ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

HENRIK SAUGMANDSGAARD ØE

της 30ής Ιανουαρίου 2020 ( 1 )

Υπόθεση C-452/18

XZ

κατά

Ibercaja Banco SA

[αίτηση του Juzgado de Primera Instancia e Instrucción no 3 de Teruel (πρωτοδικείου αριθ. 3 του Teruel, Ισπανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Σύμβαση ενυπόθηκου δανείου – Ρήτρα περιορισμού της μεταβλητότητας του επιτοκίου (ρήτρα “κατώτατου επιτοκίου”) – Έλλειψη διαφάνειας– Καταχρηστικός χαρακτήρας – Σύναψη μεταξύ των μερών συμφωνίας για την ανανέωση της ρήτρας “κατώτατου επιτοκίου”, για την επιβεβαίωση του κύρους της σύμβασης ενυπόθηκου δανείου και για την αμοιβαία παραίτηση από την άσκηση ενδίκου βοηθήματος προς αμφισβήτηση του κύρους της συμφωνίας αυτής – Συμβατότητα με την οδηγία 93/13 – Προϋποθέσεις»

I. Εισαγωγή

1.

Η παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως υποβλήθηκε από το Juzgado de Primera Instancia e Instrucción no 3 de Teruel (πρωτοδικείο αριθ. 3 του Teruel, Ισπανία) στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της XZ και της Ibercaja Banco SA (στο εξής: Ibercaja). Κατ’ ουσίαν, οι διάδικοι της κύριας δίκης συνδέονταν με σύμβαση ενυπόθηκου δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο. Η εν λόγω σύμβαση περιείχε ρήτρα κατώτατου επιτοκίου, η οποία περιόριζε τη διακύμανση του εν λόγω επιτοκίου. Απόφαση του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Ισπανία) έθεσε εν αμφιβόλω τη συμβατότητα της ρήτρας αυτής προς την ισπανική νομοθεσία περί μεταφοράς στην εθνική έννομη τάξη της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές ( 2 ). Στο πλαίσιο αυτό, η XZ και η Ibercaja συνήψαν συμφωνία, για τον νομικό χαρακτηρισμό της οποίας ερίζουν, με την οποία ανανέωσαν την επίμαχη ρήτρα, επιβεβαίωσαν το κύρος της σύμβασης δανείου και παραιτήθηκαν αμοιβαίως από το δικαίωμα άσκησης ενδίκων βοηθημάτων για την αμφισβήτηση του κύρους της συμφωνίας αυτής.

2.

Με τα προδικαστικά ερωτήματα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί της συμβατότητας της συμφωνίας αυτής προς την οδηγία 93/13. Τα ερωτήματα αυτά παρέχουν στο Δικαστήριο την ευκαιρία να κρίνει, για πρώτη φορά, αν, και εν ανάγκη υπό ποιες προϋποθέσεις, ο καταναλωτής μπορεί να παραιτηθεί συμβατικώς από το δικαίωμα να προβάλει τον καταχρηστικό χαρακτήρα, κατά την έννοια της οδηγίας αυτής, συγκεκριμένης ρήτρας. Από την απάντηση στο ερώτημα αυτό εξαρτάται, ειδικότερα, η έκταση της αυτονομίας που έχουν ο καταναλωτής και ο επαγγελματίας για την επιβεβαίωση ή ανανέωση ενδεχόμενης καταχρηστικής συμβατικής ρήτρας, ή ακόμη για την κατάρτιση φιλικών διακανονισμών, και ειδικότερα συμβιβασμών, με σκοπό την εξωδικαστική λύση των σχετικών διαφορών τους.

3.

Στις παρούσες προτάσεις, θα εξηγήσω ότι η οδηγία 93/13 δεν απαγορεύει, καταρχήν, τη σύναψη συμφωνίας μεταξύ καταναλωτή και επαγγελματία προβλέπουσας παραίτηση του καταναλωτή από το δικαίωμα προβολής του καταχρηστικού χαρακτήρα προϋφιστάμενης ρήτρας. Εντούτοις, η συμφωνία αυτή πρέπει να πληροί τις απαιτήσεις που θέτει η εν λόγω οδηγία και, ειδικότερα, την απαίτηση διαφάνειας που προβλέπεται σε αυτήν. Επομένως, θα προτείνω στο Δικαστήριο να ακολουθήσει προσέγγιση με την οποία παρέχεται, μεταξύ άλλων, δυνατότητα διατήρησης του κύρους των «πραγματικών» συμβιβασμών που οι καταναλωτές καταρτίζουν με πλήρη γνώση των πραγμάτων, χωρίς όμως να αναγνωρίζεται το κύρος εκείνων που επιβάλλονται από τους επαγγελματίες και μόνο φαινομενικά συνιστούν συμβιβασμό.

II. Το νομικό πλαίσιο

Α.   Η οδηγία 93/13

4.

Κατά το άρθρο 3 της οδηγίας 93/13:

«1.   Ρήτρα σύμβασης που δεν απετέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης θεωρείται καταχρηστική όταν, παρά την απαίτηση καλής πίστης, δημιουργεί εις βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση.

2.   Θεωρείται πάντοτε ότι η ρήτρα δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, όταν έχει συνταχθεί εκ των προτέρων και όταν ο καταναλωτής, εκ των πραγμάτων, δε μπόρεσε να επηρεάσει το περιεχόμενό της, ιδίως στα πλαίσια μιας σύμβασης προσχωρήσεως.

Το γεγονός ότι για ορισμένα στοιχεία κάποιας ρήτρας ή για μια μεμονωμένη ρήτρα υπήρξε ατομική διαπραγμάτευση, δεν αποκλείει την εφαρμογή του παρόντος άρθρου στο υπόλοιπο μιας σύμβασης, εάν η συνολική αξιολόγηση οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, παρ’ όλα αυτά, πρόκειται για σύμβαση προσχώρησης.

Εάν ο επαγγελματίας ισχυρίζεται ότι για μια τυποποιημένη ρήτρα υπήρξε ατομική διαπραγμάτευση, φέρει το βάρος της απόδειξης.

3.   Το παράρτημα περιέχει ενδεικτικό και μη εξαντλητικό κατάλογο ρητρών που είναι δυνατόν να κηρυχθούν καταχρηστικές.»

5.

Το άρθρο 4 της οδηγίας αυτής προβλέπει τα εξής:

«1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 7, ο καταχρηστικός χαρακτήρας μιας συμβατικής ρήτρας κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή των υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση και όλες οι κατά τον χρόνο της σύναψης της σύμβασης περιστάσεις που περιέβαλαν την εν λόγω σύναψη, καθώς και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται.

2.   Η εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών δεν αφορά ούτε τον καθορισμό του κυρίου αντικειμένου της σύμβασης ούτε το ανάλογο ή μη μεταξύ της τιμής και της αμοιβής, αφενός, και των υπηρεσιών ή αγαθών που θα παρασχεθούν ως αντάλλαγμα, αφετέρου, εφόσον οι ρήτρες αυτές είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό.»

6.

Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες οι καταχρηστικές ρήτρες σύμβασης μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, τηρουμένων των σχετικών όρων της εθνικής νομοθεσίας, δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές, ενώ η σύμβαση εξακολουθεί να δεσμεύει τους συμβαλλόμενους, εάν μπορεί να υπάρξει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες,»

7.

Το παράρτημα της ίδιας οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Ρήτρες που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 3» αναφέρει, στο σημείο του 1, στοιχείο π, τις ρήτρες που έχουν ως σκοπό ή αποτέλεσμα «να καταργούν, ή να παρεμποδίζουν την προσφυγή ενώπιον δικαστηρίου ή την άσκηση ενδίκων μέσων από τον καταναλωτή, ιδίως με το να υποχρεώνουν τον καταναλωτή να καταφεύγει αποκλειστικά σε διαιτησία μη καλυπτόμενη από νομικές διατάξεις, με το να περιορίζουν μη προσηκόντως τα αποδεικτικά μέσα του καταναλωτή, ή με το να επιβάλλουν σ’ αυτόν το βάρος αποδείξεως το οποίο, σύμφωνα με το εφαρμοστέο δίκαιο, φέρει κανονικά άλλος συμβαλλόμενος.»

Β.   Το ισπανικό δίκαιο

8.

Η οδηγία 93/13 μεταφέρθηκε, κατά τα ουσιώδη, στην ισπανική έννομη τάξη με τον Ley 7/1998 sobre condiciones generales de la contratación (νόμο 7/1998 περί των γενικών όρων των συναλλαγών), της 13ης Απριλίου 1998, ο οποίος αναδιατυπώθηκε, ενσωματώνοντας άλλες διατάξεις για τη μεταφορά στην εθνική έννομη τάξη διάφορων οδηγιών της Ένωσης στον τομέα της προστασίας των καταναλωτών, με το Real Decreto Legislativo 1/2007 por el que se aprueba el texto refundido de la Ley General para la Defensa de los Consumidores y Usuarios y otras leyes complementarias [βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 1/2007, περί εγκρίσεως του κωδικοποιημένου κειμένου του γενικού νόμου για την προστασία των καταναλωτών και των χρηστών και άλλων συμπληρωματικών νόμων (στο εξής: βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 1/2007)], της 16ης Νοεμβρίου 2001.

9.

Το άρθρο 10 του βασιλικού νομοθετικού διατάγματος 1/2007 ορίζει τα εξής:

«Η εκ των προτέρων παραίτηση από δικαιώματα τα οποία το παρόν διάταγμα παρέχει στους καταναλωτές και στους χρήστες είναι άκυρη, ενώ άκυρες είναι επίσης οι δικαιοπραξίες που παραβαίνουν τον νόμο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 του [ισπανικού] αστικού κώδικα.»

10.

Το άρθρο 83 του βασιλικού νομοθετικού διατάγματος 1/2007 προβλέπει, στην παράγραφό του 1, ότι «[ο]ι καταχρηστικές ρήτρες είναι αυτοδικαίως άκυρες και λογίζονται ως μη τεθείσες».

III. Η διαφορά της κύριας δίκης, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

11.

Με συμβολαιογραφική πράξη της 23ης Δεκεμβρίου 2011, η XZ αγόρασε ακίνητο από κατασκευαστική εταιρία. Το ακίνητο βαρυνόταν με υποθήκη, συσταθείσα υπέρ της τράπεζας Caja de Ahorros de la Inmaculada de Aragón, για την εξασφάλιση της εξόφλησης δανείου που το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα είχε χορηγήσει στην κατασκευαστική εταιρία, δυνάμει σύμβασης της 23ης Ιουλίου 2010 ( 3 ). Αγοράζοντας το εν λόγω ακίνητο, η XZ υποκατέστησε την κατασκευαστική εταιρία στη σύμβαση αυτή.

12.

Η σύμβαση ενυπόθηκου δανείου προέβλεπε την εφαρμογή σε αυτό κυμαινόμενου επιτοκίου. Εντούτοις, ρήτρα της σύμβασης περιόριζε τη διακύμανση του επιτοκίου, μνημονεύοντας ένα «ανώτατο» ετήσιο επιτόκιο 9,75 % και ένα «κατώτατο» ετήσιο επιτόκιο 3,25 %.

13.

Στις 4 Μαρτίου 2014, η Ibercaja, διάδοχος της Caja de Ahorros de la Inmaculada de Aragón ως προς το επίμαχο δάνειο ( 4 ), συνήψε με την XZ συμφωνία με τίτλο «τροποποιητική σύμβαση ανανέωσης οφειλής». Η συμφωνία αυτή προέβλεπε, ειδικότερα, μείωση στο 2,35 % του εφαρμοστέου σε αυτό το δάνειο «κατώτατου» επιτοκίου, από την επόμενη μηνιαία δόση έως την πλήρη εξόφλησή του. Η εν λόγω συμφωνία περιείχε επίσης την ακόλουθη ρήτρα:

«Οι συμβαλλόμενοι επιβεβαιώνουν το κύρος και την εκτέλεση του δανείου, θεωρούν τους όρους του κατάλληλους και, ως εκ τούτου, παραιτούνται ρητώς και αμοιβαίως από την άσκηση κάθε ενδίκου βοηθήματος κατά του αντισυμβαλλομένου τους όσον αφορά τη συναφθείσα σύμβαση και τις ρήτρες της, καθώς και τους διακανονισμούς και τις πληρωμές που πραγματοποιήθηκαν έως σήμερα, των οποίων τον σύννομο χαρακτήρα αναγνωρίζουν.»

14.

Επιπλέον, η συμφωνία αυτή περιείχε χειρόγραφη μνεία, γραμμένη και υπογεγραμμένη από την XZ, βάσει υποδείγματος παρασχεθέντος από την Ibercaja, με την οποία η ΧΖ δήλωσε τα εξής:

«Γνωρίζω και κατανοώ ότι το επιτόκιο του δανείου μου δεν θα μειωθεί ποτέ κάτω από το ετήσιο ονομαστικό επιτόκιο 2,35 %.»

15.

Στις 14 Ιανουαρίου 2016, η XZ κατέβαλε την τελευταία μηνιαία δόση του δανείου.

16.

Την 1η Φεβρουαρίου 2017, η ΧΖ άσκησε αγωγή ενώπιον του Juzgado de Primera Instancia e Instrucción no 3 de Teruel (πρωτοδικείου αριθ. 3 του Teruel) με αίτημα να αναγνωριστεί η ακυρότητα, λόγω του καταχρηστικού χαρακτήρα της, της προβλεπόμενης στη σύμβαση ενυπόθηκου δανείου ρήτρας κατώτατου επιτοκίου και να υποχρεωθεί η Ibercaja να της επιστρέψει τα ποσά που καταβλήθηκαν κατ’ εφαρμογήν της ρήτρας αυτής.

17.

Ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, η Ibercaja αμφισβήτησε τον καταχρηστικό χαρακτήρα της εν λόγω ρήτρας και αντιτάχθηκε στη ζητηθείσα επιστροφή, επικαλούμενη, μεταξύ άλλων, τη συναφθείσα μεταξύ αυτής και της XZ «τροποποιητική σύμβαση ανανέωσης οφειλής». Στο πλαίσιο αυτό, η ΧΖ υποστήριξε ότι ο προβλεπόμενος στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 κανόνας ότι οι καταχρηστικές ρήτρες «δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές» πρέπει να επεκταθεί στη σύμβαση αυτή ώστε, ακριβώς όπως η επίμαχη ρήτρα, να θεωρηθεί άκυρη.

18.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Juzgado de Primera Instancia no 3 de Teruel (πρωτοδικείο αριθ. 3 του Teruel) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Πρέπει η αρχή του μη δεσμευτικού χαρακτήρα των άκυρων ρητρών (άρθρο 6 της οδηγίας [93/13]) να επεκταθεί και στις μεταγενέστερες συμβάσεις και δικαιοπραξίες που αφορούν τέτοιες ρήτρες, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της [“τροποποιητικής συμβάσεως ανανεώσεως οφειλής”];

Μπορεί, δεδομένου ότι η απόλυτη ακυρότητα συνεπάγεται ότι η εν λόγω ρήτρα ουδέποτε υπήρξε στο νομικό και οικονομικό πλαίσιο της συμβάσεως, να συναχθεί ότι οι μεταγενέστερες δικαιοπραξίες, ήτοι η [“τροποποιητική σύμβαση ανανεώσεως οφειλής”], και τα αποτελέσματά τους που αφορούν την εν λόγω ρήτρα εξαφανίζονται επίσης από τον νομικό κόσμο, καθόσον πρέπει να θεωρηθούν ως μη υφιστάμενα και ως μη έχοντα συνέπειες;

2)

Μπορούν τα έγγραφα με τα οποία επέρχεται τροποποίηση ή συμβιβασμός σχετικά με ρήτρες που δεν αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγματεύσεως και οι οποίες είναι πιθανό να μην πληρούν τις απαιτήσεις του ελέγχου καταχρηστικότητας και διαφάνειας να συνιστούν γενικούς όρους της συμβάσεως κατά την έννοια του άρθρου 3 της οδηγίας 93/13 και, επομένως, να υπόκεινται στους ίδιους λόγους ακυρότητας με αυτούς στους οποίους υπόκεινται τα αρχικά έγγραφα που έγιναν αντικείμενο ανανεώσεως ή συμβιβασμού;

3)

Πρέπει η παραίτηση από την άσκηση ενδίκων βοηθημάτων που περιλαμβάνεται στην [“τροποποιητική σύμβαση ανανεώσεως οφειλής”] να θεωρείται επίσης άκυρη, στο μέτρο που οι συμβάσεις οι οποίες υπογράφτηκαν από τους πελάτες δεν τους ενημέρωναν ούτε για την ύπαρξη άκυρης ρήτρας ούτε για το χρηματικό ποσό το οποίο είχαν δικαίωμα να εισπράξουν ως επιστροφή των καταβληθέντων τόκων λόγω της αρχικής επιβολής των “ρητρών κατώτατου επιτοκίου”;

Με αυτόν τον τρόπο, επισημαίνεται ότι ο πελάτης υπογράφει ότι παραιτείται από την άσκηση ενδίκων βοηθημάτων χωρίς να έχει ενημερωθεί από την τράπεζα από ποια δικαιώματα παραιτείται και από ποια χρηματικά ποσά παραιτείται.

4)

Στερείται εκ νέου διαφάνειας, κατόπιν αναλύσεως της [“τροποποιητικής συμβάσεως ανανεώσεως οφειλής”] υπό το πρίσμα της νομολογίας του [Δικαστηρίου] και των άρθρων 3, παράγραφος 1, και 4, παράγραφος 2, της οδηγίας [93/13], η νέα ρήτρα κατώτατου επιτοκίου που περιλαμβάνεται στην εν λόγω σύμβαση, εκ του λόγου ότι η τράπεζα παραβιάζει εκ νέου τα κριτήρια διαφάνειας που τέθηκαν με την απόφαση του Tribunal Supremo (Ανώτατου Δικαστηρίου) της 9ης Μαΐου 2013 και εκ του λόγου ότι δεν ενημερώνει τον πελάτη για το πραγματικό οικονομικό κόστος της εν λόγω ρήτρας επί της υποθήκης του, κατά τρόπο ώστε αυτός να γνωρίζει το επιτόκιο (και την αντίστοιχη μηνιαία δόση) που θα όφειλε να καταβάλει σε περίπτωση εφαρμογής της νέας ρήτρας κατώτατου επιτοκίου και το επιτόκιο (και την αντίστοιχη μηνιαία δόση) που θα όφειλε να καταβάλει σε περίπτωση μη εφαρμογής ρήτρας κατώτατου επιτοκίου αλλά εφαρμογής του επιτοκίου που συμφωνήθηκε για το ενυπόθηκο δάνειο χωρίς κατώτατο περιορισμό;

Όφειλε με άλλα λόγια το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, επιβάλλοντας την αποδοχή του αποκαλούμενου εγγράφου ανανέωσης οφειλής σχετικά με τις ρήτρες κατώτατου επιτοκίου, να συμμορφωθεί προς τον έλεγχο διαφάνειας που καθιερώνουν τα άρθρα 3, παράγραφος 1, και 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 και να ενημερώσει τον καταναλωτή για το ύψος των ποσών που ζημιώθηκε από την εφαρμογή των “ρητρών κατώτατου επιτοκίου”, καθώς και για το επιτόκιο που θα εφαρμοζόταν στην περίπτωση που δεν υπήρχαν οι εν λόγω ρήτρες και, σε περίπτωση που δεν το έπραξε, πάσχουν επίσης τα εν λόγω έγγραφα ακυρότητα;

5)

Μπορούν οι ρήτρες περί των ενδίκων βοηθημάτων οι οποίες περιλαμβάνονται στους γενικούς συμβατικούς όρους της τροποποιητικής συμβάσεως ανανεώσεως οφειλής να θεωρηθούν καταχρηστικές λόγω του περιεχομένου τους στο πλαίσιο του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, σε συνδυασμό με το παράρτημα για τις καταχρηστικές ρήτρες και, ειδικότερα, με το [υπό σημείο 1] στοιχείο π του παραρτήματος αυτού […], δεδομένου ότι περιορίζεται το δικαίωμα του καταναλωτή να ασκήσει τα δικαιώματα που μπορεί να γεννήθηκαν ή να διαπιστώθηκαν μετά την υπογραφή της συμβάσεως, όπως συνέβη με τη δυνατότητα να ζητηθεί η πλήρης επιστροφή των καταβληθέντων τόκων (βάσει της αποφάσεως [Gutiérrez Naranjo κ.λπ. [ ( 5 )]);»

19.

Η απόφαση περί παραπομπής, φέρουσα την ημερομηνία 26 Ιουνίου 2018, περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 11 Ιουλίου 2018. Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η Ibercaja, η Ισπανική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Οι ίδιοι διάδικοι και ενδιαφερόμενοι, καθώς και η XZ, εκπροσωπήθηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 11ης Σεπτεμβρίου 2019.

IV. Ανάλυση

20.

Η υπό κρίση υπόθεση αφορά την προβληματική των ρητρών κατώτατου επιτοκίου που χρησιμοποιούνται στις συμβάσεις πίστωσης ( 6 ). Υπενθυμίζεται, εν συντομία, ότι η πρακτική που εφάρμοζαν, μεταξύ άλλων, οι ισπανικές τράπεζες, πριν από και κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης που κλόνισε την παγκόσμια οικονομία στο χρονικό διάστημα από το 2007 έως το 2012, συνίστατο στην προσφορά ενυπόθηκων δανείων κυμαινόμενου επιτοκίου τα οποία συνοδεύονταν με μια τέτοια ρήτρα, με σκοπό τον περιορισμό της διακύμανσης του επιτοκίου αυτού. Ειδικότερα, η ρήτρα αυτή συνεπάγεται ότι, σε περίπτωση πτώσης του εν λόγω επιτοκίου κάτω του προβλεπόμενου σε αυτήν κατώτατου ορίου, ο δανειολήπτης πρέπει να καταβάλει τους τόκους που αντιστοιχούν στο κατώτατο αυτό όριο ( 7 ). Στην πράξη, οι ρήτρες κατώτατου επιτοκίου είχαν, επομένως, ως συνέπεια να εμποδίζουν τους Ισπανούς καταναλωτές να επωφεληθούν της πτώσης των επιτοκίων που επήλθε κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης προστατεύοντας παράλληλα τα πιστωτικά ιδρύματα από τις αρνητικές συνέπειες που αυτή η πτώση των επιτοκίων θα μπορούσε να έχει για το περιθώριο κέρδους τους ( 8 ).

21.

Τούτου λεχθέντος, η χρήση ρητρών κατώτατου επιτοκίου δεν υπήρξε άμοιρη συνεπειών για τις ισπανικές τράπεζες. Σε απόφαση της 9ης Μαΐου 2013 ( 9 ), το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) αναγνώρισε τον καταχρηστικό χαρακτήρα, λόγω έλλειψης διαφάνειας, και, ως εκ τούτου, έκρινε άκυρες τις ρήτρες κατώτατου επιτοκίου που περιέχονταν στους γενικούς όρους τριών ισπανικών τραπεζών. Εντούτοις, το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) περιόρισε τα διαχρονικά αποτελέσματα της απόφασής του, η οποία δεν έπρεπε να αφορά, μεταξύ άλλων, τα ποσά που κατέβαλαν οι καταναλωτές κατ’ εφαρμογήν των ρητρών αυτών πριν από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασής του ( 10 ). Μολονότι οι διάδικοι της κύριας δίκης ερίζουν όσον αφορά την έκταση της δημοσιότητας που έλαβε η απόφαση αυτή κατά την έκδοσή της, εκτιμώ ότι μπορεί να υποστηριχθεί μετά βεβαιότητας ότι δημιούργησε, τουλάχιστον, σοβαρές αμφιβολίες όσον αφορά το ζήτημα αν οι ρήτρες κατώτατου επιτοκίου τις οποίες χρησιμοποιούσαν άλλες τράπεζες είχαν το ίδιο ελάττωμα της έλλειψης διαφάνειας.

22.

Στο πλαίσιο αυτό, τον Ιούλιο του 2013, η Ibercaja χάραξε μια εσωτερική πολιτική η οποία συνίστατο στη σύναψη με ορισμένους, αν όχι όλους, τους πελάτες της στους οποίους είχε χορηγήσει ενυπόθηκο δάνειο με ρήτρα κατώτατου επιτοκίου ( 11 ), συμφωνίας με τίτλο «τροποποιητική σύμβαση ανανέωσης οφειλής». Η συμφωνία αυτή προέβλεπε, ειδικότερα, μείωση του κατώτατου ορίου του εφαρμοστέου επιτοκίου στο δάνειο του σχετικού πελάτη, με ισχύ από την επόμενη μηνιαία δόση έως τη λήξη του δανείου αυτού, καθώς και ρητή και αμοιβαία παραίτηση από το δικαίωμα άσκησης ενδίκων βοηθημάτων για την αμφισβήτηση των ρητρών του εν λόγω δανείου. Στις 4 Μαρτίου 2014, η Ibercaja συνήψε τέτοια συμφωνία με την XZ.

23.

Στις 21 Δεκεμβρίου 2016, το Δικαστήριο, από το οποίο διάφορα ισπανικά δικαστήρια ζήτησαν να διευκρινίσει τις συνέπειες που έπρεπε να συναγάγουν από την αναγνώριση του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας κατώτατου επιτοκίου, εξέδωσε την απόφαση Gutiérrez Naranjo. Στην απόφαση αυτή, το Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 επιβάλλει στο εθνικό δικαστήριο, όταν διαπιστώνει τον καταχρηστικό χαρακτήρα τέτοιας ρήτρας, καταρχήν να αποκλείσει την εφαρμογή της και να διατάξει την επιστροφή στον καταναλωτή των ποσών που καταβλήθηκαν κατ’ εφαρμογήν της ( 12 ). Επιπλέον, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι αντιβαίνει στη διάταξη αυτή ο χρονικός περιορισμός του δικαιώματος επιστροφής, όπως είχε αποφασίσει το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) στην απόφασή του της 9ης Μαΐου 2013 ( 13 ).

24.

Η XZ, η οποία πιθανότητα πληροφορήθηκε αυτή την απόφαση του Δικαστηρίου, άσκησε αγωγή, την 1η Φεβρουαρίου 2017, ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου με αίτημα να αναγνωριστεί η ακυρότητα, λόγω καταχρηστικού χαρακτήρα, της ρήτρας κατώτατου επιτοκίου που προβλεπόταν στη σύμβαση ενυπόθηκου δανείου που είχε συνάψει και να υποχρεωθεί η Ibercaja να της επιστρέψει τα ποσά που κατέβαλε κατ’ εφαρμογήν της ρήτρας αυτής ( 14 ).

25.

Το βασικό ζήτημα που εγείρεται ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου αφορά τις έννομες συνέπειες τις οποίες μπορεί να έχει στα αιτήματα αυτά η «τροποποιητική σύμβαση ανανέωσης οφειλής» που συνήφθη μεταξύ της XZ και της Ibercaja στις 4 Μαρτίου 2014.

26.

Συγκεκριμένα, η τράπεζα υποστηρίζει ότι η συμφωνία αυτή δεν επιτρέπει στην XZ να ασκήσει ένδικο βοήθημα προβάλλοντας τον καταχρηστικό χαρακτήρα της ρήτρας κατωτάτου επιτοκίου που περιεχόταν αρχικώς στη σύμβαση ενυπόθηκου δανείου. Συναφώς, η επιχειρηματολογία της απηχεί μια απόφαση του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου), της 11ης Απριλίου 2018 ( 15 ), στην οποία αυτό αποφάνθηκε επί πανομοιότυπων συμφωνιών που είχαν συναφθεί μεταξύ της Ibercaja και δύο άλλων πελατών της. Το δικαστήριο αυτό εκτίμησε, κατ’ ουσίαν, ότι μια τέτοια συμφωνία συνιστά συμβιβασμό ( 16 ), τον οποίο καταρτίζουν οι συμβαλλόμενοι προκειμένου να άρουν εξωδικαστικώς και οριστικώς την αβεβαιότητα, την οποία δημιούργησε η απόφασή του της 9ης Μαΐου 2013, όσον αφορά το κύρος της ρήτρας κατώτατου επιτοκίου που περιέχεται στις μεταξύ τους συμβάσεις πίστωσης, και τούτο με αντάλλαγμα τη μείωση του επιτοκίου αυτού, την οποία οι συμβαλλόμενοι αποδέχθηκαν αμοιβαίως. Κατά συνέπεια, ο δικαστής δεν δύναται να εξετάσει το ζήτημα του καταχρηστικού χαρακτήρα της ρήτρας αυτής, δεδομένου ότι ο συμβιβασμός αυτός έχει δεσμευτική ισχύ μεταξύ των συμβαλλομένων. Στο πλαίσιο αυτό, το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) έκρινε ότι δεν αντιβαίνει στην οδηγία 93/13 η σύναψη συμφωνίας μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή για την εξωδικαστική λύση των διαφορών τους. Επιπλέον, το δικαστήριο αυτό έκρινε ότι οι επίμαχες συμφωνίες ήταν διαφανείς για τους καταναλωτές ( 17 ).

27.

Από την πλευρά της, η XZ υποστηρίζει ότι η «τροποποιητική σύμβαση ανανέωσης οφειλής» πρέπει να θεωρηθεί άκυρη και, συνεπώς, δεν εμποδίζει το αιτούν δικαστήριο να εξετάσει τα αιτήματα της αγωγής της. Η σχετική επιχειρηματολογία της απηχεί τη μειοψηφούσα γνώμη που συνοδεύει την απόφαση του Tribunal Supremo της 11ης Απριλίου 2018 ( 18 ), η οποία μνημονεύεται στο προηγούμενο σημείο των παρουσών προτάσεων. Εκεί υποστηρίχθηκε, κατ’ ουσίαν, ότι μια τέτοια συμφωνία δεν συνιστά συμβιβασμό, αλλά σύμβαση ανανέωσης ( 19 ) της ρήτρας κατώτατου επιτοκίου που περιέχεται στις συμβάσεις ενυπόθηκου δανείου των συγκεκριμένων πελατών, η οποία ανανέωση είναι, κατά το εθνικό δίκαιο, άκυρη ( 20 ). Εν πάση περιπτώσει, αφενός, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 δεν επιτρέπει να τροποποιήσουν ή να επιβεβαιώσουν οι συμβαλλόμενοι μια καταχρηστική ρήτρα ή ακόμη να παραιτηθεί ο καταναλωτής από το δικαίωμα άσκησης ενδίκων βοηθημάτων για να αμφισβητήσει τη ρήτρα αυτή. Αφετέρου, μια τέτοια συμφωνία δεν είναι διαφανής, δεδομένου ότι δεν περιέχει πληροφορίες που παρέχουν τους καταναλωτές τη δυνατότητα να κατανοήσουν τις οικονομικές και νομικές συνέπειες που έχει για αυτούς η σύναψή της. Το αιτούν δικαστήριο τείνει να συμμεριστεί την άποψη αυτή.

28.

Επισημαίνεται εξαρχής ότι, μολονότι από τα δύο προηγούμενα σημεία των παρουσών προτάσεων προκύπτει ότι οι διάδικοι της κύριας δίκης ερίζουν όσον αφορά τον νομικό χαρακτηρισμό της «τροποποιητικής σύμβασης ανανέωσης οφειλής», το ζήτημα αυτό εμπίπτει, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, αποκλειστικά και μόνο στο ισπανικό δίκαιο και, επομένως, δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο, αλλά στο αιτούν δικαστήριο, να αποφανθεί επ’ αυτού.

29.

Αντιθέτως, στο Δικαστήριο εναπόκειται να αναλύσει, με γνώμονα την οδηγία 93/13, την περίπτωση στην οποία (1) καταναλωτής και επαγγελματίας έχουν συνάψει σύμβαση, (2) γεννώνται σοβαρές αμφιβολίες όσον αφορά τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, ρήτρας της σύμβασης αυτής ( 21 ), και (3) οι συμβαλλόμενοι, με μεταγενέστερη συμφωνία, ανανέωσαν την επίμαχη ρήτρα ( 22 ), επιβεβαίωσαν το κύρος της αρχικής σύμβασης και παραιτήθηκαν αμοιβαίως από το δικαίωμα άσκησης ενδίκων βοηθημάτων για την αμφισβήτηση της ρήτρας αυτής. Ειδικότερα, πρέπει να καθοριστεί, καταρχάς, όπως ζητεί το αιτούν δικαστήριο με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, αν, καταρχήν, αντιβαίνει στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας η δεσμευτική ισχύς της συμφωνίας αυτής έναντι του καταναλωτή. Θα εκθέσω στο πρώτο μέρος των παρουσών προτάσεων τους λόγους για τους οποίους, κατά την άποψή μου, δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο (ενότητα Α).

Α.   Επί της δυνατότητας του καταναλωτή να ανανεώσει μια ενδεχομένως καταχρηστική ρήτρα, να επιβεβαιώσει το κύρος της και/ή να παραιτηθεί από την άσκηση ενδίκων βοηθημάτων για την αμφισβήτηση της ρήτρας αυτής (πρώτο προδικαστικό ερώτημα)

30.

Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, ορίζει ότι «οι καταχρηστικές ρήτρες σύμβασης μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, τηρουμένων των σχετικών όρων της εθνικής νομοθεσίας, δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές». Δυνάμει της διάταξης αυτής, ο εθνικός δικαστής πρέπει, όταν διαπιστώνει τον καταχρηστικό χαρακτήρα συγκεκριμένης συμβατικής ρήτρας, να συναγάγει όλες τις συνέπειες που, κατά το εθνικό δίκαιο, απορρέουν από τη διαπίστωση αυτή, ώστε να διασφαλίζεται ότι ο καταναλωτής δεν δεσμεύεται από τη ρήτρα αυτή. Συγκεκριμένα, ο εν λόγω δικαστής οφείλει να μην εφαρμόσει την εν λόγω ρήτρα προκειμένου αυτή να μην παραγάγει δεσμευτικά αποτελέσματα έναντι του καταναλωτή ( 23 ).

31.

Στην απόφαση Gutiérrez Naranjo, το Δικαστήριο διευκρίνισε επίσης ότι καταχρηστική ρήτρα «πρέπει κατ’ αρχήν να θεωρείται ως ουδέποτε υπάρξασα, οπότε δεν δύναται να παράγει αποτελέσματα έναντι του καταναλωτή». Ως εκ τούτου, η διαπίστωση με δικαστική απόφαση της καταχρηστικότητας μιας τέτοιας ρήτρας «πρέπει κατ’ αρχήν να συνεπάγεται την αποκατάσταση της νομικής και πραγματικής καταστάσεως στην οποία θα τελούσε ο καταναλωτής αν δεν υπήρχε η εν λόγω ρήτρα». Όταν η επίμαχη ρήτρα επιβάλλει στον καταναλωτή την πληρωμή χρηματικών ποσών, η υποχρέωση του δικαστή να αποκλείσει την εφαρμογή της «εμπεριέχει κατ’ αρχήν αποτελέσματα επιστροφής αναφορικά με τα εν λόγω ποσά» ( 24 ).

32.

Συνεπώς, αν το αιτούν δικαστήριο διαπιστώσει, στην υπόθεση της κύριας δίκης, ότι η ρήτρα κατώτατου επιτοκίου που περιέχεται στη σύμβαση ενυπόθηκου δανείου είναι καταχρηστική, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, θα οφείλει καταρχήν, βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, να αποκλείσει την εφαρμογή της και να υποχρεώσει την Ibercaja να επιστρέψει στην XZ τα ποσά που καταβλήθηκαν κατ’ εφαρμογήν της εν λόγω ρήτρας.

33.

Εντούτοις, κατά την ερμηνεία του ισπανικού δικαίου την οποία προέκρινε το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) στην απόφαση της 11ης Απριλίου 2018, η «τροποποιητική σύμβαση ανανέωσης οφειλής»εμποδίζει το αιτούν δικαστήριο να εξετάσει αυτό καθεαυτό το ζήτημα του καταχρηστικού χαρακτήρα αυτής της ρήτρας κατώτατου επιτοκίου ( 25 ). Ειδικότερα, η Ισπανική Κυβέρνηση επισημαίνει ότι, μολονότι η XZ δεν θα μπορεί πλέον να ζητήσει από δικαστήριο να ελέγξει το κύρος της αρχικής ρήτρας κατώτατου επιτοκίου που περιεχόταν στη σύμβαση ενυπόθηκου δανείου, θα μπορεί, αντιθέτως, να αμφισβητήσει το κύρος της νέας ρήτρας κατώτατου επιτοκίου, η οποία προβλέπεται στη συμφωνία αυτή.

34.

Υπό τις συνθήκες αυτές, τίθεται το ζήτημα αν, όπως υποστηρίζει η XZ ( 26 ), καταρχήν αντιβαίνει στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 η σύναψη από καταναλωτή και επαγγελματία συμφωνίας με την οποία ανανεώνεται μια ενδεχομένως καταχρηστική ρήτρα, επιβεβαιώνεται ( 27 ) το κύρος της ρήτρας αυτής και/ή οι συμβαλλόμενοι παραιτούνται από την άσκηση ενδίκων βοηθημάτων για την αμφισβήτηση της εν λόγω ρήτρας –ή, ακριβέστερα, αν αντιβαίνει στη διάταξη αυτή να έχει η ως άνω συμφωνία δεσμευτική ισχύ έναντι του καταναλωτή.

35.

Όπως προεκτέθηκε, δεν συμμερίζομαι την άποψη αυτή. Κατά την άποψή μου, στο ερώτημα αυτό πρέπει να δοθεί διαφοροποιημένη απάντηση αναλόγως των περιστάσεων.

36.

Όπως αντιλαμβάνομαι, η προσέγγιση της XZ στηρίζεται στη νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία, δεδομένου ότι ο καταναλωτής βρίσκεται σε ασθενέστερη θέση έναντι του επαγγελματία όσον αφορά τόσο τη δυνατότητα διαπραγμάτευσης όσο και το επίπεδο πληροφόρησης, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 αποτελεί διάταξη αναγκαστικού δικαίου, η οποία σκοπό έχει να καθιερώσει, αντί της τυπικής ισορροπίας που η σύμβαση εγκαθιδρύει μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, μια πραγματική ισορροπία ικανή να αποκαταστήσει τη μεταξύ τους ισότητα, πρέπει δε να θεωρείται ισοδύναμη προς τους εθνικούς κανόνες που αποτελούν, στο πλαίσιο της εσωτερικής έννομης τάξης, κανόνες δημόσιας τάξης ( 28 ).

37.

Είναι αληθές ότι η νομολογία αυτή, σε συνδυασμό με την μνημονευόμενη στα σημεία 30 και 31 των παρουσών προτάσεων, απηχεί σε κάποιο βαθμό το καθεστώς της απόλυτης ακυρότητας που προβλέπεται στο δίκαιο διάφορων κρατών μελών, περιλαμβανομένου του Βασιλείου της Ισπανίας ( 29 ). Άλλωστε, ακριβώς αυτή είναι η κύρωση που προβλέπεται, στο ισπανικό δίκαιο, σε περίπτωση διαπίστωσης του καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας ( 30 ). Το καθεστώς της απόλυτης ακυρότητας δεν αφήνει όμως κανένα περιθώριο στη βούληση των συμβαλλομένων. Οι συμβαλλόμενοι δεν μπορούν να επιβεβαιώσουν ή να ανανεώσουν ενοχή η οποία πάσχει τέτοια ακυρότητα. Δεν μπορούν ούτε να συμβιβαστούν σχετικά με μια τέτοια ενοχή: το δικαστήριο θα διαπιστώσει αυτεπαγγέλτως την ακυρότητά της και το ανίσχυρο των δικαιοπραξιών αυτών. Κατά την ΧΖ, καταναλωτής και επαγγελματίας δεν μπορούν συνεπώς να ανανεώσουν ή να επιβεβαιώσουν καταχρηστική ρήτρα ή να συμβιβαστούν σχετικά με μια τέτοια ρήτρα. Τυχόν συμφωνία μεταξύ των μερών δεν εμποδίζει τον δικαστή να εξετάσει το ζήτημα του καταχρηστικού χαρακτήρα συγκεκριμένης συμβατικής ρήτρας ( 31 ).

38.

Εντούτοις, στην πραγματικότητα, η νομολογία του Δικαστηρίου δεν φτάνει μέχρι του σημείου αυτού. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο κρίνει κατά πάγια νομολογία –και εκτιμώ ότι αυτό είναι καθοριστικής σημασίας– ότι ο καταναλωτής δύναται να παραιτηθεί από το δικαίωμα να προβάλει τον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας ( 32 ). Κατά το Δικαστήριο, «η οδηγία 93/13 δεν φτάνει μέχρι του σημείου να καταστήσει υποχρεωτικό το σύστημα προστασίας από τη χρήση καταχρηστικών ρητρών εκ μέρους των επαγγελματιών το οποίο καθιερώνει υπέρ των καταναλωτών» ( 33 ) και «το δικαίωμα του καταναλωτή σε αποτελεσματική δικαστική προστασία εμπεριέχει και τη δυνατότητα να μην επικαλεστεί τα δικαιώματά του» ( 34 ).

39.

Στην απόφαση Banif Plus Bank ( 35 ), το Δικαστήριο έκρινε συναφώς ότι στον εθνικό δικαστή εναπόκειται «να λάβει ενδεχομένως υπόψη την πρόθεση που εκφράζει ο καταναλωτής όταν, όντας ενήμερος περί του μη δεσμευτικού χαρακτήρα καταχρηστικής ρήτρας, δηλώνει εντούτοις ότι αντιτίθεται στη μη εφαρμογή της, δίνοντας επομένως ελεύθερη και εν επιγνώσει συναίνεση για την επίμαχη ρήτρα».

40.

Εν αντιθέσει προς την Επιτροπή, δεν θεωρώ ότι οι παρατηρήσεις αυτές ασκούν επιρροή μόνο στην κατάσταση όπου το δικαστήριο διαπιστώνει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας και ενημερώνει σχετικά τον καταναλωτή. Κατ’ εμέ, υπάρχει μια ευρύτερη λογική, κατά την οποία ο καταναλωτής δύναται να παραιτηθεί από το δικαίωμα να προβάλει τον καταχρηστικό χαρακτήρα συγκεκριμένης ρήτρας, αν η παραίτηση αυτή είναι αποτέλεσμα, όπως έκρινε το Δικαστήριο στην τελευταία αυτή απόφαση, ελεύθερης και εν επιγνώσει συναίνεσης εκ μέρους του.

41.

Κατά την άποψή μου, η λογική αυτή αντικατοπτρίζει την αντίληψη που διαπερνά τη νομολογία του Δικαστηρίου ότι η οδηγία 93/13 σκοπό έχει, μεταξύ άλλων, να αποφευχθεί το ενδεχόμενο ο καταναλωτής να αναλάβει δεσμεύσεις των οποίων το περιεχόμενο αγνοεί ή δεν αντιλαμβάνεται πραγματικά ( 36 ). Αντιθέτως, όταν ο καταναλωτής έχει επίγνωση των έννομων συνεπειών που συνεπάγεται για αυτόν η παραίτηση από την προστασία που του παρέχει η οδηγία αυτή, η παραίτηση αυτή είναι συμβατή με την εν λόγω οδηγία.

42.

Πάντως, μολονότι ο καταναλωτής θεωρείται ότι έχει επίγνωση των συνεπειών των πράξεών του όταν παραιτείται ενώπιον δικαστηρίου, αφότου ενημερώθηκε από αυτό για τον καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας, από το δικαίωμά του να τον προβάλει, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υφίσταται καμία άλλη περίπτωση στην οποία θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο. Ειδικότερα, φρονώ ότι τίποτε δεν εμποδίζει, καταρχήν, τον καταναλωτή να ασκήσει συμβατικώς τη δυνατότητά του παραίτησης, αρκεί, άλλη μία φορά, η παραίτηση αυτή να είναι αποτέλεσμα ελεύθερης και εν επιγνώσει συναίνεσης. Όσον αφορά το τελευταίο αυτό ζήτημα, εκτιμώ ότι πρέπει εντούτοις να γίνει διάκριση μεταξύ δύο περιπτώσεων.

43.

Κατ’ εμέ, αφενός, ο καταναλωτής δεν μπορεί ποτέ να παραιτηθεί εξαρχής από την προστασία που αντλεί από την οδηγία 93/13 όταν αγοράζει ένα προϊόν ή λαμβάνει μια υπηρεσία από επαγγελματία. Ρήτρα σε σύμβαση πώλησης ή παροχής υπηρεσιών με την οποία ο καταναλωτής επιβεβαιώνει το κύρος της σύμβασης αυτής ή παραιτείται από το δικαίωμα να ασκήσει ένδικο βοήθημα για την αμφισβήτησή της δεν μπορεί να παραγάγει κανένα δεσμευτικό αποτέλεσμα έναντι του καταναλωτή αυτού. Άλλωστε, διάφορες πράξεις του δικαίου της Ένωσης ρητώς απαγορεύουν μια τέτοια παραίτηση ( 37 ).

44.

Συγκεκριμένα, μια τέτοια παραίτηση σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έγινε «εν επιγνώσει». Ουδείς αντιλαμβάνεται πραγματικά τη σημασία της προστασίας που του παρέχει το δίκαιο περί προστασίας των καταναλωτών έως ότου ανακύψει κάποια δυσκολία και χρειαστεί συγκεκριμένα την προστασία αυτή. Κατ’ εμέ, ακριβώς υπ’ αυτή την έννοια πρέπει να νοηθεί η εκ των προτέρων παραίτηση: η παραίτηση είναι «εκ των προτέρων» όταν πραγματοποιείται σε προγενέστερο στάδιο, κατά τη σύναψη της συμβατικής σχέσης μεταξύ του επαγγελματία και του καταναλωτή, ο δε καταναλωτής δεν φαντάζεται ή δεν αποδίδει επαρκή σημασία στο γεγονός ότι η παραίτηση αυτή ενδέχεται να αποτελέσει αντικείμενο διαφωνίας.

45.

Αντιθέτως, αφετέρου, όταν ανακύπτει πρόβλημα στη συμβατική αυτή σχέση, για παράδειγμα όταν γεννώνται σοβαρές αμφιβολίες όσον αφορά τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, συγκεκριμένης συμβατικής ρήτρας, και όταν υπάρχει, ενδεχομένως, διαφορά μεταξύ των συμβαλλομένων επί του ζητήματος αυτού, το γεγονός ότι ο καταναλωτής παραιτείται από το δικαίωμα να επικαλεστεί τον μη δεσμευτικό χαρακτήρα της ρήτρας αυτής δεν πρέπει να εξετάζεται με την ίδια αυστηρότητα. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο καταναλωτής μπορεί να αντιληφθεί τη σημασία της προστασίας που του παρέχει η οδηγία αυτή και, επομένως, να κατανοήσει το περιεχόμενο της παραίτησης αυτής ( 38 ). Με άλλα λόγια, κατά την άποψή μου, ο καταναλωτής έχει τη δυνατότητα, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να παραιτηθεί εκ των υστέρων, συμβατικώς, από τα δικαιώματα που αντλεί από την εν λόγω οδηγία.

46.

Ως εκ τούτου, κατά την άποψή μου, στη δεύτερη αυτή περίπτωση, ο καταναλωτής έχει τη δυνατότητα, μέσω συμφωνίας με τον επαγγελματία, να ανανεώσει τη σχετική ρήτρα, να την επιβεβαιώσει ή ακόμη και να παραιτηθεί από το δικαίωμα να προβάλει ενώπιον δικαστηρίου το ζήτημα του καταχρηστικού χαρακτήρα της, αρκεί να το πράττει ελεύθερα και εν επιγνώσει ( 39 ).

47.

Ο καταναλωτής μπορεί, μεταξύ άλλων, να ασκήσει τη δυνατότητά του παραίτησης καταρτίζοντας, με τον επαγγελματία, συμβιβασμό σχετικά με την εν λόγω ρήτρα, είτε δικαστικό είτε εξωδικαστικό. Ο συμβιβασμός αυτός μπορεί, άλλωστε, να συνεπάγεται ορισμένα πλεονεκτήματα για τον καταναλωτή, όπως αυτό της εξασφάλισης άμεσου οφέλους –πρόκειται ακριβώς για τον σκοπό των αμοιβαίων υποχωρήσεων που πρέπει να υπάρχουν σε έναν συμβιβασμό–, χωρίς να χρειαστεί να αμφισβητήσει την ίδια τη ρήτρα ενώπιον δικαστηρίου, να επιβαρυνθεί με το κόστος της δίκης και να αναμείνει την έκβασή της, και τούτο πολύ περισσότερο όταν, κατά τον χρόνο κατάρτισης του συμβιβασμού αυτού, δεν γνωρίζει αν η έκβαση αυτή θα είναι ευνοϊκή για αυτόν ( 40 ).

48.

Επαναλαμβάνω ότι, εφόσον συνάπτεται με πλήρη γνώση των πραγμάτων, θεωρώ ότι τίποτε δεν εμποδίζει τον δεσμευτικό χαρακτήρα της συμφωνίας αυτής για τον καταναλωτή. Ειδικότερα, ο συμβιβασμός πρέπει να μπορεί να παρέχει ασφάλεια δικαίου στους συμβαλλομένους, πράγμα το οποίο συνεπάγεται ότι δεν είναι δυνατόν να μην παραγάγει δεσμευτικό αποτέλεσμα έναντι ενός εξ αυτών. Επιπλέον, η παραίτηση από τα ένδικα βοηθήματα με αντάλλαγμα αμοιβαίες υποχωρήσεις είναι, όπως θα εκθέσω εν συνεχεία, το «κύριο αντικείμενο», κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13, του συμβιβασμού, ήτοι ο πυρήνας της συμβατικής αυτονομίας την οποία η οδηγία αυτή, καταρχήν, δεν έχει σκοπό να θέσει υπό αμφισβήτηση ( 41 ).

49.

Κατ’ εμέ, η τελευταία αυτή επισήμανση επιβεβαιώνεται από τις διατάξεις της οδηγίας 2013/11/ΕΕ για την εναλλακτική επίλυση καταναλωτικών διαφορών ( 42 ). Κατά την οδηγία αυτή, όταν ανακύπτει μεταξύ τους διαφορά σχετική με καταναλωτική σύμβαση, ο καταναλωτής και ο επαγγελματίας μπορούν να κάνουν χρήση διαδικασίας εναλλακτικής επίλυσης διαφορών (ΕΕΔ). Όταν, στο πλαίσιο αυτό, επιλέγουν να κάνουν χρήση διαδικασίας επίλυσης της διαφοράς προτείνοντας μια λύση –όπως, για παράδειγμα, διαμεσολάβηση– και όταν η διαδικασία αυτή καταλήγει σε αμοιβαίως αποδεκτή συμφωνία, η συμφωνία αυτή συγκεκριμενοποιείται, κατά κανόνα, μέσω συμβιβασμού ( 43 ). Πάντως, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν προέβλεψε, σε τέτοια περίπτωση, δικαίωμα του καταναλωτή να ζητήσει από το δικαστήριο να εξετάσει τη διαφορά αυτή παρά την κατάρτιση αυτού του φιλικού διακανονισμού. Αντιθέτως, ο εν λόγω νομοθέτης αναγνώρισε ότι η συμφωνία αυτή έχει έννομες συνέπειες για τον καταναλωτή ( 44 ). Εντούτοις, η εν λόγω οδηγία προβλέπει εγγυήσεις με σκοπό να διασφαλίζεται ότι η κατάρτιση ενός τέτοιου συμβιβασμού είναι αποτέλεσμα ελεύθερης και εν επιγνώσει συναίνεσης εκ μέρους του καταναλωτή ( 45 ). Μολονότι η οδηγία αυτή δεν έχει εφαρμογή στους φιλικούς διακανονισμούς που καταρτίζονται μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή εκτός διαδικασίας ΕΕΔ ( 46 ), εκτιμώ ότι η εντεύθεν λογική μπορεί να γενικευθεί.

50.

Εν αντιθέσει προς την Επιτροπή, δεν θεωρώ ότι το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιβάλλει διαφορετική απάντηση. Κατά την άποψή μου, αφενός, το άρθρο αυτό εγγυάται στον καταναλωτή πραγματική δυνατότητα άσκησης ενώπιον δικαστηρίου των δικαιωμάτων που αντλεί από την οδηγία 93/13, διασφαλίζοντας ότι διαθέτει για τον σκοπό αυτόν ένδικα βοηθήματα τα οποία δεν εξαρτώνται από δικονομικές προϋποθέσεις ικανές να καταστήσουν υπερβολικά δυσχερή ή ακόμη και αδύνατη την άσκηση των δικαιωμάτων αυτών ( 47 ). Εντούτοις, σκοπός της διάταξης αυτής δεν είναι να αναγκάσει τον καταναλωτή να ασκήσει τη δυνατότητα αυτή όταν αποφασίζει εν επιγνώσει να παραιτηθεί από αυτήν. Αφετέρου, μολονότι, λαμβανομένης υπόψη της θεμελιώδους σημασίας του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής, ιδιώτης δεν θα πρέπει να παραιτείται, γενικώς, από το δικαίωμά του να προσφύγει ενώπιον δικαστηρίου, εντούτοις η περίπτωση αυτή πρέπει να διακρίνεται από τη στοχευμένη παραίτηση, η οποία αφορά συγκεκριμένη ρήτρα ή διαφορά.

51.

Τούτου λεχθέντος, δεν πρέπει παρ’ όλα αυτά να παραγνωρίζεται η ασθενέστερη θέση στην οποία βρίσκεται ο καταναλωτής έναντι του επαγγελματία όσον αφορά τόσο τη δυνατότητα διαπραγμάτευσης όσο και το επίπεδο πληροφόρησης ( 48 ). Δεν μπορεί να παραβλεφθεί ο κίνδυνος η παραίτηση του καταναλωτή από το δικαίωμα προβολής του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας να οδηγήσει σε κατάχρηση ισχύος εκ μέρους του επαγγελματία ( 49 ). Επομένως, όταν συνάπτει με τον επαγγελματία συμφωνία περιέχουσα τέτοια παραίτηση, ο καταναλωτής δεν μπορεί να παραιτηθεί από κάθε δικαστική προστασία, αυτή δε η κατάσταση ανισότητας μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή πρέπει να μπορεί να αντισταθμιστεί με «θετική παρέμβαση» του δικαστή ( 50 ).

52.

Συναφώς, παρατηρώ ότι τέτοια συμφωνία συνιστά, εξ ορισμού, σύμβαση η οποία, αφενός, διέπεται από τους γενικούς και ειδικούς κανόνες του εφαρμοστέου σε αυτήν δικαίου των συμβάσεων και, αφετέρου, μπορεί να εμπίπτει, όπως κάθε άλλη σύμβαση μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, στην οδηγία 93/13 ( 51 ). Η παραίτηση δεσμεύει τον καταναλωτή μόνο στην περίπτωση που η συμφωνία αυτή συνάδει προς τους διάφορους αυτούς κανόνες.

53.

Κατά συνέπεια, η εν λόγω συμφωνία μπορεί να υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο ( 52 ). Επισημαίνεται, εξάλλου, ότι, μολονότι οι διάδικοι της κύριας δίκης και οι λοιποί ενδιαφερόμενοι ερίζουν, εν προκειμένω, όσον αφορά το αν η XZ μπορεί να ζητήσει από δικαστή να διαπιστώσει τον καταχρηστικό χαρακτήρα της ρήτρας κατώτατου επιτοκίου που περιεχόταν αρχικώς στη σύμβαση ενυπόθηκου δανείου, λαμβανομένης υπόψη της σύναψης της «τροποποιητικής σύμβασης ανανέωσης οφειλής», ουδείς θέτει εν αμφιβόλω το ότι η ΧΖ μπορεί να αμφισβητήσει, ενώπιον του δικαστή αυτού, το κύρος της δεύτερης αυτής συμφωνίας ( 53 ).

54.

Πάντως, κατ’ εμέ, ακριβώς στο πλαίσιο αυτού του δικαστικού ελέγχου ο δικαστής μπορεί να προβεί στη «θετική παρέμβαση» που είναι αναγκαία για την προστασία του καταναλωτή κατά της κατάχρησης ισχύος του επαγγελματία. Συγκεκριμένα, όταν του υποβάλλεται τέτοια συμφωνία, ο δικαστής πρέπει να ελέγχει, ακόμη και αυτεπαγγέλτως, αν η παραίτηση του καταναλωτή από το δικαίωμα να προβάλει τον καταχρηστικό χαρακτήρα συγκεκριμένης ρήτρας είναι αποτέλεσμα ελεύθερης και εν επιγνώσει συναίνεσης εκ μέρους του ή, αντιθέτως, αποτέλεσμα μιας τέτοιας κατάχρησης. Αυτό συνεπάγεται ότι πρέπει να ελεγχθεί ιδίως ( 54 ) αν κάθε ρήτρα της συμφωνίας αυτής αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης ή αν, αντιθέτως, επιβλήθηκε από τον επαγγελματία, και, στη δεύτερη περίπτωση, αν τηρήθηκαν οι απαιτήσεις διαφάνειας, ισορροπίας και καλής πίστης που απορρέουν από την οδηγία 93/13.

55.

Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα ότι, όταν καταναλωτής και επαγγελματίας έχουν συνάψει σύμβαση, όταν ανέκυψαν σοβαρές αμφιβολίες όσον αφορά τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας της σύμβασης αυτής, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, και όταν οι συμβαλλόμενοι τροποποίησαν, με μεταγενέστερη συμφωνία, την επίμαχη ρήτρα, επιβεβαίωσαν το κύρος της αρχικής σύμβασης και παραιτήθηκαν αμοιβαίως από το δικαίωμα να ασκήσουν ένδικο βοήθημα για την αμφισβήτηση της ρήτρας αυτής, δεν αντιβαίνει στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής η αναγνώριση της δεσμευτικής ισχύος της συμφωνίας αυτής έναντι του καταναλωτή, αρκεί η εν λόγω συμφωνία να είναι αποτέλεσμα ελεύθερης και εν επιγνώσει συναίνεσης εκ μέρους του.

56.

Λαμβανομένης υπόψη της πρότασης αυτής, θα εκθέσω, στο δεύτερο μέρος των παρουσών προτάσεων, τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληροί μια συμφωνία, όπως η μνημονευόμενη στο προηγούμενο σημείο των παρουσών προτάσεων, προκειμένου να είναι συμβατή προς την οδηγία 93/13. Συναφώς, όπως εξέθεσα στο σημείο 54 των παρουσών προτάσεων, θα εξετάσω καταρχάς την έννοια της «ρήτρας σύμβασης που δεν απετέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης», κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, η οποία αποτελεί αντικείμενο του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος (ενότητα B). Θα εξετάσω, εν συνεχεία, τις απαιτήσεις διαφάνειας, ισορροπίας και καλής πίστης που απορρέουν από την εν λόγω οδηγία, οι οποίες μνημονεύονται στο τρίτο, στο τέταρτο και στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα (ενότητα Γ).

Β.   Επί της έννοιας της «ρήτρας σύμβασης που δεν απετέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης» (δεύτερο προδικαστικό ερώτημα)

57.

Όπως αντιλαμβάνομαι, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, διευκρινίσεις σχετικά με την έννοια της «ρήτρας σύμβασης που δεν απετέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης» η οποία περιέχεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, προκειμένου να μπορέσει να ελέγξει τις ρήτρες της «τροποποιητικής σύμβασης ανανέωσης οφειλής» με γνώμονα τις απαιτήσεις διαφάνειας, ισορροπίας και καλής πίστης που απορρέουν από την οδηγία αυτή. Υπενθυμίζεται ότι, βάσει του ως άνω άρθρου 3, παράγραφος 1, η εν λόγω οδηγία έχει εφαρμογή μόνο στις συμβατικές ρήτρες που δεν αποτέλεσαν αντικείμενο τέτοιας διαπραγμάτευσης. Επομένως, η διάταξη αυτή θέτει μια προϋπόθεση για τον έλεγχο αυτόν. Πάντως, εκτιμώ ότι κάποιες διευκρινίσεις είναι χρήσιμες συναφώς ( 55 ).

58.

Η οδηγία 93/13 δεν ορίζει την έννοια της «ρήτρας σύμβασης που δεν απετέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης». Το άρθρο 3, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας αυτής διευκρινίζει ωστόσο ότι πάντοτε θεωρείται ότι ρήτρα δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης όταν «έχει συνταχθεί εκ των προτέρων» και όταν ο καταναλωτής, «εκ των πραγμάτων, δε μπόρεσε να επηρεάσει το περιεχόμενό της», ιδίως στο πλαίσιο «σύμβασης προσχωρήσεως».

59.

Κατ’ εμέ, από τη διάταξη αυτή μπορούν να συναχθούν διάφορα διδάγματα. Καταρχάς, ρήτρα «αποτελεί αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης», σύμφωνα με τη συνήθη έννοια των όρων αυτών, όταν έχει συζητηθεί ειδικά μεταξύ των συμβαλλομένων. Εν συνεχεία, αυτό δεν συμβαίνει ιδίως όταν η επίμαχη ρήτρα συντάσσεται από τον επαγγελματία «πριν από» κάθε συζήτηση σχετική με το ζήτημα που αφορά. Τέλος, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, το αποφασιστικό κριτήριο είναι αν ο καταναλωτής είχε ή όχι τη δυνατότητα να επηρεάσει το περιεχόμενο της εν λόγω ρήτρας ( 56 ).

60.

Εντεύθεν συνάγεται επίσης ότι στις ρήτρες των οποίων το περιεχόμενο δεν μπορεί να επηρεαστεί από τους καταναλωτές συγκαταλέγονται, ειδικότερα, εκείνες που περιέχονται στις λεγόμενες συμβάσεις «προσχώρησης», ήτοι στις συμβάσεις τις οποίες οι καταναλωτές μπορούν μόνο να αποδεχθούν ή να αρνηθούν στο σύνολό τους, με αποτέλεσμα το περιθώριο ελιγμών τους να περιορίζεται στη σύναψη ή μη της σύμβασης με τον επαγγελματία. Εξάλλου, η έννοια της «σύμβασης προσχώρησης» συνδέεται στενά με εκείνη των «γενικών όρων», ήτοι των τυποποιημένων ρητρών που έχουν συνταγεί εκ των προτέρων τις οποίες ο επαγγελματίας χρησιμοποιεί συστηματικά στις επαγγελματικές του σχέσεις με τους καταναλωτές για τον εξορθολογισμό του κόστους αυτών των συναλλαγών του.

61.

Μολονότι οι γενικοί όροι και οι συμβάσεις προσχώρησης αποτελούν επομένως τον βασικό στόχο της οδηγίας 93/13, υπογραμμίζεται, εντούτοις, ότι αυτή έχει εφαρμογή στο σύνολο των ρητρών που δεν αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Απλά, στην περίπτωση τυποποιημένης ρήτρας που συνετάγη εκ των προτέρων, το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής θέτει ένα τεκμήριο έλλειψης διαπραγμάτευσης, το οποίο μπορεί να ανατραπεί αν προσκομιστεί η απόδειξη περί του αντιθέτου, το δε βάρος αποδείξεως φέρει ο επαγγελματίας ( 57 ). Στην αντίθετη περίπτωση, το τεκμήριο αυτό δεν έχει εφαρμογή και, ως εκ τούτου, στον καταναλωτή εναπόκειται να αποδείξει την έλλειψη διαπραγμάτευσης.

62.

Στην υπόθεση της κύριας δίκης, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να καθορίσει αν οι ρήτρες της «τροποποιητικής σύμβασης ανανέωσης οφειλής» αποτέλεσαν ή όχι αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 ( 58 ). Θα πρέπει να ξεκινήσει την ανάλυσή του εξακριβώνοντας αν οι ρήτρες αυτές είναι τυποποιημένες ρήτρες που συνετάγησαν εκ των προτέρων –όπως φαίνεται να συμβαίνει ( 59 ). Αν όντως συμβαίνει αυτό, η έλλειψη τέτοιας διαπραγμάτευσης θα τεκμαίρεται, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, και στην Ibercaja θα εναπόκειται να προσκομίσει την απόδειξη περί του αντιθέτου.

63.

Όσον αφορά το τελευταίο αυτό ζήτημα, διευκρινίζεται ότι, για να καθοριστεί αν διεξήχθη διαπραγμάτευση πρέπει, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, να ληφθούν υπόψη οι σχετικές με τη σύναψη της σύμβασης περιστάσεις. Ο καταναλωτής είχε τη δυνατότητα να επηρεάσει το περιεχόμενο συγκεκριμένης ρήτρας όταν η σύμβαση συνήφθη κατόπιν συζητήσεων μεταξύ των συμβαλλομένων, οι οποίες έδωσαν στον καταναλωτή πραγματική ευκαιρία να το πράξει. Συνεπώς, ο επαγγελματίας οφείλει να προσκομίσει στοιχεία που αποδεικνύουν όχι μόνο την ύπαρξη τέτοιων συζητήσεων, αλλά επίσης ότι ο καταναλωτής διαδραμάτισε, κατά τη διάρκεια αυτών των συζητήσεων, ενεργό ρόλο για τη διαμόρφωση του περιεχομένου της ρήτρας ( 60 ).

64.

Εν προκειμένω, παρατηρείται ότι η Ibercaja περιορίζεται, κατ’ ουσίαν, να υποστηρίξει ότι, βάσει των πληροφοριών που περιέχονται στο εσωτερικό έγγραφο καθορισμού της πολιτικής που χάραξε για την εκ νέου διαπραγμάτευση των ρητρών κατώτατου επιτοκίου που περιέχονταν στις συμβάσεις πίστωσης με τους πελάτες της ( 61 ), το κατώτατο επιτόκιο το οποίο μπορούσαν να προτείνουν οι υπάλληλοί της στους πελάτες, στο πλαίσιο αυτό, ήταν 2,75 %. Επομένως, κατά την Ibercaja, το γεγονός ότι η «τροποποιητική σύμβαση ανανέωσης οφειλής» που συνήφθη με την XZ προβλέπει κατώτατο επιτόκιο 2,35 % αποδεικνύει ότι υπήρξε διαπραγμάτευση μεταξύ των συμβαλλομένων. Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να καθορίσει την αποδεικτική αξία των πληροφοριών αυτών –οι οποίες, κατ’ εμέ, δύσκολα επαρκούν για την απόδειξη των στοιχείων που μνημονεύθηκαν στο προηγούμενο σημείο των παρουσών προτάσεων ( 62 ).

65.

Λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων που προεκτέθηκαν, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα ότι συμβατική ρήτρα δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, όταν ο καταναλωτής δεν είχε πραγματική δυνατότητα να επηρεάσει το περιεχόμενό της. Τούτο εκτιμάται λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων υπό τις οποίες συνήφθη η σύμβαση και, ειδικότερα, της έκτασης των συζητήσεων που έλαβαν χώρα μεταξύ των συμβαλλομένων σχετικά με το ζήτημα που αφορά η ρήτρα αυτή. Όταν πρόκειται για τυποποιημένη ρήτρα που συνετάγη εκ των προτέρων, στον επαγγελματία εναπόκειται να προσκομίσει την απόδειξη ότι η εν λόγω ρήτρα αποτέλεσε αντικείμενο τέτοιας διαπραγμάτευσης, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής.

Γ.   Επί του ελέγχου των απαιτήσεων διαφάνειας, ισορροπίας και καλής πίστης που απορρέουν από την οδηγία 93/13 (τρίτο, τέταρτο και πέμπτο προδικαστικό ερώτημα)

66.

Αν υποτεθεί ότι οι ρήτρες της «τροποποιητικής σύμβασης ανανέωσης οφειλής» δεν αποτέλεσαν αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο, με το δεύτερο, το τρίτο και το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, να διευκρινίσει αν συνάδουν προς τις απαιτήσεις διαφάνειας, ισορροπίας και καλής πίστης που απορρέουν από την οδηγία αυτή οι δύο βασικές ρήτρες της συμφωνίας αυτής: αφενός, η ρήτρα περί αμοιβαίας παραίτησης από το δικαίωμα άσκησης ενδίκων βοηθημάτων· αφετέρου, η νέα ρήτρα κατώτατου επιτοκίου η οποία περιέχεται στη σύμβαση ενυπόθηκου δανείου που συνήφθη μεταξύ της XZ και της Ibercaja. Θα εξετάσω με τη σειρά τις δύο αυτές ρήτρες.

1. Ο έλεγχος της ρήτρας περί αμοιβαίας παραίτησης από το δικαίωμα άσκησης ενδίκων βοηθημάτων

67.

Το τρίτο και το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου αφορούν, κατ’ ουσίαν, το ζήτημα αν το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, σε συνδυασμό με το σημείο 1, στοιχείο π, του παραρτήματός της, έχει την έννοια ότι ρήτρα περί αμοιβαίας παραίτησης από το δικαίωμα άσκησης ενδίκων βοηθημάτων, η οποία δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, είναι καταχρηστική, κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 3, παράγραφος 1, όταν, αφενός, εμποδίζει τον καταναλωτή να ασκήσει δικαιώματα που κατέστησαν κρίσιμα μετά τη σύναψη της συμφωνίας αυτής, περιλαμβανομένης της δυνατότητας να ζητήσει την επιστροφή των ποσών που καταβλήθηκαν κατ’ εφαρμογήν της ρήτρας κατώτατου επιτοκίου ( 63 ), και, αφετέρου, δεν ενημερώνει τον καταναλωτή για τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα της ρήτρας αυτής ή του ποσού του οποίου την επιστροφή είχε δυνητικώς το δικαίωμα να αξιώσει.

68.

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, ρήτρα σύμβασης που δεν απετέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης θεωρείται καταχρηστική όταν, παρά την απαίτηση καλής πίστης, δημιουργεί εις βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των μερών που απορρέουν από τη σύμβαση. Επιπλέον, το άρθρο 5 της οδηγίας αυτής προβλέπει ότι, όταν οι ρήτρες που προτείνονται στον καταναλωτή συντάσσονται εγγράφως, πρέπει πάντοτε να συντάσσονται με σαφή και κατανοητό τρόπο, απαίτηση η οποία θεωρείται εν γένει ότι επιβάλλει την ύπαρξη διαφάνειας. Επιπλέον, το σημείο 1, στοιχείο π, του παραρτήματος της εν λόγω οδηγίας μνημονεύει, ως ρήτρες που μπορούν να είναι καταχρηστικές, εκείνες που έχουν ως σκοπό ή ως αποτέλεσμα «να καταργούν, ή να παρεμποδίζουν την προσφυγή ενώπιον δικαστηρίου ή την άσκηση ενδίκων μέσων από τον καταναλωτή».

69.

Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ρήτρα περί αμοιβαίας παραίτησης από το δικαίωμα άσκησης ενδίκων βοηθημάτων, η οποία δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 –όπως πιθανότητα συνέβη όσον αφορά τη ρήτρα που περιέχεται στην «τροποποιητική σύμβαση ανανέωσης οφειλής»– είναι αυτή καθεαυτήν καταχρηστική, χωρίς να απαιτείται πρόσθετος έλεγχος συναφώς ( 64 ).

70.

Κατ’ εμέ, και σύμφωνα με τις εξηγήσεις που εκτέθηκαν στην ενότητα A των παρουσών προτάσεων, η απάντηση που θα δοθεί πρέπει να είναι πιο διαφοροποιημένη. Πράγματι, πέραν του γεγονότος ότι ο κατάλογος που παρατίθεται στο παράρτημα της οδηγίας 93/13 είναι, βάσει του άρθρου της 3, παράγραφος 3, μόνον ενδεικτικός και ότι, ως εκ τούτου, συμβατική ρήτρα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως καταχρηστική για τον λόγο και μόνο ότι περιλαμβάνεται σε αυτόν ( 65 ), πρέπει, κατά την άποψή μου, να ληφθεί υπόψη η διάκριση μεταξύ της εκ των προτέρων παραίτησης και της εκ των υστέρων παραίτησης.

71.

Αφενός, ρήτρα παραίτησης από το δικαίωμα άσκησης ενδίκων βοηθημάτων η οποία περιέχεται σε σύμβαση πώλησης ή παροχής υπηρεσιών πρέπει όντως να θεωρείται αυτή καθεαυτήν καταχρηστική. Συγκεκριμένα, όπως προεκτέθηκε στα σημεία 43 και 44 των παρουσών προτάσεων, ο καταναλωτής δεν μπορεί ποτέ να παραιτηθεί εκ των προτέρων από τη δικαστική προστασία και από τα δικαιώματα που αντλεί από την οδηγία 93/13. Συναφώς, δεν ασκεί επιρροή το αν η παραίτηση αυτή είναι αμοιβαία.

72.

Αντιθέτως, αφετέρου, φρονώ ότι δεν αντιβαίνουν, καταρχήν, στην οδηγία 93/13 συμβατικές ρήτρες περί αμοιβαίας παραίτησης από το δικαίωμα άσκησης ενδίκων βοηθημάτων όταν αυτές περιέχονται σε συμφωνίες, όπως ο συμβιβασμός, των οποίων το ίδιο το αντικείμενο είναι η λύση διαφοράς μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή.

73.

Συγκεκριμένα, σε ένα τέτοιο πλαίσιο, όπως εκτέθηκε στο σημείο 47 των παρουσών προτάσεων, η ρήτρα παραίτησης από το δικαίωμα άσκησης ενδίκων βοηθημάτων μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στο «κύριο αντικείμενο» μιας τέτοιας συμφωνίας, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13. Υπενθυμίζεται ότι, κατά το Δικαστήριο, οι συμβατικές ρήτρες που εμπίπτουν στην έννοια αυτή είναι εκείνες με τις οποίες καθορίζονται οι ουσιώδεις παροχές της οικείας σύμβασης και οι οποίες, ως τέτοιες, χαρακτηρίζουν τη σύμβαση ( 66 ). Συναφώς, είναι συνυφασμένο με την ίδια τη φύση, ειδικά, ενός συμβιβασμού να περιέχει αυτός ρήτρα παραίτησης από κάθε δικαίωμα, ένδικο βοήθημα και αξίωση σχετικά με τη διαφορά που οδήγησε στον συμβιβασμό, και να εμποδίζει την άσκηση ή τη συνέχιση, μεταξύ των συμβαλλομένων, ενδίκου βοηθήματος το οποίο έχει το ίδιο αντικείμενο ( 67 ).

74.

Πάντως, κατ’ εφαρμογήν αυτού του άρθρου 4, παράγραφος 2, δεν εκτιμάται, καταρχήν, ο ενδεχόμενος καταχρηστικός χαρακτήρας των ρητρών που εμπίπτουν στο «κύριο αντικείμενο της σύμβασης» ( 68 ). Επομένως, αν εντάσσεται στο ιδιαίτερο πλαίσιο που εκτίθεται στα δύο προηγούμενα σημεία των παρουσών προτάσεων, ρήτρα παραίτησης από το δικαίωμα άσκησης ενδίκων βοηθημάτων δεν μπορεί να θεωρηθεί αυτή καθεαυτήν καταχρηστική.

75.

Στο ιδιαίτερο αυτό πλαίσιο, μια τέτοια ρήτρα δεν είναι, κατά την άποψή μου, καταχρηστική ούτε για τον λόγο και μόνο ότι μπορεί να εμποδίσει τον καταναλωτή να ασκήσει δικαιώματα τα οποία κατέστησαν κρίσιμα μετά τη σύναψη της συμφωνίας που την περιέχει. Αυτό συμβαίνει εν προκειμένω, όπως υπογραμμίζει το αιτούν δικαστήριο στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα, όσον αφορά το δικαίωμα επιστροφής καταβληθέντων το οποίο η XZ αντλεί από το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, στην απόφαση της 9ης Μαΐου 2013 σχετικά με τις ρήτρες κατώτατου επιτοκίου, το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) είχε περιορίσει τα διαχρονικά αποτελέσματα της απόφασής του, η οποία δεν έπρεπε να αφορά τις πληρωμές που πραγματοποιήθηκαν πριν από την ημερομηνία δημοσίευσής της. Η συμφωνία όμως αυτή συνήφθη στις 4 Μαρτίου 2014, ήτοι μετά την απόφαση αυτή, αλλά δύο έτη πριν από την απόφαση Gutiérrez Naranjo, η οποία εκδόθηκε στις 21 Δεκεμβρίου 2016, στην οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι τέτοιος περιορισμός αντιβαίνει στο εν λόγω άρθρο 6, παράγραφος 1 ( 69 ). Πάντως, ο καταχρηστικός χαρακτήρας συμβατικής ρήτρας εκτιμάται με βάση τον χρόνο σύναψης της επίμαχης σύμβασης, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των περιστάσεων τις οποίες μπορούσε να γνωρίζει ο επαγγελματίας κατά τον χρόνο αυτόν και οι οποίες μπορούσαν να επηρεάσουν τη μεταγενέστερη εκτέλεση της σύμβασης αυτής ( 70 ).

76.

Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει, στην υπόθεση της κύριας δίκης, αν η ρήτρα αμοιβαίας παραίτησης από το δικαίωμα άσκησης ενδίκων βοηθημάτων η οποία περιέχεται στην «τροποποιητική σύμβαση ανανέωσης οφειλής» εμπίπτει όντως στο «κύριο αντικείμενο της σύμβασης», κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13. Αυτό θα εξαρτηθεί ιδίως από το αν, όπως υποστηρίζει η Ibercaja, πρόκειται πραγματικά για συμβιβασμό ( 71 ).

77.

Εν πάση περιπτώσει, τούτου λεχθέντος, η ανάλυση δεν πρέπει να σταματήσει στο σημείο αυτό. Συγκεκριμένα, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13, οι ρήτρες που εμπίπτουν στο «κύριο αντικείμενο της σύμβασης» δεν εκτιμώνται ως προς τον ενδεχόμενο καταχρηστικό χαρακτήρα τους αν είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό. Επομένως, η απαίτηση διαφάνειας που περιέχεται στο άρθρο 5 της οδηγίας αυτής πρέπει να πληρούται ακόμη και όσον αφορά τις ρήτρες αυτές.

78.

Συναφώς, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, αυτή η απαίτηση διαφάνειας δεν είναι δυνατόν να περιορίζεται απλώς στον κατανοητό χαρακτήρα, από τυπικής και γραμματικής άποψης, των συμβατικών ρητρών ( 72 ). Το άρθρο 4, παράγραφος 2, και το άρθρο 5 της οδηγίας 93/13 επιβάλλουν έλεγχο της ουσιαστικής διαφάνειας των ρητρών αυτών ( 73 ). Συμβατική ρήτρα είναι διαφανής, από ουσιαστικής άποψης, όταν ο μέσος καταναλωτής, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και συνετός, μπορεί να κατανοήσει τις (νομικές και οικονομικές) συνέπειες που απορρέουν για τον ίδιο από αυτήν. Ειδικότερα, πρέπει να εξακριβώνεται αν στην επίμαχη σύμβαση εκτίθενται κατά τρόπο διαφανή οι λόγοι και οι ιδιαιτερότητες του μηχανισμού που αφορά η επίμαχη ρήτρα. Στο πλαίσιο αυτό, έχουν επίσης σημασία η διαφήμιση και η πληροφόρηση που παρέχει προσυμβατικώς ο επαγγελματίας σχετικά με τους συμβατικούς και τις συνέπειές τους για τον καταναλωτή ( 74 ).

79.

Όσον αφορά συμβατική ρήτρα περί αμοιβαίας παραίτησης από το δικαίωμα αμφισβήτησης ενώπιον δικαστηρίου του κύρους προϋφιστάμενης ρήτρας, η οποία περιέχεται σε συμφωνία όπως ο συμβιβασμός, φρονώ ότι ο μέσος καταναλωτής μπορεί να κατανοήσει τις νομικές και οικονομικές συνέπειες που απορρέουν για τον ίδιο από αυτήν αν, κατά τη σύναψη της συμφωνίας αυτής, γνωρίζει το ελάττωμα το οποίο ενδεχομένως έχει η ρήτρα αυτή, τα δικαιώματα που μπορούσε να αντλήσει συναφώς από την οδηγία 93/13, το γεγονός ότι μπορεί ελεύθερα να συνάψει τη συμφωνία αυτή ή να μην την αποδεχθεί και να ασκήσει ένδικο βοήθημα, καθώς και το γεγονός ότι δεν θα μπορεί να πράξει πλέον κάτι τέτοιο μετά τη σύναψη της συμφωνίας ( 75 ). Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει κάτι τέτοιο στην υπόθεση της κύριας δίκης, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων της «τροποποιητικής σύμβασης ανανέωσης οφειλής» και της προσυμβατικής πληροφόρησης που η Ibercaja παρέσχε στην XZ.

80.

Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να εξακριβώσει, αφενός, αν η XZ είχε πραγματικά επίγνωση, πριν από τη σύναψη της «τροποποιητικής σύμβασης ανανέωσης οφειλής», του ελαττώματος που ενδεχομένως είχε η ρήτρα κατώτατου επιτοκίου που περιεχόταν στη σύμβαση ενυπόθηκου δανείου και των δικαιωμάτων που, εν ανάγκη, μπορούσε να αντλήσει από την οδηγία 93/13. Συναφώς, θα παρατηρήσω μόνον ότι δεν είναι βέβαιο ότι η XZ παραπονέθηκε καν στην Ibercaja ζητώντας την απαλοιφή της ρήτρας αυτής και ότι η τράπεζα αυτή παρουσίασε την εν λόγω συμφωνία όχι ως συμβιβασμό που υποδήλωνε την ύπαρξη διαφοράς μεταξύ των συμβαλλομένων επί του ζητήματος αυτού ( 76 ), αλλά ως «σύμβαση ανανέωσης» με σκοπό την προσαρμογή της σύμβασης ενυπόθηκου δανείου στις μεταβολές της οικονομικής συγκυρίας. Η ρήτρα αμοιβαίας παραίτησης η οποία προβλέπεται στη συμφωνία αυτή είναι, αυτή καθεαυτήν, ασαφής καθότι ιδιαίτερα ευρεία: δεν επικεντρώνεται στο ζήτημα του κύρους της ρήτρας κατώτατου επιτοκίου, αλλά αφορά το σύνολο των ρητρών της σύμβασης ενυπόθηκου δανείου.

81.

Αφετέρου, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να εξακριβώσει αν η XZ είχε ενημερωθεί από την Ibercaja ότι μπορούσε ελεύθερα να συνάψει τη συμφωνία αυτή ή να μην την αποδεχθεί και να ασκήσει ένδικο βοήθημα, και ότι πλέον δεν θα μπορούσε να πράξει κάτι τέτοιο μετά τη σύναψη της συμφωνίας ( 77 ). Στο πλαίσιο αυτό, είναι επίσης κρίσιμο να διερευνηθεί αν παρασχέθηκε στην XZ εύλογο χρονικό διάστημα για να σκεφτεί πριν ανακοινώσει την απόφασή της. Επ’ αυτού, θα επισημάνω απλώς ότι δεν αμφισβητείται ότι το σχέδιο συμφωνίας δεν της παρασχέθηκε εκ των προτέρων ( 78 ) και ότι δεν της παρασχέθηκε ούτε η δυνατότητα να το πάρει στο σπίτι της, αλλά υποχρεώθηκε να λάβει απόφαση επί τόπου.

82.

Είναι αληθές ότι, στην απόφασή του της 11ης Απριλίου 2018, το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) έκρινε ότι συμφωνία όπως αυτή που συνήψε η XZ πληρούσε κατ’ ουσίαν την απαίτηση διαφάνειας, με το σκεπτικό ότι η απόφασή του, της 9ης Μαΐου 2013, σχετικά με τις ρήτρες κατώτατου ορίου ήταν γνωστή στο ευρύ κοινό και η συμφωνία αυτή περιείχε χειρόγραφη ρήτρα στην οποία ο καταναλωτής αναγνώριζε ότι κατανοούσε το περιεχόμενο του νέου κατώτατου ορίου. Εντούτοις, έχω αμφιβολίες όσον αφορά τη συλλογιστική αυτή. Συγκεκριμένα, κατά την άποψή μου, η ενδεχόμενη φήμη μιας απόφασης δεν επαρκεί για να απαλλάξει επαγγελματία από την υποχρέωση να συντάσσει διαφανείς ρήτρες και να ενεργεί με εξίσου διαφανή τρόπο κατά το προσυμβατικό στάδιο. Εξάλλου, δεν είμαι βέβαιος ότι χειρόγραφη ρήτρα, της οποίας το υπόδειγμα επιβάλλει η τράπεζα, και η οποία αναφέρει στο ότι ο καταναλωτής κατανόησε ότι το επιτόκιο που εφαρμόζεται στη σύμβασή του δεν θα μειωθεί κάτω από ορισμένο κατώτατο όριο, μπορεί να αποδείξει την κατανόηση από αυτόν του περιεχομένου της παραίτησης στην οποία μόλις συναίνεσε.

83.

Στην περίπτωση που επιβεβαιώσει την έλλειψη διαφάνειας της ρήτρας περί αμοιβαίας παραίτησης από το δικαίωμα άσκησης ενδίκων βοηθημάτων η οποία περιέχεται στην «τροποποιητική σύμβαση ανανέωσης οφειλής», το αιτούν δικαστήριο θα μπορέσει να ελέγξει τον καταχρηστικό χαρακτήρα της ρήτρας αυτής, ακόμη και αν αυτή εμπίπτει στο «κύριο αντικείμενο της σύμβασης», κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13. Τούτου λεχθέντος, αυτή η έλλειψη διαφάνειας θα αρκεί, κατά την άποψή μου, στο συγκεκριμένο πλαίσιο συμφωνίας όπως η επίμαχη, να αποδείξει την ασυμβατότητα της εν λόγω ρήτρας προς την οδηγία αυτή, χωρίς καν να είναι αναγκαίο να εξεταστούν τα κριτήρια σημαντικής ανισορροπίας και καλής πίστης που προβλέπονται στο άρθρο 3, παράγραφος 1. Συγκεκριμένα, λόγω αυτής της έλλειψης διαφάνειας, η παραίτηση που προβλέπεται στην ίδια ρήτρα δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι απορρέει από «εν επιγνώσει συναίνεση» του καταναλωτή ( 79 ). Εξάλλου, κατά την άποψή μου, η εν λόγω έλλειψη διαφάνειας και η ασύμμετρη πληροφόρηση που η έλλειψη αυτή συνεπάγεται καθιστούν δυνατό να τεκμαρθεί αυτή η σημαντική ανισορροπία και συντελούν στο να αποδειχθεί παράβαση, από την Ibercaja, της απαίτησης καλής πίστης ( 80 ).

84.

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των εκτιμήσεων που προεκτέθηκαν, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στο τρίτο και στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα την απάντηση ότι ρήτρα περί αμοιβαίας παραίτησης από το δικαίωμα άσκησης ενδίκων βοηθημάτων, η οποία δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, είναι καταχρηστική, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, εκτός αν η εν λόγω ρήτρα περιέχεται σε συμφωνία της οποίας το ίδιο το αντικείμενο είναι η διευθέτηση διαφοράς μεταξύ καταναλωτή και επαγγελματία. Εντούτοις, ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση, η ρήτρα αυτή πρέπει να πληροί την απαίτηση διαφάνειας που απορρέει από το άρθρο 4, παράγραφος 2, και το άρθρο 5 της οδηγίας αυτής. Όταν, στο πλαίσιο τέτοιας συμφωνίας, πρόκειται για ρήτρα περί αμοιβαίας παραίτησης από το δικαίωμα αμφισβήτησης ενώπιον δικαστηρίου του κύρους προϋφιστάμενης συμβατικής ρήτρας, ο μέσος καταναλωτής θεωρείται ότι κατανοεί τις νομικές και οικονομικές συνέπειες που απορρέουν για τον ίδιο από αυτήν αν, κατά τη σύναψη της συμφωνίας αυτής, γνωρίζει το ελάττωμα το οποίο ενδεχομένως έχει η ρήτρα αυτή, τα δικαιώματα που μπορούσε να αντλήσει συναφώς από την εν λόγω οδηγία, το γεγονός ότι μπορεί ελεύθερα να συνάψει τη συμφωνία αυτή ή να μην την αποδεχθεί και να ασκήσει ένδικο βοήθημα, καθώς και το γεγονός ότι πλέον δεν θα μπορεί να πράξει κάτι τέτοιο μετά τη σύναψη της συμφωνίας.

2. Ο έλεγχος της νέας ρήτρας κατώτατου επιτοκίου

85.

Με το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν ρήτρα, όπως η νέα ρήτρα κατώτατου επιτοκίου που προβλέπεται στην «τροποποιητική σύμβαση ανανέωσης οφειλής», στερείται διαφάνειας, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, και του άρθρου 5 της οδηγίας 93/13, επειδή η τράπεζα δεν ενημέρωσε τον καταναλωτή, στη συμφωνία αυτή, για το πραγματικό οικονομικό κόστος της ρήτρας αυτής, ώστε αυτός να μπορέσει να γνωρίζει το επιτόκιο που θα εφαρμοζόταν και τις μηνιαίες δόσεις που θα έπρεπε να καταβάλλει ελλείψει της ρήτρας αυτής.

86.

Στην υπόθεση της κύριας δίκης, είναι πιθανό η νέα ρήτρα κατώτατου επιτοκίου να εμπίπτει στο «κύριο αντικείμενο», κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13, της «τροποποιητικής σύμβασης ανανέωσης οφειλής», και τούτο ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτηρισμού που πρέπει να δοθεί στη συμφωνία αυτή βάσει του εθνικού δικαίου. Συγκεκριμένα, αν ο σκοπός της εν λόγω συμφωνίας είναι, όπως υποστηρίζει η XZ, η ανανέωση της αρχικής ρήτρας κατώτατου επιτοκίου που περιεχόταν στη σύμβαση ενυπόθηκου δανείου, η νέα αυτή ρήτρα δεν μπορεί παρά να είναι το κύριο αντικείμενο της συμφωνίας. Αν ο σκοπός της ίδιας αυτής συμφωνίας είναι, όπως υποστηρίζουν η Ibercaja και η Ισπανική Κυβέρνηση, ο οριστικός διακανονισμός μιας διαφοράς με αντάλλαγμα αμοιβαίες υποχωρήσεις, η εν λόγω ρήτρα εμπίπτει επίσης στο κύριο αντικείμενο της συμφωνίας, καθόσον συγκεκριμενοποιεί τις υποχωρήσεις αυτές.

87.

Εντούτοις, όπως προεκτέθηκε, ακόμη και ρήτρα εμπίπτουσα στο «κύριο αντικείμενο της σύμβασης», κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρέπει να πληροί την απαίτηση διαφάνειας. Όπως επίσης υπομνήσθηκε με τις παρούσες προτάσεις, συμβατική ρήτρα είναι διαφανής όταν ο μέσος καταναλωτής είναι σε θέση να κατανοήσει τις οικονομικές συνέπειες που απορρέουν για τον ίδιο από αυτήν. Όταν πρόκειται για ρήτρα κατώτατου επιτοκίου, στη σύμβαση στην οποία περιέχεται πρέπει να εκτίθενται κατά τρόπο διαφανή οι λόγοι και οι ιδιαιτερότητες του μηχανισμού που αφορά η συγκεκριμένη ρήτρα ( 81 ). Συναφώς, το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) διατύπωσε, στην απόφασή του της 9ης Μαΐου 2013, τις προϋποθέσεις όσον αφορά τη χρήση ρητρών αυτού του είδους στις συμβάσεις πίστωσης ( 82 ), οι οποίες συνιστούν, κατ’ εμέ, συγκεκριμενοποίηση της απαίτησης διαφάνειας που διατύπωσε, με γενικούς όρους, το Δικαστήριο. Οι προϋποθέσεις αυτές πρέπει να τηρηθούν εν προκειμένω, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι η «τροποποιητική σύμβαση ανανέωσης οφειλής» δεν είναι, αυτή καθεαυτήν, σύμβαση πίστωσης. Η αξιολόγηση του ζητήματος αυτού εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο.

88.

Εντούτοις, πρέπει να εξεταστούν δύο συγκεκριμένα ζητήματα. Αφενός, δεν είμαι βέβαιος ότι μπορεί να απαιτηθεί από το πιστωτικό ίδρυμα να εκθέσει, όσον αφορά το μέλλον, τις μηνιαίες δόσεις που ο καταναλωτής θα έπρεπε να καταβάλει ελλείψει της ρήτρας κατώτατου επιτοκίου. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι το επιτόκιο εξαρτάται από οικονομικές διακυμάνσεις οι οποίες σπανίως μπορούν να προβλεφθούν, η απαίτηση αυτή δεν είναι εύλογη ( 83 ). Το πολύ, ο επαγγελματίας οφείλει να αναφέρει κατά την ημέρα σύναψης της σύμβασης, όπως επισήμανε το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) στη νομολογία του, σενάρια σχετικά με τις ευλόγως προβλέψιμες διακυμάνσεις του επιτοκίου. Αφετέρου, όσον αφορά τη χειρόγραφη ρήτρα που συνέταξε ο καταναλωτής ( 84 ), στην οποία το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) απέδωσε, στην απόφασή του της 11ης Απριλίου 2018, καθοριστική βαρύτητα για την απόδειξη της τήρησης της απαίτησης διαφάνειας, εκτιμώ ότι, μολονότι η ρήτρα αυτή συνιστά αναμφίβολα στοιχείο που ασκεί επιρροή, δεν μπορεί να είναι, αφεαυτής, αποφασιστική. Η εν λόγω χειρόγραφη ρήτρα ασφαλώς αποδεικνύει ότι η τράπεζα επέστησε την προσοχή του καταναλωτής στις συνέπειες της ρήτρας κατώτατου επιτοκίου. Εντούτοις, η ρήτρα αυτή δεν αρκεί για να αποδειχθεί η τήρηση των αυστηρών προϋποθέσεων διαφάνειας που έθεσε το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο). Επομένως, η χειρόγραφη αυτή ρήτρα αποτελεί ένα στοιχείο το οποίο πρέπει, κατ’ εμέ, να συμπληρωθεί με άλλα συγκλίνοντα στοιχεία.

89.

Λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων που προεκτέθηκαν, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα την απάντηση ότι ρήτρα κατώτατου επιτοκίου, η οποία δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, πρέπει να θεωρείται διαφανής, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, και του άρθρου 5 της οδηγίας 93/13, όταν ο καταναλωτής είναι σε θέση να κατανοήσει τις οικονομικές συνέπειες που απορρέουν για τον ίδιο από αυτήν. Ειδικότερα, στη σύμβαση στην οποία περιέχεται πρέπει να εκτίθενται κατά τρόπο διαφανή οι λόγοι και οι ιδιαιτερότητες του μηχανισμού που αφορά η ρήτρα αυτή. Αντιθέτως, δεν μπορεί να απαιτηθεί από τον επαγγελματία να εκθέσει, όσον αφορά το μέλλον, τις μηνιαίες δόσεις τις οποίες ο πελάτης θα έπρεπε να καταβάλλει ελλείψει την εν λόγω ρήτρας.

V. Πρόταση

90.

Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα του Juzgado de Primera Instancia no 3 de Teruel (πρωτοδικείου αριθ. 3 του Teruel, Ισπανία) ως εξής:

1)

Όταν καταναλωτής και επαγγελματίας έχουν συνάψει σύμβαση, όταν ανέκυψαν σοβαρές αμφιβολίες όσον αφορά τον δυνητικώς καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας της σύμβασης αυτής, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, και όταν οι συμβαλλόμενοι τροποποίησαν, με μεταγενέστερη συμφωνία, την επίμαχη ρήτρα, επιβεβαίωσαν το κύρος της αρχικής σύμβασης και παραιτήθηκαν αμοιβαίως από το δικαίωμα να ασκήσουν ένδικο βοήθημα για την αμφισβήτηση της ρήτρας αυτής, δεν αντιβαίνει στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής η αναγνώριση της δεσμευτικής ισχύος της συμφωνίας αυτής έναντι του καταναλωτή, αρκεί η εν λόγω συμφωνία να είναι αποτέλεσμα ελεύθερης και εν επιγνώσει συναίνεσης εκ μέρους του.

2)

Συμβατική ρήτρα δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, όταν ο καταναλωτής δεν είχε πραγματική δυνατότητα να επηρεάσει το περιεχόμενό της. Τούτο εκτιμάται λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων υπό τις οποίες συνήφθη η σύμβαση και, ειδικότερα, της έκτασης των συζητήσεων που έλαβαν χώρα μεταξύ των συμβαλλομένων σχετικά με το ζήτημα που αφορά η ρήτρα αυτή. Όταν πρόκειται για τυποποιημένη ρήτρα που συνετάγη εκ των προτέρων, στον επαγγελματία εναπόκειται να προσκομίσει την απόδειξη ότι η εν λόγω ρήτρα αποτέλεσε αντικείμενο τέτοιας διαπραγμάτευσης, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής.

3)

Ρήτρα περί αμοιβαίας παραίτησης από το δικαίωμα άσκησης ενδίκων βοηθημάτων, η οποία δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, είναι καταχρηστική, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, εκτός αν η εν λόγω ρήτρα περιέχεται σε συμφωνία της οποίας το ίδιο το αντικείμενο είναι η διευθέτηση διαφοράς μεταξύ καταναλωτή και επαγγελματία. Εντούτοις, ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση, η ρήτρα αυτή πρέπει να πληροί την απαίτηση διαφάνειας που απορρέει από το άρθρο 4, παράγραφος 2, και το άρθρο 5 της οδηγίας αυτής. Όταν, στο πλαίσιο τέτοιας συμφωνίας, πρόκειται για ρήτρα περί αμοιβαίας παραίτησης από το δικαίωμα αμφισβήτησης ενώπιον δικαστηρίου του κύρους προϋφιστάμενης συμβατικής ρήτρας, ο μέσος καταναλωτής θεωρείται ότι κατανοεί τις νομικές και οικονομικές συνέπειες που απορρέουν για τον ίδιο από αυτήν αν, κατά τη σύναψη της συμφωνίας αυτής, γνωρίζει το ελάττωμα το οποίο ενδεχομένως έχει η ρήτρα αυτή, τα δικαιώματα που μπορούσε να αντλήσει συναφώς από την εν λόγω οδηγία, το γεγονός ότι μπορεί ελεύθερα να συνάψει τη συμφωνία αυτή ή να μην την αποδεχθεί και να ασκήσει ένδικο βοήθημα, καθώς και το γεγονός ότι πλέον δεν θα μπορεί να πράξει κάτι τέτοιο μετά τη σύναψη της συμφωνίας.

4)

Ρήτρα κατώτατου επιτοκίου, η οποία δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, πρέπει να θεωρείται διαφανής, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, και του άρθρου 5 της οδηγίας 93/13, όταν ο καταναλωτής είναι σε θέση να κατανοήσει τις οικονομικές συνέπειες που απορρέουν για τον ίδιο από αυτήν για τον ίδιο από αυτήν. Ειδικότερα, στη σύμβαση στην οποία περιέχεται πρέπει να εκτίθενται κατά τρόπο διαφανή οι λόγοι και οι ιδιαιτερότητες του μηχανισμού που αφορά η ρήτρα αυτή. Αντιθέτως, δεν μπορεί να απαιτηθεί από τον επαγγελματία να εκθέσει, όσον αφορά το μέλλον, τις μηνιαίες δόσεις τις οποίες ο πελάτης θα έπρεπε να καταβάλλει ελλείψει την εν λόγω ρήτρας.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) Οδηγία του Συμβουλίου της 5ης Απριλίου 1993 (ΕΕ 1993, L 95, σ. 29).

( 3 ) Στο εξής: σύμβαση ενυπόθηκου δανείου.

( 4 ) Από την απόφαση περί παραπομπής και από τις παρατηρήσεις της Ibercaja προκύπτει ότι, σε μη προσδιοριζόμενη ημερομηνία, η Caja de Ahorros de la Inmaculada de Aragón ενσωματώθηκε στην Banco Grupo Cajatrés SA. Εν συνεχεία, στις 23 Μαΐου 2013, το τραπεζικό αυτό ίδρυμα ενσωματώθηκε με τη σειρά του στην Ibercaja, πριν απορροφηθεί από αυτήν την 1η Οκτωβρίου 2014.

( 5 ) Απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016 (C-154/15, C-307/15 και C-308/15, στο εξής: απόφαση Gutiérrez Naranjo, EU:C:2016:980).

( 6 ) Η προβληματική αυτή έχει ήδη τεθεί στην προσοχή του Δικαστηρίου. Βλ., ειδικότερα, απόφαση της 14ης Απριλίου 2016, Sales Sinués και Drame Ba (C-381/14 και C-385/14, EU:C:2016:252), απόφαση Gutiérrez Naranjo και διάταξη της 14ης Νοεμβρίου 2013, Banco Popular Español και Banco de Valencia (C-537/12 και C-116/13, EU:C:2013:759).

( 7 ) Βλ. απόφαση Gutiérrez Naranjo (σκέψη 18).

( 8 ) Το φαινόμενο έλαβε μεγάλες διαστάσεις: ενδεικτικώς, τουλάχιστον το ένα τρίτο του συνόλου των ενυπόθηκων δανείων που χορηγήθηκαν στην Ισπανία εντός του 2010 περιείχαν τέτοια ρήτρα (βλ. Zunzunegui, F., «Mortgage Credit – Mis-selling of Financial Products – Study requested by the ECON committee», European Parliament, Policy Department for Economic, Scientific and Quality of Life Policies, Directorate-General for Internal Policies, Ιούνιος 2018, σ. 23 έως 32 και εκεί παρατιθέμενες παραπομπές).

( 9 ) Απόφαση αριθ. 241/2013 (στο εξής: απόφαση του Tribunal Supremo της 9ης Μαΐου 2013 ή απόφαση της 9ης Μαΐου 2013, ES:TS:2013:1916).

( 10 ) Το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) επιβεβαίωσε, στη συνέχεια, τη λύση αυτή [βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 25ης Μαρτίου 2015, αριθ. 139/2015 (ES:TS:2015:1280), και της 29ης Απριλίου 2015, αριθ. 222/2015 (ES:TS:2015:2207)]. Βλ. απόφαση Gutiérrez Naranjo (σκέψεις 18 έως 21 και 67).

( 11 ) Κατά την Ibercaja, οι υπάλληλοί της έπρεπε να προτείνουν τη σύναψη «τροποποιητικής σύμβασης ανανέωσης οφειλής» μόνο στους πελάτες που, κατόπιν της απόφασης του Tribunal Supremo της 9ης Μαΐου 2013, είχαν διατυπώσει παράπονα όσον αφορά τη ρήτρα κατώτατου επιτοκίου που προβλεπόταν στη σύμβασή τους. Αντιθέτως, κατά την XZ, η σύναψη τέτοιων συμφωνιών ήταν στοιχείο εκστρατείας που στόχευε το σύνολο των πελατών των οποίων η σύμβαση περιείχε τέτοια ρήτρα κατώτατου επιτοκίου, ανεξαρτήτως του αν είχαν διατυπώσει παράπονα συναφώς. Διευκρινίζεται ότι ο ζήτημα αν η ίδια η XZ είχε διατυπώσει τέτοιο παράπονο συζητήθηκε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου από τους διαδίκους της κύριας δίκης (βλ. σημείο 80 των παρουσών προτάσεων).

( 12 ) Συγκεκριμένα, της διαφοράς μεταξύ των ποσών που καταβλήθηκαν βάσει του κατώτατου επιτοκίου και εκείνων που θα είχαν καταβληθεί αν δεν υφίστατο αυτό το κατώτατο επιτόκιο και είχε εφαρμοστεί το κυμαινόμενο επιτόκιο.

( 13 ) Βλ. απόφαση Gutiérrez Naranjo (σκέψεις 61 έως 75) και σημείο 21 των παρουσών προτάσεων.

( 14 ) Η περίπτωση της XZ κάθε άλλο παρά μοναδική είναι. Περισσότερο από ένα εκατομμύριο αγωγές με αίτημα την επιστροφή ποσών που καταβλήθηκαν κατ’ εφαρμογήν ρήτρας κατώτατου επιτοκίου έχουν ασκηθεί ενώπιον των ισπανικών δικαστηρίων (βλ. Zunzunegui, F., όπ.π., σ. 6). Βλ., όσον αφορά τον αντίκτυπο της απόφασης του Tribunal Supremo της 9ης Μαΐου 2013 και της απόφασης Gutiérrez Naranjo στην ισπανική οικονομία, International Monetary Fund, IMF Country Report No 17/345, Spain: Financial Sector Assessment Program – Technical Note on Supervision of Spanish Banks – Select[ed] issues, 13 Νοεμβρίου 2017, σ. 8, 10, 23 και 53, όπου η προσφορά ενυπόθηκων δανείων με ρήτρα κατωτάτου επιτοκίου ανάγεται σε συστημικό κίνδυνο για την οικονομία αυτή.

( 15 ) Απόφαση αριθ. 205/2018 (στο εξής: απόφαση του Tribunal Supremo της 11ης Απριλίου 2018 ή απόφαση της 11ης Απριλίου 2018, ES:TS:2018:1238).

( 16 ) Βάσει του άρθρου 1809 του ισπανικού αστικού κώδικα, ο συμβιβασμός είναι σύμβαση με την οποία οι συμβαλλόμενοι, δίνοντας, υποσχόμενοι ή κρατώντας ο κάθε ένας κάτι, αποφεύγουν να γεννηθεί διαφορά ή λύουν διαφορά που έχει γεννηθεί.

( 17 ) Για περισσότερες λεπτομέρειες, βλ. σημείο 82 των παρουσών προτάσεων.

( 18 ) Στο εξής: μειοψηφούσα γνώμη του δικαστή J. Orduña Moreno.

( 19 ) Η ανανέωση είναι σύμβαση, η οποία προβλέπεται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 1203 του ισπανικού αστικού κώδικα, με την οποία δύο συμβαλλόμενοι, οι οποίοι συνδέονται με προϋφιστάμενη ενοχική σχέση, τροποποιούν την ενοχή αυτή ή την αντικαθιστούν με άλλη.

( 20 ) Βλ. υποσημείωση 31 των παρουσών προτάσεων

( 21 ) Η Ibercaja και η Ισπανική Κυβέρνηση υπογράμμισαν ότι, στην απόφαση της 9ης Μαΐου 2013, το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) δεν ακύρωσε όλες τις ρήτρες κατώτατου επιτοκίου, αλλά μόνο εκείνες που χρησιμοποιούσαν οι τρεις τράπεζες τις οποίες αφορούσε η αγωγή της οποίας είχε επιληφθεί. Επιπλέον, κατά την απόφαση αυτή, οι ρήτρες κατώτατου επιτοκίου είναι καταχρηστικές μόνο στο μέτρο που δεν είναι διαφανείς, πράγμα που πρέπει να διαπιστώνεται κατά περίπτωση από τον δικαστή. Πάντως, κατά τον χρόνο σύναψης, από τους διαδίκους της κύριας δίκης, της «τροποποιητικής σύμβασης ανανέωσης οφειλής», η ρήτρα κατώτατου επιτοκίου που προβλεπόταν στη σύμβαση ενυπόθηκου δανείου δεν είχε αμφισβητεί ενώπιον δικαστηρίου. Η XZ και η Επιτροπή υποστηρίζουν, εντούτοις, ότι οι προϋποθέσεις διαφάνειας που τίθενται στην απόφαση αυτή είναι πολύ αυστηρές, με αποτέλεσμα να υπάρχει, το λιγότερο, υψηλή πιθανότητα να είναι καταχρηστική η επίμαχη ρήτρα κατώτατου επιτοκίου. Κατ’ αυτές, σε σχεδόν το 97 % των περιπτώσεων, οι καταναλωτές κέρδισαν τις δίκες που αφορούσαν καταχρηστικές ρήτρες, περιλαμβανομένων των ρητρών κατώτατου επιτοκίου. Υπενθυμίζεται ότι, στην απόφαση Gutiérrez Naranjo, το Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί του καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών κατώτατου επιτοκίου. Έλαβε ως προκείμενη το ότι οι ρήτρες αυτές ήταν καταχρηστικές. Επίσης στην υπό κρίση υπόθεση, δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να κρίνει το ζήτημα αυτό.

( 22 ) Κατά κυριολεξία, αυτό που ανανεώθηκε δεν είναι η ρήτρα, αλλά η εντεύθεν ενοχή. Εντούτοις, για λόγους ευκολίας, στις παρούσες προτάσεις θα ομιλώ για «ανανέωση ρήτρας»

( 23 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 2009, Asturcom Telecomunicaciones (C‑40/08, EU:C:2009:615, σκέψη 58), της 15ης Μαρτίου 2012, Pereničová και Perenič (C‑453/10, EU:C:2012:144, σκέψη 30), της 14ης Ιουνίου 2012, Banco Español de Crédito (C‑618/10, EU:C:2012:349, σκέψη 65), και της 30ής Μαΐου 2013, Jőrös (C-397/11, EU:C:2013:340, σκέψη 41).

( 24 ) Απόφαση Gutiérrez Naranjo (σκέψεις 61 και 62).

( 25 ) Βλ. σημείο 26 των παρουσών προτάσεων.

( 26 ) Βλ. σημείο 27 ων παρουσών προτάσεων.

( 27 ) Με τον όρο αυτόν εννοώ τη δικαιοπραξία με την οποία συμβαλλόμενος παραιτείται από το δικαίωμα να προβάλει λόγο ακυρότητας, η οποία προβλέπεται, ειδικά, στα άρθρα 1309 έως 1313 του ισπανικού αστικού κώδικα.

( 28 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 26ης Οκτωβρίου 2006, Mostaza Claro (C-168/05, EU:C:2006:675, σκέψεις 25, 36 και 37), της 6ης Οκτωβρίου 2009, Asturcom Telecomunicaciones (C-40/08, EU:C:2009:615, σκέψεις 30, 51 και 52), και της 17ης Μαΐου 2018, Karel de Grote – Hogeschool Katholieke Hogeschool Antwerpen (C-147/16, EU:C:2018:320, σκέψεις 26, 27, 34 και 35).

( 29 ) Υπενθυμίζεται ότι το δίκαιο διαφόρων κρατών μελών, περιλαμβανομένων του Βασιλείου του Βελγίου, της Γαλλικής Δημοκρατίας και του Βασιλείου της Ισπανίας, διακρίνει μεταξύ «απόλυτης» ακυρότητας και «σχετικής» ακυρότητας των συμβάσεων. Η απόλυτη ακυρότητα επέρχεται αυτοδικαίως και πρέπει να διαπιστώνεται αυτεπαγγέλτως από τον δικαστή. Αντιθέτως, η σχετική ακυρότητα μπορεί να προβληθεί ενώπιον δικαστηρίου μόνον από τον διάδικο στην προστασία του οποίου αποβλέπει ο νόμος και, εν ανάγκη, να κηρυχθεί από τον δικαστή. Γίνεται εν γένει δεκτό ότι το κριτήριο διάκρισης μεταξύ των δύο αυτών κυρώσεων είναι η θεμελίωση του κανόνα που παραβιάστηκε, αναλόγως του αν αυτός σκοπεί στη διαφύλαξη του γενικού συμφέροντος ή στην προστασία ιδιωτικών συμφερόντων. Η ακυρότητα είναι απόλυτη στην πρώτη περίπτωση και σχετική στη δεύτερη. Βλ., μεταξύ άλλων, προτάσεις της γενικής εισαγγελέα V. Trstenjak στην υπόθεση Martín (C-227/08, EU:C:2009:295, σημείο 51 και εκεί παρατιθέμενες παραπομπές).

( 30 ) Βλ. άρθρο 83, παράγραφος 1, του βασιλικού νομοθετικού διατάγματος 1/2007.

( 31 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου) της 16ης Οκτωβρίου 2017, αριθ. 558/2017. Στην απόφαση αυτή, το δικαστήριο αυτό έκρινε ότι «σύμβαση ανανέωσης» συναφθείσα μεταξύ τράπεζας και καταναλωτή, στην οποία οι συμβαλλόμενοι ανανέωσαν τη ρήτρα κατώτατου επιτοκίου που περιλαμβανόταν στη σύμβαση δανείου, ήταν άκυρη δεδομένου ότι η ρήτρα αυτή ήταν καταχρηστική και, επομένως, έπασχε απόλυτη ακυρότητα. Βλ., επίσης, απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2015, Matei (C-143/13, EU:C:2015:127, σκέψεις 37 έως 42). Στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή, δύο καταναλωτές είχαν προσβάλει ενώπιον δικαστηρίου διάφορες ρήτρες της σύμβασης δανείου που είχαν συνάψει. Το εθνικό δικαστήριο είχε υποβάλει στο Δικαστήριο διάφορα προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία της οδηγίας 93/13. Οι καταναλωτές αυτοί και η εναγομένη τράπεζα είχαν καταρτίσει, εν συνεχεία, συμβιβασμό με σκοπό την εξωδικαστική λύση της διαφοράς. Η τράπεζα είχε επικαλεστεί τον συμβιβασμό αυτόν ενώπιον του Δικαστηρίου προβάλλοντας ότι είναι απαράδεκτα τα προδικαστικά ερωτήματα. Εντούτοις, το εθνικό δικαστήριο είχε επισημάνει στο Δικαστήριο ότι δεν είχε λάβει υπόψη τον συμβιβασμό αυτόν, με το σκεπτικό ότι το ζήτημα του φερόμενου καταχρηστικού χαρακτήρα των επίμαχων εθνικών ρητρών είναι ζήτημα δημόσιας τάξης ως προς το οποίο δεν χωρεί συμβιβασμός των συμβαλλομένων μερών. Υπογραμμίζεται ότι, στην απόφασή του, το Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί του ζητήματος αυτού. Περιορίστηκε να διαπιστώσει ότι εξακολουθούσε να εκκρεμεί διαφορά ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου και, επομένως, απέρριψε την ένσταση απαραδέκτου που είχε προβληθεί ενώπιόν του.

( 32 ) Βλ. απόφαση της 4ης Ιουνίου 2009, Pannon GSM (C-243/08, EU:C:2009:350, σκέψεις 33 και 35).

( 33 ) Απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2019, Dziubak (C-260/18, EU:C:2019:819, σκέψη 54).

( 34 ) Απόφαση της 14ης Απριλίου 2016, Sales Sinués και Drame Ba (C-381/14 και C-385/14, EU:C:2016:252, σκέψη 25). Βλ., σχετικά με την προέλευση της διατύπωσης αυτής, προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Duarte Hueros (C-32/12, EU:C:2013:128, σημείο 53).

( 35 ) Απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2013 (C-472/11, EU:C:2013:88, σκέψη 35).

( 36 ) Βλ., ειδικότερα, τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την απαίτηση διαφάνειας των συμβατικών ρητρών που απορρέει από το άρθρο 4, παράγραφος 2, και το άρθρο 5, της οδηγίας 93/13 (βλ. ενότητα Γ των παρουσών προτάσεων). Αναφέρομαι εδώ στην αντίληψη μιας «εν επιγνώσει» συναίνεσης του καταναλωτή. Εν γένει, το ζήτημα της «ελεύθερης» συναίνεσης που δίνεται από καταναλωτή σε σύμβαση εμπίπτει στους εθνικούς κανόνες περί των ελαττωμάτων της συναίνεσης (βλ. υποσημείωση 54 των παρουσών προτάσεων).

( 37 ) Βλ., μεταξύ άλλων, άρθρο 41, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2014/17/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης για καταναλωτές για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία και την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ 2014, L 60, σ. 34), και άρθρο 25 της οδηγίας 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών, την τροποποίηση της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 1999/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση της οδηγίας 85/577/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 97/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ 2011, L 304, σ. 64). Βλ. επίσης, στο ισπανικό δίκαιο, άρθρο 10 του βασιλικού νομοθετικού διατάγματος 1/2007.

( 38 ) Βλ., κατ’ αναλογίαν, τη λύση που προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2012, L 351, σ. 1), όσον αφορά τις ρήτρες παρέκτασης διεθνούς δικαιοδοσίας στις διασυνοριακές διαφορές που αφορούν καταναλωτικές συμβάσεις. Υπενθυμίζεται ότι το κεφάλαιο II, τμήμα 4, του κανονισμού αυτού προβλέπει κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που προστατεύουν τους καταναλωτές. Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 19 του εν λόγω κανονισμού ορίζει ότι παρέκκλιση από τους κανόνες αυτούς είναι δυνατή μόνο με συμφωνίες παρέκτασης διεθνούς δικαιοδοσίας οι οποίες, μεταξύ άλλων, είναι μεταγενέστερες της γένεσης της διαφοράς που ανέκυψε μεταξύ των συμβαλλομένων. Η εξήγηση του κανόνα αυτού, η οποία γίνεται δεκτή στη θεωρία, είναι ότι ο καταναλωτής μπορεί να αντιληφθεί πλήρως τις συνέπειες μιας τέτοιας συμφωνίας και, επομένως, να συναινέσει εν επιγνώσει σε αυτήν μόνον αν γνωρίζει τι αφορά η διαφορά. Βλ. Nielsen, P. A., «Article 19», σε Magnus, U., και Mankowski, P., Brussels Ibis Regulation – Commentary, European Commentaries on Private International Law, Schmidt, Otto, Dr., KG, Verlag, 2016, σ. 519.

( 39 ) Επομένως, η κρίση του Δικαστηρίου ότι καταχρηστική ρήτρα πρέπει να θεωρείται «ως ουδέποτε υπάρξασα» είναι πλάσμα δικαίου το οποίο πρέπει να σχετικοποιείται –το ίδιο το Δικαστήριο υπογράμμισε, άλλωστε, ότι αυτό συμβαίνει μόνο «καταρχήν» (βλ. απόφαση Gutiérrez Naranjo, σκέψη 61). Ο καταναλωτής έχει τη δυνατότητα να διατηρήσει σε ισχύ την επίμαχη ρήτρα. Συνεχίζοντας την αναλογία με τα καθεστώτα ακυρότητας που προβλέπονται στο δίκαιο ορισμένων κρατών μελών (βλ. σημείο 37 των παρουσών προτάσεων), φρονώ ότι το καθεστώς των καταχρηστικών ρητρών συγγενεύει, στο μέτρο αυτό, με τις σχετικές ακυρότητες, οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν σε ανανέωση ή επιβεβαίωση.

( 40 ) Πρβλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ν. Wahl στην υπόθεση Gavrilescu (C-627/15, EU:C:2017:690, σημεία 46 έως 52).

( 41 ) Βλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέα V. Trstenjak στην υπόθεση Caja de Ahorros y Monte de Piedad de Madrid (C-484/08, EU:C:2009:682, σημείο 40 και εκεί παρατιθέμενες παραπομπές). Βλ. σημείο 73 των παρουσών προτάσεων.

( 42 ) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2013, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 και της οδηγίας 2009/22/ΕΚ (οδηγία ΕΕΚΔ) (ΕΕ 2013, L 165, σ 63).

( 43 ) Είναι αληθές ότι η οδηγία 2013/11 δεν ρυθμίζει το ζήτημα της φύσης ή των έννομων αποτελεσμάτων του μέσου που πρέπει να χρησιμοποιηθεί για την επισημοποίηση της συναίνεσης των μερών όσον αφορά την προταθείσα λύση, με αποτέλεσμα το ζήτημα αυτό να εμπίπτει στο δίκαιο κάθε κράτους μέλους. Εντούτοις, ο συμβιβασμός είναι το συχνότερα χρησιμοποιούμενο μέσο για τη συγκεκριμενοποίηση του φιλικού διακανονισμού που απορρέει από διαμεσολάβηση (βλ. Caponi, R., «“Just Settlement” or “Just About Settlement”? Mediated Agreements: A Comparative Overview of the Basics», RabelsZ, αριθ.°79, 2015, σ. 117 έως 141).

( 44 ) Βλ. άρθρο 9, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2013/11.

( 45 ) Βλ. άρθρο 9, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/11, το οποίο παρατίθεται στην υποσημείωση 75 των παρουσών προτάσεων.

( 46 ) Κατά το άρθρο της 2, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, η οδηγία 2013/11 δεν έχει εφαρμογή «σε απευθείας διαπραγματεύσεις μεταξύ του καταναλωτή και του εμπόρου». Επισημαίνεται εξάλλου ότι με τη διάταξη αυτή ο νομοθέτης της Ένωσης περιορίστηκε να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας τους συμβιβασμούς που αποτελούν αντικείμενο απευθείας διαπραγμάτευσης μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή: ωστόσο, δεν τους απαγόρευσε, ενώ κάλλιστα θα μπορούσε να το πράξει, αν αυτή ήταν η βούλησή του.

( 47 ) Πρβλ. αποφάσεις της 1ης Οκτωβρίου 2015, ERSTE Bank Hungary (C-32/14, EU:C:2015:637, σκέψη 59), και της 21ης Απριλίου 2016, Radlinger και Radlingerová (C-377/14, EU:C:2016:283, σκέψη 56).

( 48 ) Βλ. νομολογία που μνημονεύεται στο σημείο 36 των παρουσών προτάσεων.

( 49 ) Βλ., όσον αφορά την έννοια αυτή, ένατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/13.

( 50 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 27ης Ιουνίου 2000, Océano Grupo Editorial και Salvat Editores (C-240/98 έως C-244/98, EU:C:2000:346, σκέψη 27), της 6ης Οκτωβρίου 2009, Asturcom Telecomunicaciones (C-40/08, EU:C:2009:615, σκέψη 31), και της 14ης Απριλίου 2016, Sales Sinués και Drame Ba (C-381/14 και C-385/14, EU:C:2016:252, σκέψη 23).

( 51 ) Όπως αναφέρει η δέκατη αιτιολογική της σκέψη, η οδηγία 93/13 έχει εφαρμογή σε «κάθε σύμβαση» που συνάπτεται μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή.

( 52 ) Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα N. Wahl στην υπόθεση Gavrilescu (C-627/15, EU:C:2017:690, σημείο 55).

( 53 ) Βλ. σημείο 33 των παρουσών προτάσεων.

( 54 ) Το ζήτημα αν η συναίνεση του καταναλωτή είναι «ελεύθερη» πρέπει να αξιολογείται με γνώμονα τους εθνικούς κανόνες περί των ελαττωμάτων της συναίνεσης. Επιπλέον, όσον αφορά το αν η συναίνεση δόθηκε από τον καταναλωτή «εν επιγνώσει», το δίκαιο των κρατών μελών δύναται να προβλέπει εγγυήσεις για δικαιοπραξίες όπως η ανανέωση, η επιβεβαίωση ή ο συμβιβασμός, ακριβώς προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι συμβαλλόμενοι καταρτίζουν μια τέτοια δικαιοπραξία με πλήρη γνώση των πραγμάτων. Βλ., ενδεικτικώς, άρθρο 1182 του γαλλικού αστικού κώδικα, το οποίο προβλέπει ότι η δικαιοπραξία επιβεβαίωσης ενοχής πρέπει να μνημονεύει, μεταξύ άλλων, το ελάττωμα το οποίο πάσχει η σύμβαση.

( 55 ) Έως τώρα, το Δικαστήριο περιορίστηκε κατ’ ουσίαν να υπενθυμίζει στα εθνικά δικαστήρια το περιεχόμενο του άρθρου 3 της οδηγίας 93/13. Βλ. διατάξεις της 16ης Νοεμβρίου 2010, Pohotovosť (C-76/10, EU:C:2010:685, σκέψη 57), και της 3ης Απριλίου 2014, Sebestyén (C‑342/13, EU:C:2014:1857, σκέψη 24).

( 56 ) Βλ., για παρόμοιο ορισμό, άρθρο II.-1:110, παράγραφος 1, του Draft Common Frame of Reference (DCFR) [Von Bar, C. κ.λπ. (επιμ.), Principles, Definitions and Model Rules of European Private Law. Draft Common Frame of Reference (DCFR) – Interim Outline Edition; prepared by the Study Group on a European Civil Code and the Research Group on EC Private Law (Acquis Group), Sellier, European Law Publishers, Μόναχο, 2008, σ. 160]. Πρβλ., επίσης, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα E. Tanchev στην υπόθεση OTP Bank και OTP Faktoring (C‑51/17, EU:C:2018:303, σημείο 53).

( 57 ) Συγκεκριμένα, μολονότι το άρθρο 3, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 93/13 αναφέρει ότι πρέπει «πάντοτε» (ήτοι κατ’ ανάγκην) να θεωρείται ότι ρήτρα συνταγείσα εκ των προτέρων δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, εντούτοις το τρίτο εδάφιο της ίδιας διάταξης αφήνει στον επαγγελματία τη δυνατότητα να αποδείξει ότι τυποποιημένη ρήτρα (εξ ορισμού συνταγείσα εκ των προτέρων) αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης.

( 58 ) Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 2014, Constructora Principado (C-226/12, EU:C:2014:10, σκέψη 19), και διάταξη της 24ης Οκτωβρίου 2019, Topaz (C-211/17, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:906, σκέψη 46).

( 59 ) Η ίδια η Ibercaja αναγνωρίζει ότι η σύναψη τέτοιων συμφωνιών με τους πελάτες της ήταν αποτέλεσμα γενικής πολιτικής (βλ. σημείο 22 των παρουσών προτάσεων). Επιπλέον, στην απόφαση της 11ης Απριλίου 2018, η οποία, υπενθυμίζω, αφορά συμφωνίες ταυτόσημες με την επίμαχη στην κύρια δίκη, το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) έκρινε ότι οι ρήτρες των συμφωνιών αυτών δεν είχαν αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης και, επομένως, μπορούσαν να ελεγχθούν με γνώμονα την απαίτηση διαφάνειας που απορρέει από το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 (βλ. σημεία 26 και 82 των παρουσών προτάσεων).

( 60 ) Υπ’ αυτή την έννοια, το γεγονός και μόνο ότι ο επαγγελματίας εξήγησε στον καταναλωτή το περιεχόμενο ρήτρας δεν υποδεικνύει την ύπαρξη διαπραγμάτευσης. Το ίδιο ισχύει για το γεγονός ότι ο καταναλωτής δεν προέβαλε αντιρρήσεις όσον αφορά το περιεχόμενο ρήτρας ή δεν ζήτησε εξηγήσεις σχετικά με το περιεχόμενό της. Αντιθέτως, το γεγονός ότι ρήτρα τροποποιήθηκε ουσιαστικά, κατά τις συζητήσεις μεταξύ των συμβαλλομένων, συνιστά ένδειξη ατομικής διαπραγμάτευσης. Στην περίπτωση που, αφότου άκουσε τις εξηγήσεις του επαγγελματία, ο καταναλωτής διατύπωσε αντιπρόταση και οι συμβαλλόμενοι άρχισαν συζήτηση που κατέληξε σε συμφωνία, η ρήτρα πρέπει να θεωρείται ότι αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης (βλ. Von Bar, C. κ.λπ., όπ.π, σ. 161 και 162).

( 61 ) Βλ. σημείο 22 των παρουσών προτάσεων.

( 62 ) Ομοίως, το γεγονός ότι η «τροποποιητική σύμβαση ανανέωσης οφειλής» περιέχει χειρόγραφη ρήτρα με την οποία ο καταναλωτής βεβαιώνει ότι κατανοεί τον μηχανισμό της ρήτρας κατώτατου επιτοκίου (βλ. σημείο 14 των παρουσών προτάσεων) δεν είναι ικανό να αποδείξει ότι υπήρξε ατομική διαπραγμάτευση της ρήτρας αυτής (πρβλ. διάταξη της 24ης Οκτωβρίου 2019, Topaz, C-211/17, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:906, σκέψεις 47 έως 51) ή, a fortiori, της ρήτρας περί αμοιβαίας παραίτησης από το δικαίωμα άσκησης ενδίκων βοηθημάτων.

( 63 ) Βλ. απόφαση Gutiérrez Naranjo (σκέψη 62).

( 64 ) Βλ., όσον αφορά ρήτρα παρέκτασης διεθνούς δικαιοδοσίας μη έχουσα αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης και ορίζουσα ως έχον διεθνή δικαιοδοσία το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η έδρα του επαγγελματία, απόφαση της 27ης Ιουνίου 2000, Océano Grupo Editorial και Salvat Editores (C-240/98 έως C-244/98, EU:C:2000:346, σκέψη 24).

( 65 ) Βλ. απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2019, Lovasné Tóth (C-34/18, EU:C:2019:764, σκέψεις 45, 46 και 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 66 ) Βλ. αποφάσεις της 30ής Απριλίου 2014, Kásler και Káslerné Rábai (C-26/13, EU:C:2014:282, σκέψεις 49 και 50), και της 20ής Σεπτεμβρίου 2017, Andriciuc κ.λπ. (C-186/16, EU:C:2017:703, σκέψεις 35 και 36).

( 67 ) Βλ. άρθρο 1816 του ισπανικού αστικού κώδικα και Caponi, R., «Agreements Resulting from Mediation: Judiciation Review, Avoidance, and Enforcement», σε Stürner, M. κ.λπ., The Role of Consumer ADR in the Administration of Justice, 2013, Sellier, σ 149 επ.

( 68 ) Κατά την εν λόγω διάταξη, «[η] εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών δεν αφορά ούτε τον καθορισμό του κυρίου αντικειμένου της σύμβασης ούτε το ανάλογο ή μη μεταξύ της τιμής και της αμοιβής, αφενός, και των υπηρεσιών ή αγαθών που θα παρασχεθούν ως αντάλλαγμα, αφετέρου, εφόσον οι ρήτρες αυτές είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό». Βλ. αποφάσεις της 3ης Ιουνίου 2010, Caja de Ahorros y Monte de Piedad de Madrid (C-484/08, EU:C:2010:309, σκέψεις 31, 35 και 40), και της 30ής Απριλίου 2014, Kásler και Káslerné Rábai (C-26/13, EU:C:2014:282, σκέψη 41).

( 69 ) Βλ. σημεία 21 και 23 των παρουσών προτάσεων.

( 70 ) Πρβλ. απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2017, Andriciuc κ.λπ. (C-186/16, EU:C:2017:703, σκέψη 54).

( 71 ) Το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο), στην απόφασή του της 11ης Απριλίου 2018, έκρινε ότι οι προϋποθέσεις του συμβιβασμού, όπως προβλέπονται στο άρθρο 1809 του ισπανικού αστικού κώδικα (βλ. υποσημείωση 16 των παρουσών προτάσεων), πληρούνταν όσον αφορά συμφωνία όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, δεδομένου ότι οι συμβαλλόμενοι θέλησαν να διευθετήσουν οριστικά μια «κατάσταση αβεβαιότητας» σχετικά με το κύρος των ρητρών κατώτατου επιτοκίου παραιτούμενοι από το δικαίωμα άσκησης ενδίκων βοηθημάτων, με αντάλλαγμα αμοιβαίες υποχωρήσεις: αφενός, το πιστωτικό ίδρυμα, υπέρ του οποίου προβλεπόταν ορισμένο κατώτατο επιτόκιο, συναίνεσε στη μείωση του επιτοκίου αυτού· αφετέρου, ο καταναλωτής, ο οποίος δεν επιθυμούσε τη ρήτρα κατώτατου επιτοκίου, συναίνεσε σε κατώτατο επιτόκιο χαμηλότερο του αρχικώς ορισθέντος (βλ. σημείο 26 των παρουσών προτάσεων). Στη μειοψηφούσα γνώμη του, ο δικαστής J. Orduña Moreno υποστήριξε ότι η συμφωνία αυτή δεν συνιστούσε συμβιβασμό, δεδομένου ότι η εν λόγω συμφωνία δεν αντικατόπτριζε την ύπαρξη διαφοράς μεταξύ των συμβαλλομένων. Ομοίως, το Audiencia Provincial de Badajoz (εφετείο του Badajoz, Ισπανία), στην απόφασή του αριθ. 168/2018, της 26ης Απριλίου 2018, η οποία αφορούσε παρόμοια σύμβαση, έκρινε ότι δεν μπορούσε να γίνει λόγος για συμβιβασμό, δεδομένου ότι δεν υπήρχε διαφορά μεταξύ των συμβαλλομένων. Έχω αμφιβολίες όσον αφορά την ανάλυση του Tribunal Supremo (Ανώτατου Δικαστηρίου) συναφώς (βλ. σημείο 80 των παρουσών προτάσεων)

( 72 ) Βλ. αποφάσεις της 30ής Απριλίου 2014, Kásler και Káslerné Rábai (C-26/13, EU:C:2014:282, σκέψεις 71 και 72), και της 20ής Σεπτεμβρίου 2018, EOS KSI Slovensko (C-448/17, EU:C:2018:745, σκέψη 61).

( 73 ) Βλ. απόφαση Gutiérrez Naranjo (σκέψεις 48 έως 51.

( 74 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 30ής Απριλίου 2014, Kásler και Káslerné Rábai (C-26/13, EU:C:2014:282, σκέψεις 73 και 74), και της 5ης Ιουνίου 2019, GT (C-38/17, EU:C:2019:461, σκέψη 35). Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έχει κρίνει κατ’ επανάληψη ότι η πληροφόρηση πριν από τη σύναψη της σύμβασης είναι, για τον καταναλωτή, ουσιώδους σημασίας. Βάσει ιδίως της πληροφόρησης αυτής ο καταναλωτής αποφασίζει αν επιθυμεί να δεσμεύεται από τους όρους που έχει προδιατυπώσει ο επαγγελματίας. Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 21ης Μαρτίου 2013, RWE Vertrieb (C-92/11, EU:C:2013:180, σκέψη 44), και της 20ής Σεπτεμβρίου 2017, Andriciuc κ.λπ. (C-186/16, EU:C:2017:703, σκέψη 48).

( 75 ) Κατά την άποψή μου, μπορούν συναφώς να ληφθούν υπόψη οι εγγυήσεις που ο νομοθέτης της Ένωσης προέβλεψε στην οδηγία 2013/11, οι οποίες μνημονεύθηκαν στο σημείο 49 των παρουσών προτάσεων. Κατά το άρθρο 9, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, «[κ]ατά τις διαδικασίες ΕΕΔ που επιδιώκουν την επίλυση της διαφοράς προτείνοντας μια λύση, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι: […] β) πριν συμφωνήσουν ή ακολουθήσουν μια προτεινόμενη λύση, τα μέρη ενημερώνονται ότι: i) μπορούν να επιλέξουν εάν συμφωνούν ή δεν συμφωνούν με την προτεινόμενη λύση και εάν θα την ακολουθήσουν, ii) η συμμετοχή στη διαδικασία δεν αποκλείει τη δυνατότητα επιδίωξης έννομης προστασίας μέσω δικαστικών διαδικασιών, iii) η προτεινόμενη λύση ενδέχεται να είναι διαφορετική από το αποτέλεσμα που θα προέκυπτε από ένα δικαστήριο το οποίο εφαρμόζει νομικούς κανόνες· γ) τα μέρη, πριν συμφωνήσουν ή ακολουθήσουν μια προτεινόμενη λύση, ενημερώνονται για τις νομικές συνέπειες που θα προκύψουν αν συμφωνήσουν ή ακολουθήσουν μια τέτοια προτεινόμενη λύση· δ) τα μέρη, πριν εκφράσουν τη συγκατάθεσή τους για την προτεινόμενη λύση ή φιλική συμφωνία, έχουν εύλογο χρονικό διάστημα να σκεφτούν».

( 76 ) Ενδεικτικώς, όσον αφορά τις συμβάσεις παρέκτασης διεθνούς δικαιοδοσίας στις διασυνοριακές διαφορές που αφορούν καταναλωτικές συμβάσεις (βλ. υποσημείωση 38 των παρουσών προτάσεων), θεωρείται ότι διαφορά μεταξύ των συμβαλλομένων γεννάται μόλις υπάρξει διαφωνία επί συγκεκριμένου σημείου και η διαδικασία ενώπιον δικαστηρίου είναι επικείμενη ή προσεχής [βλ. έκθεση του P. Jenard σχετική με τη Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1986, C 298, σ. 29), σ. 61]. Ένα απλώς και μόνον παράπονο του καταναλωτή δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο: πρέπει επιπλέον ο επαγγελματίας να αρνήθηκε να το ικανοποιήσει (Nielsen, P. A., όπ.π, σ. 520).

( 77 ) Αυτό δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην, όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, ότι ο επαγγελματίας θα πρέπει να αναφέρει το ακριβές ποσό από το οποίο παραιτείται ο καταναλωτής. Εκτιμώ ότι μια τέτοια απαίτηση δεν είναι ρεαλιστική στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης συμβιβασμού. Εξάλλου, στο πλαίσιο της απαίτησης διαφάνειας, το Δικαστήριο μεριμνά ώστε η απαίτηση αυτή να μην βαίνει πέραν αυτού που ευλόγως μπορεί να αναμένεται από τον επαγγελματία (βλ. απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2019, Lovasné Tóth, C‑34/18, EU:C:2019:764, σκέψη 69). Άλλωστε, εν προκειμένω, κατά τη σύναψη της «τροποποιητικής σύμβασης ανανέωσης οφειλής», η τράπεζα ευλόγως δεν μπορούσε να γνωρίζει ότι η XZ θα είχε ενδεχομένως ένα τέτοιο δικαίωμα επιστροφής (βλ. σημείο 75 των παρουσών προτάσεων).

( 78 ) Η εικοστή αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/13 διευκρινίζει ότι ο καταναλωτής πρέπει να έχει πράγματι την ευκαιρία να λάβει γνώση όλων των ρητρών της σύμβασης. Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι το γεγονός ότι ο καταναλωτής λαμβάνει εκ των προτέρων τη σύμβαση συντελεί στην τήρηση της απαίτησης διαφάνειας. Πρβλ. διάταξη της 24ης Οκτωβρίου 2019, Topaz (C-211/17, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:906, σκέψη 50).

( 79 ) Βλ. την απάντηση που προτείνω να δοθεί στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα.

( 80 ) Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, για να καθορίσει αν η εν λόγω ανισορροπία που προκλήθηκε από συμβατική ρήτρα δημιουργήθηκε «παρά την απαίτηση καλής πίστης», κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να εξακριβώσει συναφώς αν ο επαγγελματίας, συναλλασσόμενος με νόμιμο και δίκαιο τρόπο με τον καταναλωτή, ευλόγως μπορούσε να αναμένει ότι ο καταναλωτής θα δεχθεί μια τέτοια ρήτρα κατόπιν ατομικής διαπραγμάτευσης. Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 14ης Μαρτίου 2013, Aziz (C-415/11, EU:C:2013:164, σκέψη 69)

( 81 ) Βλ. σημείο 78 των παρουσών προτάσεων.

( 82 ) Το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) έκρινε ότι ρήτρα κατώτατου επιτοκίου δεν είναι διαφανής στο μέτρο που α) δεν περιέχει αρκούντως σαφείς πληροφορίες σχετικά με το γεγονός ότι πρόκειται για στοιχείο που καθορίζει το κύριο αντικείμενο της σύμβασης· β) οι ρήτρες παρεμβλήθηκαν ταυτοχρόνως με τις ρήτρες ανώτατου επιτοκίου και παρουσιάζονται ως αντάλλαγμα για αυτές· γ) κατά την ημέρα σύναψης της σύμβασης δεν υπάρχει προσομοίωση διάφορων σεναρίων όσον αφορά την ευλόγως προβλέψιμη εξέλιξη του επιτοκίου· δ) δεν υπάρχει προηγούμενη, σαφής και κατανοητή πληροφόρηση για το κόστος σε σύγκριση με άλλους όρους χορήγησης δανείων από το πιστωτικό ίδρυμα –αν υπάρχουν– ή προειδοποίηση προς τον πελάτη ότι, λαμβανομένου υπόψη του προφίλ του, οι όροι αυτοί δεν προτείνονται σε αυτόν, και ε) η ρήτρα κατώτατου επιτοκίου περιλαμβάνεται σε τεράστια ποσότητα δεδομένων που την αποκρύπτουν και στρέφουν αλλού την προσοχή του καταναλωτή.

( 83 ) Ειδικότερα, εκτιμώ ότι αυτό θα έβαινε πολύ πέραν των απαιτήσεων που θέτει η οδηγία 2014/17, η οποία, μολονότι δεν έχει εφαρμογή ratione temporis στην υπόθεση της κύριας δίκης, εντούτοις αποτελεί χρήσιμο σημείο αναφοράς. Συγκεκριμένα, η οδηγία αυτή προβλέπει, στο άρθρο της 14, ότι ο πιστωτικός φορέας πρέπει να εκπληρώνει την υποχρέωσή του προσυμβατικής πληροφόρησης μέσω του τυποποιημένου ευρωπαϊκού δελτίου πληροφοριών (ESIS) που παρατίθεται στο παράρτημα II της εν λόγω οδηγίας. Πάντως, το παράρτημα αυτό περιορίζεται να διευκρινίσει, στο σημείο 6 του επιγραφόμενου «Βασικά χαρακτηριστικά του δανείου» τμήματος 3 του παραρτήματος αυτού, ότι «[σ]το τμήμα αυτό εξηγείται αν το χρεωστικό επιτόκιο είναι σταθερό ή κυμαινόμενο και, κατά περίπτωση, αναφέρονται οι περίοδοι κατά τις οποίες θα παραμείνει σταθερό, η συχνότητα των μεταγενέστερων αναπροσαρμογών και η ύπαρξη ορίων στη διακύμανση του χρεωστικού επιτοκίου, όπως ανώτατων και κατώτατων ορίων»».

( 84 ) Βλ. σημείο 14 των παρουσών προτάσεων.