σχετικά, από τις ρυθμιστικές αρχές.

[…]»

4.

Το άρθρο 3 με τίτλο «Υποχρεώσεις παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας και προστασία των πελατών» ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν, βάσει της θεσμικής τους οργάνωσης και τηρώντας δεόντως την αρχή της επικουρικότητας, ότι, με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, οι επιχειρήσεις ηλεκτρικής ενεργείας λειτουργούν σύμφωνα με τις αρχές της παρούσας οδηγίας, με σκοπό την επίτευξη ανταγωνιστικής, ασφαλούς και περιβαλλοντικώς βιώσιμης αγοράς ηλεκτρικής ενεργείας, και δεν κάνουν διακρίσεις μεταξύ των εν λόγω επιχειρήσεων όσον αφορά τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις τους.»

5.

Το άρθρο 4 με τίτλο «Παρακολούθηση της ασφάλειας του εφοδιασμού» επισημαίνει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη μεριμνούν για την παρακολούθηση της ασφάλειας εφοδιασμού. Όταν θεωρούν ότι ενδείκνυται, μπορούν να αναθέσουν αυτό το έργο στις ρυθμιστικές αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 35. Η παρακολούθηση καλύπτει, ιδίως, το ισοζύγιο προσφοράς/ζήτησης στην εθνική αγορά, το επίπεδο της αναμενόμενης μελλοντικής ζήτησης και το προβλεπόμενο επιπλέον δυναμικό που βρίσκεται υπό προγραμματισμό ή κατασκευή, την ποιότητα και το επίπεδο συντήρησης των δικτύων, καθώς και μέτρα για την κάλυψη της ανώτατης ζήτησης και την αντιμετώπιση τυχόν ελλειμμάτων ενός ή περισσότερων προμηθευτών […]».

6.

Το άρθρο 36 με τίτλο «Γενικοί στόχοι των ρυθμιστικών αρχών» ορίζει τα κάτωθι:

«Κατά την εκτέλεση των ρυθμιστικών καθηκόντων που προσδιορίζονται στην παρούσα οδηγία, οι ρυθμιστικές αρχές λαμβάνουν όλα τα εύλογα μέτρα προς επίτευξη των κατωτέρω στόχων εντός του πλαισίου των καθηκόντων και εξουσιών τους που καθορίζονται στο άρθρο 37, διαβουλευόμενες στενά με άλλες ενδιαφερόμενες εθνικές αρχές, συμπεριλαμβανομένων των αρχών ανταγωνισμού, κατά περίπτωση, και με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων τους:

α)

προώθηση, σε στενή συνεργασία με τον Οργανισμό, τις ρυθμιστικές αρχές των λοιπών κρατών μελών και την Επιτροπή, ανταγωνιστικής, ασφαλούς και περιβαλλοντικά βιώσιμης εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενεργείας εντός της Κοινότητας, […] αποτελεσματικό άνοιγμα της αγοράς για όλους τους πελάτες και τους προμηθευτές στην Κοινότητα και εξασφ[άλιση] κατάλληλ[ων] συνθ[ηκών] για την αποτελεσματική και αξιόπιστη λειτουργία των δικτύων ηλεκτρικής ενεργείας λαμβάνοντας υπόψη μακροπρόθεσμους στόχους·

β)

ανάπτυξη περιφερειακών αγορών εντός της Κοινότητας που να λειτουργούν ανταγωνιστικά και εύρυθμα, για την επίτευξη του στόχου του στοιχείου α)·

γ)

κατάργηση των περιορισμών στο εμπόριο ηλεκτρικής ενεργείας μεταξύ κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένης της ανάπτυξης κατάλληλου διασυνοριακού δυναμικού μεταφοράς για την κάλυψη της ζήτησης και την ενίσχυση της ολοκλήρωσης των εθνικών αγορών η οποία ενδέχεται να διευκολύνει τις ροές ηλεκτρικής ενεργείας σε ολόκληρη την Κοινότητα·

[…]».

7.

To άρθρο 37, με τίτλο «Καθήκοντα και αρμοδιότητες της ρυθμιστικής αρχής», έχει ως εξής:

«1.   Στη ρυθμιστική αρχή ανατίθενται τα εξής καθήκοντα:

[…]

γ)

να συνεργάζεται για διασυνοριακά θέματα με τη ρυθμιστική αρχή ή τις ρυθμιστικές αρχές των οικείων κρατών μελών και με τον Οργανισμό·

[…]

θ)

να παρακολουθεί το επίπεδο διαφάνειας, συμπεριλαμβανομένων των τιμών χονδρικής, και να διασφαλίζει τη συμμόρφωση των επιχειρήσεων ηλεκτρικής ενεργείας προς τις υποχρεώσεις περί διαφάνειας·

ι)

να παρακολουθεί τον βαθμό και την αποτελεσματικότητα της αγοράς και του ανταγωνισμού […]

[…]».

8.

Το άρθρο 38, με τίτλο «Καθεστώς ρύθμισης διασυνοριακών θεμάτων», ορίζει τα εξής:

«1.   Οι ρυθμιστικές αρχές διαβουλεύονται και συνεργάζονται στενά και κοινοποιούν εκατέρωθεν και στον Οργανισμό οποιεσδήποτε πληροφορίες είναι απαραίτητες για την εκτέλεση των καθηκόντων τους βάσει της παρούσας οδηγίας. Σε σχέση με τις ανταλλασσόμενες πληροφορίες, η αποδέκτρια αρχή εξασφαλίζει το ίδιο επίπεδο εμπιστευτικότητας με τη διαβιβάζουσα αρχή.

[…]

3.   Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές έχουν το δικαίωμα να συνάπτουν συμφωνία συνεργασίας μεταξύ τους έτσι ώστε να προωθείται η ρυθμιστική συνεργασία.

[…]»

2.   Ο κανονισμός (ΕΕ) 1227/2011 ( 3 )

9.

Το άρθρο 1, με τίτλο «Αντικείμενο, πεδίο εφαρμογής και συσχέτιση με τη λοιπή νομοθεσία της Ένωσης», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Ο παρών κανονισμός θεσπίζει κανόνες σχετικά με την απαγόρευση των καταχρηστικών πρακτικών που επηρεάζουν τις χονδρικές αγορές ενέργειας, οι οποίοι είναι σύμφωνοι με τους κανόνες που εφαρμόζονται στις χρηματοοικονομικές αγορές και με την ορθή λειτουργία αυτών των χονδρικών αγορών ενέργειας, λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη τα ειδικά χαρακτηριστικά τους. Προβλέπει την παρακολούθηση των χονδρικών αγορών ενέργειας από τον Οργανισμό Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας […] σε στενή συνεργασία με τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές και λαμβάνοντας υπόψη τις αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στο σύστημα εμπορίας εκπομπών και τις χονδρικές αγορές ενέργειας.»

3.   Ο κανονισμός (ΕΕ) 2015/1222 ( 4 )

10.

Το άρθρο 5, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, με τίτλο «Ορισμός ΝΕΜΟ [ορισθέντος διαχειριστή αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας (nominated electricity market operator)] στην περίπτωση εθνικού νόμιμου μονοπωλίου υπηρεσιών συναλλαγών», έχει ως εξής:

«Αν τη στιγμή έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού υφίσταται ήδη σε κράτος μέλος ή σε ζώνη προσφοράς κράτους μέλους εθνικό νόμιμο μονοπώλιο υπηρεσιών συναλλαγών επόμενης ημέρας και ενδοημερησίως το οποίο αποκλείει τον ορισμό περισσότερων του ενός ΝΕΜΟ, το σχετικό κράτος μέλος οφείλει να ενημερώσει την Επιτροπή, εντός δύο μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, και δύναται να αρνηθεί τον ορισμό περισσότερων του ενός ΝΕΜΟ ανά ζώνη προσφοράς.»

Β. Το εθνικό δίκαιο. Legea energiei electrice și a gazelor naturale nr. 123/2012 ( 5 )

11.

Το άρθρο 2 ορίζει τα εξής:

«Οι δραστηριότητες στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας και της συμπαραγόμενης θερμικής ενέργειας πρέπει να λαμβάνουν χώρα για την υλοποίηση των ακόλουθων βασικών σκοπών:

[…]

c)

της δημιουργίας και της εξασφάλισης της λειτουργίας των ανταγωνιστικών αγορών ηλεκτρικής ενέργειας·

[…]

h)

της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και της ενεργού συμμετοχής στη διαμόρφωση τόσο της περιφερειακής αγοράς όσο και της εσωτερικής αγοράς ενέργειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στην ανάπτυξη των διασυνοριακών ανταλλαγών.

[…]».

12.

Το άρθρο 3, σημείο 49, ορίζει την «κεντρική αγορά» ως «το οργανωμένο πλαίσιο στο οποίο πραγματοποιούνται οι συναλλαγές ηλεκτρικής ενέργειας μεταξύ διαφόρων οικονομικών φορέων, με τη μεσολάβηση του φορέα της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας ή του διαχειριστή του συστήματος μεταφοράς, επί τη βάσει ειδικών κανόνων, που εγκρίνονται από την αρμόδια αρχή».

13.

Tο άρθρο 20, παράγραφος 1, προβλέπει τα εξής:

«Η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας αποτελείται από τη ρυθμιζόμενη αγορά και την ανταγωνιστική αγορά και οι συναλλαγές ενέργειας πραγματοποιούνται σε επίπεδο χονδρικής ή λιανικής αγοράς.»

14.

Το άρθρο 23, παράγραφος 1, ορίζει τα εξής:

«Οι συναλλαγές ηλεκτρικής ενέργειας λαμβάνουν χώρα στην ανταγωνιστική αγορά κατά τρόπο διαφανή, δημόσιο και συγκεντρωτικό και χωρίς δυσμενείς διακρίσεις.»

15.

Το άρθρο 28 έχει ως εξής:

«Οι παραγωγοί έχουν, κυρίως, τις ακόλουθες υποχρεώσεις:

[…]

c)

να διαπραγματεύονται την ηλεκτρική ενέργεια και τις τεχνολογικές υπηρεσίες του συστήματος στη ρυθμιζόμενη αγορά και στην ανταγωνιστική αγορά με διαφάνεια και χωρίς δυσμενείς διακρίσεις.

[…]»

II. Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

16.

Η Societatea de Producere a Energiei Electrice în Hidrocentrale Hidroelectrica SA (στο εξής: Hidroelectrica) είναι εταιρία ρουμανικού ιδιωτικού δικαίου, κύριος μέτοχος της οποίας είναι το Δημόσιο. Δραστηριοποιείται, μεταξύ άλλων, στη μεταφορά και στη διανομή της ηλεκτρικής ενέργειας και είναι κάτοχος τόσο άδειας για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας όσο και άδειας για την προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας.

17.

Η Hidroelectrica είναι επίσης κάτοχος άδειας διαπραγμάτευσης που της χορήγησε η ουγγρική ρυθμιστική αρχή.

18.

Μετά την απόκτηση της εν λόγω άδειας, από τον Δεκέμβριο 2014, η εταιρία προέβη σε σύναψη συμβάσεων πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας μέσω μιας ουγγρικής κεντρικής πλατφόρμας διαπραγμάτευσης, η οποία συγκαταλέγεται μεταξύ των αγορών που αναγνωρίζονται από τον Οργανισμό Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας (στο εξής: Οργανισμός) για τη συνεργασία μεταξύ ρυθμιστικών αρχών στον τομέα της ενέργειας.

19.

Στις 11 Μαΐου 2015, η Autoritatea Națională de Reglementare în Domeniul Energiei (Εθνική ρυθμιστική αρχή στον τομέα της ενέργειας, στο εξής: ANRE) κοινοποίησε στην Hidroelectrica πράξη επιβολής προστίμου ύψους 50000 ρουμανικών λέι (RON) «για τον λόγο ότι δεν διέθεσε προς πώληση με διαφάνεια στη ρουμανική ανταγωνιστική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας το σύνολο της ηλεκτρικής ενέργειας που είχε στη διάθεσή της, αλλά εξήγαγε ένα μέρος της ηλεκτρικής ενέργειας που παρήγαγε στην ουγγρική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, παραβιάζοντας την ισχύουσα νομοθεσία».

20.

Για την επιβολή κυρώσεως σε βάρος της Hidroelectrica, η ANRE στηρίχθηκε στις διατάξεις του άρθρου 23, παράγραφος 1, και του άρθρου 28, στοιχείο c, του νόμου 123/2012, οι οποίες κατά την ίδια έχουν την έννοια ότι η υποχρέωση των ημεδαπών παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας να διαθέτουν προς πώληση δημοσίως και χωρίς δυσμενείς διακρίσεις στην ανταγωνιστική αγορά το σύνολο της ηλεκτρικής ενέργειας που έχουν στη διάθεσή τους συνεπάγεται την υποχρέωση των εν λόγω παραγωγών να προβαίνουν στην εν λόγω διάθεση μέσω των πλατφορμών Opcom SA (ήτοι, στην κεντρική εθνική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας της Ρουμανίας) ( 6 ).

21.

Στη Ρουμανία, σύμφωνα με την ANRE, ένας παραγωγός δεν δικαιούται να εξάγει απευθείας ηλεκτρική ενέργεια σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μια τέτοια ενέργεια συνιστά παράβαση της εθνικής νομοθεσίας και, εμμέσως, των όρων της άδειας παραγωγής, η οποία συνεπάγεται την επιβολή διοικητικού προστίμου.

22.

Η Hidroelectrica άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως επιβολής κυρώσεως ενώπιον του Judecătorie Sectorului 1 București (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου του τομέα 1 του Βουκουρεστίου, Ρουμανία), ζητώντας την ακύρωσή της, για τον λόγο ότι παραβίαζε την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων. Συγκεκριμένα, υποστήριζε ότι η ANRE είχε ερμηνεύσει το άρθρο 23, παράγραφος 1, του νόμου 123/2012 κατά τρόπον μη συνάδοντα προς την πρακτική των αποφάσεων του Consiliul Concurenței (Συμβουλίου ανταγωνισμού, Ρουμανία) καθώς και προς την προηγούμενη πρακτική της ίδιας της ANRE.

23.

Η προσφυγή της Hidroelectrica έγινε δεκτή από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και η ANRE άσκησε έφεση ενώπιον του Tribunalul București (δευτεροβάθμιου δικαστηρίου του Βουκουρεστίου, Ρουμανία), το οποίο υποβάλλει το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Αντιτίθεται το άρθρο 35 ΣΛΕΕ σε ερμηνεία του άρθρου 23, παράγραφος 1, και του άρθρου 28, στοιχείο c, του [νόμου 123/2012] υπό την έννοια ότι οι παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας της Ρουμανίας υποχρεούνται να διαπραγματεύονται ολόκληρη την παραγόμενη ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας αποκλειστικά μέσω μιας ρουμανικής ανοιχτής στον ανταγωνισμό κεντρικής αγοράς, ενώ υπάρχει η δυνατότητα εξαγωγής της ενέργειας, πλην όμως όχι απευθείας αλλά μέσω εταιριών διαπραγμάτευσης;»

III. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

24.

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως περιήλθε στο Δικαστήριο στις 17 Οκτωβρίου 2018. Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η ANRE, η Ρουμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή.

25.

Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 23ης Ιανουαρίου 2020 παρέστησαν η ANRE, η Hidroelectrica, η Ρουμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή.

IV. Ανάλυση

Α. Επί του παραδεκτού

26.

Η ANRE βάλλει κατά του παραδεκτού του προδικαστικού ερωτήματος, κατά το μέτρο που, κατά την άποψή της, το αιτούν δικαστήριο δεν διατυπώνει αμφιβολίες όσον αφορά την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, αλλά απλώς παραβάλλει το δίκαιο αυτό προς συγκεκριμένη ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας. Προσθέτει ότι το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί διαφοράς έχουσας ως αντικείμενο την ερμηνεία και την εφαρμογή κανόνα εσωτερικού δικαίου ( 7 ).

27.

Η διαφορά ανάγεται στην ερμηνεία ορισμένων διατάξεων του νόμου 123/2012 η οποία εγείρει αμφιβολίες. Σύμφωνα με την ερμηνευτική συλλογιστική που ακολουθεί η ANRE όσον αφορά το άρθρο 23, παράγραφος 1, και το άρθρο 28, στοιχείο c, του νόμου 123/2012, οι συναλλαγές ηλεκτρικής ενέργειας σε επίπεδο χονδρικής πρέπει να πραγματοποιούνται αποκλειστικά στις πλατφόρμες της Opcom. Εντούτοις, σύμφωνα με τη διάταξη περί παραπομπής, άλλα ρουμανικά δικαστήρια έχουν οδηγηθεί σε διαφορετικά συμπεράσματα ( 8 ).

28.

H ερμηνεία στην οποία προέβη το πρωτοβάθμιο δικαστήριο όσον αφορά τις εν λόγω διατάξεις το οδήγησε στο να δεχθεί την προσφυγή της Hidroelectrica. Αντιθέτως, στην κατ’ έφεση διαδικασία, η ANRE τάσσεται υπέρ μιας συσταλτικής ερμηνείας, βάσει της οποίας η επιβληθείσα κύρωση είναι νόμιμη ( 9 ).

29.

Δεν μπορεί να γίνει δεκτή η ένσταση περί απαραδέκτου. Το αιτούν δικαστήριο δεν ζητεί να αποφανθεί το Δικαστήριο επί της ερμηνείας του νόμου 123/2012, διευκρινίζοντας ποια από τις δύο υφιστάμενες ερμηνευτικές προσεγγίσεις είναι η ορθή από την οπτική του εθνικού δικαίου. Συγκεκριμένα, έχοντας δεχτεί μία από τις εν λόγω επίμαχες ερμηνείες (τη «συσταλτική»), το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες όσον αφορά τον συμβατό χαρακτήρα των εθνικών διατάξεων με το δίκαιο της Ένωσης.

30.

Το προδικαστικό ερώτημα αφορά το ζήτημα εάν το άρθρο 35 ΣΛΕΕ αντίκειται στο καθεστώς των συναλλαγών στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας που προκύπτει από τη συσταλτική ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας. To Δικαστήριο, απαντώντας στο εν λόγω προδικαστικό ερώτημα, δεν χρειάζεται να επιλύσει την εσωτερική διαφορά όσον αφορά τη βέλτιστη ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας. Έργο του Δικαστηρίου είναι, λαμβάνοντας ως αφετηρία τη νομοθεσία όπως την εξέθεσε το αιτούν δικαστήριο ( 10 ), να αποφανθεί επί του συμβατού χαρακτήρα της με το δίκαιο της Ένωσης (και συγκεκριμένα με το άρθρο 35 ΣΛΕΕ), διασφαλίζοντας με τον τρόπο αυτό την ομοιόμορφη ερμηνεία του η οποία είναι δεσμευτική για το σύνολο των αρχών και δικαστηρίων όλων των κρατών μελών ( 11 ).

Β. Επί της δυνατότητας εφαρμογής του άρθρου 35 ΣΛΕΕ

31.

Η Ρουμανική Κυβέρνηση και η ANRE υποστηρίζουν ότι, δεδομένης της νομοθετικής εναρμόνισης η οποία επήλθε με τον κανονισμό 2015/1222, δεν μπορεί να εφαρμοστεί το άρθρο 35 ΣΛΕΕ.

32.

Βάσει πάγιας νομολογίας, «κάθε εθνικό μέτρο σε τομέα που έχει αποτελέσει αντικείμενο πλήρους εναρμονίσεως σε επίπεδο Ένωσης πρέπει να εκτιμάται υπό το πρίσμα των διατάξεων του μέτρου αυτού εναρμονίσεως και όχι των διατάξεων του πρωτογενούς δικαίου» ( 12 ).

33.

Πάντως, και χωρίς να απαιτείται να διαπιστωθεί εάν ο κανονισμός 2015/1222 προβαίνει σε εξαντλητική εναρμόνιση του τομέα, το βέβαιον είναι ότι ο εν λόγω κανονισμός τέθηκε σε ισχύ στις 26 Ιουλίου 2015, ενώ οι πράξεις για τις οποίες επιβλήθηκε η κύρωση τελέστηκαν μεταξύ Δεκεμβρίου 2014 και Φεβρουαρίου 2015. Ως εκ τούτου, ο εν λόγω κανονισμός δεν είναι κατά χρόνον εφαρμοστέος επί των πράξεων αυτών.

34.

Εξάλλου, δεν είναι εφαρμοστέος ούτε καθ’ ύλην, διότι, όπως επισήμανε η Hidroelectrica κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το μονοπώλιο στο οποίο αναφέρεται το άρθρο 5 του εν λόγω κανονισμού αφορά αποκλειστικά τις βραχυπρόθεσμες αγορές (αγορά επόμενης ημέρας και ενδοημερήσια αγορά), και όχι τις επίμαχες στην κύρια δίκη αγορές (μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες συναλλαγές και διμερείς συμβάσεις).

35.

Όπως επισήμανε η Επιτροπή ( 13 ), η οδηγία 2009/72, η οποία συνιστά το βασικό νομοθέτημα για τη ρύθμιση της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, δεν επιφέρει συναφώς πλήρη εναρμόνιση: συγκεκριμένα, δεν περιέχει ειδικούς κανόνες όσον αφορά τον τομέα των συναλλαγών ηλεκτρικής ενέργειας.

36.

Ελλείψει πλήρους εναρμονίσεως των όρων των συναλλαγών ηλεκτρικής ενέργειας στις αγορές των κρατών μελών, η εθνική νομοθεσία πρέπει να εξετάζεται υπό το πρίσμα των Συνθηκών. Υπενθυμίζω ότι η ηλεκτρική ενέργεια συνιστά εμπόρευμα υπό την έννοια των άρθρων 34 και 35 ΣΛΕΕ ( 14 ).

Γ. Επί της ουσίας

37.

Σύμφωνα με την ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας που ακολουθεί το αιτούν δικαστήριο, οι συναλλαγές ηλεκτρικής ενέργειας σε επίπεδο χονδρικής πρέπει να πραγματοποιούνται σε μια κεντρική πλατφόρμα στη Ρουμανία, ενώ οι παραγωγοί δεν μπορούν να εξάγουν απευθείας την εν λόγω ενέργεια στις αγορές άλλου κράτους μέλους.

38.

Από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι ο νόμος 123/2012 δεν απαγορεύει απολύτως την εξαγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Η εν λόγω απαγόρευση ισχύει για τους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας, που υποχρεούνται να διαθέτουν την παραγωγή τους προς πώληση στην κεντρική εθνική αγορά. Αντιθέτως, όπως επισημάνθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι μεσάζοντες (διαπραγματευτές) που αγοράζουν ηλεκτρική ενέργεια στην ως άνω κεντρική αγορά μπορούν να την εξάγουν εν συνεχεία σε άλλα κράτη μέλη ( 15 ).

39.

Παρά την εκτενή συζήτηση που διεξήχθη κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, φοβούμαι ότι δεν προέκυψε πλήρης εικόνα των χαρακτηριστικών της ρουμανικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, τα οποία πρέπει να επαληθεύσει το αιτούν δικαστήριο. Ωστόσο, καθόσον ενδιαφέρει εν προκειμένω, φαίνεται να υφίσταται κάποια σύμπτωση απόψεων ως προς τα ακόλουθα σημεία:

οι παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας σε επίπεδο χονδρικής υποχρεούνται να δραστηριοποιούνται στο πλαίσιο της πλατφόρμας Opcom, εντός της οποίας πρέπει να διαπραγματεύονται το σύνολο της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγουν·

οι εν λόγω παραγωγοί δεν μπορούν, κατά συνέπεια, να συνάψουν μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες συμβάσεις για την εξαγωγή της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας σε άλλα κράτη μέλη ούτε έχουν πρόσβαση στις κεντρικές αγορές των άλλων κρατών μελών·

η σύναψη διμερών συμβάσεων εξαγωγής είναι δυνατή αποκλειστικά με χρήση μεσαζόντων (διαπραγματευτών) που έχουν αγοράσει προηγουμένως την ηλεκτρική ενέργεια στη χονδρική αγορά·

οι εν λόγω περιορισμοί δεν εφαρμόζονται ως προς τη βραχυπρόθεσμη αγορά (αγορά επόμενης ημέρας και ενδοημερήσια αγορά), ο όγκος συναλλαγών της οποίας είναι χαμηλότερος από εκείνον της χονδρικής αγοράς.

40.

Εν προκειμένω προσβάλλεται, όπως προανέφερα, μέτρο κυρώσεως που επιβλήθηκε στην Hidroelectrica λόγω εξαγωγής ηλεκτρικής ενέργειας εκτός της πλατφόρμας Opcom, με βάση την ερμηνεία του ρουμανικού νόμου την οποία επικαλείται η ANRE.

1.   Η ύπαρξη περιορισμού επί των εξαγωγών

41.

Πρέπει να διευκρινιστεί καταρχάς εάν η απαγόρευση, προς τους οικονομικούς φορείς που παράγουν ηλεκτρική ενέργεια στη Ρουμανία, να εξάγουν την ενέργεια αυτή σε άλλα κράτη μέλη χωρίς να χρησιμοποιήσουν την πλατφόρμα που έχει δημιουργηθεί από την εθνική νομοθεσία, συνιστά μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος με ποσοτικό περιορισμό επί των εξαγωγών υπό την έννοια του άρθρου 35 ΣΛΕΕ.

42.

Το Δικαστήριο χαρακτήρισε ως μέτρα ισοδύναμου αποτελέσματος με ποσοτικό περιορισμό επί των εξαγωγών «τα εθνικά μέτρα που έχουν ως σκοπό ή ως αποτέλεσμα να περιορίζουν ειδικώς το ρεύμα των εξαγωγών και να επιφυλάσσουν διαφορετική μεταχείριση μεταξύ του εσωτερικού εμπορίου ενός κράτους μέλους και του εξαγωγικού του εμπορίου, διασφαλίζοντας ιδιαίτερο πλεονέκτημα στην εθνική παραγωγή ή στην εσωτερική αγορά του ενδιαφερομένου κράτους εις βάρος της παραγωγής ή του εμπορίου άλλων κρατών μελών» ( 16 ).

43.

Ο νόμος 123/2012, όπως τον ερμηνεύει η ANRE, απαγορεύει τις απευθείας συναλλαγές (εκτός της πλατφόρμας της Opcom) μεταξύ των Ρουμάνων παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας και των υποψηφίων πελατών τους σε άλλο κράτος μέλος.

44.

Καίτοι η εν λόγω απαγόρευση ισχύει επίσης όσον αφορά τους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας που προορίζεται για εσωτερική κατανάλωση, εντούτοις, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, «εθνικό μέτρο το οποίο εφαρμόζεται επί όλων των επιχειρηματιών που δραστηριοποιούνται στην ημεδαπή και το οποίο επηρεάζει περισσότερο την έξοδο των προϊόντων από την αγορά του κράτους μέλους εξαγωγής παρά την εμπορία των προϊόντων στην εσωτερική αγορά του εν λόγω κράτους μέλους απαγορεύεται βάσει του άρθρου 35 ΣΛΕΕ» ( 17 ).

45.

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η περίσταση αυτή συντρέχει εν προκειμένω και η εν λόγω θέση με βρίσκει σύμφωνο. Ο εσωτερικός κανόνας έχει αποτρεπτικό αποτέλεσμα επί των εξαγωγών και δεν επιφυλάσσει την ίδια μεταχείριση, αφενός, στην εθνική κεντρική αγορά, που διαχειρίζεται η Opcom, και, αφετέρου, στις παρόμοιες αγορές ηλεκτρικής ενέργειας στην υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση. Εξάλλου, η Επιτροπή θεωρεί ότι, εάν το ρουμανικό σύστημα πράγματι πληροί τους όρους του καθεστώτος που περιέγραψαν οι διάδικοι κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, τότε εισάγει άμεση διάκριση που αντίκειται στο δίκαιο της Ένωσης ( 18 ).

46.

Η Ρουμανική Κυβέρνηση αναγνωρίζει, εν τέλει, το περιοριστικό αποτέλεσμα που επισημαίνει η Επιτροπή. Προβάλλει ότι η εξαγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας μέσω διμερών συμβάσεων και εκτός της κεντρικής πλατφόρμας «συνεπάγεται τη μείωση της διαθέσιμης ηλεκτρικής ενέργειας για την κάλυψη της καμπύλης εσωτερικής κατανάλωσης, γεγονός που οδηγεί εμμέσως στην ανάγκη καλύψεώς της μέσω εισαγωγών» ( 19 ).

47.

Από το εν λόγω επιχείρημα καθίσταται σαφές ότι σκοπός του νομοθετικού μέτρου (ή ένας εκ των σκοπών του) είναι να επιτρέπεται η εξαγωγή ηλεκτρικής ενέργειας μόνον υπό τον όρο της προηγούμενης καλύψεως των αναγκών της εσωτερικής κατανάλωσης. Με τον τρόπο αυτό αναγνωρίζεται ανεπιφύλακτα ο περιορισμός που επιβάλλεται στους εθνικούς παραγωγούς όσον αφορά την πρόσβασή τους στην εξωτερική αγορά, κατά το μέτρο που τους απαγορεύεται, όπως ήδη διευκρινίστηκε, η απευθείας εξαγωγή.

48.

Ειδικότερα, το εν λόγω μέτρο εντάσσεται στα μέτρα τα οποία, κατά την απόφαση Gysbrechts και Santurel Inter, έχουν «ως αποτέλεσμα να περιορίζουν ειδικώς το ρεύμα των εξαγωγών» ( 20 ). Ακόμη και εάν εφαρμόζεται αδιακρίτως στο σύνολο των οικονομικών φορέων που παράγουν ηλεκτρική ενέργεια, «επηρεάζει […] περισσότερο την έξοδο των προϊόντων από την αγορά του κράτους μέλους εξαγωγής παρά την εμπορία των προϊόντων στην εσωτερική αγορά», ακριβώς διότι προσδίδει προτεραιότητα στον εσωτερικό εφοδιασμό και, κατά συνέπεια, τον ευνοεί εις βάρος του εξωτερικού εμπορίου.

2.   Πιθανοί λόγοι δικαιολογήσεως του επιβαλλόμενου περιορισμού

49.

Η επιβολή περιοριστικού μέτρου μπορεί να δικαιολογηθεί τόσο από τους λόγους που απαριθμούνται στο άρθρο 36 ΣΛΕΕ όσο και από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, εφόσον το μέτρο είναι ανάλογο προς τον επιδιωκόμενο θεμιτό σκοπό ( 21 ).

α)   Η συνδρομή δικαιολογητικού λόγου ή απαιτήσεως

50.

Αποτελεί πάγια νομολογία ότι εναπόκειται στις εθνικές αρχές να επικαλούνται τους λόγους οι οποίοι δικαιολογούν τις απαγορεύσεις που συνιστούν παρέκκλιση από την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων ( 22 ).

51.

Η διάταξη περί παραπομπής δεν αναφέρεται σε τυχόν δικαιολογητικούς λόγους για τον νόμο 123/2012.

52.

Εντούτοις, τίποτε δεν αποκλείει την παραδοχή ότι, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή και επιβεβαιώνει η Ρουμανική Κυβέρνηση ( 23 ), πρόθεση του νομοθέτη ενδεχομένως ήταν να διασφαλιστεί ότι οι συναλλαγές ηλεκτρικής ενέργειας σε επίπεδο χονδρικής στην ανταγωνιστική αγορά θα πραγματοποιούνται με δημόσιο και συγκεντρωτικό τρόπο, σύμφωνα με τις αρχές της διαφάνειας και της απαγόρευσης των δυσμενών διακρίσεων, αποκλείοντας ως εκ τούτου τις διμερείς και αδιαφανείς αγοραπωλησίες μεταξύ των παραγωγών και των λοιπών οικονομικών φορέων ( 24 ).

53.

Η Ρουμανική Κυβέρνηση προσθέτει στον εν λόγω δικαιολογητικό λόγο έναν δεύτερο, συνιστάμενο στην διασφάλιση του εφοδιασμού με ηλεκτρική ενέργεια, ενώ προβαίνει στην επίκληση ακόμη και ενός τρίτου λόγου: της προστασίας των καταναλωτών.

54.

Συγκεκριμένα, επικαλείται τη σκοπιμότητα της διαφυλάξεως, υπέρ των καταναλωτών, της ασφάλειας του ενεργειακού εφοδιασμού παραπέμποντας στην αιτιολογική σκέψη 51 της οδηγίας 2009/72, η οποία αναφέρεται στα συμφέροντα των καταναλωτών ως ευρισκόμενα στην καρδιά της εν λόγω οδηγίας ( 25 ).

55.

Η Ρουμανική Κυβέρνηση επισημαίνει συναφώς ότι η εξαγωγή της ενέργειας μέσω διμερών συμβάσεων συνεπάγεται «τη μείωση της διαθέσιμης ηλεκτρικής ενέργειας για την κάλυψη της καμπύλης εσωτερικής κατανάλωσης» και ενδεχομένως οδηγεί αναγκαστικά στην εισαγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και στην επακόλουθη αύξηση των τιμών ( 26 ).

56.

Ως εκ τούτου, μπορεί να γίνει δεκτό ότι η επίμαχη νομοθετική ρύθμιση αποσκοπεί, αφενός, στη διαφάνεια της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και, αφετέρου, στη διασφάλιση του κατάλληλου εφοδιασμού με ηλεκτρική ενέργεια για την εσωτερική κατανάλωση.

57.

Συμμερίζομαι τη θέση της Επιτροπής ότι ο πρώτος εκ των δύο σκοπών (διασφάλιση της διαφάνειας των συναλλαγών ηλεκτρικής ενέργειας) μπορεί να χαρακτηριστεί ως «επιτακτικός λόγος γενικού συμφέροντος», υπό το πρίσμα της νομολογίας του Δικαστηρίου, ο οποίος δύναται να δικαιολογήσει τυχόν περιορισμό της εξαγωγής.

58.

Όσον αφορά τον δεύτερο σκοπό, σύμφωνα με τη νομολογία, η προστασία του ενεργειακού εφοδιασμού εντάσσεται αβίαστα στους λόγους δημοσίας τάξεως που προβλέπονται στο άρθρο 36 ΣΛΕΕ ( 27 ). Το πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης κατοχυρώνει στο άρθρο 194, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ τη διασφάλιση του ενεργειακού εφοδιασμού ως έναν εκ των σκοπών της ενεργειακής πολιτικής της Ένωσης ( 28 ).

59.

Πάντως, στα κράτη μέλη εναπόκειται να αποδείξουν ότι η ρύθμιση που θεσπίστηκε βάσει των ως άνω δικαιολογητικών λόγων είναι αναγκαία και κατάλληλη για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών και ανταποκρίνεται στην αρχή της αναλογικότητας, καθώς και ότι οι σκοποί αυτοί δεν θα μπορούσαν να επιτευχθούν με την επιβολή απαγορεύσεων ή περιορισμών μικρότερης εκτάσεως ή που θα επηρέαζαν λιγότερο το εμπόριο εντός της Ένωσης ( 29 ).

β)   Αναγκαιότητα και καταλληλότητα του επίμαχου μέτρου

60.

Η συγκέντρωση των συναλλαγών ηλεκτρικής ενέργειας σε επίπεδο χονδρικής σε μία μοναδική πλατφόρμα θα μπορούσε να είναι καταρχήν κατάλληλη τόσο για τη διασφάλιση του εφοδιασμού της εγχώριας κατανάλωσης όσο και για τη διασφάλιση της διαφάνειας των εν λόγω συναλλαγών.

61.

Σε κάθε περίπτωση, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να διαπιστώσει εάν, λόγω των χαρακτηριστικών της εν λόγω πλατφόρμας (την οποία διαχειρίζεται διαχειριστής που διορίζουν οι εθνικές αρχές), η συγκέντρωση σε αυτήν των συναλλαγών ηλεκτρικής ενέργειας: α) συνιστά κατάλληλο, εύλογο και αποτελεσματικό μέσο για τη διασφάλιση του εσωτερικού εφοδιασμού· και β) διασφαλίζει επαρκείς προϋποθέσεις διαφάνειας και ίσης μεταχειρίσεως.

62.

Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, «οι δικαιολογητικοί λόγοι που μπορούν να προβληθούν από το κράτος μέλος πρέπει να συνοδεύονται από κατάλληλες αποδείξεις ή από ανάλυση της καταλληλότητας και της αναλογικότητας του περιοριστικού μέτρου που έλαβε το κράτος αυτό, καθώς και από συγκεκριμένα στοιχεία που τεκμηριώνουν τα επιχειρήματά του» ( 30 ).

γ)   Αναλογικός χαρακτήρας του περιορισμού

63.

Κατά την κρίση μου, ακόμη και εάν γίνει δεκτό ότι η συγκέντρωση των συναλλαγών που επιβάλλεται (σύμφωνα με την ερμηνεία της ANRE) με τον νόμο 123/2012 είναι κατάλληλη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου θεμιτού σκοπού, εντούτοις η εν λόγω ρύθμιση βαίνει πέραν του αναγκαίου μέτρου, καθόσον μπορούν να νοηθούν μέτρα λιγότερο περιοριστικά για την ελευθερία που κατοχυρώνεται στο άρθρο 35 ΣΛΕΕ.

1) Περί της διαφάνειας

64.

Όσον αφορά τη διασφάλιση της διαφάνειας, συμμερίζομαι ανεπιφύλακτα τη θέση της Επιτροπής: αντί της προσφυγής στο ακραίο μέτρο της απαγορεύσεως της άμεσης εξαγωγής σε άλλα κράτη μέλη εκτός της κεντρικής πλατφόρμας, είναι δυνατή η χρήση των μέσων συνεργασίας μεταξύ των εθνικών ρυθμιστικών αρχών που διαλαμβάνονται στα άρθρα 36 έως 38 της οδηγίας 2009/72.

65.

Μία εκ των υποχρεώσεων των εν λόγω ρυθμιστικών αρχών είναι, καθόσον ενδιαφέρει εν προκειμένω, «να παρακολουθ[ούν] το επίπεδο διαφάνειας, συμπεριλαμβανομένων των τιμών χονδρικής, και να διασφαλίζ[ουν] τη συμμόρφωση των επιχειρήσεων ηλεκτρικής ενεργείας προς τις υποχρεώσεις περί διαφάνειας» ( 31 ).

66.

Οι υποχρεώσεις που επιβάλλονται στις ρυθμιστικές αρχές αποσκοπούν στην «προώθηση […] ανταγωνιστικής, ασφαλούς και περιβαλλοντικά βιώσιμης εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενεργείας […], [σε] αποτελεσματικό άνοιγμα της αγοράς για όλους τους πελάτες και τους προμηθευτές στην Κοινότητα και εξασφ[άλιση] κατάλληλ[ων] συνθ[ηκών] για την αποτελεσματική και αξιόπιστη λειτουργία των δικτύων ηλεκτρικής ενεργείας λαμβάνοντας υπόψη μακροπρόθεσμους στόχους» πάντα «σε στενή συνεργασία με […] τις ρυθμιστικές αρχές των λοιπών κρατών μελών» ( 32 ).

67.

Το καθήκον συνεργασίας αποσαφηνίζεται στο άρθρο 38 της οδηγίας 2009/72: οι ρυθμιστικές αρχές πρέπει να συνεργάζονται, μεταξύ άλλων, για «την προώθηση της δημιουργίας λειτουργικών διευθετήσεων ώστε να παρέχεται η δυνατότητα για βέλτιστη διαχείριση του δικτύου, να προωθείται η ανάπτυξη κοινών χρηματιστηρίων ηλεκτρικής ενεργείας και η διασυνοριακή κατανομή δυναμικότητας, καθώς και να παρέχεται η δυνατότητα επαρκούς επιπέδου δυναμικού διασύνδεσης […] ώστε να καθίσταται εφικτή η ανάπτυξη αποτελεσματικού ανταγωνισμού και η βελτίωση της ασφάλειας του εφοδιασμού, χωρίς δυσμενείς διακρίσεις μεταξύ προμηθευτών σε διάφορα κράτη μέλη» ( 33 ).

68.

Στο πλαίσιο αυτό, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, τίποτε δεν εμποδίζει την ANRE να καταρτίσει κατάλογο με τις αξιόπιστες πλατφόρμες διαπραγμάτευσης, ήτοι όσες δύνανται να διασφαλίζουν διαφανείς και απαλλαγμένες από δυσμενείς διακρίσεις συναλλαγές. Για τον σκοπό αυτό μπορεί να στηριχθεί στα εξής:

στο άρθρο 38, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/72, σχετικά με την αμοιβαία διαβούλευση και συνεργασία των εν λόγω αρχών, το οποίο προβλέπει ότι πρέπει να κοινοποιούνται αμοιβαία «οποιεσδήποτε πληροφορίες είναι απαραίτητες για την εκτέλεση των καθηκόντων [τους]» και

στην ευχέρεια που παρέχει στις εν λόγω αρχές η παράγραφος 3 του ως άνω άρθρου να «συνάπτουν συμφωνία συνεργασίας μεταξύ τους έτσι ώστε να προωθείται η ρυθμιστική συνεργασία».

69.

Επίσης ο κανονισμός 1227/2011, με αντικείμενο τη διασφάλιση της εγγύησης της ακεραιότητας και της διαφάνειας στη χονδρική αγορά ενέργειας, προβλέπει μηχανισμούς συνεργασίας μεταξύ ρυθμιστικών αρχών που μπορούν να αποβούν χρήσιμοι:

στο άρθρο 7, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, επισημαίνει ότι «[ο]ι εθνικές ρυθμιστικές αρχές συνεργάζονται, σε περιφερειακό επίπεδο, μεταξύ τους και με τον Οργανισμό για τη διενέργεια της παρακολούθησης των χονδρικών αγορών ενέργειας». Κατά την παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου, με τον τρόπο αυτό μπορούν «[…] να παρακολουθ[ούν] τις δραστηριότητες διαπραγμάτευσης επί ενεργειακών προϊόντων χονδρικής για να εντοπίζ[ουν] και να προλαμβάν[ουν] διαπραγματεύσεις που βασίζονται σε εμπιστευτικές πληροφορίες και χειραγώγηση της αγοράς» ( 34 ).

Στο άρθρο 9 προβλέπεται η δημιουργία ενός ευρωπαϊκού μητρώου των συμμετεχόντων στην αγορά, στο οποίο πρέπει να περιέχονται οι πιο σημαντικές πληροφορίες των συναλλαγών στη χονδρική αγορά ενέργειας, οι οποίες περιλαμβάνουν, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, «τον ακριβή προσδιορισμό των ενεργειακών προϊόντων χονδρικής που αγοράσθηκαν και πωλήθηκαν, την τιμή και την ποσότητα που συμφωνήθηκε, τις ημερομηνίες και τον χρόνο εκτέλεσης, τα μέρη της συναλλαγής και τους δικαιούχους της συναλλαγής και οποιαδήποτε άλλη σχετική πληροφορία». Κατά την παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου 9, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα έχουν πρόσβαση στο εν λόγω μητρώο.

70.

Ως εκ τούτου, κατά την κρίση μου, ο σκοπός της διαφάνειας μπορεί να επιτευχθεί χωρίς να επιβάλλεται υποχρέωση πραγματοποίησης των συναλλαγών ηλεκτρικής ενέργειας σε επίπεδο χονδρικής αποκλειστικά σε πλατφόρμες που διαχειρίζεται ένας και μόνον εθνικός διαχειριστής, αποκλειομένων των πλατφορμών άλλων κρατών μελών που διασφαλίζουν πανομοιότυπους όρους διαφάνειας και ίσης μεταχειρίσεως.

71.

Σε τελική ανάλυση, υφίστανται επαρκή κανονιστικά μέσα για τη διασφάλιση της διαφάνειας της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας χωρίς να απαιτείται αναμονή μέχρι την πλήρη εναρμόνιση του τομέα, σε αντίθεση με όσα προέβαλε σχετικά η ANRE κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

2) Επί της διασφαλίσεως του εφοδιασμού

72.

Όσον αφορά τη διασφάλιση του εφοδιασμού της εγχώριας κατανάλωσης ενέργειας, επίσης εκτιμώ ότι δεν υφίσταται ανάγκη να απαγορευτεί γενικώς στους παραγωγούς η απευθείας εξαγωγή ηλεκτρικής ενέργειας εκτός της πλατφόρμας που διαχειρίζεται η Opcom, κατά το μέτρο που μπορούν να ληφθούν λιγότερο δραστικά μέτρα.

73.

Έχω ήδη επισημάνει ότι, καθόσον η ενέργεια συνιστά θεμελιώδες στρατηγικό στοιχείο για τα κράτη μέλη, η διασφάλιση της προμήθειάς της σε τακτική βάση συνιστά πρωταρχικό σκοπό γενικού συμφέροντος.

74.

Πάντως, η «τακτική προμήθεια» δεν ισοδυναμεί απαραίτητα με «προμήθεια στη καλύτερη δυνατή τιμή». Το δεύτερο φαίνεται όμως να είναι ο απώτερος σκοπός της επίμαχης νομοθετικής ρύθμισης, η οποία, σύμφωνα με τη Ρουμανική Κυβέρνηση, σκοπεί στην αποτροπή της αυξήσεως των τιμών που αναπόφευκτα προκύπτει από την ανάγκη εισαγωγής ηλεκτρικής ενέργειας ( 35 ).

75.

Εάν τυχόν εκτιμήσεις αμιγώς οικονομικής ή εμπορικής φύσεως ήταν σε θέση να δικαιολογήσουν την απαγόρευση της απευθείας εξαγωγής, τότε θα διακυβευόταν η ίδια η αρχή της εσωτερικής αγοράς. Διαφορετική είναι η περίπτωση στην οποία, υπό περιστάσεις έκτακτης ανάγκης που προκαλούνται υπό εξαιρετικές συνθήκες, τα κράτη μέλη μπορούν να επικαλεστούν λόγους δημόσιας ασφάλειας και γενικού συμφέροντος για να εμποδίσουν την εξαγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Εντούτοις, η συστηματική παρεμπόδιση της εξαγωγής αυτής, με αποκλειστικό σκοπό την αποτροπή της ελεύθερης λειτουργίας της αγοράς και τη διασφάλιση καλύτερης τιμής για την εσωτερική κατανάλωση, βαίνει κατά τη γνώμη μου πέραν των θεμιτών λόγων περιορισμού που επιτρέπονται βάσει του άρθρου 36 ΣΛΕΕ ή των λόγων γενικού συμφέροντος που δικαιολογούν τους ποσοτικούς περιορισμούς επί των εξαγωγών ή τα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος.

76.

Όπως κατέστη σαφές κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Hidroelectrica δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι πρέπει να συμμορφώνεται με τις νομικές διατάξεις βάσει των οποίων υποχρεούται να διατηρεί διαθέσιμη συγκεκριμένη ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας, ακριβώς για τη διασφάλιση του εγχώριου εφοδιασμού. Αυτό που αξιώνει είναι να της επιτραπεί να διαπραγματεύεται τη λοιπή ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας που παράγει, τούτο δε είτε μέσω διμερών συμβάσεων είτε σε αγορές εκτός της κεντρικής πλατφόρμας της Opcom.

77.

Εφόσον τα πράγματι έχουν έτσι, είναι δυσανάλογη η απόλυτη απαγόρευση εξαγωγής ηλεκτρικής ενέργειας η οποία δεν είναι απολύτως απαραίτητη για την διασφάλιση ενός ελάχιστου εφοδιασμού.

78.

Επιπλέον, δεν φαίνεται πολύ συνεπές με τον εν λόγω σκοπό το γεγονός ότι οι μεσάζοντες (διαπραγματευτές) μπορούν να αγοράσουν την ηλεκτρική ενέργεια στην εν λόγω χονδρική αγορά για να την εξαγάγουν εν συνεχεία σε άλλα κράτη μέλη, χωρίς να υπόκεινται σε περιορισμούς ανάλογους με εκείνους που επιβάλλονται στους παραγωγούς.

79.

Τέλος, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, όπως επισημαίνεται στον κανονισμό 2015/1222, η διασφάλιση του ενεργειακού εφοδιασμού «συνδέεται εγγενώς με την αποδοτική λειτουργία της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και την ενσωμάτωση των απομονωμένων αγορών ηλεκτρικής ενέργειας των κρατών μελών» ( 36 ).

80.

Υπό το ίδιο πνεύμα, στην αιτιολογική σκέψη 44 της οδηγίας 2009/72 αναγράφεται ότι η ασφάλεια του εφοδιασμού προϋποθέτει την παρακολούθηση του ισοζυγίου εφοδιασμού/ζήτησης κάθε κράτους μέλους, χωρίς όμως να αρκεί μόνο τούτο, δεδομένου ότι είναι αναγκαία «η υποβολή σχετικής έκθεσης για την κατάσταση που επικρατεί σε κοινοτικό επίπεδο, λαμβανομένου υπόψη του δυναμικού διασύνδεσης μεταξύ των περιοχών».

81.

Η εξαγωγή/εισαγωγή ηλεκτρικής ενέργειας μεταξύ των κρατών μελών συνιστά συνεπώς θεμελιώδες στοιχείο για τη διασφάλιση του εφοδιασμού τόσο στο εσωτερικό κάθε κράτους μέλους όσο και στο σύνολο της Ένωσης. Πρόκειται, εν τέλει, για δικλείδα ασφαλείας στο πλαίσιο της οποίας συνεκτιμάται εξίσου η εθνική και η ευρωπαϊκή διάσταση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας με σκοπό τη διασφάλιση του εφοδιασμού σε αμφότερα τα επίπεδα αυτά, πράγμα που επιτρέπει την κάλυψη των αναγκών της εσωτερικής αγοράς με τους πόρους της αγοράς της Ένωσης.

V. Πρόταση

82.

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο Tribunalul Bucureşti (δευτεροβάθμιο δικαστήριο Βουκουρεστίου) ως εξής:

«Το άρθρο 35 ΣΛΕΕ αντιτίθεται σε ρύθμιση κράτους μέλους η οποία απαγορεύει στους παραγωγούς να εξάγουν ηλεκτρική ενέργεια απευθείας σε άλλα κράτη μέλη κατά το μέτρο που θεσπίζει την υποχρέωση συγκέντρωσης των συναλλαγών ηλεκτρικής ενέργειας σε επίπεδο χονδρικής σε μία μοναδική πλατφόρμα τελούσα υπό τη διαχείριση ενός διαχειριστή που έχουν διορίσει οι εθνικές αρχές.

Το εν λόγω μέτρο δεν μπορεί να δικαιολογηθεί γενικώς με επίκληση λόγων διαφάνειας ή ασφάλειας του εφοδιασμού οσάκις οι λόγοι αυτοί ανάγονται σε σκέψεις οικονομικής φύσεως σχετικές με την αύξηση των τιμών συνεπεία της ενδεχόμενης εισαγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.»


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ισπανική.

( 2 ) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και για την κατάργηση της οδηγίας 2003/54/ΕΚ (ΕΕ 2009, L 211, σ. 55).

( 3 ) Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, για την ακεραιότητα και τη διαφάνεια στη χονδρική αγορά ενέργειας (ΕΕ 2011, L 326, σ. 1).

( 4 ) Κανονισμός της Επιτροπής, της 24ης Ιουλίου 2015, σχετικά με τον καθορισμό κατευθυντήριων γραμμών για την κατανομή της δυναμικότητας και τη διαχείριση της συμφόρησης (ΕΕ 2015, L 197, σ. 24).

( 5 ) Νόμος 123/2012 για την ηλεκτρική ενέργεια και το φυσικό αέριο (στο εξής: νόμος 123/2012).

( 6 ) Στις 13 Φεβρουαρίου 2015, η ANRE δημοσίευσε στην ιστοσελίδα της ανακοινωθέν με τίτλο «Ερμηνεία από την ANRE των διατάξεων του νόμου [123/2012] για τη δυνατότητα των παραγωγών να εξάγουν ηλεκτρική ενέργεια». Με το εν λόγω ανακοινωθέν, η ANRE προέβαινε, αναφορικά με τα άρθρα 23 και 28 του νόμου 123/2012, στις εξής δηλώσεις, όπως αυτές παρατίθεται στη διάταξη περί παραπομπής: «[κ]ατά την ερμηνεία της ANRE, το σύνολο της διαθέσιμης ηλεκτρικής ενέργειας πρέπει να προσφέρεται προς πώληση κατά τρόπο διαφανή, δημόσιο και συγκεντρωτικό και χωρίς δυσμενείς διακρίσεις στις πλατφόρμες της Opcom SA» –δηλαδή στη ρουμανική κεντρική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Κατά την Επιτροπή, στο ίδιο ανακοινωθέν ακολουθούσε η επισήμανση ότι «καίτοι ένας παραγωγός μπορεί να συστήσει εμπορική εταιρία στη Ρουμανία ή σε άλλη χώρα, εντούτοις η εν λόγω εταιρία μπορεί να αποκτήσει την ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από τον παραγωγό μόνον εάν, συνεπεία της συμμετοχής της σε ένα εκ των συστημάτων διαπραγμάτευσης που διαχειρίζεται η Opcom και στο οποίο συμμετέχει επίσης ο παραγωγός, η σύμβαση κατακυρώνεται υπέρ της προσφοράς της ή παρόμοιας προσφοράς» (σημείο 20 του υπομνήματος γραπτών παρατηρήσεων της Επιτροπής).

( 7 ) Σημείο 1, έκτο εδάφιο, του υπομνήματος γραπτών παρατηρήσεων της ANRE.

( 8 ) Στο σημείο 6 της διάταξης περί παραπομπής γίνεται αναφορά σε απόφαση που εκδόθηκε από πρωτοβάθμιο δικαστήριο του Βουκουρεστίου, με την οποία διαπιστώνεται ότι «η διαπραγμάτευση εκτός των κεντρικών πλατφορμών της Opcom δεν συνιστά, κατ’ ανάγκην, παράβαση των διατάξεων του άρθρου 23, παράγραφος 1, του νόμου [123/2012]».

( 9 ) Έναντι της εν λόγω ερμηνείας, την οποία η Επιτροπή χαρακτηρίζει ως «συσταλτική» (σημείο 18 του εγγράφου των παρατηρήσεών της) αντιτάσσεται από πολλούς μια «διασταλτική» ερμηνεία (σημείο 21 του εν λόγω εγγράφου) όσον αφορά τις εν λόγω διατάξεις. Υπέρ της διασταλτικής ερμηνείας τάχθηκε επίσης και η ρουμανική αρχή ανταγωνισμού σε έκθεσή της που δημοσίευσε στις 25 Φεβρουαρίου 2015. Στη διάταξη περί παραπομπής παρατίθεται τμήμα της έκθεσης στο οποίο, όπως προβάλλει η Hidrolectrica, αναγράφονται τα εξής: «οι διατάξεις που περιέχονται στον νόμο 123/2012 […], ο οποίος επιβάλλει στους συμμετέχοντες στην αγορά τη διενέργεια πράξεων διαπραγμάτευσης σε επίπεδο χονδρικής αγοράς αποκλειστικά στις κεντρικές αγορές, έχουν την έννοια ότι στους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας επιτρέπεται να πραγματοποιούν απευθείας (ή μέσω εταιρίας του ομίλου τους) πωλήσεις με σκοπό την εξαγωγή».

( 10 ) Ο καθορισμός του πραγματικού και κανονιστικού πλαισίου εντός του οποίου εντάσσονται τα προδικαστικά ερωτήματα αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα του αιτούντος δικαστηρίου. Αντί πολλών, απόφαση της 2ας Απριλίου 2009, Pedro IV Servicios (C-260/07, EU:C:2009:215, σκέψη 29). Τα ως άνω ισχύουν ανεξαρτήτως του ζητήματος εάν η ερμηνεία που έχει δοθεί από το αιτούν δικαστήριο μπορεί να ανατραπεί από ανώτερα δικαστήρια, τα οποία είναι αρμόδια για την ενοποίηση της νομολογίας σχετικά με την εσωτερική νομιμότητα. Στην περίπτωση, η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης στην οποία θα προβεί το Δικαστήριο στην εν λόγω υπόθεση ενδεχομένως δεν θα αρκεί για τη άρση τυχόν αμφιβολιών όσον αφορά τη συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης, οι οποίες θα ανακύψουν από τη νέα ερμηνεία του εθνικού κανόνα. Εντούτοις, η ερμηνεία αυτή θα εξακολουθεί να είναι η δεσμευτική ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης στο πραγματικό και κανονιστικό πλαίσιο που οδήγησε στην υποβολή του προδικαστικού ερωτήματος.

( 11 ) Ερμηνεία που εξάλλου, δεν μπορεί να διεξαχθεί εν κενώ αλλά πάντα στο πλαίσιο μιας πραγματικής ένδικης διαφοράς (απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 1981, Foglia, 244/80, EU:C:1981:302, σκέψη 18) και, ως εκ τούτου, σε σχέση με την εφαρμογή κανόνων των οποίων η λυσιτέλεια για την επίλυση της διαφοράς πρέπει να κρίνεται από το εθνικό δικαστήριο.

( 12 ) Απόφαση της 1ης Ιουλίου 2014, Ålands Vindkraft (C-573/12, EU:C:2014:2037, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 13 ) Σημεία 25 έως 27 του υπομνήματος γραπτών παρατηρήσεών της.

( 14 ) Αντί πολλών, απόφαση της 27ης Απριλίου 1994, Almelo (C-393/92, EU:C:1994:171, σκέψη 28).

( 15 ) Η Ρουμανική Κυβέρνηση δηλώνει ότι το επίπεδο εξαγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από τη Ρουμανία κατά τα έτη 2014 και 2016 ήταν 8200 Gwh και 8587 GWh, αντίστοιχα (σημείο 23 του υπομνήματος γραπτών παρατηρήσεών της).

( 16 ) Απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2008, Gysbrechts και Santurel Inter (C-205/07, EU:C:2008:730· στο εξής: απόφαση Gysbrechts και Santurel Inter, σκέψη 40). Η νομολογία αυτή, όπως επισημαίνει η Ρουμανική Κυβέρνηση, ανάγεται στην απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 1979, Groenveld (15/79, EU:C:1979:253, σκέψη 7).

( 17 ) Απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2018, ZPT (C-518/16, EU:C:2018:126· στο εξής: απόφαση ZTP, σκέψη 43).

( 18 ) Οι Ρουμάνοι παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας δεν μπορούν να δραστηριοποιηθούν στις αγορές άλλων κρατών μελών, είτε κεντρικές είτε μέσω διμερών συμβάσεων, με αποτέλεσμα να παρακωλύεται η πρόσβασή τους σε μεγαλύτερο αριθμό πιθανών αγοραστών και η εκ μέρους τους διαπραγμάτευση ευνοϊκότερων όρων αγοράς (για παράδειγμα, όσον αφορά τις τιμές ή την προθεσμία παράδοσης).

( 19 ) Σημείο 41 του υπομνήματος γραπτών παρατηρήσεων της Ρουμανικής Κυβερνήσεως.

( 20 ) Απόφαση Gysbrechts και Santurel Inter (σκέψη 40).

( 21 ) Αντί πολλών, απόφαση Gysbrechts και Santurel Inter (σκέψη 45).

( 22 ) Μεταξύ άλλων, απόφαση της 23ης Δεκεμβρίου 2015, Scotch Whisky Association κ.λπ. (C‑333/14, EU:C:2015:845, στο εξής: απόφαση Scotch Whisky Association, σκέψεις 53 και 54).

( 23 ) Σημείο 36 του υπομνήματος γραπτών παρατηρήσεών της.

( 24 ) Σημείο 42 του υπομνήματος γραπτών παρατηρήσεων της Επιτροπής. Σκοπός του νόμου 123/2012 θα ήταν επομένως η διασφάλιση της διαφάνειας και της ακεραιότητας της αγοράς διά της αποτροπής των απευθείας διαπραγματεύσεων που θα μπορούσαν να προκαλέσουν υποψίες ελλείψει ενός μηχανισμού ανταγωνισμού όπως αυτός που διέπει μια κεντρική και ρυθμισμένη πλατφόρμα.

( 25 ) Σημείο 37 του υπομνήματος γραπτών παρατηρήσεων της Ρουμανικής Κυβερνήσεως.

( 26 ) Όπ.π. (σημείο 41).

( 27 ) Η Ρουμανική Κυβέρνηση επικαλείται την απόφαση της 10ης Ιουλίου 1984, Campus Gil κ.λπ. (72/83, EU:C:1984:256), στη σκέψη 34 της οποίας επισημαίνεται ότι «τα προϊόντα πετρελαίου είναι θεμελιώδους σημασίας για την ύπαρξη των κρατών, λόγω της εξαιρετικής σπουδαιότητας τους ως πηγής ενεργείας για τη σύγχρονη οικονομία, δεδομένου ότι από αυτό εξαρτώνται όχι μόνον η λειτουργία της οικονομίας τους, αλλά προπαντός οι θεσμοί και οι θεμελιώδεις δημόσιες υπηρεσίες και αυτή ακόμη η επιβίωση του πληθυσμού τους. Η ενδεχόμενη διακοπή του εφοδιασμού σε προϊόντα πετρελαίου και οι απορρέοντες από αυτήν [κίνδυνοι] για την ύπαρξη του κράτους […] μπορούν συνεπώς να θίξουν σοβαρά τη δημόσια ασφάλεια του, την οποία […] το άρθρο 36 [επιτρέπει] στα κράτη να προστατεύουν».

( 28 ) Στην αιτιολογική σκέψη 5 της οδηγίας 2009/72 ορίζεται ότι «[η] ασφάλεια του εφοδιασμού ηλεκτρικής ενεργείας είναι ζωτική για την ανάπτυξη μιας ευρωπαϊκής κοινωνίας, για την εφαρμογή μιας βιώσιμης πολιτικής για την αντιμετώπιση της αλλαγής του κλίματος και την τόνωση της ανταγωνιστικότητας εντός της εσωτερικής αγοράς […]».

( 29 ) Απόφαση Scotch Whisky Association (σκέψεις 37 και 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία) και απόφαση της 22ας Ιουνίου 2017, EON Biofor Sverige (C-549/15, EU:C:2017:490, σκέψη 90).

( 30 ) Απόφαση Scotch Whisky Association (σκέψη 54).

( 31 ) Άρθρο 37, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, της οδηγίας 2009/72.

( 32 ) Άρθρο 36, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2009/72.

( 33 ) Άρθρο 38, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2009/72.

( 34 ) Τα ως άνω διευκολύνονται από το γεγονός ότι, κατά το ως άνω άρθρο 7, παράγραφος 2, «οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές έχουν πρόσβαση στις σχετικές πληροφορίες».

( 35 ) Σημείο 41 του υπομνήματος γραπτών παρατηρήσεων της Ρουμανικής Κυβερνήσεως.

( 36 ) Αιτιολογική σκέψη 2 του κανονισμού 2015/1222.