201711170461556072017/C 412/536962017TC41220171204EL01ELINFO_JUDICIAL20171009373821

Υπόθεση T-696/17: Προσφυγή της 9ης Οκτωβρίου 2017 — Havenbedrijf Antwerpen κ.λπ. κατά Επιτροπής


C4122017EL3710120171009EL0053371382

Προσφυγή της 9ης Οκτωβρίου 2017 — Havenbedrijf Antwerpen κ.λπ. κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-696/17)

2017/C 412/53Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική

Διάδικοι

Προσφεύγουσες: Havenbedrijf Antwerpen NV (Αμβέρσα, Βέλγιο) και Maatschappij van de Brugse Zeehaven NV (Zeebrugge, Βέλγιο) (εκπρόσωποι: P. Wytinck, W. Panis και I. Letten, δικηγόροι)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

να κρίνει την προσφυγή παραδεκτή·

να ακυρώσει την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 27ης Ιουλίου 2017, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.38393 (2016/C, πρώην 2015/E) την οποία εφάρμοσε το Βέλγιο [C(2017) 5174 τελικό] — Φορολογία των λιμένων στο Βέλγιο·

επικουρικώς, να χορηγηθεί σε αυτές μεταβατική περίοδος, σε κάθε περίπτωση διάρκειας ενός πλήρους έτους, μέχρις ότου η Επιτροπή ολοκληρώσει την έρευνά της σχετικά με το φορολογικό καθεστώς των διαφόρων λιμένων στην ΕΕ·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν τέσσερις λόγους.

1.

Με τον πρώτο λόγο προβάλλεται παράβαση των άρθρων 107 και 296 ΣΛΕΕ.

Η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 107 ΣΛΕΕ επειδή εσφαλμένως έκρινε ότι πρόκειται για «αγορά» εντός της οποίας οι λιμενικές αρχές παρέχουν τις υπηρεσίες τους.

Οι βασικές δραστηριότητες των λιμενικών αρχών, δηλαδή η παροχή προσβάσεως στον λιμένα και η διάθεση χώρων μέσω παραχωρήσεως κοινόχρηστων εκτάσεων, αφορούν δραστηριότητες μη οικονομικής φύσεως. Σε κάθε περίπτωση, η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε προσηκόντως το αντίθετο συμπέρασμα, κατά παράβαση του άρθρου 296 ΣΛΕΕ.

2.

Με τον δεύτερο λόγο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 107 ΣΛΕΕ επειδή η Επιτροπή εσφαλμένως χαρακτήρισε το μέτρο ως επιλεκτικό.

Η υπαγωγή των λιμενικών αρχών στο καθεστώς του φόρου νομικών προσώπων δεν αποτελεί παρέκκλιση από το «σύστημα αναφοράς», επειδή ο φόρος νομικών προσώπων συνιστά από μόνος του σύστημα αναφοράς. Η υπαγωγή των λιμενικών αρχών στον φόρο νομικών προσώπων εξηγείται από το ότι η διαχείριση των λιμένων ως κοινόχρηστης περιουσίας συνιστά αποστολή δημόσιας υπηρεσίας μη υποκείμενη στον φόρο εταιριών. Οι λιμενικές αρχές εξακολουθούν να παρέχουν ουσιαστικά μια δημόσια υπηρεσία, χωρίς κερδοσκοπικό χαρακτήρα, και σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του νομοθέτη και υπό διοικητική εποπτεία.

3.

Με τον τρίτο λόγο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 107 ΣΛΕΕ επειδή η παρέκκλιση από το σύστημα αναφοράς είναι σε κάθε περίπτωση δικαιολογημένη.

Ακόμη και αν ο φόρος εταιριών πρέπει να θεωρηθεί ως το βελγικό καθεστώς αναφοράς (πράγμα που δεν ισχύει), η μη υπαγωγή των λιμενικών αρχών στον φόρο εταιριών είναι δικαιολογημένη. Αυτό προκύπτει από τη συνοχή του όλου φορολογικού συστήματος, καθώς επίσης από το γεγονός ότι οι προσφεύγουσες δεν βρίσκονται σε πραγματική και νομική κατάσταση παρόμοια με αυτήν στην οποία βρίσκονται οι επιχειρήσεις που υπόκεινται στον φόρο εταιριών. Η υπαγωγή στον φόρο εταιριών θα είχε, επιπλέον, τιμωρητικό χαρακτήρα.

4.

Με τον τέταρτο λόγο ζητείται, επικουρικότερα, η χορήγηση μεταβατικής περιόδου, σε κάθε περίπτωση διάρκειας ενός πλήρους έτους, μέχρις ότου η Επιτροπή ολοκληρώσει την έρευνά της σχετικά με το φορολογικό καθεστώς των διαφόρων λιμένων στην ΕΕ.

Στην υπόθεση κατά των Κάτω Χωρών, η Επιτροπή χορήγησε στον Ολλανδό νομοθέτη περίοδο διάρκειας ενός πλήρους έτους ώστε αυτός να προσαρμόσει τη νομοθεσία του, και συνεπώς χορήγησε επίσης στους περί ων πρόκειται λιμένες περίοδο διάρκειας ενός έτους ώστε αυτοί να προετοιμαστούν για τη νέα κατάσταση. Τίποτα δεν δικαιολογεί το ότι στις προσφεύγουσες χορηγήθηκε περίοδος μικρότερης διάρκειας προκειμένου να προσαρμοστούν στη νέα κατάσταση.

Η απαγόρευση του μέτρου σε ένα κράτος μέλος, ενώ λιμένες σε άλλα κράτη μέλη εξακολουθούν να μπορούν να ωφελούνται από το μέτρο αυτό, ουδόλως συμβάλλει στην ισότητα των όρων ανταγωνισμού μεταξύ των λιμένων (όχι των λιμενικών αρχών). Αντιθέτως, αντί να αίρεται μια ανισότητα, δημιουργείται μια ανισότητα μεταξύ των λιμένων στα διάφορα κράτη μέλη.