Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 14ης Νοεμβρίου 2019 (1)

Υπόθεση C-616/18

Cofidis SA

κατά

YU,

ZT

[αίτηση του Tribunal d’instance Épinal
(πρωτοδικείου του Épinal, Γαλλία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

Υπόθεση C-679/18

OPR Finance s. r. o.

κατά

GK

[αίτηση του Okresní soud v Ostravě
(περιφερειακού δικαστηρίου της Οστράβα, Τσεχική Δημοκρατία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Προστασία των καταναλωτών – Οδηγία 2008/48/ΕΚ – Συμβάσεις καταναλωτικής πίστης – Προσυμβατικός έλεγχος της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή εκ μέρους του πιστωτικού φορέα – Υποχρεώσεις παροχής πληροφοριών του πιστωτικού φορέα κατά τη σύναψη συμβάσεως – Κυρώσεις σε περίπτωση μη τηρήσεως υποχρεώσεως – Αυτεπάγγελτη εφαρμογή – Διάταξη του εσωτερικού δικαίου απαγορεύουσα στον εθνικό δικαστή, μετά τη λήξη προθεσμίας παραγραφής ή αποκλειστικής προθεσμίας, να διαπιστώσει, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν ενστάσεως του καταναλωτή, ενδεχόμενες παραβάσεις υποχρεώσεων και να επιβάλει τις σχετικές κυρώσεις»






I.      Εισαγωγή

1.        Οι υποθέσεις Cofidis (C-616/18) και OPR Finance (C-679/18) στηρίζονται σε δύο αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως, γαλλικού και τσεχικού δικαστηρίου αντίστοιχα, οι οποίες αφορούν αμφότερες την ερμηνεία της οδηγίας για την καταναλωτική πίστη (2). Τα ουσιαστικά ζητήματα που εγείρονται εν προκειμένω αφορούν το αν εθνικές αποκλειστικές προθεσμίες ή προθεσμίες παραγραφής αποκλείουν τον αυτεπάγγελτο έλεγχο παραβάσεων των άρθρων 8 και 10 της οδηγίας για την καταναλωτική πίστη από τον εθνικό δικαστή και το αν ο δικαστής οφείλει να επιβάλει αυτεπαγγέλτως κυρώσεις για τις διαπιστωθείσες παραβάσεις.

II.    Το νομικό πλαίσιο

1.      Το δίκαιο της Ένωσης

2.        Το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας για την καταναλωτική πίστη έχει ως εξής:

«Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, πριν από τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης, ο πιστωτικός φορέας εκτιμά την πιστοληπτική ικανότητα του καταναλωτή, βάσει επαρκών στοιχείων που λαμβάνονται κατά περίπτωση από τον καταναλωτή και, εν ανάγκη, κατόπιν έρευνας στην κατάλληλη βάση δεδομένων. Τα κράτη μέλη η νομοθεσία των οποίων απαιτεί από τους πιστωτικούς φορείς να αξιολογούν την πιστοληπτική ικανότητα των καταναλωτών, κατόπιν έρευνας στην κατάλληλη βάση δεδομένων, μπορούν να διατηρήσουν την απαίτηση αυτή.»

3.        Το άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας για την καταναλωτική πίστη απαριθμεί τις πληροφορίες που πρέπει να προσδιορίζονται υποχρεωτικώς «με τρόπο σαφή και ευσύνοπτο» στη σύμβαση πίστωσης, στις οποίες περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, το συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο και το συνολικό ποσό που πρέπει να πληρώσει ο καταναλωτής (στοιχείο ζʹ) καθώς και πληροφορίες σχετικά με ορισμένα δικαιώματα του καταναλωτή.

4.        Το άρθρο 23 της οδηγίας για την καταναλωτική πίστη επιβάλλει στα κράτη μέλη να «θεσπίζουν τους κανόνες για τις κυρώσεις που επισύρουν οι παραβάσεις των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας και [να] λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίσουν την εφαρμογή των διατάξεων αυτών. Οι κυρώσεις που προβλέπονται εν προκειμένω πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές».

2.      Το εθνικό δίκαιο

1.      Το γαλλικό δίκαιο (υπόθεση Cofidis)

5.        Η Γαλλία μετέφερε στην εσωτερική της έννομη τάξη τις διατάξεις της οδηγίας για την καταναλωτική πίστη τροποποιώντας τις διατάξεις του κώδικα προστασίας του καταναλωτή με τον Loi n° 2010‑737 du 1er juillet 2010 portant réforme du crédit à la consommation (νόμο 2010-737 της 1ης Ιουλίου 2010 σχετικά με τη μεταρρύθμιση του τομέα της καταναλωτικής πίστης) (3).

6.        Οι κρίσιμες για την απόφαση επί της προδικαστικής παραπομπής διατάξεις του code de la consommation (κώδικα προστασίας του καταναλωτή), όπως ίσχυαν κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, είναι, αφενός, το άρθρο L. 311‑9 (4), το οποίο προβλέπει ότι, πριν από τη σύναψη συμβάσεως πιστώσεως, ο πιστωτικός φορέας εξακριβώνει την πιστοληπτική ικανότητα του δανειολήπτη βάσει επαρκών πληροφοριακών στοιχείων, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριακών στοιχείων που παρέχονται από τον δανειολήπτη κατόπιν αιτήσεως του πιστωτικού φορέα. Αφετέρου, το δεύτερο εδάφιο του άρθρου L. 311-18 (5) επιτρέπει να καθορίζονται με διάταγμα οι πληροφορίες που πρέπει να προσδιορίζονται υποχρεωτικώς στη σύμβαση. Δυνάμει της εξουσιοδοτήσεως αυτής, εκδόθηκε το Décret n° 2011-136 du 1er février 2011 (διάταγμα 2011-136 της 1ης Φεβρουαρίου 2011), το οποίο κωδικοποιήθηκε με τη σειρά του στο άρθρο R. 311-5 του κώδικα προστασίας του καταναλωτή (6) και το οποίο ορίζει, στην παράγραφό του I, ότι «[η] κατά το άρθρο L. 311-18 σύμβαση πιστώσεως συντάσσεται με χαρακτήρες μεγέθους όχι μικρότερου του μεγέθους 8. Περιλαμβάνει κατά τρόπο σαφή και ευανάγνωστο» ορισμένα ουσιώδη στοιχεία.

7.        Το άρθρο L. 311-48 του κώδικα προστασίας του καταναλωτή ρυθμίζει τις έννομες συνέπειες που έχει η μη τήρηση των υποχρεώσεων του πιστωτικού φορέα. Η μη τήρηση της υποχρεώσεως πληροφορήσεως που προβλέπει το άρθρο L. 311-18 τιμωρείται με έκπτωση από το δικαίωμα εισπράξεως τόκων δυνάμει του άρθρου L. 311-48, παράγραφος 1. Η κύρωση αυτή εφαρμόζεται επίσης, δυνάμει του άρθρου L. 311-48, δεύτερο εδάφιο, σε περίπτωση παραβάσεως του προβλεπόμενου στο άρθρο L. 311-9 ελέγχου της πιστοληπτικής ικανότητας, περίπτωση κατά την οποία ο δικαστής μπορεί να περιορίσει την κύρωση σε μέρος του δικαιώματος εισπράξεως τόκων.

8.        Οι διαφορές που σε θέματα καταναλωτικής πίστεως ανακύπτουν εκ της εφαρμογής των διατάξεων του κώδικα προστασίας του καταναλωτή υπόκεινται σε διαφορετική αποκλειστική προθεσμία και προθεσμία παραγραφής. Κατά το άρθρο L. 311-52, οι αγωγές για καταβολή λόγω υπερημερίας πρέπει να ασκούνται εντός δύο ετών από το γενεσιουργό τους γεγονός επί ποινή παραγραφής. Όσον αφορά τις αγωγές του καταναλωτή, εφαρμόζεται το άρθρο L. 110-4, παράγραφος 1, του Code de commerce (εμπορικού κώδικα), κατά το οποίο οι εκ της εμπορικής δραστηριότητάς τους αξιώσεις μεταξύ εμπόρων ή μεταξύ εμπόρων και μη εμπόρων παραγράφονται σε πέντε έτη, εκτός αν υπόκεινται σε βραχύτερες ειδικές προθεσμίες παραγραφής. Επιπλέον, το άρθρο 2224 του Code civil (αστικού κώδικα) ορίζει γενικώς ότι οι ενοχικές αξιώσεις και τα εμπράγματα δικαιώματα επί κινητών παραγράφονται με την πάροδο πενταετίας από την ημέρα κατά την οποία ο δικαιούχος έλαβε γνώση ή όφειλε να γνωρίζει τα πραγματικά περιστατικά που του επέτρεπαν να ασκήσει αυτό το δικαίωμά του.

2.      Το δίκαιο της Τσεχικής Δημοκρατίας (υπόθεση OPR-Finance)

9.        Η Τσεχική Δημοκρατία μετέφερε στο εσωτερικό δίκαιο την οδηγία για την καταναλωτική πίστη με τον Zákon č. 257/2016 Sb., o spotřebitelském úvěru (νόμο 257/2016 για την καταναλωτική πίστη, στο εξής: νόμος για την καταναλωτική πίστη) με ισχύ από την 1η Δεκεμβρίου 2016.

10.      Το άρθρο 86 του νόμου για την καταναλωτική πίστη ρυθμίζει την εκτίμηση της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή ως εξής:

«(1)      Πριν από τη σύναψη συμβάσεως καταναλωτικού δανείου ή από οποιαδήποτε μεταβολή των εκ της συμβάσεως υποχρεώσεων συνεπαγόμενη σημαντική αύξηση του συνολικού ποσού του καταναλωτικού δανείου, ο πάροχος εκτιμά την πιστοληπτική ικανότητα του καταναλωτή βάσει ουσιωδών, αξιόπιστων, επαρκών και αναλογικών στοιχείων που λαμβάνονται από τον καταναλωτή και, αν είναι αναγκαίο, από βάση δεδομένων που καθιστά δυνατή την εκτίμηση της πιστοληπτικής ικανότητας ή από άλλες πηγές. Ο πάροχος χορηγεί καταναλωτικό δάνειο μόνον όταν το αποτέλεσμα της εκτιμήσεως της πιστοληπτικής ικανότητας δείχνει ότι δεν υπάρχουν εύλογες αμφιβολίες ως προς την ικανότητα του καταναλωτή να αποπληρώσει το καταναλωτικό δάνειο [...].»

11.      Ως συνέπεια της παραβάσεως της υποχρεώσεως εκτιμήσεως της πιστοληπτικής ικανότητας, το άρθρο 87 του νόμου για την καταναλωτική πίστη προβλέπει τα εξής:

«(1)      Αν από πάροχο χορηγηθεί σε καταναλωτή καταναλωτικό δάνειο κατά παράβαση της δεύτερης περιόδου του άρθρου 86, παράγραφος 1, η σύμβαση είναι άκυρη. Ο καταναλωτής δύναται να προβάλει την ακυρότητα εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριών ετών από την ημερομηνία συνάψεως της συμβάσεως. Ο καταναλωτής υποχρεούται, σε χρόνο ανάλογο με την οικονομική του ικανότητα, να επιστρέψει το χορηγηθέν κεφάλαιο του καταναλωτικού δανείου.»

12.      Το άρθρο 586 του zákon č. 89/2012 Sb., občanský zákoník (νόμου 89/2012, αστικός κώδικας), ρυθμίζει με γενικό τρόπο τη λεγόμενη «σχετική ακυρότητα», όπως αυτή προβλέπεται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 87, παράγραφος 1, του νόμου για την καταναλωτική πίστη:

«(1)      Όταν η ακυρότητα δικαιοπραξίας ωφελεί συγκεκριμένο πρόσωπο, μόνον το πρόσωπο αυτό δύναται να προβάλει την ακυρότητα της δικαιοπραξίας αυτής.

(2)      Αν το πρόσωπο που δικαιούται να προβάλει την ακυρότητα δικαιοπραξίας δεν το πράξει, η δικαιοπραξία αυτή θεωρείται έγκυρη.»

III. Τα πραγματικά περιστατικά, η διαφορά της κύριας δίκης και η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στην υπόθεση Cofidis

1.      Τα πραγματικά περιστατικά και η διαφορά της κύριας δίκης

13.      Στις 5 Μαΐου 2013, η εταιρία Cofidis, ενάγουσα της κύριας δίκης, συνήψε με τους εναγομένους της κύριας δίκης, ως καταναλωτές, σύμβαση ομαδοποιήσεως πιστώσεων, ανερχόμενη στο ποσό των 20 600 ευρώ (7). Στις 20 Δεκεμβρίου 2017 η Cofidis κατήγγειλε τη σύμβαση και στις 29 Μαρτίου 2018 όχλησε τους εναγομένους προκειμένου να της καταβάλουν τις ανεξόφλητες δόσεις.

14.      Με αγωγή που επιδόθηκε στις 9 Μαΐου 2018, η Cofidis ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν εις ολόκληρον τα οφειλόμενα και να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 21ης Ιουνίου 2018, ο πρόεδρος του δικαστηρίου έθεσε αυτεπαγγέλτως τόσο το ζήτημα της ενδεχόμενης αθετήσεως της υποχρεώσεως προσφοράς συμβάσεως περιέχουσας ορισμένα στοιχεία που αναγράφονται κατά τρόπο σαφή και ευανάγνωστο, όσο και το ζήτημα της ενδεχόμενης αθετήσεως της υποχρεώσεως εκτιμήσεως της πιστοληπτικής ικανότητας των δανειοληπτών, καθώς και το ζήτημα των σχετικών κυρώσεων (ακυρότητα, ολική ή μερική έκπτωση από το δικαίωμα εισπράξεως τόκων), και κάλεσε τους διαδίκους να διατυπώσουν τις θέσεις τους επί των εν λόγω ζητημάτων. Η Cofidis αντέτεινε ότι τα δικαιώματα που αποτελούν το αντικείμενο των αυτεπαγγέλτως τεθέντων από το δικαστήριο ζητημάτων έχουν παραγραφεί μετά την παρέλευση πενταετίας από τη σύναψη της συμβάσεως.

2.      Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

15.      Με διάταξη της 20ής Σεπτεμβρίου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο την 1η Οκτωβρίου 2018, το Tribunal d’instance Épinal (πρωτοδικείο του Épinal, Γαλλία) υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Μήπως η προστασία την οποία η οδηγία για την καταναλωτική πίστη διασφαλίζει στους καταναλωτές αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία, στο πλαίσιο αγωγής ασκηθείσας από επαγγελματία κατά καταναλωτή και στηριζόμενης σε σύμβαση συναφθείσα μεταξύ τους, απαγορεύει στον εθνικό δικαστή, μετά την πάροδο πενταετούς προθεσμίας παραγραφής που αρχίζει από την ημερομηνία συνάψεως της συμβάσεως, να διαπιστώσει, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν ενστάσεως του καταναλωτή, παράβαση των διατάξεων του άρθρου 8 της οδηγίας που αφορούν την υποχρέωση εξακριβώσεως της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή, των διατάξεων των άρθρων 10 επ. της οδηγίας που αφορούν τις πληροφορίες που πρέπει να περιέχονται στις συμβάσεις πιστώσεως κατά τρόπο σαφή και ευσύνοπτο, και, γενικότερα, του συνόλου των προστατευτικών για τους καταναλωτές διατάξεων της εν λόγω οδηγίας, και να επιβάλει, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν ενστάσεως του καταναλωτή, τις σχετικές κυρώσεις;»

16.      Στο πλαίσιο της προδικαστικής διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου, η Cofidis, ως ενάγουσα στην κύρια δίκη, η Γαλλική Δημοκρατία, η Τσεχική Δημοκρατία και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις. Οι ίδιοι μετέχοντες στην προδικαστική διαδικασία εκπροσωπήθηκαν επίσης κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 4ης Σεπτεμβρίου 2019.

IV.    Τα πραγματικά περιστατικά, η διαφορά της κύριας δίκης και η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στην υπόθεση OPRFinance

1.      Τα πραγματικά περιστατικά και η διαφορά της κύριας δίκης

17.      Η εταιρία OPR-Finance, ενάγουσα της κύριας δίκης, χορήγησε στην εναγομένη της κύριας δίκης, ως καταναλώτρια, στις 21 Απριλίου 2017 ανακυκλούμενο δάνειο συνολικού ύψους 4 900 κορωνών Τσεχίας (CZK) (8). Μετά τη μη πληρωμή από την καταναλώτρια των ληξιπρόθεσμων δόσεων του δανείου, η OPR Finance άσκησε εναντίον της αγωγή, στις 7 Ιουνίου 2018, ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ζητώντας την καταβολή του ποσού των 7 839 CZK (9), πλέον νόμιμων τόκων υπερημερίας, για το χρονικό διάστημα από την 1η Οκτωβρίου 2017.

18.      Κατά τη διάρκεια της δίκης, η OPR Finance ούτε ισχυρίστηκε ούτε απέδειξε ότι εκτίμησε την πιστοληπτική ικανότητα της εναγομένης πριν από τη σύναψη της συμβάσεως πιστώσεως. Η εναγομένη, από την πλευρά της, δεν προέβαλε ακυρότητα της συμβάσεως πιστώσεως για τον λόγο ότι η ενάγουσα δεν προέβη σε εκτίμηση της πιστοληπτικής της ικανότητας.

2.      Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

19.      Με διάταξη της 25ης Οκτωβρίου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 5 Νοεμβρίου 2018, το Okresní soud v Ostravě (περιφερειακό δικαστήριο της Οστράβα, Τσεχική Δημοκρατία) υπέβαλε στο Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Αντιτίθενται οι συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 8 και του άρθρου 23 της οδηγίας για την καταναλωτική πίστη σε εθνική νομοθεσία η οποία ορίζει ότι η παράβαση της υποχρεώσεως του πιστωτικού φορέα να εκτιμήσει πριν από τη σύναψη της συμβάσεως πιστώσεως την πιστοληπτική ικανότητα του καταναλωτή επισύρει ως κύρωση την ακυρότητα της συμβάσεως πιστώσεως με ταυτόχρονη υποχρέωση του καταναλωτή να επιστρέψει στον πιστωτικό φορέα το ποσό του κεφαλαίου σε χρόνο ανάλογο με την οικονομική ικανότητα του καταναλωτή, όταν όμως η κύρωση αυτή (η ακυρότητα της συμβάσεως πιστώσεως) είναι εφαρμοστέα μόνον αν ο καταναλωτής την προβάλει (ήτοι προβάλει την ακυρότητα της συμβάσεως) εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριών ετών;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως σε αυτό το ερώτημα:

Υποχρεώνουν οι συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 8 και του άρθρου 23 της οδηγίας για την καταναλωτική πίστη εθνικό δικαστήριο να επιβάλει αυτεπαγγέλτως (ήτοι ακόμη και στην περίπτωση που ο καταναλωτής δεν το ζητήσει ενεργά) την κύρωση που προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία για την παράβαση της υποχρεώσεως του πιστωτικού φορέα να εκτιμήσει την πιστοληπτική ικανότητα του καταναλωτή;»

20.      Στο πλαίσιο της προδικαστικής διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου, η Τσεχική Δημοκρατία, η Πορτογαλική Δημοκρατία και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις. Οι ίδιοι μετέχοντες στην προδικαστική διαδικασία εκπροσωπήθηκαν επίσης κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 4ης Σεπτεμβρίου 2019.

V.      Το παραδεκτό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως στην υπόθεση Cofidis

21.      Η Γαλλική Κυβέρνηση αμφισβητεί το παραδεκτό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως στην υπόθεση Cofidis. Κατά την άποψή της, πρόκειται για νομικό ζήτημα υποθετικής φύσης, καθόσον οι περί παραγραφής διατάξεις του γαλλικού δικαίου που παρατέθηκαν δεν έχουν καν εφαρμογή στη διαφορά της κύριας δίκης.

22.      Η αιτίαση αυτή δεν μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να γίνει δεκτή.

23.      Πρέπει συναφώς να σημειωθεί ότι, όπως παρατηρεί η ίδια η Γαλλική Κυβέρνηση, για τις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως που αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ισχύει, κατά πάγια νομολογία, τεκμήριο λυσιτέλειας (10). Το Δικαστήριο δύναται να αρνηθεί να απαντήσει σε προδικαστικό ερώτημα εθνικού δικαστηρίου όταν προδήλως προκύπτει ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσης ή ακόμη όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα υποβληθέντα ερωτήματα (11). Εν προκειμένω όμως δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση. Πράγματι, όπως επισημαίνει η ίδια η Γαλλική Κυβέρνηση, η δυνατότητα εφαρμογής του γαλλικού κανόνα παραγραφής κατά τα άρθρα L. 110-4 του εμπορικού κώδικα και 2224 του αστικού κώδικα σε περιπτώσεις όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη αξιολογείται διαφορετικά από τα εθνικά δικαστήρια. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να ληφθεί υπόψη η άποψη του αιτούντος δικαστηρίου σχετικά με τις εφαρμοστέες διατάξεις του εθνικού δικαίου και να γίνει δεκτή, κατ’ αρχήν, η λυσιτέλεια του προδικαστικού ερωτήματος.

24.      Ωστόσο, στο μέτρο που το προδικαστικό ερώτημα αφορά την περίπτωση κατά την οποία η κύρωση λόγω παραβάσεως υποχρεώσεων επιβάλλεται κατόπιν ενστάσεως καταναλωτή, πρέπει να επισημανθεί ότι στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν προβλήθηκε τέτοια ένσταση. Συνεπώς, αυτή η πτυχή του ερωτήματος δεν ασκεί επιρροή επί της συγκεκριμένης διαφοράς και, επομένως, είναι υποθετικής φύσης.

25.      Επιπλέον, κατά τη γνώμη μου, είναι βάσιμη η αιτίαση της Cofidis ότι το προδικαστικό ερώτημα είναι απαράδεκτο κατά το μέρος που ζητείται από το Δικαστήριο να κρίνει αν τα εθνικά δικαστήρια έχουν γενικά την εξουσία να διαπιστώνουν και να τιμωρούν, αυτεπαγγέλτως, όλες τις παραβάσεις των κανόνων προστασίας των καταναλωτών που προβλέπει η οδηγία για την καταναλωτική πίστη. Πράγματι, από το προδικαστικό ερώτημα δεν προκύπτει με σαφήνεια ποιες άλλες διατάξεις in concreto θέλει να εφαρμόσει αυτεπαγγέλτως το εθνικό δικαστήριο στη διαφορά της κύριας δίκης. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία για να δώσει χρήσιμη απάντηση σε αυτήν την πτυχή του ερωτήματος.

26.      Επομένως, το παραδεκτό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως στην υπόθεση Cofidis δεν αμφισβητείται κατά το μέρος που αποσκοπεί στην αποσαφήνιση της εξουσίας του εθνικού δικαστή, ανεξάρτητα από εθνικό κανόνα παραγραφής που το απαγορεύει, να εξετάζει αυτεπαγγέλτως παραβάσεις των υποχρεώσεων του πιστωτικού φορέα που απορρέουν από το άρθρο 8 και το άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας για την καταναλωτική πίστη και, ενδεχομένως, να επιβάλλει αυτεπαγγέλτως τις σχετικές κυρώσεις.

VI.    Εκτίμηση επί της ουσίας των προδικαστικών ερωτημάτων

27.      Στην υπόθεση Cofidis, το γαλλικό δικαστήριο ερωτά αν οφείλει να διαπιστώσει αυτεπαγγέλτως παράβαση των διατάξεων της οδηγίας για την καταναλωτική πίστη και συγκεκριμένα της υποχρεώσεως εξακριβώσεως της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή κατά το άρθρο 8 της οδηγίας, καθώς και της επιταγής να περιέχονται στη σύμβαση πιστώσεως κατά τρόπο σαφή και ευσύνοπτο οι πληροφορίες που ορίζονται στο άρθρο 10 της οδηγίας, και να επιβάλει αυτεπαγγέλτως τις σχετικές κυρώσεις, μολονότι εθνικός κανόνας παραγραφής το απαγορεύει.

28.      Στην υπόθεση OPR-Finance, με τα δύο προδικαστικά ερωτήματα το τσεχικό δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινισθεί αν η οδηγία για την καταναλωτική πίστη επιτάσσει την αυτεπάγγελτη επιβολή κυρώσεων για την παράλειψη εκτιμήσεως της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή, ακόμη και αν το εθνικό σύστημα κυρώσεων επιφυλάσσει στον καταναλωτή το δικαίωμα να προβάλει ότι παραβιάστηκαν υποχρεώσεις (δεύτερο προδικαστικό ερώτημα) και, επιπλέον, προβλέπει προς τούτο αποκλειστική προθεσμία τριών ετών (πρώτο προδικαστικό ερώτημα).

29.      Επομένως, στο πλαίσιο αμφότερων των υποθέσεων τίθεται το ζήτημα αν εθνικό δικαστήριο οφείλει να διαπιστώσει αυτεπαγγέλτως την τήρηση των υποχρεώσεων που ο πιστωτικός φορέας υπέχει από την οδηγία για την καταναλωτική πίστη και, εν ανάγκη, να επιβάλει αυτεπαγγέλτως τις σχετικές κυρώσεις, ανεξάρτητα από εθνικές αποκλειστικές προθεσμίες ή προθεσμίες παραγραφής Ως εκ τούτου, είναι σκόπιμη η από κοινού εξέταση των δύο υποθέσεων.

30.      Θα εξηγήσω κατ’ αρχάς ότι τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να εξετάζουν αυτεπαγγέλτως τις εν λόγω παραβάσεις, στη συνέχεια θα εξετάσω τον αντίκτυπο των αντίστοιχων προθεσμιών και, τέλος, θα ασχοληθώ με τις κυρώσεις για τις παραβάσεις.

1.      Επί της υποχρεώσεως των εθνικών δικαστηρίων να εξετάζουν αυτεπαγγέλτως την τήρηση των υποχρεώσεων που ο πιστωτικός φορέας υπέχει από την οδηγία για την καταναλωτική πίστη (δεύτερο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση OPR-Finance)

31.      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η εγγύηση της πρακτικής αποτελεσματικότητας των διαφόρων μέσων προστασίας των καταναλωτών που προβλέπονται στο δίκαιο της Ένωσης προϋποθέτει ότι ο εθνικός δικαστής δύναται και οφείλει να ελέγχει αυτεπαγγέλτως την τήρηση των μέσων αυτών (12). Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει προκαταρκτικώς να αποσαφηνιστεί ότι οι λόγοι που δικαιολογούν την αποδοχή μιας τέτοιας υποχρεώσεως ελέγχου (βλ. κατωτέρω υπό 1) ισχύουν επίσης για τις κρίσιμες εν προκειμένω υποχρεώσεις που απορρέουν από την οδηγία για την καταναλωτική πίστη (βλ. κατωτέρω υπό 2).

1.      Η θεμελίωση του αυτεπάγγελτου ελέγχου στην προστασία των καταναλωτών

32.      Ως σημείο αφετηρίας λαμβάνεται η νομολογία σχετικά με την οδηγία για τις καταχρηστικές ρήτρες (13), η οποία νομολογία, αρχικά, έκανε λόγο για ευχέρεια (14) και, στη συνέχεια, για υποχρέωση (15) των εθνικών δικαστηρίων να εξετάζουν αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα μιας ρήτρας, στο μέτρο που διαθέτουν τα αναγκαία προς τούτο νομικά και πραγματικά στοιχεία.

33.      Ομοίως, το Δικαστήριο έχει κρίνει, όσον αφορά τις συμβάσεις που συνάπτονται εκτός εμπορικού καταστήματος, ότι το εθνικό δικαστήριο δύναται να εξετάσει αυτεπαγγέλτως την παράβαση της υποχρεώσεως ενημερώσεως για το προβλεπόμενο στο άρθρο 4 της οδηγίας 85/577/ΕΟΚ (16) δικαίωμα υπαναχωρήσεως (17).

34.      Επιπλέον, η θεωρία αυτή εισήλθε μέσω της υποθέσεως Faber στο δίκαιο της πωλήσεως καταναλωτικών αγαθών. Στην υπόθεση εκείνη, το Δικαστήριο δέχθηκε την υποχρέωση του εθνικού δικαστή να ελέγξει αυτεπαγγέλτως αν συντρέχει η ιδιότητα του καταναλωτή στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 1999/44/ΕΚ (18) (19).

35.      Στο πεδίο του δικαίου της καταναλωτικής πίστης, το Δικαστήριο έχει ήδη αναγνωρίσει, στην υπόθεση Rampion και Godard (20), την ευχέρεια του εθνικού δικαστή να ελέγχει αυτεπαγγέλτως την εφαρμογή της προστασίας που παρέχει το άρθρο 11, παράγραφος 2, της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ (21) στο πλαίσιο των συνδεδεμένων συμβάσεων πιστώσεως. Στην υπόθεση Radlinger και Radlingerová, που αφορούσε, μεταξύ άλλων, την υποχρέωση πληροφορήσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας για την καταναλωτική πίστη, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι ο εθνικός δικαστής οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως την τήρηση της εν λόγω υποχρεώσεως πληροφορήσεως και, ενδεχομένως, να επιβάλλει κυρώσεις (22).

36.      Κατά πάγια νομολογία, η υποχρέωση που υπέχουν τα εθνικά δικαστήρια να εξετάζουν αυτεπαγγέλτως την παράβαση ορισμένων κανόνων του δικαίου της Ένωσης για την προστασία των καταναλωτών χαρακτηρίζεται ως απαραίτητο μέτρο για την επίτευξη της προστασίας των καταναλωτών που επιδιώκει η εκάστοτε οδηγία (23). Τούτο στηρίζεται στην παραδοχή ότι ο καταναλωτής βρίσκεται σε ασθενέστερη θέση έναντι του επαγγελματία όσον αφορά τόσο την διαπραγματευτική θέση όσο και το επίπεδο πληροφορήσεως (24). Επομένως, υπάρχει κίνδυνος, και μάλιστα μη αμελητέος, ο καταναλωτής να μην επικαλεστεί, προ πάντων λόγω άγνοιας, τον κανόνα δικαίου που προορίζεται για την προστασία του (25). Κατά συνέπεια, η υποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων να εξετάζουν αυτεπαγγέλτως τις παραβάσεις των κανόνων περί προστασίας των καταναλωτών υφίσταται προκειμένου να αντισταθμιστεί η κατάσταση ανισότητας του καταναλωτή έναντι του επαγγελματία με παρέμβαση, μη εξαρτώμενη από τους συμβαλλομένους στη σύμβαση, εκ μέρους του εθνικού δικαστηρίου (26).

37.      Ωστόσο, η αποδοχή μιας τέτοιας υποχρεώσεως του εθνικού δικαστή προϋποθέτει λεπτομερή ανάλυση της συστηματικής θέσης και του σκοπού της διατάξεως, της οποίας η τήρηση πρέπει να ελέγχεται αυτεπαγγέλτως. Αντιθέτως προς την άποψη που διατύπωσε η Επιτροπή, δεν αρκεί προς τούτο η γενική αναφορά σε λόγους «συνοχής» στον τομέα της προστασίας των καταναλωτών (27).

38.      Συνακόλουθα, το Δικαστήριο διευκρίνισε, πρόσφατα, επίσης ότι κάθε υποχρέωση που απορρέει από οδηγίες σχετικά με το καθεστώς των καταναλωτών δεν επιδέχεται αυτεπάγγελτη εξέταση. Στην απόφαση Bankia (28), το Δικαστήριο δικαιολόγησε τη μη μεταφορά των αρχών της υποχρεώσεως ελέγχου στον τομέα των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών μέσω, για παράδειγμα, μιας εννοιολογικής διαφοράς μεταξύ της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές (29) και της οδηγίας για τις καταχρηστικές ρήτρες. Η οδηγία για τις καταχρηστικές ρήτρες απαγορεύει τη χρήση καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται με καταναλωτές και συγχρόνως προβλέπει την έννομη συνέπεια της χρήσης αυτής, ήτοι τη μη αναγνώριση του δεσμευτικού τους χαρακτήρα. Από την άλλη πλευρά, μολονότι η οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές απαγορεύει συγκεκριμένες πρακτικές, εντούτοις αφήνει στα κράτη μέλη τη μέριμνα να καθορίσουν τα αναγκαία μέτρα για την καταπολέμηση των πρακτικών αυτών.

39.      Επίσης, στην υπόθεση Salvoni (30), το Δικαστήριο έκρινε ότι η νομολογία σχετικά με την υποχρέωση ελέγχου των καταχρηστικών ρητρών δεν δύναται να τύχει εφαρμογής επί του ελέγχου της τηρήσεως των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας που σύμφωνα με τον κανονισμό Βρυξέλλες Ια (31) ισχύουν για τις συναπτόμενες από καταναλωτές συμβάσεις, επισημαίνοντας τα διαφορετικά ρυθμιστικά αντικείμενα των δύο νομοθετημάτων.

40.      Επομένως, πρέπει να εξεταστεί το ζήτημα αν η ήδη αναγνωρισθείσα από το Δικαστήριο υποχρέωση του εθνικού δικαστή να εξετάζει αυτεπαγγέλτως την τήρηση της υποχρεώσεως πληροφορήσεως που ο πιστωτικός φορέας υπέχει από το άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας για την καταναλωτική πίστη ισχύει επίσης για την υποχρέωση διαφάνειας που ισχύει στο πλαίσιο του άρθρου 10, παράγραφος 2, καθώς και για την προσυμβατική υποχρέωση εκτιμήσεως της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή σύμφωνα με το άρθρο 8.

2.      Επί της απαιτήσεως αυτεπάγγελτου ελέγχου της τηρήσεως από τον πιστωτικό φορέα των υποχρεώσεων που απορρέουν από τα άρθρα 8 και 10 της οδηγίας για την καταναλωτική πίστη

41.      Το αιτούν δικαστήριο στην υπόθεση Cofidis δεν έχει καμία αμφιβολία ότι το ζήτημα αν ο πιστωτικός φορέας τήρησε τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις διατάξεις μεταφοράς της οδηγίας για την καταναλωτική πίστη στο εσωτερικό δίκαιο πρέπει να εξετασθεί αυτεπαγγέλτως. Αντιθέτως, στην υπόθεση OPR-Finance, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν με το δεύτερο προδικαστικό του ερώτημα αν μια τέτοια απαίτηση υφίσταται ακόμη και όταν ένα εθνικό σύστημα κυρώσεων αφήνει αποκλειστικά στον καταναλωτή τη μέριμνα να προβάλει ενδεχόμενες παραβάσεις υποχρεώσεων του πιστωτικού φορέα.

42.      Η Τσεχική Κυβέρνηση αντιτίθεται, κατ’ αρχήν, στην αποδοχή υποχρεώσεως του εθνικού δικαστή να ελέγχει αυτεπαγγέλτως την τήρηση των επίμαχων υποχρεώσεων του πιστωτικού φορέα (32). Όπως το Δικαστήριο στην απόφαση Bankia (33), επισημαίνει την ύπαρξη εννοιολογικής διαφοράς, αυτή τη φορά όμως μεταξύ της οδηγίας για την καταναλωτική πίστη και της οδηγίας για τις καταχρηστικές ρήτρες: Ενώ ο μη δεσμευτικός χαρακτήρας καταχρηστικής ρήτρας καθορίζεται σε επίπεδο δικαίου της Ένωσης στο άρθρο 6 της οδηγίας για τις καταχρηστικές ρήτρες, το άρθρο 23 της οδηγίας για την καταναλωτική πίστη αφήνει στα κράτη μέλη τη μέριμνα για τον καθορισμό των έννομων συνεπειών που έχει η παράβαση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την οδηγία για την καταναλωτική πίστη. Αυτή η αυτονομία λήψης αποφάσεων των κρατών μελών τούς επιτρέπει να επιλέγουν εποπτικές κυρώσεις, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές, καθιστώντας περιττές τις κυρώσεις του ιδιωτικού δικαίου.

43.      Ωστόσο, τα επιχειρήματα αυτά δεν με πείθουν.

44.      Είναι βεβαίως αληθές ότι το άρθρο 23 της οδηγίας για την καταναλωτική πίστη αφήνει στα κράτη μέλη τη μέριμνα για τον καθορισμό των κυρώσεων σε περίπτωση παραβάσεων των σχετικών εθνικών διατάξεων μεταφοράς, ενώ η οδηγία για τις καταχρηστικές ρήτρες ορίζει ότι οι καταχρηστικές ρήτρες είναι άκυρες. Κατά το μέτρο αυτό, μπορεί να γίνει παραλληλισμός με το παρεμφερές άρθρο 13 της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, το οποίο αποτέλεσε αντικείμενο της αποφάσεως Bankia. Λόγω αυτής της αυτονομίας λήψης αποφάσεων, τα κράτη μέλη είναι πράγματι ελεύθερα να επιβάλλουν κυρώσεις για τις παραβάσεις αυτές με μέσα ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου, ιδίως διά της διοικητικής εποπτείας, αρκεί το επίμαχο σύστημα κυρώσεων να είναι αποτελεσματικό, αποτρεπτικό και αναλογικό.

45.      Ωστόσο, τούτο δεν αποκλείει την υποχρέωση αυτεπάγγελτου ελέγχου των παραβάσεων της οδηγίας για την καταναλωτική πίστη.

46.      Αφενός, τόσο το τσεχικό όσο και το γαλλικό δίκαιο συνδέουν τις εν λόγω παραβάσεις με έννομες συνέπειες υπέρ του οικείου καταναλωτή, τις οποίες μπορεί να επιβάλει το δικαστήριο κατόπιν αυτεπάγγελτου ελέγχου.

47.      Αφετέρου, η απόφαση Bankia, στηριζόμενη στην οικονομία και τον σκοπό της επίμαχης στην εν λόγω απόφαση οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, απέρριψε την ύπαρξη προβλεπόμενης από το δίκαιο της Ένωσης ευχέρειας των εθνικών δικαστηρίων να εξετάζουν εν ανάγκη αυτεπαγγέλτως την ύπαρξη απαγορευμένων εμπορικών πρακτικών στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του κύρους εκτελεστού τίτλου. Κατά την αιτιολογική σκέψη 9 της εν λόγω οδηγίας, η οδηγία αυτή ισχύει υπό την επιφύλαξη, μεταξύ άλλων, επί μέρους προσφυγών ατόμων που έχουν υποστεί ζημία από αθέμιτη εμπορική πρακτική, καθώς και των ενωσιακών και των εθνικών κανόνων του δικαίου των συμβάσεων, περιλαμβανομένων, όπως ρητώς προκύπτει από το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, των κανόνων σχετικά με το κύρος, τη μορφή και τα αποτελέσματα των συμβάσεων (34). Ακόμη και αν συμβατική ρήτρα έχει συνομολογηθεί μεταξύ των συμβαλλομένων βάσει αθέμιτης εμπορικής πρακτικής, η ρήτρα αυτή δεν μπορεί να κηρυχθεί άκυρη με βάση αποκλειστικά τις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας (35). Επομένως, για τη διασφάλιση της πρακτικής αποτελεσματικότητας της οδηγίας αυτής, δεν απαιτείται τα εθνικά δικαστήρια, στο πλαίσιο δίκης αφορώσας το κύρος τέτοιων συμβάσεων, να ελέγχουν αυτεπαγγέλτως αν οι συμβάσεις στηρίζονται σε αθέμιτες εμπορικές πρακτικές (36).

48.      Αντιθέτως, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει στην υπόθεση Radlinger και Radlingerová ότι η τήρηση της υποχρεώσεως πληροφορήσεως που προβλέπεται από το άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας για την καταναλωτική πίστη πρέπει να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως εφόσον είναι αναγκαίο (37). Προς τούτο, στηρίχτηκε στην ασθενέστερη διαπραγματευτική θέση και στο χαμηλότερο επίπεδο πληροφορήσεως του καταναλωτή καθώς και στον κίνδυνο αυτός να μην επικαλεστεί, προ πάντων λόγω άγνοιας, τον κανόνα δικαίου που προορίζεται για την προστασία του (38).

49.      Τα ανωτέρω ισχύουν επίσης όσον αφορά, αφενός, την επίμαχη σε αμφότερες τις υπό κρίση υποθέσεις υποχρέωση του πιστωτικού φορέα, βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 1, της οδηγίας για την καταναλωτική πίστη, να εκτιμήσει την πιστοληπτική ικανότητα του καταναλωτή και, αφετέρου, την απαίτηση διαφάνειας στο πλαίσιο της υποχρεώσεως πληροφορήσεως που προβλέπεται από το άρθρο 10, παράγραφος 2, της ίδιας οδηγίας.

50.      Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας για την καταναλωτική πίστη, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, πριν από τη σύναψη της συμβάσεως πιστώσεως, ο πιστωτικός φορέας εκτιμά την πιστοληπτική ικανότητα του καταναλωτή, βάσει επαρκών στοιχείων που λαμβάνονται κατά περίπτωση από τον καταναλωτή και, εν ανάγκη, κατόπιν έρευνας στην κατάλληλη βάση δεδομένων.

51.      Η εν λόγω υποχρέωση εκτιμήσεως της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή έχει ως σκοπό την ενίσχυση της ευθύνης του πιστωτικού φορέα και τη μη χορήγηση πιστώσεως σε αφερέγγυους καταναλωτές (39). Αποσκοπεί στην προστασία των καταναλωτών από τους κινδύνους υπερχρεώσεως και αφερεγγυότητας. Επομένως, συμβάλλει στην επίτευξη του σκοπού που επιδιώκει η οδηγία για την καταναλωτική πίστη, να εξασφαλισθεί υψηλό και ισοδύναμο επίπεδο προστασίας των συμφερόντων όλων των καταναλωτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να διευκολυνθεί στον τομέα της καταναλωτικής πίστης η δημιουργία εσωτερικής αγοράς υπό συνθήκες εύρυθμης λειτουργίας (40).

52.      Λαμβανομένης υπόψη της σημασίας της υποχρεώσεως εκτιμήσεως της πιστοληπτικής ικανότητας και δεδομένης της ανισότητας μεταξύ του πιστωτικού φορέα και του καταναλωτή, η οποία εκτέθηκε στο σημείο 36 των παρουσών προτάσεων, επιβάλλεται ο εθνικός δικαστής να ελέγχει αυτεπαγγέλτως την τήρηση της υποχρεώσεως αυτής. Επιπλέον, ο συστηματικός δικαστικός έλεγχος συμβάλλει στην εκπλήρωση της υποχρεώσεως για την εξασφάλιση ίσων όρων ανταγωνισμού («level playing-field»). Αντιθέτως, ο καταναλωτής δύσκολα θα μπορούσε να διασφαλίσει την τήρηση της υποχρεώσεως αυτής.

53.      H τήρηση της απαιτήσεως διαφάνειας που προβλέπεται στο άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας για την καταναλωτική πίστη πρέπει να ελέγχεται αυτεπαγγέλτως. Δυνάμει της διατάξεως αυτής, ο πιστωτικός φορέας πρέπει να αναφέρει με τρόπο σαφή και ευσύνοπτο τις πληροφορίες που απαριθμούνται σε αυτήν.

54.      Στην απόφαση Radlinger και Radlingerová (41), το Δικαστήριο τόνισε τη θεμελιώδη σημασία της υποχρεώσεως πληροφορήσεως για τον καταναλωτή, δεδομένου ότι αυτός, «[β]άσει [...] των πληροφοριών αυτών, [...] αποφασίζει αν επιθυμεί να δεσμευτεί από τους όρους που έχει διατυπώσει εκ των προτέρων ο επαγγελματίας». Όπως αναφέρει επίσης η αιτιολογική σκέψη 31 της οδηγίας για την καταναλωτική πίστη, μια τέτοια τεκμηριωμένη απόφαση δεν προϋποθέτει μόνον την κοινοποίηση όλων των πληροφοριών που προβλέπονται στο άρθρο 10, παράγραφος 2. Αντιθέτως, η επιβάλλεται η τήρηση της απαιτήσεως διαφάνειας που προβλέπεται επίσης στο ίδιο άρθρο, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι ο καταναλωτής μπορεί πράγματι να λάβει γνώση των επίμαχων πληροφοριών. Συναφώς, η απαίτηση διαφάνειας δεν περιορίζεται σε τυπικές προϋποθέσεις σχετικά με το ευανάγνωστο των πληροφοριών, αλλά περιλαμβάνει και ουσιαστικές προϋποθέσεις σχετικά με τον κατανοητό χαρακτήρα αυτών των πληροφοριών.

3.      Ενδιάμεσο συμπέρασμα

55.      Επομένως, τα εθνικά δικαστήρια υποχρεούνται κατ’ αρχήν να ελέγχουν αυτεπαγγέλτως την τήρηση των υποχρεώσεων που ο πιστωτικός φορέας υπέχει από την εθνική νομοθεσία για τη μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη του άρθρου 8 και του άρθρου 10, παράγραφος 2, της οδηγίας για την καταναλωτική πίστη. Ως εκ τούτου, οι συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 8 και του άρθρου 23 της οδηγίας για την καταναλωτική πίστη αντιτίθενται σε εθνικό σύστημα κυρώσεων για την παράβαση της υποχρεώσεως ελέγχου της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή, το οποίο προϋποθέτει την από τον καταναλωτή ενεργό προβολή της αντίστοιχης παραβάσεως υποχρεώσεως.

2.      Επί των εθνικών προθεσμιών παραγραφής ή αποκλειστικών προθεσμιών (πρώτο σκέλος του προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση Cofidis και πρώτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση OPR-Finance)

56.      Ωστόσο, στις υποθέσεις των κύριων δικών, τα εθνικά δικαστήρια κωλύονται να εξετάσουν την τήρηση του άρθρου 8 και του άρθρου 10, παράγραφος 2, της οδηγίας για την καταναλωτική πίστη και, ενδεχομένως, να επιβάλουν κυρώσεις, δεδομένου ότι οι αντίστοιχες αξιώσεις που βασίζονται στις εθνικές διατάξεις εφαρμογής της οδηγίας υπόκεινται σε τριετή ή πενταετή αποκλειστική προθεσμία ή προθεσμία παραγραφής. Αυτό θέτει το ζήτημα της συμβατότητας τέτοιων ρυθμίσεων με το δίκαιο της Ένωσης.

57.      Η οδηγία για την καταναλωτική πίστη δεν ρυθμίζει την παραγραφή ή τη λόγω αποσβεστικής προθεσμίας απόσβεση αξιώσεων που απορρέουν από σύμβαση καταναλωτικής πίστης. Συνεπώς, οι ρυθμίσεις αυτές εμπίπτουν κατ’ αρχήν στη δικονομική αυτονομία των κρατών μελών, η οποία όμως περιορίζεται από τις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας.

58.      Δεδομένου ότι τόσο η τσεχική αποκλειστική προθεσμία όσο και η γαλλική παραγραφή εφαρμόζονται τόσο στα δικαιώματα που απορρέουν από το εσωτερικό δίκαιο όσο και σε αυτά που αντλούνται από το δίκαιο της Ένωσης, δεν υπάρχουν αμφιβολίες ως προς την αρχή της ισοδυναμίας.

59.      Αντιθέτως, ενδελεχέστερης εξετάσεως χρήζει το ζήτημα αν οι επίμαχοι κανόνες αποκλειστικής προθεσμίας και παραγραφής συνάδουν προς την αρχή της αποτελεσματικότητας.

60.      Φρονώ ότι τούτο δεν συμβαίνει.

61.      Κατά την αρχή της αποτελεσματικότητας, οι εθνικοί κανόνες δεν πρέπει να καθιστούν πρακτικά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχονται από το δίκαιο της Ένωσης. Αυτό πρέπει να εξετάζεται λαμβανομένων υπόψη της συστηματικής θέσης της επίμαχης διατάξεως καθώς και του σκοπού της (42).

62.      Πράγματι, ο καθορισμός εύλογων αποκλειστικών προθεσμιών για την άσκηση ενδίκων βοηθημάτων ανταποκρίνεται στη θεμελιώδη αρχή της ασφάλειας δικαίου (43). Επομένως, μια αποκλειστική προθεσμία του εθνικού δικαίου μπορεί να συνάδει προς την αρχή της αποτελεσματικότητας ιδίως όταν διασφαλίζεται ότι η προθεσμία δεν αρχίζει, ή ακόμη λήγει, χωρίς ο καταναλωτής να γνωρίζει τα δικαιώματά του (44).

63.      Τούτο όμως δεν ισχύει όταν οι εθνικές αποκλειστικές προθεσμίες ή προθεσμίες παραγραφής οδηγούν σε ασυμμετρία των μέσων παροχής έννομης προστασίας, δηλαδή στην περίπτωση που ένας πιστωτικός φορέας μπορεί να προβάλει τις σχετικές με την καταβολή των οφειλομένων αξιώσεις του επί περισσότερο χρόνο από τον χρόνο κατά τον οποίο ο καταναλωτής μπορεί να προβάλει την ακυρότητα της συμβάσεως. Επομένως, ο δικαστής οφείλει να εξετάσει τον καταχρηστικό χαρακτήρα μιας ρήτρας και όχι την πάροδο της προθεσμίας, καθόσον, σε αντίθετη περίπτωση, ο επαγγελματίας μπορεί να παρακάμψει την προστασία του καταναλωτή που επιδιώκεται από την οδηγία για τις καταχρηστικές ρήτρες, αναμένοντας απλώς την εκπνοή της προθεσμίας πριν ζητήσει εν συνεχεία την εκτέλεση των καταχρηστικών του ρητρών (45).

64.      Στις υπό κρίση υποθέσεις, το γεγονός και μόνον ότι οι εθνικές ρυθμίσεις προβλέπουν αποκλειστικές προθεσμίες τριών ετών ή προθεσμίες παραγραφής πέντε ετών δεν συνιστά, αυτό καθαυτό, παραβίαση της αρχής της αποτελεσματικότητας. Πράγματι, τρία ή πέντε έτη μπορούν, κατ’ αρχήν, να συνιστούν επαρκώς μακρό χρονικό διάστημα για τους καταναλωτές για να προβάλουν αξιώσεις στο πλαίσιο αγωγής ενώπιον εθνικού αστικού δικαστηρίου σε περίπτωση διαταράξεως συμβατικής σχέσης. Δεν ισχύει όμως το ίδιο όταν, λόγω της ανισότητας που εκτέθηκε στο σημείο 36 των παρουσών προτάσεων, ο καταναλωτής δεν προβάλλει ή δεν μπορεί να προβάλει τη μη τήρηση των υποχρεώσεων που υπέχει ο πιστωτικός φορέας, παρά μόνο ως μέσο άμυνας στο πλαίσιο ασκηθείσας κατ’ αυτού αγωγής για την καταβολή οφειλόμενων ποσών.

65.      Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι οι συμβάσεις καταναλωτικής πίστης δημιουργούν κατά κανόνα μακροχρόνιες υποχρεώσεις. Οι προθεσμίες παραγραφής και οι αποκλειστικές προθεσμίες, οι οποίες αρχίζουν να τρέχουν από τη σύναψη της συμβάσεως, μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα να αποκλείουν τον έλεγχο –κατόπιν αιτήσεως του καταναλωτή ή αυτεπαγγέλτως– της τηρήσεως εκ μέρους του πιστωτικού φορέα των υποχρεώσεων που υπέχει από τις διατάξεις μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας για την καταναλωτική πίστη. Αυτό είναι ακόμη πιο προβληματικό αν ληφθεί υπόψη ότι, κατά κανόνα, ο έλεγχος αυτός πραγματοποιείται μόνο σε περίπτωση πλημμελούς εκπληρώσεως παροχής και κατά συνέπεια, ενδεχομένως, μόνο μετά την πάροδο της (ταχθείσας για τον καταναλωτή) προθεσμίας παραγραφής ή αποκλειστικής προθεσμίας. Υφίσταται, επομένως, κίνδυνος ο καταναλωτής να απολέσει τα αντίστοιχα δικαιώματά του χωρίς να έχει λάβει ποτέ γνώση των δικαιωμάτων αυτών.

66.      Αντιθέτως, ο πιστωτικός φορέας έχει συχνά τη δυνατότητα να προβάλει, μετά την πάροδο των προθεσμιών αυτών, αξιώσεις καταβολής οφειλόμενων ποσών, στο μέτρο που αυτές γεννώνται μόνον αφότου καταστεί ληξιπρόθεσμη η δόση που πρέπει που καταβάλει ο δανειολήπτης και, ως εκ τούτου, η παραγραφή τους αρχίζει επίσης μόνο μετά από αυτό το χρονικό σημείο. Κατά τον τρόπο αυτόν, ο καταναλωτής κινδυνεύει να υποχρεωθεί να καταβάλει τα συμβατικώς συμφωνηθέντα ποσά χωρίς να μπορεί ακόμη να ελεγχθεί η τήρηση των υποχρεώσεων του πιστωτικού φορέα και, ενδεχομένως, να επιβληθούν στον τελευταίο κυρώσεις. Αυτή η ασυμμετρία –παρεμφερής με τις περιστάσεις μιας παλαιότερης αποφάσεως Cofidis (46)– δύναται να θίξει την αποτελεσματικότητα της προστασίας που παρέχει η οδηγία για την καταναλωτική πίστη. Ο κίνδυνος αυτός καταδεικνύεται από τα πραγματικά περιστατικά της παρούσας υποθέσεως Cofidis: ο πιστωτικός φορέας ενήγαγε τον καταναλωτή μερικές ημέρες μετά τη λήξη της πενταετούς προθεσμίας παραγραφής.

67.      Λόγω αυτής της ανισότητας, οι αστικές κυρώσεις, οι οποίες περιορίζονται από τις αποκλειστικές προθεσμίες ή τις προθεσμίες παραγραφής, δεν θα ήταν αποτελεσματικές, αποτρεπτικές και αναλογικές ούτε κατά την έννοια του άρθρου 23 της οδηγίας για την καταναλωτική πίστη.

68.      Τέλος, η ασφάλεια δικαίου και, συγκεκριμένα, ο κίνδυνος να μπορούν επί σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα οι καταναλωτές να ζητήσουν την ακύρωση ή την προσαρμογή των συμβάσεων, δεν απαιτούν αποκλειστικές προθεσμίες και προθεσμίες παραγραφής που αρχίζουν να τρέχουν από τη σύναψη της συμβάσεως. Τούτο, διότι, παραβαίνοντας τις υποχρεώσεις που υπέχει από το δίκαιο της Ένωσης, ο ίδιος ο πιστωτικός φορέας προκάλεσε τον κίνδυνο αυτόν (47).

69.      Ωστόσο, η προστασία του καταναλωτή έναντι των αποκλειστικών προθεσμιών και των προθεσμιών παραγραφής αγγίζει τα όριά της όταν ο πιστωτικός φορέας δεν μπορεί πλέον να προβάλει αξιώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση πιστώσεως. Δεν υπάρχει κανένας προφανής λόγος να συνεχιστεί η προστασία του καταναλωτή αφότου η σύμβαση έχει εκτελεστεί πλήρως. Όταν οι εν λόγω προθεσμίες δεν θα μπορούσαν πλέον να εφαρμοστούν, θα προκαλούνταν αντιθέτως ανισότητα υπέρ του καταναλωτή, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε καταχρήσεις.

70.      Ως εκ τούτου, όσο ο πιστωτικός φορέας μπορεί να προβάλει κατά του καταναλωτή αξιώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση πιστώσεως, οι αποκλειστικές προθεσμίες και οι προθεσμίες παραγραφής δεν μπορούν να αποκλείσουν τον έλεγχο και την επιβολή κυρώσεων λόγω παραβάσεως του άρθρου 8 και του άρθρου 10, παράγραφος 2, της οδηγίας για την καταναλωτική πίστη.

3.      Επί των εννόμων συνεπειών των παραβάσεων του άρθρου 8 και του άρθρου 10, παράγραφος 2, της οδηγίας για την καταναλωτική πίστη (δεύτερο σκέλος του προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση Cofidis και δεύτερο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση OPR-Finance, στο μέτρο που αφορά το σύστημα κυρώσεων από απόψεως ουσιαστικού δικαίου)

71.      Το ζήτημα της διαπιστώσεως παραβάσεως πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα των εννόμων συνεπειών της διαπιστώσεως αυτής (48).

72.      Μια ενδεχόμενη συνέπεια της διαπιστώσεως παραβάσεων του άρθρου 10, παράγραφος 2, της οδηγίας για την καταναλωτική πίστη είναι το δικαίωμα υπαναχωρήσεως. Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο β ʹ, της οδηγίας, η προθεσμία υπαναχωρήσεως αρχίζει την ημέρα κατά την οποία ο καταναλωτής παραλαμβάνει τους όρους της συμβάσεως και τις πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 10. Εντούτοις, το θέμα δεν χρήζει περαιτέρω εξετάσεως εν προκειμένω, δεδομένου ότι το δικαίωμα υπαναχωρήσεως δεν αποτελεί αντικείμενο των προδικαστικών ερωτημάτων, πιθανώς λόγω του ότι στις υποθέσεις των κύριων δικών ουδείς προέβη σε δήλωση υπαναχωρήσεως.

73.      Εξάλλου, το δίκαιο των κρατών μελών καθορίζει τις έννομες συνέπειες των παραβάσεων της υποχρεώσεως διαφάνειας κατά τη γνωστοποίηση των υποχρεωτικών πληροφοριών που αφορούν τη σύμβαση ή της υποχρεώσεως εκτιμήσεως της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή. Πράγματι, κατά το άρθρο 23 της οδηγίας για την καταναλωτική πίστη, τα κράτη μέλη προβλέπουν τα ίδια τις κυρώσεις. Οι επιλεγείσες κυρώσεις πρέπει, κατά το ίδιο άρθρο, αλλά και λόγω της καλόπιστης συνεργασίας εντός της Ένωσης (49), να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές. Συνεπώς, η αυστηρότητα των κυρώσεων πρέπει να συνάδει προς τη σοβαρότητα των παραβάσεων τις οποίες τιμωρούν, ιδίως διασφαλίζοντας όντως ένα αποτρεπτικό αποτέλεσμα, τηρουμένης παράλληλα της γενικής αρχής της αναλογικότητας (50).

1.      Επί της εκτιμήσεως του αποτελεσματικού, αποτρεπτικού και αναλογικού χαρακτήρα των επίμαχων συστημάτων κυρώσεων

1)      Επί της υποθέσεως Cofidis

74.      Με το προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση Cofidis τίθεται πρωτίστως το ζήτημα αν οι εθνικοί κανόνες παραγραφής εμποδίζουν το αιτούν δικαστήριο να εξετάσει και, ενδεχομένως, να επιβάλει κυρώσεις, αυτεπαγγέλτως, για τυχόν παραβάσεις υποχρεώσεων του πιστωτικού φορέα. Το Δικαστήριο δεν ερωτάται αν το επίμαχο εθνικό σύστημα κυρώσεων, ήτοι η καθολική ή μερική έκπτωση από το δικαίωμα εισπράξεως τόκων (51), είναι κατά τα λοιπά αποτελεσματικό, αναλογικό και αποτρεπτικό. Ωστόσο, προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα, πρέπει να εξεταστεί και αυτό.

75.      Τα επίμαχα στην υπόθεση Cofidis συστήματα κυρώσεων αφήνουν στον εθνικό δικαστή εξουσία εκτιμήσεως κατά τον καθορισμό των κυρώσεων, στο μέτρο που αυτός αποφασίζει αν ο πιστωτικός φορέας εκπίπτει εν όλω ή εν μέρει από το δικαίωμα εισπράξεως τόκων όταν δεν έχει προβεί σε έλεγχο της πιστοληπτικής ικανότητας. Συναφώς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η εν λόγω εξουσία εκτιμήσεως πρέπει να ασκείται με σεβασμό στην αρχή της αναλογικότητας, όπως αυτή αποτυπώνεται στο άρθρο 23 της οδηγίας για την καταναλωτική πίστη. Συγκεκριμένα, κατά την επιλογή της κυρώσεως, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να μεριμνά ώστε αυτή να είναι ανάλογη με τη σοβαρότητα της παραβάσεως ή των παραβάσεων και την προσωπική κατάσταση του υπερήμερου καταναλωτή, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Στις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως που πρέπει να ληφθούν υπόψη περιλαμβάνεται, αναμφίβολα, επίσης το χρονικό διάστημα που παρήλθε μεταξύ της παραβάσεως υποχρεώσεων του πιστωτικού φορέα και της υπερημερίας.

76.      Τα ίδια κριτήρια πρέπει να εφαρμόσει το εθνικό δικαστήριο όσον αφορά την κατά τη γαλλική νομοθεσία καθολική έκπτωση από το δικαίωμα εισπράξεως τόκων σε περίπτωση παραβάσεως της υποχρεώσεως διαφάνειας.

2)      Επί της υποθέσεως OPR-Finance

77.      Οι εκτιμήσεις αυτές ισχύουν επίσης για το επίμαχο στην υπόθεση OPR-Finance σύστημα κυρώσεων της τσεχικής νομοθεσίας. Η ακυρότητα που προβλέπεται από το άρθρο 87, παράγραφος 1, του νόμου για την καταναλωτική πίστη σε περίπτωση παραβάσεως της υποχρεώσεως εκτιμήσεως της πιστοληπτικής ικανότητας μπορεί επίσης να εφαρμοστεί αυτεπαγγέλτως μόνο με την επιφύλαξη της τηρήσεως των απαιτήσεων του άρθρου 23 της οδηγίας για την καταναλωτική πίστη.

78.      Συνεπεία της ακυρότητας της συμβάσεως πιστώσεως, ο πιστωτικός φορέας εκπίπτει από τα δικαιώματά του προς είσπραξη των συμφωνηθέντων τόκων και των εξόδων, ενώ ο καταναλωτής υποχρεούται να επιστρέψει το ποσό του κεφαλαίου. Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 87, παράγραφος 1, του νόμου για την καταναλωτική πίστη επιτρέπει τον καθορισμό της διάρκειας αποπληρωμής ανάλογα με τις πραγματικές δυνατότητες του καταναλωτή (52). Ορθώς παρατηρεί η Επιτροπή ότι, στις υποθέσεις Home Credit Slovakia (53) και LCL Le Crédit Lyonnais (54), το Δικαστήριο ερμήνευσε το άρθρο 23 της οδηγίας για την καταναλωτική πίστη σε σχέση με εθνικά συστήματα κυρώσεων τα οποία επίσης συνεπάγονται την έκπτωση του πιστωτικού φορέα από το δικαίωμα εισπράξεως των τόκων. Ως εκ τούτου, είναι δυνατή η παραπομπή στη συλλογιστική του Δικαστηρίου στις αποφάσεις αυτές.

79.      Στο μέτρο που η Τσεχική Κυβέρνηση τάσσεται υπέρ του ελέγχου της τηρήσεως των απαιτήσεων αυτών υπό το πρίσμα του συνολικού συστήματος κυρώσεων του εθνικού δικαίου, και συνεπώς λαμβανομένων υπόψη και των διοικητικών κυρώσεων που η εθνική νομοθεσία για την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων προβλέπει σε περίπτωση χορηγήσεως πιστώσεως κατά παράβαση της υποχρεώσεως εκτιμήσεως της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή, το επιχείρημα αυτό δεν είναι πειστικό.

80.      Αφενός, η συνεκτίμηση άλλων διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας είναι αναγκαία μόνον όταν υφίστανται αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητα ή τον αποτρεπτικό χαρακτήρα των επίμαχου συστήματος κυρώσεων του ιδιωτικού δικαίου. Ωστόσο, υπό το πρίσμα των ανωτέρω αποφάσεων και λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η υποχρέωση αποπληρωμής που έχει ο καταναλωτής μπορεί να παραταθεί χρονικά, δεν υφίστανται τέτοιες αμφιβολίες από απόψεως ουσιαστικού δικαίου.

81.      Ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι άλλα συστήματα κυρώσεων του εθνικού δικαίου ασκούν επιρροή, η εκτίμησή τους θα εξαρτιόταν σε τελική ανάλυση από την πραγματική εφαρμογή τους στην πράξη. Το ζήτημα αυτό παραμένει σε μεγάλο βαθμό αδιευκρίνιστο, μολονότι τέθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Η Επιτροπή ισχυρίστηκε –χωρίς να αντικρουστεί– ότι η αρμόδια εποπτική αρχή, ήτοι η Εθνική Τράπεζα της Τσεχικής Δημοκρατίας, δεν γνωστοποίησε καμία απόφαση σχετικά με την επιβολή προστίμων λόγω παραβάσεως της υποχρεώσεως εκτιμήσεως της πιστοληπτικής ικανότητας. Κατά τη γνώμη μου, δεν αρκεί η αόριστη αναφορά εκ μέρους της Τσεχικής Κυβερνήσεως σε συνεχείς ελέγχους και σε μια υφιστάμενη μεθοδολογία εκτιμήσεως.

82.      Σε κάθε περίπτωση, είναι αμφίβολο αν η απλώς και μόνον δυνατότητα επιβολής εποπτικών κυρώσεων σε περίπτωση παραβάσεως υποχρεώσεως από τον πιστωτικό φορέα αρκεί για την τήρηση των απαιτήσεων του άρθρου 23 της οδηγίας για την καταναλωτική πίστη. Πράγματι, τέτοιες κυρώσεις δεν αποτελούν επαρκώς αποτελεσματικά μέσα επιβολής της προστασίας που επιδιώκεται από το άρθρο 8 της οδηγίας για την καταναλωτική πίστη, λαμβανομένης υπόψη της φύσης του ελέγχου της πιστοληπτικής ικανότητας, ο οποίος υπηρετεί επίσης την προστασία του ιδιώτη. Τούτο, διότι με τα γενικά εποπτικά μέτρα δεν παρέχεται συγκεκριμένη βοήθεια στον συγκεκριμένο καταναλωτή.

2.      Επί των ορίων της αυτεπάγγελτης εφαρμογής των εθνικών συστημάτων κυρώσεων

83.      Στο πλαίσιο της εθνικής πολιτικής δικονομίας, ωστόσο, η αρχή της διαθέσεως, ήτοι η εξουσία των διαδίκων να καθορίζουν το αντικείμενο της διαφοράς, έχει κατά κανόνα ιδιαίτερη σημασία. Επομένως, το αντικείμενο της διαφοράς δεν πρέπει να διευρυνθεί μέσω του αυτεπάγγελτου ελέγχου από το δικαστήριο των ενδεχόμενων παραβάσεων υποχρεώσεων του πιστωτικού φορέα. Δεδομένης της πληθώρας των συστημάτων κυρώσεων που τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν λόγω της ελευθερίας επιλογής που διαθέτουν, πρέπει επίσης να διασφαλίζεται ότι το εθνικό δικαστήριο δεν θα επιβάλει αυτεπαγγέλτως κύρωση που παραπέμπει σε ανταγωγή. Τούτο θα συνέβαινε, για παράδειγμα, στην περίπτωση που ο δικαστής επιδίκαζε στον καταναλωτή αποζημίωση χωρίς να υπάρχει αντίστοιχο αγωγικό αίτημα.

84.      Αντιθέτως, μου φαίνεται εφικτή η αυτεπάγγελτη επιβολή κυρώσεων προς το συμφέρον του ζημιωθέντος, αν κατά τον τρόπο αυτόν αντικρούεται απλώς ένα αγωγικό αίτημα. Μια τέτοια προσέγγιση δεν δημιουργεί αντιρρήσεις από τη σκοπιά της διδασκαλίας περί του αντικειμένου της διαφοράς.

85.      Ωστόσο, οι εγγυήσεις της κατ’ αντιμωλίαν διαδικασίας και, ιδίως, το δικαίωμα ακροάσεως πρέπει να τηρούνται επίσης στο πλαίσιο αυτό (55). Αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των δικαιωμάτων άμυνας που διασφαλίζονται στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Το εθνικό δικαστήριο οφείλει να ακούσει τις απόψεις των διαδίκων πριν λύσει διαφορά στηριζόμενο σε λόγο τον οποίο έλαβε υπόψη αυτεπαγγέλτως.

86.      Επιπλέον, πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνεται υπόψη τυχόν αντίθετη βούληση του καταναλωτή (56). Κατά συνέπεια, –και τούτο ισχύει επίσης στην υπόθεση OPR-Finance αναφορικά με την αποκαλούμενη σχετική ακυρότητα της συμβάσεως πιστώσεως– ο καταναλωτής είναι ελεύθερος να αντιταχθεί σε κήρυξη ακυρότητας, αν επιθυμεί να εμμείνει στη σύμβαση.

VII. Πρόταση

87.      Επομένως, στην υπόθεση Cofidis (C-616/18), προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα ως εξής:

Η προστασία την οποία η οδηγία 2008/48/ΕΚ για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης διασφαλίζει στους καταναλωτές αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία, στο πλαίσιο αγωγής ασκηθείσας από επαγγελματία κατά καταναλωτή και στηριζόμενης σε σύμβαση συναφθείσα μεταξύ τους, απαγορεύει στον εθνικό δικαστή, μετά την πάροδο πενταετούς προθεσμίας παραγραφής που αρχίζει από την ημερομηνία συνάψεως της συμβάσεως, να διαπιστώσει αυτεπαγγέλτως παράβαση των διατάξεων του άρθρου 8 της οδηγίας που αφορούν την υποχρέωση εξακριβώσεως της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή ή των διατάξεων του άρθρου 10, παράγραφος 2, της οδηγίας που αφορούν τις πληροφορίες που πρέπει να περιέχονται στις συμβάσεις πιστώσεως κατά τρόπο σαφή και ευσύνοπτο, και να συναγάγει τις συνέπειες που απορρέουν κατά το εθνικό δίκαιο από την παράβαση των υποχρεώσεων αυτών. Προκειμένου να επιβάλει κυρώσεις για μια τέτοια παράβαση, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να εξακριβώσει, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, αν οι εκάστοτε κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, αποτρεπτικές και αναλογικές.

88.      Στη δε υπόθεση OPR-Finance (C-679/18), προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο προδικαστικά ερωτήματα ως εξής:

1)      Το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/48/ΕΚ για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης αντιτίθεται σε εσωτερική ρύθμιση η οποία, στο πλαίσιο αγωγής ασκηθείσας από πιστωτικό φορέα κατά καταναλωτή και στηριζόμενης σε σύμβαση καταναλωτικής πίστης συναφθείσα μεταξύ τους, απαγορεύει στον εθνικό δικαστή να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν ο πιστωτικός φορέας τήρησε την υποχρέωσή του να εξακριβώσει την πιστοληπτική ικανότητα του καταναλωτή, όταν ο καταναλωτής δεν προέβαλε την εν λόγω υποχρέωση εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριών ετών ή όταν η προθεσμία αυτή έχει λήξει.

2)      Όταν ο εθνικός δικαστής διαπιστώνει αυτεπαγγέλτως παράβαση του άρθρου 8 της οδηγίας 2008/48, οφείλει, υπό την επιφύλαξη ενδεχομένως αντίθετης βουλήσεως του καταναλωτή, να συναγάγει όλες τις συνέπειες που έχει κατά το εθνικό δίκαιο η παράβαση αυτή, χωρίς να αναμείνει την υποβολή σχετικού αιτήματος από τον καταναλωτή και, ενδεχομένως, παρά τη λήξη αποκλειστικής προθεσμίας, υπό την προϋπόθεση ότι οι κυρώσεις τις οποίες προβλέπει το εν λόγω δίκαιο είναι αποτελεσματικές, αποτρεπτικές και αναλογικές.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


2      Οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2008, L 133, σ. 66, στο εξής: οδηγία για την καταναλωτική πίστη).


3      JORF της 2ας Ιουλίου 2010, σ. 12001.


4      Νυν άρθρο L. 312-16 του κώδικα προστασίας του καταναλωτή.


5      Νυν άρθρο L. 312-28, παράγραφος 2, του κώδικα προστασίας του καταναλωτή.


6      Νυν άρθρο L. 312-10 του κώδικα προστασίας του καταναλωτή.


7      Κατά τα όσα εκθέτει το αιτούν δικαστήριο, είχε συμφωνηθεί σταθερό χρεωστικό επιτόκιο 10,86 % (συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο 11,42 %). Το δάνειο ήταν εξοφλητέο σε 84 μηνιαίες δόσεις των 351,23 ευρώ.


8      Δηλαδή περίπου 190 ευρώ.


9      Κατά τα όσα εκθέτει το αιτούν δικαστήριο, η απαίτηση αυτή συνίσταται στο συνολικό ποσό της πιστώσεως (4 900 CZK), στην προμήθεια για την παροχή της πιστώσεως (980 CZK), στους τόκους (3 696 CZK) και στην ποινική ρήτρα (363 CZK), αφαιρουμένου του ποσού που έχει ήδη επιστραφεί (2 100 CZK).


10      Βλ., ενδεικτικώς, αποφάσεις της 7ης Φεβρουαρίου 2018, American Express (C‑304/16, EU:C:2018:66, σκέψη 32), της 29ης Μαΐου 2018, Liga van Moskeeën en Islamitische Organisaties Provincie Antwerpen κ.λπ. (C-426/16, EU:C:2018:335, σκέψη 31), και της 25ης Ιουλίου 2018, Confédération paysanne κ.λπ. (C-528/16, EU:C:2018:583, σκέψη 73).


11      Απόφαση της 28ης Μαρτίου 2019, Verlezza κ.λπ. (C-487/17 έως C-489/17, EU:C:2019:270, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


12      Βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις της 27ης Ιουνίου 2000, Océano Grupo Editorial και Salvat Editores (C-240/98 έως C-244/98, EU:C:2000:346, σκέψη 26), της 4ης Ιουνίου 2009, Pannon GSM (C-243/08, EU:C:2009:350, σκέψη 32), της 4ης Ιουνίου 2015, Faber (C-497/13, EU:C:2015:357, σκέψη 42), και της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Profi Credit Polska (C-176/17, EU:C:2018:711, σκέψη 42).


13      Οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ 1993, L 95, σ. 29).


14      Βλ., επίσης, απόφαση της 27ης Ιουνίου 2000, Océano Grupo Editorial και Salvat Editores (C‑240/98 έως C-244/98, EU:C:2000:346, σκέψη 28). Βλ., επίσης, απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 2002, Cofidis (C-473/00, EU:C:2002:705, σκέψη 36).


15      Βλ. ήδη απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2006, Mostaza Claro (C-168/05, EU:C:2006:675, σκέψη 38). Ειδικότερα: αποφάσεις της 4ης Ιουνίου 2009, Pannon GSM (C-243/08, EU:C:2009:350, σκέψη 32), της 14ης Ιουνίου 2012, Banco Español de Crédito (C-618/10, EU:C:2012:349, σκέψη 43), και της 21ης Φεβρουαρίου 2013, Banif Plus Bank (C-472/11, EU:C:2013:88, σκέψη 23).


16      Οδηγία του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1985, για την προστασία των καταναλωτών κατά τη σύναψη συμβάσεων εκτός εμπορικού καταστήματος (ΕΕ 1985, L 372, σ. 31).


17      Απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2009, Martín Martín (C-227/08, EU:C:2009:792, σκέψη 29).


18      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με ορισμένες πτυχές της πώλησης και των εγγυήσεων καταναλωτικών αγαθών (ΕΕ 1999, L 171, σ. 12).


19      Απόφαση της 4ης Ιουνίου 2015, Faber (C-497/13, EU:C:2015:357, σκέψη 48).


20      Απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2007 (C-429/05, EU:C:2007:575, σκέψη 69). Βλ. επίσης, αναφορικά με την υποχρέωση πληροφορήσεως που προβλέπεται στο άρθρο 4 της οδηγίας 87/102, διάταξη της 16ης Νοεμβρίου 2010, Pohotovosť (C-76/10, EU:C:2010:685, σκέψη 76).


21      Οδηγία του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1986, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που διέπουν την καταναλωτική πίστη (ΕΕ 1987, L 42, σ. 48).


22      Απόφαση της 21ης Απριλίου 2016, Radlinger και Radlingerová (C-377/14, EU:C:2016:283, σκέψη 74). Βλ. επίσης, προσφάτως, διάταξη της 28ης Νοεμβρίου 2018, PKO Bank Polski (C‑632/17, EU:C:2018:963, σκέψη 51).


23      Βλ. ήδη απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 2002, Cofidis (C-473/00, EU:C:2002:705, σκέψη 33). Βλ., επίσης, απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2007, Rampion και Godard (C-429/05, EU:C:2007:575, σκέψη 63).


24      Όσον αφορά την οδηγία για την καταναλωτική πίστη, βλ. απόφαση της 21ης Απριλίου 2016, Radlinger και Radlingerová (C-377/14, EU:C:2016:283, σκέψη 63), η οποία παραπέμπει στην απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2015, ERSTE Bank Hungary (C-32/14, EU:C:2015:637, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), σχετικά με την οδηγία για τις καταχρηστικές ρήτρες.


25      Απόφαση της 21ης Απριλίου 2016, Radlinger και Radlingerová (C-377/14, EU:C:2016:283, σκέψη 65). Βλ., επίσης, παλαιότερες αποφάσεις της 27ης Ιουνίου 2000, Océano Grupo Editorial και Salvat Editores (C-240/98 έως C-244/98, EU:C:2000:346, σκέψη 26), της 21ης Νοεμβρίου 2002, Cofidis (C-473/00, EU:C:2002:705, σκέψη 33), και της 4ης Οκτωβρίου 2007, Rampion και Godard (C-429/05, EU:C:2007:575, σκέψη 65).


26      Απόφαση της 21ης Απριλίου 2016, Radlinger και Radlingerová (C-377/14, EU:C:2016:283, σκέψη 67).


27      Πρβλ. αποφάσεις της 16ης Ιανουαρίου 2014, Kainz (C-45/13, EU:C:2014:7, σκέψη 20), και της 2ας Μαΐου 2019, Pillar Securitisation (C-694/17, EU:C:2019:345, σκέψη 35), κατά τις οποίες η ανάγκη διασφαλίσεως συνοχής μεταξύ διαφόρων πράξεων του δικαίου της Ένωσης δεν μπορεί να οδηγήσει σε ερμηνεία ξένη προς το σύστημα και τους σκοπούς της ρυθμίσεως.


28      Απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2018 (C-109/17, EU:C:2018:735, σκέψεις 31 επ.).


29      Οδηγία 2005/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 98/27/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου («Οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές») (ΕΕ 2005, L 149, σ. 22).


30      Απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2019 (C-347/18, EU:C:2019:661, σκέψη 44).


31      Κανονισμός (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2012, L 351, σ. 1).


32      Η υπόθεση OPR-Finance αφορά μόνον την υποχρέωση του πιστωτικού φορέα να ελέγξει την πιστοληπτική ικανότητα του καταναλωτή.


33      Απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2018 (C-109/17, EU:C:2018:735).


34      Απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2018, Bankia (C-109/17, EU:C:2018:735, σκέψη 32).


35      Απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2018, Bankia (C-109/17, EU:C:2018:735, σκέψη 43· βλ., επίσης, σκέψεις 33 και 46).


36      Απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2018, Bankia (C-109/17, EU:C:2018:735, σκέψεις 34 και 47).


37      Απόφαση της 21ης Απριλίου 2016, Radlinger και Radlingerová (C-377/14, EU:C:2016:283, σκέψη 66).


38      Απόφαση της 21ης Απριλίου 2016, Radlinger και Radlingerová (C-377/14, EU:C:2016:283, σκέψεις 64 και 65).


39      Αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 2014, CA Consumer Finance (C-449/13, EU:C:2014:2464, σκέψη 43), και της 6ης Ιουνίου 2019, Schyns (C-58/18, EU:C:2019:467, σκέψη 40). Βλ., επίσης, αιτιολογική σκέψη 26 της οδηγίας για την καταναλωτική πίστη.


40      Απόφαση της 6ης Ιουνίου 2019, Schyns (C-58/18, EU:C:2019:467, σκέψεις 28 και 41). Βλ., επίσης, αιτιολογικές σκέψεις 7 και 9 της οδηγίας για την καταναλωτική πίστη.


41      Απόφαση της 21ης Απριλίου 2016 (C-377/14, EU:C:2016:283, σκέψη 64). Σχετικά με την προσυμβατική υποχρέωση πληροφορήσεως, βλ., επίσης, αιτιολογικές σκέψεις 19 και 24 της οδηγίας για την καταναλωτική πίστη.


42      Αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 2009, Asturcom Telecomunicaciones (C-40/08, EU:C:2009:615, σκέψη 39), και της 21ης Νοεμβρίου 2002, Cofidis (C-473/00, EU:C:2002:705, σκέψη 37). Βλ., επίσης, παλαιότερη απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 1995, Peterbroeck (C-312/93, EU:C:1995:437, σκέψη 14).


43      Αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 2009, Asturcom Telecomunicaciones (C-40/08, EU:C:2009:615, σκέψη 41), της 10ης Ιουλίου 1997, Palmisani (C-261/95, EU:C:1997:351, σκέψη 28), και της 16ης Δεκεμβρίου 1976, Rewe-Zentralfinanz και Rewe-Zentral (33/76, EU:C:1976:188, σκέψη 5).


44      Απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2009, Asturcom Telecomunicaciones (C-40/08, EU:C:2009:615, σκέψεις 45 και 46).


45      Απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 2002, Cofidis (C-473/00, EU:C:2002:705, σκέψη 35).


46      Απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 2002 (C-473/00, EU:C:2002:705).


47      Πρβλ., επίσης, απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Endress (C-209/12, EU:C:2013:864, σκέψη 30).


48      Βλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέα V. Trstenjak στην υπόθεση Martín (C‑227/08, EU:C:2009:295, σημείο 73) σχετικά με την οδηγία για τις καταχρηστικές ρήτρες.


49      Απόφαση της 27ης Μαρτίου 2014, LCL Le Crédit Lyonnais (C-565/12, EU:C:2014:190, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


50      Απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2016, Home Credit Slovakia (C-42/15, EU:C:2016:842, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Βλ., επίσης, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα W. Van Gerven στην υπόθεση Hansen (C‑326/88, EU:C:1989:609, σημείο 8): «Κυρώσεις με “αποτρεπτικό χαρακτήρα” και “σύμφωνες προς την αρχή της αναλογικότητας” σημαίνει ότι οι εν λόγω κυρώσεις πρέπει να είναι επαρκώς αυστηρές, όχι όμως δυσανάλογες προς τον επιδιωκόμενο σκοπό».


51      Βλ. σημείο 7 των παρουσών προτάσεων.


52      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Τσεχική Κυβέρνηση διευκρίνισε, συναφώς, ότι η διάρκεια αποπληρωμής δεν προβλέπεται εκ του νόμου, οπότε το δικαστήριο μπορεί, κατά περίπτωση, να διασφαλίσει εύλογη ισορροπία μεταξύ όλων των συμφερόντων.


53      Απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2016 (C-42/15, EU:C:2016:842).


54      Απόφαση της 27ης Μαρτίου 2014 (C-565/12, EU:C:2014:190).


55      Απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2013, Banif Plus Bank (C-472/11, EU:C:2013:88, σκέψεις 29 επ.).


56      Αποφάσεις της 21ης Φεβρουαρίου 2013, Banif Plus Bank (C-472/11, EU:C:2013:88, σκέψη 35), και της 4ης Ιουνίου 2009, Pannon GSM (C-243/08, EU:C:2009:350, σκέψη 33).