ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ELEANOR SHARPSTON

της 12ης Σεπτεμβρίου 2019 ( 1 )

Υποθέσεις C‑542/18 RX-II και C‑543/18 RX-II

Erik Simpson

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

και

HG

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Επανεξέταση – Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Διορισμός δικαστών – Λόγος δημοσίας τάξεως – Παρεμπίπτων έλεγχος – Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαίωμα για δίκαιη δίκη – Δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως – Αρχή της ασφάλειας δικαίου – Προσβολή της ενότητας ή της συνοχής του δικαίου της Ένωσης»

1.

Τι πρέπει να συμβεί όταν υποψήφιοι που διαθέτουν τα κατάλληλα προσόντα για την άσκηση των καθηκόντων δικαστή στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Δικαστήριο ΔΔ) διορίστηκαν κατόπιν διαδικασίας η οποία αποδεικνύεται παράτυπη; Στην παρούσα πρωτοφανή συστοιχία υποθέσεων υπάρχουν όλα τα στοιχεία που καθιστούν δυνατό να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό. Οι υποθέσεις αυτές εγείρουν ζητήματα που αφορούν τη διαδικασία διορισμού των δικαστών του Δικαστηρίου ΔΔ από το Συμβούλιο, τη δυνατότητα του Γενικού Δικαστηρίου να ελέγξει τον διορισμό αυτόν, ήτοι αν ο έλεγχος αυτός δύναται να γίνει στο πλαίσιο παρεμπίπτοντος ελέγχου νομιμότητας, τη στάθμιση των διαφόρων αρχών που διέπουν τον έλεγχο αυτόν, καθώς και τις συνέπειες που μια πλημμέλεια όσον αφορά τον διορισμό ενός δικαστή μπορεί να έχει στις δικαστικές διαδικασίες στις οποίες αυτός έχει μετάσχει. Προ πάντων, ωστόσο, το κύριο διακύβευμα των παρουσών προτάσεων είναι να διατυπωθούν κατευθυντήριες γραμμές που θα καταστήσουν δυνατό να συγκερασθούν, αφενός, το δικαίωμα σε δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως και, αφετέρου, η ασφάλεια δικαίου που είναι αναγκαία για την κατοχύρωση της σταθερότητας του δικαστικού συστήματος.

Το νομικό πλαίσιο

Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών

2.

Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ), το οποίο φέρει τον τίτλο «δικαίωμα σε δίκαια δίκη», ορίζει ότι «[π]αν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος […]». Το άρθρο 13 της εν λόγω Σύμβασης καθιερώνει το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής.

Η ΣΛΕΕ

3.

Το άρθρο 257, πρώτο και τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ ορίζει:

«Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, μπορούν να προβαίνουν στη σύσταση ειδικευμένων δικαστηρίων υπαγόμενων στο Γενικό Δικαστήριο, αρμόδιων να εκδικάζουν σε πρώτο βαθμό ορισμένες κατηγορίες προσφυγών οι οποίες ασκούνται σε συγκεκριμένους τομείς.

[…]

Τα μέλη των ειδικευμένων δικαστηρίων επιλέγονται μεταξύ προσώπων που παρέχουν πλήρη εγγύηση ανεξαρτησίας και έχουν την απαιτούμενη ικανότητα για την άσκηση δικαστικών καθηκόντων. Διορίζονται από το Συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει ομοφώνως.»

Το παράρτημα Ι του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

4.

Το άρθρο 2 της απόφασης 2004/752/ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 2ας Νοεμβρίου 2004, για την ίδρυση του Δικαστηρίου ΔΔ ( 2 ) (του οποίου η ονομασία είναι: Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης), είχε προσθέσει στο πρωτόκολλο αριθ. 3 περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης το παράρτημα I ( 3 ), το οποίο, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, προέβλεπε, στο άρθρο του 2, τα εξής:

«Το [Δικαστήριο ΔΔ] αποτελείται από επτά δικαστές. […]

Οι δικαστές διορίζονται για περίοδο έξι ετών. Τα απερχόμενα μέλη μπορούν να διορίζονται εκ νέου.

Οι κενές θέσεις πληρούνται με το διορισμό νέων δικαστών για περίοδο έξι ετών.»

5.

Το άρθρο 3 του εν λόγω παραρτήματος I όριζε:

«1.   Οι δικαστές διορίζονται από το Συμβούλιο, με απόφαση την οποία λαμβάνει σύμφωνα με [το άρθρο 257, τέταρτο εδάφιο, της Συνθήκης ΛΕΕ], κατόπιν διαβουλεύσεως με την προβλεπόμενη στο παρόν άρθρο επιτροπή [ ( 4 )]. Κατά το διορισμό των δικαστών το Συμβούλιο μεριμνά ούτως ώστε να είναι ισορροπημένη η σύνθεση του [Δικαστηρίου ΔΔ] και να στηρίζεται στην ευρύτερη δυνατή γεωγραφική βάση μεταξύ των υπηκόων των κρατών μελών και όσον αφορά τα εκπροσωπούμενα νομικά συστήματα.

2.   Κάθε πρόσωπο το οποίο έχει την υπηκοότητα της Ένωσης και πληροί τις προβλεπόμενες [στο άρθρο 257, τέταρτο εδάφιο, της Συνθήκης ΛΕΕ] προϋποθέσεις, δύναται να υποβάλει την υποψηφιότητά του. Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία κατόπιν συστάσεως του Δικαστηρίου ορίζει τις διαδικασίες υποβολής και εξέτασης των υποψηφιοτήτων.

3.   Συγκροτείται επιτροπή [επιλογής] η οποία αποτελείται από επτά προσωπικότητες που επιλέγονται μεταξύ των πρώην μελών του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου και νομομαθών αναγνωρισμένου κύρους. Ο διορισμός των μελών της επιτροπής [επιλογής] και οι κανόνες λειτουργίας της αποφασίζονται από το Συμβούλιο, με ειδική πλειοψηφία, κατόπιν συστάσεως του προέδρου του Δικαστηρίου.

4.   Η επιτροπή [επιλογής] εκφέρει γνώμη όσον αφορά την επάρκεια των υποψηφίων για την άσκηση των καθηκόντων του δικαστή του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης. Η επιτροπή [επιλογής] συνοδεύει τη γνώμη αυτή με κατάλογο υποψηφίων οι οποίοι διαθέτουν την πλέον κατάλληλη υψηλού επιπέδου πείρα. Ο κατάλογος αυτός πρέπει να περιλαμβάνει αριθμό υποψηφίων τουλάχιστον διπλάσιο του αριθμού των δικαστών που πρόκειται να διορισθούν από το Συμβούλιο.»

Ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης

6.

Το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) ( 5 ), το οποίο επιγράφεται «Δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου», ορίζει, στο δεύτερο εδάφιό του, τα εξής:

«Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να δικασθεί η υπόθεσή του δίκαια, δημόσια και εντός εύλογης προθεσμίας, από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως. Κάθε πρόσωπο έχει τη δυνατότητα να συμβουλεύεται δικηγόρο και να του αναθέτει την υπεράσπιση και εκπροσώπησή του.»

7.

Το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη ορίζει ότι, «[σ]το βαθμό που ο παρών Χάρτης περιλαμβάνει δικαιώματα που αντιστοιχούν σε δικαιώματα τα οποία διασφαλίζονται στην [ΕΣΔΑ], η έννοια και η εμβέλειά τους είναι ίδιες με εκείνες που τους αποδίδει η εν λόγω Σύμβαση. Η διάταξη αυτή δεν εμποδίζει το δίκαιο της Ένωσης να παρέχει ευρύτερη προστασία.»

Η διαδικασία διορισμού στο Δικαστήριο ΔΔ

Η πρόσκληση του 2013 για την υποβολή υποψηφιοτήτων

8.

Στις 3 Δεκεμβρίου 2013, δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δημόσια πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων (στο εξής: πρόσκληση του 2013 για την υποβολή υποψηφιοτήτων) ( 6 ), ενόψει του διορισμού δύο δικαστών στο Δικαστήριο ΔΔ για περίοδο έξι ετών από την 1η Οκτωβρίου 2014 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2020. Η εν λόγω πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων δημοσιεύθηκε ενόψει της λήξεως, στις 30 Σεπτεμβρίου 2014, της θητείας δύο δικαστών του Δικαστηρίου ΔΔ, ήτοι των δικαστών S. Van Raepenbusch και H. Kreppel.

9.

Η παράγραφός 2 της πρόσκλησης του 2013 για την υποβολή υποψηφιοτήτων εξέθετε τη διαδικασία που έπρεπε να ακολουθηθεί:

«[…] Οι δικαστές διορίζονται από το Συμβούλιο το οποίο αποφασίζει με ομοφωνία, κατόπιν διαβουλεύσεως με επιτροπή [επιλογής] αποτελούμενη από επτά προσωπικότητες που επιλέγονται μεταξύ των πρώην μελών του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και νομομαθών αναγνωρισμένου κύρους. Η επιτροπή [επιλογής] εκφέρει γνώμη όσον αφορά την επάρκεια των υποψηφίων για την άσκηση των καθηκόντων του δικαστή του [Δικαστηρίου ΔΔ]. Η επιτροπή [επιλογής] συνοδεύει τη γνώμη αυτή με κατάλογο των υποψηφίων οι οποίοι διαθέτουν την πλέον κατάλληλη υψηλού επιπέδου πείρα. Ο κατάλογος αυτός περιλαμβάνει αριθμό υποψηφίων τουλάχιστον διπλάσιο του αριθμού των δικαστών που πρόκειται να διοριστούν.»

10.

Η παράγραφος 4 εξηγούσε ότι, «[ε]πειδή η θητεία δύο δικαστών λήγει στις 30 Σεπτεμβρίου 2014, δημοσιεύεται πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων εν όψει του διορισμού δύο νέων δικαστών για περίοδο έξι ετών από την 1η Οκτωβρίου 2014 μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 2020».

11.

Η επιτροπή επιλογής κατήρτισε δεόντως κατάλογο με τα ονόματα όχι τεσσάρων αλλά έξι υποψηφίων που διέθεταν την απαιτούμενη πείρα, των οποίων η κατάταξη έγινε βάσει των αντίστοιχων προσόντων (στο εξής: επίμαχος κατάλογος υποψηφίων) ( 7 ). Ωστόσο, στο στάδιο αυτό, το Συμβούλιο δεν κάλυψε τις δύο αυτές θέσεις. Ως εκ τούτου, οι δικαστές S. Van Raepenbusch και H. Kreppel εξακολούθησαν να ασκούν τα καθήκοντά τους μετά τη λήξη της θητείας τους αντιστοίχως, ήτοι μετά τις 30 Σεπτεμβρίου 2014, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 5, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο προβλέπει ότι κάθε δικαστής συνεχίζει να ασκεί τα καθήκοντά του μέχρι να αναλάβει καθήκοντα ο διάδοχός του. Το άρθρο 5, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος I του εν λόγω Οργανισμού κατέστησε τη διάταξη αυτή εφαρμοστέα στους δικαστές του Δικαστηρίου ΔΔ.

12.

Στις 31 Αυγούστου 2015 έληξε η θητεία ενός τρίτου δικαστή του Δικαστηρίου ΔΔ, της I. Rofes i Pujol ( 8 ). Ουδεμία δημόσια πρόκληση υποβολής υποψηφιοτήτων δημοσιεύθηκε για την κάλυψη της θέσης αυτής. Κατόπιν τούτου, επίσης η δικαστής I. Rofes i Pujol εξακολούθησε να ασκεί τα καθήκοντά της μετά τη λήξη της θητείας της, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 5, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η απόφαση (ΕΕ, Ευρατόμ) 2016/454

13.

Η απόφαση (ΕΕ, Ευρατόμ) 2016/454 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 2016, για τον διορισμό τριών δικαστών στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: απόφαση διορισμού) ( 9 ), αναφέρει, στις αιτιολογικές της σκέψεις 1 έως 6, τα εξής:

«(1)

Η θητεία δύο δικαστών του [Δικαστηρίου ΔΔ] […] έχει λήξει από τις 30 Σεπτεμβρίου 2014 και η θητεία ενός ακόμη δικαστή έχει λήξει από τις 31 Αυγούστου 2015. Είναι, συνεπώς, αναγκαίο, σύμφωνα με το άρθρο 2 και το άρθρο 3 παράγραφος 1 του παραρτήματος I του […] Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης […], να διορισθούν τρεις δικαστές για την κάλυψη αυτών των κενών θέσεων εργασίας.

(2)

Έπειτα από δημόσια πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων που δημοσιεύτηκε το 2013 […] για τον διορισμό δύο δικαστών στο [Δικαστήριο ΔΔ], η επιτροπή [επιλογής] εξέδωσε γνώμη σχετικά με την επάρκεια των υποψηφίων για την άσκηση των καθηκόντων του δικαστή του [Δικαστηρίου ΔΔ]. Η επιτροπή επιλογής συνόδευσε τη γνώμη της με κατάλογο έξι υποψηφίων οι οποίοι διαθέτουν την πλέον κατάλληλη υψηλού επιπέδου πείρα.

(3)

Μετά την πολιτική συμφωνία σχετικά με τη μεταρρύθμιση του δικαστικού αρχιτεκτονήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης που οδήγησε στην έκδοση του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2015/2422 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου […], το Δικαστήριο [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] υπέβαλε, στις 17 Νοεμβρίου 2015, πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη μεταβίβαση στο Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης της αρμοδιότητας εκδικάσεως σε πρώτο βαθμό των διαφορών μεταξύ της Ένωσης και των υπαλλήλων της, με ισχύ από την 1η Σεπτεμβρίου 2016.

(4)

Υπό τις συνθήκες αυτές, για λόγους χρονοδιαγράμματος, είναι σκόπιμο να μη δημοσιευθεί νέα δημόσια πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων, αλλά να αξιοποιηθεί ο κατάλογος των έξι υποψηφίων με την πλέον κατάλληλη υψηλού επιπέδου πείρα που καταρτίσθηκε από την επιτροπή επιλογής μετά τη δημόσια πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων η οποία δημοσιεύθηκε το 2013.

(5)

Συνεπώς, ενδείκνυται να διορισθούν δικαστές του [Δικαστηρίου ΔΔ] τρία από τα πρόσωπα που περιλαμβάνονται στον εν λόγω κατάλογο, κατά τρόπον ώστε να διασφαλισθεί ισορροπημένη σύνθεση του [Δικαστηρίου ΔΔ] με την ευρύτερη δυνατή γεωγραφική βάση μεταξύ των υπηκόων των κρατών μελών και όσον αφορά τα εκπροσωπούμενα εθνικά νομικά συστήματα. Τα τρία πρόσωπα στον εν λόγω κατάλογο που έχουν την πλέον κατάλληλη υψηλού επιπέδου εμπειρία είναι ο κ. Sean VAN RAEPENBUSCH, ο κ. João SANT’ANNA και ο κ. Alexander KORNEZOV. Ο κ. João SANT’ANNA και ο κ. Alexander KORNEZOV θα πρέπει να διοριστούν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας απόφασης. Δεδομένου ότι ο κ. Sean VAN RAEPENBUSCH ήταν ήδη δικαστής του [Δικαστηρίου ΔΔ] έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2014 και συνέχισε να ασκεί τα καθήκοντά του μέχρι την έκδοση απόφασης του Συμβουλίου σύμφωνα με το άρθρο 5 του [Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης], είναι σκόπιμο να διοριστεί για μια νέα θητεία από την επομένη της λήξης της προηγούμενης θητείας του.

(6)

Βάσει του άρθρου 2 του παραρτήματος I του [Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης], οι κενές θέσεις πρέπει να πληρούνται με τον διορισμό νέων δικαστών για περίοδο έξι ετών. Ωστόσο, με την εφαρμογή του προτεινόμενου κανονισμού για τη μεταβίβαση στο Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης της αρμοδιότητας εκδικάσεως σε πρώτο βαθμό των διαφορών μεταξύ της Ένωσης και των υπαλλήλων της, το [Δικαστήριο ΔΔ] δεν θα υφίσταται πλέον και η θητεία των τριών δικαστών που διορίζονται με την παρούσα απόφαση θα λήξει έτσι αυτοδικαίως την προηγούμενη ημέρα από εκείνη κατά την οποία θα εφαρμοστεί ο εν λόγω κανονισμός.»

14.

Το άρθρο 1 της απόφασης αυτής προβλέπει:

«Οι ακόλουθοι διορίζονται δικαστές στο [Δικαστήριο ΔΔ]:

κ. Sean VAN RAEPENBUSCH, από την 1η Οκτωβρίου 2014,

κ. João SANT’ANNA, από την 1η Απριλίου 2016,

κ. Alexander KORNEZOV, από την 1η Απριλίου 2016.»

15.

Οι J. Sant’Anna και A. Kornezov ορκίστηκαν στις 13 Απριλίου 2016.

16.

Με απόφαση της 14ης Απριλίου 2016 ( 10 ), το Δικαστήριο ΔΔ τοποθέτησε τους δικαστές K. Bradley, J. Sant’Anna και A. Kornezov στο δεύτερο τμήμα του για την περίοδο από τις 14 Απριλίου έως τις 31 Αυγούστου 2016 (στο εξής: επίμαχος δικαστικός σχηματισμός). Το τμήμα αυτό εξέδωσε, μεταξύ άλλων, αποφάσεις και διατάξεις στις υποθέσεις FV ( 11 ), Simpson ( 12 ) και HG ( 13 ).

Το ιστορικό των υποθέσεων Simpson και HG

Η απόφαση FV

17.

Με την αίτησή της αναιρέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στην υπόθεση αυτή, η FV υποστήριξε ότι η απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της εκδόθηκε από δικαστικό σχηματισμό που δεν είχε συσταθεί νομίμως, καθόσον η διαδικασία διορισμού του δικαστή στη θέση που προηγουμένως κατείχε η δικαστής I. Rofes i Pujol ενείχε πλημμέλεια.

18.

Το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε ότι, «λαμβανομένης υπόψη της σημασίας της τηρήσεως των κανόνων που διέπουν τον διορισμό δικαστή για την εμπιστοσύνη των πολιτών και του κοινού στην ανεξαρτησία και την αμεροληψία των δικαστηρίων, ο δικαστής που κατέλαβε την επίμαχη θέση δεν μπορεί να θεωρηθεί νόμιμος δικαστής κατά την έννοια του άρθρου 47, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίοδος, του [Χάρτη]» ( 14 ) και αναίρεσε την απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ. Πιο κάτω στις παρούσες προτάσεις, θα εξετάσω τη συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου στην απόφαση FV ( 15 ).

19.

Το Δικαστήριο δεν επανεξέτασε την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου στην υπόθεση FV. Πράγματι, ο πρώτος γενικός εισαγγελέας εκτίμησε ότι «η απόφαση [FV] δεν εμφανίζει […] σοβαρό κίνδυνο να θιγεί η ενότητα ή η συνοχή του δικαίου της Ένωσης». Ωστόσο, πρότεινε στο Δικαστήριο να επανεξετάσει την απόφαση εκείνη (εξ όσων αντιλαμβάνομαι, λόγω της συνταγματικής σημασίας της). Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν πληρούνταν οι τυπικές προϋποθέσεις επανεξέτασης που προβλέπονται στο άρθρο 62 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ( 16 ).

Οι αποφάσεις στις υποθέσεις Simpson και HG

20.

Η παρούσες διαδικασίες επανεξέτασης αφορούν δύο αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου, την απόφαση της 19ης Ιουλίου 2018, Simpson ( 17 ), και την απόφαση της 19ης Ιουλίου 2018, HG ( 18 ) (στο εξής, από κοινού: οι υπό επανεξέταση αποφάσεις). Στο μέτρο που η επανεξέταση δεν αφορά την ουσία των υποθέσεων αυτών, θα περιοριστώ να συνοψίσω το ουσιώδες μέρος των αποφάσεων αυτών και να παραπέμψω το Δικαστήριο στην ανάγνωση των αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου για λεπτομερέστερη παρουσίαση των εν λόγω υποθέσεων.

Η υπόθεση C-542/18 RX-II, Simpson

21.

Ο Erik Simpson ήταν αρχικώς επικουρικός υπάλληλος στο εσθονικής γλώσσας μεταφραστικό τμήμα του Συμβουλίου. Στη συνέχεια, πέτυχε σε διαγωνισμό μεταφραστών, αναπροσελήφθη ως μόνιμος υπάλληλος (αρχικώς στον βαθμό AD 5 και στη συνέχεια στον βαθμό AD 6) και πέτυχε σε άλλον ένα διαγωνισμό. Ζήτησε να προαχθεί στον βαθμό AD 9, λόγω του ότι είχε επιτύχει στον διαγωνισμό που αντιστοιχούσε στον επιθυμητό βαθμό, καθώς και λόγω του ότι τρεις υπάλληλοι άλλων μεταφραστικών τμημάτων, σε κατάσταση παρεμφερή με τη δική του, είχαν λάβει τέτοια προαγωγή σε βαθμό.

22.

Το Συμβούλιο απέρριψε την αίτηση αυτή και τη διοικητική ένσταση που Ο Ε. Simpson είχε υποβάλει βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων.

23.

Ο Ε. Simpson δικαιώθηκε με την προσφυγή που στη συνέχεια άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ (υπόθεση F-142/11), το οποίο ακύρωσε την απόφαση του Συμβουλίου λόγω του ότι το τελευταίο παρέβη την υποχρέωση αιτιολόγησης. Το Γενικό Δικαστήριο έκανε δεκτή την αίτηση αναιρέσεως που είχε κατατεθεί από το Συμβούλιο (στην υπόθεση T-130/14 P) κατά της απόφασης αυτής και ανέπεμψε την υπόθεση στο Δικαστήριο ΔΔ (η οποία κατέστη η υπόθεση F-142/11 RENV). Στη συνέχεια, με αιτιολογημένη διάταξη της 24ης Ιουνίου 2016, το δεύτερο τμήμα του Δικαστηρίου ΔΔ (αποτελούμενο από τους δικαστές K. Bradley, J. Sant’Anna και A. Kornezov) απέρριψε την προσφυγή στο σύνολό της.

24.

Στις 6 Σεπτεμβρίου 2016, ο E. Simpson άσκησε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου αναίρεση κατά της διάταξης αυτής.

25.

Στις 22 Μαρτίου 2018, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε τους διαδίκους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με τις συνέπειες που η απόφαση FV έχει για την αίτηση αναιρέσεως. Ανταποκρινόμενοι στην πρόσκληση αυτή, οι διάδικοι υποστήριξαν αμφότεροι ότι, αφενός, λόγος ο οποίος αφορά πλημμέλεια στη σύνθεση του δικαστικού σχηματισμού (όπως εκείνη που διαπιστώθηκε από το Γενικό Δικαστήριο στην απόφαση FV) συνιστά λόγο δημοσίας τάξεως ο οποίος πρέπει να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το αναιρετικό δικαστήριο, και, αφετέρου, ότι η αναιρεσιβληθείσα διάταξη είχε υπογραφεί από τον ίδιο δικαστικό σχηματισμό. Συνεπώς, κατά τους διαδίκους, η διάταξη αυτή έπρεπε να αναιρεθεί για τους ίδιους λόγους με εκείνους που έγιναν δεκτοί από το Γενικό Δικαστήριο στην απόφαση FV.

26.

Στη συνέχεια, το Γενικό Δικαστήριο αναίρεσε τη διάταξη του Δικαστηρίου ΔΔ και ανέθεσε την υπόθεση σε άλλο τμήμα του Γενικού Δικαστηρίου, προκειμένου να αποφανθεί επί της προσφυγής σε πρώτο βαθμό. Η διαδικασία αυτή έχει τώρα ανασταλεί.

Η υπόθεση C-543/18 RX-II, HG

27.

Ο HG, υπάλληλος της Επιτροπής, είχε τοποθετηθεί στην αντιπροσωπεία της Επιτροπής στα Ηνωμένα Έθνη στη Νέα Υόρκη. Υπηρεσιακή κατοικία είχε τεθεί στη διάθεσή του λόγω της τοποθέτησης αυτής. Δεν εγκαταστάθηκε πλήρως στην κατοικία αυτή –κατά τα λεγόμενά του, για οικογενειακούς λόγους– αλλά την χρησιμοποιούσε σποραδικά και επέτρεψε σε τρίτο πρόσωπο (έναν φίλο) να έχει την κατοχή της για ορισμένο χρονικό διάστημα ως «φύλακας». Στον HG επιβλήθηκαν πειθαρχική ποινή και η υποχρέωση να αποκαταστήσει τη ζημία που υπέστη η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ο HG υπέβαλε διοικητική ένσταση, η οποία απορρίφθηκε, κατά της απόφασης με την οποία του επιβλήθηκε πειθαρχική ποινή.

28.

Στη συνέχεια, ο HG άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ προσφυγή-αγωγή (υπόθεση F-149/15), με αίτημα, μεταξύ άλλων, να ακυρωθεί η πειθαρχική ποινή και να αποκατασταθεί η ζημία που αυτός υποστήριζε ότι υπέστη. H υπόθεση αυτή (F-149/15) είχε ανατεθεί στο δεύτερο τμήμα του Δικαστηρίου ΔΔ, το οποίο αποτελούνταν αρχικά από τον δικαστή K. Kreppel, τη δικαστή I. Rofes i Pujol και τον δικαστή K. Bradley. Στη συνέχεια, το Δικαστήριο ΔΔ τοποθέτησε τους δικαστές K. Bradley, J. Sant’Anna και A. Kornezov στο δεύτερο τμήμα του ( 19 ) το οποίο, με αυτή τη σύνθεση, απέρριψε την εν λόγω προσφυγή-αγωγή με απόφαση της 19ης Ιουλίου 2016.

29.

Στις 28 Σεπτεμβρίου 2016, ο HG άσκησε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου αναίρεση κατά της απόφασης αυτής.

30.

Στις 31 Ιανουαρίου 2018, ο HG ρώτησε γραπτώς το Γενικό Δικαστήριο αν σκόπευε να ζητήσει από τους διαδίκους να υποβάλουν παρατηρήσεις σχετικά με τις συνέπειες που η απόφαση FV έχει για την αίτηση αναιρέσεως. Στις 26 Μαρτίου 2018, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε τους διαδίκους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί του ζητήματος αυτού. Ανταποκρινόμενοι στην πρόσκληση αυτή, οι διάδικοι υπογράμμισαν αμφότεροι ότι η απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ είχε εκδοθεί από τον ίδιο δικαστικό σχηματισμό με εκείνον του οποίου τη σύνθεση το Γενικό Δικαστήριο έκρινε μη νόμιμη με την απόφαση FV. Ο HG υποστήριξε επίσης ότι λόγος ο οποίος αφορά πλημμέλεια στη σύνθεση του δικαστικού σχηματισμού (όπως αυτή που διαπιστώθηκε από το Γενικό Δικαστήριο στην απόφαση εκείνη) συνιστούσε λόγο δημοσίας τάξεως. Κατά συνέπεια, συνήγαγε ότι η απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ έπρεπε να αναιρεθεί για τους ίδιους λόγους με εκείνους που έγιναν δεκτοί από το Γενικό Δικαστήριο στην απόφαση FV. Η Επιτροπή αναγνώρισε ότι η απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ μπορούσε να αναιρεθεί με βάση τα συμπεράσματα του Γενικού Δικαστηρίου στην απόφαση FV και ότι η υπόθεση μπορούσε στη συνέχεια να ανατεθεί σε άλλο τμήμα του Γενικού Δικαστηρίου (όπως είχε προτείνει επίσης ο HG). Η Επιτροπή εκτίμησε ωστόσο ότι το τμήμα αυτό πρέπει να επαναλάβει τη διαδικασία μόνον από την πρώτη πράξη του δικαστή του οποίου ο διορισμός δεν ήταν νόμιμος ή του τμήματος του Δικαστηρίου ΔΔ στο οποίο ο δικαστής αυτός είχε τοποθετηθεί.

31.

Στη συνέχεια, το Γενικό Δικαστήριο αναίρεσε την αναιρεσιβληθείσα απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ και ανέθεσε την υπόθεση σε άλλο τμήμα του Γενικού Δικαστηρίου, προκειμένου να αποφανθεί σε πρώτο βαθμό επί της προσφυγής. Η διαδικασία αυτή έχει τώρα ανασταλεί.

Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

32.

Στις 20 Αυγούστου 2018, ο πρώτος γενικός εισαγγελέας πρότεινε την επανεξέταση των αποφάσεων στην υπόθεση T-646/16 P, Simpson, και στην υπόθεση T-693/16 P, HG. Στη συνέχεια, το τμήμα επανεξετάσεως εξέδωσε, δυνάμει του άρθρου 62, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 193, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας του εν λόγω δικαστηρίου, τις αποφάσεις της 17ης Σεπτεμβρίου 2018, Επανεξέταση Simpson κατά Συμβουλίου ( 20 ), και Επανεξέταση HG κατά Επιτροπής ( 21 ). Έκρινε ότι επιβαλλόταν η επανεξέταση των δύο αυτών αποφάσεων προκειμένου να καθορισθεί αν αυτές θίγουν την ενότητα ή τη συνοχή του δικαίου της Ένωσης.

33.

Πιο συγκεκριμένα, το τμήμα επανεξετάσεως διευκρίνισε το αντικείμενο των δύο αυτών επανεξετάσεων ως εξής:

«Αντικείμενο της επανεξετάσεως θα αποτελέσει το ζήτημα αν, λαμβανομένης ιδίως υπόψη της γενικής αρχής περί ασφάλειας δικαίου, [οι υπό επανεξέταση αποφάσεις] θίγ[ουν] την ενότητα ή τη συνοχή του δικαίου της Ένωσης καθόσον το Γενικό Δικαστήριο, ως αναιρετικό δικαιοδοτικό όργανο, έκρινε ότι ο δικαστικός σχηματισμός που εξέδωσε [τις υπό επανεξέταση αποφάσεις], δεν είχε νόμιμη σύνθεση, λόγω πλημμέλειας την οποία ενείχε η διαδικασία διορισμού ενός εκ των μελών του δικαστικού σχηματισμού αυτού και η οποία συνεπαγόταν παραβίαση της αρχής του νόμιμου δικαστή που κατοχυρώνεται με το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίοδος, του [Χάρτη].

Η επανεξέταση θα αφορά ειδικότερα το ζήτημα αν, όπως και στην περίπτωση των διαλαμβανομένων στο άρθρο 277 ΣΛΕΕ πράξεων, ο διορισμός δικαστή μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο παρεμπίπτοντος ελέγχου νομιμότητας ή αν αυτός ο παρεμπίπτων έλεγχος νομιμότητας –επί της αρχής ή λόγω παρελεύσεως ορισμένου χρονικού διαστήματος– αποκλείεται ή περιορίζεται σε ορισμένες περιπτώσεις πλημμελειών προκειμένου να διασφαλισθεί η νομική σταθερότητα και η ισχύς του δεδικασμένου.»

34.

Τα κατά το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενδιαφερόμενα μέρη κλήθηκαν να υποβάλουν γραπτές παρατηρήσεις επί των ζητημάτων αυτών. Συναφώς, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν οι αναιρεσείοντες ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το Συμβούλιο, η Επιτροπή και η Βουλγαρική Κυβέρνηση. Οι υποθέσεις ανατέθηκαν στο τμήμα μείζονος συνθέσεως, σύμφωνα με το άρθρο 195, παράγραφος 5, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

35.

Όλοι οι προαναφερθέντες υπέβαλαν προφορικές παρατηρήσεις κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 21ης Μαΐου 2019.

Ανάλυση

Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

36.

Θα αρχίσω με την επισήμανση ότι το Δικαστήριο ουδέποτε αποφάνθηκε επί του ζητήματος αν η συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου στην απόφαση FV ενέχει σοβαρό κίνδυνο για την ενότητα ή τη συνοχή του δικαίου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν προέβη στην επανεξέταση της απόφασης εκείνης για λόγους αμιγώς δικονομικής φύσεως, καθόσον έκρινε ότι η πρόταση του πρώτου γενικού εισαγγελέα αναφορικά με την επανεξέταση της απόφασης αυτής δεν πληρούσε τις απαιτούμενες προϋποθέσεις. Όταν το Δικαστήριο αποφασίζει να μην επανεξετάσει απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου επειδή αυτή δεν ενέχει σοβαρό κίνδυνο για την ενότητα ή τη συνοχή του δικαίου της Ένωσης, η διατύπωση που χρησιμοποιείται είναι εντελώς διαφορετική και αναφέρει μόνον ότι «δεν συντρέχει λόγος επανεξετάσεως της αποφάσεως» ( 22 ).

37.

Το ζήτημα που τέθηκε με την απόφαση FV μένει ανοικτό και οι τώρα υπό επανεξέταση αποφάσεις απλώς τονίζουν τη σημασία του. Στις δύο αυτές αποφάσεις, το Γενικό Δικαστήριο απλώς ακολούθησε την προσέγγιση που είχε προηγουμένως δεχθεί στην απόφαση FV και επανέλαβε τη συλλογιστική που είχε διατυπώσει στην απόφαση εκείνη. Επομένως, δεν είναι δυνατή η επανεξέταση στις παρούσες υποθέσεις χωρίς να προηγηθεί εμπεριστατωμένη ανάλυση της απόφασης FV.

38.

Ενέχουν οι υπό επανεξέταση αποφάσεις τον κίνδυνο να θίξουν την ενότητα ή τη συνοχή του δικαίου της Ένωσης καθόσον, στις αποφάσεις αυτές, το Γενικό Δικαστήριο (i) έκρινε ότι, στο προκείμενο πλαίσιο πραγματικών περιστατικών, η «αρχή του νόμιμου δικαστή» που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίοδος, του Χάρτη παραβιάσθηκε, χωρίς να λάβει υπόψη στην ανάλυσή του την αρχή της ασφάλειας δικαίου, και (ii) προέβη σε παρεμπίπτοντα έλεγχο της νομιμότητας του διορισμού ενός δικαστή του Δικαστηρίου ΔΔ;

39.

Στην ανάλυση που ακολουθεί θα χρησιμοποιώ την έννοια «δικαίωμα σε δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως» αντί της έννοιας «αρχή του νόμιμου δικαστή». Η πρώτη είναι η διατύπωση που χρησιμοποιείται τόσο στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίοδος, του Χάρτη και στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ όσο και στη σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: ΕΔΔΑ). Θεωρώ ότι στην απόφαση FV και στις υπό επανεξέταση αποφάσεις το Γενικό Δικαστήριο αναφέρεται σε αυτήν ακριβώς την πτυχή του δικαιώματος για δίκαιη δίκη όταν κάνει λόγο για την «αρχή του νόμιμου δικαστή» –έκφραση την οποία το Δικαστήριο επανέλαβε στον ορισμό των παραμέτρων της παρούσας επανεξέτασης.

40.

Υπογραμμίζω επίσης ότι οι τρεις αιτήσεις αναιρέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου (και οι παρούσες διαδικασίες επανεξετάσεως) ουδόλως θέτουν υπό αμφισβήτηση τα προσόντα των τριών προσώπων που διορίστηκαν ως δικαστές στο Δικαστήριο ΔΔ. Τα τρία αυτά πρόσωπα περιλαμβάνονταν στον επίμαχο κατάλογο υποψηφίων. Ως εκ τούτου, και τα τρία αυτά πρόσωπα είναι πρόσωπα τα οποία η επιτροπή επιλογής αναγνώρισε ότι «διαθέτουν την πλέον κατάλληλη υψηλού επιπέδου πείρα» (η υπογράμμιση δική μου) για να ασκήσουν τα περί ων πρόκειται καθήκοντα. Με άλλα λόγια, τα τρία συγκεκριμένα πρόσωπα όχι μόνον διαθέτουν τα αναγκαία προσόντα για να διοριστούν δικαστές στο Δικαστήριο ΔΔ, αλλά και ήταν οι καλύτεροι από όλους τους υποψηφίους που αξιολόγησε η επιτροπή επιλογής η οποία, υπενθυμίζω, κατήρτισε τον κατάλογό της βάσει των αντίστοιχων προσόντων. Υπενθυμίζω επίσης ότι ουδέποτε αμφισβητήθηκε η ανεξαρτησία ή η αμεροληψία των δικαστών αυτών ή του δικαστικού σχηματισμού (του δεύτερου τμήματος του Δικαστηρίου ΔΔ στο κρίσιμο χρονικό σημείο).

Επί της πρώτης πτυχής της προβληματικής την οποία προσδιόρισε το Δικαστήριο: το δικαίωμα σε δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως και η στάθμισή του με την αρχή της ασφάλειας δικαίου

Η συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου στην απόφαση FV

41.

Στην απόφαση FV, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε τη διαδικασία διορισμού και έκρινε ότι το νομικό πλαίσιο που θέσπισε η πρόσκληση του 2013 για την υποβολή υποψηφιοτήτων παραβιάστηκε διότι το Συμβούλιο χρησιμοποίησε στη συνέχεια τον επίμαχο κατάλογο υποψηφίων για την κάλυψη όχι μόνον των δύο θέσεων τις οποίες αφορούσε η πρόσκληση του 2013 για την υποβολή υποψηφιοτήτων, αλλά και της θέσης που κατείχε η δικαστής I. Rofes i Pujol, θέσης η οποία ουδέποτε αποτέλεσε αντικείμενο πρόσκλησης για την υποβολή υποψηφιοτήτων ( 23 ).

42.

Θέλω να επισημάνω εκ προοιμίου ότι, κατά την άποψή μου, το συμπέρασμα του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με τη διαδικασία διορισμού είναι ορθό κατά το μέρος που η διαδικασία αυτή, πράγματι, ενείχε πλημμέλεια.

43.

Συγκεκριμένα, χρησιμοποιώντας τον επίμαχο κατάλογο υποψηφίων για να προβεί σε τρεις διορισμούς, μεταξύ των οποίων για τη θέση που προηγουμένως κατείχε η δικαστής I. Rofes i Pujol, το Συμβούλιο απέστη σκόπιμα από τη διαδικασία την οποία το ίδιο είχε καθορίσει στην πρόσκληση του 2013 για την υποβολή υποψηφιοτήτων, όπως προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 2, του παραρτήματος Ι του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η συνοπτική αιτιολογία την οποία το Συμβούλιο παραθέτει στις αιτιολογικές σκέψεις 3 και 4 της απόφασης διορισμού, ήτοι οι λόγοι που ανάγονται στο χρονοδιάγραμμα της μεταρρύθμισης του δικαστικού αρχιτεκτονήματος της Ένωσης, δεν μπορεί, κατά την άποψή μου, να δικαιολογήσει την εκ μέρους του Συμβουλίου παράβαση του νομικού πλαισίου που είχε θεσπιστεί για τον διορισμό των δικαστών στο Δικαστήριο ΔΔ.

44.

Συναφώς, όταν έληξε η θητεία της I. Rofes i Pujol, το Συμβούλιο όφειλε να κινήσει νέα διαδικασία για την αντικατάστασή της, δεδομένου ότι, στην παράγραφο 4 της πρόσκλησης του 2013 για την υποβολή υποψηφιοτήτων, είχε ρητώς ορίσει ότι η εν λόγω διαδικασία περιοριζόταν στην αντικατάσταση μόνο των δύο δικαστών των οποίων η θητεία επρόκειτο να λήξει στις30 Σεπτεμβρίου 2014 ( 24 ). Χρησιμοποιώντας τον επίμαχο κατάλογο υποψηφίων για τον διορισμό τριών δικαστών, το Συμβούλιο δεν εφάρμοσε τους κανόνες που διέπουν τη διαδικασία τους οποίους το ίδιο είχε καθορίσει.

45.

Είναι κατανοητό ότι, όταν εξέδωσε την απόφαση διορισμού, το Συμβούλιο είχε θελήσει να καλύψει το συντομότερο δυνατό όλες τις κενές θέσεις στο Δικαστήριο ΔΔ. Τα άρθρα 1 και 2 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2016/1192 ( 25 ), ο οποίος εκδόθηκε παράλληλα με τους διορισμούς αυτούς, κατήργησαν το Δικαστήριο ΔΔ και μετέφεραν τις αρμοδιότητες του τελευταίου στο Γενικό Δικαστήριο την 1η Σεπτεμβρίου 2016. Ωστόσο, κατά την άποψή μου, το Δικαστήριο ΔΔ όφειλε να τηρήσει τη διαδικασία που το ίδιο είχε καθορίσει. Εφόσον, τον Μάρτιο του 2016, το Συμβούλιο είχε θεωρήσει ότι πλέον δεν υπήρχε χρόνος για τη δημοσίευση πρόσκλησης υποβολής υποψηφιοτήτων για την κάλυψη της θέσης της δικαστού I. Rofes i Pujol, πράγμα που δεν είχε ακόμη γίνει, ήταν θεμιτό η δικαστής αυτή να παραμείνει σε υπηρεσία σύμφωνα με το άρθρο 5, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέχρι την παύση της ύπαρξης του Δικαστηρίου ΔΔ, και το Συμβούλιο να καλύψει τις δύο άλλες θέσεις (οι οποίες είχαν δεόντως αποτελέσει αντικείμενο πρόσκλησης για την υποβολή υποψηφιοτήτων).

46.

Κατά τα λοιπά, η διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης διορισμού ήταν εντελώς σύμφωνη με το νομοθετικό πλαίσιο. Πράγματι, η επιτροπή επιλογής, νομίμως συγκροτηθείσα, είχε καταρτίσει κατάλογο υποψηφίων οι οποίοι διέθεταν την πλέον κατάλληλη υψηλού επιπέδου πείρα. Ο κατάλογος αυτός αποτελούσε έγκυρη βάση για τον διορισμό δύο δικαστών. Σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 2, του παραρτήματος Ι του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο κατάλογος αυτός περιελάμβανε αριθμό υποψηφίων τουλάχιστον διπλάσιο του αριθμού των δικαστών που επρόκειτο να διορισθούν από το Συμβούλιο (ήτοι έξι υποψήφιοι για τρεις δικαστές που διορίσθηκαν τελικά). Το Συμβούλιο περιορίστηκε στον επίμαχο κατάλογο υποψηφίων και επέλεξε από αυτόν τους τρεις συγκεκριμένους δικαστές. Από την ανάγνωση της αιτιολογικής σκέψης 5 της απόφασης διορισμού και όπως επιβεβαίωσε το Συμβούλιο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, προκύπτει ότι το Συμβούλιο διόρισε από τον επίμαχο κατάλογο τους τρεις υποψηφίους με την πλέον κατάλληλη υψηλού επιπέδου πείρα, φροντίζοντας, συγχρόνως, να είναι ισορροπημένη η σύνθεση του Δικαστηρίου ΔΔ στην ευρύτερη δυνατή γεωγραφική βάση μεταξύ των υπηκόων των κρατών μελών και όσον αφορά τα εκπροσωπούμενα εθνικά νομικά συστήματα.

47.

Μολονότι, στην απόφαση FV, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς προσδιόρισε την πλημμέλεια που ενέχει η διαδικασία διορισμού, εντούτοις δεν εκτίμησε ορθώς τις νομικές συνέπειες της πλημμέλειας αυτής. Κατά την άποψή μου, η προσδιορισθείσα πλημμέλεια ήταν ικανή να επηρεάσει την απόφαση διορισμού στο σύνολό της. Το Γενικό Δικαστήριο στάθηκε ακόμη λιγότερο στο λεπτό ζήτημα της στάθμισης μεταξύ, αφενός, του δικαιώματος σε δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως και, αφετέρου, της αρχής της ασφάλειας δικαίου.

48.

Αντ’ αυτού, το Γενικό Δικαστήριο επιδόθηκε στον προσδιορισμό του «δικαστή που κατέλαβε την επίμαχη θέση», ήτοι στον προσδιορισμό του δικαστή ο οποίος διορίστηκε για να καταλάβει την «τρίτη κενή θέση» ( 26 ). Από την ανάγνωση της απόφασης FV ( 27 ) προκύπτει ότι, κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Γενικό Δικαστήριο ακολούθησε τον πρώτο λόγο αναιρέσεως στην υπόθεση εκείνη.

49.

Θεωρώ ότι αυτή η προσέγγιση του Γενικού Δικαστηρίου είναι εσφαλμένη. Εφόσον ο από το Συμβούλιο διορισμός, το 2016, ήταν πλημμελής, είναι αδύνατον να γίνει διαχωρισμός μεταξύ των τριών διορισμών στο Δικαστήριο ΔΔ προκειμένου να προσδιοριστεί ο «τρίτος δικαστής» ο οποίος (κατά το Γενικό Δικαστήριο) είναι ο μόνος τον οποίο επηρεάζει η εν λόγω πλημμέλεια.

50.

Ακόμη και αν υποτεθεί ότι μόνον ένας από τους τρεις διορισμούς δεν ήταν νόμιμος, κάτι το οποίο δεν ισχύει, η απόφαση διορισμού, στην αιτιολογική της σκέψη 5, αναφέρει τους τρεις διορισθέντες υποψηφίους με τη σειρά με την οποία προτάθηκαν από την επιτροπή επιλογής, χωρίς να διευκρινίζει ποιος δικαστής διορίστηκε στην «τρίτη θέση».

51.

Στην προσπάθεια να ακολουθηθεί η συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου, θα ήταν δυνατόν, το πολύ, να υποτεθεί ότι ο S. Van Raepenbusch, πρώην Πρόεδρος του Δικαστηρίου ΔΔ (ο διορισμός του οποίου είχε ισχύ από την 1η Οκτωβρίου 2014, ημερομηνία λήξης της προηγούμενης θητείας του), ήταν ίσως ο πρώτος που επελέγη από το Συμβούλιο. Εντούτοις, βάσει των στοιχείων που, κατά την απόφαση FV, διέθετε το Γενικό Δικαστήριο, είναι αδύνατον να προσδιοριστεί ποιος από τους δύο άλλους υποψηφίους των οποίων ο διορισμός είχε ισχύ από την 1η Απριλίου 2016 ήταν ο διάδοχος της δικαστού I. Rofes i Pujol, ο οποίος διορίστηκε σε αυτή την περιβόητη «τρίτη θέση». Ούτε η αιτιολογική σκέψη 5 ούτε το άρθρο 1 της απόφασης διορισμού αναφέρουν ρητώς ποιος υποψήφιος διορίστηκε σε ποια θέση. Το Συμβούλιο ουδέποτε έχει δεχθεί ότι με οποιονδήποτε τρόπο δεσμεύεται από τη σειρά κατάταξης στον κατάλογο της επιτροπής επιλογής ( 28 ). Επιπλέον, το Συμβούλιο οπωσδήποτε διέθετε ορισμένη διακριτική ευχέρεια κατά την επιλογή μεταξύ των υποψηφίων που περιλαμβάνονταν στον επίμαχο κατάλογο υποψηφίων. Πράγματι, το άρθρο 3, παράγραφος 1, του παραρτήματος Ι του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης το υποχρέωνε να «μεριμνά ούτως ώστε να είναι ισορροπημένη η σύνθεση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης και να στηρίζεται στην ευρύτερη δυνατή γεωγραφική βάση μεταξύ των υπηκόων των κρατών μελών και όσον αφορά τα εκπροσωπούμενα νομικά συστήματα» ( 29 ).

52.

Σημειώνω εν παρόδω ότι ο δικαστής που προσδιορίστηκε ως ο «δικαστής που κατέλαβε την επίμαχη θέση» ουδόλως είχε τη δυνατότητα να υποβάλει τυχόν παρατηρήσεις ως προς τη νομιμότητα του διορισμού του, πράγμα το οποίο, κατά τη γνώμη μου, είναι ικανό να δημιουργήσει προβληματισμούς όσον αφορά τον σεβασμό των δικαιωμάτων του.

53.

Το Γενικό Δικαστήριο αναφέρθηκε επίσης στην κατάσταση των άλλων δυνητικών υποψηφίων για τη θέση που κατείχε η δικαστής I. Rofes i Pujol, οι οποίοι θα είχαν μπορέσει να υποβάλουν υποψηφιότητα αν είχε δημοσιευθεί πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων ( 30 ). Επίσης εδώ, θεωρώ ότι οι εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου είναι άνευ σημασίας για την αίτηση αναιρέσεως που είχε καταθέσει η FV. Ασφαλώς, η ύπαρξη άλλων δυνητικών υποψηφίων και ο συνυπολογισμός των δικαιωμάτων τους προφανώς θα είχαν πρωταρχική σημασία στο πλαίσιο ενδεχόμενης προσφυγής που θα ασκούσε κατά της απόφασης διορισμού ένας τέτοιος δυνητικός υποψήφιος που θα είχε δυσαρεστηθεί. Ωστόσο, το Γενικό Δικαστήριο δεν είχε επιληφθεί τέτοιας προσφυγής όταν εξέδωσε την απόφαση FV.

54.

Στο σημείο αυτό, διακόπτω τη συλλογιστική μου για να υπογραμμίσω ότι, αν και δεν συμφωνώ με τη συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου στο σύνολό της, θεωρώ ότι ορθώς το τελευταίο απέρριψε τα επιχειρήματα που το Συμβούλιο είχε προβάλει για να δικαιολογήσει την πλημμέλεια στη διαδικασία διορισμού ( 31 ). Κατά την άποψή μου, αυτό το μέρος της απόφασης FV δεν εγείρει ζητήματα που έχουν σημασία για τις παρούσες διαδικασίες επανεξέτασης.

55.

Το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε στη συνέχεια την πλημμέλεια της διαδικασίας διορισμού υπό το πρίσμα του δικαιώματος σε δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως, δικαιώματος που προβλέπεται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίοδος, του Χάρτη, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της ΕΣΔΑ και της νομολογίας του ΕΔΔΑ, η οποία επιτάσσει να τηρούνται οι διατάξεις που διέπουν τη διαδικασία διορισμού των δικαστών ( 32 ).

56.

Το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο ακόλουθο συμπέρασμα:

«78. Υπό τις συνθήκες αυτές, λαμβανομένης υπόψη της σημασίας της τηρήσεως των κανόνων που διέπουν τον διορισμό δικαστή για την εμπιστοσύνη των πολιτών και του κοινού στην ανεξαρτησία και την αμεροληψία των δικαστηρίων, ο δικαστής που κατέλαβε την επίμαχη θέση δεν μπορεί να θεωρηθεί νόμιμος δικαστής κατά την έννοια του άρθρου 47, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίοδος, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

79. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται μη νόμιμη σύνθεση του δευτέρου τμήματος του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

80. Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί στο σύνολό της, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να εξεταστούν ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως.»

57.

Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι μεταξύ των ζητημάτων που εξετάστηκαν εκτενώς στην απόφαση FV δεν περιλαμβάνεται το βασικό ζήτημα που τίθεται άπαξ αποδειχθεί η πλημμέλεια στη διαδικασία διορισμού, ήτοι το ζήτημα αν (και, εν ανάγκη, γιατί) η πλημμέλεια αυτή μπορούσε να οδηγήσει ευθέως και αυτομάτως στην αναίρεση της αναιρεσιβληθείσας απόφασης του Δικαστηρίου ΔΔ. Σε περίπτωση πλημμέλειας στη διαδικασία διορισμού δικαστή, ποια ισορροπία πρέπει να βρεθεί μεταξύ δύο θεμελιωδών αρχών ίσης σημασίας: του δικαιώματος σε (δίκαιο και αμερόληπτο) δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως και των απαιτήσεων ασφάλειας δικαίου; Τα ζητήματα αυτά ουδόλως εξετάστηκαν στην απόφαση FV.

58.

Το βασικό αυτό κενό στην απόφαση FV συνιστά, κατά την άποψή μου, σοβαρό κίνδυνο να θιγούν η ενότητα και η συνοχή του δικαίου της Ένωσης. Η συλλογιστική της απόφασης εκείνης επανελήφθη στη συνέχεια στις υπό επανεξέταση αποφάσεις. Συνεπώς, η ανάλυση που ακολουθεί αφορά το σύνολο της νομολογίας αυτής.

Τα σφάλματα του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά τις συνέπειες που πρέπει να συναχθούν από την πλημμέλεια στη διαδικασία διορισμού

59.

Αφότου διαπίστωσε την εν λόγω πλημμέλεια, διέθετε το Γενικό Δικαστήριο οποιαδήποτε εξουσία εκτίμησης, ή είχε την υποχρέωση να αναιρέσει την απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ, που είχε εκδώσει ο επίμαχος δικαστικός σχηματισμός, λόγω προσβολής του δικαιώματος σε δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως; Αν η αναίρεση δεν ήταν η αυτόματη συνέπεια της διαπίστωσης πλημμέλειας στη διαδικασία διορισμού, ποια ήταν η εξουσία εκτίμησης την οποία διέθετε το Γενικό Δικαστήριο;

60.

Για να εξετάσω τα ζητήματα αυτά, θεωρώ αναγκαίο να αναλύσω την πλημμέλεια στη διαδικασία διορισμού υπό το πρίσμα τόσο του δικαιώματος σε δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως όσο και της αρχής της ασφάλειας δικαίου.

– Το δικαίωμα σε δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως

61.

Το άρθρο 47 του Χάρτη αναγνωρίζει, σε μία μόνο διάταξη, το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, το οποίο αναγνωρίζεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ, και το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 13 της ΕΣΔΑ. Η σχέση μεταξύ του άρθρου 47 του Χάρτη και των εν λόγω άρθρων της ΕΣΔΑ εκτίθεται ρητώς στις Επεξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων ( 33 ). Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 47, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη «βασίζεται στο άρθρο 13 της ΕΣΔΑ», και το δεύτερο εδάφιό του «βασίζεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ». Το κατά το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίοδος, του Χάρτη δικαίωμα σε «δικαστήριο που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως» αποτελεί πτυχή του δικαιώματος για δίκη δίκη. Το δικαστήριο, που ορίζεται κατ’ αυτόν τον τρόπο, είναι το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας. Μόνον αν η ακολουθηθείσα διαδικασία για τη σύσταση του δικαστηρίου (i) προβλεπόταν από τον νόμο και (ιι) ακολουθήθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση, το εντεύθεν δικαιοδοτικό όργανο είναι «δικαστήριο που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως».

62.

Εφόσον το περιεχόμενο του άρθρου 47 του Χάρτη αντιστοιχεί σε δικαιώματα που διασφαλίζει η ΕΣΔΑ, το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη απαιτεί όπως η έννοια και η εμβέλεια των δικαιωμάτων πραγματικής προσφυγής και δίκαιης δίκης τα οποία κατοχυρώνονται στο άρθρο 47 είναι ίδιες με εκείνες που αποδίδονται στα αντίστοιχα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στην ΕΣΔΑ. Επομένως, το άρθρο 47 του Χάρτη πρέπει να ερμηνεύεται λαμβανομένων δεόντως υπόψη τόσο των επεξηγήσεων σχετικά με τον Χάρτη όσο και της νομολογίας του ΕΔΔΑ ( 34 ). Επιπλέον, όπως σαφώς αναφέρει το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη, το δίκαιο της Ένωσης δύναται να παρέχει ευρύτερη προστασία.

63.

Κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ, «κατ’ αρχήν, η παράβαση από δικαστήριο εθνικών κανόνων που αφορούν τη σύσταση και την αρμοδιότητα των δικαστικών οργάνων συνιστά παράβαση του άρθρου 6, § 1. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο δύναται να εξετάσει αν το εθνικό δίκαιο τηρήθηκε συναφώς. Ωστόσο, λαμβανομένης υπόψη της γενικής αρχής ότι πρωτίστως στα εθνικά δικαστήρια εναπόκειται να ερμηνεύουν τα ίδια τις διατάξεις του εθνικού δικαίου, το Δικαστήριο εκτιμά ότι δεν δύναται να θέσει υπό αμφισβήτηση την ερμηνεία τους, εκτός αν υπήρξε κατάφωρη παραβίαση του εθνικού δικαίου» ( 35 ).

64.

Επομένως, για να διαπιστωθεί ότι υπήρξε προσβολή του δικαιώματος σε δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως και ότι η προσβολή αυτή (εξεταζόμενη ατομικά) συνεπαγόταν επίσης προσβολή του δικαιώματος για δίκαιη δίκη το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ, η νομολογία του ΕΔΔΑ απαιτεί «κατάφωρη» ( 36 ) ή «σοβαρή» ( 37 ) παραβίαση του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου. Μόνον όταν υπήρξε «κατάφωρη παραβίαση» του εθνικού δικαίου δεν είναι πλέον αναγκαίο να συνεχιστεί η εξέταση για να καθοριστεί αν η εντεύθεν δικανική κρίση («δίκη») δεν είναι δίκαιη ( 38 ).

65.

Κατά συνέπεια, κάθε πλημμέλεια στη διαδικασία διορισμού δεν είναι ικανή να θίξει αρκούντως την πτυχή του δικαιώματος για δίκαιη δίκη την οποία πτυχή συνιστά το δικαίωμα σε «δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως», ώστε να προσβάλει το δικαίωμα για δίκαιη δίκη ( 39 ). Επομένως, πρέπει να εξεταστεί η έννοια της φράσης «δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως» υπό το πρίσμα του σκοπού της.

66.

Η φράση αυτή καλύπτει όχι μόνον τη νομική βάση για την ύπαρξη «δικαστηρίου», αλλά και τη διαμόρφωση κρίσης σε κάθε υπόθεση, πράγμα που περιλαμβάνει τους κανόνες σχετικά με τον διορισμό των δικαστών ( 40 ). Ο όρος «νομίμως» περιλαμβάνει τη νομοθεσία σχετικά με τη σύσταση και την αρμοδιότητα των δικαστικών οργάνων καθώς και κάθε άλλη διάταξη του εσωτερικού δικαίου της οποίας η μη τήρηση καθιστά παράνομη τη συμμετοχή ενός ή περισσότερων δικαστών στην εξέταση της υπόθεσης ( 41 ).

67.

Ο λόγος ύπαρξης αυτής της πτυχής του δικαιώματος για δίκαιη δίκη είναι να εμποδιστεί η εκτελεστική εξουσία να ασκεί απόλυτη διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τη σύσταση ενός δικαστηρίου ή τον διορισμό των δικαστών και να επιτευχθεί να διέπονται τα ζητήματα αυτά από νομοθετικές διατάξεις ( 42 ). Η διαχωρισμός μεταξύ της εκτελεστικής και της δικαστικής εξουσίας διαδραματίζει ολοένα σημαντικότερο ρόλο στη νομολογία του ΕΔΔΑ ( 43 ). Η έννοια αυτή αντικατοπτρίζει την αρχή του κράτους δικαίου, η οποία είναι σύμφυτη με ολόκληρο το σύστημα της ΕΣΔΑ, καθόσον όργανο το οποίο δεν έχει συσταθεί σύμφωνα με τη βούληση του νομοθέτη κατ’ ανάγκην στερείται της απαιτούμενης σε μια δημοκρατική κοινωνία νομιμοποίησης για να εκδικάζει υποθέσεις ιδιωτών ( 44 ).

68.

Συνεπώς, τίθεται το ζήτημα πότε παράβαση των κανόνων που διέπουν τον διορισμό των δικαστών συνεπάγεται, αυτή καθ’ εαυτή, προσβολή του δικαιώματος για δίκαιη δίκη.

69.

Η πρόσφατη νομολογία του ΕΔΔΑ, και ιδίως η απόφασή του Ástráðsson, παρέχει συναφώς σημαντικές διευκρινίσεις.

70.

Στην απόφαση εκείνη, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η συμμετοχή δικαστή, έχοντος διοριστεί κατά παράβαση των εθνικών κανόνων σχετικά με τη διαδικασία διορισμού των δικαστών, σε δικαστικό σχηματισμό ο οποίος διαπίστωσε την τέλεση ποινικών αδικημάτων καταλογιστέων στον προσφεύγοντα συνιστούσε, αυτή καθ’ εαυτή, παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ ( 45 ).

71.

Πριν εξετάσω τη συλλογιστική του ΕΔΔΑ, πρέπει να εκθέσω τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης. Επρόκειτο για διαδικασία διορισμού δεκαπέντε δικαστών σε νεοσυσταθέν εφετείο στην Ισλανδία. Κατ’ αρχήν, κατά τη σχετική εθνική νομοθεσία, ανεξάρτητη επιτροπή αξιολόγησης αποτελούμενη από πέντε ειδικούς (στο εξής: επιτροπή αξιολόγησης) επέλεγε τους δεκαπέντε υποψηφίους με τα περισσότερα προσόντα και η Υπουργός Δικαιοσύνης (στο εξής: υπουργός) δεν είχε δικαίωμα να διορίσει υποψήφιο άλλον από τους δεκαπέντε που είχαν προταθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο. Ωστόσο, κατά παρέκκλιση από τον κανόνα αυτόν, το Κοινοβούλιο μπορούσε να κάνει δεκτή την πρόταση της υπουργού να διοριστεί συγκεκριμένος υποψήφιος ο οποίος, μολονότι δεν περιλαμβανόταν μεταξύ των δεκαπέντε καλύτερων υποψηφίων, πληρούσε εντούτοις τα ελάχιστα κριτήρια για να διοριστεί ( 46 ).

72.

Τριάντα επτά άτομα υπέβαλαν υποψηφιότητα, εκ των οποίων τριάντα τρία αξιολογήθηκαν από την επιτροπή αξιολόγησης. Μολονότι η υπουργός ζήτησε να έχει στη διάθεσή της κατάλογο με είκοσι, για παράδειγμα, πρόσωπα, μεταξύ των οποίων θα μπορούσε να επιλέξει, η επιτροπή αξιολόγησης έμεινε πιστή στο γράμμα του νόμου και της παρουσίασε κατάλογο με τα ονόματα των δεκαπέντε καλύτερων υποψηφίων, η κατάταξη των οποίων είχε γίνει βάσει των αντίστοιχων προσόντων, ο οποίος συνοδεύονταν με γερά θεμελιωμένη ανάλυση της διαδικασίας αξιολόγησης. Η υπουργός επιθυμούσε να διορίσει ορισμένους άλλους υποψήφιους στις σχετικές θέσεις. Εκτιμώντας ότι έπρεπε να δοθεί μεγαλύτερο βάρος στη δικαστική πείρα και επικαλούμενη τον νόμο για την ισότητα ευκαιριών (νόμο 10/2008 για την ισότητα ευκαιριών), παρουσίασε στην κοινοβουλευτική επιτροπή συνταγματικών υποθέσεων και ελέγχου (την «Constitutional and Supervisory Committee», στο εξής: CSC) κατάλογο ο οποίος περιελάμβανε μόνον ένδεκα από τους επιτυχόντες που είχε επιλέξει η επιτροπή αξιολόγησης ( 47 ), ενώ τα τέσσερα άλλα πρόσωπα ασφαλώς ήταν υποψήφιοι με προσόντα, αλλά δεν ήταν επιτυχόντες στη διαδικασία επιλογής ( 48 ). Η υπουργός δεν ζήτησε νέα αξιολόγηση, βάσει των κατ’ αυτόν τροποποιηθέντων κριτηρίων, από την επιτροπή αξιολόγησης ( 49 ).

73.

Τα μέλη του κοινοβουλίου (βουλευτές) που απάρτιζαν την CSC ψήφισαν επί της προτάσεως της υπουργού με βάση την πολιτική τους τοποθέτηση. Την πρόταση αυτή υποστήριξε η πλειοψηφία, ενώ η μειοψηφία εξέφρασε σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα της συμπεριφοράς της υπουργού με τους κανόνες του διοικητικού δικαίου. Η πρόταση που εγκρίθηκε από την πλειοψηφία της CSC παραπέμφθηκε στη συνέχεια στο κοινοβούλιο. Οι βουλευτές, ψηφίζοντας αυστηρά με βάση την πολιτική τους τοποθέτηση, απέρριψαν τη μειοψηφούσα γνώμη της CSC η οποία απέβλεπε στην απόρριψη της πρότασης της υπουργού. Στη συνέχεια, οι βουλευτές, ψηφίζοντας πάλι με βάση την πολιτική τους τοποθέτηση, ενέκριναν κατά πλειοψηφία τον κατάλογο υποψηφίων που είχε προτείνει η υπουργός (η ψηφοφορία αφορούσε τον κατάλογο στο σύνολό του και όχι τους επιμέρους υποψηφίους, όπως όριζε ο νόμος). Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας της Ισλανδίας, μολονότι εξέφρασε τις ύστατες αμφιβολίες ως προς τη διαδικασία που ακολουθήθηκε στο κοινοβούλιο, υπέγραψε εν τέλει τους διορισμούς στο εφετείο των δεκαπέντε υποψηφίων που είχε προτείνει η υπουργός ( 50 ).

74.

Όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης εκείνης, ο προσφεύγων G. Ástráðsson κρίθηκε ένοχος, από ποινικό δικαστήριο, για οδήγηση οχήματος χωρίς άδεια οδήγησης και υπό την επήρεια ναρκωτικών. Καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 17 μηνών και στη διά βίου αφαίρεση της άδειάς του οδήγησης. Προσέφυγε ενώπιον του εφετείου ζητώντας μείωση της ποινής του. Στη συνέχεια, ο δικηγόρος του αμφισβήτησε την παρουσία, στον δικαστικό σχηματισμό τεσσάρων δικαστών, ενός δικαστή του οποίου το όνομα δεν περιλαμβανόταν στον κατάλογο των δεκαπέντε επιτυχόντων που είχε παρουσιάσει η επιτροπή αξιολόγησης, επικαλούμενος μεταξύ άλλων την απόφαση FV. Ωστόσο, τα επιχειρήματά του G. Ástráðsson απορρίφθηκαν τόσο από το εφετείο όσο και από το Ανώτατο Δικαστήριο. Ως εκ τούτου, άσκησε προσφυγή ενώπιον του ΕΔΔΑ ( 51 ).

75.

Σημειωτέον ότι το ΕΔΔΑ, πριν αρχίσει την ανάλυσή του, αναφέρθηκε τόσο στην απόφαση FV όσο και στην απόφαση του Δικαστηρίου ΕΖΕΣ στην υπόθεση Pascale Nobile ( 52 ).

76.

Προκειμένου να συναγάγει ότι υπήρξε παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ, το ΕΔΔΑ έλαβε υπόψη διάφορα στοιχεία. Πρώτον, έδωσε ιδιαίτερη σημασία σε δύο αποφάσεις του ισλανδικού Ανωτάτου Δικαστηρίου σχετικά με τη διαδικασία διορισμού δικαστών. Το εν λόγω δικαστήριο είχε ήδη κρίνει, στο πλαίσιο προσφυγών που είχαν ασκήσει υποψήφιοι προταθέντες από την επιτροπή αξιολόγησης αλλά μη διορισθέντες ( 53 ), ότι η υπουργός παραβίασε τη διαδικασία διορισμού αφαιρώντας τέσσερις υποψηφίους από τον κατάλογο των δεκαπέντε υποψηφίων με τα περισσότερα προσόντα τον οποίο είχε προτείνει η επιτροπή αξιολόγησης και προσθέτοντας τέσσερις άλλους υποψηφίους (οι οποίοι περιλαμβάνονταν στην έκθεση αξιολόγησης της επιτροπής και είχαν κριθεί ότι διαθέτουν επαρκή προσόντα, αλλά είχαν καταταγεί σε σειρά που απέκλειε τον διορισμό τους), χωρίς να βασιστεί σε νέα έγγραφα ή να προβεί σε ανεξάρτητη αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών. Για τον λόγο αυτόν, το ισλανδικό Ανώτατο Δικαστήριο είχε επιδικάσει αποζημίωση για ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που είχαν υποστεί οι άλλοι υποψήφιοι (το αίτημα αποκατάστασης της χρηματικής ζημίας είχε απορριφθεί από το δικαστήριο αυτό, όπως και η προσφυγή για την ακύρωση της απόφασης της υπουργού να μην συμπεριλάβει τους εν λόγω υποψηφίους στον κατάλογο των προσώπων προς διορισμό) ( 54 ).

77.

Δεύτερον, η παραβίαση της εφαρμοστέας εθνικής νομοθεσίας ήταν ουσιώδης καθόσον αφορούσε ένα βασικό σκέλος της διαδικασίας διορισμού και τον πυρήνα της διαδικασίας επιλογής των υποψηφίων. Εξάλλου, η υπουργός είχε επίγνωση της κατάστασης και επομένως ενήργησε κατά πρόδηλη παράβαση των εφαρμοστέων κανόνων ( 55 ).

78.

Τρίτον, η απόφαση Ástráðsson υπογραμμίζει ότι ούτε το ισλανδικό Κοινοβούλιο ακολούθησε την προβλεπόμενη διαδικασία για τον διορισμό των δικαστών, καθόσον δεν πραγματοποίησε χωριστή ψηφοφορία για κάθε υποψήφιο. Πάντως, σκοπός αυτού του σταδίου της διαδικασίας ήταν να διασφαλιστεί η ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας έναντι της εκτελεστικής. Το γεγονός ότι το κοινοβούλιο δεν εκπλήρωσε την αποστολή που του αναθέτουν οι εφαρμοστέες νομοθετικές διατάξεις συνιστούσε πρόσθετη σοβαρή πλημμέλεια στη διαδικασία επιλογής ( 56 ). Επισημαίνω συναφώς ότι, μολονότι το ΕΔΔΑ δεν αναφέρει ρητώς τούτο στη συλλογιστική του σχετικά με την προσβολή του δικαιώματος σε δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως (αλλά το αναφέρει ρητώς όταν εκθέτει το εθνικό πραγματικό πλαίσιο), οι διαδοχικές ψηφοφορίες, τόσο εντός της CSC όσο και εντός του κοινοβουλίου, με τις οποίες εγκρίθηκε η πρόταση της υπουργού αντικατοπτρίζουν πιστά την πολιτική τοποθέτηση των βουλευτών που κλήθηκαν να μετάσχουν σε αυτές ( 57 ).

79.

Επομένως, το ΕΔΔΑ συνήγαγε ότι, ως εκ της φύσεώς τους, οι παραβάσεις της επίμαχης διαδικασίας συνιστούσαν κατάφωρη παράβαση των εφαρμοστέων κανόνων, τόσο εκ μέρους της εκτελεστικής εξουσίας, η οποία υπερέβη τα όρια της διακριτικής της ευχέρειας και προδήλως παρέβη τους εν λόγω κανόνες, όσο και εκ μέρους του κοινοβουλίου, το οποίο απέτυχε στο καθήκον του να διασφαλίσει ότι η διαδικασία διορισμού σέβεται την ισορροπία μεταξύ της νομοθετικής εξουσίας και της δικαστικής εξουσίας. Κατά συνέπεια, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η διαδικασία αυτή μπορούσε να κλονίσει την εμπιστοσύνη που η δικαστική εξουσία πρέπει να εμπνέει στο κοινό σε μια δημοκρατική κοινωνία και ότι, επομένως, υπήρξε παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ ( 58 ).

80.

Η υπόθεση Ástráðsson προδήλως έχει κοινά στοιχεία με την κατάσταση στην οποία ανάγονται οι υπό επανεξέταση υποθέσεις. Και στις δύο περιπτώσεις, η διαδικασία διορισμού των δικαστών περιελάμβανε τη γνώμη ανεξάρτητης επιτροπής. Η επιτροπή αυτή παρουσίασε στην εκτελεστική εξουσία κατάλογο των υποψηφίων που έχουν τα περισσότερα προσόντα. Η διαδικασία διορισμού των δικαστών ενέχει μια πλημμέλεια, την οποία διέπραξε η εκτελεστική εξουσία έχοντας επίγνωση ότι αφίσταται από την προβλεπόμενη διαδικασία ( 59 ).

81.

Οι ομοιότητες όμως σταματούν εδώ.

82.

Η διαδικασία διορισμού των δικαστών στο Δικαστήριο ΔΔ ενέχει μόνον μία διαδικαστικά πλημμέλεια: χωρίς να διατυπώσει νέα πρόσκληση για την υποβολή υποψηφιοτήτων για την τρίτη θέση που εν τω μεταξύ είχε καταστεί κενή στο Δικαστήριο ΔΔ, το Συμβούλιο διόρισε τρεις υποψηφίους αντί για δύο βάσει υπάρχοντος καταλόγου που είχε καταστιστεί για την κάλυψη δύο θέσεων. Τούτου λεχθέντος, ωστόσο, το Συμβούλιο επέλεξε κατ’ αυτόν τον τρόπο υποψηφίους των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονταν στο κατάλογο που είχε προτείνει η επιτροπή επιλογής, ο οποίος περιελάμβανε αριθμό υποψηφίων διπλάσιο του αριθμού των δικαστών που διορίστηκαν τελικά από το Συμβούλιο (έξι υποψήφιοι για την πλήρωση εν τέλει τριών θέσεων). Μολονότι δεν όφειλε να το πράξει, το Συμβούλιο πράγματι διόρισε τα τρία πρώτα πρόσωπα του καταλόγου, τα οποία η επιτροπή επιλογής είχε κατατάξει βάσει προσόντων. Το Συμβούλιο απέστη από την προβλεπόμενη διαδικασία αποκλειστικά για λόγους χρονοδιαγράμματος (με άλλα λόγια, ίσως για λόγους διοικητικής απλούστευσης ( 60 ) –το Δικαστήριο ΔΔ έπρεπε να παύσει τη λειτουργία του σε διάστημα μικρότερο των πέντε μηνών από τότε που ανέλαβαν τα καθήκοντά τους οι νέοι δικαστές που διορίστηκαν ( 61 ).

83.

Αντιθέτως, στη διαδικασία διορισμού δικαστών που περιγράφτηκε στην υπόθεση Ástráðsson, η επιτροπή αξιολόγησης είχε προτείνει κατάλογο των δεκαπέντε υποψηφίων με τα περισσότερα προσόντα, αριθμός ο οποίος αντιστοιχούσε σε εκείνον των θέσεων. Η υπουργός αφαίρεσε τέσσερα ονόματα από τον σχετικό κατάλογο και προσέθεσε σε αυτόν εκείνα άλλων υποψηφίων οι οποίοι είχαν μετάσχει στη διαδικασία και είχε κριθεί ότι διαθέτουν επαρκή προσόντα, αλλά λιγότερα σε σχέση με τους δεκαπέντε προταθέντες υποψηφίους. Ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, η υπουργός σκοπίμως απέρριψε τέσσερις επιτυχόντες (ήτοι τέσσερις από τους υποψηφίους που η επιτροπή είχε κρίνει ότι διαθέτουν τα περισσότερα προσόντα) για να τους αντικαταστήσει με άλλους υποψηφίους της επιλογής της.

84.

Στο στάδιο αυτό, είναι σημαντικό να εξεταστεί προσεκτικά η συγκεκριμένη συλλογιστική την οποία το ΕΔΔΑ ακολούθησε στις σκέψεις 102, 103 και 123 της απόφασής του (οι οποίες αποτελούν, κατ’ εμέ, την πραγματική βάση της ανάλυσης του ΕΔΔΑ), τις οποίες παραθέτω in extenso:

«102.

Το Δικαστήριο επισημαίνει συναφώς ότι από τα κριτήρια που διατυπώνονται στη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την “κατάφωρη” παραβίαση του εθνικού δικαίου προκύπτει ότι το κριτήριο αυτό μπορεί να θεωρηθεί ότι πληρούται μόνον σε περίπτωση παράβασης των εθνικών διατάξεων που διέπουν τη σύσταση ενός δικαστηρίου οι οποίες είναι θεμελιώδους σημασίας και αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της συγκρότησης και της λειτουργίας του δικαστικού συστήματος. Στο πλαίσιο αυτό, η έννοια της “κατάφωρης” παραβίασης του εθνικού δικαίου συνδέεται κατά συνέπεια με τη φύση και τη σοβαρότητα της προβαλλόμενης παράβασης. Εξάλλου, το Δικαστήριο, όταν εξετάζει το ζήτημα αν η σύσταση ενός δικαστηρίου ήταν αποτέλεσμα “κατάφωρης” παραβίασης του εθνικού δικαίου, λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι τα πραγματικά περιστατικά που του παρουσιάζονται αποδεικνύουν ότι η παράβαση των εθνικών κανόνων σχετικά με τον διορισμό των δικαστών ήταν σκόπιμη ή, τουλάχιστον, ότι συνιστούσε πρόδηλη μη τήρηση του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου [βλ. επίσης, στο πλαίσιο αυτό, απόφαση FV, σκέψη 77].

103.

Τέλος, το Δικαστήριο υπενθυμίζει τον “ολοένα σημαντικότερο ρόλο της διάκρισης της εκτελεστικής και της δικαστικής εξουσίας στη νομολογία του” […]. Το ίδιο ισχύει επίσης για την “ανάγκη διατήρησης της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης” […]. Συνεπώς, βάσει των ανωτέρω αρχών και λαμβανομένων υπόψη του αντικειμένου και του σκοπού της απαίτησης όπως πάντοτε ένα δικαστήριο έχει συσταθεί νομίμως, καθώς και του στενού συνδέσμου της απαίτησης αυτής με τη θεμελιώδη αρχή του κράτους δικαίου, το Δικαστήριο οφείλει να μην σταθεί στο φαίνεσθαι και να εξακριβώσει αν μια παράβαση των εθνικών κανόνων που διέπουν τον διορισμό των δικαστών δημιούργησε πραγματικό κίνδυνο να ασκήσουν άλλες εξουσίες του κράτους, και ιδίως η εκτελεστική εξουσία, αδικαιολόγητη διακριτική ευχέρεια, θέτοντας σε κίνδυνο την ακεραιότητα της διαδικασίας διορισμού δικαστών σε βαθμό που δεν είχε προβλεφθεί από τους ισχύοντες κατά τον κρίσιμο χρόνο εθνικούς κανόνες.

[…]

123.

Υπό το πρίσμα όλων των ανωτέρω στοιχείων, το Δικαστήριο δεν έχει άλλη επιλογή παρά να συναγάγει ότι η διαδικασία με την οποία ο Α. Ε. διορίστηκε δικαστής στο εφετείο, λαμβανομένης υπόψη της φύσης των διαδικαστικών παραβάσεων του εθνικού δικαίου, όπως αυτές επιβεβαιώθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο της Ισλανδίας, συνιστούσε κατάφωρη παράβαση των εφαρμοστέων κατά τον κρίσιμο χρόνο κανόνων. Πράγματι, το Δικαστήριο εκτιμά ότι η διαδικασία αυτή συνεπαγόταν την άσκηση, εκ μέρους της εκτελεστικής εξουσίας, αδικαιολόγητης διακριτικής ευχέρειας, η οποία δεν προβλεπόταν από την ισχύουσα νομοθεσία, κατά την επιλογή τεσσάρων δικαστών στο νέο εφετείο, συμπεριλαμβανομένου του Α. Ε., το στοιχείο δε αυτό συνδέεται με το γεγονός ότι το κοινοβούλιο παρέλειψε να τηρήσει το νομοθετικό πλαίσιο που είχε θεσπιστεί προηγουμένως για να εξασφαλιστεί προσήκουσα ισορροπία μεταξύ της εκτελεστικής και της νομοθετικής εξουσίας στη διαδικασία διορισμού. Επιπλέον, όπως έκρινε το Ανώτατο Δικαστήριο, ο Υπουργός Δικαιοσύνης ενήργησε κατά πρόδηλη παράβαση των εφαρμοστέων κανόνων αποφασίζοντας να αντικαταστήσει τέσσερις από τους δεκαπέντε υποψηφίους, για τους οποίους η επιτροπή είχε κρίνει ότι συγκαταλέγονται μεταξύ των υποψηφίων που διαθέτουν τα περισσότερα προσόντα, με τέσσερις άλλους υποψηφίους, οι οποίοι κρίθηκαν ότι διαθέτουν λιγότερα προσόντα, μεταξύ των οποίων ο Α. Ε. Κατά συνέπεια, η διαδικασία αυτή έπληξε την εμπιστοσύνη την οποία, σε μια δημοκρατική κοινωνία, η δικαιοσύνη πρέπει να εμπνέει στους πολίτες και προσέβαλε την ίδια την ουσία της αρχής ότι ένα δικαστήριο πρέπει να έχει συσταθεί νομίμως, ήτοι μιας από τις θεμελιώδεις αρχές του κράτους δικαίου. Το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι, αν εξέφερε αντίθετη κρίση όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, τούτο θα ισοδυναμούσε με το θεωρηθεί ότι η θεμελιώδης αυτή εγγύηση, την οποία κατοχυρώνει το άρθρο 6, παράγραφος 1, της [ΕΣΔΑ], στερείται αποτελεσματικής προστασίας. Συνεπώς, το Δικαστήριο συνάγει ότι εν προκειμένω συντρέχει παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 1, της [ΕΣΔΑ].»

85.

Κατά την άποψή μου, από τις σκέψεις της απόφασης Ástráðsson που μόλις παρέθεσα προκύπτει ότι, ακόμη και αν πρέπει «να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι τα πραγματικά περιστατικά αποδεικνύουν ότι η παράβαση των εθνικών κανόνων σχετικά με τον διορισμό των δικαστών ήταν σκόπιμη», το στοιχείο αυτό δεν είναι από μόνο του αρκετό προκειμένου μια πλημμέλεια στη διαδικασία διορισμού ενός δικαστή να συνιστά κατάφωρη παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ. Η εξέταση πρέπει να προχωρήσει πέρα από το επιμέρους αυτό στοιχείο και να εξακριβωθεί αν η παράβαση των κανόνων που διέπουν τον διορισμό των δικαστών προκάλεσε πραγματικό κίνδυνο άλλοι φορείς της κρατικής εξουσίας, και ιδίως της εκτελεστικής εξουσίας, να άσκησαν τις αρμοδιότητές τους κατά τρόπο που έθεσε σε κίνδυνο την ακεραιότητα της διαδικασίας διορισμού ( 62 ). Αν συνέβη αυτό –αν υπήρξε «άσκηση, από την εκτελεστική εξουσία, αδικαιολόγητης διακριτικής ευχέρειας» (με αποτέλεσμα ότι η εντεύθεν διαδικασία «έπληξε την εμπιστοσύνη την οποία, σε μια δημοκρατική κοινωνία, η δικαιοσύνη πρέπει να εμπνέει στους πολίτες και προσέβαλε την ίδια την ουσία της αρχής ότι ένα δικαστήριο πρέπει να έχει συσταθεί νομίμως»)–, τότε συντρέχει «κατάφωρη» προσβολή του δικαιώματος σε δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως η οποία συνεπάγεται, αυτή καθ’ εαυτή, προσβολή του δικαιώματος για δίκαιη δίκη.

86.

Αν η ανάλυση αυτή εφαρμοστεί στην πλημμέλεια την οποία ενέχει η επίμαχη εν προκειμένω απόφαση διορισμού, δεν θα είναι εύλογο να συναχθεί ότι η αυτή η πλημμέλεια μπόρεσε να πλήξει «την εμπιστοσύνη την οποία, σε μια δημοκρατική κοινωνία, η δικαιοσύνη πρέπει να εμπνέει στους πολίτες». Σε αντίθεση με τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν το υπόβαθρο της απόφασης Ástráðsson, δεν υπήρξαν μεθοδεύσεις, εκ μέρους της εκτελεστικής εξουσίας, σχετικά με έναν κατάλογο προκειμένου να αποκλειστούν ορισμένοι επιτυχόντες και να αντικατασταθούν με άλλους υποψηφίους. Με την πλημμέλεια που προσδιορίσθηκε, η εκτελεστική εξουσία δεν άσκησε την εξουσία της κατά τέτοιον τρόπο ώστε να πλήξει ολόκληρη τη διαδικασία διορισμού.

87.

Εφαρμόζοντας τα κριτήρια που το ΕΔΔΑ διατύπωσε στην απόφαση Ástráðsson, συνάγω ότι η συγκεκριμένη πλημμέλεια την οποία ενέχει ο διορισμός των τριών δικαστών στο Δικαστήριο ΔΔ, όπως αυτή περιγράφεται στην απόφαση FV και στις υπό επανεξέταση αποφάσεις, δεν μπορούσε, από μόνη της, να οδηγήσει σε «κατάφωρη προσβολή» του δικαιώματος για δίκαιη δίκη το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίοδος, του Χάρτη. Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν, υπό το πρίσμα όλων των κρίσιμων στοιχείων, το δικαίωμα για δίκαιη δίκη τηρήθηκε εν προκειμένω, πράγμα που δεν εξετάστηκε από το Γενικό Δικαστήριο. Είναι προφανές ότι τόσο οι προσφυγές των προσφευγόντων στις υπό επανεξέταση υποθέσεις όσο και η προσφυγή της προσφεύγουσας FV εκδικάστηκαν από τμήμα του Δικαστηρίου ΔΔ συγκείμενο από πρόσωπα που διέθεταν όλα τα απαιτούμενα προσόντα για να ασκούν τα καθήκοντα του δικαστή στο δικαστήριο αυτό και επελέγησαν από τον κατάλογο τον οποίο κατήρτισε η επιτροπή επιλογής· και ότι δεν προσδιορίστηκε κανένα σφάλμα ικανό να επηρεάσει την εκδίκαση των υποθέσεων αυτών από τον δικαστικό σχηματισμό.

– Η αρχή της ασφάλειας δικαίου

88.

Υπό το πρίσμα όσων προεκτέθηκαν και λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την αρχή της ασφάλειας δικαίου, θα εξετάσω τώρα τη συνέπεια την οποία το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε από την πλημμέλεια της διαδικασίας διορισμού, ήτοι την αναίρεση των αποφάσεων του Δικαστηρίου ΔΔ στις υποθέσεις FV, HG και Simpson.

89.

Εξ όσων γνωρίζω, η αρχή της ασφάλειας δικαίου, την οποία το Δικαστήριο έχει αναγάγει σε γενική αρχή του δικαίου ( 63 ), εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη νομολογία του Δικαστηρίου στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Ήδη με την πρώτη αυτή απόφαση, το Δικαστήριο προέβη σε στάθμιση μεταξύ της αρχής αυτής και της αρχής της νομιμότητας και τόνισε ότι το ζήτημα ποια από τις δύο αρχές πρέπει να υπερισχύσει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση εξαρτάται από τη σύγκρουση του δημόσιου συμφέροντος με τα επίμαχα ιδιωτικά συμφέροντα ( 64 ).

90.

Η αρχή της ασφάλειας δικαίου απαιτεί να είναι οι κανόνες δικαίου σαφείς και ακριβείς, σκοπεί δε να εξασφαλίσει το προβλέψιμο των καταστάσεων και των έννομων σχέσεων που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης ( 65 ). Η νομολογία του Δικαστηρίου τής έχει δώσει διάφορες πτυχές με σκοπό να διατηρηθούν η βεβαιότητα, η σταθερότητα, η ενότητα και η συνοχή της έννομης τάξης της Ένωσης ( 66 ). Η αρχή αυτή αποτελεί την πηγή και το θεμέλιο δύο άλλων παρεπόμενων αρχών του δικαίου της Ένωσης: της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ( 67 ) και της αρχής του δεδικασμένου ( 68 ).

91.

Όσον αφορά το σημείο στο οποίο η αρχή της ασφάλειας δικαίου εφάπτεται με την αρχή του δεδικασμένου, συντάσσομαι με τη θέση του doyen Carbonnier: «αυτό που δίνει στη δικανική κρίση την πλήρη αξία της, την ανωτερότητά της έναντι της διευθέτησης μιας διαφοράς μεταξύ δύο εριστικών προσώπων που θα μπορούσε να επιχειρήσει ένας καλόπιστος περαστικός, δεν είναι ότι ανταποκρίνεται στην απόλυτη αλήθεια (πού είναι η αλήθεια;) –είναι ότι το κράτος την περιβάλλει με μια ιδιαίτερη ισχύ η οποία απαγορεύει την αμφισβήτησή της, διότι πρέπει να δίνεται ένα τέλος στις διαφορές […] πράγμα που εγγυάται τη σταθερότητα, την ασφάλεια και την ειρήνη μεταξύ των ανθρώπων» ( 69 ).

92.

Συναφώς, το Δικαστήριο δεν έχει διστάσει να περιορίσει τα διαχρονικά αποτελέσματα αποφάσεών του προκειμένου να διαφυλάξει την ασφάλεια δικαίου. Όσον αφορά την προσφυγή ακυρώσεως, η δυνατότητα αυτή ρητώς προβλέπεται από το άρθρο 264, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Το Δικαστήριο έχει προβεί σε έναν τέτοιο περιορισμό επίσης σε υποθέσεις προδικαστικής παραπομπής που αφορούσαν τόσο ζητήματα ερμηνείας όσο και ζητήματα κύρους. Για παράδειγμα, στην απόφαση Defrenne το Δικαστήριο τόνισε ότι «επιτακτικοί λόγοι ασφάλειας του δικαίου όσον αφορά το σύνολο των διακυβευομένων συμφερόντων, δημοσίων και ιδιωτικών, εμποδίζουν καταρχήν να τεθούν υπό αμφισβήτηση οι αμοιβές για […] περιόδους προγενέστερες της ημερομηνίας της παρούσας απόφασης, εξαιρουμένων των εργαζομένων που άσκησαν προηγουμένως ένδικο βοήθημα ή ισοδύναμο μέσο έννομης προστασίας» ( 70 ). Ωστόσο, «μόνον όλως κατ’ εξαίρεση» το Δικαστήριο δύναται, «κατ’ εφαρμογή της σύμφυτης με την κοινοτική έννομη τάξη γενικής αρχής της ασφάλειας δικαίου, να περιορίσει τη δυνατότητα κάθε ενδιαφερόμενου να επικαλεστεί μια ερμηνευμένη από το Δικαστήριο διάταξη για να θέσει υπό αμφισβήτηση έννομες σχέσεις που δημιουργήθηκαν καλόπιστα. Για να μπορέσει να αποφασιστεί ένας τέτοιος περιορισμός, είναι αναγκαίο να πληρούνται δύο ουσιώδεις προϋποθέσεις, δηλαδή να υπάρχει καλή πίστη των ενδιαφερομένων κύκλων και να υπάρχει κίνδυνος σοβαρών διαταράξεων» ( 71 ).

93.

Το Δικαστήριο παρέπεμψε στην αρχή της ασφάλειας δικαίου επίσης όταν αποφάνθηκε επί ζητημάτων σχετικών με την ανάκληση πράξεων της Ένωσης. Ειδικότερα, η ανάκληση παράνομης πράξης επιτρέπεται αν πραγματοποιείται εντός εύλογης προθεσμίας και αν το θεσμικό όργανο από το οποίο προέρχεται έλαβε επαρκώς υπόψη το μέτρο κατά το οποίο ο προσφεύγων μπόρεσε ενδεχομένως να πιστεύσει στη νομιμότητα της πράξης· αν οι προϋποθέσεις αυτές δεν πληρούνται, τότε η ανάκληση θίγει τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και πρέπει να ακυρωθεί ( 72 ).

94.

Επίσης το ΕΔΔΑ έχει αναγνωρίσει την αρχή της ασφάλειας δικαίου, μολονότι η αρχή αυτή δεν διατυπώνεται ρητώς στην ΕΣΔΑ.

95.

Ειδικότερα, στο πλαίσιο του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ, το ΕΔΔΑ έχει κρίνει ότι το «δικαίωμα προσφυγής στη δικαιοσύνη» δεν είναι απόλυτο και υπόκειται σε περιορισμούς οι οποίοι γίνονται εμμέσως δεκτοί, προκειμένου ιδίως να διασφαλιστούν η ορθή απονομή της δικαιοσύνης και η τήρηση, ειδικότερα, της αρχής της ασφάλειας δικαίου. Ωστόσο, οι περιορισμού αυτοί πρέπει να είναι αναλογικοί και δεν μπορούν να περιστέλλουν τη δυνατότητα του πολίτη να προσφεύγει στη δικαιοσύνη κατά τέτοιον τρόπο ή μέχρι τέτοιου σημείου ώστε να θίγεται η ίδια η ουσία του δικαιώματός του προσφυγής στη δικαιοσύνη ( 73 ).

96.

Το ΕΔΔΑ έχει επίσης περιορίσει τα διαχρονικά αποτελέσματα αποφάσεών του κρίνοντας ότι «η αρχή της ασφάλειας δικαίου, η οποία κατ’ ανάγκην είναι σύμφυτη με το δίκαιο της [ΕΣΔΑ] όπως και με το [ενωσιακό] δίκαιο, απαλλάσσει το [περί ου πρόκειται κράτος] από το να θέτει υπό αμφισβήτηση νομικές πράξεις ή καταστάσεις προγενέστερες της δημοσίευσης της παρούσας απόφασης» ( 74 ). Η αρχή αυτή, όπως εφαρμόζεται από το ΕΔΔΑ, καλύπτει επίσης τις πτυχές της σταθερότητας και της προβλεψιμότητας οι οποίες είναι συμφυείς με αυτήν ( 75 ).

97.

Θα εξετάσω τώρα αν, όταν διαπιστώνεται πλημμέλεια στη διαδικασία διορισμού δικαστή, η αρχή της ασφάλειας δικαίου εμποδίζει την αυτόματη αναίρεση, λόγω της παρατυπίας αυτής, των αποφάσεων που εκδόθηκαν από τον δικαστή αυτόν ή με συμμετοχή του τελευταίου.

98.

Από ταχεία και αναγκαστικά μη πλήρη εξέταση της σχετικής νομολογίας φαίνεται να προκύπτει ότι μια τέτοια αυτόματη συνέπεια δεν απορρέει από τις κοινές νομικές παραδόσεις των κρατών μελών. Αντιθέτως: στις έννομες τάξεις ορισμένων από τα τελευταία υφίστανται μηχανισμοί για τη στάθμιση μεταξύ, αφενός, του δικαιώματος σε δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως και, αφετέρου, της αρχής της ασφάλειας δικαίου. Θα δώσω εν συνεχεία ορισμένα παραδείγματα από τις λύσεις που έχουν γίνει δεκτές, τα οποία θεωρώ ότι θα μπορούν να χρησιμεύσουν ως πηγή έμπνευσης, με επίγνωση του ότι ο κατάλογος αυτός δεν είναι εξαντλητικός και ότι οι λύσεις ποικίλλουν ανά κράτος μέλος και ανά τομέα του δικαίου, ιδίως δε στο ποινικό δίκαιο.

99.

Ειδικότερα, στη Γαλλία, στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας των διαταγμάτων διορισμού τριών δικαστών, το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας) δέχθηκε με δύο αποφάσεις αρχής ότι η άμεση αναδρομική ακύρωση του διορισμού των δικαστών αυτών θα έθιγε κατά τρόπο «προδήλως υπερβολικό» τη λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας απονομής δικαιοσύνης. Ως εκ τούτου, έκρινε ότι η απόφαση ακύρωσης του διορισμού των εν λόγω δικαστών παρήγαγε αποτελέσματα μόνο μετά την παρέλευση ορισμένων εβδομάδων. Για να αποφανθεί υπό την έννοια αυτή, το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας) έκρινε ότι, μολονότι «η ακύρωση διοικητικής πράξης συνεπάγεται, κατ’ αρχήν, ότι η πράξη αυτή θεωρείται ως μηδέποτε εκδοθείσα», εντούτοις, όταν «προκύπτει ότι το αναδρομικό αυτό αποτέλεσμα της ακύρωσης μπορεί να έχει συνέπειες προδήλως υπερβολικές τόσο λόγω των αποτελεσμάτων που παρήγαγε η πράξη και των καταστάσεων που δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια της ισχύος της όσο και λόγω του γενικού συμφέροντος που μπορεί να συνδέεται με την προσωρινή διατήρηση των αποτελεσμάτων της, στον διοικητικό δικαστή εναπόκειται […] να λάβει υπόψη, αφενός, τις συνέπειες της αναδρομικής ακύρωσης για τα διάφορα δημόσια και ιδιωτικά συμφέροντα που συγκρούονται και, αφετέρου, τα μειονεκτήματα που μπορεί να έχει, υπό το πρίσμα της αρχής της νομιμότητας και του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής των πολιτών, ο περιορισμός των διαχρονικών αποτελεσμάτων της ακύρωσης» ( 76 ).

100.

Η προσέγγιση που ακολουθείται στην Αγγλία και στην Ουαλία (δεν θεωρώ ότι είμαι αρμόδια να μιλήσω για τα άλλα μέρη του Ηνωμένου Βασιλείου) μου φαίνεται επίσης ενδιαφέρουσα, αν μη τι άλλο λόγω του ρεαλισμού της. Η εν λόγω έννομη τάξη αναγνωρίζει την αρχή του «de facto δικαστή», δυνάμει της οποίας οι πράξεις ενός δικαστή μπορούν να παραμείνουν κατά νόμον έγκυρες ακόμη και αν ο διορισμός του είναι ανίσχυρος και χωρίς έννομα αποτελέσματα. Ειδικότερα, σε υπόθεση η οποία εκδικάστηκε αρχικά από το High Court of Justice, Queen’s Bench Division (ανώτερο δικαστήριο, τμήμα αστικών, εμπορικών και διοικητικών διαφορών, Ηνωμένο Βασίλειο) από δικαστή η οποία δεν ήταν αρμόδια να δικάζει στο δικαστήριο αυτό, ο ενάγων είχε αμφισβητήσει (πρωτοδίκως) την αρμοδιότητα της δικαστού και είχε ερωτήσει (κατ’ έφεση) αν τούτο ήταν σύμφωνο με το δικαίωμα κάθε προσώπου να δικαστεί από δικαστήριο «που έχει συσταθεί νομίμως». Κατά τη μακροσκελή απόφαση του Court of Appeal (εφετείου, Ηνωμένο Βασίλειο), η αρχή του «de facto δικαστή» δύναται να καταστήσει έγκυρες τόσο τις πράξεις του συγκεκριμένου δικαστή όσο και την ίδια τη συγκρότηση του δικαστηρίου, κατά τρόπο που ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ. Από τη συλλογιστική του Court of Appeal (εφετείου) προκύπτει ότι σκοπός της αρχής αυτής είναι η προστασία κάθε προσώπου που προσφεύγει ενώπιον δικαστηρίου θεωρώντας το ως δικαστήριο που έχει συγκροτηθεί νομίμως. Η λογική της αρχής έγκειται στη διασφάλιση της ταχύτητας, της ασφάλειας δικαίου, της σταθερότητας και της εμπιστοσύνης του κοινού στο νομικό σύστημα καθώς και στην αποτροπή του ενδεχομένου να ανακύψουν διαφορές με αντικείμενο τις διατυπώσεις του διορισμού. Ωστόσο, η αρχή του «de facto δικαστή» δεν έχει εφαρμογή επί των προσώπων που μετείχαν σε έναν τέτοιο δικαστικό σχηματισμό έχοντας επίγνωση του γεγονότος ότι δεν είχαν σχετική αρμοδιότητα (τα πρόσωπα αυτά είναι οι λεγόμενοι «σφετεριστές»). Οι αποφάσεις των εν λόγω προσώπων κηρύσσονται ανίσχυρες ( 77 ).

101.

Στη Γερμανία, το Bundesverfassungsgericht (Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο, Γερμανία) είχε την ευκαιρία να διευκρινίσει ότι, παρά τη θεμελιώδη σημασία του για τους πολίτες, το δικαίωμα στον «νόμιμο δικαστή», όπως αυτό κατοχυρώνεται στο γερμανικό Σύνταγμα, αποσκοπεί κατ’ αρχήν μόνο να αποτρέψει τον κίνδυνο χειραγώγησης των δικαιοδοτικών οργάνων. Προκρίνοντας την προσέγγιση αυτή, το Bundesverfassungsgericht (Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο, Γερμανία) τόνισε ρητώς ότι ένας τέτοιος περιορισμός του «απόλυτου» δικαιώματος στον «νόμιμο δικαστή» δικαιολογείται με γνώμονα την ασφάλεια δικαίου ( 78 ).

102.

Στην Τσεχική Δημοκρατία, στο πλαίσιο του ελέγχου της τοποθέτησης ενός δικαστή στο Nejvyšší soud (Ανώτατο Δικαστήριο, Τσεχική Δημοκρατία) ο οποίος είχε ως αποτέλεσμα την ακύρωση της τοποθέτησης αυτής λόγω διαδικαστικής πλημμέλειας, το Ústavní soud (Συνταγματικό Δικαστήριο, Τσεχική Δημοκρατία) αποφάσισε να διατηρήσει σε ισχύ τις αποφάσεις που είχαν εκδοθεί από το τμήμα στο οποίο μετείχε ο συγκεκριμένος δικαστής, προτάσσοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τις αρχές της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των πολιτών στο δίκαιο και της προστασίας της καλής πίστης ( 79 ).

103.

Στην Ισπανία, το Tribunal Constitucional (Συνταγματικό Δικαστήριο, Ισπανία) έκρινε ότι οι πλημμέλειες που αφορούν το διορισμό ή τον ορισμό δικαστή δεν συνεπάγονται ούτε ότι πρέπει να ακυρωθεί η διαδικασία στο σύνολό της ούτε ότι πρέπει να αναιρεθεί η απόφαση που εξέδωσε ο εν λόγω δικαστής ( 80 ). Η ερμηνεία αυτή δικαιολογείται από την ανάγκη να κατοχυρωθεί η ασφάλεια δικαίου ( 81 ). Η ίδια νομολογία ωστόσο κάνει σαφή διάκριση σε περίπτωση αμφιβολιών ως προς την αμεροληψία ή την ανεξαρτησία του συγκεκριμένου δικαστή ( 82 ). Πράγματι, αν λείπουν τα στοιχεία αυτά, η αναίρεση της απόφασης μπορεί να είναι δικαιολογημένη

104.

Συνεπώς, σε πολλά κράτη μέλη, το δικαίωμα σε δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως δεν θεωρείται απόλυτο, οπότε κάθε προσβολή του δικαιώματος αυτού δεν συνεπάγεται αυτομάτως την αναίρεση κάθε απόφασης στην έκδοση της οποίας μετέσχε ο συγκεκριμένος δικαστής. Η τάση που διακρίνεται είναι μια προσπάθεια να βρεθεί προσήκουσα ισορροπία μεταξύ, αφενός, του δικαιώματος αυτού και, αφετέρου, της ασφάλειας δικαίου.

105.

Υπό το πρίσμα των εκτιμήσεων αυτών, πρέπει να εξεταστεί το ζήτημα του τρόπου με τον οποίο πρέπει να πραγματοποιηθεί η στάθμιση αυτή όταν διαπιστώνεται πλημμέλεια στη διαδικασία διορισμού ενός δικαστή ο οποίος δίκασε συγκεκριμένη υπόθεση.

106.

Κατά την άποψή μου, όλα εξαρτώνται από τη φύση της επίμαχης πλημμέλειας.

107.

Δεν θα προσπαθήσω εν προκειμένω να παραθέσω εξαντλητικό κατάλογο όλων των πιθανών πλημμελειών. Θεωρώ ότι υπάρχει ένα ευρύ φάσμα πλημμελειών, από το διαδικαστικό σφάλμα που είναι πράγματι «de minimis» έως την κατάφωρη παράβαση των ουσιωδών κριτηρίων που διέπουν τον διορισμό των δικαστών. Η πρώτη κατηγορία πλημμελειών θα περιελάμβανε, για παράδειγμα, την περίπτωση όπου η επιστολή διορισμού του δικαστή έπρεπε να φέρει, κάτωθι της υπογραφής του αρμόδιου υπουργού, σφραγίδα από πράσινο μελάνι, αλλά μια βιαστική υπάλληλος μπέρδεψε τις κασέτες μελανιού με αποτέλεσμα να χρησιμοποιηθεί μελάνι χρώματος μπλε και όχι πράσινου. Ένα παράδειγμα της δεύτερης κατηγορίας πλημμελειών θα ήταν η χειραγώγηση της διαδικασίας από πολιτικούς υπεύθυνους προκειμένου αυτοί να πετύχουν τον διορισμό, ως δικαστή, ενός από τα πρόσωπα που είναι πιστά σε αυτούς, το οποίο δεν διαθέτει το απαιτούμενο από την πρόσκληση για την υποβολή υποψηφιοτήτων πτυχίο νομικής, αλλά χωρίς καμία αμφιβολία θα επέβαλλε ποινή ισόβιας κάθειρξης σε οποιονδήποτε ασκεί αντιπολίτευση στην κυβέρνηση.

108.

Θεωρώ ότι το κριτήριο που συνάγεται από τη νομολογία του ΕΔΔΑ η οποία αναλύθηκε ανωτέρω έχει εν προκειμένω όλως ιδιαίτερη σημασία.

109.

Όταν υφίσταται «κατάφωρη» προσβολή του δικαιώματος σε δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως η οποία πλήττει την εμπιστοσύνη που, σε μια δημοκρατική κοινωνία, η δικαιοσύνη πρέπει να εμπνέει στον πολίτη, τότε προδήλως πρέπει να αναιρούνται άνευ ετέρου οι αποφάσεις που ενέχουν την πλημμέλεια αυτή. Αντιθέτως, όταν η επίμαχη πλημμέλεια είναι λιγότερο σοβαρή και δεν συνιστά τέτοιου είδους προσβολή, τότε η αρχή της ασφάλειας δικαίου δεν επιτρέπει την αυτόματη αναίρεση των εν λόγω αποφάσεων. Απεναντίας, η κατάσταση πρέπει να εξετάζεται ενδελεχέστερα, λαμβανομένης υπόψη αυτής της σημαντικής αρχής. Σε ορισμένες ιδιαίτερες περιπτώσεις, ενδέχεται η αρχή αυτή να υπερισχύει του δικαιώματος σε δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως ( 83 ). Ωστόσο, αν προκύπτει ότι θίχτηκε η ίδια η ουσία του δικαιώματος για δίκαιη δίκη, θα είναι επιτακτικό να δοθεί στο δικαίωμα αυτό προτεραιότητα έναντι της αρχής της ασφάλειας δικαίου και να αναιρεθεί η σχετική απόφαση.

110.

Κατ’ εμέ, η επίμαχη πλημμέλεια στις παρούσες διαδικασίες επανεξέτασης, μολονότι αναμφίβολα είναι σοβαρότερη από ένα απλό σφάλμα σχετικά με το χρώμα της χρησιμοποιηθείσας μελάνης, ουδόλως είναι πλημμέλεια ικανή να χαρακτηριστεί ως «κατάφωρη προσβολή του δικαιώματος σε δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως».

111.

Κατά συνέπεια, κρίνοντας ότι η πλημμέλεια στη διαδικασία διορισμού δικαστών στο Δικαστήριο ΔΔ ήταν ικανή να θίξει το δικαίωμα σε δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως και ότι, επομένως, οι επίμαχες αποφάσεις έπρεπε αυτομάτως να αναιρεθούν, χωρίς να προσπαθήσει να σταθμίσει την πρώτη ως άνω αρχή με την αρχή της ασφάλειας δικαίου, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε σοβαρή πλάνη περί το δίκαιο στις υπό επανεξέταση αποφάσεις (όπως στην απόφαση FV).

Επί της δεύτερης πτυχής της προβληματικής την οποία εντόπισε το Δικαστήριο: ο «παρεμπίπτων» έλεγχος νομιμότητας του διορισμού δικαστή

112.

Επισημαίνω εκ προοιμίου ότι στην απόφαση Simpson το Γενικό Δικαστήριο, ενεργώντας αυτεπαγγέλτως, ρώτησε τους διαδίκους ποιες είναι οι συνέπειες που πρέπει να συναχθούν από την απόφαση FV ( 84 )· ενώ στην υπόθεση HG ο ίδιος ο προσφεύγων-ενάγων ήταν εκείνος που έθεσε το ζήτημα της ενδεχόμενης πλημμέλειας στη σύνθεση του δικαστικού σχηματισμού ( 85 ).

113.

Πριν έλθω στο ζήτημα αν το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο προβαίνοντας, ως αναιρετικό δικαστήριο, αυτεπαγγέλτως σε έλεγχο του διορισμού των δικαστών που έλαβαν μέρος στη σύνθεση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, θα εξετάσω αν, στο πλαίσιο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο είχε την εξουσία να προβεί σε παρεμπίπτοντα έλεγχο βάσει του άρθρου 277 ΣΛΕΕ, καθόσον το ζήτημα αυτό αποτέλεσε αντικείμενο έντονης διαφωνίας κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

Το ζήτημα της δυνατότητας εφαρμογής του άρθρου 277 ΣΛΕΕ

114.

Το άρθρο 277 ΣΛΕΕ προβλέπει τη δυνατότητα παρεμπίπτοντος ελέγχου των πράξεων του δικαίου της Ένωσης. Ο έλεγχος αυτός δεν πραγματοποιείται μέσω αυτοτελούς ένδικου βοηθήματος αλλά μέσω παρεμπίπτουσας διαδικασίας ενώπιον του δικαστή της Ένωσης στο πλαίσιο κύριας προσφυγής ( 86 ). Η δυνατότητα αυτή αποτελεί έκφραση της γενικής αρχής που σκοπεί να διασφαλίσει ότι κάθε πρόσωπο έχει ή πρέπει να είχε τη δυνατότητα να αμφισβητήσει πράξη της Ένωσης που αποτέλεσε τη βάση απόφασης που του αντιτάσσεται ( 87 ).

115.

Δεν θα σταθώ σε όλες τις προϋποθέσεις από τις οποίες το άρθρο 277 ΣΛΕΕ εξαρτά τη δυνατότητα να προβληθεί «ένσταση ελλείψεως νομιμότητας», όπως εκείνη κατά την οποία το πρόσωπο που προβάλλει την ένσταση αυτή πρέπει να είναι «διάδικος» ( 88 ) σε «διαφορά» την οποία συνιστά το ένδικο βοήθημα στην κύρια υπόθεση. Θα έλθω αμέσως στην προϋπόθεση που ασκεί τη μεγαλύτερη επιρροή στις παρούσες υποθέσεις. Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας μπορεί να προβληθεί μόνον προκειμένου να αμφισβητηθεί πράξη «γενικής ισχύος» εκδοθείσα από θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό της Ένωσης ( 89 ).

116.

Ο προσδιορισμός της νομικής φύσης της απόφασης διορισμού καθίσταται συνεπώς αναγκαίο στάδιο για τον καθορισμό των μέσων ελέγχου της. Η νομική αυτή φύση καθορίζεται κατ’ αρχάς από το όργανο που εξέδωσε την πράξη: εν προκειμένω, το Συμβούλιο. Συνεπώς, πρόκειται για πράξη θεσμικού οργάνου της Ένωσης, αντιθέτως προς τον διορισμό των δικαστών και των γενικών εισαγγελέων του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου, ο οποίος γίνεται με κοινή συμφωνία μεταξύ των κυβερνήσεων των κρατών μελών, σύμφωνα με το άρθρο 253, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

117.

Η νομική αυτή φύση καθορίζεται στη συνέχεια από τον χαρακτηρισμό που της δίνει το πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης: «απόφαση». Επομένως, πρόκειται για πράξη του παράγωγου δικαίου η οποία δεν έχει εκδοθεί σύμφωνα με τη «συνήθη» νομοθετική διαδικασία του άρθρου 289, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, αλλά σύμφωνα με την ειδική διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 257, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 1, του παρατήματος Ι του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

118.

Η νομολογία έχει επεξεργαστεί την έννοια της πράξεως γενικής ισχύος. Η γενική ισχύς μπορεί να συνάγεται από το γεγονός ότι η οικεία πράξη έχει εφαρμογή επί αντικειμενικώς προσδιοριζομένων καταστάσεων και παράγει τα έννομα αποτελέσματά της έναντι κατηγοριών προσώπων οι οποίες καθορίζονται κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο ( 90 ). Αντιθέτως, το ίδιο το γράμμα του άρθρου 277 ΣΛΕΕ αποκλείει τις πράξεις που στερούνται γενικής ισχύος, ήτοι τις αποφάσεις των οποίων αποδέκτης είναι συγκεκριμένο πρόσωπο ( 91 ). Ασφαλώς, σε υποθέσεις όπου είχαν τεθεί υπό αμφισβήτηση οι εκλογές ή ο ορισμός εκλεγέντων στην τοπική επιτροπή προσωπικού της Επιτροπής στο Λουξεμβούργο ( 92 ) ή η απόρριψη υποψηφιότητας από το Συμβούλιο ( 93 ), το Γενικό Δικαστήριο άσκησε παρεμπίπτοντα έλεγχο. Στις δύο αυτές υποθέσεις επρόκειτο για πράξεις γενικής ισχύος που είχαν χρησιμεύσει ως βάση για την έκδοση των επίμαχων πράξεων (το καταστατικό της τοπικής επιτροπής προσωπικού στο Λουξεμβούργο ( 94 ) ή μια προκήρυξη κενής θέσης) ( 95 ).

119.

Επομένως, κατά τη νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου, ένσταση ελλείψεως νομιμότητας, προβληθείσα παρεμπιπτόντως δυνάμει του άρθρου 277 ΣΛΕΕ επ’ ευκαιρία της αμφισβήτησης, στην κύρια υπόθεση, της νομιμότητας άλλης πράξης, είναι παραδεκτή μόνον όταν υπάρχει συνάφεια μεταξύ της πράξης αυτής και του κανόνα του οποίου η νομιμότητα αμφισβητείται με την ένσταση αυτή· η γενική πράξη της οποίας προβάλλεται η έλλειψη νομιμότητας πρέπει να έχει άμεσα ή έμμεσα εφαρμογή στην υπόθεση που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής και πρέπει να υφίσταται άμεσος νομικός σύνδεσμος μεταξύ της προσβαλλόμενης ατομικής απόφασης και της επίμαχης γενικής πράξης ( 96 ).

120.

Μπορεί να θεωρηθεί ότι η απόφαση διορισμού έχει διττή φύση, ήτοι ότι είναι και ατομική πράξη (όσον αφορά τα διορισθέντα πρόσωπα) και πράξη γενικής ισχύος (λόγω των αποτελεσμάτων που παράγει έναντι των πολιτών της Ένωσης), όπως υποστήριξαν η Επιτροπή και ο HG κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση;

121.

Ασφαλώς, το Δικαστήριο έχει ήδη δεχθεί ότι πράξη του Συμβουλίου μπορεί να έχει διττή φύση και να αποτελεί ταυτοχρόνως πράξη γενικής ισχύος, κατά το μέτρο που απευθύνεται σε κατηγορία αποδεκτών καθορισμένων κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο (για παράδειγμα, μια πράξη που απαγορεύει να τίθενται κεφάλαια και οικονομικοί πόροι στη διάθεση των προσώπων και των οντοτήτων των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στους καταλόγους που περιέχονται στα παραρτήματα της εν λόγω πράξης), και δέσμη ατομικών αποφάσεων (έναντι των εν λόγω προσώπων και οντοτήτων) ( 97 ). Αυτό το είδος πράξης αντιστοιχεί πράγματι στον ορισμό της πράξης γενικής ισχύος κατά το μέτρο που i) παράγει τα έννομα αποτελέσματά της έναντι κατηγοριών προσώπων οι oποίες καθορίζονται κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο, ii) έχει άμεση ή έμμεση εφαρμογή στην υπόθεση που αποτελεί αντικείμενο της προσφυγής και iii) έχει άμεσο νομικό σύνδεσμο με την προσβαλλόμενη ατομική απόφαση.

122.

Δεν θεωρώ ότι αυτό συμβαίνει με την απόφαση διορισμού.

123.

Πρώτον, η απόφαση διορισμού δικαστή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί εν γένει ως πράξη έχουσα εφαρμογή στην υπόθεση που αποτελεί αντικείμενο προσφυγής. Δεύτερον, η απόφαση διορισμού δεν έχει κανένα άμεσο (ή έμμεσο) νομικό σύνδεσμο με τις ατομικές αποφάσεις που προσβλήθηκαν από τους προσφεύγοντες ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ (στην υπόθεση Simpson, πρόκειται για την απόφαση του Συμβουλίου με την οποία αυτό αρνήθηκε την προαγωγή στον βαθμό AD 9· στην υπόθεση HG, πρόκειται για την απόφαση της τριμελούς ΑΔΑ με την οποία επιβλήθηκε στον HG πειθαρχική ποινή και αυτός υποχρεώθηκε να αποκαταστήσει τη ζημία που είχε υποστεί η Επιτροπή). Τρίτον, οι ατομικές πράξεις που προσβάλλονται εν προκειμένω ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δεν είναι ατομικές αποφάσεις που αποτελούν αντικείμενο προσφυγής, αλλά δικαστικές αποφάσεις κατά των οποίων έχουν κατατεθεί αιτήσεις αναιρέσεως. Τέταρτον, η απόφαση διορισμού δεν αφορά «κατηγορίες προσώπων οι οποίες καθορίστηκαν κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο»· ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι το σύνολο των πολιτών της Ένωσης που υπάγονται στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου ΔΔ συνιστά μια τέτοια κατηγορία προσώπων την οποία «αφορά» η απόφαση διορισμού. Το γεγονός ότι η απόφαση αυτή δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα δεν μπορεί να μεταβάλει τη νομική φύση της. Για παράδειγμα, επίσης οι αποφάσεις της Επιτροπής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι αποτελούν πράξεις γενικής ισχύος.

124.

Κατά συνέπεια, φρονώ ότι η απόφαση διορισμού δεν δύναται να θεωρηθεί πράξη γενικής ισχύος δυνάμενη να αποτελέσει αντικείμενο παρεμπίπτοντος ελέγχου νομιμότητας βάσει του άρθρου 277 ΣΛΕΕ.

125.

Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ένας προσφεύγων δεν θα μπορεί να ζητήσει τον έλεγχο πλημμέλειας την οποία φέρεται ότι ενέχει η διαδικασία διορισμού ενός από τους δικαστές που μετέχουν στον δικαστικό σχηματισμό στον οποίο ανατέθηκε η υπόθεσή του. Όταν η προσφυγή του εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, δύναται να επικαλεστεί τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στον Χάρτη, και ιδίως στο άρθρο του 47. Υπό το πρίσμα αυτό, δεν έχουμε να κάνουμε με έναν «παρεμπίπτοντα έλεγχο» stricto sensu. Το ζήτημα που τίθεται δεν είναι να ελεγχθεί η απόφαση διορισμού, αλλά αντιθέτως να εξεταστεί αν υπήρξε προσβολή του δικαιώματος σε δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως, επειδή στον δικαστικό σχηματισμό μετέσχε δικαστής του οποίου η διαδικασία διορισμού ενέχει πλημμέλεια.

Η στο σημείο αυτό συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου στην απόφαση FV

126.

Το Γενικό Δικαστήριο, για να εξετάσει στην απόφαση FV και στις υπό επανεξέταση αποφάσεις τη νομιμότητα του διορισμού των δικαστών, στηρίχθηκε στην απόφαση της 1ης Ιουλίου 2008, Chronopost και La Poste κατά UFEX κ.λπ. ( 98 ).

127.

Συγκεκριμένα, έκρινε ότι, «εάν ανακύψει αμφισβήτηση ως προς τη νομιμότητα της συνθέσεως του σχηματισμού του δικαστηρίου το οποίο έκρινε πρωτοδίκως η οποία δεν είναι προδήλως αβάσιμη, το αναιρετικό δικαστήριο οφείλει να εξετάσει τη νομιμότητα της εν λόγω συνθέσεως. Πράγματι, λόγος αντλούμενος από πλημμέλεια του δικαστικού σχηματισμού αποτελεί λόγο δημοσίας τάξεως, ο οποίος πρέπει να ερευνάται αυτεπαγγέλτως, ακόμη και στην περίπτωση που η πλημμέλεια αυτή δεν προβλήθηκε πρωτοδίκως (βλ., υπό την έννοια αυτή, [απόφαση Chronopost], σκέψεις 44 έως 50)» ( 99 ).

128.

Κατ’ εμέ, η εφαρμογή της νομολογίας αυτής στις υπό επανεξέταση αποφάσεις είναι εσφαλμένη καθόσον αντιβαίνει στο περιεχόμενο της απόφασης Chronopost και στο τεκμήριο νομιμότητας των πράξεων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης.

129.

Στην υπόθεση εκείνη, μια αρχική απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου είχε αναιρεθεί από το Δικαστήριο, το οποίο είχε αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο. Πάντως, το Γενικό Δικαστήριο ανέθεσε την υπόθεση σε δικαστικό σχηματισμό που είχε ως εισηγητή δικαστή τον ίδιο δικαστή που είχε συντάξει την αναιρεσιβληθείσα αρχική απόφαση. Οι διάδικοι είχαν στη συνέχεια εκφράσει αμφιβολίες όσον αφορά τη νομιμότητα της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Στο πλαίσιο της (νέας) περαιτέρω αιτήσεως αναιρέσεως, το Δικαστήριο απέρριψε επί της ουσίας τα επιχειρήματα αυτά ( 100 ).

130.

Πριν προβεί στην εξέταση αυτή, το Δικαστήριο έκρινε ότι «[…] κάθε δικαστήριο οφείλει να εξετάζει αν με την εκάστοτε σύνθεσή του συνιστά τέτοιο ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, όταν ανακύπτει επί του θέματος αυτού αμφισβήτηση, η οποία στο σύνολό της δεν φαίνεται να είναι προδήλως αβάσιμη. Η εξέταση αυτή είναι αναγκαία για την εμπιστοσύνη που οφείλουν να εμπνέουν στους πολίτες τα δικαστήρια μιας δημοκρατικής κοινωνίας […]. Επομένως, αν κατ’ αναίρεση ανακύψει επί του θέματος αυτού αμφισβήτηση η οποία, όπως εν προκειμένω, δεν φαίνεται να είναι προδήλως αβάσιμη, το Δικαστήριο οφείλει να εξετάσει τη νομιμότητα της σύνθεσης του σχηματισμού του δικαστηρίου που εξέδωσε τη βαλλόμενη απόφαση» ( 101 ).

131.

Πράγματι, η προσέγγιση της απόφασης Chronopost βασίζεται στο δικαίωμα για δίκαιη δίκη. Το περιεχόμενο του δικαιώματος αυτού, όπως ορίζεται στην απόφαση Chronopost, αντιστοιχεί στο γράμμα του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ και στο άρθρο 47, παράγραφος 2, του Χάρτη: «Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να δικασθεί η υπόθεσή του δίκαια, δημόσια και εντός εύλογης προθεσμίας, από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως» ( 102 ).

132.

Στο πλαίσιο των υπό επανεξέταση αποφάσεων, καθώς και στην υπόθεση FV, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε τη νομιμότητα του δικαστικού σχηματισμού του Δικαστηρίου ΔΔ που εξέδωσε τις εν λόγω αποφάσεις υπό το πρίσμα ενδεχόμενης πλημμέλειας στη διαδικασία διορισμού των μελών του, σχετικής με την προϋπόθεση η οποία απαιτεί την ύπαρξη δικαστηρίου που έχει συσταθεί νομίμως ( 103 ).

133.

Πάντως, από την ανάγνωση της απόφασης Chronopost προκύπτει ότι η υποχρέωση κάθε δικαστηρίου να εξετάζει αυτεπαγγέλτως, ως ζήτημα δημοσίας τάξεως, τη νομιμότητα της σύνθεσής του, «όταν ανακύπτει επί του θέματος αυτού αμφισβήτηση, η οποία στο σύνολό της δεν φαίνεται να είναι προδήλως αβάσιμη», αφορά τις πτυχές της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας ( 104 ). Επομένως, όταν δικαστήριο της Ένωσης αναθέτει μια υπόθεση στον ένα ή στον άλλον δικαστικό σχηματισμό στον οποίο μετέχει ο τάδε ή ο δείνα εισηγητής δικαστής ( 105 ), οφείλει να εξακριβώσει ότι, λαμβανομένων υπόψη, αφενός, της σύνθεσης του δικαστικού αυτού σχηματισμού και, αφετέρου, των ιδιαιτεροτήτων της επίμαχης υπόθεσης, ουδεμία εύλογη αμφιβολία χωρεί ως προς την ανεξαρτησία και την αμεροληψία εκείνων που θα κληθούν να αποφανθούν στην υπόθεση αυτή.

134.

Η πτυχή του δικαιώματος για δίκαιη δίκη που αντιστοιχεί στο δικαίωμα εκδίκασης της υπόθεσης από δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως, την οποία πτυχή μνημονεύει το Δικαστήριο στη σκέψη 45 της απόφασης Chronopost, δεν μνημονεύεται στις σκέψεις 46 επ. της απόφασης εκείνης Δεν θεωρώ ότι από απροσεξία, ή χωρίς να το θέλει, το τμήμα μείζονος συνθέσεως διατύπωσε κατ’ αυτόν τον τρόπο τη συλλογιστική του..

135.

Η σκέψη 45 απλώς επαναλαμβάνει πλήρως το γράμμα του δικαιώματος που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ και στο άρθρο 47 του Χάρτη, Στη συνέχεια, οι σκέψεις 46, 47 και 48 εξετάζουν το σημαντικό ζήτημα του αυτεπάγγελτου ελέγχου της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας του δικαστικού σχηματισμού που κλήθηκε να αποφανθεί επί της τάδε ή της δείνα διαφοράς. Το ζήτημα αν ένα δικαστήριο έχει πράγματι «συσταθεί νομίμως» δεν εξετάστηκε πιο πάνω στην ίδια απόφαση. Αν το ζήτημα αυτό ασκεί επιρροή, προφανώς δύναται να τεθεί –όπως συνέβη στην υπόθεση FV– από διάδικο που έχει αμφιβολίες συναφώς.

136.

Επομένως, θεωρώ ότι, βασιζόμενες στην απόφαση Chronopost προκειμένου να ελέγξουν υπό το πρίσμα της εγγύησης του δικαιώματος σε δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως τη νομιμότητα του διορισμού των δικαστών που μετείχαν στον δικαστικό σχηματισμό του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, η απόφαση FV και, κατά συνέπεια, οι υπό επανεξέταση αποφάσεις προχώρησαν πέρα από το περιεχόμενο της απόφασης Chronopost.

Η δυνατότητα ελέγχου της νομιμότητας του διορισμού δικαστή

137.

Η πράξη του Συμβουλίου για τον διορισμό των δικαστών στο Δικαστήριο ΔΔ είναι πράξη θεσμικού οργάνου της Ένωσης εκδοθείσα βάσει του άρθρου 257, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Κατά πάγια νομολογία, υπέρ των πράξεων αυτών υφίσταται, κατ’ αρχήν, τεκμήριο νομιμότητας και αυτές παράγουν έννομα αποτελέσματα όσο δεν έχουν ανακληθεί, ακυρωθεί κατόπιν προσφυγής ακυρώσεως ή κηρυχθεί ανίσχυρες κατόπιν προδικαστικής παραπομπής ή ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας ( 106 ).

138.

Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη όταν εφάρμοσε το κριτήριο του αυτεπάγγελτου ελέγχου της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας των δικαστηρίων («όταν ανακύπτει επί του θέματος αυτού αμφισβήτηση, η οποία στο σύνολό της δεν φαίνεται να είναι προδήλως αβάσιμη» ( 107 )) κατά την εξέταση του ζητήματος αν ο διορισμός δικαστή με πράξη του Συμβουλίου υπέρ της οποίας υφίσταται τεκμήριο νομιμότητας ενέχει ή όχι πλημμέλεια. Κατ’ εμέ, αυτό το τεκμήριο νομιμότητας αντικατοπτρίζει επίσης την αρχή της ασφάλειας δικαίου η οποία αποσκοπεί στη διασφάλιση της προβλεψιμότητας των καταστάσεων και των έννομων σχέσεων που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης ( 108 ).

139.

Επομένως, ελλείψει στοιχείων που εκ πρώτης όψεως πλήττουν το κύρος της απόφασης διορισμού, δικαστήριο δεν υποχρεούται να εξετάσει με δική του πρωτοβουλία το ζήτημα αυτό ( 109 ). Για να το πω με ακόμη μεγαλύτερη σαφήνεια, στο πλαίσιο των δικαστηρίων της Ένωσης, μετά την πανηγυρική συνεδρίαση του Δικαστηρίου, κατά την οποία κάθε νέο μέλος του ορκίζεται, το δικαστήριο στο οποίο το νέο μέλος μετέχει δεν υποχρεούται να εξετάσει αυτεπαγγέλτως με εξονυχιστικό τρόπο ολόκληρη τη διαδικασία που οδήγησε στον διορισμό του μέλους αυτού, συμπεριλαμβανομένων όλων των σημείων της αιτιολογίας της απόφασης διορισμού, προκειμένου να βεβαιωθεί για το κύρος της.

140.

Είναι προφανές ότι διάδικος κάλλιστα μπορεί να αμφισβητήσει το κύρος του διορισμού ενός μέλους του δικαστικού σχηματισμού ο οποίος εκδικάζει την προσφυγή του, όπως συνέβη στην υπόθεση FV. Η αμφισβήτηση αυτή πρέπει να γίνει όταν ο διάδικος αυτός αντιλαμβάνεται ότι συντρέχουν τα αναγκαία προς τούτο στοιχεία, ήτοι i) η (προβαλλόμενη) πλημμέλεια την οποία ενέχει η διαδικασία διορισμού και (ii) το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος δικαστής (ή δικαστές) που αφορά η προβαλλόμενη αυτή πλημμέλεια αποτελεί μέλος του δικαστικού σχηματισμού που εκδικάζει την προσφυγή του. Συνήθως, η αμφισβήτηση αυτή πρέπει να προβάλλεται ενώπιον του συγκεκριμένου δικαστηρίου. Αυτός είναι ο λόγος που μια τέτοια αμφισβήτηση πρέπει να προβάλλεται το συντομότερο δυνατόν και όχι μόνον αν η πρωτόδικη απόφαση είναι δυσμενής. Εντούτοις, σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να είναι δικαιολογημένο (εντός των προθεσμιών που ο νόμος προβλέπει για την άσκηση αναιρέσεως) να τεθεί το πρόβλημα αυτό μόνον ενώπιον του αναιρετικού δικαστηρίου (για παράδειγμα, όταν ανακύπτει μόνο μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης). Ωστόσο, όσο πιο απομακρυσμένη είναι η ενέργεια αυτή από την ημερομηνία διορισμού του δικαστή, τόσο μεγαλύτερες πιθανότητες θα υπάρχουν η αρχή της ασφάλειας δικαίου να υπερισχύσει της αρχής ότι το δικαστήριο πρέπει να έχει συσταθεί νομίμως, κατά τη στάθμιση στην οποία πρέπει να προβεί το οικείο δικαστήριο. Εκτός αν η επίμαχη πλημμέλεια είναι αρκούντως σοβαρή ώστε να μπορεί να χαρακτηριστεί ως «κατάφωρη παράβαση» ή να θέσει σε κίνδυνο την ίδια την ουσία του δικαιώματος για δίκαιη δίκη, είναι πιθανό ότι θα υπερισχύσουν η ανάγκη κατοχύρωσης της ασφάλειας δικαίου και το δεδικασμένο.

141.

Στην απόφαση FV και στις υπό επανεξέταση αποφάσεις, το Γενικό Δικαστήριο απλούστατα παρέλειψε να λάβει υπόψη στην ανάλυσή του τις συνέπειες του τεκμηρίου νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης καθώς και της αρχής της ασφάλειας δικαίου και του δεδικασμένου

142.

Κατά συνέπεια, θεωρώ ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε σοβαρό σφάλμα ελέγχοντας τη νομιμότητα του δικαστικού σχηματισμού του Δικαστηρίου ΔΔ υπό το πρίσμα της νομιμότητας της διαδικασίας διορισμού των μελών του και, στη συνέχεια, αναιρώντας αυτομάτως τις αναιρεσιβληθείσες αποφάσεις, χωρίς να λάβει προηγουμένως υπόψη τα σημαντικά αυτά στοιχεία.

Επί της προσβολής της ενότητας ή της συνοχής του δικαίου της Ένωσης

143.

Οι διατάξεις που διέπουν τη διαδικασία επανεξέτασης, και ειδικότερα το άρθρο 256, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, δεν παρέχουν ορισμό των εννοιών της «ενότητας» και της «συνοχής» του δικαίου της Ένωσης. Θεωρώ ωστόσο ότι πρέπει να διαπιστώνεται ότι θίγεται η ενότητα του δικαίου της Ένωσης ιδίως όταν το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη κανόνες ή αρχές του δικαίου της Ένωσης που έχουν ιδιαίτερη σημασία, ενώ το ότι θίγεται η συνοχή του δικαίου της Ένωσης πρέπει αντιθέτως να γίνεται δεκτό όταν το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη υφιστάμενη νομολογία των δικαστηρίων της Ένωσης ( 110 ).

144.

Οι αποφάσεις επανεξέτασης που έχει εκδώσει έως σήμερα το Δικαστήριο καθιστούν δυνατό να προσδιοριστούν τέσσερα κριτήρια εκτιμήσεως χρήσιμα για τον προσδιορισμό ενδεχόμενης προσβολής της ενότητας και της συνοχής του δικαίου της Ένωσης: πρώτον, η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίoυ μπορεί να αποτελέσει προηγούμενο για μελλοντικές υποθέσεις· δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο απέστη από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου· τρίτον, τα σφάλματα του Γενικού Δικαστηρίου αφορούν έννοια η οποία δεν εμπίπτει αποκλειστικά στο δίκαιο της δημόσιας διοίκησης, αλλά έχει εφαρμογή ανεξάρτητα από το επίδικο ζήτημα· και, τέταρτον, οι κανόνες ή οι αρχές που δεν τήρησε το Γενικό Δικαστήριο έχουν σημαντική θέση στην έννομη τάξη της Ένωσης ( 111 ). Τα κριτήρια αυτά, τα οποία μπορούν να εκτιμηθούν «στο σύνολό τους» ( 112 ), δεν είναι σωρευτικά και, συνεπώς, δεν είναι απαραίτητο να πληρούνται όλα για να διαπιστωθεί ότι θίγεται η ενότητα ή η συνοχή του δικαίου της Ένωσης ( 113 ).

Επί του πρώτου κριτηρίου

145.

Κατά το πρώτο κριτήριο, για να διαπιστωθεί ότι θίγεται η ενότητα ή η συνοχή του δικαίου της Ένωσης, πρέπει η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου να μπορεί να αποτελέσει νομολογιακό προηγούμενο για μελλοντικές υποθέσεις.

146.

Αν και το Δικαστήριο ΔΔ δεν υφίσταται πλέον και η απόφαση διορισμού ήταν η τελευταία αυτού του είδους, εντούτοις η εξέλιξη των υποθέσεων FV, Simpson και HG δείχνει με σαφήνεια τον τρόπο με τον οποίο η νομολογία αυτή μπορεί να αποτελέσει προηγούμενο για μελλοντικές υποθέσεις. Ειδικότερα, η προσέγγιση που ακολουθήθηκε στην απόφαση FV επανελήφθη στις υπό επανεξέταση αποφάσεις. Μολονότι οι άλλες αποφάσεις που εξέδωσε ο δικαστικός σχηματισμός τον οποίο αφορά η απόφαση FV κατέστησαν, εξ όσων γνωρίζω, αμετάκλητες ή αποτελούν αντικείμενο αιτήσεως αναιρέσεως χωρίς να έχει διατυπωθεί λόγος αναιρέσεως με τον οποίο προβάλλεται πλημμέλεια της απόφασης διορισμού, εντούτοις το νομολογιακό προηγούμενο που δημιουργούν οι αποφάσεις αυτές υπερβαίνει τα όρια των συγκεκριμένων διαφορών. Θεωρώ ότι η διασταλτική ερμηνεία που δόθηκε στην απόφαση Chronopost, υπό την έννοια ότι η νομιμότητα του δικαστικού σχηματισμού δύναται να αποτελέσει αντικείμενο παρεμπίπτοντος ελέγχου, καθώς και η πλήρης παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου, όσον αφορά τις συνέπειες που πρέπει να συναχθούν από ενδεχόμενη πλημμέλεια στη διαδικασία διορισμού δικαστή, μπορούν από μόνες τους, σε μελλοντικές υποθέσεις, να νοθεύσουν την ορθή ανάλυση της έννοιας «δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως», είτε η ανάλυση αυτή εξεταστεί σύμφωνα με τη προσέγγιση του νομολογιακού προηγούμενου κατά το common law είτε, σύμφωνα την παράδοση των δικαίων της ηπειρωτικής Ευρώπης, εξεταστεί με τη χρήση παλαιότερων δικαστικών αποφάσεων ως ερμηνευτικών εργαλείων.

147.

Επιπλέον, οι συνέπειες των υπό επανεξέταση αποφάσεων και της απόφασης FV σε τέτοιες υποθέσεις μπορούν να εξαπλωθούν σχεδόν απεριόριστα. Υπενθυμίζω εδώ ότι ήδη εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου αίτηση αναιρέσεως με την οποία αμφισβητείται η νομιμότητα της σύνθεσης τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου στο οποίο μετείχε ένας εκ των δικαστών που διορίστηκαν στο Δικαστήριο ΔΔ με την απόφαση διορισμού ( 114 ). Επιπροσθέτως, επισημαίνω ότι οι εν λόγω συνέπειες υπερβαίνουν τα γεωγραφικά όρια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Φαίνεται ότι ο προσφεύγων στην υπόθεση Ástráðsson επικαλέστηκε ενώπιον των ισλανδικών δικαστηρίων την απόφαση FV προς στήριξη του επιχειρήματός του ότι οι αποφάσεις που εκδόθηκαν από δικαστή ο διορισμός του οποίου δεν είναι σύμφωνος με το νομοθετικό πλαίσιο πρέπει να αναιρεθούν ( 115 ).

Επί του δευτέρου, του τρίτου και του τετάρτου κριτηρίου

148.

Στις υπό επανεξέταση αποφάσεις το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη, πρώτον, τις επιπτώσεις που η πλημμέλεια στη διαδικασία διορισμού έχει στο δικαίωμα για δίκαιη δίκη στην πτυχή του η οποία αφορά το δικαίωμα σε «δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως» και τις εντεύθεν συνέπειες, ιδίως υπό το πρίσμα της αρχής της ασφάλειας δικαίου, και, δεύτερον, το περιεχόμενο του τεκμηρίου νομιμότητας των πράξεων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης και της αρχής της ασφάλειας δικαίου και τις συνέπειές τους στη δυνατότητα να ελεγχθεί ο διορισμός δικαστή στο πλαίσιο δίκης που δεν αφορά το κύρος της απόφασης διορισμού.

149.

Η σημασία που οι κανόνες αυτοί έχουν στην έννομη τάξη της Ένωσης είναι προφανής και εξετάστηκε ενδελεχώς ανωτέρω. Μολονότι η φύση των υποθέσεων τις οποίες εκδίκασε το Γενικό Δικαστήριο και τα ζητήματα που ανέκυψαν ήταν καινοφανή, και δεν υπήρχε πάγια νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τον έλεγχο της νομιμότητας του διορισμού των δικαστών στο Δικαστήριο ΔΔ, εντούτοις το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να τηρήσει τη σχετική με τα εν λόγω δικαιώματα και αρχές πάγια νομολογία του Δικαστηρίου όπως την εξέθεσα προηγουμένως στις παρούσες προτάσεις. Εξάλλου, είναι σαφές ότι οι εν λόγω κανόνες, δικαιώματα και αρχές δεν εμπίπτουν αποκλειστικά στο δίκαιο της δημόσιας διοίκησης, αλλά έχουν εφαρμογή, ανεξάρτητα από το αντικείμενο της υπόθεσης, σε κάθε έννομη σχέση που διέπεται από το δίκαιο της Ένωσης, καθόσον έχουν θεμελιώδη και οριζόντιο χαρακτήρα.

150.

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι Γενικό Δικαστήριο, λόγω των σφαλμάτων που διαπράχθηκαν στο πλαίσιο των αιτήσεων αναιρέσεως των οποίων είχε επιληφθεί, καθώς και λόγω των συμπερασμάτων που εντεύθεν συνήγαγε ως προς την τύχη των αιτήσεων αναιρέσεως, δεν έλαβε υπόψη πάγια νομολογία του Δικαστηρίου και παρέβη κανόνες που έχουν ιδιαίτερη σημασία στην έννομη τάξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έχουν εφαρμογή ανεξάρτητα από το αντικείμενο της υπόθεσης.

151.

Για τους λόγους που εξέθεσα, θεωρώ ότι πληρούνται όλα τα κριτήρια που έχει θέσει η νομολογία του Δικαστηρίου και προτείνω στο Δικαστήριο να κρίνει ότι οι υπό επανεξέταση αποφάσεις θίγουν την ενότητα και τη συνοχή του δικαίου της Ένωσης.

Επί των αποτελεσμάτων της επανεξέτασης

152.

Το άρθρο 62β, πρώτο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορίζει ότι, αν το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου θίγει την ενότητα ή τη συνοχή του δικαίου της Ένωσης, αναπέμπει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο, το οποίο δεσμεύεται από τα νομικά ζητήματα που έλυσε το Δικαστήριο. Όταν αναπέμπει την υπόθεση, το Δικαστήριο δύναται, επιπλέον, να υποδείξει τα αποτελέσματα της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου τα οποία πρέπει να θεωρηθούν οριστικά ως προς τους διαδίκους. Κατ’ εξαίρεση, αν η λύση της διαφοράς απορρέει, λαμβανομένου υπόψη του αποτελέσματος της επανεξέτασης, από τις διαπιστώσεις περί των πραγματικών περιστατικών στις οποίες στηρίχθηκε η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, το Δικαστήριο δύναται να αποφανθεί, το ίδιο, οριστικώς επί της διαφοράς.

153.

Συνεπώς, το Δικαστήριο δεν μπορεί να περιοριστεί να διαπιστώσει ότι θίχτηκε η συνοχή ή η ενότητα του δικαίου της Ένωσης χωρίς να συναγάγει τις συνέπειες από τη διαπίστωση αυτή όσον αφορά τις δύο επίμαχες εν προκειμένω διαφορές ( 116 ).

Τα αποτέλεσμα που η επανεξέταση έχει για την απόφαση Simpson

154.

Με την απόφαση Simpson, το Γενικό Δικαστήριο αναίρεσε τη διάταξη του Δικαστηρίου ΔΔ στο σύνολό της λόγω παραβίασης της «αρχής του νόμιμου δικαστή» χωρίς να εξετάσει προηγουμένως τους λόγους αναιρέσεως που είχε προβάλει ο αναιρεσείων και ανέθεσε την υπόθεση σε τμήμα του Γενικού Δικαστηρίου άλλο από εκείνο που έκρινε την αίτηση αναιρέσεως, προκειμένου να αποφανθεί σε πρώτο βαθμό επί της προσφυγής ( 117 ).

155.

Η άμεση συνέπεια των σφαλμάτων στα οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο είναι ότι επιβάλλεται να εξαφανισθεί η απόφαση Simpson στο σύνολό της και να αναπεμφθεί η υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο, προκειμένου να αποφανθεί ως αναιρετικό δικαστήριο επί των δύο λόγων αναιρέσεως που είχε προβάλει ο αναιρεσείων.

Τα αποτέλεσμα που η επανεξέταση έχει για την απόφαση HG

156.

Με την απόφαση HG, το Γενικό Δικαστήριο αναίρεσε την αναιρεσιβληθείσα απόφαση στο σύνολό της λόγω παραβίασης της «αρχής του νόμιμου δικαστή» χωρίς να εξετάσει προηγουμένως τους λόγους αναιρέσεως που είχε προβάλει ο αναιρεσείων και ανέθεσε την υπόθεση σε τμήμα του Γενικού Δικαστηρίου άλλο από εκείνο που έκρινε την αίτηση αναιρέσεως, προκειμένου να αποφανθεί σε πρώτο βαθμό επί της προσφυγής ( 118 ).

157.

Επίσης η απόφαση αυτή πρέπει να εξαφανισθεί στο σύνολό της και η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί στο Γενικό Δικαστήριο, προκειμένου να αποφανθεί ως αναιρετικό δικαστήριο επί των τεσσάρων λόγων αναιρέσεως που είχε προβάλει ο αναιρεσείων.

Τα αποτελέσματα που η επανεξέταση έχει για την απόφαση FV

158.

Η απόφαση FV, η οποία δεν αποτέλεσε αντικείμενο επανεξέτασης για τους λόγους δικονομικής φύσεως που εξέθεσα στο σημείο 36 των παρουσών προτάσεων, είναι αυτή στην οποία στηρίχθηκαν οι υπό επανεξέταση αποφάσεις και, ως εκ τούτου, αποτέλεσε το σημείο αφετηρίας της ανάλυσής μου. Εφόσον δεν έγινε αντικείμενο επανεξέτασης, αυτή η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου έχει καταστεί αμετάκλητη.

159.

Από την ανάλυσή μου προκύπτει ότι η απόφαση FV πάσχει από πλείονα σφάλματα που μπορούν να θίξουν την ενότητα και τη συνοχή του δικαίου της Ένωσης. Τώρα, ο κίνδυνος αυτός δεν είναι θεωρητικός. Αυτή η προσβολή της ενότητας και της συνοχής του δικαίου της Ένωσης συγκεκριμενοποιήθηκε όταν το Γενικό Δικαστήριο εξέδωσε τις υπό επανεξέταση αποφάσεις ακολουθώντας τη νομολογία του στην απόφαση FV. Στο στάδιο αυτό, θεωρώ ότι είναι αδύνατον η παρούσα επανεξέταση να έχει συνέπειες όσον αφορά τη συνέχεια της υπόθεσης FV: στην υπόθεση εκείνη, το Γενικό Δικαστήριο ετοιμάζεται να αποφανθεί σε πρώτο βαθμό επί των αιτημάτων του προσφεύγοντος (εκκρεμής υπόθεση T-27/18 RENV). Ωστόσο, αν το Δικαστήριο συμφωνήσει με την ανάλυση που εξέθεσα στις παρούσες προτάσεις, κατ’ εμέ είναι ουσιώδες να υπογραμμιστεί ότι η απόφαση FV είναι εσφαλμένη και δεν μπορεί πλέον να αποτελέσει νομολογιακό προηγούμενο ή ερμηνευτικό εργαλείο για μελλοντικές υποθέσεις.

Επί των δικαστικών εξόδων

160.

Κατά το άρθρο 195, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η απόφαση ή διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου που αποτελεί αντικείμενο επανεξέτασης εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 256, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων.

161.

Πάντως, δεν υπάρχουν ειδικοί κανόνες που διέπουν την κατανομή των δικαστικών εξόδων στο πλαίσιο διαδικασίας επανεξέτασης ( 119 ). Δεδομένης της φύσης της διαδικασίας αυτής, η οποία κινείται με πρωτοβουλία του πρώτου γενικού εισαγγελέα, η πρακτική του Δικαστηρίου είναι ότι οι διάδικοι και οι ενδιαφερόμενοι τους οποίους αναφέρει το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι οποίοι έλαβαν μέρος στη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου φέρουν τα σχετικά με την εν λόγω διαδικασία δικαστικά τους έξοδα ( 120 ). Ωστόσο, το Δικαστήριο πάντοτε δύναται να αποφασίσει διαφορετικά, ανάλογα με τη φύση της υπόθεσης και το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει ( 121 ).

162.

Λαμβανομένου υπόψη ότι οι παρούσες υποθέσεις ανάγονται σε καταλογιστέα μόνο στο Συμβούλιο πλημμέλεια στη διαδικασία διορισμού, θεωρώ σκόπιμο, έστω και αν το Συμβούλιο είναι διάδικος μόνο στην υπόθεση Simpson, να φέρει, πέραν των δικών του δικαστικών εξόδων, τα δικαστικά έξοδα του E. Simpson και του HG. Η Επιτροπή και η Βουλγαρική Κυβέρνηση θα πρέπει να φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Πρόταση

163.

Κατόπιν των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να εκδώσει απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

Οι αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 19ης Ιουλίου 2018, Simpson κατά Συμβουλίου (T-646/16 P), και HG κατά Επιτροπής (T-693/16 P) θίγουν την ενότητα και τη συνοχή του δικαίου της Ένωσης

Εξαφανίζει τις εν λόγω αποφάσεις.

Αναπέμπει τις υποθέσεις στο Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Καταδικάζει το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα δικαστικά έξοδα του E. Simson και του HG στο πλαίσιο των διαδικασιών επανεξέτασης και ορίζει ότι το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης φέρει τα δικά του δικαστικά έξοδα.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Βουλγαρική Κυβέρνηση φέρουν τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν στο πλαίσιο των διαδικασιών επανεξέτασης.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.

( 2 ) ΕΕ 2004, L 333, σ. 7.

( 3 ) Το παράρτημα αυτό καταργήθηκε με το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2016/1192 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Ιουλίου 2016, για τη μεταβίβαση στο Γενικό Δικαστήριο της αρμοδιότητας εκδικάσεως σε πρώτο βαθμό των διαφορών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των υπαλλήλων της (ΕΕ 2016, L 200, σ. 137).

( 4 ) Στη συνέχεια των παρουσών προτάσεων, θα αποκαλώ ως «επιτροπή επιλογής» την επιτροπή αυτή, της οποίας τα καθήκοντα περιγράφονται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, του παρατήματος I.

( 5 ) ΕΕ 2010, C 83, σ. 389.

( 6 ) ΕΕ 2013, C 353, σ. 11.

( 7 ) Το Συμβούλιο φαίνεται ότι ουδέποτε έχει δεχθεί ότι η σειρά κατά την οποία η επιτροπή επιλογής παρουσιάζει τους υποψηφίους αποτελεί τον κατάλογο των υποψηφίων που προτείνονται με σειρά κατάταξης βάσει των αντίστοιχων προσόντων. Βλ. Sevón, L., «La procédure de sélection des membres du Tribunal de la fonction publique de l’Union européenne: une expérience pionnière», Revue universelle des droits de l’homme, τόμος 20, αριθ. 1 έως 3, 30 Ιουνίου 2011, σ. 7 έως 9.

( 8 ) Η I. Rofes i Pujol είχε διοριστεί δικαστής στο Δικαστήριο ΔΔ για περίοδο έξι ετών, ήτοι από την 1η Σεπτεμβρίου 2009 έως τις 31 Αυγούστου 2015, με την απόφαση 2009/474/ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 9ης Ιουνίου 2009, για τον διορισμό δικαστή στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2009, L 156, σ. 56).

( 9 ) ΕΕ 2016, L 79, σ. 30.

( 10 ) ΕΕ 2016, C 146, σ. 11.

( 11 ) Απόφαση της 28ης Ιουνίου 2016, FV κατά Συμβουλίου (F-40/15, EU:F:2016:137).

( 12 ) Διάταξη της 24ης Ιουνίου 2016, Simpson κατά Συμβουλίου (F-142/11 RENV, EU:F:2016:136).

( 13 ) Απόφαση της 19ης Ιουλίου 2016, HG κατά Επιτροπής (F-149/15, EU:F:2016:155).

( 14 ) Απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2018, FV κατά Συμβουλίου (T-639/16 P, EU:T:2018:22, στο εξής: απόφαση FV, σκέψη 78).

( 15 ) Βλ. σημεία 41 επ. και 126 επ. των παρουσών προτάσεων.

( 16 ) Απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Μαρτίου 2018, Επανεξέταση FV κατά Συμβουλίου (C‑141/18 RX, EU:C:2018:218, σκέψεις 4 και 5).

( 17 ) T-646/16 P (μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:493).

( 18 ) T-693/16 P (μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:492).

( 19 ) Βλ. σημείο 16 των παρουσών προτάσεων.

( 20 ) Απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2018 (C-542/18 RX, EU:C:2018:763).

( 21 ) Απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2018 (C-543/18 RX, EU:C:2018:764).

( 22 ) Βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 8ης Φεβρουαρίου 2011, Επανεξέταση Επιτροπή κατά Petrilli (C-17/11 RX, EU:C:2011:55), και της 29ης Ιουνίου 2016, Επανεξέταση Andres κ.λπ. κατά ΕΚΤ (C-312/16 RX, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:520).

( 23 ) Απόφαση FV, σκέψεις 49 έως 51. Όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά, βλ, επίσης, σημεία 17 έως 19 των παρουσών προτάσεων.

( 24 ) Ήτοι των δικαστών S. Van Raepenbusch και H. Kreppel. Η διαδικασία αντικαταστάσεως των δύο αυτών δικαστών κινήθηκε τον Δεκέμβριο του 2013, σχεδόν εννέα μήνες πριν από τη λήξη της θητείας τους (βλ. σημείο 8 των παρουσών προτάσεων).

( 25 ) Η αιτιολογική σκέψη 3 της αποφάσεως διορισμού παραπέμπει στην πρόταση της Επιτροπής σχετικά με τον κανονισμό αυτόν (βλ. σημείο 13 των παρουσών προτάσεων).

( 26 ) Βλ. απόφαση FV (σκέψεις 34 έως 38 και 51).

( 27 ) Απόφαση FV (σκέψη 29).

( 28 ) Βλ. σημείο 11 και υποσημείωση 7 των παρουσών προτάσεων.

( 29 ) Πρβλ., επίσης, αιτιολογική σκέψη 5 της απόφασης διορισμού.

( 30 ) Βλ. απόφαση FV (σκέψεις 54 έως 57).

( 31 ) Απόφαση FV (σκέψεις 59 έως 63).

( 32 ) Απόφαση του ΕΔΔΑ της 9ης Ιουλίου 2009, Ilatovskiy κατά Ρωσίας (προσφυγή αριθ. 6945/04, CE:ECHR:2009:0709JUD000694504, §§ 40 και 41). Βλ. απόφαση FV (σκέψεις 67 έως 76).

( 33 ) ΕΕ 2007, C 303, σ. 17, και συγκεκριμένα σ. 29 και 30.

( 34 ) Όπως τόνισε ο συνάδελφός μου γενικός εισαγγελέας H. Saugmandsgaard Øe στις προτάσεις του στην υπόθεση Associação Sindical dos Juízes Portugueses (C-64/16, EU:C:2017:395, σημείο 71 και υποσημείωση 77), «Το γεγονός ότι, όταν η επίμαχη περίπτωση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, πρέπει να γίνεται αναφορά μόνο στο άρθρο 47 του Χάρτη (βλ. απόφαση της 16ης Μαΐου 2017, Berlioz Investment Fund, C‑682/15, EU:C:2017:373, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία) δεν αποκλείει τη δυνατότητα ερμηνείας του άρθρου αυτού υπό το πρίσμα της νομολογίας του ΕΔΔΑ».

( 35 ) Απόφαση του ΕΔΔΑ της 2ας Μαΐου 2019, Pasquini κατά Αγίου Μαρίνου (προσφυγή αριθ. 50956/16, CE:ECHR:2019:0502JUD005095616, § 102). Βλ., προηγουμένως, απόφαση του ΕΔΔΑ της 13ης Απριλίου 2006, Fedotova κατά Ρωσίας (προσφυγή αριθ. 73225/01, CE:ECHR:2006:0413JUD007322501, § 42).

( 36 ) Αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 31ης Μαΐου 2011, Κονταλέξης κατά Ελλάδας (προσφυγή αριθ. 59000/08, CE:ECHR:2011:0531JUD005900008, § 41 και 44), και της 4ης Μαρτίου 2003, Posokhov κατά Ρωσίας (προσφυγή αριθ. 63486/00, CE:ECHR:2003:0304JUD006348600, §§ 39 και 43).

( 37 ) Απόφαση του ΕΔΔΑ της 9ης Ιουλίου 2009, Ilatovskiy κατά Ρωσίας (προσφυγή αριθ. 6945/04, CE:ECHR:2009:0709JUD000694504, § 40).

( 38 ) Βλ. σημεία 68 έως 87 των παρουσών προτάσεων.

( 39 ) Βλ., επίσης, σημεία 68 έως 87 των παρουσών προτάσεων.

( 40 ) Απόφαση του ΕΔΔΑ της 9ης Ιουλίου 2009, Ilatovskiy κατά Ρωσίας (προσφυγή αριθ. 6945/04, CE:ECHR:2009:0709JUD000694504, § 36).

( 41 ) Απόφαση του ΕΔΔΑ της 12ης Μαρτίου 2019, Guðmundur Andri Ástráðsson κατά Ισλανδίας (προσφυγή αριθ. 26374/18, CE:ECHR:2019:0312JUD002637418, στο εξής: απόφαση Ástráðsson, § 98 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 42 ) Απόφαση του ΕΔΔΑ της 20ής Οκτωβρίου 2009, Gorguiladzé κατά Γεωργίας (προσφυγή αριθ. 4313/04, CE:ECHR:2009:1020JUD000431304, § 69).

( 43 ) Απόφαση του ΕΔΔΑ της 8ης Νοεμβρίου 2018, Ramos Nunes de Carvalho e Sá κατά Πορτογαλίας (προσφυγές αριθ. 55391/13, 57728/13 και 74041/13, CE:ECHR:2018:1106JUD005539113, § 144 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 44 ) Απόφαση του ΕΔΔΑ της 28ης Νοεμβρίου 2002, Lavents κατά Λεττονίας (προσφυγή αριθ. 58442/00, CE:ECHR:2002:1128JUD005844200, § 114).

( 45 ) Απόφαση Ástráðsson (βλ., ιδίως, §§ 107, 108 και 123).

( 46 ) Απόφαση Ástráðsson (§ 6).

( 47 ) Οι τέσσερις υποψήφιοι που κατ’ αυτόν τον τρόπο διαγράφτηκαν από τον κατάλογο ήταν εκείνοι που είχαν καταταγεί, αντιστοίχως, στην έβδομη, την όγδοη, την ενδέκατη και τη δέκατη τέταρτη θέση του πίνακα αξιολόγησης της επιτροπής.

( 48 ) Οι τέσσερις υποψήφιοι των οποίων τα ονόματα προστέθηκαν στον κατάλογο από την υπουργό είχαν καταταγεί από την επιτροπή στη δέκατη έβδομη, τη δέκατη όγδοη, την εικοστή τρίτη και την τριακοστή πρώτη θέση. Εφόσον υπήρχαν δεκαπέντε θέσεις προς πλήρωση, και εφόσον η επιτροπή είχε ρητώς διευκρινίσει ότι ο κατάλογος που κατήρτισε περιείχε σειρά κατάταξης βάσει προσόντων, έπεται ότι ουδείς εκ των εν λόγω υποψηφίων έπρεπε κανονικά να διοριστεί στο εφετείο.

( 49 ) Για περισσότερες λεπτομέρειες, βλ. απόφαση Ástráðsson (§§ 7 έως 18). Επισημαίνω ότι ένας νομικός σύμβουλος είχε μάλιστα ειδοποιήσει το γραφείο του πρωθυπουργού για τις ενδεχόμενες ελλείψεις στη διαδικασία την οποία η υπουργός είχε την πρόθεση να ακολουθήσει: βλ. § 13 της εν λόγω απόφασης.

( 50 ) Βλ. απόφαση Ástráðsson (§§ 19 έως 26).

( 51 ) Βλ. απόφαση Ástráðsson, §§ 36 έως 50.

( 52 ) Απόφαση του Δικαστηρίου ΕΖΕΣ της 14ης Φεβρουαρίου 2017, Pascal Nobile κατά DAS Rechtsschutz-Versicherungs, E-21/16. Βλ. απόφαση Ástráðsson, §§ 64 έως 69. Το Γενικό Δικαστήριο παρέπεμψε και αυτό στην εν λόγω απόφαση, στη σκέψη 75 της απόφασης FV.

( 53 ) Αρχικά οι J.R.J. και Á.H., και στη συνέχεια οι E.J. και J.H.: βλ. απόφαση Ástráðsson, §§ 27 έως 35 και 52 έως 54, αντιστοίχως.

( 54 ) Απόφαση Ástráðsson, §§ 11, 16, 27 έως 35 και 105 έως 109.

( 55 ) Απόφαση Ástráðsson, §§ 115 έως 118.

( 56 ) Απόφαση Ástráðsson, §§ 119 έως 122.

( 57 ) Απόφαση Ástráðsson, §§ 18 έως 22.

( 58 ) Απόφαση Ástráðsson, § 123.

( 59 ) Στην υπόθεση Ástráðsson, η υπουργός είχε πλήρη επίγνωση του γεγονότος ότι δεν διέθετε διακριτική ευχέρεια και ότι τεκμαιρόταν ότι έχει κάνει δεκτό τον κατάλογο των δεκαπέντε υποψηφίων με τα περισσότερα προσόντα τον οποίο της είχε παρουσιάσει η επιτροπή αξιολόγησης (συγκεκριμένα, είχε ζητήσει από την επιτροπή αυτή να της προτείνει μεγαλύτερο κατάλογο, πράγμα που η εν λόγω επιτροπή αρνήθηκε να πράξει). Στις υπό επανεξέταση υποθέσεις, το Συμβούλιο είχε πλήρη επίγνωση του γεγονότος ότι ο επίμαχος κατάλογος υποψηφίων που είχε καταρτιστεί από την επιτροπή επιλογής είχε καταρτιστεί βάσει της πρόσκλησης του 2013 για την υποβολή υποψηφιοτήτων, η οποία είχε σκοπό να καλυφθούν βραχυπρόθεσμα δύο κενές θέσεις στο Δικαστήριο ΔΔ, και όχι τρεις.

( 60 ) Το γεγονός ότι η θητεία της I. Rofes i Pujol θα έληγε στις 31 Αυγούστου 2015 απέρρεε σαφώς από την απόφαση διορισμού της. Ουδέν από τα στοιχεία που εξέτασα κατά την προετοιμασία των παρουσών προτάσεων κατέστησε δυνατό να εξηγηθεί γιατί καμία χωριστή πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων δεν δημοσιεύθηκε για την αντικατάστασή της, είτε πριν από την ημερομηνία αυτή είτε κατά την περίοδο σχεδόν επτά μηνών μεταξύ της εν λόγω ημερομηνίας και της ημερομηνίας της απόφασης διορισμού τριών δικαστών στο Δικαστήριο ΔΔ (στις 22 Μαρτίου 2016). Ωστόσο, ενόψει της αποφάσεως που επρόκειτο να ληφθεί στις 22 Μαρτίου 2016, μπορεί να φάνηκε δύσκολο να πραγματοποιηθούν εγκαίρως νέα πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων και αξιολόγηση από την επιτροπή επιλογής, ώστε ο νέος δικαστής να μπορέσει να αναλάβει με αποτελεσματικό τρόπο τα καθήκοντά του στο Δικαστήριο ΔΔ πριν το τελευταίο παύσει τη λειτουργία του. Πρότεινα ανωτέρω (σημείο 45 των παρουσών προτάσεων) άλλο νομικό μέσο για την αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού.

( 61 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 4 της απόφασης διορισμού και σημείο 13 των παρουσών προτάσεων. Ο διορισμός του S. Van Raepenbusch είχε αναδρομική ισχύ, ενώ οι J. Sant’Anna και A. Kornezov άρχισαν να ασκούν τα καθήκοντά τους μόνον αφότου ορκίστηκαν στις 13 Απριλίου 2016. Το Δικαστήριο ΔΔ έπαυσε να υφίσταται την 1η Σεπτεμβρίου 2016.

( 62 ) Απόφαση Ástráðsson, § 103.

( 63 ) Απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 1996, Duff κ.λπ. (C-63/93, EU:C:1996:51, σκέψη 31).

( 64 ) Απόφαση της 22ας Μαρτίου 1961, Snupat κατά Ανωτάτης Αρχής (42/59 και 49/59, EU:C:1961:5, σ. 159).

( 65 ) Απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 1996, Duff κ.λπ. (C-63/93, EU:C:1996:51, σκέψη 20).

( 66 ) Για ανάλυση της νομολογίας του Δικαστηρίου επί του ζητήματος αυτού, βλ. Puissochet, J.-P., και Legal, H., «Le principe de sécurité juridique dans la jurisprudence de la Cour de justice des Communautés européennes», Cahiers du Conseil Constitutionnel αριθ. 11, Δεκέμβριος 2001.

( 67 ) Απόφαση της 4ης Ιουλίου 1973, Westzucker (1/73, EU:C:1973:78, σκέψη 6).

( 68 ) Απόφαση της 1ης Ιουνίου 1999, Eco Swiss (C-126/97, EU:C:1999:269, σκέψη 46).

( 69 ) Carbonnier, Droit civil, Introduction, αριθ. 46, παρατέθηκε από τον εισηγητή Ch. Charruault στην εισήγησή του στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Cour de Cassation (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Γαλλία) (ολομέλεια), αριθ. 540 της 7ης Ιουλίου 2006.

( 70 ) Απόφαση της 8ης Απριλίου 1976, Defrenne (43/75, EU:C:1976:56, σκέψεις 74 και 75).

( 71 ) Απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2007, Brzeziński (C-313/05, EU:C:2007:33, σκέψη 56).

( 72 ) Απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 1987, Consorzio Cooperative d’Abruzzo κατά Επιτροπής (15/85, EU:C:1987:111, σκέψεις 12 και 17).

( 73 ) Απόφαση του ΕΔΔΑ της 28ης Οκτωβρίου 1998, Pérez de Rada Cavanilles κατά Ισπανίας (προσφυγή αριθ. 28090/95, CE:ECHR:1998:1028JUD002809095, §§ 44 και 45). Βλ., επί του σημείου αυτού, επίσης γνώμη του γενικού εισαγγελέα P. Mengozzi στην υπόθεση Επανεξέταση Arango Jaramillo κ.λπ. κατά ETEπ (C-334/12 RX-II, EU:C:2012:733, σημεία 59 και 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 74 ) Απόφαση του ΕΔΔΑ της 13ης Ιουνίου 1979, Marckx κατά Βελγίου (προσφυγή αριθ. 6833/74, CE:ECHR:1979:0613JUD000683374, § 58).

( 75 ) Soulas de Russel, D., και Raimbault, Ph., «Nature et racines du principe de sécurité juridique: une mise au point», Revue internationale de droit comparé, τόμος 55, αριθ. 1, Ιανουάριος-Μάρτιος 2003, σ. 85 έως 103, ειδικότερα. σ. 90 και 91.

( 76 ) CE, 6e/1e SSR, απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2007, αριθ. 296072, ECLI:FR:CESSR:2007:296072.20071212· CE, sect., απόφαση της 30ής Δεκεμβρίου 2010, αριθ. 329513, ECLI:FR:CESEC:2010:329513.20101230.

( 77 ) Fawdry & Co (A Firm) v Murfitt v Lord Chancellor’s Department [2002] EWCA Civ 643.

( 78 ) Bundesverfassungsgericht (Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο), διάταξη της 27ης Οκτωβρίου 1996, 2 BvR 1375/96· βλ., επίσης, Bundesgerichtshof (Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, Γερμανία), διάταξη της 26ης Απριλίου 2005, X ZB 17/04.

( 79 ) Ústavní soud (Συνταγματικό Δικαστήριο), απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2006, αριθ. Pl. ÚS 17/06-2.

( 80 ) Απόφαση του Tribunal Constitucional (Συνταγματικού Δικαστηρίου) 164/2008, της 15ης Δεκεμβρίου 2008 (ECLI:ES:TC:2008:164).

( 81 ) Απόφαση του Tribunal Constitucional (Συνταγματικού Δικαστηρίου) 101/1984, της 28ης Νοεμβρίου 1984 (ECLI:ES:TC:1984:101).

( 82 ) Απόφαση του Tribunal Constitucional (Συνταγματικού Δικαστηρίου) 164/2008, της 15ης Δεκεμβρίου 2008 (ECLI:ES:TC:2008:164).

( 83 ) Οι αμιγώς τυπικής φύσεως πλημμέλειες προδήλως εμπίπτουν σε αυτή την κατηγορία.

( 84 ) Απόφαση της 19ης Ιουλίου 2018, Simpson κατά Συμβουλίου (T-646/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:493, σκέψη 31), βλ., επίσης, σημείο 25 των παρουσών προτάσεων.

( 85 ) Απόφαση της 19ης Ιουλίου 2018, HG κατά Επιτροπής (T-693/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:492, σκέψη 32).

( 86 ) Απόφαση της 16ης Ιουλίου 1981, Albini κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (33/80, EU:C:1981:186, σκέψη 17).

( 87 ) Απόφαση της 16ης Απριλίου 2015, TMK Europe (C‑143/14, EU:C:2015:236, σκέψη 18 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 88 ) Η νομολογία δέχεται ότι, πέραν των ιδιωτών, η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας μπορεί να προβληθεί και από τους λεγόμενους «προνομιούχους» προσφεύγοντες. Βλ. απόφαση της 10ης Ιουλίου 2003, Επιτροπή κατά ΕΚΤ (C-11/00, EU:C:2003:395). Οι γενικοί εισαγγελείς είχαν προ πολλού ταχθεί υπέρ της αναγνώρισης της δυνατότητας αυτής στους λεγόμενους «προνομιούχους» προσφεύγοντες. Βλ., μεταξύ άλλων, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα G. Slynn στην υπόθεση Γαλλία κατά Επιτροπής (181/85, μη δημοσιευθείσες, EU:C:1986:491, σ. 702 και 703). Εντούτοις, το Δικαστήριο αρνείται στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να προβάλουν την έλλειψη νομιμότητας απόφασης ή οδηγίας της οποίας είναι αποδέκτες ως μέσο άμυνας κατά προσφυγής λόγω παραβάσεως στηριζόμενης στη μη εκτέλεση της εν λόγω απόφασης ή οδηγίας (απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2012, Επιτροπή κατά Τσεχικής Δημοκρατίας, C-37/11, EU:C:2012:640, σκέψη 46). Η ίδια συλλογιστική ισχύει στην περίπτωση απόφασης της οποίας το κράτος μέλος δεν είναι, τυπικώς, ο αποδέκτης: ως μέλος του Συμβουλίου, το οποίο εξέδωσε την εν λόγω απόφαση, το κράτος μέλος οπωσδήποτε γνώριζε την απόφαση –συνεπώς, είχε πλήρως τη δυνατότητα να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως (απόφαση της 27ης Μαρτίου 2019, Επιτροπή κατά Γερμανίας, C-620/16, EU:C:2019:256, σκέψη 90).

( 89 ) Επισημαίνω συναφώς ότι, πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας περιοριζόταν από τις Συνθήκες στους κανονισμούς (βλ. άρθρο 184 ΕΟΚ, μετέπειτα 244 ΕΚ, νυν 277 ΣΛΕΕ). Πάντως, η νομολογία γρήγορα επέκτεινε την ένσταση αυτή σε άλλες πράξεις των θεσμικών οργάνων οι οποίες, χωρίς να έχουν τη μορφή κανονισμού, «παράγουν ανάλογα αποτελέσματα», έστω και αν δεν πρόκειται «περί κατά κυριολεξία κανονιστικών πράξεων» (απόφαση της 6ης Μαρτίου 1979, Simmenthal κατά Επιτροπής, 92/78, EU:C:1979:53, σκέψεις 35 επ.).

( 90 ) Απόφαση της 31ης Μαΐου 2001, Sadam Zuccherifici κ.λπ. κατά Συμβουλίου (C‑41/99 P, EU:C:2001:302, σκέψη 24).

( 91 ) Απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 1987, Acciaierie e Ferriere di Porto Nogaro κατά Επιτροπής (340/85, EU:C:1987:384, σκέψη 5). Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι «[α]πό πάγια νομολογία προκύπτει ότι προσφεύγων δεν μπορεί, επ’ ευκαιρία προσφυγής ακυρώσεως που στρέφεται κατά ατομικής αποφάσεως, να προβάλει κατ’ ένσταση την έλλειψη νομιμότητας άλλων ατομικών αποφάσεων των οποίων ήταν ο αποδέκτης και οι οποίες έχουν καταστεί απρόσβλητες».

( 92 ) Απόφαση της 22ας Απριλίου 2004, Schintgen κατά Επιτροπής (T-343/02, EU:T:2004:111).

( 93 ) Απόφαση της 23ης Μαρτίου 2004, Θεοδωράκης κατά Συμβουλίου (T-310/02, EU:T:2004:90).

( 94 ) Απόφαση της 22ας Απριλίου 2004, Schintgen κατά Επιτροπής (T-343/02, EU:T:2004:111, σκέψη 25).

( 95 ) Απόφαση της 23ης Μαρτίου 2004, Θεοδωράκης κατά Συμβουλίου (T-310/02, EU:T:2004:90, σκέψεις 48 και 49).

( 96 ) Απόφαση της 30ής Απριλίου 2019, Wattiau κατά Κοινοβουλίου (T-737/17, EU:T:2019:273, σκέψη 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Η νομολογία αυτή εφαρμόζει τις αρχές που το Δικαστήριο είχε ήδη διατυπώσει στην απόφαση της 13ης Ιουλίου 1966, Ιταλία κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (32/65, EU:C:1966:42, σ. 594).

( 97 ) Απόφαση της 23ης Απριλίου 2013, Gbagbo κ.λπ. κατά Συμβουλίου (C‑478/11 P έως C‑482/11 P, EU:C:2013:258, σκέψη 56).

( 98 ) C‑341/06 P και C-342/06 P, στο εξής: απόφαση Chronopost, EU:C:2008:375.

( 99 ) Απόφαση FV, σκέψη 66. Βλ., επίσης, αποφάσεις της 19ης Ιουλίου 2018, Simpson κατά Συμβουλίου (T-646/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:493, σκέψη 38), και της 19ης Ιουλίου 2018, HG κατά Επιτροπής (T-693/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:492, σκέψη 39).

( 100 ) Απόφαση Chronopost, σκέψη 60.

( 101 ) Απόφαση Chronopost, σκέψεις 46 και 47.

( 102 ) Απόφαση Chronopost, σκέψη 45.

( 103 ) Απόφαση FV, σκέψεις 72 έως 76. Στην απόφαση εκείνη, το Γενικό Δικαστήριο συνέδεσε εν τέλει τις διαπιστώσεις του με την εμπιστοσύνη των πολιτών και του κοινού στην ανεξαρτησία και την αμεροληψία των δικαστηρίων, υπό την αφηρημένη έννοια των όρων αυτών (σκέψη 78). Κανείς δεν ισχυρίστηκε ότι υπήρχε οποιοσδήποτε λόγος να θεωρηθεί ότι η ανεξαρτησία ή η αμεροληψία του επίμαχου στην υπόθεση εκείνη δικαστικού σχηματισμού δημιουργούσε την παραμικρή αμφιβολία. Το ίδιο ισχύει για τις τώρα υπό επανεξέταση υποθέσεις (βλ. σημείο 44 των παρουσών προτάσεων).

( 104 ) Απόφαση Chronopost, σκέψεις 46 έως 48.

( 105 ) Ή, κατά περίπτωση, ο τάδε ή ο δείνα γενικός εισαγγελέας. Συναφώς, για παράδειγμα, το Δικαστήριο επιλέγει να μην αναθέτει τις υποθέσεις που αφορούν τις προϋποθέσεις ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης στον γενικό εισαγγελέα που προτάθηκε από το κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος ή σε εκείνον που προτάθηκε από το κράτος μέλος εκτέλεσης.

( 106 ) Απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, Schrems (C-362/14, EU:C:2015:650, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 107 ) Απόφαση Chronopost, σκέψη 46.

( 108 ) Απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 1996, Duff κ.λπ. (C-63/93, EU:C:1996:51, σκέψη 20).

( 109 ) Αντιθέτως, αν δικαστήριο διαθέτει στοιχεία που θέτουν εν αμφιβόλω το κύρος μιας τέτοιας απόφασης, θα πρέπει να προχωρήσει σε εξέταση με δική του πρωτοβουλία, χωρίς να αναμένει να θέσει το πρόβλημα αυτό διάδικος στη διαφορά της οποίας αυτό έχει επιληφθεί.

( 110 ) Στο σημείο αυτό, συμφωνώ με τη συνάδελφό μου, τη γενική εισαγγελέα J. Kokott, στη γνώμη της στην υπόθεση Επανεξέταση Επιτροπή κατά Strack (C-579/12 RX-II, EU:C:2013:573, σημείο 75).

( 111 ) Αποφάσεις της 17ης Δεκεμβρίου 2009, Επανεξέταση M κατά EMEA (C-197/09 RX-II, EU:C:2009:804, σκέψεις 62 έως 65), και της 28ης Φεβρουαρίου 2013, Επανεξέταση Arango Jaramillo κ.λπ. κατά ΕΤΕπ (C-334/12 RX-II, EU:C:2013:134, σκέψεις 50 έως 53).

( 112 ) Απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2009, Επανεξέταση M κατά EMEA (C-197/09 RX-II, EU:C:2009:804, σκέψη 66).

( 113 ) Γνώμη του γενικού εισαγγελέα P. Mengozzi στην υπόθεση Επανεξέταση Arango Jaramillo κ.λπ. κατά ΕΤΕπ (C-334/12 RX-II, EU:C:2012:733, σημείο 70).

( 114 ) Υπόθεση Crocs κατά EUIPO και Gifi Diffusion (C-320/18 P).

( 115 ) Απόφαση Ástráðsson, § 42.

( 116 ) Απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Επανεξέταση Missir Mamachi di Lusignano κατά Επιτροπής (C-417/14 RX-II, EU:C:2015:588, σκέψη 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 117 ) Η υπόθεση αυτή εκκρεμεί τώρα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Βλ. υπόθεση Simpson κατά Επιτροπής, T-441/18 RENV (έχει ανασταλεί).

( 118 ) Η υπόθεση αυτή εκκρεμεί τώρα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Βλ. υπόθεση HG κατά Επιτροπής, T-440/18 RENV (έχει ανασταλεί).

( 119 ) Βλ., συναφώς, γνώμη του γενικού εισαγγελέα M. Wathelet στην υπόθεση Επανεξέταση Missir Mamachi di Lusignano κατά Επιτροπής (C-417/14 RX-II, EU:C:2015:593, σημείο 99).

( 120 ) Είναι η λύση που έγινε δεκτή στις δύο πρώτες επανεξετάσεις (αποφάσεις της 17ης Δεκεμβρίου 2009, Επανεξέταση M κατά EMEA, C-197/09 RX-II, EU:C:2009:804, σκέψη 73), και της 28ης Φεβρουαρίου 2013, Επανεξέταση Arango Jaramillo κ.λπ. κατά ΕΤΕπ (C-334/12 RX-II, EU:C:2013:134, σκέψη 61), καθώς και στην τελευταία υπόθεση επανεξέτασης (απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Επανεξέταση Missir Mamachi di Lusignano κατά Επιτροπής, C-417/14 RX-II, EU:C:2015:588, σκέψη 67).

( 121 ) Αυτό συνέβη κατά την τρίτη επανεξέταση (απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2013, Επανεξέταση Επιτροπή κατά Strack, C-579/12 RX-II, EU:C:2013:570, σκέψη 71), όπου η Επιτροπή καταδικάστηκε στα δικαστικά έξοδα του Guido Strack.